Menu

H μονή Τζαρακάρ

Η α­να­κά­λυ­ψη ε­νός μο­να­δι­κού αρ­μενι­κού

μο­να­στη­ριού στην πε­ριο­χή του Καρ­ς.

 

Η α­να­κά­λυ­ψη

Το πε­ρί­φη­μο υ­πό­σκα­φο μο­να­στι­κό συ­γκρό­τη­μα «Τζα­ρα­κάρ» α­να­καλύ­φθη­κε σε έ­να σύ­μπλεγ­μα βρά­χων, κα­τά μή­κος μιας μι­κρής χα­ρά­δρας, σχε­δόν έ­να χι­λιό­με­τρο α­πό το χω­ριό Τσου­κου­ράιβα1 και πέ­ντε χι­λιό­με­τρα νο­τιο­α­να­το­λι­κά της ο­χυ­ρω­μέ­νης πό­λης Κετσρόρ, στην Τουρ­κί­α.2

Το μονα­στή­ρι α­πο­τε­λεί­ται α­πό μί­α εκ­κλη­σί­α με πολ­λές αλ­λη­λο­συν­δε­ό­με­νες ει­σό­δους, του­λά­χι­στον έ­ξι πα­ρεκ­κλή­σια και άλ­λους προ­σκεί­μενους χώ­ρους. Η κα­τα­σκευ­ή και οι διά­σπαρ­τες εγ­χά­ρα­κτες ε­πι­γρα­φές του, που α­να­φέ­ρο­νται σε ι­στο­ρι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες του 10ου αιώ­να, εί­ναι μά­λι­στα α­ξιο­ση­μεί­ω­τες. Ω­στό­σο, οι ει­δι­κοί και οι το­πο­γρά­φοι μέ­χρι πρό­σφα­τα το α­γνο­ού­σαν. Ό­σο πα­ρά­ξε­νο και αν φαί­νε­ται, την ταυ­τό­τη­τά του φαί­νεται να α­γνο­ού­σε και ο ί­διος ο Προ­κα­θή­με­νος της Ε­πι­σκο­πής του Καρς, Κιου­ρέγ Σι­ρα­πιάν, ο ο­ποί­ος το 1878 εί­χε αρ­χειο­θε­τή­σει λε­πτο­με­ρώς ό­λα τα κα­τοι­κη­μέ­να μέ­ρη και τα αρ­χαί­α μνημεί­α της πε­ριο­χής του Καρ­ς.

Η αρ­χή έ­γι­νε το 1999, ό­ταν έ­νας σκω­τσέ­ζος ε­ρευ­νη­τής, ο Στέ­φεν Σιμ, ε­πι­σκέ­φθη­κε το μνη­μεί­ο, το φω­το­γρά­φη­σε και εκ­πό­νησε σχε­διά­γραμ­μά του.3

Δέ­κα χρό­νια αργό­τε­ρα, το ε­πι­σκέ­φθηκε ο σει­σμο­λό­γος Σί­ρο Σα­σά­νο, ο ο­ποί­ος δη­μο­σί­ευ­σε αρ­γό­τε­ρα τη σχε­τι­κή του έ­ρευ­να, μα­ζί με αρ­κε­τές φω­το­γρα­φί­ες.

Με αυ­τόν τον τρό­πο, οι δύ­ο αυτοί ε­ρευ­νη­τές κα­τέ­στη­σαν το μο­να­στήρι γνω­στό στον ε­πι­στη­μονι­κό κό­σμο. Α­πο­τυγ­χά­νο­ντας, ω­στό­σο, να το ταυτο­ποι­ή­σουν, του έ­δω­σαν το ό­νο­μα του παρακεί­με­νου κουρ­δικού χω­ριού.

Υ­πο­λο­γί­ζο­ντας τη ση­μα­σί­α διε­ξα­γω­γής ενδε­λεχών με­λε­τών στο μο­να­στικό αυ­τό συ­γκρό­τη­μα, το 2010, ο Ορ­γα­νι­σμός για την Έ­ρευ­να της Αρμενι­κής Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής (RAA) το συ­μπε­ριέ­λαβε στις ε­πι­στη­μο­νι­κές του ε­ξορ­μή­σεις και α­πο­κά­λυψε πολ­λές πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τικά με αυ­τό.

Οι εγ­χά­ρα­κτες ε­πι­γρα­φές του δυ­τικού και α­να­το­λικού τοί­χου της μο­να­δι­κής δια­σω­θεί­σας εκ­κλη­σί­ας α­να­φέ­ρουν ό­τι κα­τα­σκευά­στη­κε τον 10ο αιώ­να. Οι δια­θέσι­μες πη­γές πι­στο­ποιούν ό­τι το άρ­τι α­να­καλυ­φθέν συ­γκρό­τη­μα μνη­μεί­ων εί­ναι το μο­να­στή­ρι του Τζα­ρα­κάρ, που α­να­φέ­ρε­ται σε με­σαιω­νικές πη­γές και η το­πο­θεσί­α του ο­ποί­ου πα­ρέ­με­νε ά­γνω­στη μέ­χρι πρό­σφα­τα. Με­ρι­κά α­πό τα α­κό­λου­θα γε­γο­νό­τα πα­ρέ­χουν στοι­χεί­α για την ταυ­το­ποί­η­ση του μο­να­στη­ριού με το Τζα­ρα­κάρ.

Ως γνω­στόν, το Τζα­ρα­κάρ ή­ταν έ­να από τα φη­μι­σμέ­να μο­να­στι­κά συ­μπλέγ­μα­τα της με­σαιω­νι­κής Αρ­με­νί­ας, αλ­λά με την πά­ροδο των αιώ­νων, έ­χα­σε τη δό­ξα και τη ση­μα­ντι­κό­τη­τά του και πα­ρα­δό­θη­κε στη λή­θη, σε τέ­τοιο βαθ­μό μά­λι­στα που α­κό­μα και η θέ­ση του ξε­χά­στη­κε.

Στα τέ­λη του 19ου αιώ­να. ο Γ. Α­λισάν4 χρη­σι­μο­ποί­η­σε τις δια­θέ­σι­μες πη­γές για να α­νι­χνεύ­σει την πι­θανή το­πο­θεσί­α του μο­να­στη­ριού: «Το Τζα­ρα­κάρ, το οποί­ο α­να­φέ­ρε­ται σε έρ­γα ι­στο­ριο­γρά­φων και γε­ω­γρά­φων, εί­ναι γνω­στό ό­τι βρι­σκό­ταν σε α­πόρ­θη­το ση­μεί­ο, στα πε­ρίχω­ρα της πε­ριο­χής Κε­τσρόρ. Πρώ­τος, ανεγέρ­θη έ­νας να­ός, σκαμμέ­νος μέ­σα στο βρά­χο…».

Ο Σ. Ε­πριγκιάν έ­φτα­σε στο ί­διο συ­μπέ­ρα­σμα: «Υ­πο­θε­τι­κά, έ­να μο­να­στή­ρι με αυ­τό το ό­νο­μα και έ­να χωριό υ­πήρ­χαν κο­ντά στο Κε­τσρόρ, στην πε­ριο­χή Γκα­μπεγκεάνκ της ε­παρ­χί­ας Α­ϊ­ρα­ράτ». Αρ­γό­τε­ρα το ζή­τημα πε­ρι­πλέ­χθη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο, διό­τι υ­πο­στηρί­χθη­κε ό­τι θα μπο­ρού­σε να βρί­σκεται στα πε­ρίχω­ρα της πό­λης Α­νί.

Το ση­μεί­ω­μα του εκ­δό­τη σε ένα α­ντί­τυ­πο του Α­σχα­ρα­τσού­ιτ­ς5, του 1656, α­να­φέ­ρει: «…η πε­ριο­χή Γκα­μπεγκε­νίτ­ς και το κά­στρο του Κα­πούτ, που ο­νο­μά­ζε­ται ε­πί­σης Αρ­τα­γκ­έρτ­ς -η πό­λη Κε­τσρόρ βρί­σκε­ται ε­κεί, ό­πως και το χτι­σμέ­νο μέ­σα στο βρά­χο μο­να­στή­ρι του Τζα­ρα­κάρ, στο ο­ποί­ο βρέ­θη­κε και ο τά­φος του Αρ­χι­μαν­δρί­τη Χα­τσα­ντούρ Γκετσα­ρε­τσί…» 6.

Το κεί­με­νο α­πο­κα­λύ­πτει δύ­ο γε­γο­νό­τα υψί­στης ση­μα­σί­ας. Πρώ­τον, ό­τι το Τζα­ρα­κάρ ήταν λα­ξευ­μέ­νο μέ­σα στο βρά­χο και δεύ­τε­ρον, ό­τι προ­φα­νώς βρι­σκό­ταν κο­ντά στην πό­λη Κε­τσρόρ. Το ό­τι ο Γκε­τσα­ρε­τσί, ο ο­ποί­ος έ­ζη­σε με­τα­ξύ 13ου και 14ου αιώ­να, ε­τά­φη κά­που κο­ντά στο Κε­τσρόρ δια­σταυ­ρώ­νεται και α­πό το α­κό­λου­θο ση­μεί­ω­μα σε χάρτη του 1691, το ο­ποί­ο συ­νέ­τα­ξε ο Ε­ρε­μιά Τσε­λε­μπί Κιομιουρ­τζιάν 7: « Πό­λη Κε­τσρόρ, γειτ­νιά­ζου­σα με τη Μπα­σέν και τον τά­φο του Αρ­χι­μαν­δρί­τη Χα­τσα­ντούρ». Αυ­τές οι δύ­ο κα­τα­χω­ρί­σεις α­πο­σα­φη­νί­ζουν ό­τι το μο­να­στήρι του Τζα­ρα­κάρ ή­ταν πράγ­μα­τι κο­ντά στην πό­λη-φρού­ριο Κε­τσρόρ.

Ε­κτός α­πό τις γρα­πτές α­να­φο­ρές, η ετυ­μο­λο­γί­α του το­πω­νυ­μί­ου «Τζα­ρα­κάρ» έ­παι­ξε επί­σης με­γά­λο ρό­λο στην ταυ­το­ποί­ησή του. Φα­ίνε­ται με ευ­κο­λί­α ό­τι οι δο­μές του μο­να­στι­κού συ­γκρο­τή­μα­τος εί­ναι σκαμ­μέ­νες μέ­σα σε αρ­κε­τά εύ­θρυ­πτες μά­ζες βρά­χου, που έ­χουν φυ­σι­κές γραμ­μώ­σεις και συ­γκε­κρι­μέ­νο χρω­μα­τι­σμό, ό­μοιες με τους ο­μό­κε­ντρους κύ­κλους που δεί­χνουν την η­λι­κί­α ε­νός δέ­ντρου. Προ­φα­νώς, το ό­νο­μα Τζα­ρα­κάρ - στα Αρ­με­νι­κά «Δενδρόλι­θος» - εί­ναι ε­πηρε­α­σμέ­νο α­πό αυ­τήν την ο­μοιό­τη­τα, ση­μαί­νο­ντας έ­να μο­να­στή­ρι λα­ξευ­μέ­νο μέ­σα σε πέ­τρω­μα που μοιά­ζει με δέ­ντρο.

Ε­πι­γρα­φές μέ­σα στη Μο­νή

Οι πρώ­τες πη­γές που ρί­χνουν φως στα ι­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα που συν­δέ­ονται με το Τζα­ρα­κάρ εί­ναι τρεις εγχά­ρα­κτες ε­πι­γρα­φές, οι ο­ποί­ες δια­τη­ρού­νται ε­ντός του, αν και σε πο­λύ κα­κή κα­τά­στα­ση. Η πρώ­τη είναι χα­ραγ­μέ­νη στη δυ­τι­κή του ό­ψη και χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό α­νο­μοιο­γε­νή γρα­φή, κα­θώς οι έ­ντε­κα σει­ρές του κει­μέ­νου και το μέ­γε­θος των γραμ­μά­των δε φαί­νε­ται να έ­χουν κά­ποια τά­ξη. Πρό­κει­ται για ε­πιγρα­φή σχε­τική με δω­ρε­ά χρο­νο­λο­γού­με­νη α­πό το 952, που α­να­φέ­ρει τον πνευ­μα­τι­κό ποι­μέ­να της πε­ριο­χής Βα­νά­ντ 8, Ντι­ράν και τον Ε­πί­σκο­πο Σα­χάκ Α­μαντου­νί.

Με­τά­φρα­ση: «Το κά­τω­θι εί­ναι γραμ­μένο α­πό τον Ντι­ράν, πνευ­μα­τι­κό ποι­μέ­να του Βα­νά­ντ … σα­χαν­σάχ 9… κη­που­ρό… Ά­γιος Κρι­κόρ… για την ψυ­χή μου… ό­σοι ε­νί­στα­νται σε αυ­τά που γρά­φονται ε­δώ να εί­ναι κα­τα­ρα­μέ­νοι α­πό τον Θε­ό, ό­πως ε­πί­σης… ο Ντι­ράν και ο Ε­πί­σκο­πος Σα­χάκ Α­ματου­νί… Α­γκόπ… ό­ποιος εκ­πλη­ρώ­σει τις βου­λές να εί­ναι ευ­λο­γη­μέ­νος και ό­ποιος φέ­ρει α­ντίρ­ρη­ση α­να­θε­μα­τι­σμέ­νος να εί­ναι και να πέ­σει στα χέ­ρια του Δια­βό­λου».

Άλ­λη μια ε­κτε­νής ε­πι­γρα­φή της ί­διας πε­ριό­δου, ή­τοι του 10ου αιώ­να, σχε­τι­κής ε­πί­σης με δω­ρεά, 17 α­κα­νόνι­στων σει­ρών, έ­χει φτά­σει στις μέ­ρες μας σε η­μι­κα­τε­στραμ­μέ­νη κα­τά­στα­ση. Εί­ναι χα­ραγ­μέ­νη στο βό­ρειο τοί­χο της ί­διας εκ­κλη­σί­ας και έ­χει ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α, κα­θό­τι α­να­φέ­ρει τον ιδρυ­τή του Βα­σι­λεί­ου του Βα­νά­ντ (Καρ­ς), τον Μου­σέγ.10

Με­τά­φρα­ση: «…Ά­γιος Κρι­κόρ… γρα­φή… στο ό­νο­μα του Θε­ού… ο Αρ­μέ­νιος Βα­σι­λιάς Μου­σέγ… το μο­να­στή­ρι και οι εκ­κλη­σί­ες με την ε­ντο­λή του Πα­τέ­ρα… με­τά την α­πο­χώ­ρη­σή μου… εί­ναι κα­τα­ρα­μέ­νος… αυ­τοί που ε­κτε­λούν τις ε­ντο­λές… να εί­ναι ευ­λο­γη­μέ­νοι…»

Η τρί­τη ε­πι­γρα­φή, του 952 ό­πως και η πρώ­τη, εί­ναι α­κό­μα πιο αλ­λοιω­μέ­νη και α­πο­τε­λεί­ται του­λά­χι­στον α­πό τέσ­σε­ρεις γραμ­μές (δεν εί­ναι βέ­βαι­η η ύ­παρ­ξη πέ­μπτης). Έ­να με­γά­λο μέ­ρος αυ­τής έ­χει α­νε­πα­νόρ­θω­τα χα­θεί, λό­γω της φυ­σι­κής διά­βρωσης και βαν­δα­λι­σμών, που πι­θα­νών έ­γι­ναν α­πό κά­ποιους που έ­ψα­χναν θη­σαυρούς στο μο­να­στή­ρι. Σή­με­ρα, το μό­νο ευα­νά­γνω­στο α­πό την ε­πι­γρα­φή εί­ναι το πα­ρα­κά­τω.

Με­τά­φρα­ση: «Το έ­τος 401 (952) του Αρ­με­νι­κού η­με­ρο­λο­γί­ου… ο Ντι­ράν 11…»

Μί­α α­κό­μα ε­πι­γρα­φή δω­ρε­άς, που μοι­ρά­ζεται το ύ­φος γρα­φής των προ­α­να­φερ­θει­σών, δια­κρί­νε­ται σε μια αί­θου­σα σκαμ­μέ­νη ο­μοίως μέ­σα στο βρά­χο, στα βο­ρειο-δυ­τι­κά του Τζα­ρα­κάρ και τε­λειώ­νει σε έ­ναν η­μι­θόλιο (δια­κο­σμη­μέ­νο με σταυ­ρό).

Με­τά­φρα­ση: «Εί­θε ο Κύ­ριος Ι­η­σούς Χρι­στός να μας ε­λε­εί. Α­μήν».

Αυ­τά τα υ­πο­λείμ­μα­τα ε­πι­γρα­φών δεν πα­ρέχουν ά­με­σα κά­ποια πλη­ρο­φο­ρί­α σχε­τι­κά με την ί­δρυ­ση του μο­να­στη­ριού. Υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ω­στό­σο, ό­τι χα­ρά­χτη­καν α­μέ­σως με­τά α­πό την κα­τα­σκευ­ή του. Ό­πως και να έ­χει, το Τζα­ρα­κάρ πρέ­πει να έ­χει ι­δρυ­θεί πριν α­πό το 952, βά­σει της δια­σω­θεί­σας ε­πι­γραφής του δυ­τι­κού τοί­χου. Προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση συ­νηγο­ρούν ε­πί­σης οι ι­διαι­τερό­τη­τες της σύν­θε­σης, τα στι­λι­στι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ό­πως και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γρα­φής των εγ­χά­ρα­κτων ε­πι­γρα­φών. Ο Α­λι­σάν πι­στεύ­ει ό­τι ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε πριν τον 11ο αιώ­να, βα­σί­ζο­ντας την ά­πο­ψή του στο γε­γο­νός ό­τι το 1028, το μο­ναστή­ρι α­να­και­νί­στη­κε και τρο­πο­ποι­ή­θη­κε κα­τάλ­λη­λα για να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σαν κά­στρο. Ομοί­ως, ο Σα­σά­νο υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι το Τζα­ρα­κάρ χτί­στη­κε σε μια χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο που πρέ­πει να κά­λυ­πτε 500 χρό­νια, με­τα­ξύ του 6ου και του 11ου αιώνα.

Η πε­ραι­τέ­ρω ιστο­ρί­α του Τζαρα­κάρ φω­τί­ζε­ται α­πό σκόρ­πιες πε­νι­χρές πλη­ρο­φορί­ες, που α­να­φέ­ρο­νται α­πό αρ­με­νίους ι­στο­ριο­γρά­φους, με την α­κό­λου­θη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά.

Το 1029, γί­νε­ται α­να­φο­ρά σε αυ­τό σε σχέ­ση με κά­ποιες ερ­γα­σί­ες κα­τα­σκευ­ής στο σημεί­ο ε­κεί­νο α­πό τον Πρί­γκι­πα Βεστ Σαρ­κίς12, ο ο­ποί­ος λέγε­ται ό­τι ε­νί­σχυ­σε το Τζα­ρα­κάρ με πύρ­γους και συ­μπα­γείς προ­μα­χώ­νες. Πλη­ρο­φο­ρί­ες α­να­φο­ρι­κά με αυ­τήν την α­νοι­κο­δο­μη­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα δί­νο­νται και α­πό τον Με­χι­τάρ Α­ϊρι­βα­νε­τσί:13 «…η Α­γιό­τη­τά του, ο Κα­θο­λι­κός Πέ­τρος Κε­ντα­τάρ­τς14 έ­χτι­σε το Σουρ­μα­ρί και το Τζα­ρακάρ».

Ο Γκι­ρα­γκός Γκα­ντζα­γκε­τσί 15 γρά­φει τα ε­ξής για τα ί­δια έρ­γα των τε­λών του 1020: «Στις μέ­ρες του, ο δια­κε­κρι­μέ­νος Βε­στ Σαρ­κίς, α­φού α­νή­γει­ρε αρ­κε­τά φρού­ρια και εκ­κλη­σί­ες, έ­χτι­σε το δο­ξα­σμέ­νο μο­να­στή­ρι Χτσκόν­κ και μί­α εκ­κλη­σί­α με το ό­νο­μα Ά­γιος Σαρ­κίς. Ε­πί­σης, οχυ­ρώ­νο­ντας το μο­να­στή­ρι του Τζα­ρα­κάρ, έ­χτι­σε πιο γε­ρούς τοί­χους και λα­μπρές εκ­κλη­σί­ες ε­ντός του.

Η ε­πό­με­νη πη­γή χρο­νο­λο­γεί­ται το 1178, ό­ταν ο Τούρ­κος κα­τα­κτη­τής Γα­ρα­τσα­ΐ, κα­τέ­λα­βε το Κε­τσρόρ και το μο­να­στή­ρι-φρού­ριο του Τζα­ρα­κάρ: «Την ί­δια μέ­ρα, πή­ρε το Τζα­ρα­κάρ α­πό κλέ­φτες υ­πό τη δια­τα­γή του Ε­μί­ρη Γα­ρα­τσα­ΐ του Κε­τσρόρ και το πού­λη­σε στον Κι­ζίλα­σλαν έ­να­ντι πο­λύ χρυ­σού. Ο­λο­κλή­ρω­σε την υπό­θε­ση μα­ζί με ε­πι­κίν­δυ­νους ά­ντρες που δε στα­μά­τη­σαν τις αι­μα­το­χυ­σί­ες μέ­ρα και νύχτα μέ­χρι που ά­φη­σαν τους Χρι­στια­νούς στο σκο­τά­δι και την πεί­να…, με πέ­ντε κλη­ρι­κούς μα­χαι­ρω­μέ­νους σταυ­ρω­τά».

Το 1182, ο Κα­ρα­τσα­ΐ, ο ο­ποί­ος εί­χε α­κό­μα το Τζα­ρα­κάρ υ­πό την κυ­ριαρ­χί­α του, κα­τέ­στρεψε τον πε­ρί­φη­μο Σταυ­ρό του Γκο­ρο­ζού, που φυ­λασ­σό­ταν ε­κεί: «Το 631 (του αρ­με­νι­κού η­με­ρο­λο­γί­ου) ο Κα­ρα­τσα­ΐ, που εί­χε κα­τα­λά­βει το Τζα­ρα­κάρ, α­νέ­τρε­ψε το σταυ­ρό με το ό­νο­μα Γκορο­ζού χρη­σι­μο­ποιώ­ντας γε­ρα­νό…». Σύ­ντο­μα, το 1186, οι Αρ­μέ­νιοι της πό­λης Α­νί α­πε­λευ­θέ­ρω­σαν το Τζα­ρα­κάρ: «Το 635 (του αρ­με­νι­κού η­με­ρο­λο­γί­ου) οι κά­τοικοι της Α­νί πή­ραν την πα­τρι­κή γη του Παρ­σέχ 16 (Ε­πί­σκο­πος της Α­νί), σφά­ζο­ντας α­νη­λε­ώς ό­λους, ε­κτός α­πό τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά». Το σύ­νολο αυ­τών των πη­γών α­πο­δει­κνύ­ει την ύ­παρ­ξη συ­γκε­κρι­μέ­νων ι­στο­ρι­κών κα­τα­χωρήσε­ων, σχε­τι­κών με τη μο­νή του Τζαρα­κάρ, σε α­ντί­θε­ση με τον ιά­πω­να ε­ρευ­νη­τή Σα­σά­νο, ο ο­ποί­ος δή­λω­νε ό­τι ού­τε ι­στο­ρι­κά τεκ­μή­ρια, ού­τε προ­η­γού­με­νοι συγ­γρα­φείς α­να­φέ­ρο­νται σε αυ­τό.

Πη­γές κα­το­πι­νών αιώ­νων δεν κά­νουν σχε­δόν κα­μί­α α­να­φο­ρά στο μο­να­στή­ρι. Ω­στό­σο, λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη το γε­γο­νός ό­τι ο Χα­τσα­ντούρ Γκε­τσα­ρε­τσί ή­ταν θαμ­μέ­νος ε­κεί α­πό τον 14ο αιώ­να, μπο­ρού­με να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι το μο­να­στή­ρι ή­ταν ε­νερ­γό με­τα­ξύ του 13ου και του 14ου αιώ­να. Προ­φα­νώς το Τζα­ρα­κάρ ε­ρει­πώ­θη­κε τελι­κά με­τα­ξύ του 1829 και του 1830, με­τά τη μα­ζι­κή ε­κτό­πι­ση και με­τανά­στευ­ση των εντό­πιων Αρ­με­νί­ων.

Αρ­χι­τε­κτο­νι­κή πε­ρι­γρα­φή

Τα μό­να μέ­ρη του Τζα­ρα­κάρ που δια­σώ­ζο­νται εί­ναι ό­σες δο­μές έχουν σκα­φτεί μέ­σα στο βρά­χο και ως εκ τού­του, ή­ταν δύ­σκο­λο να κατα­στρα­φούν. Τα υ­πό­λοι­πα μέ­ρη έ­χουν υ­πο­στεί α­νε­πα­νόρ­θωτες ζη­μιές. Για αυ­τόν το λό­γο, το συ­γκρό­τη­μα θε­ω­ρεί­ται σή­με­ρα ως έ­να, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό έ­ξι πα­ρεκ­κλή­σια και μια κύ­ρια, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη α­πό πα­ρά­πλευ­ρους χώ­ρους, εκ­κλη­σί­α σε σχή­μα σταυ­ρού (10,67 Χ 8,31 μέ­τρα), με έ­ναν ψευ­δοτρού­λο (κα­θό­τι εί­ναι σκαμ­μέ­νος στο βρά­χο) δια­κο­σμη­μέ­νο με κόκ­κι­νο α­νά­γλυ­φο ι­σο­σκε­λή σταυ­ρό.

Λό­γω του εύ­θρυ­πτου βρά­χου, μέ­σα στον ο­ποί­ο λα­ξεύ­τη­καν οι μο­να­στι­κές δο­μές, ή­ταν σκό­πι­μο οι τοί­χοι να κα­λυ­φθούν με στρώ­μα γύ­ψου, ώ­στε να στα­θε­ρο­ποι­η­θούν και να μπορέ­σουν να υ­πο­στη­ρί­ξουν τις τοι­χο­γρα­φί­ες και τα εγ­χά­ρα­κτα.

Η ε­πό­με­νη κα­τα­σκευ­ή (4,78 Χ 3,72 μέ­τρα) εί­ναι μι­κρό­τε­ρη σε δια­στά­σεις α­πό την κύ­ρια εκ­κλη­σί­α και βρί­σκε­ται κο­ντά στη νο­τιο­δυ­τι­κή γω­νί­α της. Έ­χει σχε­δόν την ί­δια σύν­θε­ση αλ­λά σε μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα. Ως μνη­μεί­ο χρι­στια­νι­κής λα­τρεί­ας, εί­ναι α­ξιο­πε­ρίερ­γος ο προ­σα­να­το­λι­σμός της, κα­θώς ε­κτεί­νε­ται α­πό Βορ­ρά προς Νό­το, «κοι­τά­ζο­ντας» το Βορ­ρά και ό­χι την Ανα­το­λή.

Η μό­νη εί­σο­δος στην α­να­το­λι­κή της πλευρά, χρη­σι­μεύ­ει ε­πί­σης ως μέ­σον ε­πι­κοι­νω­νί­ας σε προ­σκεί­με­νη αί­θου­σα. Η ό­λη κα­τα­σκευ­ή φω­τί­ζε­ται α­πό έ­να ά­νοιγμα στα Νό­τια. Η δια­κό­σμη­ση εί­ναι ί­δια με την κύ­ρια εκ­κλησί­α και α­πο­τε­λεί­ται α­πό α­νά­γλυ­φο σταυρό με ί­σους βρα­χί­ο­νες, βαμ­μέ­νο κόκ­κι­νο, που δια­κο­σμεί το κε­ντρι­κό τμή­μα του η­μικυ­κλι­κού ψευ­δο-τρού­λου και ε­νώ­νε­ται με τους τοί­χους μέ­σω υ­πο­στη­ριγ­μά­των.

Υ­πάρ­χει και μί­α κα­τα­σκευ­ή (3,98 Χ 2,82 μέ­τρα) με­τα­ξύ της εκ­κλη­σί­ας και του πα­ρεκ­κλησιού, που χρη­σι­μεύ­ει ως εί­σο­δος και για τις δύ­ο. Εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­τη για τα πα­ρά­δο­ξα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: έ­χει έ­να ο­κτά­ε­δρο στέ­γα­σμα που α­κου­μπά στις αλ­λη­λο­τεμνό­με­νες η­μια­ψί­δες των ά­νω τμη­μά­των των τοί­χων. Τέ­τοια στε­γά­σματα συ­να­ντού­νται, ι­διαί­τε­ρα σε μνη­μεί­α του 9ου μέ­χρι και του 11ου αιώ­να. Ως α­πο­τέ­λε­σμα της διαρ­κούς διά­βρω­σης, το δά­πε­δο αυ­τής της αί­θου­σας-ει­σό­δου εί­ναι ε­ντε­λώς κα­τε­στραμ­μέ­νο. Κα­τά κα­νό­να, τα σα­θρά πε­τρώ­ματα θρύ­πτο­νται και κυ­λούν προς τα κά­τω ό­πως η άμ­μος.

Ο Σ. Σα­σά­νο πι­στεύ­ει ό­τι οι α­νά­γλυφοι ι­σο­σκε­λείς σταυ­ροί των ψευ­δο-τρού­λων του Τζα­ρα­κάρ εί­ναι ε­πιρ­ρο­ή ιε­ρέ­ων της Καπ­πα­δο­κί­ας και του έρ­γου τους σε αυ­τές τις πε­ριο­χές της Αρ­με­νί­ας, κα­τά τον 6ο αιώ­να. Τέ­τοιοι σταυ­ροί, ω­στό­σο, ή­ταν ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νοι σε πολ­λές πε­ριο­χές της Αρ­μενί­ας και συ­να­ντώ­νται σε πο­λυά­ριθ­μα μνη­μεί­α της πρώ­ι­μης χρι­στια­νι­κής πε­ριό­δου. Τέ­τοια ανά­γλυ­φα ή­ταν χα­ραγ­μέ­να απ’ ά­κρη σ’ ά­κρη στα υ­ψί­πε­δα της Αρ­με­νί­ας, ό­χι αρ­γό­τερα α­πό τον 6ο αιώ­να αλλά με­τά τον α­σπα­σμό του Χριστια­νι­σμού ως ε­πί­ση­μο θρή­σκευ­μα (4ος αιώ­νας).

Τα ε­πό­με­να δύ­ο πα­ρεκ­κλή­σια ε­πί­σης μπο­ρούν να θε­ω­ρη­θούν ως τα βόρεια σκευο­φυ­λά­κια της κε­ντρι­κής εκ­κλη­σί­ας. Το δυ­τι­κό πα­ρεκ­κλή­σι / σκευο­φυλά­κιο (…,37 Χ 1,80 μέ­τρα) εί­ναι ε­πί­σης α­ξιό­λο­γο για τη σύν­θε­ση, τη δια­κό­σμη­ση και τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Το βή­μα του βρί­σκε­ται ψη­λό­τε­ρα α­πό το δάπε­δο του χώ­ρου προ­σευ­χής. Η λα­ξευ­μένη στο βρά­χο Α­γί­α Τρά­πε­ζά του φθά­νει σε ύ­ψος 1,10 μέ­τρων πά­νω α­πό το δά­πε­δο του βή­μα­τος. Ο η­μι­κυ­κλι­κός του θόλος, ό­μως, εί­ναι α­πλός και λεί­ος, χω­ρίς α­νά­γλυ­φο σταυ­ρό αλ­λά μό­νον έ­να ζω­γρα­φιστό.

Το α­να­το­λι­κό πα­ρεκ­κλή­σι/σκευο­φυ­λά­κιο (4,06 Χ 2,21 μέ­τρα) εί­ναι ε­λα­φρώς με­γα­λύ­τερο αλ­λά χω­ρίς κά­ποια ι­διαι­τε­ρό­τη­τα. Η Α­γί­α Τρά­πε­ζά του α­πο­τε­λεί­ται α­πό τον ί­διο το βρά­χο, μέ­σα στον ο­ποί­ο έ­χει σκαφτεί το συ­γκρό­τη­μα και το δά­πε­δό του εί­ναι α­νασκαμ­μέ­νο α­πό τα κα­τα­στρε­πτικά χέ­ρια των θη­σαυ­ρο­θη­ρών. Έ­να α­κόμα λα­ξευ­μέ­νο μνη­μεί­ο του συ­γκρο­τή­μα­τος (3,95 Χ 1,99 μέ­τρα) εί­ναι έ­να πα­ρεκ­κλή­σι κο­ντά στη νό­τια πλευ­ρά του βή­μα­τος της εκ­κλη­σί­ας και έ­χει υ­πο­στεί τη με­γα­λύ­τε­ρη διά­βρω­ση. Όπως και τα δύ­ο άλ­λα, μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως το τρί­το σκευο­φυ­λά­κιο της εκ­κλη­σί­ας και έ­χει μια διάμε­ση αί­θουσα με υ­πό­γειο πη­γά­δι.

Κα­τα­λη­κτι­κά, το έ­βδο­μο πα­ρεκ­κλή­σι (3,16 Χ 2,42 μέ­τρα) βρί­σκε­ται στο α­να­το­λι­κό­τε­ρο ά­κρο του συ­γκρο­τή­μα­τος και εί­ναι ε­λα­φρώς α­πο­μο­νω­μένο. Μοι­ρά­ζε­ται κι αυ­τό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των άλ­λων χώ­ρων, ε­νώ στο βή­μα του δια­τηρεί­ται μέ­ρος κει­μέ­νου που ά­φη­σε κά­ποιος προ­σκυ­νη­τής στα τέ­λη του 19ου αιώ­να.

Πέ­ρα α­πό αυ­τές τις αί­θου­σες, έ­χει σκα­φτεί μια συ­γκριτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη αί­θου­σα μέ­σα σε μια σχε­δόν φυ­σι­κή σπη­λιά, ύ­ψους 2-2,5 μέ­τρων, στο δυ­τι­κό ά­κρο της βρα­χώ­δους πλα­γιάς. Εί­ναι η μο­να­δι­κή δο­μή που ε­πι­κοι­νω­νεί ε­λεύ­θε­ρα με τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρο και εί­ναι προ­σβά­σιμη σε οι­κό­σι­τα ζώ­α, που α­πο­ζη­τούν τη δρο­σιά της σπη­λιάς. Σε έ­ναν α­πό τους τοί­χους της, δύ­ο γραμ­μές εί­ναι χα­ραγ­μέ­νες α­πό έ­ναν ά­γνω­στο που προ­σεύ­χεται για τον οί­κτο του Θε­ού.

Η Μο­νή Τζα­ρα­κάρ γνώ­ρι­σε ε­νερ­γή πο­λι­τιστι­κή ζω­ή για ε­κα­το­ντά­δες χρό­νια α­πό την ί­δρυ­σή του. Η ση­μα­σί­α της πρέ­πει να α­να­λυ­θεί και να ε­κτι­μη­θεί σε σχέ­ση με το γε­νι­κό πλαί­σιο έ­ρευ­νας σε δε­κά­δες μνη­μεί­α σκαμ­μέ­να μέ­σα σε βρά­χους, που έ­χουν δια­τη­ρηθεί σε πολ­λά ση­μεί­α στις γύ­ρω πε­ριοχές.

 

 

Σαμ­βέλ Κα­ρα­πετιάν

Με­τά­φρα­ση:Μί­κυ Μοβ­σε­σιάν

 

 

1 Το αρ­χι­κό αρμε­νι­κό ό­νο­μα του χω­ριού εί­ναι Προυτ. Σή­με­ρα κα­τοι­κεί­ται α­πό Κούρ­-    

   δους και αριθ­μεί 40 πε­ρί­που σπί­τια.

2 Στην πε­ριο­χή Γκαμπεγκεάν­κ, της ε­παρ­χί­ας Α­ϊ­ρα­ράτ της Με­γά­λης Αρ­με­νί­ας (περι­φέ­-

   ρεια του Καρ­ς, έ­ως το 1920).

3 Ο Στέ­φεν Σιμ διε­ξή­γα­γε το ε­ρευνη­τι­κό του τα­ξί­δι, με την οι­κο­νο­μι­κή στή­ριξη του

   RAA (Ορ­γα­νι­σμός για την έρευ­να της αρμε­νι­κής αρχι­τε­κτο­νι­κής) και το υ­λι­κό του

   φυ­λάσ­σε­ται σε ψη­φια­κά αρ­χεί­α του Ορ­γα­νι­σμού.

4 Γε­βό­ντ Α­λισάν (Κε­ροβ­πέ Α­λι­σα­νιάν) (1820-1901): Αρ­μέ­νιος συγ­γρα­φέ­ας, φι­λόλο­-

   γος, ι­στο­ρι­κός, γε­ω­γρά­φος και με­τα­φρα­στής. Μέ­λος της Αδελφότητας των Με­χι­-

   ταριστών της Βε­νε­τί­ας (1838). Σου­κιάς Ε­πρι­γκιάν (1873- 1952): Αρ­μέ­νιος φι­λό­λο­-

   γος και γε­ω­γρά­φος.

5 Αρμε­νι­κό ει­κο­νο­γρα­φημέ­νο βιβλί­ο του πρώ­ι­μου Με­σαί­ω­να, γραμ­μέ­νο α­πό τον

   Α­να­νιά Σι­ρα­κα­τσί, πε­ρί γε­ω­γρα­φί­ας της Αρ­με­νί­ας και λοι­πών χω­ρών των πε­ριοχών

   του Καυ­κά­σου και της Με­σο­πο­τα­μί­ας. Εί­ναι το πα­λαιό­τερο βι­βλί­ο γε­ω­γρα­φί­ας της

   Ε­θνι­κής Βι­βλιο­θή­κης αρχαί­ων συγ­γραμ­μά­των και χει­ρογρά­φων, Μα­ντε­να­τα­ράν.

6 Χα­τσα­ντούρ Γκε­τσα­ρε­τσί (1260-γύ­ρω στο 1331): Αρ­μέ­νιος λό­γιος, συγ­γραφέ­ας,

   παι­δα­γω­γός και Αρ­χι­μαν­δρί­της της Μο­νής του Γκε­τσα­ρίς.

7 Γε­ρε­μιά Τσε­λε­μπί Κιο­μιουρ­τζιάν (1637-1695): Δια­κε­κρι­μέ­νος συγ­γραφέ­ας με συγ­-

   γρα­φι­κό έρ­γο ι­διαί­τε­ρης ι­στο­ρι­κής α­ξί­ας. Μι­λού­σε ά­πται­στα 9 γλώσ­σες, α­νά­με­σα

   στις ο­ποί­ες και η Ελ­ληνι­κή.

8 Βα­νά­ντ: Χω­ριό της πε­ρι­φέ­ρειας Βορ­τβάρ (Ορ­ντου­πά­ντ) της Αυτό­νο­μης Δη­μο­κρα­τί­ας

του Να­χι­τσε­βάν.

9 Σα­χαν­σάχ: Τί­τλος των περ­σών Βα­σι­λέ­ων, ο «Βα­σι­λεύς των Βα­σι­λέ­ων».

10 Μου­σέγ Α’: Ι­δρυ­τής της πό­λης Καρ­ς. Ό­ταν ο Α­σό­τ Γ’ ο Ε­λε­ή­μων με­τέ­φε­ρε την

   πρω­τεύ­ου­σα α­πό το Καρ­ς στην πό­λη Α­νί το 963, α­νέ­θε­σε στον α­δερ­φό του, Μου­-

   σέγ, να κυ­βερ­νή­σει το Καρς, ως υ­πα­γό­με­νο πρι­γκι­πά­το.

11 Προ­φα­νώς πρό­κει­ται για τον ί­διο Ντι­ράν, πνευ­μα­τι­κό ποι­μέ­να του Βα­νά­ντ.

12 Βέ­στ Σαρ­κίς: Αρ­μέ­νιος πρί­γκι­πας και σύμ­βου­λος του Βα­σι­λιά Σε­μπάτ Γ’, ο ο­ποί­ος

     κα­τέ­λα­βε την πόλη Α­νί, με την υ­πο­στή­ρι­ξη του Βυ­ζα­ντί­ου, ώ­στε να την πα­ρα­δώ­σει

     στην Αυ­το­κρα­το­ρί­α.

13 Με­χι­τάρ Α­ϊ­ρι­βα­νε­τσί (1230/35-1297/1300): Αρ­μέ­νιος ιερομο­να­χός, πε­ρισσό­τε­ρο

     γνω­στός για τον κα­τά­λο­γό του πε­ρί πα­γκό­σμιας Ι­στο­ρί­ας.

14 Κα­θο­λι­κός Πε­τρός Κε­ντα­τάρ­τς: Πρώ­τος τη τά­ξει Πα­τριάρ­χης, με πα­ρα­μο­νή στο α΄

   α­ξί­ω­μα α­πό το 1019 έ­ως το 1058.

15 Γκι­ρα­γκός Γκα­ντα­γκε­τσί (1200/1202-1271): Αρ­μέ­νιος Ι­στορι­κός του 13ου αιώ­να

     και συγγρα­φέ­ας της Ι­στο­ρί­ας της Αρ­με­νί­ας, μια επι­το­μή των γε­γο­νό­των α­πό τον 4ο

   έ­ως τον 12ο αιώ­να και λε­πτο­με­ρή α­να­φο­ρά των γε­γο­νό­των του δι­κού του και­ρού.

16 α) Ο Ε­πί­σκο­πος Παρ­σέχ, πνευ­μα­τι­κός η­γέ­της της Α­νί. Ανα­φέ­ρε­ται στις εγ­χά­ρα­-

   κτες ε­πι­γρα­φές α­πό το 1160 έ­ως το 1191. β) Το Τζα­ρα­κάρ α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της

   πα­τρι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του Ε­πι­σκό­που Παρ­σέχ της Α­νί και θε­ω­ρού­ταν γη της οι­κο-

   γε­νεί­ας του. (Α­τζα­ριάν Χ. και Ε­πρι­κιάν Σ. α­ντί­στοι­χα, α­πό το λε­ξι­κό αρμε­νι­κών

   ο­νο­μά­των, τό­μος Α’, Ε­ρε­βάν, 1942).

Πλη­ρο­φο­ρί­ες:

Πη­γή άρ­θρου: http://www.raa-am.com/vardsk-4/Vardzk-4E.pdf

Ο RAA πα­ρου­σί­α­σε για πρώ­τη φο­ρά φω­το­γρα­φί­ες του μο­να­στη­ριού Τζα­ρακάρ, το 2009, ό­ταν η το­πο­θε­σί­α του ή­ταν πια ε­ξα­κρι­βω­μέ­νη, στο ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο του άλ­μπουμ «Χα­ϊ­α­στάν» (Αρ­με­νί­α). Ε­ρε­βάν, 2009, σελ: 277-279.

Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το σχετι­κό με την αρμε­νι­κή αρχι­τε­κτο­νι­κή βι­βλί­ο του Σί­ρο Σα­σά­νο: The Armenian Architecture in the Transitional Period: The Survey Report Carried Out in The Republic of Armenia During the Term, from 2002 to 2004. Shiro Sasano & Sasano Seminar, Tokyo, 2005.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι