Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ερεβάν: Το μουσείο των Αρμενίων

Μικρή μα αγέρωχη απλώνεται η Αρμενία στην πεδιάδα του Αραράτ. Λένε ότι η χώρα αυτή δε μοιάζει με καμιά. Κι ότι, παρά τα σύνορά της με χώρες τόσο διαφορετικές, οι κάτοικοί της πάντα διατηρούσαν έναν ξεχωριστό πολιτισμό, μια παράδοση με χαρακτήρα υψηλό… όσο το ίδιο το υψόμετρο της χώρας. Αυτή την άφθαρτη, μοναδική Αρμενία αποκαλύπτει η πρωτεύουσα Ερεβάν.*

Έ­πει­τα α­πό μια τρί­ω­ρη πτή­ση προς το νό­τιο Καύ­κα­σο, το ερ­μπάς των αρ­με­νι­κών α­ε­ρο­γραμ­μών προ­σγειώ­νεται στο α­ε­ρο­δρό­μιο του Ε­ρε­βάν. Στη σύγχρο­νη γε­ω­πο­λι­τι­κή ι­στο­ρί­α, το Ε­ρε­βάν εί­ναι η πρω­τεύ­ου­σα της Δη­μο­κρα­τί­ας της Αρ­με­νί­ας, μιας νε­ο­σύ­στα­της χώ­ρας που α­πέ­κτη­σε την α­νε­ξαρ­τη­σί­α της το 1991, με­τά τη διά­λυ­ση της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης. Ό­μως, εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και μί­α α­πό τις αρ­χαιό­τε­ρες πόλεις του κό­σμου, ό­πως μας λέ­νε τα ερ­γαλεί­α της Πα­λαιο­λι­θι­κής ε­πο­χής που α­να­κα­λύ­φθηκαν με τις α­να­σκα­φές και μαρ­τυ­ρούν ό­τι η ση­με­ρι­νή έ­κτα­ση ης πό­λης και οι γύ­ρω χώ­ροι κα­τοι­κή­θη­καν πριν α­πό χι­λιε­τί­ες. Δύ­ο ιε­ρο­γλυ­φι­κές ε­πι­γρα­φές του βα­σι­λιά των Ου­ραρ­τού, Αργκί­στι Α΄ που α­νά­γονται στις αρ­χές του 8ου αιώ­να π.Χ., μνη­μο­νεύ­ουν την ύ­παρ­ξη του Ε­ρε­βάν με το αρ­χαί­ο ό­νο­μά του, Ε­ρε­που­νί. Μι­κρή κω­μό­πο­λη της περ­σι­κής και κα­τό­πιν της τσα­ρι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, το Ε­ρε­βάν πα­ρου­σί­α­ζε την ό­ψη «μί­ζε­ρης» Α­να­το­λής στις αρ­χές του προ­ηγού­με­νου αιώ­να. Ο πλη­θυ­σμός του μέ­σα σε ο­γδό­ντα χρό­νια αυ­ξή­θη­κε α­πό 30.000 σε 1.200.000 κα­τοί­κους. Οι α­ριθ­μοί μαρ­τυ­ρούν τη θε­α­μα­τι­κή ε­ξέλι­ξη που γνώ­ρι­σε η πό­λη μέ­σα σε με­ρικές δε­κα­ε­τί­ες και μπο­ρούν να δώ­σουν μια ι­δέ­α για την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της και τον πο­λε­ο­δο­μι­κό της σχε­δια­σμό, ση­μά­δια ο­ρα­τά άλ­λω­στε της σο­βιε­τι­κής ε­πο­χής και μιας δια­φο­ρε­τι­κής αι­σθη­τι­κής.

Κτι­σμέ­νο στο βο­ρειο­α­να­το­λι­κό τμή­μα της πε­διά­δας του Α­ρα­ράτ και σε υ­ψό­με­τρο 865-1.380 α­πό τη ε­πι­φά­νεια της θά­λασ­σας, το ση­με­ρι­νό Ε­ρε­βάν εί­ναι μια πα­νέ­μορφη πό­λη, απλω­μέ­νη στις ό­χθες του πο­τα­μού Χραζ­ντάν, με φαρ­διές λε­ω­φό­ρους, μνη­μειώ­δεις πλα­τεί­ες, ε­πιβλη­τι­κά κτί­ρια, αν­δριά­ντες που θυ­μί­ζουν στιγ­μές δό­ξας και ε­θνι­κού με­γα­λεί­ου, αλ­λά και κα­τα­πρά­σι­νους κή­πους, ό­μορ­φα ε­στια­τό­ρια, υ­παίθρια μπαρ, πο­λυά­ριθ­μα χρωμα­τι­στά σι­ντρι­βά­νια και μια ζω­η­ρή κυ­κλο­φο­ρί­α που το κά­νουν να μοιά­ζει με με­σο­γεια­κή με­γα­λού­πολη.

Οι Αρ­μέ­νιοι αρ­χι­τέ­κτο­νες δα­νεί­στη­καν για τα έρ­γα τους το υ­λι­κό της χώ­ρας, τον τό­φο, έ­να πο­ρώ­δες η­φαι­στειο­γε­νές ροζ πέ­τρω­μα που, σε συν­δυα­σμό με το γυα­λί και το μπε­τόν, χρη­σι­μο­ποιεί­ται για το χτί­σι­μο των σύγ­χρο­νων κτι­ρί­ων, ξε­νο­δο­χεί­ων και εκ­κλη­σιών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα το ε­ντυ­πω­σια­κό κτί­σμα του κα­θε­δρι­κού να­ού του Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Φω­τι­στή - ι­δρυ­τή της Αρ­με­νι­κής Α­πο­στολι­κής Εκ­κλη­σί­ας - που οι­κο­δο­μή­θη­κε με χρή­μα­τα των Αρ­με­νί­ων της δια­σπο­ράς και ε­γκαι­νιά­στη­κε το 2001 με α­φορ­μή τα 1.700 χρό­νια του χρι­στια­νι­σμού στη χώ­ρα.

Στην κε­ντρι­κή πλα­τεί­α της πό­λης, την Πλα­τεί­α Δη­μο­κρα­τί­ας, ορ­θώ­νο­νται τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­πι­βλη­τι­κά κτί­ρια: το Ι­στο­ρι­κό Μου­σεί­ο, η Ε­θνι­κή Πι­να­κο­θήκη, οι πρε­σβεί­ες, τα κυ­βερ­νη­τι­κά κτί­ρια και το με­γα­λο­πρε­πές ξενο­δο­χεί­ο «Αρ­με­νί­α». Ό­μως ο­λό­κλη­ρο το Ε­ρε­βάν δί­νει την αί­σθη­ση ε­νός α­νοι­χτού μου­σεί­ου. Περ­πα­τώ­ντας στους δρό­μους του, θα συ­να­ντή­σει κα­νείς τα α­γάλ­μα­τα του αρ­χι­τέ­κτο­να και ο­ρα­μα­τι­στή της σύγ­χρο­νης πό­λης Τα­μα­νιάν, του με­γά­λου συν­θέ­τη Σπε­ντια­ριάν (το κτί­ριο της ό­πε­ρας φέ­ρει το ό­νο­μά του), του μύ­στη της θρη­σκευ­τι­κής μου­σι­κής πα­ρά­δοσης Κο­μι­τάς και α­κό­μη πολ­λών προ­σω­πι­κο­τή­των που δια­τη­ρούν ζω­ντα­νή τη μνή­μη της ι­στο­ρι­κής, καλ­λι­τε­χνι­κής και πνευ­μα­τι­κής παρά­δο­σης.

Το Μου­σεί­ο της Αρ­με­νι­κής Γε­νο­κτο­νί­ας και το σε­μνό μνη­μεί­ο της 24ης Α­πρι­λί­ου 1915 στο λό­φο του Τζι­τζερ­να­γκα­πέρ­τ δεν α­φή­νουν κα­νέ­να ξέ­νο ε­πι­σκέ­πτη α­συ­γκί­νη­το. Ω­στό­σο, κά­θε ε­πί­ση­μη ή ιδιω­τι­κή ε­πί­σκε­ψη αρ­χί­ζει α­πό έ­να μνη­μεί­ο που πι­στο­ποιεί την α­γά­πη του Αρ­μέ­νιου για τα γράμ­μα­τα και τις τέ­χνες. Πρό­κειται για το Μα­ντενα­τα­ράν, έ­να μονα­δι­κό μου­σεί­ο χει­ρο­γρά­φων. Ε­δώ φυ­λάσ­σο­νται πάνω α­πό 20.000 χει­ρό­γρα­φα α­νε­κτί­μη­της ι­στο­ρι­κής και πνευ­μα­τι­κής α­ξί­ας, που χρο­νο­λο­γού­νται α­πό τον 5ο ως το 18ο αιώ­να. Τα πα­λαιό­τερα εί­ναι γραμ­μέ­να σε πέ­τρα, ξύ­λο και δέρμα ζώ­ων, τα νε­ό­τε­ρα εί­ναι στο­λι­σμέ­να πε­ρίτε­χνα, δε­μέ­να με πο­λύ­τι­μα μέ­ταλ­λα και λί­θους. Τα χει­ρό­γρα­φα αυ­τά εί­ναι ξε­χω­ρι­στά για τους Αρ­με­νί­ους, ό­χι μό­νο για­τί ε­ξι­στο­ρούν την πα­γκό­σμια ε­ξέ­λι­ξη του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος, αλλά και για­τί α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν τα συ­γκε­κρι­μέ­να σύμ­βο­λα της γέ­νε­σής τους. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι γραμ­μέ­να στο ε­θνι­κό αλ­φά­βη­το, το ο­ποί­ο ε­πι­νό­η­σε τον 5ο αιώ­να ο μο­να­χός Μεσρόπ Μα­στότ­ς.

Η πό­λη δια­τη­ρεί τη γο­η­τεί­α της α­πλής, α­νε­πι­τή­δευ­της ζω­ής που α­πο­τε­λεί πια τρυ­φε­ρή α­νά­μνη­ση πε­ρα­σμέ­νων δε­κα­ε­τιών για την Ελ­λά­δα. Οι Αρ­μέ­νιοι εί­ναι γε­νι­κά παροι­μιώ­δεις στη φι­λο­ξε­νί­α τους, α­κού­ρα­στοι στις προ­πό­σεις, πά­ντα α­γέ­ρω­χοι και πε­ρή­φα­νοι, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τις στε­ρή­σεις και την οικο­νο­μι­κή λι­τό­τη­τα που εί­ναι α­κό­μη ο­ρα­τή στην πό­λη. Πέ­ρα α­πό τα δη­μό­σια μέ­σα συ­γκοι­νω­νί­ας, στα ο­ποί­α συ­γκα­τα­λέ­γο­νται πα­μπά­λαια λε­ω­φο­ρεί­α και έ­να με­τρό η­λι­κί­ας εί­κο­σι ε­τών με λι­γο­στούς σταθ­μούς, στο Ε­ρε­βάν υ­πάρ­χουν α­κό­μη σχε­τι­κά λί­γα αυ­το­κί­νη­τα. Τρα­βούν την προ­σο­χή, ό­χι μό­νο για­τί συ­χνά περ­νούν … με κόκ­κι­νο, αλ­λά και για­τί ό­ταν εί­ναι σταθ­μευ­μέ­να, τα κα­πό τους συ­χνά χρη­σι­μο­ποιού­νται σαν τραπε­ζά­κια γύ­ρω α­πό τα ο­ποί­α πα­ρέ­ες Αρ­με­νί­ων μα­ζεύ­ο­νται για να παί­ξουν σκά­κι!

Η πο­λύ­βου­η σκε­πα­στή α­γο­ρά με τις ξε­χω­ρι­στές γεύ­σεις και μυ­ρω­διές, τα φρέ­σκα φρού­τα και λα­χα­νι­κά της, τα πα­στά χοι­ρι­νά, τα τυ­ριά - ό­λα τα­κτο­ποι­η­μέ­να με ε­πι­μέ­λεια στους με­γά­λους ξύ­λι­νους πά­γκους, ό­πως και το α­τε­λεί­ω­το υ­παί­θριο πα­νη­γύ­ρι στο πάρ­κο του Βερ­νι­σάζ, δί­πλα στην Πλα­τεί­α Δη­μο­κρα­τί­ας, ό­που μπο­ρεί να βρει κά­ποιος α­πό ερ­γα­λεί­α χει­ρός, α­νταλ­λα­κτι­κά αυ­το­κι­νή­των, εί­δη οι­κια­κής χρή­σης μέ­χρι χει­ρο­ποί­η­τα χα­λιά, ξυ­λό­γλυ­πτα α­ντι­κεί­με­να, πα­λιά βι­βλί­α και πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής σύγ­χρο­νων Αρ­με­νί­ων καλ­λι­τε­χνών, α­πο­τελούν μο­να­δι­κά α­ξιο­θέ­α­τα. Στα γρα­φι­κά αρ­μενι­κά ε­στια­τό­ρια με την πα­ρα­δο­σια­κή κου­ζί­να και μου­σι­κή μην α­φή­σε­τε να σας ξε­φύ­γει το χο­ρο­βάτ­ς (νο­στι­μό­τα­το κρέ­ας ψη­μέ­νο στα κάρ­βου­να) και το γευ­στι­κό­τα­το ψά­ρι ι­σχάν της λί­μνης Σε­βάν.

Στο Ε­ρε­βάν σι­ντρι­βά­νια στο­λί­ζουν με­γα­λό­πρε­πα κά­θε πλα­τεί­α και τε­τρά­γω­νο. Στο κέ­ντρο της πό­λης η λε­γό­με­νη Λί­μνη των Κύ­κνων, μι­κρο­γραφί­α της μο­να­δι­κής λί­μνης της Αρ­με­νί­ας, της λί­μνης Σε­βάν, συ­γκε­ντρώ­νει κα­θη­με­ρι­νά κυ­ρί­ως τους μι­κρούς Αρ­μέ­νιους που α­να­ζη­τούν στις ό­χθες της αλ­λά και μέ­σα στα νε­ρά της την ξε­νοια­σιά και το παι­χνί­δι.

Πό­λη της ε­πι­στή­μης και της τέ­χνης, το Ε­ρε­βάν προ­σφέ­ρει α­πλόχε­ρα στους ε­πισκέ­πτες του την ευ­και­ρί­α να έρ­θουν σε ε­πα­φή με τους πνευ­μα­τικούς θη­σαυ­ρούς του. Η Ε­θνι­κή Πι­να­κο­θή­κη είναι έ­να α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα καλ­λι­τε­χνι­κά θησαυ­ρο­φυ­λά­κια του κό­σμου, ό­που ε­κτί­θε­νται δη­μιουρ­γί­ες σπου­δαί­ων ζω­γρά­φων απ’ ό­λο τον κόσμο, κα­θώς και α­ρι­στουρ­γή­μα­τα των Αρ­μενί­ων ζω­γρά­φων Α­ϊ­βα­ζόφ­σκι, Α­τα­μιάν, Ζαρ­τα­ριάν, Αβε­ντι­σιάν, Τα­τε­ο­σιάν. Δύ­ο ε­πί­σης διά­ση­μα μου­σεί­α εί­ναι αυ­τά του Μαρ­τι­ρός Σα­ριάν, πατριάρ­χη της αρ­με­νι­κής ζω­γρα­φι­κής, και του ι­διο­φυούς σκη­νο­θέ­τη Σερ­γκέ­ι Πα­ρα­τζά­νοφ.

Το με­γα­λό­πρε­πο Α­ραράτ, ύ­ψους 5.165 μέ­τρων, με τους αιώ­νιους πα­γε­τώ­νες στην κο­ρυ­φή, βρί­σκε­ται 50 χι­λιό­με­τρα νο­τιο­δυ­τι­κά του Ε­ρε­βάν και η θέ­α του εί­ναι ε­πι­βλη­τι­κή από ό­λα τα ση-μεί­α της πό­λης. Οι Αρ­μέ­νιοι δι­η­γού­νται την πα­ρα­κά­τω ι­στο­ρί­α: με­τά το ρω­σο-τουρ­κι­κό πό­λε­μο του 1876-1877, ο τσά­ρος Α­λέ­ξαν­δρος Β΄ περ­νώ­ντας από το Ε­ρε­βάν πε­ρί­με­νε ά­δι­κα ε­πί μέ­ρες να δια­λυ­θούν τα σύν­νε­φα και να θαυ­μά­σει τις κο­ρυ­φές του πε­ρί­φη­μου βου­νού. Α­πο­γο­ητευ­μέ­νος πή­ρε το δρό­μο της ε­πι­στρο­φής και ό­ταν έ­φθα­σε στη λί­μνη Σε­βάν, τό­τε μόνο α­πο­κα­λύ­φθη­κε η θέ­α του Α­ρα­ράτ, ο ί­διος ό­μως δεν έ­στρε­ψε το βλέμ­μα, λέ­γο­ντας: «α­φού τό­σες μέ­ρες δεν με ά­φη­σες να σε δω, κι ε­γώ δεν θα γυ­ρί­σω να σε κοι­τά­ξω». Το χι­λιο­τρα­γου­δι­σμέ­νο α­πό ποι­η­τές και τη λα­ϊ­κή μού­σα, το φι­λο­τε­χνη­μέ­νο α­πό ζω­γρά­φους, το ε­θνι­κό σύμ­βο­λο της Αρ­με­νί­ας, Αρα­ράτ, προ­κα­λεί θλί­ψη και συ­γκί­νη­ση στους Αρ­με­νί­ους, α­φού σή­με­ρα βρί­σκε­ται κά­τω α­πό τουρ­κι­κή κα­τοχή.

Η ει­κό­να της πό­λης μπο­ρεί να φαί­νεται ει­δυλ­λια­κή σε έ­ναν α­νυ­πο­ψί­α­στο του­ρί­στα, ω­στό­σο τα ση­μά­δια της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης που μα­στί­ζει τη χώ­ρα ε­δώ και μια δεκα­ε­τί­α εί­ναι εμ­φα­νή στις πα­ρυ­φές της πό­λης και στα χω­ριά. Η πα­ρα­οι­κο­νο­μί­α και το φαι­νό­με­νο της μα­φί­ας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­λων των Δη­μο­κρα­τιών της πρώ­ην Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης, κα­θο­ρί­ζουν σε με­γά­λο βαθ­μό τη ζω­ή των κα­τοί­κων. Α­πό τό­τε που ξε­κί­νη­σαν οι οι­κο­νο­μι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις, εντά­θη­καν και οι α­νι­σό­τη­τες α­νά­με­σα σε έ­να πλή­θος «νε­ό­πτω­χων» (δια­νο­ου­μέ­νων, συ­ντα­ξιού­χων, α­νέρ­γων, α­να­πή­ρων, προ­σφύ­γων, σει­σμο­πλή­κτων) που φθεί­ρο­νται από την κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή, και α­λα­ζό­νων και ε­πι­δει­κτι­κών «νε­ό­πλου­των» (με­σα­ζό­ντων, νέ­ων ερ­γο­λάβων, αν­θρώ­πων νο­μεν­κλα­τού­ρας). Άν­θρω­ποι που άλ­λο­τε έ­χαι­ραν κύ­ρους και σε­βα­σμού ό­πως ε­ρευ­νη­τές, εκ­παι­δευ­τι­κοί, στρα­τιω­τι­κοί περ­νούν ά­σχη­μα, με έ­να πε­νι­χρό ει­σό­δη­μα τριά­ντα δο­λα­ρί­ων το μή­να κι έ­να α­βέ­βαιο μέλ­λον.

Α­πό το 1995 και με­τά, ο­ρι­σμέ­νοι πα­ρα­τη­ρη­τές κά­νουν λό­γο για μια μι­κρή α­νά­καμψη της οι­κο­νο­μί­ας και για ε­πι­βρά­δυν­ση του πλη­θω­ρι­σμού. Ση­μειώ­νουν την ε­πι­τά­χυν­ση του ρυθ­μού των ι­διω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων, τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των συ­νε­ται­ρι­σμών και μι­κρών ε­μπο­ρι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων, τη λει­τουρ­γί­α και­νούρ­γιων ερ­γοστα­σί­ων (φαρ­μα­κευ­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων, τε­χνο­λο­γί­ας αιχ­μής κ.λ.π.). Οι κά­τοι­κοι της χώρας, λέ­νε, μπο­ρεί να είναι φτω­χοί - το κα­τά κε­φα­λήν α­κα­θά­ρι­στο ε­θνι­κό προ­ϊ­όν μό­λις φθά­νει τα 700 δο­λά­ρια - αλ­λά εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά ει­δι­κευ­μέ­νοι. Το ε­πί­πε­δο μόρ­φω­σης στην Αρ­με­νί­α εί­ναι πολύ υ­ψη­λό και οι μι­σθοί πο­λύ χα­μη­λοί, ι­δα­νι­κός συν­δυα­σμός για έ­ναν υ­πο­ψή­φιο ε­πεν­δυ­τή.

Το Ε­τσμια­τζίν, που α­πέ­χει 20 χι­λιό­με­τρα από την πρω­τεύ­ου­σα, κο­ντά στο α­ε­ρο­δρό­μιο «Ζβαρ­τνότ­ς», θε­ω­ρεί­ται το κέ­ντρο της Αρ­με­νι­κής Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας. Σύμ­φω­να με τον ι­στορι­κό Α­γα­θάγ­γε­λο, η μι­κρή αυ­τή πό­λη α­πέ­κτη­σε ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α ό­ταν η Αρ­με­νί­α α­να­κή­ρυ­ξε το χρι­στια­νι­σμό ε­πί­ση­μη θρη­σκεί­α του κρά­τους ύ­στε­ρα α­πό έ­να ό­ρα­μα του Γρη­γο­ρί­ου του Φω­τι­στή, που εί­δε τον Ι­η­σού Χρι­στό να κα­τε­βαί­νει α­πό τον ου­ρα­νό και να δεί­χνει το ση­μεί­ο ό­που, το 301, θε­με­λιώ­θη­κε η Α­γί­α Έ­δρα στη θέση α­κρι­βώς που ή­ταν έ­νας ει­δω­λο­λα­τρι­κός ναός (Ε­τσμια­τζίν στα αρ­με­νι­κά ση­μαί­νει «κά­θο­δος του Μο­νο­γε­νούς»). Κο­ντά στον πρώ­το να­ό κτί­στη­καν αρ­γό­τε­ρα α­κό­μα δύ­ο εκ­κλη­σί­ες, ι­διαί­τε­ρης θρη­σκευ­τι­κής και αρ­χι­τε­κτο­νι­κής α­ξί­ας, στη μνή­μη των Ρω­μαί­ων παρ­θέ­νων που μαρ­τύ­ρη­σαν στην Αρ­με­νί­α, Α­γί­ας Χρι­ψιμέ και Α­γί­ας Κα­για­νέ. Ε­πί πολ­λούς αιώ­νες, το Ε­τσμια­τζίν υ­πήρ­ξε το ε­θνι­κο­πο­λι­τι­κό κέ­ντρο του στε­ρη­μέ­νου α­πό την α­νε­ξαρ­τη­σί­α του και δια­σκορ­πι­σμέ­νου α­νά τον κό­σμο αρ­με­νι­κού λα­ού. Στά­θη­κε η­γε­τι­κή δύ­να­μη σε ό­λους τους α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κούς α­γώ­νες του αρ­με­νι­κού έ­θνους και οι συμ­φω­νί­ες που συ­νή­ψε με ξέ­νες κυ­βερ­νή­σεις και εκ­κλη­σί­ες έ­γι­ναν χρυ­σοί κα­νό­νες για τον αρ­με­νι­κό λα­ό.

Η χώ­ρα εί­ναι ο­νο­μα­στή για τα κρα­σιά και το πε­ρί­φη­μο κο­νιάκ της, που ο ε­πι­σκέ­πτης δεν πρέ­πει να πα­ρα­λεί­ψει να πά­ρει μα­ζί του α­πο­χαι­ρε­τώ­ντας την πό­λη. Α­πό το α­ε­ρο­δρό­μιο, θα κρα­τή­σει α­κό­μα μια α­νά­μνη­ση. Εί­ναι η ί­δια ει­κό­να που συ­να­ντά φθά­νο­ντας στο Ε­ρε­βάν: άν­θρω­ποι που έ­χουν έρ­θει να προ­ϋ­πα­ντή­σουν ή να ξε­προ­βο­δί­σουν κά­ποιον συγ­γε­νή ή φί­λο κρα­τούν και του προ­σφέ­ρουν μπου­κέ­τα τρια­ντά­φυλ­λα…

 

*Α­να­δη­μο­σί­ευ­ση άρ­θρου α­πό το ε­βδο­μα­διαί­ο πε­ριο­δι­κό Γε­ω­τρό­πιο της «Ε» (τεύ­χος 199/ 31.1.2004) .

 

Πηγή: armenika.gr

Armenian Portal ©