Menu

Αρμένικος Πολιτισμός

H Αρμενία, μια χώρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ήταν πάντα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ευάλωτη στις καταστροφές και τις βαρβαρότητες.

Ο Αρμενικός λαός παρά το ότι έχασε πολλές φορές την εθνική του ανεξαρτησία κατάφερε να διατηρήσει την γλώσσα, τη θρησκεία, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός στις παραδόσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Γεγονός άλλωστε που φανερώνεται και μέσα απ’ τα έργα του.

ΛΑΪΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Οι Λαϊκές Τέχνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή και την ιστορία κάθε λαού. Η κεραμική, τα χαλιά, το κέντημα, η χρυσοχοΐα ήταν κάποιες από τις δραστηριότητες του Αρμενικού λαού. Οι παραδόσεις των καλλιτεχνικών επαγγελμάτων μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά. Η τέχνη της υφαντουργίας, κυρίως στον τομέα του χαλιού, υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Η καλή ποιότητα των χαλιών Dvin, του Ani, του Van και του Erzeroum στο Μεσαίωνα ήταν ευρέως γνωστή εκτός των συνόρων της Αρμενίας. Μεγάλη ποσότητα χαλιών εξάγονταν σ’ όλο τον κόσμο. Θυμίζουμε ότι χιλιάδες χαλιά συγκεντρώθηκαν και πουλήθηκαν υπό το σοβιετικό καθεστώς στο εξωτερικό. Τα χαλιά με τους δράκους ξεχωρίζουν κυρίως για τη ζωντάνια των χρωμάτων τους. Το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, σε αρμονία με το άσπρο, το κίτρινο και το μπλε. Τα πιο αρχαία χαλιά διατηρούνται σήμερα στα μουσεία ιστορίας και εθνολογίας στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στη Βουδαπέστη και στην Αρμενία.

Η τέχνη του κεντήματος εκπροσωπείται από τους Αρμένιους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στα εργαστήρια του Μεσαίωνα που βρίσκονται στο εσωτερικό των μοναστηριών, ετοίμαζαν ρούχα για τους ευγενείς και τους κληρικούς, όπως επίσης τραπεζομάντιλα και κουρτίνες.

Η συλλογή ασημένιων αντικειμένων για λαϊκή ή θρησκευτική χρήση αποδεικνύουν την φαντασία και την λεπτότητα της δουλειάς των Αρμενίων χρυσοχόων.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Η μοντέρνα εποχή στην ανάπτυξη των αρμενικών εικαστικών τεχνών ξεκίνησε το 1828, όταν η Ανατολική Αρμενία πέρασε στα χέρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Λογοτεχνία και η Αρμενική τέχνη διανύουν μια καινούρια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια προσέγγιση με τη Ρωσική και Ευρωπαϊκή κουλτούρα. Οι Αρμένιοι ζωγράφοι του 19ου αιώνα σπούδασαν στο εξωτερικό και προσπάθησαν να εισάγουν στην αρμένικη τέχνη, μια ποικιλία ειδών και καινούργιων μεθόδων ζωγραφικής από την Ευρώπη. Αυτές οι μέθοδοι αφομοιώθηκαν ολοκληρωτικά στίς τοπικές συνήθειες στο τέλος του 19ου αιώνα.

Οι Αρμένιοι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου αποτέλεσαν τους αποστόλους της αναγέννησης του εθνικού πνεύματος. Χάρη σ’ αυτούς και στα έργα των συγγραφέων όπως του Alichan, του Abovian, του Nalbandian και του Patkanian, η ιδέα της πατρίδας και της απελευθέρωσης, αποκτούσε μέρα με τη μέρα μεγαλύτερη σημασία για το σύνολο της αρμενικής κοινωνίας. Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της περιόδου είναι ο Hagop Hovnatanian, ο οποίος ειδικεύονταν στις προσωπογραφίες.

Η σύγχρονη αρμενική ζωγραφική

Ο Αρμενικός λαός γνώρισε τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας του στην αρχή του 20ου αιώνα. Η Αρμενία παρά λίγο να εξαφανιστεί για πάντα από το χάρτη του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την εποχή κατάφερε να αντισταθμίσει το θάνατο που έμοιαζε άμεσος, και η αρμενική κουλτούρα γνώρισε μια πραγματική άνθιση. Ήταν η εποχή της αναγέννησης των αρχαίων παραδόσεων.

Ο Martiros Sarian, κορυφαίος αρμένιος ζωγράφος της εποχής, αφιερώθηκε στην αναγέννηση της πατρίδας του και ενώ ήταν πολύ διάσημος στη Ρωσία, διάλεξε να επιστρέψει στην Αρμενία το 1915 για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και κυρίως τα παιδιά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Κύριο θέμα των έργων του ήταν η Αρμενία και κατάφερε να αποδώσει στην αρμένικη ζωγραφική το σωστό χρώμα. Τα έργα του, κυρίως στην αρχή, επηρεάστηκαν άμεσα από τις νέες Ρωσικές και Γαλλικές τάσεις.

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Η ανάπτυξη της αρμενικής γλυπτικής ξεκίνησε στο 2ο μισό του 19ου αιώνα. Ο διάσημος γλύπτης Yervant Voskian ήταν ο διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης.

Ο ιδρυτής της τέχνης της προτομής στην Αρμενία ήταν ο Andreas Ter-maroukian. Το πιο σημαντικό του έργο, η προτομή του Khatchatour Abovian πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και μεταφέρθηκε στο Ερεβάν 12 χρόνια αργότερα.

Άλλες σημαντικές μορφές της αρμένικης γλυπτικής είναι ο Hagop Gurdjian, o Ara Sargisian και ο Souren Stepanian.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Οι εκκλησίες, τα θρησκευτικά βιβλία και τα εκκλησιαστικά λειτουργικά αντικείμενα που διασώζονται μέχρι σήμερα, αποτυπώνουν το ανεξάρτητο πνεύμα των Αρμενίων αλλά και τη σχέση τους με τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή και ιδιαίτερα με το Βυζάντιο. Ένας από τους ισχυρότερους συνεκτικούς ιστούς που διαπερνούν την αρμενική τέχνη ήταν η συνεχής, συνειδητά επαναλαμβανόμενη δια μέσου των αιώνων, χρήση ρυθμών που αντλούνται από τις πρώιμες χριστιανικές παραδόσεις του λαού. Περισσότερο ενδεικτικές αυτής της προσέγγισης ήταν οι μεγάλες εκκλησίες.

Αν και η αρχιτεκτονική αυτών των οικημάτων αναγνωρίζεται παντού ως αντιπροσωπευτική της αρμενικής πίστης, οι επιβλητικές, εντυπωσιακές εκκλησιές με τις δυναμικές και καθαρά διαρθρωμένες όψεις, δεν είναι μονολιθικές πέτρινες κατασκευές, ριζωμένες στο προχριστιανικό αρμενικό παρελθόν. Αντίθετα, οι εκκλησίες είναι κατασκευασμένες με ακατέργαστες πέτρες που στη συνέχεια καλύπτονται με μεγάλες επίπεδες πλάκες, τεχνική διαδεδομένη στο πρώιμο βυζαντινό κόσμο σε στρατιωτικά οχυρωματικά έργα και δημόσια κτίρια, η οποία μετατρέπεται στην Αρμενία σε δυναμική εκδήλωση λατρείας. Τα ομοιώματα κατασκευάζονταν για έναν λαό που η εκκλησία του, στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της, παρέμεινε ανεξάρτητη τόσο από τον ορθόδοξο όσο και από τον καθολικό κόσμο. Στην διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Αρμένιοι που διοικούσαν στο όνομα των μεγάλων δυνάμεων της Ανατολής είτε της Δύσης, πάντα προτιμούσαν να εκφράζουν την πίστη τους χτίζοντας εκκλησίες που ακολουθούσαν τους ρυθμούς του δικού τους παρελθόντος, αντί να μιμούνται τα εκκλησιαστικά κτίρια που βρίσκονταν στις πρωτεύουσες στις οποίες ήταν υποτελείς.

Χαρακτηριστικό στοιχείο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι ο τρούλος, που θεωρείται αρμενικού ρυθμού. Στην κατασκευή των τρούλων οι Αρμένιοι έχουν εμπνευστεί από την ζωροαστρική Περσία, όπου χρησιμοποιούσαν τον τρούλο για την λατρεία του ήλιου. Όπως υποστηρίζει ο σπουδαίος Αυστριακός ιστορικός της τέχνης Στρτσικόφσκι, ο τρούλος ως στοιχείο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και από εκεί μεταγενέστερα στην Ιταλία και την νότιο Γαλλία, από την Αρμενία. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι θαυμαστοί τρούλοι των ναών της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ήταν εμπνευσμένοι από σχέδια του αρμενικού τρούλου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, γνωρίζοντας την προέλευση της έμπνευσης και της τεχνικής του αρχιτεκτονικού αριστουργήματος της Αγίας Σοφίας, μετά τον σεισμό του 989 μ.Χ., κάλεσαν από την Αρμενία τον διάσημο αρχιτέκτονα Τιριδάτη για να αναλάβει το έργο της αναστήλωσης του κατεστραμμένου τρούλου του ναού.

Ζωγράφοι, γλύπτες και χαράκτες με τα έργα τους συμπλήρωναν και εμπλούτιζαν την αρχιτεκτονική και λάμπρυναν ακόμα περισσότερο τα διάφορα κτίσματα. Στο εσωτερικό των αρμενικών εκκλησιών, θρησκευτικές μορφές που απαντούν σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, όπως η Παρθένος με το Θείο Βρέφος, σμιλεύονταν συχνά σε διακοσμητικές ταινίες πάνω από τα παράθυρα της πρόσοψης και σε κιονόκρανα. Ο διάκοσμος των μεσαιωνικών αρμενικών εκκλησιών καθρέφτιζε το διττό χαρακτήρα της αρμενικής ζωής – απέραντο σεβασμό για το παρελθόν του λαού αφενός, αλλά και επίγνωση των τεχνοτροπιών εν χρήσει από τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή οι Αρμένιοι.

Μέσα από την τέχνη της αρχιτεκτονικής, ο αρμενικός λαός έχει εκφράσει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις δημιουργικές του ικανότητες. Τα ιστορικά αρχιτεκτονικά μνημεία που υπάρχουν σε όλη την έκταση του αρμενικού οροπεδίου, μαρτυρούν το μέγεθος της συμβολής της χώρας στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Τα μνημεία Γκαρνί, κόσμημα ελληνιστικής εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.), Αγ. Χριψιμέ και Ζβαρτνοτς (7ος αιώνας μ.Χ.), Τατέβ, Σαναχίν Αγπάτ και Κετσαρίς (11-13 αιώνας μ.Χ.), Κοσαβάνκ, Αγαρτζίν και Κεγάρτ (13-14 αιώνας μ.Χ.) είναι μερικά μόνο από τα αριστουργήματα που διασώζονται μέχρι σήμερα.

Το πεδίο της αρχιτεκτονικής αποτελεί ίσως την σημαντικότερη συμβολή της Αρμενίας στον πολιτισμό και τις τέχνες.

KHATCHKAR (Χατσκάρ)

Οι Αρμένιοι αποκαλούν την πατρίδα τους ¨Χώρα της Πέτρας¨. Διαθέτοντας μεγάλες ποικιλίες πέτρας οι Αρμένιοι κατάφεραν να εκφράσουν το αρχιτεκτονικό τους ταλέντο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και την τέχνη των Khatchkar (Χατσκάρ) («σταυρόπετρες»).

Τα Αρμενικά Χατσκάρ αποτελούν φαινόμενο της παγκόσμιας τέχνης. Πρόκειται για ορθογώνιες παραλληλόγραμμες πέτρινες στήλες, πάνω στις οποίες είναι χαραγμένοι ή λαξεμένοι σταυροί με έντονα διακοσμητικά στοιχεία. Κάθε ένα έχει διαφορετική τεχνοτροπία και διακόσμηση.

Τα Χατσκάρ έχουν κατασκευαστεί και τοποθετηθεί με διάφορες αφορμές όπως για να υπενθυμίζουν ιστορικά γεγονότα ή νικηφόρες μάχες, για να μνημονεύσουν τους κατασκευαστές, ευεργέτες ή δωρητές ναών και άλλων μεγάλων έργων, για να τιμήσουν τους ήρωες που θυσιάστηκαν σε διάφορους αγώνες και για πολλούς άλλους λόγους. Τοποθετημένα σε αυλές εκκλησιών, σε δρόμους, σε λόφους και σε νεκροταφεία θεωρούνται σύμβολα για την σωτηρία της ψυχής. Ο λαός πιστεύει πως έχουν την δύναμη να γιατρεύουν αρρώστιες και να προφυλάσσουν από φυσικές καταστροφές και γι’ αυτό τον λόγο τα έχει μετατρέψει σε ιερό προσκύνημα.

Τα Χατσκάρ που διασώζονται από τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, είναι πέτρινες στήλες, στην επιφάνεια των οποίων ήταν χαραγμένοι απλοί σταυροί. Τα Χατσκάρ με την περίτεχνη λάξευση και τον πλούσιο διάκοσμο αναπτύχθηκαν μετά τον 9ο αιώνα μ.χ. ως μνημεία νέας τεχνοτροπίας, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας από την αραβική κυριαρχία, την περίοδο που η χώρα γνώρισε την πιο λαμπρή περίοδο ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, κατά τον 10ο και 11ο μ.Χ. αιώνα.

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ο λόγος του Θεού, όπως διασώζεται στα χειρόγραφα, υπήρξε πάντοτε το επίκεντρο της αρμενικής λατρείας. Η αρμενική αλφάβητος δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα από τον Mashtots με σκοπό την μετάφραση χριστιανικών κειμένων στα αρμενικά.

Οι εικόνες δεν έπαιξαν ποτέ σημαντικό ρόλο στην αρμενική λατρεία. Αντίθετα, τα Ευαγγέλια ήταν τόσο ιερά, που προκειμένου να τα περισώσουν από τα χέρια επιδρομέων, οι Αρμένιοι ήταν έτοιμοι να θυσιάζουν τη ζωή τους.

Νεότερα μεσαιωνικά αρμενικά χειρόγραφα και τα πολυτελή τους εξώφυλλα συνδυάζουν καθαρά αρμενική εικονογραφία με θέματα και τεχνοτροπίες που απαντούν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι προσωπογραφίες των Ευαγγελιστών, καθισμένων σε αρχιτεκτονικό φόντο, συχνά θυμίζουν αυτές που συναντούμε σε σύγχρονά τους βυζαντινά Ευαγγέλια, και το ίδιο ισχύει για τις διακοσμητικές επικεφαλίδες και τα περίτεχνα σχέδια των κεφαλαίων γραμμάτων του κειμένου. Μολονότι οι μελετητές έχουν ασχοληθεί πολύ με την συσχέτιση των αρμενικών και βυζαντινών μικρογραφιών, πρέπει να τονίσουμε ότι κύριο στοιχείο είναι πάντα η αρμενική γλώσσα, ακόμα και αν τα κείμενα έχουν γραφεί για Αρμενίους που υπηρετούν ως αξιωματικοί στο στρατό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πάνω από όλα, ο λόγος του Θεού, διατυπωμένος στα αρμενικά, είναι το σύμβολο της ανεξαρτησίας της Αρμενικής Εκκλησίας.

Οι απεικονίσεις στις μικρογραφίες επιλέγονται πάντα με βάση την σχέση τους με την αρμενική παράδοση, ακόμα και αν το ύφος τους αντανακλά την επιρροή άλλων πολιτισμών. Νεότερα μεσαιωνικά χειρόγραφα, όπως αυτό του Βαν, συχνά περιέχουν απεικονίσεις της Τελικής Κρίσεως και τεράστιους σταυρούς της Δευτέρας Παρουσίας. Τα αφηρημένα σχέδιά τους συνδυάζουν την αρμενική παράδοση με μια επίγνωση της αισθητικής την οποία είχαν υιοθετήσει οι ισλαμικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στην περιοχή την εποχή εκείνη.

Πλήθος έργων, τόσο πρωτοχριστιανών όσο και αρχαιοτέρων Ελλήνων συγγραφέων, σώζονται σήμερα μόνο σε αρμενικές μεταφράσεις σε μια από τις παλαιότερες και πιο πλούσιες βιβλιοθήκες χειρογράφων στο κόσμο, το Matenadaran. Η συλλογή περιλαμβάνει 23.000 χειρόγραφα από όλη σχεδόν την αρχαία και μεσαιωνική αρμενική φιλολογία και επιστήμη καθώς και αραβικά, ελληνικά, περσικά, λατινικά, και άλλα χειρόγραφα. Η ιστορία του Matenadaran τοποθετείται στην περίοδο της δημιουργίας της αρμενικής αλφαβήτου το 405μΧ. Έχει μία ιστορία αιώνων που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

ΜΟΥΣΙΚΗ

Η αρμενική μουσική έχει τόσο βαθιές ρίζες όσο και η ιστορία του αρμενικού λαού και παρουσιάζει πλούσιο περιεχόμενο και μεγάλη ποικιλία.

Ώς ορεινή χώρα στην παράδοση της Αρμενίας κυριαρχούν η μουσική και τα τραγούδια της υπαίθρου.

Τον 4ο π.Χ. αιώνα η Αρμενία γνώρισε μια πολιτική άνοιξη, που είχε τον αντίκτυπό της και στον πολιτισμό. Σύμφωνα με ελληνικές, ρωμαϊκές και αρμενικές μαρτυρίες η Αρμενία κατείχε μια σημαντική θέση μεταξύ των τότε προηγμένων χωρών. Τον καιρό του Τιγράνη του Μέγα (95-55 π.Χ.) η ποίηση, το θέατρο και η μουσική γνώρισαν μια πρωτοφανή άνθηση.

Με την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, το 301 μ.Χ., απαγορεύτηκε αυστηρά η προχριστιανική μουσική καθώς και η δραστηριότητα των λαϊκών τροβαδούρων. Οι τελευταίοι ήταν ταυτόχρονα ποιητές, τραγουδιστές και μουσικοί και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τον λαό. Παρά τις απαγορεύσεις, η λαϊκή μουσική, όντας στενά συνδεδεμένη με την νοοτροπία, την σκέψη και την ψυχολογία του λαού, κατόρθωσε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο. Η μουσική αυτή περιλάμβανε θέματα επικά, ερωτικά, παραινετικά, φιλοσοφικά, ηθικολογικά, κοινωνικά καθώς και θέματα από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων.

Η Αρμενία λόγω της γεωγραφικής της θέσης βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση, με αποτέλεσμα η μουσική της να είναι επική, θρησκευτική, αγροτική. Το λυρικό στοιχείο εμφανίζεται κατά τον 10ο αιώνα, με τα περίφημα «ντάγ» (ωδή).

Με την πτώση του Ανί και του Ματζικέρτ στα μέσα του 11ου αιώνα και με την κατάληψή της τον 16ο αιώνα από τους Πέρσες, η Αρμενία έζησε την μεγαλύτερη περίοδο σκότους, μια πορεία εννέα περίπου αιώνων.

Ο λαός ξενιτεύτηκε και όσοι έμειναν βρήκαν παρηγοριά στα μακρόσυρτα, λυπητερά αυτοσχέδια τραγούδια των τροβαδούρων. Τα τραγούδια των «μπαντούχτ» (ξενιτεμένων, προσφυγιάς) εμφανίζονται με παραλλαγές αμέτρητες.

Η τέχνη των «ασούγ» (τροβαδούρων), σύνθετη, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, συνδυασμός ποίησης και σύνθεσης τραγουδιού. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του είδους, ο Σαγιάτ-Νοβά (1712-1795) ήταν το λαμπρό δημιουργικό πνεύμα της εποχής του. Τα έργα του βασίστηκαν στο μουσικό όργανο «κεμαντσά». Χάρη στη σπάνια καλλιτεχνική του ιδιοφυία, κυριάρχησε όχι μόνο στον Καύκασο αλλά και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Το ότι τραγούδησε σε τέσσερις γλώσσες οφείλεται κυρίως στις ανάγκες του πολυεθνούς ακροατηρίου του.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αρμενία ήταν τεχνητά χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική. Όμως παντού επικρατούσε η αντίληψη της αναδημιουργίας και αναγέννησης της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο ανανεωτικός άνεμος που φύσαγε και στα δύο τμήματα της Αρμενίας έφτασε, στις αρχές του 20ου αιώνα, στο αποκορύφωμά του. Η Δυτική Αρμενία ζούσε μετά από δεκαπέντε αιώνες την δεύτερή χρυσή εποχή της.

Ο Γκομιτάς (1869-1935), γεννημένος ως Σογομών Σογομωνιάν στην Κιουτάχεια, ίδρυσε την αρμενική κλασική μουσική και φανέρωσε τις μεγάλες δυνατότητες μελωδικής, αρμονικής και πολυφωνικής εξέλιξης, κρυμμένες στην λαϊκή παράδοση. Κατέγραψε χιλιάδες τραγούδια και καλλιέργησε τις αρχές της εθνικής έντεχνης μουσικής, αναβαθμίζοντας το λαϊκό τραγούδι στο επίπεδο του κλασικού. Ακαταπόνητος μελετητής, ίδρυσε χορωδίες, έδωσε διαλέξεις στην Ευρώπη, διασκεύασε την αρμενική θεία λειτουργία αριστοτεχνικά. Υπήρξε λαμπρός ερμηνευτής. Ο Γκομιτάς έβαλε τα θεμέλια της αρμενικής μουσικής και της μουσικολογίας. Πέθανε στο Παρίσι, μετά από 20 χρόνια ταλαιποριών και πνευματικής στειρότητας που του προκάλεσε η δοκιμασία της γενοκτονίας.

Η μετέπειτα εποχή συμπίπτει με τη δημιουργία του αρμενικού κράτους, που φέρνει μια νέα γενιά δημιουργών με συνθέσεις ιστορικής επαναστατικής θεματολογίας ή καθαρώς πατριωτικής, πέρα από τις γνωστές ως τότε τάσεις. Φυσιογνωμία που δεσπόζει ο Αράμ Χατσαντουριάν(1903-1979) χαρακτηρίζεται από την Ουνέσκο ώς ένας απ’ τους γνωστότερους μουσικούς της εποχής.

Η σύγχρονη αρμενική μουσική οφείλει πολλά και στους Αλάν Οβάννες, Αρνό Μπαμπατζανιάν, Αλεξάντρ Χαρουτιουνιάν, Έντγκαρ Οβαννισιάν και Εντουάρντ Μιρζογιάν.

Όσον αφορά τα μουσικά όργανα, ο αρμενικός λαός, στο πέρασμα των αιώνων, χρησιμοποίησε τα έξης όργανα:
Πνευστά: ζουρνάς, φλάουτο, ντουντούκ, τρομπέτα.
Έγχορδα: νταβίγ, πανπίρ, σαζ, ταρ, κεμαντσά, κανονάκι, κναρ.
Κρουστά: ταπ, τχόλ,τύμπανο, τζιντζγά.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

O παραδοσιακός χορός είναι η τέχνη μέσω της οποίας εκφράζεται το συναίσθημα και η νοοτροπία ενός λαού.

Στην παγανιστική Αρμενία, τα πρώτα δείγματα των Αρμενικών παραδοσιακών χορών τα συναντούμε στις βραχογραφίες της περιοχής Σιουνίκ, στα όρη του Κεγάμ και του Γκουτασάρ και αναπαριστούν χορευτικές φιγούρες με τα χέρια απλωμένα και τα δάκτυλα ανοιχτά. Χρονολογούνται στον 7ο και 8ο π.Χ αιώνα.

Την εποχή εκείνη, είχαν αναπτυχθεί μεγάλα πολιτιστικά κέντρα όπως το Αρτασάτ, το Αρμαβίρ, η Ανί, το Μπακαράν, το Γερβαντασάτ, από τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες τελετουργικών χορών. Εκτελούνταν από ιερείς και ιέρειες των ναών. Μελέτες που έγιναν γύρω από τους παραδοσιακούς χορούς κατέληξαν ότι από αυτούς τους χορούς ξεκίνησε και διαμορφώθηκε ο αρμενικός παραδοσιακός χορός.

Από την μικρογραφική ζωγραφική της Μεσαιωνικής περιόδου προκύπτουν πάρα πολλές πληροφορίες για τους χορούς και συγκεκριμένα για τις μάσκες, τις ενδυμασίες, τις καθημερινές συνήθειες. Περισσότερες δε πληροφορίες προκύπτουν από τα κείμενα αφού η μικρογραφία ουσιαστικά ήταν εικονογράφηση των ιερών κειμένων.

Η εκκλησία θεωρούσε σατανικές τις τέχνες του χορού, του θεάτρου κ.λ.π. και τις πολεμούσε. Επενέβαινε στην εργασία των εικονογράφων, ίσως και των κειμενογράφων, οι οποίοι κατέγραφαν στο περιθώριο του βιβλίου διάφορες σημειώσεις, που σήμερα αποτελούν μια πολύ σημαντική και ζωντανή πληροφόρηση. Σ’ αυτή την περίοδο, για τον ίδιο λόγο, η εκκλησία καταφέρεται εναντίον των βάρδων, των μίμων, των ηθοποιών όπως προκύπτει από την εκκλησιαστική λογοτεχνία. Σύμφωνα με πληροφορίες που υπάρχουν από τον 5ο έως τον 10ο αιώνα, ο Γεζνίκ από το Γκοχμν, ο Βαχάν Μαρταγκουνί, ο Χοσρόφ κ.ά, εφιστούν την προσοχή των χριστιανών, να μη συμμετέχουν σε εκδηλώσεις λαϊκών χορών, θεατρικών παραστάσεων κ.λ.π. Και μόνον αυτή η επισήμανση αποδεικνύει την εξέλιξη, το επίπεδο και την απήχηση που είχε ο χορός και οι τέχνες γενικότερα στη μεσαιωνική Αρμενία.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον διαμορφώνθηκε η αρμενική λαογραφία και εθνογραφία, μπήκαν οι πρώτες βάσεις για τους παραδοσιακούς χορούς.

Η Αρμενία είναι μια μικρή χώρα, έχει όμως πολλές εθνογραφικές περιόδους. Η κάθε μια από αυτές έχει έναν ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες λαογράφων του 19ου αιώνα, εκφράζεται από τη διάλεκτο, την ενδυματολογία, την τεχνική κ.ά.

Στην διαμόρφωση των αρμενικών παραδοσιακών χορών, σημαντική υπήρξε η συμβολή του αρμένιου κληρικού Γκομιτάς (1869 – 1935), ο οποίος κατέγραψε, διέσωσε και μελέτησε την αρμενική μουσική και τη λαϊκή παράδοση. Θεωρείται ο ιδρυτής της εθνομουσικολογίας, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση την λαϊκών παραδοσιακών χορών. Είναι αυτός που περιγράφει έναν από τους παλαιότερους αρμενικούς χορούς, το «μπαρερκαΐν ζαμέρ» (ώρες χορού). Εδώ ο Γκομιτάς κατηγοριοποιεί τη δομή του αρμενικού χορού, τις κινήσεις, τη στάση και θέση του ανθρώπινου σώματος, που συνυπάρχουν στο χορό άμεσα συνδεδεμένα με τη μουσική.

Ο επόμενος σταθμός που καθόρισε τον αρμενικό παραδοσιακό χορό ξεκινά στη δεκαετία του 1920 με τη σοβιετοποίηση της Αρμενίας. Μετά την γενοκτονία του 1915 η Δυτική Αρμενία αποτέλεσε κομμάτι του Τουρκικού κράτους, ενώ στην Ανατολική δημιουργήθηκε ένα νέο καθεστώς σε μια διαλυμένη χώρα. Στις συνθήκες αυτές ιδρύθηκε ο πρώτος όμιλος παραδοσιακών χορών, από άτομα που διασώθηκαν από τις σφαγές και βρήκαν καταφύγιο στη χώρα. Άρχισαν να εμφανίζονται με τις παραδοσιακές τοπικές τους ενδυμασίες και τα παραδοσιακά λαϊκά τους όργανα. Χάρη σ’ αυτή την προσπάθεια σώθηκαν πάρα πολλοί χοροί από τη Δυτική Αρμενία.

Η εθνοχορογραφία έλαβε σάρκα και οστά μετά το 1930, από τη λαογράφο, εθνογράφο, μελετήτρια των χορών και ιστορικό Σρπουή Λισιτσιάν. Συνέλεξε γύρω στους 2.000 χορούς και κάποιες δραματοποιημένες παραστάσεις, στη διάρκεια περιοδειών που οργάνωνε γι’ αυτό το σκοπό. Κατ’ αυτό τον τρόπο διέσωσε το γνήσιο παραδοσιακό χορό, κάτω από αντίξοες συνθήκες, διότι η πολιτική κατάσταση, δεν ευνοούσε τη διαφύλαξη των εθνικών παραδοσιακών στοιχείων. Επίσης, πολύ μεγάλη ήταν η συνεισφορά της στην καταγραφή της κίνησης των χορών (κινησιογραφία). Τη δεκαετία του 1940 εξέδωσε στη Μόσχα μια μελέτη με το τίτλο «Κινησιογραφία» στη ρωσική γλώσσα, που αποτελούνταν από δύο βασικά μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια ιστορική αναδρομή και περιγράφεται η ιστορία της κινησιογραφίας ενώ στο δεύτερο μέρος υπάρχουν καταγραφές των κινήσεων των χορών.

Κατηγορίες παραδοσιακών αρμενικών χορών

Στους αρμενικούς χορούς μεγάλη σημασία έχει η κατεύθυνση. Υπάρχουν χοροί που χορεύονται από δεξιά προς τα αριστερά και το αντίθετο. Οι πρώτοι π.χ. κατευνάζουν τα κακά πνεύματα σε περίπτωση ξηρασίας. Χωρίζονται σε κατηγορίες, όπως οι πολεμικοί, οι χοροί του δρόμου, οι μιμητικοί, της εργασίας στην ύπαιθρο, της εργασίας στο σπίτι, οι γαμήλιοι, οι χοροί των νεκρών.

Ο χορός Γκιόβντ είναι πολύ χαρακτηριστικός αρχαϊκός χορός. Τα ίχνη του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ανάλογα με την περιοχή τον βρίσκουμε με πολλές ονομασίες όπως Γκιόλτ, Γκιέλτ κ.ά. και έχει πάρα πολλές εκδοχές. Ο ρυθμός του είναι πολύ σιγανός, οι κινήσεις πολύ απλές και τελετουργικές. Εκφράζει τη νοοτροπία του λαού. Ορισμένες φορές το Γκιόβντ χορεύεται από ολόκληρο το χωριό και διαρκεί ώρες. Το βασικό ρόλο τον έχει ο κορυφαίος χορευτής και αυτό υποδηλώνει το πόσο παλιός είναι. Επίσης, κάποιο ρόλο έχει ο τελευταίος του χορού. Για το χορό αυτό επικρατεί η έκφραση «η κεφαλή του χορού και η ουρά», λες και πρόκειται για μεγάλο ζώο που κινείται.

Ένας εξ’ ίσου παλιός χορός είναι ο χορός «παπουρί», που χορεύεται από πάρα πολλές ηλικίες. Τέλος υπάρχουν και οι αριστοκρατικοί χοροί, όπως ο χορός «σεϊχανά», ένας βασιλικός χορός που χορεύεται από 8-10 γυναίκες πιασμένες από τα χέρια, όχι σε κύκλο αλλά σε τετράγωνο. Είναι ένας κάπως γρήγορος χορός και έχει αυξομειώσεις στο ρυθμό του.

 

Πηγή: ancg.gr

Διαβάστε περισσότερα...

O πρώτος Αρμένιος που χορεύει σάμπα!


H Aρμενία μία τόσο ταλαιπωρημένη χώρα, σίγουρα δεν είναι κάτι σημαντικό στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η Εθνική ομάδα της Αρμενίας από το 1991 όπου αποτελεί ένα ανεξάρτητο κράτος, ως και σήμερα δεν
έχει καταφέρει ποτέ της να προκριθεί σε κάποια διεθνής διοργάνωση.

Οι ποδοσφαιράνθρωποι προσπαθούσαν χρόνια να βρουν έναν ποδοσφαιριστή που θα μπορούσε να καταξιωθεί στην Ευρώπη έτσι ώστε να γίνει το ίνδαλμα των υπολοίπων
και “σημαία” του ποδοσφαίρου της χώρας. Αυτός επιτέλους βρέθηκε!

Χένρικ Μκχιταργιάν! Το όνομα του χρειάζεται καλή… γυμναστική της γλώσσας για να το εκφωνήσει κάποιος, όμως τα μάτια “πλουτίζουν” όταν τον βλέπει στο γήπεδο!
Ο 23χρονος είναι ο πρώτος ποδοσφαιρικός αστέρας της Αρμενίας και βρίσκεται πολύ κοντά στο να γίνει ο πρώτο Αρμένιος ποδοσφαιριστής όπου θα κάνει το όνομα του
παγκόσμια γνωστό. Τα δύο του γκολ για το Τσάμπιονς Λιγκ με την φανέλα της Σαχτάρ απέναντι στην Ντορτζέλαντ δεν ήρθαν τυχαία…

Τα δύο γκολ του νεαρού με την φανέλα Νο 22 στη πλάτη κατά των Δανών ήταν τα πρώτα της καριέρας του σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο εδώ και μήνες ο Μκχιταργιάν είναι ο δεινός σκόρερ της ομάδας.
Η Σαχτάρ εδώ και χρόνια είναι κολλημένη με Βραζιλιάνους. Κι όμως τον Ιανουάριου του 2011 απέκτησε τον νεαρό από την μεγάλη αντίπαλο και ομάδα της ίδιας πόλης, την Μέταλουργκ. Και από την πρώτη στιγμή
ο Αρμένιος έδειξε “βραζιλιάνικες” ποδοσφαιρικές αρετές και σπουδαία δεινότητα στο σκοράρισμα και ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της περσινής
κατάκτησης του τίτλου. Φέτος; Ακόμα πιο εντυπωσιακός. Δώδεκα γκολ σε μόλις εννιά αγώνες και 1,33 τέρματα ανά παιχνίδι!

Ό Χένρικ Μκχιταργιάν δεν είναι επιθετικός… Είναι κλασικό “δεκάρι”. Χειρίζεται άψογα την μπάλα, δίνει πολλές ασίστ και καταφέρνει να πετυχαίνει και πολλά γκολ. Δυνατό του σημείο το γεγονός ότι χειρίζεται εξίσου καλά και τα δύο πόδια ενώ έχει πολύ καλά δυνατά και μακρινά σου.

Πολλοί λένε ότι πρέπει να έχει βραζιλιάνικες ρίζες αλλιώς δεν εξηγείται αλλιώς. Κι όμως δεν έχει αν και ξέρει να χορεύει “σάμπα” τους αντιπάλους του.

Ο ποδοσφαιριστής της Σαχτάρ είναι γεννημένος στο Ερεβάν που είναι η πρωτεύουσα της Αρμενίας που έχει περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους και συνορεύει
με την Τουρκία, το Ιράν, την Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν! Μπάλα ξεκίνησε να παίζει στους πρόποδες του υψηλότερου βουνού του Αρμενικού Οροπεδίου,
το Αραράτ. Είναι γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη, καθώς εκεί στάθηκε η κιβωτός του Νώε μετά τον κατακλυσμό. Εκεί βρίσκεαι η ομάδα της Πιούνικ όπου στα 17 του, ο Μκχιταραγιάν έγινε μέλος της μεγαλύτερης ομάδας της Αρμενίας. Τρία χρόνια αργότερα και συκγεκριμένα το 2009 ήρθε η μεταγραφή του στην Ουκρανία
. Στο Ουκρανικό πρωτάθλημα παίζουν άλλοι πέντε Αρμένιοι αλλά μόνο ο Μκχιταργιάν έχει εντυπωσιάσει.
Αυτός είναι η μεγάλη ελπίδα της χώρας που η εθνική της ομάδα τερματιζε συνέχεια στην τελευταία θέση των προκριματικών τουρνουά.Τελευταία τα πράγματα πήγαν πολύ καλύτερα αφού με τον Μκχιταραγιάν να πετυχαίνει έξι γκολ στα προκριματικά του Euro η Αρμενία πήρε την τρίτη θέση πίσω από την Ρωσία και την Ιρλανδία.

Στα προκιματικά του μουντιάλ οι αντίπαλοι πολύ δύσκολοι για να ελπίζουν οι Αρμένιοι: Βουλγαρία, Τσεχία,Δανία και Ιταλία. Κι όμως η παρουσία του 23χρονου στο ρόστερ της Εθνικής ομάδα δίνει τουλάχιστον σοτυς ποδοσφαιρόφιλους της Αρμενίας το δικαίωμα να ονειρεύονται…

 

 

Πηγή: transfernews.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ναγκόρνο Καραμπάχ - Αρτσάχ

Το Ναγκόρνο (Ορεινό) Καραμπάχ ή Αρτσάχ, όπως το αποκαλούν οι Aρμένιοι με την αρχαία ονομασία του, είναι ένα νεοσύστατο Αρμενικό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα που ιδρύθηκε στα χρόνια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, κάνοντας χρήση σχετικού δικαιώματος που παρείχε το Σοβιετικό Σύνταγμα και κηρύσσοντας την ανεξαρτησία του από το Αζερμπαϊτζάν με δημοψήφισμα που διεξήχθη το 1991.

Πρόκειται για μια γεωγραφική περιοχή της ιστορικής Αρμενίας με Αρμενίους κατοίκους, που το 1923 είχε υπαχθεί διοικητικά ως «Αυτόνομη Διοικητική Περιφέρεια του Ορεινού Καραμπάχ» (Ομπλάστ) στη ξένη προς τους κατοίκους και καταπιεστική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Η υπαγωγή είχε γίνει με αυθαίρετη απόφαση του σοβιετικού δικτάτορα Ιωσήφ Στάλιν, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες και τις επίμονες δραματικές εκκλήσεις των κατοίκων της Αυτόνομης Διοικητικής Περιφέρειας προς τη Μόσχα. Με την ίδια απόφαση, ο Στάλιν είχε προσαρτήσει στο Αζερμπαϊτζάν και την περιοχή του Ναχιτσεβάν, που βρίσκεται δυτικά της Αρμενίας χωρίς να συνορεύει με το Αζερμπαϊτζάν, ενώ την αρμενική περιοχή του Τσαβάχκ με πάνω από 90% αρμενίους κατοίκους, την είχε προσαρτήσει στη δική του πατρίδα τη Γεωργία.

Το Αρτσάχ βρίσκεται στην Υπερκαυκασία και συνορεύει δυτικά με την Αρμενία, ανατολικά και βόρεια με το Αζερμπαϊτζάν και νότια με το Ιράν. Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του, αποκαλεί το Αρτσάχ «Ορχιστηνή». Γράφει συγκεκριμένα: «έστι δε και η Φαυηνή της Αρμενίας επαρχία και η Κωμισινή και Ορχιστηνή πλείστην ιππείαν παρέχουσα». Δηλαδή: «είναι και η Φαυηνή επαρχία της Αρμενίας καθώς επίσης και η Κωμισινή και η Ορχιστηνή, που εκτρέφει πολλά άλογα.»

Πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και στα χρόνια που η υπόλοιπη Αρμενία ήταν ολοκληρωτικά υπόδουλη, το Αρτσάχ παρέμενε ημιανεξάρτητο, χωρισμένο σε πέντε αρμενικά πριγκιπάτα (Μελικουτιούν) που υπάγονταν στο Σάχη της Περσίας. Η κατάσταση αυτή άλλαξε στα μέσα του 18.ου αιώνα όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στη περιοχή τουρκικά φύλα, προκαλώντας πολεμικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις των Αρμενίων πριγκίπων (Μελίκ).

Σήμερα, η επίσημη ονομασία του κράτους είναι «Δημοκρατία του Ορεινού Καραπάγ – Αρτσάχ» και έχει ως πρωτεύουσα την πόλη Στεπανακέρτ. Πολιτιστική πρωτεύουσα της δημοκρατίας είναι η αρχαία Αρμενική πόλη Σουσί, που απελευθερώθηκε τον Μάιο του 1992, μετά από σφοδρές μάχες των αρμενίων αγωνιστών, κατά των συντριπτικά πολυπληθέστερων αζερικών δυνάμεων. Μάχες ανάλογες με εκείνες των Μακεδονομάχων για την απελευθέρωση της ελληνικής Μακεδονίας. Οι 170.000 περίπου κάτοικοι της δημοκρατίας είναι όλοι Αρμένιοι, ενώ κατά την περίοδο της σοβιετικής κυριαρχίας στη περιοχή κατοικούσαν και Αζέροι που αποτελούσαν περίπου το 10% του πληθυσμού. Όλοι αυτοί εγκατέλειψαν τη χώρα μετά την έναρξη των εχθροπραξιών.

Σαν αποτέλεσμα των μαχών, οι Αρμένιοι του Καραπάγ κατόρθωσαν να διασώσουν μεγάλο μέρος της πρώην Αυτόνομης Διοικητικής Περιφέρειας του Ορεινού Καραπάγ, αλλά και να απελευθερώσουν μερικές ακόμη γειτονικές περιοχές. Αντίθετα, μέρος της περιοχής Σαουμιάν και τα ανατολικά τμήματα του Μαρτακέρτ και του Μαρτουνί, περιήλθαν στον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν.

Το Μάιο του 1994, υπεγράφη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ του Ορεινού Kαραπάγ, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, η οποία παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα, παρά τις σποραδικές- ενίοτε όμως αιματηρές - παραβιάσεις. Έκτοτε, διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας με τη διαμεσολάβηση της λεγόμενης Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ υπό τη συμπροεδρία της Γαλλίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Με σκοπό την άσκηση πίεσης προς την αρμενική πλευρά, το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία έχουν κλείσει τα σύνορά τους με την Αρμενία, πλήττοντας σημαντικά την οικονομία της χώρας.

Σήμερα μετά από δύο περίπου δεκαετίες ανεξαρτησίας, το Ορεινό Καραπάγ δεν αποτελεί μια "γκρίζα ζώνη" διακυβέρνησης, αλλά μια δημοκρατική οντότητα που έχει συσταθεί με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, με εξαιρετική διοικητική δομή και λειτουργία, με μια απόλυτα ελεύθερη κοινωνία πολιτών και εκλεγμένη κυβέρνηση, με πλήρη οικονομική και πολιτιστική ζωή. Συνοπτικά, ένα μικρό κράτος που διαθέτει όλες τις ιδιότητες μιας ανεξάρτητης πολιτείας, εκτός από διεθνή αναγνώριση. Οι εκλεγμένες αρχές της χώρας δηλώνουν με κάθε ευκαιρία, ότι θα ήσαν ευτυχείς να υποδεχτούν διεθνείς παρατηρητές αλλά και τουρίστες που θα επιθυμούσαν να εξετάσουν τη κατάσταση επί τόπου και να διαπιστώσουν με τα δικά τους μάτια τις αβάσιμες και ανιστόρητες προσπάθειες παραπληροφόρησης που καταβάλλει η αζερική πλευρά.

Το χρονικό της ίδρυσης της Δημοκρατίας του Ορεινού Καραπάγ – Αρτσάχ

Η Δημοκρατία του Ορεινού Καραπάγ (ΔΟΚ) συστάθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1991 στα εδάφη της πρώην Αυτόνομης Διοικητικής Περιφέρειας του Ορεινού Καραπάγ και μέρος της παρακείμενης περιοχής Σαουμιάν (Shahumyan). Εκείνη την ημέρα η κοινή σύνοδος των συμβουλίων των δύο ανωτέρω περιοχών με τη συμμετοχή εκπροσώπων λαϊκών συμβουλίων όλων των στρωμάτων, ψήφισε μια Διακήρυξη για τη σύσταση της ΔΟK. Η νομοθεσία της ΕΣΣΔ και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση που καθορίζονται στα πλέον σημαντικά διεθνή έγγραφα, απετέλεσαν τη νομική βάση αυτής της πράξης.

(Άρθρο 72 του συντάγματος της ΕΣΣΔ . Νόμος της ΕΣΣΔ «Σχετικά με τις Διαδικασίες για την Επίλυση Ζητημάτων που Συνδέονται με την Αποχώρηση των Δημοκρατιών της Ένωσης από την ΕΣΣΔ" της 3.ης Απριλίου 1990. Άρθρο 1 της Παγκόσμιας Διακήρυξης του 1948 περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άρθρο 4 της Τελικής Διακήρυξης της Σύσκεψης της Βιέννης του 1989 των Αντιπροσώπων των Συμμετεχόντων Κρατών στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Διακήρυξη επί των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου σχετικά με τις Φιλικές Σχέσεις και την Συνεργασία μεταξύ των Κρατών, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών)

Αργότερα, κάνοντας χρήση του δικαιώματος για διεξαγωγή ανεξάρτητου δημοψηφίσματος σχετικά με τη νομική και κρατική υπόστασή της περιοχής, όπως καθόριζε η σοβιετική νομοθεσία, το Συμβούλιο των Λαϊκών Αντιπροσώπων της Αυτόνομης Διοικητικής Περιφέρειας του Ορεινού Καραπάγ, εξέδωσε σχετική απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1991 εν μέσω ανηλεών βομβαρδισμών από τις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν. Στο δημοψήφισμα συμμετείχε το 82.2% των ψηφοφόρων. Στο δημοψήφισμα έλαβαν μέρος και οι κάτοικοι της επαρχίας Γκετασέν, αποκτώντας έτσι νόμιμα δικαίωμα ένταξής της, στη ΔΟΚ. Η πλειονότητα των κατοίκων που δεν συμμετείχε στο δημοψήφισμα ήσαν κάτοικοι των Αζερικών οικισμών. Το ψηφοδέλτιο εκτυπώθηκε σε τρείς γλώσσες, την αρμενική, την αζερική (τουρκική) και τη ρωσική. 99.89% των ψηφοφόρων που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας της δημοκρατίας. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, καθώς επίσης και ο δημοκρατικός και διαφανής τρόπος διεξαγωγής του αναγνωρίστηκαν από τους ανεξάρτητους διεθνείς παρατηρητές.

Το Ανώτατο Συμβούλιο (Κοινοβούλιο) του Ορεινού Καραπάγ που διαμορφώθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1991, υιοθέτησε μια Διακήρυξη Ανεξαρτησίας επικυρώνοντας έτσι τόσο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όσο και την αλληλουχία των νομικών εγγράφων που καθόριζαν την εφαρμογή του δικαιώματος του λαού στην αυτοδιάθεση και την πολιτική του υπόσταση.

Στην αρχή η ΔΟΚ απετέλεσε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Λόγω όμως των ευρείας κλίμακας στρατιωτικών επιχειρήσεων του Αζερμπαϊτζάν, η πολιτεία αναγκάστηκε να περιορίσει τις εξουσίες του νομοθετικού και του εκτελεστικού σώματος και τον Αύγουστο του 1992 το Κοινοβούλιο σχημάτισε ένα νέο ειδικό όργανο - τη Κρατική Επιτροπή Άμυνας (ΚΕΑ). Η ΚΕΑ κινητοποίησε και συγκέντρωσε τις εσωτερικές δυνάμεις της δημοκρατίας για να αποκρούσει τις ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις του εχθρού. Επικεφαλής της επιτροπής ετέθη ο κ Ρομπέρτ Κοτσαριάν, ο οποίος και ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού.

Μετά, όμως, την υπογραφή της συμφωνίας για εκεχειρία, η ανάγκη για ένα δημοκρατικότερο σύστημα διακυβέρνησης έγινε μια επιτακτική. Έτσι, στις 21 Δεκεμβρίου 1994 το ανώτατο Συμβούλιο της ΔΟΚ υιοθέτησε το θεσμό της Προεδρίας. Ο επικεφαλής της ΚΕΑ κ. Ρομπέρτ Κοτσαριάν εκλέχτηκε από το Κοινοβούλιο ως ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Ορεινού Καραπάγ. Σύμφωνα με το νόμο " Περί του Προέδρου" οι επόμενες προεδρικές εκλογές έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε δύο χρόνια, μέσω γενικών εκλογών και για θητεία πέντε ετών. Στις 24 Νοεμβρίου 1996 διεξήχθη η πρώτη καθολική ψηφοφορία με την οποία ο κ. Ρομπέρτ Κοτσαριάν επανεκλέχτηκε Πρόεδρος της ΔΟΚ.

Στις 1 Σεπτεμβρίου 1997, λόγω της ανάληψης της πρωθυπουργίας της Δημοκρατίας της Αρμενίας από τον κ. Ρομπέρτ Κοτσαριάν, διεξήχθη έκτακτη καθολική ψηφοφορία για την εκλογή νέου Προέδρου της ΔΟΚ, από τις οποίες νικητής ανεδείχθη ο κ. Αρκάντι Γουκασιάν. Ο ίδιος επανεξελέγη για μια 2.η θητεία τον Αύγουστο του 2002.

Οι τέταρτες κατά σειράν προεδρικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 19 Ιουλίου 2007, τις οποίες κέρδισε ο σημερινός Πρόεδρος της ΔΟΚ κ. Πακό Σαακιάν.

 

Πηγή: ancg.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Οι Αρμένιοι στην Ελλάδα

Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2008 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την έγκριση του καταστατικού της Αρμενικής Παροικίας στην Ελλάδα από τον Γεώργιο Α΄. Η έγκριση δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρ.φύλλου 250, 29 Σεπτεμβρίου 1908) και αφορούσε το καταστατικό της «εν Αθήναις και Πειραιεί Ορθόδοξου Αρμενικής Κοινότητας».

Στις 21 Φεβρουαρίου 1909 με Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών Ν.Δ.Λεβίδη χορηγήθηκε άδεια για την διεξαγωγή εράνου για ανέγερση ιερού ναού της Αρμενικής Κοινότητας στην Αθήνα.

Η παρουσία των Αρμενίων στην Ελλάδα, είναι μεγαλύτερη των 100 χρόνων και συνοψίζεται με σχέσεις αγάπης, αλληλοεκτίμησης και σεβασμού με τον αδελφό Ελληνικό λαό ο οποίος υποδέχθηκε με θέρμη και συγκατάβαση τους πρόσφυγες Αρμένιους το 1922.

Σύμφωνα με τον καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Κ.Χασιώτη, η παρουσία των Αρμενίων στην Ελλάδα είναι μακρά ενώ υπάρχουν εκκλησίες που χρονολογούνται μερικούς αιώνες όπως για παράδειγμα η Αρμενική εκκλησία σε: Ηράκλειο Κρήτης από το 1669, του Διδυμοτείχου από το 1735 κ.α. Στη Θεσσαλονίκη, η παρουσία των Αρμενίων χρονολογείται από τον 18ο αιώνα ενώ τη δεκαετία 1870-80 δημιουργείται μια μικρή παροικία στην Αλεξανδρούπολη από Αρμένιους οι οποίοι εργάζονταν στα τοπικά έργα επέκτασης του σιδηρόδρομου, και στο Λουτράκι, από Αρμένιους οι οποίοι συμμετείχαν στα εργοτάξια για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου.

Το μεγαλύτερο όμως μέρος των Αρμενίων μεταναστών ήρθαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα από τη Μ.Ασία μεταξύ 1921-1923. Πάντα σύμφωνα με τον Καθηγητή Χασιώτη, σε άθλιες συνθήκες και ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία κατέφυγαν στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη, την Κιλικία και την Ιωνία περισσότεροι από 120,000 Αρμένιοι πρόσφυγες. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα περίπου 8,000 ορφανά Αρμενόπουλα. Μέρος των Αρμενίων και τα περισσότερα ορφανά στάλθηκαν σε άλλες χώρες ενώ οι εναπομείναντες διασκορπίστηκαν στη Μακεδονία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην απογραφή του 1940 καταγράφηκαν 27,000 Αρμένιοι οι οποίοι δήλωσαν ως μητρική γλώσσα την Αρμενική. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κατοχής της προσέφεραν αναλογικά σημαντικό μερίδιο στα θύματα του πολέμου. Υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 1940-46 χάθηκαν πάνω από 2000 Αρμένιοι. Μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου το 1946 έγιναν μαζικοί επαναπατρισμοί και μεγάλο μέρος των Αρμενίων επέστρεψε στην τότε Σοβιετική Αρμενία.

Στη κρισιμότερη φάση του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου άρχισε μια παναρμενική εκστρατεία για την «παλιννόστηση» των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Η nerkaght συνδυάστηκε με ρηξικέλευθες πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες απέβλεπαν σε εξαναγκασμό της Τουρκίας να αποδεχθεί την αναθεώρηση της συνθήκης του Montreux του 1936 για τα στενά. Μέσα σε αυτό το κλίμα δημιουργήθηκε σε πολλούς Αρμένιους η ψευδαίσθηση μιας πιθανής αλλαγής του πολιτικού χάρτη της ανατολικής Μ.Ασίας και αναψηλάφησης του εθνικού τους ζητήματος.

Έτσι άρχισε και στην Ελλάδα η εκστρατεία για να πεισθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι Αρμένιοι να συμμετάσχουν στον επαναπατρισμό. Η πρώτη γενιά των προσφύγων, ειδικά εκείνοι που ζούσαν ακόμα ανασφαλείς οικονομικά και κοινωνικά, πρόθυμα αποφάσισαν να επιστρέψουν. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 το αρμενικό στοιχείο στην Ελλάδα αριθμούσε 9,500 άτομα. Η οργάνωση των Αρμενίων της Ελλάδας σε τοπικό και πανελλήνιο παροικιακό επίπεδο ακολούθησε μια σχετικά σταθερή και αταλάντευτη τροχιά. Και αυτό επειδή οι Αρμένιοι, τόσο της οθωμανικής επικράτειας όσο και της διασποράς, διέθεταν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ένα καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο αυτοδιοίκησης μέσα σε ετεροεθνή περιβάλλοντα: το λεγόμενο «Αρμενικό Εθνικό Σύνταγμα» (Sahmanadrutiun).

Η πρώτη με καταγεγραμμένο αρχειακό υλικό οργάνωση των Ελλήνων Αρμενίων αναφέρεται στην παροικία της Θεσσαλονίκης. Το αρχείο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, στο οποίο οι επίσημες καταγραφές άρχισαν από το 1885, έχει σημαντική ιστορική αξία όχι μόνο για την ιστορία της παροικίας, αλλά και της ίδιας της πόλης της Θεσσαλονίκης, αφού διεσώθη από την πυρκαγιά του 1917 και διατηρείται εδώ και 120 περίπου χρόνια. Η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων της Ελλάδος παρουσίασε αρκετές διακυμάνσεις μεταξύ των διαφόρων περιόδων της ιστορίας τους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα το ελληνοαρμενικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό και για τις παροικίες ιδιαίτερα στον βορειοελλαδικό χώρο, ανήκε κατά κανόνα στις σχετικά ευκατάστατες εκείνες κοινωνικά ομάδες των χριστιανών και των Εβραίων, που πρωτοστατούσαν στον εκσυγχρονισμό και τη δυτικοποίηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ανώτεροι υπάλληλοι των σιδηροδρομικών εταιρειών της Ανατολής, δασονόμοι και γεωπόνοι, γιατροί και φαρμακοποιοί. Ήταν επίσης έμποροι και τεχνικοί, αφιερωμένοι στους παραδοσιακούς για τους Αρμένιους τομείς της αργυροχρυσοχοΐας. Τα χαρακτηριστικά αυτά άλλαξαν ριζικά μετά το 1922-23 και τον ερχομό των προσφύγων. Το μεγάλο πλήθος εκείνων ακολούθησε δρόμους παράλληλους με αυτούς των Ελλήνων προσφύγων, που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Μοιράστηκαν με τους Έλληνες ομότυχους τους τις ίδιες προβληματικές συνθήκες διαβίωσης σε κοινά παραπήγματα και φτωχικές συνοικίες της περιφέρειας των μεγάλων πόλεων. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι σε ορισμένες από τις συνοικίες αυτές είχαν δοθεί ενδεικτικές λαϊκές προσωνυμίες: «Αρμενοχώρι» για τις Συκιές της Θεσσαλονίκης και τα «Αρμεναίικα» για το Δουργούτι της Αθήνας.

Οι Αρμένιοι πρόσφυγες δημιούργησαν σχολεία, οικοκυρικές σχολές, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και εκκλησίες.

Τη δεκαετία του 1960 ο προσφυγικής προέλευσης αλλά σταθεροποιημένος πια δημογραφικός πληθυσμός της Ελλάδας, άρχισε να εναρμονίζεται με το επίπεδο της συνολικής νεοελληνικής αστικής κοινωνίας. Στα μέσα της δεκαετίας αυτής όλοι σχεδόν οι Αρμένιοι της χώρας ήταν λίγο πολύ οικονομικά αποκατεστημένοι, κοινωνικά ενσωματωμένοι και νομικά κατοχυρωμένοι (το 1968 απέκτησαν και οι τελευταίοι την ελληνική ιθαγένεια).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές τις δεκαετίας του 1970 άρχισε μια απροσδόκητη σε έκταση διεύρυνση των δραστηριοτήτων του αρμενικού στοιχείου της Ελλάδας. Η ανανέωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η τρίτη και η τέταρτη γενιά των αρμενίων της διασποράς έχοντας αποκτήσει δυναμισμό, κοινωνική αυτοπεποίθηση και οικονομική ευμάρεια, άρχισε αφενός τη συστηματική και οργανωμένη προώθηση του αρμενικού ζητήματος και τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και αφετέρου την προσπάθεια να ανακόψει την επιταχυνόμενη αφομοίωσή της.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν οργανωμένες παροικίες, η πολυπληθέστερη στην Αθήνα, η δεύτερη σε μέγεθος αλλά αρχαιότερη σε παρουσία στον ελλαδικό χώρο, στη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης στις πόλεις Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο και Ορεστιάδα.

Αρμενικές οικογένειες, διαβιούν στη Λάρισα, Καστοριά, Πάτρα, Αίγιο, Κατερίνη και αλλού συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή των πλησιέστερων σε αυτούς αρμενικών παροικιών. Στο πλαίσιο και των πιο μικρών αριθμητικά παροικιών λειτουργούν σύλλογοι, αθλητικοί,φιλανθρωπικοί και πολιτιστικοί, με στενές μεταξύ τους διασυνδέσεις και κοινούς στόχους. Η έδρα της μητρόπολης των εν Ελλάδι Ορθόδοξων Αρμενίων βρίσκεται στην Αθήνα. Στην Αθήνα επίσης λειτουργούν τρία δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο, ενώ στη Θεσσαλονίκη και τις πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης λειτουργεί σχολείο κάθε Σάββατο πρωί. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου (1923-1938) εκδίδονταν στην Ελλάδα περισσότερα από δέκα αρμενόφωνα φύλλα. Όταν μετά τη παλιννόστηση του 1946-48 ο αριθμός των αρμενίων συρρικνώθηκε, διακόπηκε η έκδοση των περισσοτέρων φύλλων. Σήμερα τον ημερήσιο τύπο καλύπτει η εφημερίδα «Azad Or» (Ελεύθερη Ημέρα), που εκδίδεται στην Αθήνα διανέμεται καθημερινά σε όλη την Ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα διαθέτει σύγχρονο τυπογραφείο, ενώ υπάρχουν και αρκετές εκδόσεις με λογοτεχνικό, ιστορικό και κοινωνικό ενδιαφέρον.

Ο αριθμός των Αρμενίων στην Ελλάδα σήμερα είναι περίπου 60,000 άτομα. Καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας τους στην Ελλάδα, υπήρξαν και εξακολουθούν να αποτελούν ένα στοιχείο υγιές και δυναμικό, που με αποφασιστικότητα και απολύτως ευσυνείδητα λειτουργεί σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, και συγχρόνως, με υπευθυνότητα και αφοσίωση προσπαθεί να διατηρήσει τις εθνικές του παρακαταθήκες, να προασπίσει και να προωθήσει τον δίκαιο αγώνα του λαού του.

 

Πηγή: ancg.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι