Menu

Η Τουρκία αναγνωρίζει σιωπηρά τη Γενοκτονία των Αρμενίων;

Χάρτης του 1896, που δείχνει την πυκνότητα των αρμενικών πληθυσμών στους νομούς της Ανατολικής Ανατολίας. Ο χάρτης αυτός είναι ένα  από τα στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν για τις εδαφικές διεκδικήσεις των Αρμενίων, στην τέταρτη φάση του αγώνας τους!!!Του Σάββα Καλεντερίδη

Η 24η Απριλίου είναι η θλιβερή επέτειος της Γενοκτονίας του 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων από το οθωμανικό κράτος.

Φέτος την 98η επέτειο τίμησαν με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και μνήμης αρκετές χιλιάδες πολίτες της Τουρκίας, σε μια σειρά από πόλεις της γείτονος χώρας, όπως το Ντιγιαρμπακίρ, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Μαλάτεια, γεγονός που είναι ενδεικτικό της τεράστιας αλλαγής που επιχειρείται να γίνει στη γειτονική χώρα, με αφορμή τις διαδικασίες πολιτικής επίλυσης του Κουρδικού, που έχουν ως ορατή αφετηρία την κατάπαυση του πυρός και την αποχώρηση των ανταρτών του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος (ΡΚΚ) από τα βουνά του Κουρδιστάν, που -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- ανήκουν στην τουρκική επικράτεια.

 
Για όσους αναρωτιούνται γιατί οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας αποτελούν πρόκριμα για σοβαρές αλλαγές στην Τουρκία, πρέπει να εξηγήσουμε τι σημαίνει για την Τουρκία η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τη διεθνή κοινότητα και στο τέλος από την ίδια την Τουρκία.
Με βάση εκτιμήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών του τουρκικού κράτους, αλλά και κέντρων στρατηγικής ανάλυσης που δραστηριοποιούνται στη γείτονα χώρα, οι κύκλοι των Αρμενίων που ασχολούνται με το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας έχουν υιοθετήσει και ακολουθούν τη στρατηγική των Τεσσάρων «Τ», η οποία είναι η εξής:
-Tanıtım/Ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης μέσω ένοπλης και πολιτικής προπαγάνδας
-Tanınma/Αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα και στη συνέχεια αναγνώριση από την ίδια την Τουρκία
-Tazminat/Αποζημιώσεις: Μετά την αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη διεθνή κοινότητα και από την Τουρκία, η Αρμενία θα θέσει το ζήτημα της καταβολής αποζημιώσεων από πλευράς της Τουρκίας στους απογόνους των θυμάτων της Γενοκτονίας.
-Toprak/Εδαφικές διεκδικήσεις: Στην τελευταία φάση θα τεθεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας το ζήτημα εδαφικών παραχωρήσεων από πλευράς της Τουρκίας στους Αρμενίους.
Με βάση πάντα τους Τούρκους αναλυτές, οι Αρμένιοι άρχισαν την πρώτη φάση, δηλαδή «την ένοπλη και την πολιτική προπαγάνδα», αμέσως μετά τη Γενοκτονία, εκτελώντας τους βασικούς υπαίτιους αυτής της βάρβαρης πράξης τα χρόνια γύρω από το 1920, ενώ στα επόμενα χρόνια άρχισαν να συλλέγουν στοιχεία και ντοκουμέντα, τα οποία αποτελούν το κύριο αποδεικτικό υλικό του εγκλήματος. Ανάμεσα στους τρόπους που ακολούθησαν για να κάνουν γνωστό το έγκλημα και το αίτημα της αναγνώρισης, ήταν η δράση του Μυστικού Στρατού για την Απελευθέρωση της Αρμενίας (ΑΣΑΛΑ), ο οποίος από το 1969 μέχρι το 1985 πραγματοποίησε 84 επιθέσεις, στις οποίες έχασαν τη ζωή τους 46 άτομα, στην πλειονότητά τους Τούρκοι διπλωμάτες, ενώ τραυματίστηκαν 299 άτομα.
Μετά το 1985 οι προσπάθειες των Αρμενίων έχουν εισέλθει στη δεύτερη φάση, το δεύτερο «Τ» (Tanınma), που είναι ο αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας, που έχει καρποφορήσει σε μεγάλο βαθμό, αφού μέχρι σήμερα την έχουν αναγνωρίσει επισήμως περισσότερες από είκοσι χώρες, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, επίκειται η αναγνώριση της Γενοκτονίας από αρκετές χώρες το 2015, οπότε κορυφώνονται οι προσπάθειες των Αρμενίων για ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, αφού συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την πρώτη συστηματική γενοκτονία του 20ου αιώνα.
Αν διαβάσουμε τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της Γενοκτονίας με την οπτική γωνία των Τούρκων αναλυτών, που απηχούν τους μύχιους φόβους του τουρκικού κράτους, μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε κοντά στην ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης, αφού η αναγνώριση της Γενοκτονίας από επί πλέον μερικές δεκάδες χώρες, θα δημιουργήσει ασφυκτικό κλίμα για την αναγνώριση και από την ίδια την Τουρκία, για να ακολουθήσει η τρίτη και η τέταρτη, όπου εκτός από ηθικά ζητήματα, θα τεθούν και τεράστιας σημασίας οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αφού οι περιουσίες των γενοκτονηθέντων και βιαίως εκτοπισθέντων Αρμενίων, μεγάλο μέρος των οποίων «διαχειρίζεται» μέχρι σήμερα η αμαρτωλή τράπεζα Ζιραάτ, με απλούς υπολογισμούς ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ είναι αυτονόητης γεωπολιτικής αξίας το ζήτημα των εδαφικών διεκδικήσεων.
Αν, λοιπόν, ληφθεί υπ’ όψιν ότι είναι ακόμα σε ισχύ το περίφημο Άρθρο 301, του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «όποιος προσβάλλει το Τουρκικό Έθνος, το Κράτος της Τουρκικής Δημοκρατίας και τα όργανα και τις αρχές του Τουρκικού Κράτους», τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, άρθρο που τέθηκε σε ισχύ για να φιμώσει κάθε φωνή που μιλούσε για την ανάγκη αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον δράστη, που είναι το τουρκικό κράτος, τότε εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε την τεράστια αλλαγή που προοιωνίζεται η σιωπηρή αναγνώριση της Γενοκτονίας, αφού οι τουρκικές αρχές δεν επενέβησαν στις προαναφερθείσες εκδηλώσεις.
Τις άλλες πτυχές του θέματος, που αφορούν ευθέως και την Ελλάδα, από Κυριακής!
"δημοκρατία"
Σημείωση: Διαβάζοντας το άρθρο συνεργάτης του συντάκτη και αναφερόμενος στη στρατηγική των Ελλήνων για το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Θράκης, του Πόντου και της Ανατολής, είπε ότι ενώ οι Αρμένιοι έχουν τη στρατηγική των Τεσσάρων "Τ", εμείς έχουμε την στρατηγική του Ενός "Τ", δηλαδή του τίποτα!!!
 
 
 
 
Διαβάστε περισσότερα...

Από την αρμενική αιτία στο γαλλικό δικαίωμα

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά

 

Κανένας Αρμένιος, υπέρμαχος των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν έχει να λάβει μάθημα από οποιονδήποτε, ενώ αγωνίζεται για την αιτία. Αυτό γιατί εδώ και δεκαετίες πολλοί από τους υπεύθυνους του λένε να κρυφτεί και τον αποτρέπουν από το να ενεργεί με το πρόσχημα της προστασίας των διεθνών σχέσεων που βασίζονται σε μια υποκριτική διπλωματία που δεν διστάζει να παραβιάζει τα πλέον στοιχειώδη δικαιώματα των ανθρώπων.
Ζούμε στη χώρα της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Εάν δεν το σκεφτόμαστε τότε πρέπει να τα μαζέψουμε και να φύγουμε. Εάν το σκεφτόμαστε τότε οφείλουμε να ενεργήσουμε όπως πρέπει έτσι ώστε αυτές οι έννοιες να παραμείνουν τα θεμέλια της πολιτικής συνείδησής μας.
Το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης των γενοκτονιών των αναγνωρισμένων από τη Γαλλία κινείται προς την κατεύθυνση αυτή. Εάν η χώρα μας έχει αναγνωρίσει μια γενοκτονία, τότε πρέπει να σεβαστούμε όλοι την απόφαση αυτή, η οποία πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το ατομικό, επειδή αυτό δεν είναι σε θέση να υλοποιήσει αυτήν την ενέργεια σε εθνική κλίμακα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι αρνητές όλων των άκρων εμπαίζουν τα θύματα, τους επιζώντες, τους δίκαιους αλλά επίσης την ίδια τη Γαλλία, επειδή ξέρουν καλά ότι έχει αναγνωρίσει τις γενοκτονίες που αναφέρονται.
Για όλους εκείνους που πιστεύουν ότι το πρόσφατο νομοσχέδιο που βρίσκεται υπό διαδικασία εξέτασης από το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας δεν είναι παρά ένα διακοινοτικό πρόβλημα, δεν μπορούμε να πούμε παρά ένα μόνο πράγμα: πλανώνται οικτρά. Ο τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας που βασίζεται στην άρνηση του κράτους δεν χλευάζει μόνο την ιστορία του αρμενικού λαού αλλά επίσης το γαλλικό δικαίωμα. Το τουρκικό καθεστώς φοβάται το φαινόμενο ντόμινο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ξέρει καλά ότι η Ελβετία τιμωρεί την άρνηση της γενοκτονίας, αλλά αυτή δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ξέρει επίσης ότι η Σλοβακία τιμωρεί την άρνηση, αλλά δεν τη φοβάται, διότι είναι μέρος των νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που φοβάται περισσότερο από όλα, είναι ακριβώς μια χώρα όπως η Γαλλία, η οποία λόγω του κινητήριου ρόλου της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για άλλες χώρες. Αυτό εξηγεί την οργή και τις απειλές της Τουρκίας εναντίον της Γαλλίας.
Εκείνοι που επιμένουν να πιστεύουν ότι θέλει μόνο ό,τι και οι Αρμένιοι, είναι παγιδευμένοι σε ένα στρατηγικό σφάλμα. Έχουν την εντύπωση ότι όλα όσα διαδραματίζονται στην Βουλή, τη Γερουσία και τώρα το Συνταγματικό Συμβούλιο, δεν είναι παρά ένα απλό παιχνίδι τακτικής στο πλαίσιο των εκλογών. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν κοιτάζει τις εκλογές, ειδικά αν περάσει ο νόμος. Πράγματι, για την Τουρκία, αρκεί μια μάχη ανάμεσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς και σε μία μαλακή δημοκρατία. Ανεξάρτητα από τον πρόεδρο, η Τουρκία δεν βλέπει στη Γαλλία παρά μία δημοκρατική απαλότητα και βλέπει με ευχαρίστηση τα τεχνάσματα ορισμένων νομικών ειδικών. Αυτό που έχει σημασία για εκείνη είναι να μην περάσει ο νόμος , και αυτό είναι όλο. Και για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα, όλα τα μέσα είναι θεμιτά: πιέσεις, απειλές, επιρροές, δωροδοκίες. Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε θα καταλάβουμε το πραγματικό ζήτημα. Θέλει να επωφεληθεί από τις εσωτερικές τριβές του γαλλικού πολιτικού συστήματος, τις εσωτερικές διενέξεις, τους κομματικούς πολέμους για να επιβάλει το όραμά της ιστορίας. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι, αγωνιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίοι θα συνεχίσουν το καθήκον τους ενάντια στη διάπραξη των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Και η Γαλλία έχει το λόγο της!

 

 

Διαβάστε περισσότερα...

Μία Γενοκτονία που ακόμα συνεχίζεται!

Ապրիլեան 98ամեակի ոգեկոչական քաղաքական ձեռնարկներու շարքին, Կիրակի 21 Ապրիլին, կլոր սեղանի զրոյց մը տեղի ունեցաւ Քսանթիի մէջ, ուր մասնակցութիւն բերին Ատրիկ Ստեփանեան, հելլէն խորհրդարանի նախկին Բ. նախագահ Փանաեոթիս Զղուրիտիս, գրագէտ փրոֆ. Միխալիս Խարալամպիտիս եւ Յունահայոց Ազգային Վարչութեան ատենապետ Արա Մանկոյեան, որու խօսքի բնագիրը կը հրատարակենք ստորեւ.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, σε δυο μόλις χρόνια συμπληρώνεται ένας αιώνας από τότε που τέθηκε σε εφαρμογή το τελικό σχέδιο εξόντωσης του αρμενικού έθνους από τη νεοτουρκική ηγεσία της οθωμανικής Τουρκίας. Ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι θανατώθηκαν, ενώ κάποιες χιλιάδες κατόρθωσαν να διασωθούν καταφεύγοντας σε γειτονικές χώρες, δίχως προοπτική, δίχως ελπίδα και δίχως όνειρα. Και το κυριότερο, αγνοώντας τη μοίρα των αγαπημένων τους που είχαν μείνει πίσω.

Οι Αρμένιοι, σαν ημέρα μνήμης της γενοκτονίας έχουν επιλέξει συμβολικά  την  24.η Απριλίου, γιατί την αποφράδα εκείνη ημέρα του  1915 είχαν συλληφθεί και οδηγηθεί στους τόπους μαρτυρίου κοντά στους 300 επιφανείς Αρμένιοι, κληρικοί, πολιτικοί ηγέτες, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, επιστήμονες και πολλά άλλα ηγετικά πρόσωπα.

Έτσι, ένας ολόκληρος λαός έμενε ακέφαλος, καθιστώντας την εξόντωσή του πανεύκολη. Μια εξόντωση που θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει οι 1.500.000 μάρτυρες, αν δεχόντουσαν να απαρνηθούν τη Χριστιανική τους πίστη και να τουρκέψουν.

Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί για την πιο σκοτεινή εκείνη σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, τη μαζική εξόντωση του αρμενικού λαού• γεγονός μάλιστα που ενέπνευσε τον Πολωνοεβραίο Ραφαέλ Λέμκιν να επινοήσει το 1943 τον όρο «ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ» και φρόντισε ώστε τα Ηνωμένα Έθνη να το αναγνωρίσουν ως απαράγραπτο έγκλημα, κάτι που έγινε το 1951.

Προτού καν γίνει το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, ο Λέμκιν, νεαρός ακόμη δικηγόρος, αναρωτιόταν “γιατί άραγε είναι έγκλημα όταν ένας άνθρωπος σκοτώνει έναν άλλον, ωστόσο δεν είναι έγκλημα όταν μια κυβέρνηση σκοτώνει ένα εκατομμύριο ανθρώπους;”  Εύλογο το ερώτημα!

Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά έχουν συζητηθεί εκτενώς τα τελευταία χρόνια και μάλλον δεν θα μπορούσα να προσθέσω κάτι στα όσα από χιλιάδες στόματα έχουν ήδη λεχθεί.

Θα σταθώ σε δυο άλλες πτυχές του ζητήματος:

1. Την επίδραση που είχε η γενοκτονία στη ζωή  (αν θέλετε πείτε το «ψυχολογία») των επόμενων γενεών των Αρμενίων, και

2. Την συνέχιση του εγκλήματος μέχρι σήμερα εκ μέρους της Τουρκίας, σε αγαστή συνεργασία με το ομοεθνές Αζερμπαϊτζάν. 

Τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά, πως έφυγε από κοντά μας κάποιος γέροντας ή μια γερόντισσα, από τους τελευταίους επιζώντες της γενιάς που έζησε το δράμα της γενοκτονίας. Σπάνια ακούμε πλέον πως κάποιος από αυτούς ζει ακόμα. 

Είναι όμως μόνον οι γεννημένοι πριν από το 1915 που βίωσαν το δράμα της γενοκτονίας; Και τέλος πάντων πόσα μπορεί να θυμάται κάποιος που ήταν 1-2 ετών όταν διαπράττονταν το έγκλημα;

Αν δούμε το θέμα από αυτή τη σκοπιά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως κανένας απ’ όσους έζησαν και διατηρούν προσωπικές αναμνήσεις από τις φριχτές ημέρες του 1915 δεν ζει πια. Οι αναμνήσεις τόσο εκείνων που ήταν βρέφη τότε, όσο και των μετέπειτα γενεών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη διασπορά, βασίζονται στις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων που όλοι πλέον έχουν φύγει από κοντά μας.

Τότε, γιατί μετά από έναν σχεδόν αιώνα επιμένουμε να μιλάμε για γεγονότα που διαδραματίστηκαν τα ζοφερά εκείνα χρόνια; Μήπως γινόμαστε υπερβολικοί; Και τι φταίνε οι σημερινοί Τούρκοι για τα εγκλήματα των προγόνων τους; Μήπως τώρα που έχει σβήσει πια η γενιά που ένοιωσε στο κορμί της τη λαβωματιά, θα ‘πρεπε να ηρεμήσουμε; Άλλωστε, αρκετοί επιφανείς Τούρκοι ιστορικοί και διανοούμενοι, όπως ο Ορχάν Παμούκ, ο Τανέρ Ακτσάμ, η Φετιγιέ Τσετίν και ο Ραγκίπ Ζαράκολου αναγνωρίζουν πλέον απερίφραστα τη γενοκτονία. 

Πως μπορούν όμως να επουλωθούν τα τραύματα, όταν το επίσημο κράτος αρνείται να αποδεχτεί το έγκλημα που αυτό το ίδιο διέπραξε; Ούτε μια απλή συγγνώμη δεν ζήτησε το τουρκικό κράτος μετά από τόσα χρόνια. Αντίθετα έχτισε μνημεία και ονομάτισε δρόμους, τιμώντας εγκληματίες σαν τον Ταλαάτ πασά. Είναι σαν να έβαζαν το όνομα του Χίτλερ, του Γκαίριγκ ή του Γκαίμπελς σε δρόμους του Βερολίνου!    

Σκέφτηκε ποτέ κανείς, πόσο προσβλητική είναι αυτή η πράξη για τη μνήμη των θυμάτων και πόσο αρνητικά επηρέασε εμάς που ανήκουμε στις γενιές της διασποράς; Εμάς που γεννηθήκαμε σε ένα περιβάλλον ασφαλές, χωρίς την απειλή της χατζάρας, ελεύθεροι να μιλάμε, να γράφουμε και να διαβάζουμε   στη γλώσσα των πατέρων μας. Μπορούσαμε άραγε να μείνουμε ανεπηρέαστοι από το δράμα του λαού μας; Και δεν αναφέρομαι στα προγονικά μας χώματα που κατακτήθηκαν, ούτε στις περιουσίες που λεηλατήθηκαν, ούτε στις εκκλησιές που και γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε αχυρώνες. 

Αλήθεια, πόσο ευτυχισμένες ήταν οι γενιές των Αρμενίων που πρωτοαντίκρισαν το φως του ήλιου στη διασπορά;

Είναι αδύνατον να απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα, χωρίς να αναφερθείς στα βιώματα της γενιάς σου. Γιατί αυτά ήταν που διαμόρφωσαν τον εσωτερικό μας κόσμο και σφυρηλάτησαν την αγωνιστική μας διάθεση.

Ας μιλήσουμε λίγο για τις λέσχες μας. Τις λέσχες εκείνες που έχτισαν οι πρόσφυγες, σ’ όποιο  σημείο της γης κι’ αν βρέθηκαν, τα περίφημα «αγκούμπ» ή «σραχ», άλλοτε στο περίβολο της εκκλησίας τους, και άλλοτε λίγο παραπέρα. Λέσχες που έφεραν το όνομα κάποιου αγωνιστή, κάποιου ποιητή, ενός αρχαίου ήρωα ή κάποιο τοπωνύμιο της πατρίδας, όπως «Αραράτ» ή «Κιλικία».  Λέσχες που έχτισαν άνθρωποι που τους επιτράπηκε να ζήσουν σε λασπότοπους, σε ερήμους και σπανιότερα σε οργανωμένες πόλεις. Άπειρα τα παραδείγματα, από το Μπουρτζ Χαμούτ της Βυρηττού ως το Κεσσάπ της Συρίας. Από τη Θεσσαλονίκη και τον  Πειραιά, ως τη Λυών και τη Βοστώνη. Και από το Λονδίνο, ως το Φρέζνο της Καλιφόρνιας και το Μπουένος Άιρες!

Λέσχες, που όσο μικρές κι’ αν ήσαν θα ήταν πιο δίκαιο να τις ονομάζαμε πολιτιστικούς «πολυχώρους». Γιατί αυτό ακριβώς ήταν.  Εκεί διδάσκονταν τα παιδιά αρμένικα γράμματα.  Εκεί έπαιζαν μπάλα, σκάκι, πινγκ-πονγκ  και ότι άλλο ήθελαν. Το απόγευμα οι αυλές, όπου βέβαια υπήρχαν, μετατρέ- πονταν σε χώρους άθλησης, ενώ τα βράδια η εικόνα άλλαζε. Στις γωνιές της κεντρικής αίθουσας κάποιοι συνομιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, ενώ σε κάποιο δωμάτιο εν είδει  γραφείου, συνεδρίαζαν οι υπεύθυνοι της περιοχής. Μια μικρή Αρμενία σε λίγα τετραγωνικά μέτρα γης! Η επίβλεψη από τους μεγάλους ήταν διαρκής και η εντολή προς τους νέους να μιλάνε αρμένικα αυστηρή.

Ήταν εκεί, που όποτε γινόταν μια εκδήλωση, έβλεπες τους γεροντότερους με ένα ποτηράκι στο χέρι, με λίγους φτωχούς μεζέδες, να ανυπομονούν πότε θα ‘ρθει η στιγμή που κάποιος ή κάποια θ’ αρχίσει το τραγούδι. Ένα τραγούδι αρμένικο μακρόσυρτο, θλιβερό, που τόσο τα λόγια, όσο και η μελωδία αποτελούσαν ένα ξέσπασμα βαθιάς οδύνης, σαν οιμωγή. Λόγια πονεμένα, κραυγές απόγνωσης, ανάκατες με κατάρα και οργή:

«Πούθε έρχεσαι γερανέ, τη φωνή σου λαχταρώ,

γερανέ από τη πατρίδα μας μήπως φέρνεις κάποιο μαντάτο;»

Και όταν μετά από κάμποσα τέτοια τραγούδια, μνήμης, νοσταλγίας και πόνου, φορτιζόταν αφάνταστα η ατμόσφαιρα, έβγαινε ο κύριος ομιλητής, που μπορεί να ήταν ένας δάσκαλος ή ένα ηγετικό στέλεχος της παροικίας και έβγαζε ένα θερμό πατριωτικό λόγο, καταλήγοντας πάντοτε πως ο «ένοχος αργά ή γρήγορα θα πληρώσει για τα εγκλήματά του».  Και ήταν τότε, που το κλίμα άλλαζε με μιας και τα πονεμένα τραγούδια, έδιναν τη σκυτάλη στα επαναστατικά, τα αγωνιστικά! Τα μάτια έλαμπαν ξαφνικά, τα στήθη φούσκωναν με περηφάνια για κείνους τους λίγους, τους εκλεκτούς, που ξέροντας τί τους προσμένει, είχαν προτιμήσει να πάρουν τα βουνά της πατρίδας, για να χτυπήσουν από κει τον μακελάρη εχθρό. Τον στρατηγό Αντρανίκ, τον Νικόλ Τουμάν, τον Καρεκίν Νεζτέχ, τον Κερί, τον Τρο και τόσους άλλους. Μα και για τα νεαρά παλληκάρια σαν τον Τεχλιριάν, τον Σιρακιάν και τον Γιερκανιάν, που αναζητώντας παντού, στο Βερολίνο, τη Ρώμη, την Τιφλίδα και την Κωνσταντινούπολη, είχαν ξετρυπώσει και είχαν ξεπαστρέψει τους κρυμμένους πρωτεργάτες της γενοκτονίας, όπως ο Ταλαάτ πασάς, ο Ενβέρ, ο Τζεμάλ Αζμί και διάφοροι άλλοι.

«Στην υγειά του Τεχλιριάν, βροντοφώναζε κάποιος και αμέσως άρχιζε το τσούγκρισμα των ποτηριών». 

Το όνομα του Σογομών Τεχλιριάν που είχε σκοτώσει στις 16 Μαρτίου 1921 στο  Βερολίνο τον Ταλαάτ πασά  ήταν γνωστό, γιατί είχε συλληφθεί επί τόπου από την γερμανική αστυνομία, είχε δικαστεί και είχε αθωωθεί. Στην ερώτηση του προέδρου εάν δέχεται ότι σκότωσε τον Ταλαάτ, είχε απαντήσει ανενδοίαστα: «Ναι εγώ τον σκότωσα, αλλά δεν είμαι ανθρωποκτόνος»! 

Γνωστό ήταν επίσης το όνομα του Μισάκ Τορλακιάν από την Τραπεζούντα, που στις 18 Ιουλίου 1921 είχε εκτελέσει μπροστά από το ξενοδοχείο «Πέρα Παλλάς» της Κων/πολης,  τον πρωτεργάτη των σφαγών του Μπακού, τον πρώην υπουργό εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν Μπεϊμπούτ χαν Τζιβανσίρ, υπεύθυνο για τον φόνο περίπου 30,000 Αρμενίων. Ο Τορλακιάν είχε επίσης συλληφθεί στον τόπο της εκτέλεσης, γιατί ενώ είχε διαφύγει αρχικά, ανησυχώντας πως το κτήνος ίσως και να ζούσε ακόμη, είχε επιστρέψει δίνοντάς του μια χαριστική βολή. Ο Τορλακιάν είχε επίσης δικαστεί και αθωωθεί από βρετανικό στρατοδικείο στην Κων/πολη, παρά τις αντίθετες προσπάθειες των τούρκων κατηγόρων.   

Οι υπόλοιποι τιμωροί, παρέμειναν στην αφάνεια για αρκετές δεκαετίες, ώσπου να διαγραφεί το σε εισαγωγικά «αδίκημα» τους.

* * * 

Φεύγοντας τα παιδιά από τις λέσχες και επιστρέφοντας στο σπίτι τους, συναντούσαν ένα παρόμοιο κλίμα. Μητέρες που δακρυσμένες  σιγοψιθύριζαν κάποιο μελαγχολικό τραγούδι και πατεράδες σκυθρωπούς μα βαθύτατα συναισθηματικούς. Ανθρώπους που θαρρείς πως έχοντας χάσει ολόκληρη την πατρική τους οικογένεια, τις ίδιες τους τις ρίζες, είχαν πια σαν μοναδικό τους μέλημα, μη τυχόν και χάσουν κάποιο ακόμα μέλος της νέας τους οικογένειας. Μιας οικογένειας που συχνά είχε δημιουργηθεί από το ζευγάρωμα δύο ορφανών!

Αυτό το βάρος το κληρονομήσαμε όλοι οι Αρμένιοι της διασποράς. Η γενοκτονία στέρησε το χαμόγελο από τα χείλη μας. Ακόμη και οι στιγμές χαράς που ζούσε η γενιά μας, δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα μέσα στη σωρευμένη μελαγχολία. Μια μελαγχολία που γιγάντωσε στις ψυχές μας την αγωνιστική διάθεση και το πάθος για δικαιοσύνη. 

Πενήντα χρόνια, ως το 1965, είχε μείνει θλιμμένη και βουβή η αρμενική Διασπορά. Το ίδιο και η Σοβιετική Αρμενία. Το ίδιο και η ελέω Ιωσήφ Στάλιν αποσπασμένη από την μητέρα Αρμενία, αυτόνομη Περιφέρεια του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Στη Διασπορά τιμούσαμε την 24η Απριλίου μόνοι μας, χωρίς να καλούμε τους ντόπιους φίλους μας να συμμετάσχουν στη θλίψη μας. Μερικά τραγούδια «για κείνους που έπεσαν, θέλοντας να ζήσουμε λεύτεροι εμείς», μερικές απαγγελίες, κάποιες ψαλμωδίες και λόγια πολλά για τους νεκρούς και τη χαροκαμένη πατρίδα. Αυτό περιελάμβανε το πρόγραμμα των εκδηλώσεων.

Πέρα, στη Σοβιετική Αρμενία και το Καραμπάχ καμιά φωνή, αφού οποιαδήποτε σχετική εκδήλωση θα εθεωρείτο εθνικιστική, με τις ανάλογες συνέπειες για τους υποκινητές. Η συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ Διασποράς και Αρμενίας αδύνατη, τόσο για λόγους πρακτικούς, όσο και ιδεολογικούς.

Και ω ! του θαύματος! 

Ξύπνησε μια μέρα του 1965 η Διασπορά με ένα σύνθημα ανατρεπτικό:

«Ας κάνουμε τη πληγή μας τραγούδι»

Και άλλαξαν αίφνης όλα. Τα νιάτα ξεσηκώθηκαν. Οι πρεσβύτεροι κοιτούσαν απορημένοι. Βλέπετε οι νέοι ένοιωθαν ντόπιοι και ως εκ τούτου είχαν το θάρρος να διεκδικούν. Αντίθετα, οι παλαιότεροι ένοιωθαν φιλοξενούμενοι και επομένως θεωρούσαν πως δεν έπρεπε να δημιουργούν προβλήματα στις χώρες που τους είχαν αγκαλιάσει.

Μα οι νέοι είχαν δίκιο. Γιατί σε καμιά περίπτωση οι διεκδικήσεις τους δεν στρέφονταν κατά της χώρας που είχαν γεννηθεί. Της χώρας που άλλωστε ήταν και η πατρίδα τους. Μια πατρίδα που την αγαπούσαν και υπηρετούσαν με αφοσίωση. Ζητούσαν απλά, τούτη η πατρίδα να αναγνωρίσει το άδικο που είχε γίνει σε βάρος του λαού τους.

Και τότε ακούστηκε το πρώτο αγωνιστικό σύνθημα από την Αρμενική Εθνική Επιτροπή:

«Επιστροφή των τουρκοκρατούμενων αρμενικών εδαφών στον μοναδικό τους δικαιούχο, τον Αρμενικό Λαό». Ένα σύνθημα προσεκτικά διατυπωμένο, αφού ακουγόταν στις χώρες της Δύσης, όπου ένα αίτημα για επιστροφή των τουρκοκρατούμενων εδαφών στη Σοβιετική τότε Αρμενία θα αντιμετωπιζόταν σίγουρα εχθρικά.

Την ίδια εποχή άρχισαν στο Ερεβάν πολυάνθρωπες διαδηλώσεις με σύνθημα «τα εδάφη μας, τα εδάφη μας». Ήταν τόση η ορμή και ο δυναμισμός των διαδηλωτών, που το καθεστώς προκειμένου να καταλαγιάσει το διεκδικητικό πάθος τους, αναγκάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανακοινώσει την ανέγερση Μνημείου Γενοκτονίας στο λόφο του  Χελιδωνόκαστρου στο Ερεβάν (το γνωστό Τζιτζερνακαπέρτ), το οποίο και ολοκληρώθηκε το 1967. Φυσικά οι νέοι μας ούτε και τότε δεν ησύχασαν και ένα χρόνο μετά ανεγέρθηκε και το περίφημο μνημείο του Σαρταραπάτ, που είναι ένα συγκρότημα αφιερωμένο στις νικηφόρες μάχες των αρμενικών αυτοσχέδιων στρατευμάτων κατά των προελαυνόντων Τούρκων στις 22 - 26 Μαΐου, 1918. Μάχες που διεξήχθησαν σε τρία μέτωπα, Σαρταραπάτ, Πας Απαράν και Γαρακιλισέ και είχαν σαν αποτέλεσμα να διασωθεί το μικρό εκείνο τμήμα της ιστορικής Αρμενίας που αποτελεί τη σημερινή δημοκρατία.

Πάλι το 1965, μια ομάδα διανοουμένων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με βαθύτατο αίσθημα ευθύνης απέναντι στον αρμενικό λαό, έστελνε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ μια μακροσκελή επιστολή ζητώντας την ένωση της αυτόνομης περιφέρειας με την Σοβιετική Αρμενία. Το ίδιο άλλωστε είχε πράξει 20 χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1945, και ο τότε ΓΓ του ΚΚ της Αρμενίας Γκριγκόρη Αρουτίνωφ, με επιστολή που είχε απευθύνει προσωπικά στον Ιωσήφ Στάλιν.

Πρέπει να σημειωθεί, πως οι κατά 90% αρμένιοι κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ ή Αρτσάχ, όπως είναι η αρμενική ονομασία της περιοχής, αποτελούσαν μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις καταπιεσμένης εθνότητας μέσα στη Σοβιετική Ένωση εξ αιτίας της ασκούμενης από την αζερική κυβέρνηση αντιαρμενικής πολιτικής. Γι’ αυτό και επεδίωκαν την αποχώρηση τους από τη ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν και την παράλληλη προσχώρησή της περιφέρειας τους στην ΣΣΔ της Αρμενίας. Άλλωστε αυτό ήταν ένα δικαίωμα που το επέτρεπε το ισχύον τότε Σοβιετικό Σύνταγμα.

Ως γνωστόν, το  Καραμπάχ αποτελεί μια γεωγραφική περιοχή της ιστορικής Αρμενίας, που το 1923 είχε υπαχθεί διοικητικά ως «Αυτόνομη Διοικητική Περιφέρεια του Ορεινού Καραμπάχ» (Ομπλάστ) στη ξένη προς τους κατοίκους και, όπως αποδείχτηκε στη πράξη, ιδιαίτερα καταπιεστική ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν. Η προσάρτηση είχε γίνει με αυθαίρετη απόφαση του σοβιετικού δικτάτορα Ιωσήφ Στάλιν, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των αρμενίων και τις περί αντιθέτου υποσχέσεις της Μόσχας προς αυτούς το 1920. Με την ίδια απόφαση, ο Στάλιν είχε προσαρτήσει στο Αζερμπαϊτζάν και την περιοχή του Ναχιτσεβάν, που βρίσκεται δυτικά της Αρμενίας,  χωρίς να συνορεύει με το Αζερμπαϊτζάν, ενώ την αρμενική περιοχή του Τσαβάχκ με πάνω από 90% αρμενίους κατοίκους, την είχε προσαρτήσει στη δική του πατρίδα τη ΣΣΔ της Γεωργίας.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Το σύγχρονο κίνημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, που κατέληξε στην ντε φάκτο δημιουργία του δεύτερου Αρμενικού Κράτους των ημερών μας. Βεβαίως,  το τίμημα ήταν χιλιάδες νεκροί μαχητές, αλλά και άμαχοι, θύματα των αζερικών ωμοτήτων, κυρίως στη πόλη Σουμγκαγίτ. Ένα πανομοιότυπο των σφαγών της Κωνσταντινούπολης το 1955.

Κάνοντας μια παρένθεση στο σημείο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω, ότι είναι τραγικό που σήμερα, κάποιοι  τοπικοί άρχοντες στην Ελλάδα, προσδοκώντας αδρά οικονομικά ανταλλάγματα από τον αιμοσταγή δικτάτορα Ιλχάμ Αλίγιεφ σκέφτονται την αδελφοποίηση της πόλης τους με αζερικές πόλεις, ακόμη δε και με το Σουμγκαγίτ!!! Δεν σκέφτονται πως είναι σαν να ζητάνε την αδελφοποίηση μιας ελληνικής πόλης με το Νταχάου και το Άουσβιτς!

Όμως, η γενοκτονία συνεχίζεται και σε πολιτιστικό επίπεδο, με ανυπολόγιστη ζημιά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Γνωρίζετε προφανώς πως η δυτικοαρμενική γλώσσα έχει συμπεριληφθεί εδώ και λίγα χρόνια στη λίστα των γλωσσών που κατά την UNESCO κινδυνεύουν να αφανιστούν (definitely endangered languages). Η δυτικοαρμενική, πριν από τη γενοκτονία, ήταν η ισχυρότερη από τους δύο μεγάλους κλάδους της αρμενικής γλώσσας με λαμπρή συνεισφορά στη λογοτεχνία, τις επιστήμες και τις τέχνες.

Καταλαβαίνετε πως μαζί με την καταστροφή των ιερών ναών και των μνημείων που άφησαν οι γονείς μας στη δυτική Αρμενία, μιλάμε για την μεγαλύτερη εθνική και πολιτιστική καταστροφή που κινδυνεύουμε να υποστούμε σαν συνέπεια της γενοκτονίας. Αποτελεί υποχρέωση μας λοιπόν όχι μόνο ως Αρμενίων, αλλά και ως ανθρώπων να διασώσουμε τη γλώσσα του Κομιτάς, του Τανιέλ Βαρουζάν, του Σιαμαντό και των ίδιων των γονέων μας. Αυτός είναι ένας πανεθνικός αγώνας από τον οποίον δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας Αρμένιος, είτε μιλάει  την δυτικοαρμενική, είτε την ανατολικοαρμενική γλώσσα.

Σε κάθε περίπτωση, προς τιμήν της κοινότητας μας, καθώς και της Κύπρου, διαθέτουμε τα μοναδικά σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ολοήμερα σχολεία όπου διδάσκεται η  δυτικοαρμενική, και εκδίδεται και η μοναδική έντυπη καθημερινή εφημερίδα, το αγαπημένο μας «Αζάτ Ορ». 

Ένα άλλο παράδειγμα πολιτιστικής γενοκτονίας, είναι η μεθοδική καταστροφή από τις αζερικές αρχές του μεσαιωνικού αρμενικού κοιμητηρίου της πόλης Τζουγά στο Ναχιτσεβάν (άλλο δώρο κι’ αυτό του Στάλιν προς το Αζερμπαϊτζάν, με το οποίο δεν συνορεύει καν). Χιλιάδες «σταυρόπετρες» (τα περίφημα «χατσκάρ») καταστράφηκαν το 1998, 2003 και την περίοδο 2005-2006 και ο χώρος χρησιμοποιείται έκτοτε σαν πεδίο βολής! Μια πράξη για την οποία είχε διαμαρτυρηθεί εντονότατα ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, καθώς επίσης το Ευρωκοινοβούλιο και πολλοί άλλοι διεθνείς οργανισμοί και προσωπικότητες.

Φίλες και φίλοι, Θα ήθελα να τελείωνα με μια ευχή. Να βλέπαμε σύντομα, έναν αληθινά γενναίο Τούρκο ηγέτη, έναν Τούρκο Βίλλυ Μπραντ, να επισκέπτεται το Τζιτζερνακαπέρτ, να γονατίζει μπροστά στην άσβεστη φλόγα και να ζητά ειλικρινά συγγνώμη από τον αρμενικό λαό. Έναν ηγέτη που ακολουθώντας τα βήματα του Κούρδου δημάρχου του Ντιαρμπεκίρ, του κ. Οσμάν Μπαϊντεμίρ να ανορθώσει κι’ εκείνος τις χριστιανικές εκκλησιές και να καλέσει τα παιδιά των ξεριζωμένων να επιστρέψουν στις εστίες τους.

Φοβάμαι όμως πως αυτό δεν θα το δούμε ποτέ. Γιατί είναι γνωστή η λατινική ρήση

«Homo homini lupus est» (Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος).

Κάθε άνθρωπος; Δεν θα το έλεγα.

Μια φυλή όμως που γεννά «γκρίζους λύκους» και νοιώθει περήφανη γι’ αυτούς, σίγουρα ναι!

 

 

Πηγή: azador.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι