Menu

Οι Αρμένιοι στην Κέρκυρα

Πριν αρκετά χρόνια, ξεφυλλίζοντας τα αρχεία του πατέρα μου βρήκα ένα ετήσιο ημερολόγιο του 1924, τυπωμένο στη Γαλλία από τον Τεοτίκ, ο οποίος καταγόταν από την Πόλη και ήταν μέλος της αρμενικής διανόησης της εποχής. Αναφέρεται στα πεπραγμένα των ετών 1922-1923, στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς των Αρμενίων ανά τον κόσμο, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, εποχή κατά την οποία δημιουργούνται οι μεγάλες αρμενικές κοινότητες σε Ευρώπη και Αμερική.
Εκτενής αναφορά γίνεται για τον αρμενισμό της Κέρκυρας.
Μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στο νησί, μαζί με πολλά ορφανοτροφεία, καθώς και δασκάλους και λόγιους της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι το 1923 περιόδευσαν το νησί, συνέλεξαν και κατέγραψαν την ιστορία των Αρμενίων από το 1550 μέχρι τη δεκαετία του 1920.

Έ­να ξε­χα­σμέ­νο αρ­με­νι­κό χω­ριό

32 χιλ. βό­ρεια της πό­λης της Κέρ­κυ­ρας βρί­σκε­ται το χω­ριό Αρ­με­νά­δες. Η ε­τοι­μο­λο­γί­α της λέ­ξης μας κί­νη­σε έ­ντο­νο εν­δια­φέ­ρον και μας ώ­θη­σε να μά­θου­με ε­άν οι κά­τοι­κοί του εί­χαν ό­ντως αρ­με­νι­κή κα­τα­γω­γή (α­να­φέ­ρεται στο βι­βλί­ο του Τε­ο­τίκ). Έ­τσι, προ­χω­ρη­μέ­νο φθι­νό­πω­ρο, μια ο­μά­δα δα­σκά­λων α­πό την πα­ροι­κί­α μας ε­πι­σκέ­φθη­κε το χω­ριό. Μας πλη­ρο­φό­ρη­σαν ό­τι η πα­λαιά αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α ζού­σε λί­γο μα­κρύ­τε­ρα, στο ε­ξί­σου πα­λιό χω­ριό, Pα­χτά­δες. Σε αυ­τό συ­να­ντή­σα­με το δά­σκα­λο του χω­ριού κ. Σ. Κουρ­τε­λέ­ση, ο ο­ποί­ος μας ξε­νά­γη­σε και μας έ­δω­σε πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Οι μνή­μες του προ­έρ­χο­νταν α­πό μια πα­λιά ε­φη­με­ρί­δα που κυ­κλο­φό­ρη­σε και το σχε­τι­κό άρ­θρο το υ­πέ­γρα­φε ο κ. Δη­μή­τρης Κο­λά­σης.
«Το 1550, ε­ξαι­τί­ας της του­ρα­νι­κής θη­ριω­δί­ας, οι Αρ­μέ­νιοι μα­ζί με άλ­λους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς α­πο­βι­βά­ζο­νται στις α­κτές της Κέρ­κυ­ρας. Οι πλού­σιοι Κερ­κυ­ραί­οι τους στέλ­νουν κα­τά ο­μά­δες στους ε­λαιώ­νες τους για να δου­λέ­ψουν. Με­τά α­πό κά­ποιο διά­στη­μα ό­λοι αυ­τοί οι πρό­σφυ­γες έ­στη­σαν τα νοι­κο­κυ­ριά τους στα μέ­ρη που βρέ­θη­καν και σι­γά-σι­γά ορ­γα­νώ­θηκαν σε χω­ριά και τα ονό-μασαν με τα ο­νό­μα­τα των τό­πων κα­τα­γω­γής τους: Αρ­κα­δά­δες (Αρ­κά­δες), Λια­πά­δες (Η­πει­ρώ­τες), Δου­κά­δες και Σκρι­πε­ρό (Αλ­βα­νοί), Σφα­κε­ρά (Κρή­τες) κ.ά.. Οι Αρ­μέ­νιοι αρ­χι­κά ί­δρυ­σαν το χω­ριό Αρ­με­νά­δες. Ό­ταν κά­ποια στιγ­μή βρέ­θη­καν σταυ­ρο­φό­ροι σε αυ­τά τα μέ­ρη, πα­ρέ­μει­ναν στα υ­ψώ­μα­τα των Ρα­χτά­δων, προ­σέ­λα­βαν τους Αρ­με­νίους των Αρ­με­νά­δων ως μι­σθο­φό­ρους. Με­τά την α­πο­χώ­ρη­ση των Σταυ­ρο­φό­ρων, οι Αρ­μέ­νιοι ε­γκα­τα­στά­θη­καν στα σπί­τια τους στους Ρα­χτά­δες.
Σ΄ αυ­τή την α­πο­μα­κρυ­σμέ­νη γω­νιά της Κέρ­κυ­ρας ζού­σαν ε­δώ και 5 αιώ­νες Αρ­μέ­νιοι και ή­μα­σταν οι πρώ­τοι που ε­πι­σκε­φθή­κα­με τον α­φο­μοιω­μέ­νο σή­με­ρα, αρ­με­νι­κό πλη­θυ­σμό. Με α­μοι­βαί­α συ­γκί­νη­ση κοι­τα­χτή­κα­με στα μά­τια. Ό­λοι, στα πλαί­σια των μα­κρι­νών πα­τριω­τι­κών και ε­θνι­κών τους κα­τα­βο­λών, κα­τέ­κτη­σαν μια θέ­ση στην καρ­διά μας. Μια ο­μά­δα γυ­ναι­κών, όρ­θιες α­φού μας ά­κου­σαν με με­γά­λη συ­γκί­νη­ση και προ­σο­χή να τρα­γου­δά­με τον ε­θνι­κό μας ύ­μνο, μας φι­λο­ξέ­νη­σαν στρώ­νο­ντας τρα­πέ­ζι με καρ­πούς των α­μπε­λιών τους και ε­δέ­σμα­τα των νοι­κο­κυ­ριών τους. Τα πα­τριω­τι­κά αι­σθή­μα­τα ή­ταν διά­χυ­τα, ό­λοι οι κά­τοι­κοι με υ­πε­ρη­φά­νεια ο­μο­λο­γού­σαν την αρ­με­νι­κή τους κα­τα­γω­γή. Το μό­νο λυπηρό ή­ταν, που με την πά­ρο­δο του χρό­νου εί­χαν χά­σει τη μη­τρι­κή τους γλώσ­σα...
Το χω­ριό των Ρα­χτά­δων βρί­σκε­ται α­κρι­βώς α­πέ­να­ντι α­πό τον Πα­ντο­κρά­το­ρα, στη δυ­τι­κή πλευ­ρά του νη­σιού, μια ώ­ρα μα­κριά α­πό τη θά­λασ­σα πά­νω σε έ­να πα­νέ­μορ­φο βρά­χο, α­πό τον ο­ποί­ο έ­χει πά­ρει και το ό­νο­μά του, που ση­μαί­νει «ψη­λή φω­λιά». Έ­χει 550 κα­τοί­κους α­πό τους ο­ποί­ους οι 350 εί­ναι Αρ­μέ­νιοι, ε­νώ οι υ­πό­λοι­ποι έ­χουν με­τοι­κί­σει α­πό τα δι­πλα­νά χω­ριά. Τε­λευ­ταί­α γί­νο­νται γά­μοι και α­πό πιο μα­κρι­νά χω­ριά. Οι κο­πέ­λες με­τά τα 25 πα­ντρεύ­ο­νται και α­κο­λου­θούν τους συ­ζύ­γους τους στις α­γρο­τι­κές α­σχο­λί­ες, κυ­ρί­ως α­μπε­λο­καλ­λιέρ­γειες, ε­λαιο­καλ­λιέρ­γειες και κτη­νο­τρο­φί­α. Έ­χουν και μί­α ο­λο­καί­νου­ργια εκ­κλη­σί­α α­φιε­ρω­μέ­νη στην Αγ. Βαρ­βά­ρα. Η πα­λαιά, που χρο­νο­λο­γεί­ται πριν α­πό κά­ποιους αιώ­νες, κά­η­κε α­πό κε­ραυ­νό μα­ζί με τα βι­βλί­α και τα αρ­χεί­α της κοι­νό­τη­τας που ή­ταν ό,τι πιο πο­λύ­τι­μο για ε­μάς. Το κη­πά­κι δί­πλα στην εκ­κλη­σί­α εί­ναι το νε­κρο­τα­φεί­ο του χω­ριού, με με­ρι­κές δε­κά­δες ξύ­λι­νους σταυ­ρούς. Η αυ­λή της πα­λιάς εκ­κλη­σί­ας χρη­σί­μευ­σε σαν σχο­λεί­ο του χω­ριού».
Ο πά­τερ Πα­να­γιώ­της, του ο­ποί­ου η φυ­σιο­γνω­μί­α μας θυ­μί­ζει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά Αρ­μέ­νιου α­πό το Μους, μας εί­πε, ό­τι ο προ­η­γού­με­νος ιε­ρέ­ας πέ­θα­νε το 1912 και ή­ταν α­δελ­φός του Δα­μια­νού, του αρ­μέ­νιου δα­σκά­λου του χω­ριού. Συ­να­ντή­σα­με, ε­πί­σης, τον αρ­χι­ψάλ­τη, ο ο­ποί­ος ο­νο­μα­ζό­ταν Α­λέ­ξης Αρ­μέ­νης. Ή­ταν μια χού­φτα Αρ­μέ­νιοι που εί­χαν α­πό πο­λύ και­ρό ξε­χά­σει τη μη­τρι­κή τους γλώσ­σα, ζού­σαν μια ή­ρε­μη ζω­ή, άλ­λοι κτί­στες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­γρό­τες. Αυ­τοί οι α­πλοί άν­θρω­ποι φύ­λα­γαν σαν κό­ρη ο­φθαλ­μού κά­τι πο­λύ σπου­δαί­ο, τη «φω­νή του έ­θνους» την κα­τα­γω­γή τους.
Μας δι­η­γο­ύ­νται: «Το ό­νο­μα Αρ­μέ­νης, που εί­ναι το κυ­ρί­αρ­χο ε­πί­θε­το σ΄ αυ­τά τα δύ­ο χω­ριά, εί­ναι δη­μιούρ­γη­μα των κα­τοί­κων τους. Βλέ­πο­ντας να αλ­λοιώ­νε­ται το ε­θνι­κό τους στοι­χεί­ο, έ­θε­σαν ό­ρο στις κο­πέ­λες, ό­τι ε­άν πα­ντρευ­τούν με αλ­λο­ε­θνή, να κλη­ρο­δο­τή­σουν στα παι­διά τους σαν δεύ­τε­ρο ε­πί­θε­το το «Αρ­μέ­νης», ε­άν δεν το κά­νουν θα α­πο­κλη­ρω­θούν α­πό την οι­κο­γέ­νειά τους. Οι κο­πέ­λες σε­βά­σθη­καν και δια­τή­ρη­σαν την κο­ρυ­φαί­α ε­ντο­λή. Έ­τσι, γό­νος της γνω­στής κερ­κυ­ρα­ϊ­κής οι­κο­γέ­νειας των Βρα­ΐ­λα νυμ­φεύ­ε­ται Αρ­μέ­νια, η ο­ποί­α δί­νει το ό­νο­μα «Αρ­μέ­νης» στα παι­διά της, στον Ιω­άν­νη Βρα­ΐ­λα Αρ­μέ­νη και τον Πέ­τρο Βραΐ­λα Αρ­μέ­νη. Ο πρώ­τος για­τρός και συγ­γρα­φέ­ας, ο δε δεύ­τε­ρος προ­σω­πι­κό­τη­τα διε­θνούς φή­μης στον ο­ποί­ο α­ξί­ζει να α­να­φερ­θού­με. Εί­ναι α­πό­φοι­τος της φυ­σι­κής σχο­λής των Πα­ρι­σί­ων, σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α στο Ιό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κέρ­κυ­ρας. Δια­τέ­λε­σε πρέ­σβης της Ελ­λά­δος στο Πα­ρί­σι, στην Αγ. Πε­τρού­πο­λη και στο Λον­δί­νο, ό­που και πέ­θα­νε. Η σο­ρός του με­τα­φέρ­θη­κε στη γε­νέ­τει­ρά του και θά­φτη­κε σ΄ έ­ναν ε­πι­βλη­τι­κό τά­φο στο νε­κρο­τα­φεί­ο Κέρ­κυ­ρας.
Για να ε­ξι­χνιά­σου­με τα α­πο­μει­νά­ρια μιας πα­λιάς, ναυα­γι­σμέ­νης κοι­νό­τη­τας, πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με και σε άλ­λα μέ­ρη. Τριά­μι­σι χι­λιό­με­τρα α­πό την πό­λη, στο χω­ριό Πο­τα­μός μέ­σα στον ε­λαιώ­να και πά­νω σε έ­να λό­φο, βρί­σκε­ται έ­να αρ­με­νι­κό πα­ρεκ­κλή­σι ο Αγ. Νι­κό­λα­ος. Σή­με­ρα α­νή­κει σε δύ­ο οι­κο­γέ­νειες που φέ­ρουν το ό­νο­μα «Αρ­μέ­νης», εί­ναι οι μο­να­δι­κοί που υ­πάρ­χουν α­πό μια πα­ροι­κί­α που εί­χε δημιουργηθεί ε­κεί πα­λιά. Στο χω­ριό Γα­στού­ρι συ­να­ντή­σα­με τον Σω­κρά­τη Αρ­μέ­νη, ε­πί­τρο­πο στην εκ­κλη­σί­α, ο ο­ποί­ος με υ­πε­ρη­φά­νεια μας ο­μο­λό­γη­σε την αρ­με­νι­κή του κα­τα­γω­γή. Σε κά­θε γω­νιά του νη­σιού βρή­κα­με πολ­λούς οι ο­ποί­οι εί­χαν πα­ρα­μεί­νει Αρ­μέ­νιοι μό­νο στο ε­πί­θε­το. Ό­λοι τους μα­ζί με τη μη­τρι­κή τους γλώσ­σα, εί­χαν χά­σει τις πα­ρα­δό­σεις, τα ή­θη και τα έ­θι­μά τους.

Η αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α στην πό­λη της Κέρ­κυ­ρας

Ο πυ­ρή­νας της νέ­ας αρ­με­νι­κής πα­ροι­κί­ας στην πό­λη, εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί πριν α­πό 16 χρό­νια α­πό τους α­δελ­φούς Μαρ­κο­σιάν και τον Μπο­γός Τζα­ρου­κιάν α­πό το Κε­μάχ. Στο κε­ντρι­κό­τε­ρο ση­μεί­ο της πό­λης εί­χαν ερ­γα­στή­ριο κα­φέ και υ­πήρ­ξαν το στή­ριγ­μα των συ­μπα­τριω­τών τους προ­σφύ­γων, οι ο­ποί­οι κα­τέ­φθα­σαν τους μή­νες Νο­έμ­βριο και Δε­κέμ­βριο 1922, με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή. Υ­πο­λο­γί­ζο­νται πε­ρί­που 3.000 ά­το­μα, κα­τά τα 2/3 γυ­ναι­κό­παι­δα, χω­ρίς να λο­γα­ριά­σου­με τον α­ριθ­μό των ορ­φα­νών. Προ­έρ­χο­νταν κυ­ρί­ως α­πό τις πό­λεις Ακ­σέρ, Κό­νια και Και­σα­ρεί­α. Ο α­ριθ­μός των χρι­στια­νών ε­ξό­ρι­στων, οι ο­ποί­οι έ­φθα­σαν στην Κέρ­κυ­ρα α­πό την τουρ­κι­κή εν­δο­χώ­ρα και τον Πό­ντο, αρ­χι­κά ή­ταν 22.000. Πα­ρέ­μει­ναν πε­ρί­που 17.000, ε­νώ 5.000 έ­φυ­γαν για τη Θεσ­σα­λί­α, α­νά­με­σά τους και 400 Αρ­μέ­νιοι. Οι αρ­χές πα­ρε­χώ­ρη­σαν α­νά οι­κο­γέ­νεια 20-40 τ.μ. γης για να α­σχο­λη­θούν με τη γε­ωρ­γί­α. Οι δι­κοί μας ή­ταν σκορ­πι­σμέ­νοι στις συ­νοι­κί­ες της πό­λης, στο χω­ριό Πο­τα­μό, κά­ποιες οι­κο­γέ­νειες σε μα­κρυ­νά χω­ριά ό­πως οι Συ­να­ρά­δες, ή­ταν έ­τοι­μοι για ό­λες τις βα­ριές ερ­γα­σί­ες ό­μως α­ντι­μετώ­πι­σαν την α­δια­φο­ρί­α και την άρ­νη­ση των ντό­πιων για ο­ποια­δή­πο­τε ερ­γα­σί­α.
Αρ­κε­τοί έ­χα­σαν τη ζω­ή τους α­πό τις κα­κου­χί­ες και την τα­λαι­πω­ρί­α. Πά­ντως θα μας μεί­νει α­ξέ­χα­στη η πε­ρί­θαλ­ψη και η φι­λο­ξε­νί­α την ο­ποί­α ε­πέ­δει­ξε στα δύ­ο έ­θνη, χω­ρίς κα­μί­α διά­κρι­ση, ο δή­μαρ­χος Ν. Φαρ­μά­κης.

Φι­λαν­θρω­πι­κά ι­δρύ­μα­τα

Ο Α­με­ρι­κα­νι­κός Ε­ρυ­θρός Σταυ­ρός με επι­κε­φα­λής τον Δρ. Γκο­ντέ­φρεϊγ, υ­πήρ­ξε ο πρώ­τος α­ρω­γός των αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων. Mε τη βο­ή­θειά του μοι­ρά­στη­καν τρό­φι­μα και φάρ­μα­κα. Στο τέ­λος του κα­λο­και­ριού του1924, ο Δρ. Γκο­ντέ­φρειγ με­τα­βί­βα­σε τις δρα­στη­ριό­τη­τές του στα το­πι­κά φι­λαν­θρω­πι­κά ι­δρύ­μα­τα.

Η αγ­γλι­κή Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α

Διευ­θύ­ντριά της η δις Μπέρτζες, μια νε-α­ρή δρα­στή­ρια Αγ­γλί­δα με φι­λαν­θρω­πι­κή δρά­ση στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, φί­λη των Αρ­με­νί­ων. Το 1922 έ­φυ­γε μα­ζί με εί­κο­σι νε­α­ρές Αρ­μέ­νιες, σπου­δά­στριες οι­κο­τε­χνί­ας του Μί­τσεν Χά­ουζ της Πό­λης, τις ε­γκα­τέ­στη­σε σε μί­α βί­λα στο χω­ριό Α­λε­πού της Κέρ­κυ­ρας ό­που, υ­πό τη διεύ­θυν­ση της δις Κρι­στίν, συ­νέ­χι­σαν τις σπου­δές τους, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα συμ­με­τεί­χαν στη φι­λαν­θρω­πι­κή δρά­ση του ι­δρύ­μα­τος. Το Μί­τσεν Χά­ουζ ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην πε­ριο­χή της Γα­ρί­τσας. Ε­κεί, τις Κυ­ρια­κές, κή­ρυτ­τε ο πά­στο­ρας Ο­βα­νές Τζε­τζι­ζιάν και η δις Μπέρτζες της οποίας η ο­μι­λί­α για τη συν­θή­κη της Λω­ζά­νης προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.
Πα­ράλ­λη­λα με τα φι­λαν­θρω­πι­κά ι­δρύ­μα­τα λει­τουρ­γού­σαν στο νη­σί και αρ­κε­τά ορ­φα­νο­τρο­φεί­α αρ­ρέ­νων και θη­λέ­ων υ­πό αγ­γλι­κή και α­με­ρι­κά­νι­κή διεύ­θυν­ση, τα ο­ποί­α κυ­ριο­λε­κτι­κά έ­σω­σαν τα Αρ­με­νό­παι­δα α­πό τη θη­ριω­δί­α. Στα ορ­φα­νο­τρο­φεί­α αυ­τά δί­δα­ξαν με­γά­λοι δά­σκα­λοι και λό­γιοι που ε­πέ­ζη­σαν της κα­τα­στρο­φής, δί­νο­ντας μόρ­φω­ση υ­ψη­λού ε­πι­πέ­δου για την ε­πο­χή, καλ­λιερ­γώ­ντας το πα­τριω­τι­κό φρό­νη­μα και δίνοντάς τους ε­φό­δια για τη ζω­ή.

Lord Major’s foundation

Με­τέ­φε­ραν 750 ορ­φα­νά α­γό­ρια και κο­ρί­τσια υ­πό την προ­ε­δρί­α του Δρ. Κέ­νε­ντυ. Στο ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο αρ­ρέ­νων διευ­θυ­ντής εί­ναι ο Σερ Ρό­μπερ­τ Κρέβ­σι, ε­νώ παι­δα­γω­γός του σχο­λεί­ου ο λό­γιος και μου­σι­κο­λό­γος, Κε­βόρ­κ Γκαρ­βα­ρέ­ντς, που διε­τέ­λε­σε διευ­θυ­ντής για ο­κτώ μή­νες και τον δια­δέ­χτη­κε ο κα­θη­γη­τής Σ. Χα­τσα­ντου­ριάν. Τα κο­ρί­τσια φοι­τούν στο σχο­λεί­ο υ­πό τη διεύ­θυν­ση της κας Φέν­ζι και δι­δά­σκο­νται α­πό την κα Ντι­ρα­τσιάν. Πα­ράλ­λη­λα ο Μ. Φρε­ντ ί­δρυ­σε τε­χνι­κές σχο­λές στα πρό­τυ­πα των α­με­ρι­κα­νι­κών τε­χνι­κών σχο­λών υ­πο­δη­μα­το­ποιών, ρα­πτών, ε­πι­πλο­ποι­ών ό­που δι­δά­σκο­νται και δου­λεύ­ουν τα ορ­φα­νά. Ο πρό­ε­δρος αυ­τής της ορ­γά­νω­σης διέ­θε­σε στη διάρ­κεια του χει­μώ­να, τρό­φι­μα και ρου­χι­σμό α­ξί­ας 500 στερ­λι­νών σ΄ αυ­τούς που εί­χαν α­νά­γκη.

Fabre boys home

Εί­ναι το μι­κρό ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο α­πό το Σκού­τα­ρι με 16 ορ­φα­νά, που ό­πως και τα άλ­λα ι­δρύ­μα­τα α­πο­μα­κρύν­θη­κε α­θό­ρυ­βα α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ό­ταν ξέ­σπα­σαν ε­κεί οι πο­λι­τι­κές τα­ρα­χές. Ε­πι­κε­φα­λής η κα Νο­ε­μί και ο διευ­θυ­ντής του σχο­λεί­ου Α­γκόπ Α­λο­τζιάν. Αυ­τή η φι­λαρ­μέ­νια και αρ­με­νο­μα­θής Αγ­γλί­δα ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Κέρ­κυ­ρα και πα­ράλ­λη­λα με τη φρο­ντί­δα των ορ­φα­νών, ε­πί ο­κτώ μή­νες συ­νε­χώς έ­φτια­χνε σού­πα και τη μοί­ρα­ζε στις προ­σφυ­γι­κές οι­κο­γέ­νειες που ή­ταν σκορ­πι­σμέ­νες α­πό το Μα­ντού­κι μέ­χρι τη Βίλ­λα Γιάν­νη.
Ο Ια­νουά­ριος του 1923 εί­ναι η δυ­σκο­λό­τε­ρη πε­ρί­ο­δος για τα ορ­φα­νά της στην Κέρ­κυ­ρα, ο­πό­τε και η κα Νο­ε­μί υ­ιο­θέ­τη­σε σχε­δόν ό­λα τα ορ­φα­νά.
Κα­τά τον Αύ­γου­στο, ό­ταν και έ­φυ­γε για την Ευ­ρώ­πη, στα­μά­τη­σε τις δρα­στη­ριό­τη­τές της.

Ερ­γο­στά­σιο τα­πη­τουρ­γί­ας

Ε­κτός α­πό την πε­ρίθαλ­ψη και τη μόρ­φω­ση των ορ­φα­νών Αρ­με­νο­παί­δων, οι διε­θνείς ορ­γα­νώ­σεις φρό­ντι­σαν στο μέ­τρο του δυ­να­τού και για την ερ­γα­σια­κή α­πο­κα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων. Έ­τσι ι­δρύ­ε­ται έ­να και­νού­ργιο ερ­γο­στά­σιο τα­πη­τουρ­γί­ας στην πε­ριο­χή του Μα­ντου­κιού που κό­στι­σε 4.000 στερ­λί­νες. Το ί­δρυ­σαν ο πρό­ξε­νος της αγ­γλι­κής πρε­σβεί­ας στην Κέρ­κυ­ρα ο Τζ. Γκρέιβς και ο Μάρ­κος Κε­σι­σιάν έ­νας γνω­στός φαρ­μα­κο­ποιός α­πό το α­με­ρι­κα­νι­κό πα­νε­πι­στή­μιο της Βη­ρυ­τού, ο ο­ποί­ος ή­ταν και ο ε­μπνευ­στής της ε­πι­χεί­ρη­σης, μα­ζί με το δρα­στή­ριο διευ­θυ­ντή του ερ­γο­στα­σί­ου Μ. Φρέ­ντυ. Α­σχο­λού­νται 300 Αρ­μέ­νιες με 7-8 δρχ. με­ρο­κά­μα­το και τα προ­ϊ­ό­ντα που πα­ρά­γουν ε­ξά­γο­νται στην Α­με­ρι­κή και τον Κα­να­δά. Την ε­πι­μέ­λεια των σχεδίων των υ­πέ­ρο­χων α­να­το­λί­τι­κων χα­λιών, ε­μπνευ­σμέ­να α­πό την αρ­με­νι­κή μι­κρο­γρα­φί­α, εί­χε ο ζωγράφος Αρ­με­νάκ Τερ Α­γκο­πιάν.

Αρ­με­νι­κή Κοι­νο­τι­κή Ε­πι­τρο­πή

Φυ­σι­κά δί­πλα σε ό­λες αυ­τές τις ορ­γα­νώσεις δεν ή­ταν δυ­να­τόν να μην υ­πάρ­χει ο αρ­με­νι­κός φο­ρέ­ας της κοι­νό­τη­τας, η ο­ποία, με­τά την έ­λευ­ση των προ­σφύ­γων ή­ταν ση­μα­ντι­κή σε α­ριθ­μό.
Με­γά­λο μέ­ρος της αρ­με­νι­κής δια­νό­η­σης εί­χε βρε­θεί στην Κέρ­κυ­ρα.
Το Φε­βρουά­ριο του 1923, με πρω­το­βου­λί­α των Δρ. Νερ­σές Σα­νταλ­τζιάν, Α­ντρα­νίκ Κε­ο­σελ­τζιάν και Αρ­ντα­σές Ατ­τα­ριάν, συ­στά­θη­κε μια ε­πι­τρο­πή με σκο­πό να διευ­κο­λύ­νει τις δια­τυ­πώ­σεις των προ­σφύ­γων με τις αρ­χές και να συ­ντο­νί­σει τη δια­νο­μή της βο­ή­θειας που έ­φθα­νε α­πό το κέ­ντρο. Αυ­τή η ε­πι­τρο­πή αρ­γό­τε­ρα ορ­γα­νώ­θη­κε σε κοι­νο­τι­κό συμ­βού­λιο με πρό­ε­δρο τον Γκαρ­νίκ Μομ­τζιάν, τα­μί­α τον Μπο­γός Τζα­ρου­κιάν και γραμ­μα­τέ­α τον Κε­βόρ­κ Γκαρ­βα­ρέ­ντς. Με πρω­το­βου­λί­α της η­γε­σί­ας της κερ­κυ­ρα­ϊ­κής πα­ροι­κί­ας, διορ­γα­νώ­θη­κε στις 11 Α­πρι­λί­ου 1924, στην εκ­κλη­σί­α των Αγ. Τα­ξιαρ­χών, εκ­δή­λω­ση μνή­μης για τη Γε­νο­κτο­νί­α του 1915 με συμ­με­το­χή πλή­θους κό­σμου, το­πι­κών φο­ρέ­ων και εκ­προ­σώ­πων ξέ­νων κρα­τών. Κε­ντρι­κός ο­μι­λη­τής ή­ταν ο αρ­μέ­νιος πά­στο­ρας Ο. Τζε­τζι­ζιάν και ο δια­νο­ού­με­νος ποι­η­τής Βαχάν Τε­κε­γιάν. Με στε­φά­νια και με­γά­λα κε­ριά εί­χε στη­θεί έ­νας συμ­βο­λι­κός τά­φος των θυ­μά­των, ε­νώ η φι­λαρ­μο­νι­κή της Κέρ­κυ­ρας πε­ριο­δι­κά παιά­νι­ζε πέν­θι­μα εμ­βα­τή­ρια και συμ­με­τεί­χε η χο­ρω­δί­α των ορ­φα­νο­τρο­φεί­ων.
Μέ­χρι τη Με­γά­λη Ε­βδο­μά­δα η πα­ροι­κί­α της Κέρ­κυ­ρας στε­ρή­θη­κε εκ­κλη­σια­στι­κού ποι­μέ­να. Τα μέ­λη της τε­λού­σαν τα θρη­σκευ­τι­κά τους κα­θή­κο­ντα στις ελ­λη­νι­κές εκ­κλη­σί­ες, υ­πήρ­χαν δε πε­ρι­πτώ­σεις που έ­θα­βαν τους πρό­σφυ­γες χω­ρίς κα­μί­α θρη­σκευ­τι­κή τε­λε­τή. Ο τό­τε Μη­τρο­πο­λί­της Κερ­κύ­ρας και Πα­ξών Α­θη­να­γό­ρας, διέ­θε­σε στους Αρ­με­νίους την εκ­κλη­σί­α της Υ­πα­πα­ντής, στην ο­ποί­α την η­μέ­ρα της Α­νά­στα­σης, τε­λέ­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά η θεί­α λει­τουρ­γί­α στην αρ­με­νι­κή γλώσ­σα α­πό τον πα­τέ­ρα Κα­ρε­κίν Χα­τσα­ντου­ριάν - ε­πι­ζή­σας και αυ­τός της Μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής. Τον δια­δέ­χθη­κε αρ­γό­τε­ρα ο Γιε­γι­σέ Ντρε­ζιάν, έ­νας μορ­φω­μέ­νος ε­νη­με­ρω­μέ­νος και δρα­στή­ριος πα­πάς, ο ο­ποί­ος κα­τέ­λα­βε τις καρ­διές ό­λων, α­να­λαμ­βά­νο­ντας πρω­το­βου­λί­ες και δί­νο­ντας λύ­σεις στις α­νά­γκες των αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων στο μέ­τρο του δυ­να­τού.

Δι­δα­κτή­ριο Α­ρα­ράτ

Η φρο­ντί­δα για τη μόρ­φω­ση και κυ­ρί­ως την εκ­μά­θη­ση της μη­τρι­κής γλώσ­σας, ή­ταν η ε­πι­θυ­μί­α των ε­ξό­ρι­στων α­κό­μα και στις α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες της προ­σφυ­γιάς. Ο πά­τερ Γκιου­ρέγ Ζο­χρα­μπιάν, έ­νας δρα­στή­ριος μορ­φω­μέ­νος ε­ξό­ρι­στος κα­που­τσί­νος α­πό την Τρα­πε­ζού­ντα, ο ο­ποί­ος υ­πη­ρέ­τη­σε τους λι­γο­στούς αρ­με­νίους κα­θο­λι­κούς της Κέρ­κυ­ρας, ί­δρυ­σε με δι­κά του μέ­σα και πό­ρους κα­τά το Μά­ιο, μέ­σα στην πό­λη, το δι­δα­κτή­ριο Α­ρα­ράτ. Αρ­μέ­νιοι δά­σκα­λοι του ορ­φα­νο­τρο­φεί­ου Near East Relief, που δεν υ­πη­ρε­τού­σαν πλέ­ον, με με­γά­λο ζή­λο α­φο­σιώ­θη­καν στην ε­πι­μόρ­φω­ση των αρ­με­νο­παί­δων πλαι­σιώ­νο­ντας το δι­δα­κτή­ριο Α­ρα­ράτ. Οι πό­ροι κά­λυ­ψαν με­τά βί­ας μια πε­ρί­ο­δο 3 μη­νών. Τα α­πο­θέ­μα­τα του Α­ρα­ράτ εί­χαν ή­δη ε­ξα­ντλη­θεί με τους μι­σθούς των δα­σκά­λων, τον ε­ξο­πλι­σμό του σχο­λεί­ου και τη μί­σθω­ση του κτη­ρί­ου. Οι μα­θη­τές συμ­με­τεί­χαν στη σχο­λι­κή γιορ­τή που ή­ταν και το κύ­κνειο ά­σμα του σχο­λεί­ου.

Αρ­με­νι­κό θέ­α­τρο

Ή­ταν α­πα­ραί­τη­το για τους πο­λυ­πα­θείς Αρ­μενίους να ξε­φύ­γουν α­πό την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Ευ­τυ­χώς γι’ αυ­τό στην πα­ροι­κί­α της Κερ­κύ­ρας υ­πήρ­χαν οι κα­τάλ­λη­λοι άν­θρω­ποι. Οι πρω­το­βου­λί­ες του λό­γιου Κ. Γκα­ρ­βα­ρέ­ντς και του ποι­η­τή και η­θο­ποιού Νσαν Μπε­στι­κτα­σλιάν, έ­δω­σαν τη λύ­ση και σε αυ­τό τον το­μέ­α. Το Μά­ιο α­νέ­βα­σαν την πα­ρά­στα­ση «Τσάρ­σλ Αρ­τίν Α­γά» στο θέ­α­τρο «Που­κι­λιόν». Συ­ντε­λε­στές της ή­ταν θε­α­τρό­φι­λες δε­σποι­νί­δες και νέ­οι, με την κα­θο­δή­γη­ση των δύ­ο έ­μπει­ρων δα­σκά­λων. Ο ε­ξό­ρι­στος κα­κο­ζω­ι­σμέ­νος Αρ­μέ­νιος μπό­ρε­σε να ζή­σει αυ­τή τη μέ­ρα και να χα­ρεί, ό­μως η Κέρ­κυ­ρα δεν μπό­ρε­σε να συ­ντη­ρή­σει έ­να θέ­α­τρο. Α­πό τα πε­νι­χρά έ­σο­δα του ει­σι­τη­ρί­ου, έ­πρε­πε να πλη­ρω­θούν οι φό­ροι στο κρά­τος. Οι δε δω­ρε­ές α­πό την πα­ροι­κί­α ή­ταν μη­δα­μι­νές ως προς τα έ­ξο­δα.

Near East Relief

Α­φή­σα­με για το τέ­λος το α­με­ρι­κα­νι­κό αυ­τό ί­δρυ­μα, που για πολ­λούς μή­νες εί­χε τα­ρά­ξει τις αρ­με­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες και την η­γε­σί­α των αρ­με­νι­κών κοι­νο­τή­των α­νά τον κό­σμο. Ο Χα­ρου­τιούν Χα­τσα­ντου­ριάν, πρό­ε­δρος της αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας της Πό­λης, κι­νή­θη­κε στα πλαί­σια των ε­πι­τα­γών της Relief και συ­γκέ­ντρω­σε, χω­ρίς να ε­ξε­τά­σει τις συν­θή­κες, ό­λα τα παι­διά των ορ­φα­νο­τρο­φεί­ων της Πό­λης για να τα με­τα­φέ­ρει στην Ελ­λά­δα βια­στι­κά, χω­ρίς τον α­παι­τού­με­νο προ­γραμ­μα­τι­σμό και τις εγ­γυ­ή­σεις που άρ­μο­ζαν, λαμ­βά­νο­ντας υπ΄ ό­ψιν και την η­λι­κί­α τους. Το Νο­έμ­βριο του 1922 ο Γολ­γο­θάς για τα χι­λιά­δες ορ­φα­νά μας έ­φθα­σε στο α­πο­κο­ρύ­φω­μα του, ό­ταν στοι­βά­χτη­καν σαν τα κο­πά­δια στα πλοί­α, έ­φθα­σαν στην ξη­ρά, ό­που δια­πί­στω­σαν για άλ­λη μια φο­ρά ε­γκα­τά­λει­ψη και α­δια­φο­ρί­α των υ­πευ­θύ­νων. Για μή­νες πε­ρι­πλα­νή­θη­καν ξυ­πό­λυ­τοι χω­ρίς κρε­βά­τια και σκε­πά­σμα­τα, χω­ρίς τρο­φή και φρο­ντί­δα. Οι υπεύθυνοι της Relief, οι ο­ποί­οι και σκο­πί­μως δια­στρέ­βλω­ναν την πραγ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, πολ­λα­πλα­σί­α­σαν το πρό­βλη­μα. Το θέ­μα ανέ­λα­βε να λύ­σει το Ε­θνι­κό Συμ­βού­λιο της Γαλ­λί­ας, ο­ρί­ζο­ντας ως ε­πι­θε­ω­ρη­τή τον Βαχ­άν Τε­κε­γιάν πρώ­ην βου­λευ­τή της κυ­βέρ­νη­σης της ανε­ξάρ­τη­της Αρ­με­νί­ας του 1918, ο ο­ποί­ος με πε­ριο­δεί­ες του και ε­πι­σκέ­ψεις σε ό­λα τα ορ­φα­νο­τρο­φεί­α προ­σπά­θη­σε να ε­ντο­πί­σει το πρό­βλη­μα α­πό κο­ντά και να θέ­σει την Relief προ των ευ­θυ­νών της, πράγ­μα που κα­τέ­στη α­δύ­να­τον.
Προ αυ­τής της κα­τά­στα­σης πή­γε στην Αί­γυ­πτο και συ­νερ­γα­ζό­με­νος με άλ­λους φο­ρείς, πέτυχε να δώ­σει ο­ρι­στι­κή λύ­ση στο πρό­βλη­μα των ορ­φα­νών.
Το κα­λο­καί­ρι του 1922 ο α­ριθ­μός των ορ­φα­νών στην Κέρ­κυ­ρα ή­ταν πε­ρί­που 5.000. Αρ­χι­κά εί­χαν στε­γα­σθεί στο Πα­λά­τι του Α­χιλ­λείου μα­ζί με 27 αρ­με­νίους δα­σκά­λους. Το Φε­βρουά­ριο άρ­χι­σε στα­δια­κά η με­τα­φο­ρά των ε­νη­λί­κων ορ­φα­νών στην Κα­βά­λα, τη Σύ­ρο και αλ­λού με ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη ερ­γα­σί­α, έ­ντα­ξη άλ­λων στις τε­χνι­κές σχο­λές που ή­δη λει­τουρ­γού­σαν στο νη­σί, κα­θώς και η με­τα­φο­ρά των καλύ­τε­ρων μα­θη­τών σε αρ­με­νι­κά α­νώ­τε­ρα εκ­παι­δευ­τι­κά ι­δρύ­μα­τα, ό­πως στην Κύ­προ κ.ά.. Σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ο α­ριθ­μός αυ­τός έ­φθα­σε σε 150 παι­διά και μό­νο 2 δα­σκά­λους, ε­νι­σχύ­θη­κε ό­μως με 4 έλ­λη­νες δα­σκά­λους, πράγ­μα α­πα­ραί­τη­το για την εκ­μά­θη­ση των ελ­λη­νι­κών, ε­φό­σον βρί­σκο­νταν στην Ελ­λά­δα. Α­πό τους ε­να­πο­μεί­να­ντες αρ­κε­τοί ε­ξελ­λη­νί­σθη­καν με μι­κτούς γά­μους στο νη­σί, άλ­λοι πα­ρέ­μει­ναν και ε­ξά­σκη­σαν βιο­πο­ρι­στι­κά ε­παγ­γέλ­μα­τα και ε­ντά­χθη­καν ι­σά­ξια στην κερ­κυ­ρα­ϊ­κή κοι­νω­νί­α δια­τη­ρώ­ντας πα­ράλ­λη­λα και την ε­θνι­κή τους ταυ­τό­τη­τα.

 

Αζνίβ Γεραμιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ο Μεσρόπ Μαστότς και η επινόηση του αρμενικού αλφαβήτου

Από τα τέλη του 4ου αιώνα μέχρι τα μέσα και περισσότερο του 5ου αιώνα τοποθετείται μία από τις πιο δύσκολες και αποφασιστικής σημασίας περιόδους της ιστορίας του αρμενικού λαού, μία περίοδος που διαρκεί τρία τέταρτα του αιώνα.

Ένα σύντομο ιστορικό πλαίσιο

Τα πιο βαρυσήμαντα ιστορικά γεγονότα ή οι εξελίξεις αυτής της χρονικής περιόδου.
Οι πόλεμοι Περσίας-Βυζαντίου, με τους οποίους η χριστιανική Αρμενία που είναι υποτελής και σύμμαχος του Βυζαντίου, πρώτα καταπατείται κι έπειτα, μετά την ήττα των Βυζαντινών, το μεγαλύτερο μέρος της αφήνεται στην Περσία (γύρω στα 370 μ.Χ.).
Η διαίρεση της Αρμενίας και η απώλεια της ανεξαρτησίας της (ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Αρσακιδών εκθρονίζεται το 428).
Στην Ανατολική Αρμενία ένταση των πιέσεων της ζωροαστρικής Περσίας, με σκοπό να αποκεφαλιστεί πολιτικά ο αρμενισμός, να διαλυθεί με άσκηση ιδεολογικής και θρησκευτικής βίας (αρχής γενομένης από τις διώξεις του Σαπόρ Β΄ (Σαμπούχ), τις οποίες πραγματοποίησε ο Μερουζάν Αρτζρουνί και με αποκορύφωμα τη μάχη του Αβαράιρ το 451 και τους ατελείωτους αμυντικούς πολέμους που ακολούθησαν).
Στη Δυτική (Βυζαντινή) Αρμενία δημιουργείται μια παρόμοια κατάσταση με διαφορετικό τρόπο: οι αρμένιοι κυβερνήτες -αργότερα και ο λαός- μεταναστεύουν σταδιακά προς την Καππαδοκία, την Κιλικία και πιο πέρα.
Αλλά παρόλα αυτά τα γεγονότα συναντάμε περιέργως νέα φαινόμενα θρησκευτικό αμυντικό αγώνα υπό το φως αυτού του φαινομένου αναπτύσσεται νέα εθνική αυτοσυνειδησία, πολιτιστική προσπάθεια και άνθηση, δηλαδή ό,τι ακριβώς είχαν ανάγκη η Αρμενία και ο αρμενισμός εκείνες τις κρίσιμες στιγμές.
Η επινόηση του αρμενικού αλφαβήτου και η δημιουργία εθνικής λογοτεχνίας γύρω στο 400 μ.Χ. αποτελούν το αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας.

Η κατάσταση που αντιμετώπισαν ο Mαστότς και οι συνεργάτες του

Η Αρμενία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είχε καθιερώσει το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους (υπήρξε το πρώτο χριστιανικό κράτος). Με αυτό το καθοριστικής σημασίας βήμα, πιστοποιούσε το γεγονός ότι άνηκε στη Δύση, έστω και αν το Βυζάντιο θα γινόταν επισήμως ένα χριστιανικό κράτος μετά την Αρμενία.
Ωστόσο μετά το 370, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της Αρμενίας πέρασε κάτω από τον περσικό ζυγό, η Αρμενία περιήλθε σε μια άνευ προηγουμένου δεινή κατάσταση, ακόμη κι εάν οι αλλεπάλληλοι βασιλείς του Ντιζμπόν, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο διακυβέρνησής τους ασκούσαν απέναντί της πότε αυστηρή και πότε μετριοπαθή πολιτική. Οι πρωτοβουλίες στον τομέα του πολιτισμού θα αναλαμβάνονταν με μια ορισμένη ελευθερία στις φάσεις μετριοπαθούς διακυβέρνησης του κράτους. Συνάμα, τα οφέλη που προέκυψαν απ’ αυτές τις πρωτοβουλίες θα γίνονταν πηγή δύναμης για να αντιμετωπιστούν οι περίοδοι αυστηρότητας.
Τα βιογραφικά στοιχεία του Μεσρόπ Μαστότς δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Ξέρουμε ότι αρκετά νωρίς εγκατέλειψε το αξίωμα του παλατιανού στρατιωτικού κι έγινε ιερωμένος. Και με την πρώτη ευκαιρία, στην προσπάθειά του να κηρύξει το χριστιανισμό αντιλήφθηκε ότι η θρησκεία που είχε καθιερωθεί πριν ένα σχεδόν αιώνα δεν είχε κερδίσει μια θέση στον ψυχικό και πολιτιστικό βίο του αρμενισμού. Δεν ήταν άξιο απορίας από όλη την τελετουργία, που γινόταν στην ασσυριακή γλώσσα και εν μέρει στην ελληνική, ο λαός δεν καταλάβαινε τίποτα. Έτσι, ήταν μεγάλος ο κίνδυνος, με την ειδωλολατρική πίστη που επιβίωνε στην ψυχή του λαού, να υποκύψει στις περσικές πιέσεις και, ασπαζόμενος τον Mαζδαϊσμό (πυρολατρία) να χάσει και την εθνική του ταυτότητα. Η ιστορική και πολιτιστική συγκυρία ήταν τέτοια, που η διαφύλαξη της θρησκευτικής φυσιογνωμίας ταυτιζόταν άμεσα με τη διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας.

Τα γράμματα του Τανιέλ και το ζήτημα του αλφαβήτου στην εποχή πριν τον Μαστότς

Ο Μαστότς γρήγορα ένιωσε την ανάγκη να εξαρμενίσει τη νέα θρησκεία και να την εδραιώσει, δημιουργώντας χριστιανική γραμματεία σε μια ιδιαίτερη γλώσσα, δηλαδή προικίζοντας την ομιλούμενη αρμενική γλώσσα με γράμματα, να τη μετατρέψει σε γραπτή αρμενική. Σε αυτή την επιδίωξη βρήκε στενούς συνεργάτες τον καθολικό Σαχάκ Παρτέβ και τον βασιλιά των Αρμενίων Βραμσαμπούχ, οι οποίοι αμέσως τον ενθάρρυναν στα σχέδιά του. Ο βασιλιάς, μάλιστα, τον ενημέρωσε ότι στο νότο της Αρμενίας, σε επαρχίες με μικτό αρμενο-ασσυριακό πληθυσμό, ένας επίσκοπος με το όνομα Τανιέλ είχε «αρμενικά γράμματα».
Ο Μαστότς ζήτησε να του φέρουν το «αλφάβητο» του Τανιέλ, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πειραματικά από μια ομάδα ειδικά επιλεγμένων νέων για μερικά χρόνια («για δύο χρόνια», σύμφωνα με τον βιογράφο του Μαστότς, τον Γκοριούν). Αλλά ο Μαστότς και οι συνεργάτες του τελικά πείστηκαν ότι το πείραμα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, γιατί εκείνα τα γράμματα δεν μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν το φωνολογικό σύστημα της αρμενικής είτε τους μεμονωμένους φθόγγους είτε τις διφθόγγους. Για ένα αντιπροσωπευτικό αλφάβητο έπρεπε να γίνει μία εκ βάθρων νέα δουλειά.
Από τα γράμματα του Τανιέλ δεν έχει διασωθεί σε μας ούτε ίχνος ούτε καμιά πληροφορία. Λέγεται μόνο ότι αυτά τα γράμματα είχαν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν και είχαν εγκαταλειφθεί. Ενδεχομένως, εκείνα τα γράμματα
ήταν δάνεια από το ασσυριακό αλφάβητο, ίσως και ελαφρώς προσαρμοσμένα στους αρμενικούς φθόγγους.
είχαν προηγουμένως χρησιμοποιηθεί για το χριστιανικό κήρυγμα (δηλαδή είχαν ζωή περίπου ενός-ενάμιση αιώνα, όχι περισσότερη), αλλά μόνο στη νότια Αρμενία, στην επαρχία Αγτσνίκ, από μικτό, αρμενο-ασσυριακό και συχνά δίγλωσσο πληθυσμό.
παρά το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν την ανάγκη για ένα αρμενικό αλφάβητο, τα γράμματα αυτά είχαν ήδη κριθεί ανεπαρκή και είχαν τεθεί στο περιθώριο, όταν ο Μαστότς ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά.
Η άνθηση των επόμενων δεκαετιών και η υψηλή ποιότητα της αρμενικής του χρυσού αιώνα ώθησαν κάποιους επιστήμονες να υποστηρίξουν ότι, πριν τον Μαστότς και το αλφάβητό του, οι Αρμένιοι πρέπει οπωσδήποτε να είχαν ένα άλλο αλφάβητο. Κάποιοι έχουν συνδέσει αυτή την υπόθεση με τα γράμματα του Τανιέλ, θεωρώντας τα εκείνο το παλιό, «χαμένο» αλφάβητο. Άλλοι επιστήμονες θεωρούν αυτή την τελευταία υπόθεση αβάσιμη, γιατί
τα δείγματα προγενέστερης λογοτεχνίας που έχουμε, και είναι όλα δείγματα μιας προφορικής παράδοσης, μοιάζουν ήδη πολύ ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη με τ’ αρμενικά του χρυσού αιώνα που κατέγραψε ο Μαστότς.
οι προφορικές μεταφράσεις του Ευαγγελίου που γίνονταν επί έναν ολόκληρο αιώνα, αν δεν ήταν επαρκείς για να διαδώσουν το πνεύμα του στο λαό, έχουν οπωσδήποτε βοηθήσει στον καλλωπισμό της γλώσσας.
τους δυο-τρεις αιώνες πριν την επινόηση του αλφαβήτου από τον Μαστότς, όταν η Αρμενία είχε ήδη από αιώνες κρατική υπόσταση, σίγουρα είχαν γίνει προσπάθειες να καταγραφεί η αρμενική γλώσσα απευθείας με το ελληνικό ή με το περσικό ή με το ασσυριακό αλφάβητο.
Αυτές οι προσπάθειες δίνουν μια επαρκή εξήγηση για το επίπεδο καλλιέργειας της αρμενικής γλώσσας γύρω στα 400 και καθιστούν περιττή την υπόθεση για ύπαρξη αλφαβήτου πριν τον Μαστότς.

Αποφασιστικό βήμα, πρωτότυπη αναζήτηση

Αφού ο Μαστότς διαπιστώνει ο ίδιος προσωπικά ότι τα γράμματα του Τανιέλ ήταν ανεπαρκή και άχρηστα, πείθεται ότι η θεμελιώδης αυτή ανάγκη έχρηζε και μιας θεμελιώδους λύσης. Η συγκυρία ήταν από πολιτικής απόψεως κατάλληλη. Γύρω στο 400 το θρόνο του Ντιζμπόν κατέλαβαν διαδοχικά μερικοί μετριοπαθείς ηγέτες. Παρ’ όλα αυτά ο Μαστότς φέρθηκε με προσοχή. Αφού συνεννοήθηκε με το βασιλιά Βραμσαμπούχ και τον καθολικό Σαχάκ, πήρε μαζί του μερικούς μαθητές και μετέβη ο ίδιος στην Ασσυρία, όπου στις πόλεις Αμίδα και Έδεσσα (Ουρφά) διαδοχικά έγινε δεκτός από τους αρχιεπισκόπους των επαρχιών.
Η Ασσυρία βρισκόταν στην περσική ζώνη επιρροής, ενώ ως μια χριστιανική αρχή και ως ένας χριστιανικός πολιτισμός κατά κάποιον τρόπο αντιπαρετίθετο στο Βυζάντιο.
Πηγαίνοντας στην Ασσυρία αντί να πάει στο Βυζάντιο, ο Μαστότς προφύλασσε το εγχείρημά του από οποιοδήποτε ενδεχόμενο εμπόδιο θα προερχόταν από το Ντιζμπόν. Παράλληλα, όμως, για να μη στερηθεί πιθανές ωφέλειες που θα προέκυπταν από τις ελληνικές πηγές, μοίρασε επί τόπου τους μαθητές του σε δύο ομάδες και έβαλε τη μία να σπουδάσει την ασσυριακή γλώσσα και τον πολιτισμό και την άλλη την ελληνική. Ενώ ο ίδιος, παραμένοντας στις ίδιες περιοχές και κυρίως στην Έδεσσα, συνεχίζει την έρευνα για τη φωνολογία, το λεξιλόγιο και άλλους τομείς της αρμενικής.
Στην Έδεσσα μετά από συνεχείς τελειοποιήσεις κατέληξε σε ένα νέο αλφάβητο, που εξέφραζε όλους τους συνδυασμούς φωνημάτων και συλλαβών της αρμενικής.
Ένα αλφάβητο, η φωνολογική τελειότητα του όποιου προκαλεί μέχρι σήμερα την κατάπληξη και το θαυμασμό επιστημόνων (1) κάθε εθνικότητας. Η πάροδος περισσότερης από μιάμισης χιλιετηρίδας, οι τεράστιες αλλαγές που συντελέστηκαν σε κάθε τομέα δεν κατέστησαν απαραίτητη οποιαδήποτε σοβαρή μεταβολή στο σύστημά (2) της.
Αυτή η περίοδος εμπνευσμένης αναζήτησης που διήρκεσε μήνες ίσως και χρόνο στην αρμενική θρησκευτική παράδοση μετατράπηκε σε όραμα, στον ιερό μύθο για το θεϊκό χέρι που έγραψε πάνω στον τοίχο το αρμενικό αλφάβητο…
Έπειτα ο Μαστότς, αφού επεξεργάστηκε καλλιγραφικά το αλφάβητο στη γειτονική πόλη Σαμόσατα μαζί με έναν ειδικό ζωγράφο που ονομαζόταν Ρωφανός, επιστρέφει στην πρωτεύουσα Βαγαρσαμπάτ, όπου έγινε δεκτός με τιμές και μεγάλη χαρά.
Οι χρονολογίες που γίνονται δεκτές για τη δημιουργία του αλφαβήτου κυμαίνονται από το 392 μέχρι το 412, με πιο πιθανή το 406. Εξάλλου από τις πρώτες αναζητήσεις του Μαστότς μέχρι την οριστική διαμόρφωση του αλφαβήτου πρέπει να πέρασαν αρκετά χρόνια, μια δεκαετία, αν όχι παραπάνω.

Το έργο του διαφωτισμού μέσα και γύρω από την Αρμενία

Η μετέπειτα δραστηριότητα του Μαστότς, που δίνεται παρακάτω επιγραμματικά, αποδεικνύει ότι εκείνος αντιλαμβανόταν σε όλο το βάθος την έκταση του έργου του.- Χαίροντας πάντα της βοήθειας των σοφών συνεργατών του, προικίζει γρήγορα την ανατολική Αρμενία με ένα ολόκληρο δίκτυο σχολείων και εργαστήριων χειρογράφων. Οι μαθητές του αυξάνονται, γίνονται με τη σειρά τους γρήγορα δάσκαλοι και προετοιμάζουν μαθητές. Έπειτα αφοσιώνεται στη δημιουργία ενός αλφαβήτου για τους Αλβανούς (κατοίκους του σημερινού βορείου Αζερμπαϊτζάν) και για τους Γεωργιανούς, πεπεισμένος προφανώς ότι, ενισχύοντας στους γειτονικούς λαούς τη χριστιανική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, θα είχε ενισχύσει το μέτωπο και τα νώτα της Αρμενίας. Σε ένα τρίτο στάδιο, μετά από μια εικοσαετία, ο Μαστότς θα επεκτείνει τις δραστηριότητές του στη δυτική (βυζαντινή) Αρμενία, επωφελούμενος από μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία στις περσο-βυζαντινές σχέσεις. Έχοντας μια επίσημη αίτηση ανά χείρας, θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, θα γίνει δεκτός από τον αυτοκράτορα Θεόδοτο Β΄ κι έχοντας μια αντίστοιχη άδεια θα διαδώσει το νέο αρμενικό αλφάβητο και το δίκτυο των σχολείων από τον Μεγάλο Χάικ μέχρι τη Σοφηνή και πιο δυτικά. Ο δυτικός αρμενισμός που ζούσε διασκορπισμένος στην τεράστια έκταση της βυζαντινής Ανατολής και έπειτα ο αρμενισμός της Κιλικίας μ’ αυτό τον τρόπο θα κατακτήσουν μια τέτοια πολιτιστική οντότητα, μια τέτοια αυτοσυνειδησία, που θα ήταν αδιανόητη χωρίς αυτή την τεράστια προσπάθεια δημιουργίας γραπτού αρμενικού πολιτισμού.
Η επιβίωση του αρμενικού λαού ως ξεχωριστής εθνικο-πολιτιστικής οντότητας θα ήταν γενικώς αδύνατη χωρίς αυτό το ισχυρό όπλο που σφυρηλάτησε ο Μαστότς, χωρίς το αρμενικό αλφάβητο: ισχυρό και με την επιστημονική του αρτιότητα και με την ιδεολογική και ανθρώπινη-συναισθηματική του αποτελεσματικότητα. Ο αρμενισμός έναν ολόκληρο αιώνα είχε ζήσει κάτω από τη σκιά του ονόματος του χριστιανισμού, χωρίς όμως να τον αφομοιώσει πραγματικά. Ενώ το αρμενικό αλφάβητο και η συνακόλουθη εθνικο-πολιτιστική κίνηση μέσα σε 20-30 χρόνια θα αποκρυστάλλωναν τόσο πολύ την αρμενική ταυτότητα, που το 451 θα περνούσε επιτυχώς τις «εξετάσεις» του Αβαράιρ και έπειτα στο πέρασμα των αιώνων όλα τα αλλεπάλληλα Αβαράιρ της σκληρής ιστορίας του.

(1) Μια εκτίμηση του γλωσσολόγου Αντουάν Μεϊγέ: «Είναι πασιφανές ότι το αρμενικό αλφάβητο είναι ένα αριστούργημα. Κάθε φθόγγος του φωνολογικού συστήματος αντιπροσωπεύεται με ξεχωριστό γράμμα και το σύστημα είναι τόσο καλά θεμελιωμένο, που έχει δώσει στον αρμενικό λαό μια οριστική αντιπροσώπευση του φωνολογικού συστήματος, που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα χωρίς καμία αλλαγή και χωρίς καμία ανάγκη για αλλαγή, γιατί ήταν τέλειο. Η λογοτεχνική γλώσσα που διαμορφώθηκε με τον πλούτο και την εκφραστικότητά της από τον καιρό της μετάφρασης του Ευαγγελίου έχει στηρίξει τον αρμενικό λαό, που της έχει μείνει πιστός».
(2) Γι’ αυτό το λόγο επίσης η επονομαζόμενη «σοβιετική» γραφή, που υιοθετήθηκε στην Αρμενία το 1922 για καθαρά πολιτικούς σκοπούς και κατά ένα μεγάλο μέρος διασώζεται μέχρι σήμερα, είναι ένα τεράστιο λάθος και μια αποτυχία.


Χαρουτιούν Κιουρκτζιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Η Αρμενική Ναυ­σι­πλο­ΐ­α

Η Αρ­με­νί­α πα­ρό­λο που βρί­σκε­ται α­νά­με­σα σε τρεις υ­δά­τι­νες μά­ζες, τη Με­σό­γειο, τη Μαύ­ρη και την Κα­σπί­α θά­λασ­σα, δεν έ­χει πρό­σβα­ση σε λι­μά­νι. Στην πε­ριο­χή υ­πάρ­χουν τρεις λί­μνες, η Σε­βάν, η Ούρ­μια και η Βαν, ε­νώ υ­πάρ­χουν αρ­κε­τοί πλω­τοί πο­τα­μοί, εκ των ο­ποί­ων οι δυο πιο γνω­στοί εί­ναι ο Τί­γρης και ο Ευ­φρά­της. Θα ή­ταν λοι­πόν λί­γο ε­πί­φο­βο, να μι­λή­σου­με για αρ­με­νι­κή ναυ­σι­πλο­ΐ­α. Πα­ρό­λα αυ­τά, αρ­χαιο­λο­γι­κά ευ­ρή­μα­τα α­να­σκα­φών και υ­πο­βρύ­χιων ε­ρευ­νών στη λί­μνη Σε­βάν μαρ­τυ­ρούν το α­ντί­θε­το. Ε­πι­πλέ­ον, ση­μα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για την αρ­με­νι­κή ναυ­σι­πλο­ΐ­α α­ντλού­με α­πό μνη­μεί­α, χει­ρό­γρα­φα, μι­κρο­γρα­φί­ες, πε­ρι­γρα­φές αρ­χαί­ων ι­στο­ρι­κών, πα­λιές ει­κό­νες και φω­το­γρα­φί­ες. Πα­ρα­κά­τω θα προ­σπα­θή­σου­με να α­να­φερ­θού­με με λί­γα λό­για στα ευ­ρή­μα­τα και τις πλη­ρο­φο­ρί­ες αυ­τές για του λό­γου το α­λη­θές.

Μο­ντέ­λο πλοί­ου α­πό τη νε­ο­λι­θι­κή ε­πο­χή

Το πα­λαιό­τε­ρο αρ­χαιο­λο­γι­κό εύ­ρη­μα που σχε­τί­ζε­ται με πλοί­α στην Αρ­με­νί­α εί­ναι το νε­ο­λι­θι­κό μο­ντέ­λο πλοί­ου, κα­τα­σκευα­σμέ­νο α­πό μαύ­ρο λί­θο, τον ο­νο­μα­ζό­με­νο ο­ψι­δια­νό. Α­να­κα­λύ­φθη­κε το 1992 στο χω­ριό Τα­λίν της Αρ­με­νί­ας. Το μή­κος του εί­ναι 265 mm και το πλά­τος του 175 mm. Το μο­ντέ­λο αυ­τό α­νά­γε­ται στην προ­κε­ρα­μι­κή πε­ρί­ο­δο της νε­ο­λι­θι­κής ε­πο­χής

Το ξύ­λι­νο πλοιά­ριο της λί­μνης Σε­βάν (1η χι­λιε­τί­α π.Χ.)

Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αρ­χαί­α πλοί­α της Αρ­με­νί­ας έ­χουν βρε­θεί στη λί­μνη Σε­βάν, μια ο­ρει­νή λί­μνη που βρί­σκε­ται στα 1.900 μέ­τρα πά­νω α­πό τη στάθ­μη της θά­λασ­σας. Στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1940 ψα­ρά­δες τυ­χαί­α α­νέλ­κυ­σαν έ­να ξύ­λι­νο πλοιά­ριο μή­κους τεσ­σά­ρων μέ­τρων α­πό το βυ­θό της λί­μνης. Η κα­τα­σκευ­ή αυ­τού του πλοί­ου εί­ναι έ­να α­πό τα πρώ­τα βή­μα­τα της ναυ­πη­γι­κής και ε­κτί­θε­ται σή­με­ρα στο Ε­θνι­κό Μου­σεί­ο Ι­στο­ρί­ας της Αρ­με­νί­ας.

Ξύ­λι­νο πλοιά­ριο του JUZEVAN (9ος αιώ­νας π.Χ.)

Κα­τά τη δε­κα­ε­τί­α του 1970 ο αρ­χαιο­λό­γος Σ. Τσι­λι­γκι­ριάν α-­να­κά­λυ­ψε έ­να μο­ντέ­λο ξύ­λι­νου πλοια­ρί­ου στο χω­ριό Juzevan (νό­τια Αρ­με­νί­α). Το πλοιά­ριο βρέ­θη­κε στον τύμ­βο ε­νός ψα­ρά ε­νώ ί­χνη ψα­ριών στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή υ­πο­δη­λώ­νουν την ύ­παρ­ξη αρ­χαί­ων α­λιευ­τι­κών οι­κι­σμών. Πα­ρό­μοιος τύ­πος κε­ρα­μι­κού πλοί­ου του 6ου αιώ­να π.Χ. βρέ­θη­κε στην πε­ριο­χή Βαρ­τε­νίς (α­να­το­λι­κή α­κτή της λί­μνης Σε­βάν).

Κε­ρα­μι­κά βα­ρί­δια και ά­γκυ­ρες

Εί­δη πέ­τρι­νων και κε­ρα­μι­κών βα­ρι­δί­ων και ποι­κι­λό­μορ­φες ά­γκυ­ρες βρέ­θη­καν σε υ­πο­θα­λάσ­σιες έ­ρευ­νες και α­να­σκα­φές σε αρ­χαί­ους τά­φους και χρο­νο­λο­γού­νται στο 2000 π.Χ.. Τα βα­ρί­δια συ­νή­θως εί­χαν σχή­μα πιά­του, σφαί­ρας ή δα­χτυ­λι­διού και ή­ταν δια­κο­σμη­μέ­να. Αυ­τά τα εί­δη βα­ρι­δί­ων χρη­σι­μο­ποιού­νται α­κό­μη και στις μέ­ρες μας.

Σπη­λαιο­γρα­φί­α

Η ζω­γρα­φι­κή σε βρά­χους ή­ταν δια­δε­δο­μέ­νη στη πε­ριο­χή της λί­μνης Σε­βάν. Η πιο ση­μα­ντι­κή α­πει­κό­νι­ση πλοί­ου βρέ­θη­κε στην ο­ρο­σει­ρά Κε­γα­μά και α­να­φέ­ρε­ται ό­χι μό­νο στα πλοιά­ρια κα­θαυ­τά αλ­λά και στο ρό­λο τους σε θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τουρ­γί­ες. Ε­πί­σης πά­νω σε βρά­χους και σε πε­ρά­σμα­τα βου­νών γύ­ρω α­πό τη λί­μνη οι έ­μπο­ροι χά­ρα­ζαν α­στε­ρι­σμούς για να προ­σα­να­το­λί­ζο­νται.

Γρα­πτές πη­γές

Αρ­μέ­νιοι συγ­γρα­φείς του Με­σαί­ω­να εί­χαν συ­μπε­ρι­λά­βει στα έρ­γα τους πε­ρι­γρα­φές πλοί­ων της λί­μνης Σε­βάν. Ο αρ­μέ­νιος ι­στο­ρι­κός Χο­βα­νές Ντρα­σκα­να­γκε­τσί στο βι­βλί­ο του «Ι­στο­ρί­α της Αρ­με­νί­ας» κά­νει λό­γο για την κα­τα­σκευ­ή και την ε­ξέ­λι­ξη των τα­χύ­πλο­ων πλοια­ρί­ων.

Πλοιά­ρια στον Τί­γρη και στον Ά­νω Ευ­φρά­τη

Η πρώ­τη μαρ­τυ­ρί­α για πλοί­α στην πε­ριο­χή α­να­φέ­ρε­ται σε χετ-τι­τι­κές ε­πι­γρα­φές του 12ου αιώ­να π.Χ.. Α­πό τους προ­ϊ­στο­ρι­κούς χρό­νους έ­ως σή­με­ρα, στον Ευ­φρά­τη και στον Τί­γρη χρη­σι­μο­ποιού­νται σχε­δί­ες α­πο­τε­λού­με­νες α­πό δο­κούς δε­μέ­νες πά­νω σε δέρ­μα­τα ζω­ών.Ο Η­ρό­δο­τος μι­λά­ει για πλοιά­ρια α­πό δέρ­μα και ξύ­λο, κα­τα­σκευα­σμέ­να στην πε­ριο­χή του Ά­νω Ευ­φρά­τη στην Αρ­με­νί­α. Οι έ­μπο­ροι κα­τέ­βαι­ναν με αυ­τά το πο­τά­μι έ­ως τη Βα­βυ­λώ­να, που­λού­σαν το ε­μπό­ρευ­μά τους και τα ξύ­λι­να μέ­ρη του πλοια­ρί­ου στην ά­δεν­δρη Με­σο­πο­τα­μί­α και γυρ­νού­σαν πί­σω στην Αρ­με­νί­α α­πό την ξη­ρά με­τα­φέ­ρο­ντας τα δερ­μά­τι­να κα­λύμ­μα­τα του πλοια­ρί­ου πά­νω σε γα­ϊ­δού­ρια. Έ­πει­τα ο κύ­κλος ε­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν.

Με­σαί­ω­νας

Έ­χουν δια­σω­θεί α­πει­κο­νί­σεις των πλοί­ων του πο­τα­μού Α­ράξ σε μι­κρο­γρα­φί­ες με­σαιω­νι­κών χει­ρο­γρά­φων. Εί­χαν έ­να ι­στί­ο και έ­να πα­νί.

Τα πλοιά­ρια της λί­μνης Βαν

Στον τοί­χο της εκ­κλη­σί­ας του Τι­μί­ου Σταυ­ρού στο μο­να­στή­ρι του νη­σιού Α­χτα­μάρ, στη λί­μνη Βαν α­πει­κο­νί­ζο­νται ε­μπο­ρι­κά και α­λιευ­τι­κά πλοιά­ρια.
Το τε­χνη­τό λι­μά­νι του βα­σι­λιά Γκα­γκίκ στο νη­σί Α­χτα­μάρ, μπο­ρού­σε να δε­χθεί με­γά­λο α­ριθ­μό πλοί­ων, ό­πως α­να­φέ­ρει ο ι­στο­ρι­κός του 10ου αιώ­να Τοβ­μάς Αρ­τζρου­νί. Κα­τά τον ι­στο­ρι­κό, πέ­τρες για το κτί­σι­μο του πα­λα­τιού του βα­σι­λιά με­τα­φέρ­θη­καν στο νη­σί με πλοί­α.

Πε­ρι­γρα­φές του Κρι­κόρ Να­ρε­γκα­τσί (951-1033)

Ο με­γά­λος αυ­τός αρ­μέ­νιος φι­λό­σο­φος και ποι­η­τής στο «Βι­βλί­ο της Ο­δύ­νης» δί­νει λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή ναυα­γί­ων στη λί­μνη Βαν.
Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι ο ί­διος εί­χε τα­ξι­δέ­ψει μ’ αυ­τά τα πλοί­α και ή­ταν ε­ξοι­κειω­μέ­νος με την κα­τα­σκευ­ή τους. Α­πό τις πε­ρι­γρα­φές συ­μπε­ραί­νε­ται ό­τι τα πλοί­α εί­χαν μή­κος εί­κο­σι με ει­κο­σι­πέ­ντε μέ­τρα, κα­τά­στρω­μα, ι­στί­ο με πα­νιά, κου­πιά και έ­ναν ει­δι­κό κλει­στό χώ­ρο φι­λο­ξε­νί­ας.

Αρ­με­νι­κό Βα­σί­λειο της Κι­λι­κί­ας (12ος αιώ­νας-14ος αιώ­νας)

Στο Αρ­με­νι­κό Βα­σί­λειο της Κι­λι­κί­ας, στη νο­τιο­α­να­το­λι­κή α­κτή της Με­σο­γεί­ου, υ­πήρ­χαν του­λά­χι­στον πέ­ντε δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη πλοί­ων που ή­ταν σε χρή­ση.
Στην κα­τα­σκευ­ή των πλοί­ων εί­ναι φα­νε­ρή η ε­πί­δρα­ση των πλοια­ρί­ων της λί­μνης Βαν, α­κρι­βώς ε­πει­δή ε­κεί­νη την ε­πο­χή έ­να με­γά­λο με­τα­να­στευ­τι­κό κύ­μα με­τα­κι­νή­θη­κε α­πό το Βαν προς το Βα­σί­λειο της Κι­λι­κί­ας.
Το Βα­σί­λειο της Κι­λι­κί­ας εί­χε ε­μπο­ρι­κό στό­λο ο ο­ποί­ος α­νέ­πτυ­ξε ε­πι­κοι­νω­νί­α με κο­ντι­νούς και α­πο­μα­κρυ­σμέ­νους γεί­το­νες γύ­ρω α­πό τη Με­σό­γειο. Κα­τά συ­νέ­πεια α­να­πτύ­χθη­κε έ­νας τύ­πος πλοί­ων που ή­ταν συν­δυα­σμός με­σο­γεια­κών πλοί­ων και πλοια­ρί­ων της λί­μνης Βαν.
Με­σαιω­νι­κά χει­ρό­γρα­φα κα­θώς και α­να­φο­ρές α­πό ι­στο­ρι­κούς και ε­ξε­ρευ­νη­τές μας δί­νουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για τα πλοί­α της ε­πο­χής ε­κεί­νης. Ο Μάρ­κο Πό­λο γρά­φει πως ο βα­σι­λιάς της Αρ­με­νί­ας Λε­βόν ο Γ΄ δώ­ρι­σε σ’ ε­κεί­νον και τον πα­τέ­ρα του μια γα­λέ­ρα που εί­χε κα­τα­σκευα­στεί ειδικά γι’ αυ­τούς.

“Shama” ο νό­μος πε­ρί πα­ρεκ­κλί­σε­ως α­πό το θα­λάσ­σιο δί­καιο

Η ε­πί­δρα­ση του νό­μου αυτού που υ­ιο­θε­τή­θη­κε α­πό το βα­σι­λιά της Κι­λι­κί­ας το 1184 μ.Χ., υ­πήρ­ξε κα­τα­λυ­τι­κή για την α­νά­πτυ­ξη του θα­λάσ­σιου ε­μπο­ρί­ου. Ο νό­μος αυ­τός υ­πο­χρέ­ω­νε την ε­πι­στρο­φή πλοί­ων και ε­μπο­ρευ­μά­των στους ι­διο­κτή­τες τους και τη βο­ή­θεια σε πε­ρί­πτω­ση ναυα­γί­ου στη θά­λασ­σα του βα­σι­λεί­ου, κά­τι που δεν ί­σχυε για τις άλ­λες χώ­ρες της Με­σο­γεί­ου. Το 1201 υ­πε­γρά­φη ει­δι­κή Συν­θή­κη με­τα­ξύ του Βα­σι­λεί­ου της Κι­λι­κί­ας, της Βε­νε­τί­ας και της Γέ­νο­βας «πε­ρί ε­πι­στρο­φής ναυα­γι­σμέ­νων πλοί­ων και ε­μπο­ρευ­μά­των» στους ι­διο­κτή­τες τους. Α­κό­μη και με­τά την κα­τά­λυ­ση του βα­σι­λεί­ου το 1375 οι αρ­με­νι­κές α­ποι­κί­ες στη Με­σό­γειο συ­νέ­χι­σαν να ε­πι­δί­δο­νται στο θα­λάσ­σιο ε­μπό­ριο.

Αρ­με­νι­κές ναυ­τι­κές α­ποι­κί­ες

Σπου­δαί­ες ναυ­τι­κές α­ποι­κί-ες δη­μιουρ­γή­θη­καν στην Ιν­δί­α (Μα­ντράς, Βομ­βά­η, Καλ­κού­τα), την Ολ­λαν­δί­α (Άμ­στερ­νταμ) και την Κρι­μαί­α. Αρ­με­νι­κές ε­πι­γρα­φές και α­πει­κο­νί­σεις πλοί­ων στον κα­θε­δρι­κό του Α­γί­ου Μάρ­κου στη Βε­νε­τί­α και έ­νας α­ριθ­μός ε­μπο­ρι­κών συμ­φω­νιών και συν­θη­κών μαρ­τυ­ρούν τις δρα­στη­ριό­τη­τες των αρ­με­νί­ων ε­μπό­ρων στην πε­ριο­χή.

Χάρ­τες και ερ­γα­λεί­α

Ε­ρευ­νώ­ντας τα ναυ­τι­κά εργα­λεί­α μα­θαί­νου­με πολ­λά για την α­νά­πτυ­ξη της ναυ­τι­κής ι­στο­ρί­ας της Αρ­με­νί­ας.
Στο Μα­ντε­να­τα­ράν (Μου­σεί­ο Χει­ρο­γρά­φων και Ε­ρευ­νών στο Ε­ρε­βάν) υ­πάρ­χουν αρ­χαί­ες πε­ρι­γρα­φές που α­φο­ρούν τη χρή­ση του γνώ­μο­να, του τε­ταρ­το­κυ­κλί­ου και του α­στρο­λά­βου*.
Ο α­στρο­λά­βος ή­ταν έ­να α­πό τα πιο ση­μα­ντι­κά ερ­γα­λεί­α της αρ­χαιό­τη­τας. Υ­πάρ­χουν τέσ­σε­ρις γνω­στοί αρ­με­νι­κοί α­στρο­λά­βοι. Οι δύ­ο εί­ναι γραμ­μέ­νοι στην αρ­με­νι­κή και οι δύ­ο στην α­ρα­βι­κή γλώσ­σα. Ο πρώ­τος εί­ναι α­πό τους πιο πα­λιούς που υ­πάρ­χουν στον κό­σμο και α­νά­γε­ται στον 9ο αιώ­να. Α­πό τον δεύ­τε­ρο σώ­θη­κε μό­νο ο χάρ­της των ά­στρων και α­νή­κει στο 10ο μ.Χ. αιώ­να. Πε­ριέ­χει τα ο­νό­μα­τα δώ­δε­κα ζω­δια­κών α­στε­ρι­σμών κα­θώς και τα ο­νό­μα­τα των δε­κα­ε­φτά λα­μπρό­τε­ρων α­στε­ριών του βο­ρεί­ου η­μι­σφαι­ρί­ου.
Ο τρί­τος α­στρο­λά­βος του 15ου μ.Χ. αιώ­να κα­τα­σκευά­στη­κε α­πό τον αρ­μέ­νιο φυ­σι­κό Α­μιρ­ντο­βλάτ Α­μα­σια­τσί και σώ­ζε­ται αυ­τού­σιος σε ι­διω­τι­κή συλ­λο­γή.
Ο τε­λευ­ταί­ος του 17ου μ.Χ. αιώ­να κα­τα­σκευά­στη­κε α­πό τον Γου­γκάς Βα­ντε­τσί­ και βρί­σκε­ται σή­με­ρα στο Μου­σεί­ου του Α­στρο­φυ­σι­κού Κέ­ντρου Ε­ρευ­νών στο Πιου­ρα­γκάν, στην Αρ­με­νί­α.

*α­στρο­λά­βος –α­στρο­νο­μι­κό όρ­γα­νο που έ­δει­χνε το γω­νιαί­ο ύ­ψος του πο­λι­κού α­στέ­ρα πά­νω στον ο­ρί­ζο­ντα..

 

Βαρτενί Κασαπιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αρσίλ Γκόρκι

Ο Αρσίλ Γκόρκι, είναι ο καλλιτέχνης που χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους στην ιστορία της Αμερικής και τα έργα του θεωρήθηκαν ένα φαινόμενο «αμερικανοαρμενικής τέχνης». Ας παρακολουθήσουμε τους σταθμούς της σύντομης ζωής του.
Για τον Γκόρκι, η τέχνη δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ανάγκη. Έβαζε τη ζωγραφική του πάνω από κάθε τι και, όταν οτιδήποτε άλλο τον απογοήτευε, στηριζόταν στην τέχνη με σκοπό να γλυτώσει. Οι κακοτυχίες του -που ήταν όντως πολλές στη ζωή του- ξεκίνησαν νωρίς και τον οδήγησαν τελικά και σε έναν πρόωρο θάνατο. Με την τέχνη επιχείρησε «να σώσει» το παρελθόν του και να διαμορφώσει το μέλλον του, ωστόσο δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες του.
Ο Αρσίλ Γκόρκι παίρνει τη θέση του μεταξύ των τραγικών ηρώων της ιστορίας της τέχνης. Επιζών της Γενοκτονίας των Αρμενίων στην αρχή του εικοστού αιώνα, στοιχειώθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του από τα φαντάσματα της χαμένης πατρίδας του. Τα εξπρεσιονιστικά, ζωηρά αριστουργήματά του, που δημιουργήθηκαν πολύ πριν ο εξπρεσιονισμός έλθει στο προσκήνιο ως ρεύμα, υπήρξαν πρωτοποριακά για την αφηρημένη τέχνη της Βόρειας Αμερικής και απεικονίζουν την τεράστια δυστυχία που βίωνε ως εξόριστος στην Αμερική. Γεννημένος στις 15 Απριλίου του 1902 με πραγματικό όνομα Βοστανίκ Αντογιάν, άλλαξε αργότερα το όνομά του σε Αρσίλ Γκόρκι, όταν πήγε στις Η.Π.Α. για λόγους προσωπικούς και πρακτικούς. Τόπος γεννήσεώς του ήταν η ερειπωμένη σήμερα πόλη Χορκόμ, ένα πολύ μικρό χωριό κοντά στην όμορφη λίμνη Βαν, στο Βασπουραγκάν της δυτικής Αρμενίας. Η μητέρα του, Σουσάν, εισήγαγε τον Γκόρκι στην τέχνη, προτού ο ίδιος μπορέσει ακόμα να μιλήσει, για να θαυμάσει την αρμενική αρχιτεκτονική και τα αρχαία χειρόγραφα με τα εντυπωσιακά χρώματα.
«Ο καλλιτέχνης και η μητέρα του» Όταν ο Γκόρκι ήταν μόλις έξι ετών, ο πατέρας του, Σετράκ Αντογιάν, μετανάστευσε στην Αμερική. Ο Γκόρκι έμεινε με τη μητέρα και τις αδελφές του στην Αρμενία. Αρχικά, το 1910, μετακόμισαν στο Βαν, στην Παλαιά Πόλη, και αργότερα στο Αϊκεστάν, στην Πόλη των Κήπων. Ο χωρισμός από τον πατέρα του προκάλεσε στον Γκόρκι αίσθημα εγκατάλειψης και αποξένωσης από τον Σετράκ για το υπόλοιπο της ζωής του. Η νοσταλγία του Γκόρκι για το σπίτι και ειδικά για τη μητέρα του, επηρέασε το έργο του πάρα πολύ. Το τοπίο της υπαίθρου, οι αλλεπάλληλοι λόφοι και οι λίμνες με τα νερά που αντιφέγγουν κυριαρχούν στα τελευταία έργα του, όπως το “Άροτρο” και το “Τραγούδι”, ο “Κήπος στο Σοτσί” και ο “Ήλιος”. Επιπλέον, η μητέρα του πρωταγωνιστεί σε δύο πορτρέτα, στο “Ο καλλιτέχνης και η μητέρα του”, καθώς επίσης και στο φαινομενικά αφηρημένο πορτρέτο “Πώς η κεντημένη ποδιά της μητέρας μου ξετυλίγεται στη ζωή μου”.
Το 1915, όταν η Τουρκία εφάρμοσε το σχέδιο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, η οικογένεια του Γκόρκι αναγκάστηκε να καλύψει μια πορεία θανάτου 240 χιλιομέτρων βόρεια στα σύνορα της ρωσικής Αρμενίας. Έφθασαν στην πόλη Ερεβάν στις 16 Ιουλίου, όπου έζησαν στα όρια της πείνας, με τον Γκόρκι να κάνει δουλειές του ποδαριού ως ξυλουργός και βοηθός εκτυπωτή και να φτιάχνει χτένες γυναικών από τα κέρατα ταύρων και βοδιών. Το 1919, όταν ο Γκόρκι ήταν μόλις 14 ετών, η αγαπημένη του μητέρα πέθανε μες στα χέρια του από πείνα.
Ο Γκόρκι και η αδελφή του Βαρτούς έφθασαν στη Νέα Υόρκη, στο νησί Έλλις, το Φεβρουάριο του 1920, καταλήγοντας στη Μασαχουσέτη, όπου ο Αρσίλ έλαβε το «βάπτισμα του πυρός» στο μουσείο της Βοστώνης Fine Art. Αυτοδίδακτος κυρίως, ο Γκόρκι πήρε μερικά μαθήματα ζωγραφικής στις αρχές της δεκαετίας του ’20 από μια γυναίκα που του είπε ότι ένας Αρμένιος δεν θα μπορούσε να είναι ζωγράφος. Εκείνη θεωρούσε τους Ρώσους κομψούς και καλλιτέχνες, ενώ συνέδεε τους Αρμενίους με πρόσφυγες που λιμοκτονούν. Έτσι, ο Γκόρκι δημιούργησε ένα ρωσικό πορτρέτο, ισχυριζόμενος κάποιες φορές ότι είναι πρίγκιπας της Γεωργίας. Θέλησε να απελευθερωθεί από το παρελθόν του και μετά από πολλή σκέψη κατέληξε σε ένα όνομα που απεικόνιζε τις εμπειρίες και τα βάσανά του: “Αρσίλ” στα ρωσικά σημαίνει Αχιλλέας, και το “Γκόρκι” μεταφράζεται ως “πικρός”.
Αφού παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και Σχεδίου στη Βοστώνη, ο Γκόρκι μετακόμισε στην πόλη της Νέας Υόρκης για να παρευρεθεί στην Εθνική Ακαδημία Σχεδίου, όπου ανέλαβε να διδάξει ζωγραφική.
Μέσα σε λίγα χρόνια, “ο πικρός” είχε καθιερωθεί ως δάσκαλος στη Νέα Σχολή Σχεδίου στη Νέα Υόρκη και είχε κερδίσει έναν μικρό κύκλο θαυμαστών.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έκανε συνήθως πορτρέτα αφηρημένα, επηρεασμένος από τους ζωγράφους της σχολής του Παρισιού, όπως ο Ματίς, ο Πικάσο και ο Μιρό.
Η πρώτη του μεγάλη εμφάνιση ήταν το 1930, όταν φιλοξενήθηκε στο Μουσείο της Σύγχρονης Τέχνης.
Έπειτα από την έκθεση αυτή τρία από τα έργα του Γκόρκι περιλήφθηκαν σε αρκετές εκθέσεις μουσείων. Το 1935 πέτυχε ακόμη μεγαλύτερη αναγνώριση με την εμφάνισή του στο Μουσείο Whitney της αμερικανικής τέχνης, σε μια έκθεση με τον τίτλο «Αφηρημένη ζωγραφική στην Αμερική», όπου εκτέθηκαν τέσσερα από τα έργα του.
Ο Αρσίλ Γκόρκι στο μέσο με άλλους καλλιτέχνες φίλους του, 1935. Το Μουσείο Whitney θα συνέχιζε να εκθέτει τα έργα του για τα επόμενα οκτώ χρόνια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε πολλές εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας ατομικής έκθεσης στη Στοά Τέχνης Συντεχνιών που εγκωμιάστηκε στη Νέα Υόρκη.
Αυτή την εποχή ζωγράφισε, επίσης, τους διάσημους πίνακές του, όπως «Ολονύχτιο», «Αίνιγμα» και «Νοσταλγία». Όταν συνάντησε την Άγκνες Μαγκρούντερ, μια εύπορη Αμερικανίδα, αυτός ήταν 40 ετών και αυτή μόλις 20. Όταν παντρεύτηκαν, ο Γκόρκι βρισκόταν στην παραγωγικότερη περίοδο της σταδιοδρομίας του. Από το 1941, που φιλοτέχνησε τη σειρά στον “Κήπο στο Σοτσί” και μέχρι το θάνατό του το 1948, ο Γκόρκι δημιούργησε αριστουργήματα όπως “Το λειρί του πετεινού” και “Ο καταρράκτης”.
Τον ενέπνεε πολύ το σπίτι της συζύγου του στο Κοννέκτικατ, που του θύμιζε τη χαμένη του πατρίδα. Ο Γκόρκι και η Άγκνες απέκτησαν δύο κόρες πριν από την τραγωδία που επέστρεψε ξανά στη ζωή του Γκόρκι.
Τον Ιανουάριο του 1946, το στούντιο του Γκόρκι κάηκε ολοσχερώς, καταστράφηκαν πολλά από τα έργα, τα σχέδια και τα βιβλία του Γκόρκι. Έναν μήνα αργότερα προσβλήθηκε από καρκίνο, πράγμα που τον εξόντωσε ψυχικά και τον σημάδεψε συναισθηματικά. Ακολούθησε ο χωρισμός του από την Άγκνες. Την ίδια εβδομάδα ο Γκόρκι είχε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Συντετριμμένος σωματικά, συναισθηματικά και πνευματικά, προδομένος και αποξενωμένος από όλους όσους αγάπησε, αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Κοννέκτικατ, όπου κρεμάστηκε στην αποθήκη στις 21 Ιουλίου του 1948.
Η τελευταία του φράση γράφτηκε με κιμωλία σε ένα κιβώτιο: “Αντίο, αγαπημένοι μου”.



Επιμέλεια: Αγαβνή Χανικιάν

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Γκαμπρ: ο αρμενικός ποιμενικός

Η Αρμενία φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες ενδημικών ζώων, κάποια από τα οποία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον επειδή έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας, της μυθολογίας και του πολιτισμού της χώρας.
Ανάμεσα σ'αυτά ανήκει και ο αρμενικός ποιμενικός, ο ονμαζόμενος Γκαμπρ.
Ο Γκαμπρ είναι ράτσα ενδημικού σκύλου που ζει στα υψίπεδα της Αρμενίας και που οι πρόγονοί του ανιχνεύονται σε προϊστορικούς οικισμούς της χώρας ενώ συγχρόνως υπάρχουν απεικονίσεις τους στην εσωτερική επιφάνεια σπηλαίων της ευρύτερης περιοχής.

Καταγωγή

Η καταγωγή του Γκάμπρ είναι τα οροπέδια της Αρμενίας. Αρχαιολογικές ανασκαφές στην κοιλάδα του Χραζντάν έφεραν στο φως ανθρώπινους σκελετούς δυο εκατομμυρίων ετών. Οι ανακαλυφθέντες πρώτοι οικισμοί ανάγονται στο 500.000 π.Χ. ενώ ενδείξεις ανάπτυξης της αγροκαλλιέργειας και της κτηνοτροφίας υπάρχουν ήδη από το 25.000 π.Χ.. Αντίθετα με την εξημέρωση των άλλων ζώων, η εξημέρωση του σκύλου ήταν μια περίπλοκη διαδικασία η οποία είχε όμως σαν αποτέλεσμα ν΄ αποκτήσει αυτός ιδιαίτερη θέση στη ζωή του ανθρώπου καθώς ήταν ο σύντροφος του στο σπίτι, στο χωράφι και στη μάχη.

Πρώτες αναφορές και εξέλιξη

Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς εξημερώθηκε ο Γκάμπρ. Είναι όμως εξακριβωμένο ότι ο πρόγονος του σύγχρονου Γκάμπρ έχει ιστορία τουλάχιστον τριών χιλιάδων ετών. Βραχογραφίες που βρέθηκαν στην Αρμενία και που τοποθετούνται χρονικά στο 15.000 έως το 12.000 π.Χ. αναπαριστούν μια μεγάλη ποικιλία σκύλων και αποτελούν σήμερα την αδιαμφισβήτητη απόδειξη της παρουσίας και εξέλιξης του Γκάμπρ στην Αρμενία.
Σε μια μονογραφία του Σ. Νταλ περιγράφονται τα ευρήματα μιας ανασκαφής που έλαβε χώρα στη λίμνη Σεβάν το 1954. Η ανασκαφή έφερε στο φως, μεταξύ άλλων κι ένα καλοδιατηρημένο σκελετό σκύλου μέσα σε τύμβο, χρονολογημένο από το 800 έως το 1000 π.Χ. Ο σκελετός αυτός ήταν ενός Γκάμπρ της εποχής εκείνης και παρά τις μικρές διαφορές που έχει επιφέρει στο είδος η εξέλιξη, ο Νταλ συμπεραίνει ότι ο Γκάμπρ είχε ήδη εξημερωθεί την πρώτη χιλιετία π.Χ. στην Αρμενία.
Παρά τους ισχυρισμούς άλλων λαών ότι ο Γκάμπρ κατάγεται από χώρες της ΄Απω Ανατολής, ενδεχομένως το Θιβέτ, υπάρχει σίγουρα ένα είδος σκύλου που έχει αποδειχθεί ότι ζούσε στο αρμενικό οροπέδιο ήδη από το 12.000 π.Χ.

Μυθολογία και ιστορικές αναφορές

Η ύπαρξη του μυθικού θεού της Αρμενίας Αραλέζ ο οποίος είχε τη μορφή σκύλου, γύρω στο 5.000 έως το 2.000 π.Χ., αποδεικνύει το στενό δεσμό ανάμεσα στους αρχαίους σκύλους και τ΄ αφεντικά τους. Ο θεός αυτός ονομαζόταν θεός της Ίασης επειδή είχε την ικανότητα να θεραπεύει ή ακόμη και να ανασταίνει πολεμιστές που λαβώνονταν στα πεδία των μαχών γλείφοντας τις πληγές τους. Σύμφωνα μ΄ ένα δημοφιλή αρμενικό μύθο ο θεός Αραλέζ ανέστησε τον Αρά Κεγετσίκ «Όμορφο», πρίγκιπα της Αρμενίας. Ο Αρά προτιμά να πεθάνει πολεμώντας παρά να παντρευτεί τη βασίλισσα της Ασσυρίας, Σαμιράμ και κατά συνέπεια να ενωθούν τα δυο βασίλεια της Αρμενίας και της Ασσυρίας. Η Σαμιράμ κλαίγοντας απαρηγόρητα για το χαμό του και νιώθοντας υπεύθυνη για το θάνατό του παρακαλά το θεό Αραλέζ να τον αναστήσει.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Μοβσές Χορενατσί, ο πρώτος αρμένιος βασιλιάς Σανατρούκ σώθηκε από ένα Γκάμπρ όταν ο τελευταίος τον ανακάλυψε θαμμένο κάτω από χιόνια σε ηλικία μερικών μηνών.
Αλλά και στα νεότερα χρόνια υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές στην υψηλή εκτίμηση του σκύλου ως κατοικίδιο ζώο στην Αρμενία. Σ΄ ένα βιβλίο αφιερωμένο στην περιοχή Ντερσίμ της ιστορικής Αρμενίας αναφέρονται τα παρακάτω: «Στο οροπέδιο του Μντζούρ ένας καλοθρεμμένος κατοικίδιος σκύλος κοστίζει όσο 640 κιλά καλαμπόκι ή ένα άλογο ή δυο αγελάδες. Αν ένας χωρικός από το Μντζούρ ήθελε να αγοράσει έναν Γκάμπρ αλλά δεν είχε τίποτε να δώσει προς αντάλλαγμα έπρεπε να δουλεύει ογδόντα μέρες συνεχόμενα στον ιδιοκτήτη του σκύλου χωρίς πληρωμή. Το να σκοτώσεις ένα σκύλο θεωρούνταν δολοφονία!»

Εξωτερικά γνωρίσματα

Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Γκάμπρ, το σχήμα του, το μέγεθός του και το χρώμα του διαφέρουν από τόπο σε τόπο, όπως άλλωστε είναι φυσικό, αντίθετα από πολλές σύγχρονες ράτσες που εξελίσσονται προσπαθώντας να διατηρήσουν μια εξωτερική ομοιομορφία. Είναι ογκώδη, μυώδη και δυναμικά σκυλιά με δυνατό κεφάλι.
Αυτά που ζουν σε μεγάλο υψόμετρο είναι πιο σκουρόχρωμα και έχουν μακρύ τρίχωμα για να προστατεύονται από το κρύο, το τραχύ έδαφος και τα άλλα ζώα. Αποφεύγουν τις άσκοπες κινήσεις προκειμένου να εξοικονομούν ενέργεια και τρώνε ελάχιστα. Δύο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των σκύλων αυτών είναι το σταθερό νευρικό τους σύστημα και το γεγονός ότι έχουν τα άμεσα αντανακλαστικά ενός άγριου ζώου.

Ιστορία του Γκάμπρ τον 20ό αιώνα

Για πρώτη φορά ο Γκάμπρ έγινε γνωστός στη δύση το 1930, σε μια έκθεση σκύλων που έγινε στη Νυρεμβέργη. Ο γερμανικός τύπος προσέδωσε στους τρεις σκύλους που εκτέθηκαν το όνομα «Κόκκινοι Γίγαντες» αναμφίβολα επηρεασμένος από τις ετικέτες πάνω στα κλουβιά τους με την επιγραφή «θάνατος στον καπιταλισμό»!
Κατά τη σοβιετική περίοδο η εκτροφή των σκύλων μεταφέρθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από την Αρμενία στη Μόσχα, την Ουκρανία και τη Γεωργία. Στην Αρμενία ο αριθμός των εκτροφείων μειώθηκε δραματικά ενώ έγιναν πολλές διασταυρώσεις του Γκάμπρ με άλλες ράτσες σκύλων στις οποίες προσδόθηκαν ρωσικά ονόματα.
Αγνοημένος μόνιμα από τους Τούρκους, μόνον τα τελευταία είκοσι χρόνια ο Γκάμπρ άρχισε ν΄ αναγνωρίζεται επίσημα στους τουρκικούς κύκλους με διαφορετικά ονόματα. Θέλοντας ν΄ αποφύγουν κάθε αναφορά στην Αρμενία, οι Τούρκοι προώθησαν νέες ράτσες σκύλων προερχόμενες από τον Γκάμπρ και ανέπτυξαν πολυάριθμα σύμβολα, γραμματόσημα κ.λ.π. με τη φωτογραφία του Γκάμπρ πλαισιωμένη από την ημισέληνο.
Πραγματικά η πολιτική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σ΄ αυτήν την περιοχή, ακόμη και στον κόσμο των σκύλων. Τα τελευταία χρόνια οι Τούρκοι αποφεύγουν ακόμη και τη χρήση του όρου «ανατολικός» για τη ράτσα αυτή, προκειμένου να μην υπάρχει καμία υπόνοια ότι οι περιοχές αυτές ανήκαν παλαιοτέρα σε άλλους λαούς.
Η Δύση χωρίς να επιβεβαιώσει τον τόπο καταγωγής των σκύλων που παρουσιάστηκαν ως «καινούργιες» ράτσες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, υιοθέτησε απευθείας τα ονόματα με τα οποία εισήχθησαν αυτά από τη Σοβιετική Ένωση και την Τουρκία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαγραφεί από τα αρχεία, μέσα σε λίγα χρόνια, το 80% των σκύλων με καταγωγή την Αρμενία. Επιπρόσθετα πολλές από τις διασταυρώσεις του Γκάμπρ είχαν ως αποτέλεσμα οι σκύλοι που γεννιόνταν να υποφέρουν από γενετικές ανωμαλίες. Εκτροφεία διασταυρώσεων του Γκάμπρ υπάρχουν σήμερα στη Ρωσία, την Πολωνία, τον Καναδά και την Αρμενία. Ο Γκάμπρ είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στη σκληρή ζωή του αρμενικού υψιπέδου, ένα στοιχείο ακόμη που επιβεβαιώνει ότι αυτός ο χώρος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο μόνος και αυθεντικός τόπος καταγωγής του.

 

 

Επιμέλεια: Βαρτενί Κασαπιάν

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Η Αρμενική Παροικία της Κεφαλονιάς

Η ιστορία της αρμενικής παροικίας της Κεφαλονιάς ήταν βραχύβια, διήνυσε μια διαδρομή εικοσιπέντε μόλις χρόνων από το 1923, έτος που άρχισαν να συρρέουν οι πρόσφυγες από την Τουρκία, μέχρι το 1948 που αποχώρησαν οι τελευταίοι Αρμένιοι για άλλους τόπους. ΄Ηταν μια παροικία που δεν πρόλαβε ν' αφομοιωθεί κοινωνικά και δεν θέλησε να ενταχθεί εθνικά καθώς οι μεταπολεμικές ανακατατάξεις την ώθησαν έξω από τα ελληνικά σύνορα σε αναζήτηση μιας καινούργιας πατρίδας και ίσως μιας καλύτερης ζωής.
Σύμφωνα με στοιχεία που αντλήσαμε από το έργο του Άγγελου-Διονύση Δεμπόνου «Ξένες παροικίες στην Κεφαλονιά» (έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας και Ιθάκης, Αργοστόλι, 1996), οι πρώτοι πρόσφυγες που αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του Αργοστολίου ήταν Αρμένιοι από την Καλλίπολη και έφθασαν στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1922, λίγο πριν την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου.
Το Νοέμβριο του ίδιου έτους με το ατμόπλοιο «Έβρος» καταφθάνουν στο νησί δυο χιλιάδες πρόσφυγες, από τους οποίους οι χίλιοι πεντακόσιοι είναι Αρμένιοι. Μέσα τους υπάρχει η διάχυτη αντίληψη ότι η μετακίνηση αυτή είναι προσωρινή καθώς εκείνες τις ημέρες συνέρ-χεται η διάσκεψη της Λωζάννης στην οποία θα συζητηθούν όλα τα εκκρεμή προβλήματα της ευρύτερης περιοχής (ανταλλαγή περιουσιών, πληθυσμών, ανθρωπιστική βοήθεια, δημιουργία αυτόνομης αρμενικής οντότητας κλπ.).
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «η άφιξη του πλοίου με τους πρόσφυγες ήταν σημαδιακή διότι άνοιγε μια νέα εποχή για την Κεφαλονιά που την μετέβαλλε , τελείως ανέτοιμη, σε χώρο υποδοχής τεράστιων ανθρώπινων μαζών που είχαν ανάγκη από περίθαλψη και διότι δημιουργούσε μια απότομη εισβολή σε μια κοινωνία κλειστή, επιφυλακτική, συντηρητική και καχύποπτη. Το πρόβλημα επέτεινε η παρουσία των Αρμενίων με την ακατανόητη και ιδιάζουσα γλώσσα, το διαφορετικό δόγμα, το άγνωστο τελετουργικό, αλλά κυρίως με τα αποκλειστικά ήθη και παραδόσεις που ήταν τελείως αρνητικά στοιχεία στην όποια καλοπροαίρετη προσπάθεια ενοφθαλμισμού!»
Ακολούθησαν πολλές αφίξεις με νέους πρόσφυγες οι οποίοι χάρις στο προγραμματισμένο σχέδιο της τοπικής νομαρχίας προωθήθηκαν στα χωριά και στεγάστηκαν αμέσως.. Στα τέλη του 1923 με αρχές του 1924 εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι κλιμάκιο του αμερικανικού ορφανοτροφείου για τη συγκέντρωση και την περίθαλψη των προσφυγόπουλων (ως πρώτη προϊσταμένη αυτού του ιδρύματος αναφέρεται η Περκρουή Βογιατζιάν). Η εγκατάσταση των προσφύγων σε κεντρικά σημεία του Αργοστολίου μπορεί να δημιούργησε υγειονολογικά προβλήματα, καθώς η ευλογιά και ο εξανθηματικός τύφος άρχισαν να εξαπλώνονται, απέτρεψε όμως την κοινωνική αποστασιοποίηση και βοήθησε στη γρήγορη ενσωμάτωσή τους. Οι αρμένιοι πρόσφυγες που κατάφεραν να διασώσουν κάποιες οικονομίες θεωρήθηκαν προνομιούχοι σε σύγκριση με την τρομερή ανέχεια των υπολοίπων. Ήταν πιο οργανωμένοι και συνδεδεμένοι μεταξύ τους και μπόρεσαν να ξεπεράσουν σχετικά γρήγορα το επισιτιστικό πρόβλημα καθώς το στεγαστικό ήταν για όλους τους πρόσφυγες αξεπέραστο πρόβλημα και ν' ασχοληθούν με κοινωνικότερα ζητήματα μέσα στον κλειστό εθνικό τους κύκλο. Αυτός ο στενός δεσμός που τον διατηρούσε η γλώσσα και τον συντηρούσε η παράδοση ήταν ο λόγος που σ' όλη τη διαδρομή της , η αρμενική παροικία της Κεφαλονιάς έμεινε περιχαρακωμένη, σαν ένα είδος γκέτο, μέσα σε όρια που η ίδια είχε διαγράψει στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του νησιού.
Πρώτη ενέργεια των αρμενίων προσφύγων ήταν να δημιουργήσουν κοινότητα γύρω από τον κλήρο τους, τον αιδεσιμότατο αρχιμανδρίτη Διονύσιο Τερζιάν και τον ιερέα Βαρτάν Μπεντροσιάν. Για τις θρησκευτικές τους ανάγκες χρησιμοποίησαν αρχικά τον ιερό ναό της Αγ. Παρασκευής και αργότερα σύστησαν δική τους εκκλησία υπό τον αιδεσιμότατο Στεπάν Παπαζιάν απέναντι από το τελωνείο όπου τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα εξασφαλίζοντας συγχρόνως και την εθνική τους συνοχή.
Από τον τεράστιο αριθμό αρμενίων προσφύγων που διακινήθηκαν τις πρώτες μέρες της συμφοράς τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κεφαλονιά πενήντα περίπου οικογένειες, κυρίως μέσα στο Αργοστόλι και ελάχιστες στην περιοχή της Λιβαθώς. Οι Αρμένιοι στην πλειοψηφία τους ήταν τεχνίτες σιδηρουργοί, εφαρμοστές, τορναδόροι, ταπετσιέρηδες, ράφτες, οικοδόμοι, παπλωματάδες, ωρολογοποιοί, χρυσοχόοι. Με την εργατικότητά τους έγιναν οικονομικά ανεξάρτητοι χωρίς όμως καμιά συμμετοχή στην κοινωνική ή πολιτική ζωή του τόπου. Η αδυναμία γλωσσικής προσαρμογής τους απομόνωνε και τους φαιδροποιούσε. Οι ίδιοι αισθάνονταν την απόσταση και δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να την περιορίσουν. Η «ακαθόριστη» υπηκοότητά τους όπως την προσδιόριζε το τμήμα αλλοδαπών, τους κατέτασσε σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το όνειρο της χαμένης πατρίδας, της Μεγάλης Αρμενίας που έφεραν μέσα στις αποσκευές της εξορίας τους, τους συγκρατούσε και τους καθιστούσε ανήμπορους να προσαρμοστούν στην καινούργια κατάσταση και να ενσωματωθούν στον κοινωνικό κορμό του νησιού. Ελάχιστοι , κυρίως έμποροι, επεδίωξαν και πέτυχαν την πολιτογράφηση τους. Άλλωστε και το ελληνικό κράτος ήταν πολύ φειδωλό εκείνη την εποχή σε μια τέτοια παραχώρηση. Η έκρηξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, βρήκε τους Αρμενίους στην πιο κρίσιμη καμπή της διαδρομής τους. Η ανεργία, η έλλειψη τροφίμων, ο πληθωρισμός, η ασιτία επιτάχυναν διεργασίες που υπό κανονικές συνθήκες θα απαιτούνταν χρόνια γα να ολοκληρωθούν. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις που στην ουσία ήταν ταξικές, είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη διάσπαση της αρμενικής παροικίας η οποία δεν λειτουργούσε πλέον ως οργανωμένη ομάδα με κοινές προσδοκίες και όμοιες μνήμες.
Οι πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωση ήταν για όλους δύσκολες στα θέματα προσαρμογής, ανασύνταξης δυνάμεων και κοινωνικής εξισορρόπησης, αλλά ακόμη δυσκολότερες για τα μέλη της αρμενικής παροικίας που δεν είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος από τους Αρμενίους των χαμηλών εισοδημάτων είχαν αναμιχθεί στην εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση, μίασμα για τις επίσημες αρχές λόγω των πολιτικών αριστερών της αποκλίσεων που ενοχλούσαν το μεταπολεμικό κράτος, οι άνθρωποι της Ασφάλειας τους αντιμετώπιζαν με αντιπάθεια, αποστροφή και προκατάληψη! Την ίδια περίοδο ο λαός, φανατισμένος από τα κηρύγματα της εποχής, είχε την τάση να τους γελοιοποιεί με ανέκδοτα και σατιρικά λόγια. Ο ιδεολογικός στιγματισμός για όσους Αρμενίους είχαν δραστηριοποιηθεί μέσα στις γραμμές του Ε.Α.Μ. απέβη φορτίο αβάσταχτο καθώς αναγκάζονταν να επωμισθούν την κατακραυγή και τη μομφή διότι ενώ ήταν φιλοξενούμενοι προσπάθησαν υποτίθεται να ξεπουλήσουν τα ιερά και όσια του ελληνισμού, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται ανεπιθύμητοι και εξοβελιστέοι. Ακόμη δυσκολότερη από την κοινωνική και την πολιτική αναγνώριση ήταν η επαγγελματική αποκατάσταση! Τα περισσότερα εργαστήρια ήταν λεηλατημένα ή με φθαρμένο τον εξοπλισμό τους. Όλα χωρίς πρώτες ύλες και αποθέματα. Τα εμπορικά καταστήματα άδεια και πολλά κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς, ενδεικτικό πως η προσπάθεια έπρεπε ν' αρχίσει από το μηδέν.
Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα οι Αρμένιοι επηρεασμένοι από τα αριστερά κηρύγματα και με κάποια καλλιέργεια από το ελληνικό μεταπολεμικό κράτος που βρήκε την ευκαιρία «να τους ξεφορτωθεί» διότι η ιδεολογική τους τοποθέτηση το ενοχλούσε και το δυσκόλευε, έκριναν ως λύση σωτηρίας την εγκατάστασή τους στη σοβιετική Αρμενία. Άλλοι πάλι προτίμησαν ως καινούργια πατρίδα τους την Αργεντινή, μια χώρα με μεγάλες προοπτικές εκείνη την εποχή η οποία μπορούσε να προσφέρει εκτός από εργασία και εξασφάλιση του επιούσιου και εθνική συγκέντρωση πολύ ισχυρή, στοιχείο απαραίτητο για τους εθνικιστές. Έτσι άδειασε η Κεφαλονιά από το αρμενικό στοιχείο της. Μια ζωντανή και ενεργητική παροικία που την φιλοξένησε δυόμισι δεκαετίες χωρίς να μπορέσει να τη διασπάσει, ούτε να την αφομοιώσει. Η εξαφάνιση αυτή δεν προήλθε ούτε από πολεμικά ούτε από βιολογικά αίτια, αλλά από εθελούσιες μετακινήσεις, στα όρια της φυγής, ομαδικές και προγραμματισμένες και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα από την ευάριθμη αυτή παροικία σώζονται δυο-τρία επώνυμα ορθοδόξων Ελλήνων υπηκόων με τη χαρακτηριστική αρμενική κατάληξη και μερικοί τάφοι στα νεκροταφεία του Δραπάνου.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Το Αρμενικό Κονιάκ

Στην πρωτεύουσα της Αρμενίας Ερεβάν στους πρόποδες του βιβλικού βουνού Αραράτ κάθε άνοιξη ανθοβολούν οι αμπελώνες που είναι γνωστοί ως κήποι του Νώε. Σύμφωνα με το μύθο, μετά τη νεροποντή, ο Νώε κατέβηκε στους πρόποδες του βουνού όπου είχε προσαράξει η κιβωτός και εγκαταστάθηκε στις εύφορες πεδιάδες, όπου ασχολήθηκε με την αμπελοκαλλιέργεια. Είναι γνωστό πως όπου βρίσκονται σταφύλια, εκεί υπάρχει κρασί και κονιάκ. Το αρμενικό κονιάκ απολαμβάνει παγκόσμια φήμη. Ίσως, αυτός ήταν και ο λόγος που η πατρίδα του κονιάκ, η Γαλλία, ήταν η πρώτη που έσπευσε ν’ αγοράσει το εργοστάσιο παραγωγής του αρμενικού κονιάκ.
Η Αρμενία είναι η χώρα με την αρχαιότερη παράδοση στην καλλιέργεια των σταφυλιών και στην παραγωγή κρασιού. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές πιστοποιούν την ύπαρξη αμπελώνων, με συστήματα άρδευσης, πριν από 3000 έτη τουλάχιστον, δηλαδή από τους χρόνους του κράτους των Ουραρτού. Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς και ιδιαίτερα ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφών, έχουν αναφορές σχετικά με κρασιά που προέρχονταν από την περιοχή του όρους Αραράτ. Επιλεγμένες γλυκιές ποικιλίες των τοπικών σταφυλιών, τα κρυστάλλινα νερά από τις ορεινές πηγές, ο καυτός ήλιος και το εύφορο χώμα της πεδιάδας είναι τα συστατικά της επιτυχημένης παραγωγής του αρμενικού κονιάκ. Η αρμονική γεύση του έχει σύνθετα αρώματα και μοναδική βελούδινη γεύση. Είναι ικανό να προσφέρει αξέχαστα συναισθήματα και πληρότητα ζωής.
Η παραγωγή κονιάκ στην Αρμενία άρχισε το 1887 όταν ο επιχειρηματίας Νερσές Ταϊριάντς επιστρέφοντας από τη Γαλλία έφερε μαζί του τις τεχνικές παραγωγής που εφαρμόζονταν.
Το πρώτο εργοστάσιο κρασιού-αλκοόλ, που απασχολούσε 40 υπαλλήλους, κτίστηκε από τον ίδιο τον Ταϊριάντς το 1877 στην ευρύτερη περιοχή του παλιού φρουρίου του Ερεβάν. Μια δεκαετία αργότερα, πωλήθηκε στη ρωσική οικογενειακή επιχείρηση Σούστοβ και υιοί. Το αρμενικό κονιάκ (αποκαλείται μπράντι στη Δύση λόγω των γαλλικών νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων) είχε ήδη αρχίσει να εγκαθιστά την υστεροφημία του, απολαμβάνοντας την αναγνώριση στους προσδίδοντας γόητρο διαγωνισμούς του Μπορντό. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του είχε γαλλικές ρίζες.
Η απόσταξη του αλκοόλ και η προετοιμασία για την παραγωγή του κονιάκ πραγματοποιόταν σύμφωνα με τις γαλλικές παραδόσεις, ενώ ο σημαντικότερος παραγωγός ο Μικιρδίτς Μουζινιάν, ήταν πτυχιούχος του γεωργικού τμήματος του διάσημου πανεπιστημίου Montpelier.
Ο Μουζινιάν δημιούργησε τον πρώτο «επταετή τρύγο» στις αρχές του 20ού αιώνα (1902). Το 1921 η επιχείρηση κρατικοποιήθηκε μαζί με όλες τις άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όταν η Αρμενία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Το εργοστάσιο κονιάκ μετονομάστηκε σε Αραράτ, και ο έλεγχος ανατέθηκε στο υπουργείο Γεωργίας. Στη δεκαετία του ’50, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε μια νέα οινοπνευματοποιία, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Το 1999, ανανεώθηκε η γαλλική σύμπραξη όταν η γιγαντιαία επιχείρηση Ρernod Ricard αγόρασε την Αραράτ για 30 εκατομμύρια δολάρια, με μία ιδιωτικοποίηση που προκάλεσε δημόσια διαμάχη.
Αυτήν την περίοδο, η Yerevan Brandy Company παράγει 13 διαφορετικές ποικιλίες κονιάκ, διαφόρων ηλικιών. Η επιχείρηση απασχολεί περισσότερα από 500 άτομα και διατηρεί κλάδους στο Αρμαβίρ και το Αϊκεβάν, όπου τελείται και η αρχική επεξεργασία. Κάθε χρόνο αγοράζονται 12 έως 14 χιλιάδες τόνοι σταφύλια.
Κατά τη διάρκεια 110 ετών τελειοποιήθηκαν οι μέθοδοι παραγωγής, ώστε να συνδυάζουν τις πραγματικά εθνικές, παραδοσιακές συνταγές με τη σύγχρονη τεχνολογία. Στο δυνατό αυτό ποτό συνδυάζονται αρμονικά η πλούσια γεύση, το άρωμα της σοκολάτας και της βανίλιας. Οι εγκαταστάσεις του αρμενικού κονιάκ παράγουν όλα τα είδη των συνηθισμένων μπράντι από 3 έως 5 ετών, έως τα ώριμα είδη 10, 15, 18, 20 και 25 ετών, καθώς και εκλεκτό κονιάκ περίπου 70 ετών.
Μετά την ένταξη στην επιχείρηση Pernod Ricard η χρήση νέων τεχνικών δραστηριοποιήθηκε έντονα. Τα προγράμματα αυτά είχαν στόχο την τελειοποίηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του κονιάκ.
Τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται είναι τοπικά. Ο Σεπτέμβρης και ο Οκτώβρης κάθε έτους είναι μια εορταστική περίοδος, όταν γίνεται η συγκομιδή και η προετοιμασία για τη διαδικασία που θα οδηγήσει τελικά στην εμφιάλωση και τη διανομή ανά τον κόσμο.
Η διαδικασία παραγωγής του κονιάκ είναι σύνθετη. Μόλις μαζευτούν τα σταφύλια αρχίζει η προσεκτική διαδικασία εξαγωγής του χυμού τους, ώστε ν’αποφευχθεί η ανάμειξη με σπόρους και μίσχους. Συγκεντρωμένος στις δεξαμενές ο χυμός φιλτράρεται, χωρίς καμιά χρήση χημικών ουσιών. Κατόπιν διενεργείται ήπια ζύμωση μέχρι τη διαδικασία απόσταξης.
Η διαφάνεια, το χρώμα (το παλαιότερο είναι και πιο σκούρο), η γεύση και η μυρωδιά είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ποιότητα του καλού αρμενικού κονιάκ. Αρχικά, το μπράντι είναι λευκό και έχει 62-67 βαθμούς οινοπνεύματος. Μετά την απόσταξη το μπράντι μεταφέρεται σε δρύινα βαρέλια στο εργοστάσιο, για τη διαδικασία παλαίωσης. Το παλαιότερο κονιάκ στο εργοστάσιο χρονολογείται από το 1902.
Οι Αρμένιοι χρησιμοποιούν άριστης ποιότητας δρύινα βαρέλια. Η βελανιδιά, της οποίας η πορώδης φύση επιτρέπει στο κονιάκ ν’ αναπτύξει το όμορφο χρυσό του χρώμα και το άρωμά του, επιλέγεται ειδικά και αποθηκεύεται στο ύπαιθρο, για τουλάχιστον τρία έτη. Η βελανιδιά για την κατασκευή των βαρελιών παλαιότερα προερχόταν από τη Γαλλία ή τη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών όμως άρχισαν να χρησιμοποιούνται αρμενικά δρύινα βαρέλια. Κάθε βαρέλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για 50 χρόνια και φέρει κωδικό ασφαλείας με τις πληροφορίες για το έτος παραγωγής και την ηλικία του κονιάκ που περιέχει.
Τα βαρέλια με το πολύτιμο υγρό αποθηκεύονται στα ογκώδη κελάρια, όπου φυλάσσονται μέχρι και 40 χρόνια, σε ελεγχόμενα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η τελειότητα της παραγωγής. Οι εμπειρογνώμονες στα εργοστάσια ισχυρίζονται ότι το αρμενικό κονιάκ εκτιμάται ιδιαίτερα και ελέγχουν τακτικά τις παραγωγές ώστε να εξασφαλίζεται η άριστη ποιότητα. Το μίγμα του εδάφους, η γεύση του νερού και το ευνοϊκό κλίμα της χώρας συμβάλλουν στη διαμόρφωση της εξαιρετικής ποιότητας του κονιάκ. Θα έπρεπε να επισημάνουμε ότι η Ρernod Ricard φέρνει τα μπουκάλια για την εμφιάλωση του αρμενικού κονιάκ από την Ιταλία, με ετικέτες από τη Γαλλία και φελλούς από την Πορτογαλία. Αλλά το μοντέλο αποφασίζεται στην Αρμενία και κάθε ετικέτα αναγράφει μια σύντομη ιστορία της παραγωγής του κονιάκ.
Σήμερα 90 τις εκατό του προϊόντος εξάγεται σε 21 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και φυσικά της Ρωσίας.
Μετά το 1999 οι εξαγωγές του αρμενικού κονιάκ τριπλασιάστηκαν, φτάνοντας ετησίως τα έξι εκατομμύρια μπουκάλια. Τα τρία τέταρτα της παραγωγής πηγαίνουν στη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Ακόμη και στις Η.Π.Α. εντούτοις, οι πωλήσεις έχουν ανέλθει από μηδενική βάση σε 60.000 μπουκάλια.
Από όλα τα οινοπνευματώδη ποτά της Αρμενίας, το κονιάκ είναι το πιο γνωστό προϊόν. Η Αρμενία επιδεικνύει το αρμενικό κονιάκ με υπερηφάνεια, λόγω της ανώτερης ποιότητάς του και της θετικής υποδοχής που απολαμβάνει όπου παρουσιάζεται. Δεν είναι τυχαίο πως ήταν το μόνο είδος που απολάμβανε ο Ουίλιαμ Τσώρτσιλ. Λέγεται ότι ο Στάλιν συχνά παραπονιόταν τονίζοντας πως ο Τσώρτσιλ ενδιαφερόταν περισσότερο για το επόμενο φορτίο παραλαβής αρμενικού κονιάκ παρά για την έκβαση του πολέμου. Ο βρετανός πολιτικός παραλάμβανε ετησίως 300 φορτία αρμενικού κονιάκ.
Το αρμενικό κονιάκ κέρδισε το πρώτο του χρυσό μετάλλιο σε Grand-Prix στη Γαλλία το 1904. Κατά τη διάρκεια των ετών ακολούθησαν 51 χρυσά, 21 ασημένια και 3 χάλκινα μετάλλια. Μέχρι στιγμής σε διεθνείς εκθέσεις και διαγωνισμούς δοκιμών στα αρμενικά κονιάκ έχουν απονεμηθεί 5 “Grand Prix” και 165 διπλώματα.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι