Menu

Γρηγόρης Αγανιάν

Με την παλιά δόξα του Ελληνικού ποδοσφαίρου

Εδώ και πολλά χρόνια ήθελα να συναντήσω ένα από τα ποδοσφαιρικά ινδάλματα της παιδικής μου ηλικίας. Τον Κρικόρ Αγιανιάν ή Γρηγόρη Αγανιάν όπως έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, βασικό στέλεχος του Ολυμπιακού στη δεκαετία του ’60, έναν από τους τρεις Αρμένιους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος, μετά τους «βορειοελλαδίτες» Βαχάκν Απραχαμιάν και Τανιέλ Τανιελιάν (προπολεμικά), κι έναν από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που έπαιξαν σε ομάδα του εξωτερικού. Με αφορμή ένα μικρό σημείωμα για το ποδόσφαιρο στο προηγούμενο τεύχος των Αρμενικών, συναντηθήκαμε στο πρακτορείο Προ-Πο που διατηρεί στον Κορυδαλλό. Μέσα σε λίγα λεπτά ξετύλιξε το κουβάρι της αθλητικής του σταδιοδρομίας:

Έδινα και την ψυχή μου σε κάθε αγώνα με τις ομάδες που αγωνίστηκα

Γεννήθηκα στην Παλαιά Κοκκινιά το 1943. Οι γονείς μου πρόσφυγες ήλθαν το 1922 από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου από το Ανταμπαζάρ, η μητέρα μου από το Αφιόν Καραχισάρ. Τελείωσα το δημοτικό σχολείο Ζαβαριάν και κατόπιν παρακολούθησα μαθήματα σε μια τεχνική σχολή δουλεύοντας παράλληλα σ’ ένα μηχανουργείο ως τορναδόρος.

Πρωτόπαιξα μπάλα στην Αρμενική Πειραιώς και στη συνέχεια σε ηλικία 15 χρονών μεταπήδησα στον Εθνικό Πειραιώς, έχοντας μάλιστα παίξει στην πρώτη ομάδα σ’ ένα αγώνα στο γήπεδο της Ν. Φιλαδέλφειας. Ήλθα σε ρήξη με τον προπονητή της ομάδας Ευάγγελο Χέλμη που με χαστούκισε επειδή είχα καθυστερήσει μια μέρα στην προπόνηση. Το αφεντικό μου με είχε κρατήσει λίγη ώρα παραπάνω στη δουλειά. Θεώρησα απαράδεκτο τον τρόπο αυτό διαπαιδαγώγησης και αποχώρησα από την ομάδα. Με παραχώρησαν με υποσχετική στην Α.Ε. Νίκαιας ως ανταλλαγή με κάποιον άλλο παίκτη.

Σ’ ένα φιλικό παιχνίδι Βύζαντα - Παναιγιαλείου στα Μέγαρα, έπαιξα με τη μεσολάβηση ενός φίλου μου με την ομάδα του Αιγίου και σημείωσα τρία γκολ στο πρώτο ημίχρονο. Στην ανάπαυλα ο Μπέλας που είχε το γενικό πρόσταγμα της ομάδας με απέσυρε από τον αγώνα. Πήρα χαρτζιλίκι ένα χιλιάρικο. Μεγάλο ποσό εκείνη την εποχή. Ο Μπέλας που ήταν φίλος με τον Καρέλα, μεγαλοπαράγοντα του Εθνικού, με ζήτησε και έτσι κατέληξα στον Παναιγιάλειο.

Από το 1960 και για τέσσερα χρόνια αγωνίστηκα με τη φανέλα της ομάδας του Αιγίου. Τον πρώτο χρόνο βγήκαμε πρωταθλητές στην περιφέρειά μας (Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία, Ηλεία). Μετά δημιουργήθηκε ο δεύτερος όμιλος της Β΄ Εθνικής. Αναδειχθήκαμε επίσης πρωταθλητές. Κατόπιν παίξαμε με τους Παγκορινθιακό, Ρόδο, Βύζαντα και Ο.Φ.Η. για την άνοδο μιας ομάδας στην Α΄ Εθνική. Ήρθαμε πρώτοι. Έτσι έγινα γνωστός παίζοντας ποδόσφαιρο στη μεγάλη κατηγορία.

Το 1964 μεταγράφηκα στον Ολυμπιακό. Ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ δύσκολος. Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Ήθελα να επιστρέψω στο Αίγιο. Μέχρι που ήλθε ο Μάρτον Μπούκοβι. Έδωσε εντολή να μην παραχωρηθεί κανείς παίκτης. Πρώτα θα τους έβλεπε όλους ν’ αγωνίζονται και μετά θα αποφάσιζε. Έπαιξα σ’ ένα φιλικό παιχνίδι με τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη κι απ’ εκεί με ξεχώρισε. Με βοήθησε αφάνταστα, κυρίως στον ψυχολογικό τομέα. Μεταμορφώθηκα, έγινα άλλος άνθρωπος. Πάντα μου έδινε άδεια μετά τον αγώνα για να πάω στο Αίγιο. Ήξερε τους δεσμούς που είχα και μου συμπεριφερόταν ανάλογα.

Θυμάμαι τα δυο πρωταθλήματα και τα τρία κύπελλα που κερδίσαμε με τον Ολυμπιακό, αλλά ένα παιχνίδι εναντίον του Ηρακλή στο Καυτατζόγλειο θα μου μείνει αξέχαστο. Θα πρέπει να ήταν το 1967. Το στάδιο γεμάτο, 45.000 κόσμος, στην πλειοψηφία τους φίλαθλοι του Π.Α.Ο.Κ., που είχαν έλθει να γιουχάρουν τον Ολυμπιακό, λόγω της κόντρας με τον Κούδα που είχε κατέβει για μεταγραφή στον Πειραιά. Υπήρχε μεγάλος φανατισμός. Μετά από μια επίθεση κι ένα φοβερό σουτ που έκανα στο δοκάρι, ο Λιάρος του Ηρακλή μου πάτησε με όλη του τη δύναμη το δεξί μου πόδι. Έπεσα κάτω σφαδάζοντας από τον πόνο. Ο γυμναστής της ομάδας προσπάθησε να με συνεφέρει, δοκίμασα να πατήσω, ήταν αδύνατον, σαν να με τσιμπούσαν χιλιάδες βελόνες. Ο προπονητής μου είπε να μη συνεχίσω. Τότε δεν υπήρχαν αλλαγές. Παρέμεινα στον αγωνιστικό χώρο χωρίς να συμμετέχω ουσιαστικά. Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να εγκαταλείψω τον αγωνιστικό χώρο. Η μπάλα ερχόταν στα πόδια μου και αμέσως την έδιωχνα. Έτσι φθάσαμε στο 89ο λεπτό. Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη. Πήρα την μπάλα, σιγά σιγά και με υπεράνθρωπη προσπάθεια βρέθηκα στη μεγάλη περιοχή. Με ντρίπλες προσπέρασα τέσσερις παίκτες, έφθασα στη μικρή περιοχή απέναντι από τον τερματοφύλακα Γαβριγιώργο. Παρακαλούσα το Θεό και την Παναγία να μου δώσει τη δύναμη να σουτάρω. Πιάνω ένα σουτ με το αριστερό μου πόδι, δεν ήταν το καλό, το άλλο ήταν σακατεμένο. Η μπάλα αντί να καταλήξει στην εστία, πήγε παράλληλα, μισό μέτρο από το έδαφος. Εκείνη τη στιγμή, όπως ερχόταν με φόρα ο Σιδέρης, πιάνει μια κεφαλιά ψαράκι και καρφώνει την μπάλα στα δίχτυα. Κερδίσαμε 1 - 0.

Στον Ολυμπιακό αγωνίστηκα μέχρι το 1971. Πήρα μεταγραφή για την ελβετική Σω ντε Φων, διότι δεν μου άρεσε πια το κλίμα στην ομάδα. Προπονητής ήταν ένας πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού, ο Λάκης Πετρόπουλος. Παίζονταν διάφορα παιχνίδια πίσω απ’ την πλάτη μου. Είχα κοντραριστεί μαζί του από τότε που ήταν εκλέκτορας της Εθνικής Ομάδας. Πιστεύω για λόγους αρχής ότι σε μια ομάδα δεν πρέπει να υπάρχουν φίρμες και να γίνονται διακρίσεις. Ενώ κάποιοι ήμασταν συνεπείς, πηγαίναμε την καθορισμένη ώρα στις προπονήσεις, σε άλλους αυτός ο κανόνας δεν ίσχυε. Είχαμε διαφωνήσει σε θέματα αρχών με τον Πετρόπουλο. Παίξαμε με την Εθνική ομάδα φιλικό παιχνίδι στη Μάλτα, έδωσα τόπο στην οργή και δεν δημιούργησα ζήτημα. Όταν λοιπόν ο Πετρόπουλος ήλθε στον Ολυμπιακό με τον οποίο είχα προηγούμενα, ζήτησα να φύγω. Τότε μεσολάβησε ο Νταν Γεωργιάδης και μου έγινε πρόταση να πάω στην Ελβετία και ν’ αγωνιστώ στη Σω ντε Φων. Έπαιξα ένα χρόνο.

Μέχρι να γίνω γνωστός στο πανελλήνιο και να καταξιωθώ ως ποδοσφαιριστής, με αντιμετώπιζαν με άλλο μάτι λόγω της αρμενικής καταγωγής μου. Πολλές φορές μου έθιγαν τον αρμενισμό με τα γνωστά κοσμητικά επίθετα όταν τσακωνόμασταν. Αλλά έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Ήμουν μοναχικός, δεν πίστευα στις φιλίες και στα παχιά λόγια, δύσπιστος, ήθελα μόνος μου ν’ ανταπεξέρχομαι τις δυσκολίες της ζωής. Δεν ζητούσα βοήθεια, δεν την είχα εξ άλλου από το σπίτι. Αντίθετα βοηθούσα οικονομικά τους δικούς μου.

Προέρχομαι από ένα κυνηγημένο και αδικημένο λαό. Μέσα μου πάντα είχα μια οργή. Γιατί να συμβεί αυτό σε μας, γιατί οι Τούρκοι να συμπεριφερθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου, αυτά που έζησαν και τράβηξαν η οικογένεια του πατέρα μου. Έχασαν σπίτια και περιουσίες, βρέθηκαν πρόσφυγες στη Χίο και μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, στην Παλαιά Κοκκινιά.

Δεν μετάνιωσα που ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο. Έδινα και την ψυχή μου σε κάθε αγώνα με τις ομάδες που αγωνίστηκα. Ξεπερνούσα όλες τις δυσκολίες. Τότε δεν παίρναμε χρήματα, παίζαμε για τη φανέλα. Είχα εισπράξει πριμ 140.000 δραχμές για τη μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό. Επίσης οι καλοί παίκτες διορίζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς. Μου έγινε μια τέτοια πρόταση, αλλά επειδή είχα τη δουλειά στο κρεοπωλείο του πατέρα μου, ζήτησα να διοριστεί ένας συγγενής μου. Όταν έγινε η μεταγραφή μου στην Ελβετία πήρα δώρο ένα ακριβό αυτοκίνητο.

Θα ήθελα πριν κλείσω τα μάτια μου, να μου δώσει ο Θεός τη δύναμη να επισκεφθώ την Αρμενία, την πατρίδα της καταγωγής μου. Είμαι πολύ υπερήφανος που είμαι Αρμένης και ζω σε μια φιλόξενη χώρα σαν την Ελλάδα.

 

 Πηγή: armenika.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Οι Αρμένιοι του Ιράκ Αρμενική λεγεώνα της Ανατολής »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι