Menu

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός - Περί συμβολικής του Αρτσάχ

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

 

Papik και Tatik.

Δύο άντρες; Όχι, ένα ζευγάρι.

Δύο νέοι; Όχι, δύο γέροι.

Δύο σώματα; Όχι, ένα μέτωπο.

Ποιο είναι το νόημα όλων αυτών; Η εις άτοπον επαγωγή.

Ποια είναι η ιδέα όλων αυτών; Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Με αυτές τις ερωτήσεις, θελήσαμε να πλαισιώσουμε τα σύμβολα του Αρτσάχ για να δείξουμε ότι το γνωστό είναι παραγνωρισμένο, και ότι το άγνωστο έχει ανάγκη να γίνει γνωστό.

Το Αρτσάχ αντιστάθηκε. Μα ποιος το ξέρει;

Το Αρτσάχ είναι ελεύθερο. Μα ποιος το καταλαβαίνει;

Για να γνωρίσουμε τη σημασία του πράγματος, πρέπει να δώσουμε την πρέπουσα προσοχή στα πράγματα. Εάν δεν αντιληφθούμε τις λεπτομέρειες του θανάτου, είναι ανούσιο να αποδώσουμε σημασία στη ζωή που δεν είναι παρά μία λεπτομέρεια.

Για το Αρτσάχ, οι λεπτομέρειες αρχίζουν στην Αρμενία. Οι κάτοικοι σάς λένε ότι είναι απομακρυσμένο και διαφορετικό. Και είναι ανούσιο να διώξετε αυτές τις ιδέες από το μυαλό σας, όταν βρίσκεστε στο όχημα που σας μεταφέρει για εφτά ώρες από τη γη της πέτρας στον ψηλό μαύρο κήπο. Η γεωγραφία αρχίζει το μάθημά της από τη γεωστρατηγική για όσους θέλουν να το ακούσουν. Διότι χωρίς αυτή τη γεωγραφία, είναι αδύνατον να καταλάβετε την ανθρωπότητα. Και χωρίς τα βουνά μας, είναι δύσκολο να μας καταλάβετε.

Στο δρόμο που οδηγεί στο Στεπανακέρτ, είναι εύκολο να νιώσουμε τη διαπερατότητα του παράδοξου. Η δυσκολία της πρόσβασης μετατρέπεται σιγά-σιγά σε πρόσβαση στη δυσκολία. Η δυσκολία εμφανίζεται ξεκάθαρα με την ανακάλυψη των πορτοκαλόχρωμων κεφαλιών που είναι φυτεμένα μέσα στην κόκκινη γη, κάτω από το γαλάζιο ουρανό. Είναι εδώ, ακίνητα μέσα στο χώρο, λες και διασχίζουν καλύτερα το χρόνο. Δεν κοιτάζουν, βλέπουν. Δεν δείχνουν, αποδεικνύουν. Η ύπαρξή τους είναι όλη η ουσία· και η ουσία τους, η πεμπτουσία της αρμενοσύνης. Δεν λένε τίποτα για το παρελθόν, γιατί απευθύνονται στο μέλλον. Δεν μιλούν στους Αρμένιους, γιατί προειδοποιούν τον εχθρό. Η ζωή τους ολόκληρη δεν είναι παρά ένας στόχος, και ο στόχος τους είναι να ζήσουν, ό,τι κι αν συμβεί.Όμως, δεν είναι σ’ αυτό το μέρος που κατανοούμε πραγματικά τη συμβολική. Η γέννηση δεν αρκεί, χρειάζεται η γνώση κι αυτή βρίσκεται αλλού. Η εξήγηση του αινίγματος του Αρτσάχ βρίσκεται μέσα στην πόλη του Στεπανακέρτ. Για να το λύσουμε, πρέπει να φθάσουμε στην ξύλινη πόρτα που είναι εξ ολοκλήρου σκαλισμένη από την παράδοση. Εδώ, μέσα στο Μουσείο Ιστορίας του Αρτσάχ, μπορούμε να δούμε τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας με παραδοσιακές ενδυμασίες. Μα δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να δούμε μόνο τη μουσειολογική όψη του αντικειμένου. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μην αντιληφθούμε τη σημασιολογία της σύνταξης.

Δεν είμαστε εμείς που κοιτάζουμε τους παππούδες, είναι αυτοί που μας κοιτάζουν. Μας δίδαξαν την αντίσταση και τη θυσία και περιμένουν χωρίς να ελπίζουν, το μάθημα της ελευθερίας. Έζησαν διότι ήταν καταδικασμένοι, και μας γέννησαν διότι έπρεπε να πεθάνουν. Όμως δεν μπόρεσαν να απαρνηθούν τον όρκο που έδωσαν στα βουνά μας. Γι’ αυτό ήταν αναγκασμένοι να τα κοιτάζουν, ακόμα και μετά.

Έτσι, ο καλλιτέχνης αποφάσισε να τους αποτίσει φόρο τιμής με το γλυπτό του. Τώρα, εναπόκειται σε μας να τους τιμήσουμε. Διότι αν δεν δράσουμε, θα επέλθει ο συμβιβασμός και μαζί του, ο αποκεφαλισμός της πέτρας. Η συμβολική του Αρτσάχ μάς δίνει την επιλογή της ερμηνείας. Κατά βούλησιν, βλέπουμε στους Papik και Tatik είτε δύο εγκαταλελειμμένα όντα, είτε τα συνιστώντα στοιχεία της αρμενοσύνης που αποφάσισαν να μην παραδώσουν τη γη μας, ως ελεύθεροι Hays.

Διαβάστε περισσότερα...

Παχτίκος στα Χανιά ο Τυχερός Μαχαιροποιός

Στα Χα­νιά της Κρή­της, σε μια α­νη­φο­ριά στην καρ­διά της πα­λιάς πό­λης, η τα­μπέλα του κα­τα­στή­μα­τος γρά­φει: ΜΑ­ΧΑΙ­ΡΟ­ΠΟΙΕΙΟΝ-ΤΡΟ­ΧΕΙΟΝ «Ο ΑΡ­ΜΕ­ΝΗΣ» ΜΙ­ΧΑ­ΗΛ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΥ ΠΑ­ΧΤΙ­ΚΟΣ. Έ­νας και μο­να­δι­κός σε ό­λα τα Χα­νιά. Ή­ταν α­να­πά­ντε­χη και πο­λύ ευ­χά­ρι­στη η συ­νά­ντη­ση μα­ζί του, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν ξε­τύ­λι­ξε το κου­βάρι της ι­στο­ρί­ας του.

Ο παπ­πούς μου έ­φτα­σε ε­δώ το 1912, α­πό το Ορ­τα­κιούγ (Ορ­τα­κιό­ι) της Κων­στα­ντι­νούπο­λης. Εί­χε φέ­ρει μα­ζί την τέ­χνη του, ή­ταν μα­χαι­ρο­ποιός. Έ­φε­ρε στα Χα­νιά τον σβαρ­νά ή αλ­λιώς τον «τσεκ­μέ», δη­λα­δή το σα­ρα­κά­κι ό­πως το λέ­με ε­δώ, που είναι το κλα­δο­μά­χαι­ρο με τα δο­ντά­κια. Ό­λοι οι α­γρό­τες θέ­λουν ως τα σή­με­ρα να α­γο­ρά­σουν το μα­χαί­ρι μας, διό­τι κό­βει με τη μί­α τα κλα­διά. Το μυ­στι­κό του εί­ναι τα δο­ντά­κια και η λα­βή, εί­ναι και πιο ε­λα­φρύ και πιο κο­φτε­ρό α­πό τα άλλα. Μ’ αυ­τό α­πο­τε­λειώ­νουν τα χω­ρά­φια πο­λύ πιο γρή­γο­ρα, γι’ αυ­τό και έ­γι­νε αμέ­σως πε­ρι­ζή­τη­το. Εί­ναι έ­να ερ­γα­λεί­ο, που ό­ταν το πρω­το­εί­δαν οι ντό­πιοι και το χρη­σι­μο­ποί­η­σαν, οι άλ­λοι τους ρω­τού­σαν: «πού το βρή­κες αυτό;» και η απά­ντη­ση ή­ταν: «έ­νας Αρ­μέ­νης ήρ­θε και το έ­φε­ρε». Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν να γνω­ρίζουν το μα­γα­ζί με το ό­νο­μα «Ο Αρ­μέ­νης». Μι­κρός νό­μι­ζα πως Αρ­μέ­νης εί­ναι ο πρό­σφυ­γας που κα­τέ­χει μια τέ­χνη και οι ντό­πιοι ντρε­πό­ντου­σαν να πού­νε πως πά­νε να πά­ρου­νε μα­χαί­ρι α­πό τον πρό­σφυ­γα, έ­λε­γαν πά­νε α­πό του Αρ­μέ­νη, αυ­τόν που κα­τέ­χει μια τέ­χνη. Αρ­γό­τε­ρα έ­μα­θα πια εί­ναι η κα­τα­γω­γή μας, ό­τι ο παππούς μι­λού­σε ά­πται­στα Αρ­με­νι­κά και ό­τι η ρί­ζα «πα­χτ» στο οι­κο­γε­νεια­κό μας ε­πί­θε­το εί­ναι αρ­μενι­κή λέ­ξη που ση­μαί­νει τύ­χη. Ψά­χνο­ντας για την ι­στο­ρί­α του παπ­πού μου, έ­μα­θα πως α­δελ­φός του ή­ταν ο φημι­σμέ­νος μου­σι­κο­-φι­λό­λο­γος της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης Γε­ώρ­γιος Πα­χτί­κος α­πό το Ορ­τα­κιούγ, ο οποί­ος κα­τεί­χε και μου­σι­κή σχο­λή.

Α­πό μι­κρός μου ά­ρε­σε να πη­γαί­νω στο μα­γα­ζί κο­ντά στον παπ­πού μου, ό­ντας περί­ερ­γος για την τέ­χνη αυ­τή. Πού με έ­χα­νες, πού μ’ έ­βρι­σκες, ε­δώ γυ­ρό­φε­ρα, με τρά­βα­γε και μου ά­ρε­σε ο τρο­χός, τα ερ­γα­λεί­α, τα χα­ράγ­μα­τα πά­νω στο μέ­ταλ­λο. «Μην κά­θε­σαι ά­πρα­γος, ά­μα σ’ α­ρέ­σει, πά­ρε έ­να κομ­μά­τι και κά­τσε δού­λευ’ το!», μου εί­πε μια μέ­ρα ο παπ­πούς. Ως τα σή­με­ρα δεν έ­χω στα­μα­τή­σει ού­τε μέ­ρα και χαί­ρο­μαι κά­θε φο­ρά που α­πο­τε­λειώ­νω έ­να μα­χαί­ρι. Τε­λευ­ταί­α έρ­χο­νται ντί­λερ α­πό την Κί­να να πά­ρουν την πα­τέ­ντα και να το βγά­λουν σε μα­ζι­κή πα­ραγω­γή στο έ­να τρί­το της τι­μής τους. Τους α­πα­ντώ: «Έρ­χε­στε ε­δώ και μου μι­λά­τε για κι­νέ­ζι­κα μα­χαί­ρια, έ­ξω α­πό το μα­γα­ζί μου!».
Εί­ναι ευ­λο­γί­α να βγά­ζεις τον ε­πιού­σιο δη­μιουρ­γώ­ντας κά­τι μο­να­δι­κό και χρή­σι­μο. Αυ­τό δεν πω­λεί­ται!

Ο Αρ­μέ­νης. Ο Τυ­χε­ρός Μα­χαι­ρο­ποιός, ο ε­πί­μο­νος μά­στο­ρας και ο γνή­σιος άν­θρω­πος. Και εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τυ­χε­ρό μας που τον γνω­ρί­σα­με α­πό κο­ντά. Κι αν ο δρό­μος σας περ­νά­ει α­πό τα Χα­νιά, τώ­ρα έ­χε­τε λό­γο και α­ξί­ζει μια ε­πί­σκε­ψη στα μα­χαι­ρά­δι­κα!

 

Κουήν Μινασιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι