Η γενοκτονία των Αρµενίων
Προβλέπει ανώτατη ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιµο 45.000 ευρώ και, στις αρχές του έτους, πρόκειται να κατατεθεί προς έγκριση στη Γερουσία.
Η αντίδραση της Τουρκίας υπήρξε έντονη, θυµίζοντας στην παγκόσµια κοινότητα τον… ασιατικό χαρακτήρα της γείτονος χώρας. Ας θυµηθούµε ωστόσο πώς άρχισε η ιστορία προκειµένου να αναγνωριστεί µια τροµαχτική ιστορική αλήθεια.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΕΝΟΡΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑ Παρίσι 13-16 Απριλίου 1984
♦ Madjid Bench ick (Αλγερία), καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήµιο του Αλγερίου.
♦ Georges Casalis (Γαλλία), θεολόγος, επίτιµος καθηγητής στο Προτεσταντικό Ινστιτούτο Θεολο-γίας του Παρισιού.
♦ Harald Edelstam (Σουηδία), πρώην πρέσβης στη Χιλή και στην Αλγερία.
♦ Richard Falk (ΗΠΑ), καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήµιο του Princeton.
♦ Ken Fry (Αυστραλία), µέλος του Κοινοβουλίου.
♦ Andrea Giardina (Ιρλανδία), νοµικός, πρόεδρος του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης, κάτοχος βραβείου Νόµπελ και Λένιν και του Αµερικανικού Παράσηµου Ειρήνης.
♦ Leo Matarasso (Γαλλία), δικηγόρος.
♦ Adolfo Perez Esq uivel (Αργεντινή), κάτοχος του βραβείου Νόµπελ Ειρήνης, γενικός συντονιστής της οργάνωσης «Servicio Paz y Justicia en America Latin a».
♦ James Petras (ΗΠΑ), καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήµιο της Ν. Υόρκης.
♦ Francois Rigaux (Βέλγιο), καθηγητής στη Νοµική Σχολή του Καθολικού Πανεπιστηµίου της Λουβέν.
♦ Ajit Roy (Ινδία), οικονοµολόγος και δηµοσιογράφος.
♦ George Wald (ΗΠΑ), επίτιµος καθηγητής της Βιολογίας στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ, τιµηµένος µε το βραβείο Νόµπελ Βιολογίας του 1967.
Το Διαρκές Δικαστήριο των Λαών κλήθηκε ν’ αφιερώσει µια από τις συνεδρίες του στην περίπτωση της γενοκτονίας των Αρµενίων από τις ακόλουθες οργανώσεις:
♦ Groupement pour les droits des minorites (Οµάδα για τα δικαιώµατα των µειονοτήτων, Παρίσι, Γαλλία),
♦ Cultural Survival (Πολιτιστική Επιβίωση, Κέµπριτζ Μασαχουσέτης, ΗΠΑ),
♦ Gesellschaft fur Bedrohte Volker (Ένωση για τους απειλούµενους λαούς, Γκέτινγκεν, Οµοσπονδιακή Γερµανία), οι οποίες ζητούν να δοθεί απάντηση στα ακόλουθα ερωτήµατα:
1 Υπήρξε ο αρµενικός λαός της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας θύµα εκτοπίσεων, σφαγών κ.λπ., κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου;
2 Τα γεγονότα αυτά αποτελούν µια «γενοκτονία» κατά την έννοια της Διεθνούς Σύµβασης για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήµατος της γενοκτονίας (1948) και είναι ως εκ τούτου απαράγραπτα σύµφωνα µε τη Σύµβαση για το απαράγραπτο των εγκληµάτων πολέµου και των εγκληµάτων κατά της ανθρωπότητας του 1968;
3 Ποιες είναι οι συνέπειες όσον αφορά τη διεθνή κοινότητα και όσον αφορά τους διαδίκους;
Αυτή η έκκληση κρίθηκε αποδεκτέα από το προεδρείο του Δικαστηρίου σύµφωνα µε το άρθρο 11 του καταστατικού του και τη γνωστοποίησε στην τουρκική κυβέρνηση σύµφωνα µε τα άρθρα 14 και 15 του ίδιου καταστατικού. Η παραπάνω κυβέρνηση προσκλήθηκε να στείλει εκπροσώπους ή µια έγγραφη ανάπτυξη των θέσεών της.
Καθώς η τουρκική κυβέρνηση δεν έδωσε καµιά απάντηση σ’ αυτήν την πρόσκληση, το προεδρείο του Δικαστηρίου αποφάσισε να χρησιµοποιήσει κατά την ακροαµατική διαδικασία δυο ντοκουµέντα που περιέχουν την άποψη της τουρκικής πλευράς, η οποία αρνείται ότι διαπράχτηκε γενοκτονία των Αρµενίων.
Το Δικαστήριο συνήλθε σε δυο δηµόσιες συνεδρίες, στις 13 και 14 Απριλίου 1984, στη Σορβόννη στο Παρίσι, και συσκέφτηκε στις 15 Απριλίου 1984.
Αφού συσκέφτηκε, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Το έγκλημα της γενοκτονίας αποτελεί τη βαρύτερη προσβολή των δικαιωμάτων των λαών. Δεν υπάρχει βαρύτερο έγκλημα από μια προμελετημένη κρατική πολιτική, που στοχεύει στη συστηματική εξόντωση ενός λαού για τον λόγο της ιδιαίτερης εθνικής του ταυτότητας. Η κεντρική θέση που κατέχει η γενοκτονία στις εργασίες του Διαρκούς Δικαστηρίου των Λαών στηρίζεται σ’ ένα σύνολο νομικών αρχών, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Λαών (Αλγέρι, 4 Ιουλίου 1976).
Το πρώτο άρθρο της Διακήρυξης του Αλγερίου ορίζει: «Κάθε λαός έχει δικαίωμα στην ύπαρξη». Το άρθρο 2 διευκρινίζει: «Κάθε λαός έχει δικαίωμα στον σεβασμό της εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας». Το άρθρο 3 υποδείχνει: «Κάθε λαός έχει το δικαίωμα να διατηρεί την ειρηνική κατοχή του εδάφους του και να επιστρέφει σ’ αυτό σε περίπτωση εκδίωξής του».
Τέλος, το άρθρο 4 αναφέρεται άμεσα στην πραγματικότητα της γενοκτονίας: «Κανένας δεν μπορεί να γίνει, για τον λόγο της εθνικής ή πολιτιστικής του ταυτότητας, αντικείμενο σφαγής, βασανιστηρίων, διώξεων, εξορίας, απέλασης ή να υποβληθεί σε συνθήκες διαβίωσης τέτοιες που να βάζουν σε κίνδυνο την ταυτότητα ή την ακεραιότητα του λαού στον οποίο ανήκει».
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, γιατί το Δικαστήριο πρέπει, τόσα χρόνια μετά τα γεγονότα, να αναλώσει τις δυνάμεις του για να επαληθεύσει τους ισχυρισμούς του αρμενικού λαού. Η βασική κατηγορία για σφαγή και εξόντωση ανάγεται στο 1915. Όμως το Δικαστήριο είναι πεισμένο ότι είναι χρέος του να εξετάσει το βάσιμο των κατηγοριών για ιστορικά εγκλήματα, σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε κρίση ούτε αναγνωρίστηκαν, με κατάλληλο τρόπο, από την κυβέρνηση που κατηγορείται γι’ αυτά.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι λόγοι για να προβούμε στην εξέταση και να αποφανθούμε πάνω στο αίτημα που υποβλήθηκε στο όνομα του αρμενικού λαού είναι ιδιαίτερα πειστικοί. Όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Τουρκίας, από το 1915, αρνήθηκαν τη σχετική με τη γενοκτονία κατηγορία. Στους διεθνείς οργανισμούς και στη διάρκεια επιστημονικών συναντήσεων, η τουρκική κυβέρνηση δεν έπαψε να αναπτύσσει συντονισμένες προσπάθειες για να εμποδίσει κάθε αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων και κάθε έρευνα πάνω στα περιστατικά αυτής της γενοκτονίας. Επιπλέον, η σημερινή τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο αρνήθηκε να λάβει γνώση αυτών των πολύ σοβαρών κατηγοριών σχετικά με την ευθύνη της για την εξόντωση του αρμενικού λαού, αλλά συμπληρωματικά στοιχεία δείχνουν ότι η ίδια αυτή κυβέρνηση συνεχίζει το εξολοθρευτικό της σχέδιο.
Είναι ιδιαίτερα σοβαρές, σχετικά, οι κατηγορίες για προμελετημένη καταστροφή, βεβήλωση και εγκατάλειψη των πολιτιστικών μνημείων και θρησκευτικών κτηρίων των Αρμενίων.
Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι η κατηγορία του εγκλήματος της γενοκτονίας παραμένει και σήμερα μια πραγματικότητα που αξίζει να εξεταστεί και ότι, αν τα γεγονότα αποδειχτούν, θα πρέπει να αναγνωριστούν δημόσια με τον κατάλληλο τρόπο από τις κυβερνήσεις του υπεύθυνου κράτους.
Τα θύματα ενός εγκλήματος γενοκτονίας έχουν δικαίωμα σε δικαστική επανόρθωση, έστω και αν αυτή πρέπει αναγκαστικά να προσαρμοστεί στις σημερινές συνθήκες.
Σ’ αυτό το σημείο, επίσης, εξαιρετική σημασία αποκτά η στάση των επιζώντων Αρμενίων και των απογόνων τους. Κάθε λαός έχει δικαίωμα να απαιτεί με επιμονή την επίσημη αναγνώριση από τις αρμόδιες αρχές των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος του. Όσο μεγαλύτερη είναι η αδικία, όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφτηκαν τα γεγονότα, τόσο πιο έντονη είναι η επιθυμία για μια τέτοια αναγνώριση. Το Δικαστήριο με λύπη του επισημαίνει ότι η απογοήτευση, που προκλήθηκε απ’ αυτήν την άρνηση αναγνώρισης, φαίνεται ότι συντέλεσε στην προσφυγή σε πράξεις τρομοκρατίας ενάντια στους Τούρκους διπλωμάτες και σε άλλα άτομα. Το Δικαστήριο ελπίζει να συντελέσει στη δημιουργία συνθηκών που θα οδηγήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που προκλήθηκαν από την αρμενική πραγματικότητα.
Η γενοκτονία είναι το χειρότερο από τα εγκλήματα που μπορεί να διαπράξει ένα κράτος. Συχνά το κράτος που ευθύνεται, προστατεύεται από οποιαδήποτε κατηγορία από άλλα κράτη και από το σύνολο των διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του ΟΗΕ, που αποτελείται αποκλειστικά από κράτη.
Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία της αρμενικής εμπειρίας συνίσταται στην ευθύνη των άλλων κρατών, που, για γεωπολιτικούς λόγους, υποστηρίζουν την τουρκική κυβέρνηση στις προσπάθειές της να αποτρέψει, ακόμη και μετά τόσα χρόνια, κάθε ολοκληρωμένη έρευνα και κάθε δικαστική ικανοποίηση.
Το Διαρκές Δικαστήριο των Λαών ιδρύθηκε ακριβώς για να καλύψει το κενό που δημιουργεί η ηθική και πολιτική ολιγωρία των κρατών, ως οργάνων απονομής δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο εξέτασε τις αιτιάσεις των Αρμενίων ακριβώς εξαιτίας της μακρόχρονης σιωπής των διεθνών οργανισμών και, ιδίως, της συνοχής των δυτικών κρατών (με πρόσφατη εξαίρεση τη Γαλλία), που διατηρούν οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με το τουρκικό κράτος.
Η σύγκληση του Δικαστηρίου αιτιολογείται, επίσης, από τη βαθιά ανησυχία που νιώθει μπροστά στην εξάπλωση της γενοκτονίας και των τάσεων που ευνοούν τη γενοκτονία μέσα στον κόσμο. Τα μέλη του Δικαστηρίου εκτιμούν ότι μια έντιμη και αντικειμενική πληροφόρηση πάνω στις καταγγελίες για γενοκτονία συντελεί στο να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα οι αυτουργοί τέτοιων πράξεων.
Η αποκάλυψη της πραγματικότητας της γενοκτονίας κάνει πιο δύσκολο το έργο αυτών που έχουν συμφέρον να την αποκρύψουν για να διατηρήσουν τις θέσεις τους.
Αποδεικνύοντας την ορθότητα των αιτιάσεων των θυμάτων, το Δικαστήριο αποτίνει φόρο τιμής στις οδύνες τους και παρέχει την υποστήριξή του στη συνέχιση του αγώνα τους.
Πραγματικά, η αναγνώριση της γενοκτονίας είναι από μόνη της ένας ουσιαστικός τρόπος πάλης ενάντια σ’ αυτήν τη μάστιγα. Μια τέτοια αναγνώριση αποτελεί αυτή καθεαυτή επιβεβαίωση του δικαιώματος ενός λαού να γίνει σεβαστή η ύπαρξή του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Πηγή: topontiki.gr