Menu

Η εκκλησία της Παναγίας στην τουρκοκρατούμενη Αμμόχωστο

Η εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ ή της Κα­λού­σας (α­πό το ρή­μα ganchel=κα­λώ) βρί­σκε­ται στο βο­ρειο­δυ­τι­κό ά­κρο της πε­ρι­τει­χι­σμέ­νης πό­λης της Αμ­μο­χώ­στου, σε ε­λά­χι­στη α­πό­στα­ση α­πό τα ε­ρεί­πια της πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρης εκ­κλη­σί­ας των Καρ­με­λι­τών.

Η πα­ρου­σί­α των Αρ­με­νί­ων στην Αμ­μό­χω­στο χρο­νο­λο­γεί­ται του­λά­χι­στον α­πό την ί­δρυ­ση της Αρ­με­νι­κής Ε­πι­σκο­πής το 12ο αιώ­να· πε­ρί το 1360, η αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α της πό­λης α­ριθ­μού­σε 1.500 ψυ­χές. Ε­πί Φρα­γκο­κρα­τίας και Ε­νε­το­κρα­τί­ας (1192-1489-1570), στην Αμ­μό­χω­στο - μια α­πό τις λα­μπρό­τε­ρες πό­λεις της Ευ­ρώ­πης - οι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν ση­μα­ντι­κή συ­νει­σφο­ρά στο ε­μπό­ριο και διέθε­ταν τρεις εκ­κλη­σί­ες: του Α­γί­ου Σερ­γί­ου, της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας και της Πα­ναγί­ας του Καντσ­βώρ, που πι­στεύ­ε­ται πως α­πο­τε­λού­σε τμή­μα ε­νός ση­μα­ντι­κού μο­να­στι­κού, πο­λι­τι­στι­κού και θε­ο­λο­γι­κού ι­δρύ­μα­τος, στο ο­ποί­ο σπού­δα­σε ο Άγιος Νερ­σής ο Λα­μπρο­ναί­ος (1153-1198)· διέ­θε­τε ε­πί­σης σκρι­πτό­ριο, χει­ρό­γρα­φα του ο­ποί­ου σώ­ζο­νται στην αρ­με­νι­κή Μο­νή του Α­γί­ου Ια­κώ­βου στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές και για μια τέ­ταρ­τη εκ­κλη­σί­α, του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, κα­θώς ε­πί­σης και μια αρ­με­νο­κα­θο­λι­κή της Πα­να­γί­ας των Πρα­σί­νων (de Vert).

 

Προ­σφύ­γες από την Κιλικία


Η σε­μνή εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ φαί­νε­ται ότι κτί­στη­κε με α­φορ­μή την ά­φι­ξη αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων που διέ­φυ­γαν α­πό τις επι­θέ­σεις των Μα­με­λού­κων στην Αι­γαί­α της Κι­λι­κί­ας το 1346. Η τε­χνο­τρο­πί­α της εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κά αρ­με­νι­κή, ω­στό­σο η λι­θο­δο­μί­α της εί­ναι κυ­πρια­κή. Θυ­μί­ζει έ­να τε­τρά­γω­νο φρού­ριο με η­μι­θο­λω­τή α­ψί­δα στα α­να­το­λι­κά, έ­να πα­ρεκ­κλή­σι στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλευ­ρά, σταυ­ρό­σχη­μη στέ­γη και κε­ντρι­κό σφη­νό­λι­θο σε σχή­μα λου­λου­διού. Η στέ­γη εί­ναι α­πό ο­ρι­ζό­ντια γεί­σα, ε­νώ τα πα­ρά­θυ­ρα μι­κρά και α­ψι­δω­τά. Στους τοί­χους υ­πήρ­χαν, σε κα­κή κα­τά­στα­ση, αρ­μενι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες που α­πει­κό­νι­ζαν την Πα­να­γί­α και το Χρι­στό, Α­πο­στόλους και Πα­τριάρ­χες, την Α­νά­στα­ση του Ι­η­σού, τη μα­στί­γω­ση του Κυ­ρί­ου, τη μετα­φο­ρά του Σταυ­ρού, τη σταύ­ρω­ση και την τα­φή του Χρι­στού, τον ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου, τη Θεί­α Γέν­νη­ση, τη Θεί­α Βά­φτι­ση, τον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο, την Α­γί­α Ε­λέ­νη, τον Ά­γιο Ιω­άν­νη τον Πρό­δρο­μο και την κοί­μη­ση της Θεο­τό­κου. Κά­ποιες ε­πι­χεί­ρη­σε να α­πο­κα­λύ­ψει ο George Jeffery το Νο­έμ­βριο του 1912. Μέ­χρι και λί­γο με­τά το 1862 υ­πήρ­χε ε­πί­σης έ­να μι­κρό κα­μπα­να­ριό.

Η εκ­κλη­σί­α χρη­σι­μο­ποιεί­το μέ­χρι και το 1571, ό­ταν -με­τά α­πό μια 11μηνη πο­λιορ­κί­α- την πό­λη κα­τέ­λα­βαν οι Ο­θω­μα­νοί με τον πιο βάρ­βα­ρο τρό­πο. Α­μέσως με­τά τη σφα­γή των κα­τοί­κων και τη λε­η­λά­τη­ση και την ιε­ρό­συ­λη βε­βή­λωση των δε­κά­δων εκ­κλη­σιών της, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου έ­γι­νε ά­βα­το για τους μη-Μου­σουλ­μά­νους μέ­χρι και τα πρώ­τα χρόνια της Αγ­γλο­κρα­τί­ας (1878-1960).

 

H α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας


Με­τά α­πό με­σο­λά­βη­ση του Αρ­χιε­πι­σκό­που Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν, μέ­σω του Μι­χράν Σε­βαζ­λιάν και του Δι­κη­γό­ρου του Στέμ­μα­τος Κα­σπάρ Α­μιρα­γιάν, ο Έ­φο­ρος Αρ­χαιο­τή­των George Jeffery, έ­δει­ξε εν­δια­φέ­ρον για την εκ­κλησί­α και τον Ιού­λιο του 1907 το­πο­θε­τή­θη­κε σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα και έ­γι­ναν με­ρι­κές συ­ντη­ρή­σεις, ε­νώ το Δε­κέμ­βριο του 1907, μα­ζί με άλ­λες πα­ρα­κεί­με­νες εκ­κλη­σί­ες, πε­ρι­λή­φθη­κε στον κα­τά­λο­γο των αρ­χαί­ων μνη­μεί­ων βά­σει του Νό­μου Αρ­χαιο­τή­των IV/1905. Τον Ια­νουάριο του 1931 έ­γι­νε εκ­κα­θά­ρι­ση των χα­λα­σμά­των. Στις 15 Μαρ­τί­ου 1932 ξε­κί­νη­σε η α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε στα τέ­λη Νο­εμ­βρί­ου. Κα­τά το διά­στη­μα αυ­τό, ο Jeffery έ­κα­νε τα­κτι­κές ε­πι­σκέ­ψεις, ε­νώ ο Αμι­ρα­γιάν φαί­νε­ται ό­τι ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη πως το οι­κο­δό­μη­μα θα ή­ταν κα­λό να δια­τη­ρη­θεί ως ε­θνι­κό μνη­μεί­ο πα­ρά ως εκ­κλη­σί­α.

Ω­στό­σο, λό­γω της πλη­θυ­σμια­κής αύ­ξη­σης της αρ­με­νι­κής παροι­κί­ας της Αμ­μο­χώ­στου, ως α­πο­τέ­λε­σμα της Αρ­με­νι­κής Γε­νο­κτο­νί­ας, το ζή­τη­μα προ­σέλ­κυ­σε την προ­σο­χή της Αρ­με­νι­κής Μητρό­πο­λης Κύ­πρου. Στις 19 Α­πρι­λί­ου 1934 ο Συ­γκα­θή­με­νος Κα­θόλι­κος (Πα­τριάρ­χης) του Με­γά­λου Οί­κου της Κι­λι­κί­ας, Παπ­κέν Γκιου­λε­σε­ριάν, επι­σκέ­φθη­κε την εκ­κλη­σί­α. Ε­κεί διέ­κρι­νε τον αρ­με­νι­κό αρ­χι­τε­κτο­νι­κό ρυθ­μό της, τις τοι­χο­γρα­φί­ες, το ιε­ρό και το βα­φτι­στή­ρι στο βό­ρειο τμή­μα της. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες δυ­στυ­χώς εί­χαν σχε­δόν κα­τα­στρα­φεί, ε­νώ στη διάρ­κεια των αιώ­νων Αρ­μέ­νιοι και άλ­λοι εί­χαν χα­ρά­ξει τα ο­νό­μα­τά τους πά­νω στους τοί­χους. Εί­ναι δε εν­δια­φέ­ρον να α­να­φέ­ρου­με ό­τι, κα­τά την ε­πί­σκε­ψή του στην πε­ριοχή, ο Παπ­κέν ε­ντό­πι­σε έ­να χα­τσκάρ στο βο­ρειο­δυ­τι­κό τμή­μα μιας εκ­κλη­σί­ας ό­χι μα­κριά α­πό την εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Κα­ντσβώρ.

 

Συμ­βό­λαιο για εκ­μί­σθω­ση


Με­τά την ε­πί­σκε­ψή του, ο Παπ­κέν ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη ό­τι θα έ­πρεπε η εκ­κλη­σί­α να δο­θεί σους Αρ­μέ­νιους. Έ­τσι, ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν ήρ­θε σε ε­πα­φή με το Τμή­μα Αρ­χαιο­τή­των. Ω­στό­σο, α­παι­τού­νταν 100 σελίνια για ε­πι­διορ­θώ­σεις, τις ο­ποί­ες δεν μπο­ρού­σε να δια­θέ­σει η Μη­τρό­πο­λη. Τε­λι­κά, συμ­φω­νή­θη­κε η εκ­μί­σθω­ση της εκ­κλη­σί­ας για πε­ρί­ο­δο 99 ε­τών, με ο­νο­μα­στι­κό ε­νοί­κιο 5 σε­λί­νια/έ­τος. Το συμ­βό­λαιο υ­πο­γρά­φη­κε στις 7 Μαρτί­ου 1936, με προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι οι £60 θα δί­νο­νταν ά­με­σα για τις α­να­γκαί­ες ε­πι­διορθώ­σεις. Τις £60 τε­λι­κά έ­δω­σε ο ντό­πιος γαιο­κτή­μο­νας Στε­πάν Ε­ρα­μιάν, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο κα­λύ­φθη­κε α­πό ει­σφο­ρές με­λών της κοι­νό­τη­τας.

Με­τα­ξύ 1937-1944 έ­γι­ναν διά­φο­ρες ε­πι­διορ­θώ­σεις με την ι­διαί­τε­ρη φρο­ντίδα του νέ­ου Ε­φό­ρου Αρ­χαιο­τή­των, Theophi-lus Mogabgab· λό­γω του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, το έρ­γο προ­χω­ρού­σε αρ­γά. Τε­λι­κά, η πρώ­τη Λει­τουρ­γί­α τε­λέ­στη­κε την Κυ­ριακή, 14 Ια­νουα­ρί­ου 1945 α­πό τον Αρ­χι­μαν­δρί­τη Κρι­κόρ Μπα­χλα­βου­νί (γνω­στό και ως «Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ», πι­θα­νό­τα­τα α­πό τραυ­μα­τι­σμό που υ­πέστη κα­τά την υ­πη­ρε­σί­α του στην Αρ­με­νι­κή Λε­γε­ώ­να) με πα­ρου­σί­α πλή­θους κό­σμου. Στις 22 Α­πρι­λί­ου 1945 ε­δώ έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη τε­λε­τή μνή­μης της Γε­νο­κτο­νί­ας, χο­ρο­στα­τού­ντος και πά­λιν του Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ. Το 1947 ή το 1948 ε­δώ λει­τούρ­γη­σε ο Κα­θό­λι­κος (Πα­τριάρ­χης) Κα­ρε­κίν Α’.

Η βά­ση του σταυ­ρού δω­ρή­θη­κε το 1949 α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Τζε­ρετζιάν, ε­νώ το βα­φτι­στή­ρι α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Νι­κο­λιάν. Η εκ­κλη­σία γιόρ­τα­ζε την τρί­τη Κυ­ρια­κή του Μά­η, αλ­λά και στις άλ­λες γιορ­τές της Πα­ναγί­ας και λει­τουρ­γού­σε με­ρι­κές φο­ρές το χρό­νο. Ω­στό­σο, κα­θώς η εκ­κλη­σί­α ήταν μα­κριά α­πό τα Βα­ρώ­σια, στα ο­ποί­α κα­τοι­κού­σαν οι Αρ­μέ­νιοι της Αμ­μο­χώ­στου, το χει­μώ­να οι Λει­τουρ­γί­ες τε­λού­νταν συ­νή­θως στο ε­νοι­κια­ζό­με­νο κτί­ριο του Αρ­με­νι­κού Σχο­λεί­ου Αμ­μο­χώ­στου.

 

Σε τουρ­κι­κό γκέ­το


Στις 8 Μαρ­τί­ου 1957 η εκ­κλη­σί­α κά­η­κε α­πό εξ­τρε­μι­στές Τουρ­κο­κύ­πριους, που τη διέρ­ρη­ξαν και προ­κά­λε­σαν ζη­μιές £300-£400. Το γε­γο­νός αυ­τό έ­κα­νε τη Μη­τρό­πο­λη να ζη­τή­σει μια άλ­λη εκ­κλη­σί­α, κά­τι που οι α­ποι­κια­κές αρ­χές αρ­νή­θη­καν. Τε­λι­κά, α­πό το 1962 και με­τά α­πό πα­ρα­χώ­ρη­ση της Ιε­ράς Αρ­χιεπι­σκο­πής Κύ­πρου, η πα­ροι­κί­α της Αμ­μο­χώ­στου χρη­σι­μο­ποιού­σε την εκ­κλη­σί­α της Α­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ής στα Κά­τω Βα­ρώ­σια, ε­νώ για τις ση­μα­ντι­κές Λει­τουρ­γί­ες χρη­σι­μο­ποιό­ταν η εκ­κλη­σί­α το Α­γί­ου Ιω­άν­νη. Α­πό τον Ια­νουά­ριο του 1964, με­τά την εκ­δή­λω­ση της τουρ­κο­κυ­πρια­κής α­νταρ­σί­ας, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη κα­τέστη τουρ­κι­κό γκέ­το και α­προ­σπέ­λα­στη για τους Χρι­στια­νούς, ε­νώ τον Αύ­γου­στο του 1974 κα­τα­λή­φθη­κε α­πό τους τούρ­κους ει­σβο­λείς, ό­πως και η υ­πό­λοι­πη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1964-2005, ό­ταν πλέ­ον α­πο­χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε α­πό «στρα­τιω­τι­κή πε­ριο­χή», χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως οι­κί­α, στά­βλος, πυ­ρι­τι­δα­πο­θή­κη, ο­πλα­πο­θή­κη και α­πο­θή­κη προ­μη­θειών.

Λε­η­λα­τη­μέ­νη, βου­βή και α­λει­τούρ­γη­τη, πε­ρι­μέ­νει υ­πο­μο­νε­τι­κά την επι­στρο­φή των νό­μι­μων ι­διο­κτη­τών της, μα­ζί με το ε­ρει­πω­μέ­νο Αρ­με­νο­μο­νά­στηρο (Μο­νή Α­γί­ου Μα­κα­ρί­ου) στη Χα­λεύ­κα και την (υ­πό ε­πι­διόρ­θω­ση) εκ­κλη­σί­α της Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας στην πα­λιά Λευ­κω­σί­α.

 

Α­λέ­ξαν­δρος-Μι­χα­ήλ Χατζη­λύ­ρας

 

Πηγή: armenika.gr

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι