Menu

Καισάρεια, χθες και σήμερα

Το σύ­ντο­μο οδοι­πο­ρι­κό α­πό Κάρ­ς προς Αχτα­μάρ πέ­ρυ­σι τον Σε­πτέμ­βρη ή­ταν η πρώ­τη ζω­ντα­νή ε­πα­φή με το α­να­το­λι­κό­τερο κομ­μά­τι της Α­να­το­λί­ας. Μα ό­νει­ρο ζω­ής ή­ταν να πα­τή­σω τα πα­τρο­γο­νι­κά χώ­μα­τα της Κι­λι­κί­ας. Τό­σες α­φη­γήσεις, τό­σες ι­στο­ρί­ες, τό­ση Ι­στο­ρί­α... Και η τύ­χη τα ‘φε­ρε έ­τσι που συμ­με­τεί­χα κι ε­γώ στην α­πο­στο­λή - προ­σκύ­νη­μα που ορ­γά­νω­σε ο σύλ­λο­γος Χά­ι Τζαρ* της Πό­λης, με προ­ο­ρι­σμό την Και­σά­ρεια και τα χω­ριά της, το Χα­τζίν, το Σις, τα Ά­δα­να, την Α­λε­ξαν­δρέ­τα, την Α­ντιό­χεια και το Μου­σά Λερ, 21 – 25 Ιου­νί­ου 2012.

οι συ­νο­δοι­πό­ροι...

Στο τι­μό­νι κα­θό­ταν έ­νας ε­ξαι­ρε­τι­κός και πο­λύ υ­πο­μο­νε­τι­κός οδη­γός. Μα­νού­βρα­ρε με τέ­χνη στα στε­νά κα­τη­φο­ρι­κά σο­κά­κια, στις κλει­στές στρο­φές των πα­νύ­ψη­λων βου­νών, στις χω­μά­τι­νες α­νη­φο­ριές των κά­στρων. Οι συνο­δοι­πό­ροι μου δια­λε­κτοί έ­νας προς έ­ναν, μί­α προς μί­α. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μέλη του Χά­ι Τζάρ, αρ­χι­τέ­κτο­νες ή μη­χα­νι­κοί με ε­πί­γνω­ση της α­πο­στο­λής τους. Ήταν κι o τούρ­κος υ­δα­το­λό­γος Μεχμέτ Μπιλντιριτζί που έ­ψα­χνε μα­ζί μας τους δρό­μους του νε­ρού των πα­λιών πο­λι­τι­σμών. Μας έ­λε­γε με τι σο­φί­α δια­χει­ρί­ζο­νταν τους υ­δά­τι­νους πό­ρους οι αρ­χαί­οι Ου­ραρ­τού, Χετ­ταί­οι, Ασ­σύ­ριοι, Πέρ­σες και οι Αρ­μέ­νιοι ως της αρ­χές του 20ού αιώ­να, πώς ά­νοι­γαν αυ­λά­κια (α­γκός) στις πλα­γιές των βου­νών για να φέ­ρουν το κα­θα­ρό νε­ρό ως τον πιο ά­νυ­δρο κά­μπο.

Ή­ταν κι ο Ερ­σό­ι Σο­ϊ­ντάν, συγ­γρα­φέ­ας ε­νός πο­λύ πρω­τό­τυ­που βι­βλί­ου, το Νέ­ρε­γιε Γκιντε­λίμ; (Πού να πά­με;), κά­τι με­τα­ξύ τα­ξι­διωτι­κού ο­δη­γού και ι­στο­ρι­κής έ­ρευ­νας. Μας ε­ξο­μο­λο­γή­θη­κε πως α­φορ­μή και αρ­χή για την έ­ρευ­νά του ή­ταν το βι­βλί­ο Μα­τωμέ­να Χώ­μα­τα, με­τα­φρα­σμέ­νο στα τουρ­κι­κά. Α­φού το διά­βα­σε, έ­κα­νε σκο­πό ζω­ής να α­να­δεί­ξει το θέ­μα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου, τους ξε­κλη­ρι­σμέ­νους λα­ούς της Μι­κράς Α­σί­ας. Δεν ή­ξε­ρε τό­τε ό­τι θα έ­πε­φτε σε βα­θύ α­φρι­σμέ­νο ωκε­α­νό, κι ε­μείς μα­ζί του έ­να κα­ρυ­δό­τσου­φλο που πα­ρά τις τρι­κυ­μί­ες α­ντέ­χει.

Ή­ταν και δη­μο­σιο­γρά­φοι που εν­δια­φέ­ρο­νταν για το πα­ρελ­θόν της Α­να­το­λί­ας, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα ή­θε­λαν να κα­τα­νο­ή­σουν τι μας ω­θεί ό­λους ε­μάς στα σκόρ­πια ε­ρεί­πια, στη βου­βή ε­ρη­μιά. Τι μας ε­μπνέ­ει και τρα­γου­δά­με Ντερ Βο­γορ­μιά μέ­σα στα α­χού­ρια και τους στά­βλους. Για­τί ψιθυ­ρί­ζου­με το Πά­τερ Η­μών στις α­πο­θή­κες και τις στά­νες. Τι δια­βά­ζου­με στα μι­σο­σβη­σμέ­να γράμ­μα­τα, σκυμ­μέ­νοι πά­νω στις τα­φό­πλα­κες. Για­τί α­πο­χω­ρι­ζόμα­στε δα­κρυ­σμέ­νοι αυ­τές τις πέ­τρες. Το εν­δια­φέ­ρον τους έ­φτα­σε, βέ­βαια, στα ό­ρια της α­δια­κρι­σί­ας κά­ποια στιγ­μή κι ε­νο­χλη­θή­κα­με. Και το κα­τά­λα­βαν.

Έ­κτα­κτος ε­πι­βά­της, ο Νο­ρά­ιρ Σα­χι­νιάν, α­πό τη Βρα­ζι­λί­α. Μό­λις εί­χε γυ­ρί­σει α­πό την Ούρ­φα, ό­που με­τά α­πό 90 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, έ­να ση­μεί­ω­μα σκα­λι­σμένο στην κο­λώ­να ε­νός πα­λιού σπι­τιού δια­βά­στη­κε α­πό τον εγ­γο­νό τού πα­ρα­λή­πτη, τον ί­διο τον Νο­ρά­ιρ: “Το 1922 ήρ­θα στο σπί­τι του Νι­σάν Ε­φε­ντί, έ­μει­να ε­δώ 25 μέ­ρες, τώ­ρα φεύγω για το Χα­λέ­πι. Γεια σας σύ­ντρο­φοι. Ό­ποιος δια­βά­σει αυ­τό το ση­μεί­ω­μα ας θυμά­ται τον Μπε­ντρός Σα­χι­νιάν”. Η Εσ­ρά Ελ­μάς, συ­ντά­κτης της Α­γκός, συ­ντρό­φε­ψε τον Νο­ρά­ιρ στην α­να­ζή­τη­σή του.

Η υ­πο­μο­νε­τι­κή και πά­ντα χα­μο­γε­λα­στή Λό­ρα Μπα­ϊ­τάρ εί­χε ορ­γα­νώ­σει τις λεπτο­μέ­ρειες του τα­ξι­διού μας με ά­ψο­γο τρό­πο. Ή­ξε­ρε α­πό πρώ­το χέ­ρι τα πάντα για την Και­σά­ρεια και τη ζω­ή των μειο­νο­τή­των ε­κεί. Μα­ζί της εί­χα­με τη χα­ρά να ε­πι­σκε­φτού­με το πα­τρι­κό της σπί­τι, ό­που έ­ζη­σε τα παι­δι­κά της χρό­νια. Με­τά το θάνα­το του παπ­πού της που ή­ταν ε­ξι­σλα­μι­σμέ­νο ορ­φα­νό των σφα­γών, το σπί­τι έ­χει μεί­νει α­δεια­νό.

Ξε­να­γός μας σ’ ό­λο το τα­ξί­δι ή­ταν ο Σαρ­κίς Σε­ρο­πιάν, ο Σαρ­κίς αγ­πα­ρίκ (α­δερφός), ό­πως τον α­πο­κα­λού­σα­με ό­λοι, αρ­θρο­γρά­φος στην ε­φη­με­ρί­δα Α­γκός. Τα τε­λευταί­α 35 χρό­νια ορ­γώ­νει ό­λη την Τουρ­κί­α, ψά­χνο­ντας τους “κρυ­φούς” - λό­γω α­νω­τέ­ρας βίας ε­ξι­σλα­μι­σμέ­νους ή ε­κτουρ­κι­σμέ­νους - Αρ­μέ­νιους. Κα­τά τη διάρ­κεια των πο­λυε­τών ε­ρευ­νών του έ­χει βρει και α­να­δεί­ξει, μί­α προς μί­α, την αι­σχρή κα­κο­ποί­η­ση που έ­χουν υ­πο­στεί τα αρ­με­νι­κά, ελ­λη­νι­κά, ασ­συ­ρια­κά και άλ­λα μνη­μεί­α, έρ­μαια του κα­θο­δη­γού­μενου α­πό το κρά­τος φα­να­τι­σμού.

Πα­ρό­λη την τό­σο συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια ε­ξά­λει­ψης κά­θε ί­χνους πα­ρου­σί­ας άλ­λων λα­ών σε ό­λη την ε­πι­κρά­τεια της Μι­κράς Α­σί­ας, ό­που κι αν στα­θή­κα­με, βρε­θή­κα­με μπρο­στά σ’ ε­κεί­νες τις ζω­ντα­νές πέ­τρες, τις χτι­σμέ­νες μί­α μί­α, με τε­χνο­τρο­πί­α μο­να­δι­κή και μα­στο­ριά α­ξε­πέ­ρα­στη. Πέ­τρες που έ­γι­ναν να­οί, μο­να­στή­ρια, γεφύ­ρια, σχο­λές, σπί­τια, θέ­α­τρα, κά­στρα και ο­χυ­ρά. Τι­τά­νια έρ­γα αλ­λoτι­νών αν­θρώπων. Μι­λούν οι πέ­τρες, φω­νά­ζουν: “Ο μά­στο­ράς μου ή­ταν Αρ­μέ­νης!”, “Ε­μέ­να μ’ έ­χτισαν Έλ­λη­νες!”.

Για όσους κω­φεύ­ουν, τα καλ­λί­γρα­φα σκα­λί­σμα­τα πά­νω στις πέ­τρες δί­νουν πε­ραι­τέ­ρω ε­ξη­γή­σεις, αρ­κεί βέ­βαια να έ­χεις πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα και να κα­τέ­χεις τα αρ­μενι­κά ή τα ελ­λη­νι­κά. Κά­ποιος φύ­λα­κας - ξε­να­γός ε­πέ­μενε, πως οι ε­πι­γρα­φές ή­ταν “κά­ποιο Μα­με­λου­κικό οι­κό­ση­μο...”. Πράγ­μα­τι, οι Μα­με­λού­κοι πέ­ρα­σαν α­πό αυ­τά τα μέ­ρη, αλ­λά οι ε­πι­γρα­φές εί­χαν σκα­λι­στεί πο­λύ πριν την εμ­φά­νι­σή τους στα αρ­με­νι­κά. Ως πό­τε μπο­ρεί κα­νείς να κρύ­βε­ται πί­σω α­πό το δά­χτυ­λό του!

 

αρ­χί­ζει το τα­ξί­δι...

Στο Γκερ­μέρ (Κερμίρα), στα πε­ρί­χωρα της Και­σά­ρειας, έ­να πο­τά­μι διέ­σχι­ζε το χω­ριό και μια πέ­τρι­νη γέ­φυ­ρα έ­νω­νε τις δυο ό­χθες. Α­πό αυ­τό το γε­φύ­ρι περ­νού­σε α­πένα­ντι ο Ε­λί­α Κα­ζάν, για να συ­να­ντή­σει τον αρμέ­νιο φί­λο του, αυ­τόν που πε­ρι­γρά­φει στην ται­νί­α Α­μέ­ρι­κα-Α­μέ­ρι­κα και χά­ρη στον ο­ποί­ο έ­φτα­σε κά­πο­τε στη πο­λυ­πό­θη­τη Α­με­ρι­κή. Α­πό τη μί­α η ελ­λη­νι­κή εκ­κλη­σί­α Ά­γιος Στέ­φα­νος, που προ­φα­νώς εί­ναι ο α­πό­πα­τος των νέ­ων κα­τοί­κων τής άλ­λο­τε ελ­λη­νι­κής γει­το­νιάς, θέ­α­μα που συ­να­ντή­σα­με σε δε­κά­δες εκ­κλη­σιές, αρ­μέ­νι­κες κι ελ­λη­νι­κές. Α­πό την άλ­λη, η μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νη αρ­μενι­κή εκ­κλησί­α της Πα­να­γί­ας, εί­ναι πλέ­ον το σπίτι μιας οι­κο­γέ­νειας ε­ποί­κων. Το σω­ζό­με­νό της κομ­μά­τι και το υ­πε­ρώ­ο έ­χουν με­τα­τρα­πεί σε κου­ζί­να και υ­πνο­δω­μά­τια. Στην α­να­το­λι­κή με­ριά, α­κρι­βώς στο Ιε­ρό που το έ­χουν σκά­ψει, φαί­νε­ται πως βρήκαν μό­νο γό­νι­μη γη και καλ­λιερ­γούν πια α­μέ­ρι­μνοι το μπο­στά­νι τους. Δί­πλα, η αριστερή πλευρά του ιερού εί­ναι η στά­νη των ζω­ντα­νών τους. Στη θέ­ση που θα στέ­κο­νταν οι ψάλ­τες, στέ­κει σή­με­ρα μια πυ­κνό­φυλ­λη συ­κιά γε­μά­τη μαύ­ρα και ο­λό­γλυ­κα σύ­κα. Θε­ω­ρώ­ντας μας μου­σα­φί­ρη­δές τους, οι έ­νοι­κοι μας φί­λε­ψαν απ’ αυ­τά, μα­ζί με φρέ­σκα ζε­στά ψω­μά­κια. Η μα­κα­ριό­τη­τά τους, μας φά­νη­κε α­πίστευ­τη! Όμως οι πέ­τρες κι ε­δώ μαρ­τυ­ρούν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα που υ­πέ­στη­σαν.

Η σύγ­χρο­νη Και­σά­ρεια, ο­λό­λα­μπρη κά­τω α­πό τη σκιά του με­γα­λειώ­δους ό­ρους Αρ­γαί­ου (Ερ­τζι­γές) χιο­νι­σμέ­νου και κά­τα­σπρου μες το κα­τα­κα­λό­και­ρο. Βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο α­κρι­βώς της Τουρ­κί­ας. Ε­δώ α­νέ­λα­βε την ξε­νά­γη­σή μας ο Αρ­σέν Αρ­σίκ, γέν­νη­μα θρέμ­μα Και­σά­ρειος. Κά­ποιοι συ­ντα­ξι­διώ­τες μου που την είχαν ε­πι­σκε­φτεί 10-15 χρό­νια πριν, τρό­μα­ξαν να τη γνω­ρί­σουν. Η πό­λη συν­δέ­ε­ται πλέ­ον με α­ε­ρο­δρό­μιο, σι­δη­ρό­δρο­μο, αυ­το­κι­νη­το­δρό­μους με ό­λη την ε­πι­κρά­τεια. Είναι κέ­ντρο ε­μπο­ρί­ου, βιο­μη­χα­νί­ας και α­γρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής. Σαν τα μα­νι­τά­ρια ξε­φυ­τρώ­νουν πα­ντού οι γνω­στές σε ό­λους μας α­ντιαι­σθη­τι­κές πο­λυώ­ρο­φες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες: “Πω­λού­νται [κο­ντο­τά­βα­να και α­πο­πνι­κτι­κά] δια­με­ρί­σμα­τα”. Ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός εί­ναι το πρό­σχη­μα της βε­βια­σμέ­νης α­στι­κο­ποί­η­σης, που ση­μαί­νει ό­τι οι εργο­λά­βοι και οι τρά­πε­ζες κά­νουν χρυ­σές δου­λειές. Φτω­χοί α­γρό­τες πω­λούν όσο ό­σο τη γη τους και ε­πι­πλέ­ον α­φού κα­τα­χρε­ω­θούν, στοι­βά­ζονται στην πόλη, με την ελ­πί­δα του με­ρο­κά­μα­του. Στα πε­ρί­χω­ρα οι οι­κο­γε­νεια­κές μι­κρο­καλ­λιέρ­γειες έ­χουν α­ντι­κα­τα­στα­θεί με με­γά­λα τσι­φλί­κια μο­νο­καλ­λιέργειας, που ξε­ζου­μί­ζουν τη γη και μο­λύ­νουν τον υ­δρο­φό­ρο ο­ρί­ζο­ντα. Το φαινό­με­νο λέ­γε­ται α­γρο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, δη­λα­δή πλή­ρης α­πο­ρύθ­μι­ση κά­θε δυ­να­τότη­τας για φυ­σιο­λο­γι­κή ζω­ή. Πα­ντού στον κό­σμο τα ί­δια.

Στη θέ­α των κα­μου­φλα­ρι­σμέ­νων με γι­γα­ντο­α­φί­σες οι­κο­δο­μών της πό­λης, ο νους μου με πή­γε κα­τευ­θεί­αν στην τε­λευ­ταί­α σκη­νή της ται­νί­ας Ψεύ­της Ή­λιος του Νι­κή­τα Μι­χαλ­κόφ. Δέ­σπο­ζε πά­νω τους το χα­μο­γε­λα­στό πρό­σω­πο του Α­μπντου­λάχ Γκιουλ: “Πρό­ε­δρε, κα­λωσήρ­θες στο σπί­τι σου”, έ­γρα­φαν. Έ­τσι ε­νημε­ρω­θή­κα­με κι ε­μείς ό­τι ο πρώ­τος κύ­ριος της Τουρ­κί­ας κα­τά­γε­ται α­πό την Και­σά­ρεια κι ό­τι ε­κεί­νες τις μέ­ρες ε­πι­σκε­πτό­ταν την γενέ­τει­ρά του. Εί­δα­με μά­λι­στα το προ­σω­πι­κό του προ­ε­δρι­κό α­ε­ρο­πλά­νο στο α­ερο­δρό­μιο.

Ο Αρ­σέν μας πή­γε στην άλ­λο­τε αρ­μενι­κή γει­το­νιά του, στο κέ­ντρο της Και­σά­ρειας. Ή­ταν εμ­φα­νές ό­τι κά­ποιοι δι­κοί μας πρό­κο­ψαν κά­πο­τε ε­δώ. Μα με την ξε­νά­γησή του, ο τό­πος ζω­ντά­νε­ψε: “Ε­δώ ή­ταν το σχο­λείο μας, ε­κεί η Αρ­χιε­πι­σκο­πή και το πα­ρεκ­κλή­σι, πα­ρα­πέ­ρα το σπί­τι τού συμ­μαθη­τή μου. Σ’ αυ­τή τη βρύ­ση μ’ έ­στελ­νε η μά­να μου να φέ­ρω νε­ρό. Ποιος εί­δε ο­μορφό­τε­ρη απ’ αυ­τήν που εί­δα ε­γώ ε­δώ­ να;...”. Τι κρί­μα, έ­χει πια στε­ρέ­ψει! Α­ξιο­πα­ρα­τήρη­τη ή­ταν η έλ­λει­ψη κα­θα­ριό­τη­τας στα σο­κά­κια. Η υ­πό­λοι­πη πό­λη έ­λα­μπε, ά­στρα­φτε. Ε­δώ, για­τί ό­χι; Εί­ναι πια τσιγ­γα­νο­μα­χα­λάς, και μ’ αυ­τή τη δι­καιο­λο­γία δεν μπαί­νει ο δή­μος να κα­θα­ρί­σει. Γί­νε­ται πλιά­τσι­κο μ’ ό­τι φα­ντα­στεί κα­νείς: πόρ­τες, πα­ρά­θυ­ρα, έ­πι­πλα, κά­γκε­λα, α­κό­μη και πέτρες α­πό τα σπί­τια μας. Ο τό­πος α­πο­ψι­λώ­νε­ται, ό­λοι βο­λεύ­ο­νται...

Γύ­ρω α­πό τη Και­σά­ρεια α­μέ­τρη­τα πρώ­ην χρι­στια­νι­κά χω­ριά. Γκι­γκί, Ε­κρέκ, Γκε­σί, Νιρ­ζέ. Στο Α­γιρ­νάς περ­πα­τή­σα­με στα σο­κά­κια και βρε­θή­κα­με μπρο­στά στον Ά­γιο Προ­κό­πιο. Με τις ε­πί­μο­νες προ­σπά­θειες του Πα­τριάρ­χη Βαρ­θο­λο­μαίου έ­χει κα­θα­ρι­στεί α­πό ό­σα α­πε­ρί­γρα­πτα εί­δα­με στις άλ­λες εκ­κλη­σιές και σύ­ντο­μα θα λει­τουρ­γή­σει ως μου­σεί­ο. Α­πένα­ντι οι ε­πτά βρύ­σες του χω­ριού α­να­δει­κνύ­ουν την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή μα­ε­στρί­α, αι­σθη­τι­κή αλ­λο­τι­νών α­ξιών.

Στα χω­ριά Το­μαρ­ζά, Φε­νε­σέ, Πι­νάρ­μπα­σι, Α­ζι­ζι­γέ βρή­κα­με πολ­λά πα­λιά αρ­με­νι­κά νεκρο­τα­φεί­α, μα οι τά­φοι στην πλειο­ψη­φί­α τους συ­λη­μέ­νοι. Οι Τούρ­κοι μέ­χρι και σή­με­ρα σκά­βουν τά­φους, πα­τώ­ματα σπι­τιών, ιε­ρά εκ­κλη­σιών με σκο­πό να βρουν λί­ρες, που υπο­τί­θε­ται πως έ­κρυ­ψαν οι κα­τα­τρεγ­μέ­νοι. Ό­μως ο πραγ­μα­τι­κός πλού­τος των αλ­λο­τινών αν­θρώ­πων εί­χε για ε­πί­κε­ντρο το μό­χθο. Με τη γε­νο­κτο­νί­α και τον ξε­ρι­ζω­μό στέ­ρε­ψαν φαί­νε­ται οι στά­λες του ι­δρώ­τα που πέ­φτο­ντας α­πό το μέ­τω­πό τους στη γη, με­τα­τρέ­πο­νταν σε φλέ­βες χρυ­σού.

Το Τα­λάς (Μουταλάσκη) σ’ έ­να λό­φο με­τα­ξύ του χιο­νι­σμέ­νου Ερ­τζι­γές και των κά­μπων της Και­σά­ρειας, στο­λί­δι ο­μορ­φιάς και αρ­μο­νί­ας. Ε­κεί μας πε­ρί­με­νε ο μο­να­δι­κός α­πό τους χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιους που ζού­σαν κά­πο­τε ε­κεί.

Ο Σαρ­κίς του Τα­λάς μάς φί­λε­ψε τσά­ι και φρέ­σκα φρού­τα κι α­φού πή­ρα­με μια α­νά­σα στη αυ­λή του, ξε­χυ­θή­κα­με στα χω­μά­τι­να, έ­ρη­μα σο­κά­κια της γει­το­νιάς. Τα ε­γκα­ταλε­λειμ­μέ­να σπί­τια, σαν φα­ντά­σμα­τα ορ­θώ­νο­νταν μπρο­στά μας. Το πιο ψη­λό, ή­ταν της οι­κο­γέ­νειας Κα­λού­στ Γκιουλ­μπεν­κιάν (ο κύ­ριος 5%). Οι αρ­χι­τέ­κτο­νές μας έ­μει­ναν ά­ναυ­δοι μπρο­στά στο διώ­ρο­φο κτί­ριο. Το ε­σω­τε­ρι­κό, πα­ρά τους βαν­δα­λι­σμούς, εί­ναι ακό­μα πιο ε­ντυ­πω­σια­κό με τα λε­πτε­πί­λε­πτα ξυ­λό­γλυ­πτα που κο­σμούν ό­λα τα δω­μά­τια. Πραγ­μα­τι­κό αρ­χο­ντι­κό. Μά­θα­με πως ο νέ­ος ι­διο­κτή­της σκο­πεύ­ει να το με­τα­τρέ­ψει σε ξε­νο­δο­χεί­ο, αλ­λά κολ­λά­ει στη γρα­φειο­κρα­τί­α, στο γνω­στό και σε μας κυ­κε­ώ­να των νό­μων πε­ρί δια­τη­ρη­τέ­ων κτη­ρί­ων.

Στο Ε­βε­ρέκ πε­ρά­σα­με α­πό το σπί­τι του Γε­γιά Σαχ­μπάζ. Έ­φυ­γε α­πό τον κό­σμο μας πριν α­πό έ­να μή­να, σε η­λι­κί­α 103 ε­τών. Η προ­σευ­χή μας ή­χη­σε α­ντί μνη­μο­σύ­νου στο κα­τώ­φλι της πόρ­τας του. Ή­ταν ο μο­να­δι­κός μάρ­τυ­ρας της “ε­ξέ­λι­ξης” στο χω­ριό. Εί­χε προ­λά­βει ψαλ­τά­κος στην εκ­κλη­σιά του Σουρ­π Το­ρός, πολύ πριν με­τα­τρα­πεί σε τζα­μί. Κατη­φο­ρί­σα­με στον ελ­λη­νι­κό μα­χα­λά. Έ­τσι ό­πως περ­πα­τού­σα­με δια­βάζα­με τα οι­κό­ση­μα των κα­ρα­μαν­λί­δι­κων αρ­χο­ντι­κών: “Οί­κος Κω­στά­κη Χα­τζιορ­δα­νί­δη, 1903”, άλ­λα του 1907, του 1912 και τε­λευ­ταί­ο του 1921! Με το που κα­τά­λα­βαν πως υ­πάρ­χει ε­πι­σκέ­πτρια α­πό την Ελ­λά­δα, οι ντό­πιοι μας πλη­σί­α­σαν πο­λύ φι­λι­κά, μας ε­ξο­μο­λο­γή­θηκαν τον δι­κό τους πό­νο, ό­τι κι οι δι­κοί τους παπ­πού­δες ά­φη­σαν το βιος τους στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και στην Κα­βά­λα και με την α­νταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών του 1924, έ­φε­ραν αυ­τούς ε­δώ, έ­στει­λαν τους χρι­στια­νούς στην Ελ­λά­δα. Τρί­τη γε­νιά πλέ­ον, κι ό­μως δεν ξε­χνούν κι αυ­τοί: “Ε­μάς, τους α­πλούς αν­θρώ­πους δεν μας ρώ­τη­σε κα­νείς. Πες στους Έλ­λη­νες που ή­ταν α­πό ε­δώ να έρ­χο­νται, να μας μι­λά­νε! Τα σπί­τια αυ­τά ή­ταν δι­κά τους! Να ‘ρθούν, να μείνουν, θα τους φι­λο­ξε­νή­σου­με...”. Μας συ­νό­δε­ψαν, μά­λι­στα, ως την φη­μι­σμέ­νη βρύ­ση των Μπα­λιάν, της γνω­στής οι­κο­γέ­νειας που έ­δω­σε τό­σους και τό­σους αρ­χι­τέ­κτο­νες. Το γάρ­γα­ρο νε­ρό της εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα έρ­γου σαν αυ­τά που μας πε­ριέ­γρα­φε ο υδα­το­λό­γος μας. Ε­δώ και 200 χρόνια τρέ­χει α­στα­μά­τη­τα. Πολ­λοί έρχο­νται α­πό μα­κριά με τε­ρά­στια δο­χεί­α, διό­τι θε­ω­ρούν το νε­ρό αυ­τό θε­ρα­πευ­τικό. Ή­πια­με κι ε­μείς, μα δρο­σιά δεν βρή­κα­με, ο κα­η­μός δεν έ­σβη­σε.

Στο Ε­φκε­ρέ, περ­πα­τή­σα­με α­πό έ­να μο­νο­πά­τι γε­μά­το μου­ριές. Τα κλα­διά τους χό­ρευαν μπρο­στά μας, λες κι ή­θε­λαν να μας προ­σφέ­ρουν τα ο­λό­γλυ­κα ώ­ρι­μα μούρα τους. Τι φι­λό­ξε­να δέ­ντρα! Με­τά την τε­λευ­ταί­α στρο­φή μπρο­στά μας έ­στε­κε ο μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νος να­ός του Σουρ­π Στε­πα­νός (Ά­γιος Στέ­φα­νος). Κομ­ψο­τέ­χνημα του 18ου αιώ­να. Ζη­τή­σα­με α­πό τους κα­τοί­κους να ει­δο­ποι­ή­σουν το φύ­λα­κα που κρα­τά­ει τα κλει­διά, να ‘ρθεί να μας α­νοί­ξει. Ό­χι πως φά­νη­κε τε­λι­κά, αλ­λά α­πό μια χα­ρα­μά­δα εί­δα­με το γε­μά­το σω­ρούς κο­πριάς ιε­ρό.

Στο με­τα­ξύ κά­ποιοι πα­ρα­τη­ρού­σα­με τους α­μέ­τρη­τους πε­ρι­στε­ρώ­νες α­πέ­να­ντι. “Τέ­τοια α­γά­πη για τα πε­ρι­στέ­ρια!”, σκέ­φτη­καν κά­ποιοι. “Μπα, εί­ναι υ­πέ­ρο­χος με­ζές, αυ­τό εί­ναι ό­λο!”, α­πά­ντη­σαν άλ­λοι. Ο Σαρ­κίς αγ­πα­ρίκ έ­μει­νε α­πο­σβο­λω­μέ­νος να τα κοι­τά­ζει. Σκο­τεί­νια­σε το βλέμ­μα του. Ξάφ­νου, ά­θε­λά του, εί­χε ξε­προ­βά­λει μπρο­στά του το χτυ­πη­μέ­νο πε­ρι­στέ­ρι, η ει­κό­να του Χράντ Ντιν­κ σω­ρια­σμέ­νου στο πε­ζο­δρό­μιο, ε­κεί στο κα­τώ­φλι των γρα­φεί­ων του Α­γκός...

 

Στο ε­πό­με­νο τεύ­χος η συ­νέ­χεια του ο­δοι­πο­ρι­κού προς Χα­τζίν (Σα­ϊ­μπε­ϊ­λί), Σις (Κο­ζάν), Ά­δα­να, Α­λε­ξαν­δρέ­τα (Ι­σκε­ντέρ), Α­ντιό­χεια (Α­ντά­κια) και Μου­σά Λερ (Βα­κί­φκιό­ι).

 

*Αρ­μέ­νιοι αρ­χι­τέ­κτο­νες της Πό­λης ί­δρυ­σαν το 1998 τον σύλ­λο­γο Χά­ι Τζαρ. Σκο­πός τους εί­ναι η έ­ρευ­να, η συμ­βου­λευ­τι­κή και η αυ­το­γνω­σί­α της ι­διό­τυ­πης αρ­με­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, αλ­λά και της διά­δο­σής της. Οι ει­δι­κό­τη­τες των ε­πι­στη­μό­νων, με­λών του συλ­λόγου, έ­χουν πλέ­ον διευ­ρυν­θεί και σε άλ­λες πα­ρεμ­φε­ρείς ει­δι­κότη­τες, ό­πως πο­λι­τι­κοί μη­χα­νι­κοί, γε­ω­λό­γοι, πε­τρο­λό­γοι, υ­δα­το­λόγοι, αλ­λά και ι­στο­ρι­κοί, αρ­χαιο­λό­γοι, κλπ. Δε­δο­μέ­νου ό­τι στην Τουρ­κί­α, τε­λευ­ταί­α, υ­πάρ­χει οργα­σμός α­να­σκα­φών και α­ναστηλώσεων, τα μέ­λη του Χά­ι Τζαρ, ό­πο­τε τους ζη­τη­θεί, προ­σφέ­ρουν α­φι­λο­κερ­δώς τις με­λέ­τες και προ­τά­σεις τους ή α­κό­μη συ­νερ­γά­ζο­νται με τους διο­ρι­σμέ­νους αρ­χι­τέ­κτο­νες, μη­χα­νι­κούς και ερ­γο­λά­βους, ώ­στε στα αρ­με­νι­κά κτί­ρια να δια­τη­ρη­θεί ο ι­διό­τυ­πος ρυθ­μός .

Στη διάρ­κεια του συ­γκε­κρι­μέ­νου ο­δοι­πο­ρι­κού, εί­δα στην πρά­ξη τη δρά­ση τους. Οι αρ­χι­τέ­κτο­νες Να­ζάρ Μπι­να­τλί και Λο­ρή Ζα­κάρ μας ε­ξή­γη­σαν λε­πτο­με­ρώς ό,τι εί­χε να κά­νει με την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή των αρ­μενι­κών και ελ­λη­νι­κών εκ­κλη­σιών και άλ­λων μνη­μεί­ων που ε­πι­σκε­φθή­κα­με. Το ση­μα­ντικό­τε­ρο, εί­χαν με­λε­τή­σει και έ­δω­σαν ε­πί τό­που τις προ­τά­σεις τους σε ό,τι αφο­ρά την α­να­καί­νι­ση των κτι­ρί­ων του χω­ριού Βα­κί­φκιό­ι, στο Μου­σά Λερ, το μονα­δι­κό α­μι­γώς αρ­με­νι­κό χω­ριό σε ό­λη την Τουρ­κί­α.

 


Κουήν Μινασιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Έρικ Ναζαριάν Μαριάμ Ασλαμαζιάν 1907 - 2006 »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι