Menu

Μια κραυγή από το πικρό παρελθόν της Αρμενίας

Tου Ρόμπερτ Φίσκ

Είναι απλά ένα μικρό βιβλίο 116 σελίδων, αλλά περιέχει μια ιστορική αλήθεια. Ακόμα μία μαρτυρία, που επιβεβαιώνει ότι ενάμισι εκατομμύριο θύματα Αρμενίων δεν πρόκειται να λησμονηθούν.
Ονομάζεται “Η γιαγιά μου”, είναι γραμμένο από την Φετιγέ Τσετίν και ξαναζωντανεύει θαμμένες μνήμες του παρελθόντος.
Μεγαλώνοντας στην τουρκική πόλη του Μάρντεν, η γιαγιά της Φετιγέ, Σεχέρ, ήταν γνωστή σαν μια αξιοσέβαστη μουσουλμάνα νοικοκυρά. Στην πραγματικότητα όμως ήταν Αρμένισσα, βαφτισμένη χριστιανή με το όνομα Χερανούς.
Όπως είναι γνωστό, το σύγχρονο τουρκικό κράτος δεν αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Αρμενίων του 1915, αλλά αυτό το ταπεινό βιβλίο συμβάλλει ίσως στο να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Και αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι δυο εκατομμύρια Τούρκοι, κάτοικοι της Τουρκίας σήμερα, έχουν κάποιον αρμένιο πρόγονο. Κάποιον πρόγονο που, όταν ήταν παιδί, εστάλη σε πορείες θανάτου νότια της συριακής ερήμου και αφού απήχθη από ληστές, τον προφύλαξαν γενναίοι μουσουλμάνοι χωρικοί, (των οποίων το θάρρος φυσικά, δεν αναγνωρίζεται από την Τουρκία) ή απλά τον άρπαξαν από την αγκαλιά της μητέρας του που ξεψυχούσε, αργότερα έγινε πολίτης της σύγχρονης Τουρκίας του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει η Μορίν Φρίλη (γνωστή αμερικανίδα δημοσιογράφος, με τουρκική ανατροφή) στο θαυμάσιο πρόλογό της, τέσσερις γενεές τούρκων μαθητών στις μέρες μας αγνοούν ότι ο πληθυσμός της Οθωμανικής Ανατολίας ήταν από ένα τέταρτο ως μισός, χριστιανικός.
Η Χερανούς - που το πρόσωπό της φιγουράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου, κοιτάζοντας τον αναγνώστη κάτω από τη μουσουλμανική μαντίλα - απήχθη από τούρκο χωροφύλακα, ο οποίος αφού μαστίγωσε τη μητέρα της, εξαφανίστηκε καβάλα σε ένα άλογο.
Η Φετιγέ αναζήτησε τα ονόματα των αρμενίων γονέων της γιαγιάς της (Ισκουή και Χοβαννές), και μετά το θάνατό τους, χωρίς να λάβει καμία βοήθεια από τις μουσουλμανικές αρχές της χώρας.
Χάρη στη δυνατή μνήμη της Χερανούς, που διηγήθηκε στη Φετιγέ τα πάθη της οικογένειας, ήταν δυνατή η έκδοση αυτού του βιβλίου όπου με αποκρουστικές λεπτομέρειες καταγράφει το χρονικό της γνωστής πλέον μαζικής βίας, σφαγής και βαναυσότητας.
Σε μια πόλη, η τουρκική αστυνομία χώρισε τους άντρες (από νεαρούς έως και ηλικιωμένους) από τις οικογένειές τους και κλείδωσε τα γυναικόπαιδα σε ένα προαύλιο με ψηλούς τοίχους. Από έξω ακούγονταν διαπεραστικές κραυγές πόνου. Όπως αναφέρει η Φετιγέ, η Χερανούς και τα αδέρφια της κρεμάστηκαν από το φουστάνι της μητέρας τους. Παρά τον τρόμο της, η Χερανούς αγωνιούσε να μάθει τι συνέβαινε. Πλησίασε ένα κορίτσι που είχε σκαρφαλώσει στους ώμους κάποιου, για να δει πάνω από το τοίχο. Το κορίτσι κοίταζε για αρκετή ώρα πάνω από τον τοίχο, ώσπου κατέβηκε και περιέγραψε αυτό που είχε δει. Η Χερανούς ποτέ δεν θα ξεχνούσε αυτό που ξεστόμισε το κορίτσι: “Τους κόβουν τον λαιμό και τους πετάνε στο ποτάμι”.
Η Φετιγέ λέει πως αποφάσισε να δημοσιεύσει τη μαρτυρία της γιαγιάς της για “να συμφιλιωθούμε με την ιστορία μας και τους εαυτούς μας”. Κατά την Φρίλη, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια επιτομή στη μακρόχρονη πολιτική διαμάχη για την αναγνώριση και άρνηση της γενοκτονίας.
Στο πεδίο αυτής της διαμάχης, η απόφαση του Ατατούρκ να αλλάξει τα αραβικά γράμματα σε λατινικά, σήμαινε παράλληλα πως σημαντικά έγγραφα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αναφέρονται στη γενοκτονία δεν μπορούσαν πλέον να αναγνωστούν από τους περισσότερους σύγχρονους Τούρκους. Θα ήταν ενδιαφέρον να σημειώσουμε, πως περίπου την ίδια εποχή ο Στάλιν πραγματοποιούσε έναν παρόμοιο πολιτιστικό έγκλημα στο Τατζικιστάν, αλλάζοντας τη γραφή της τοπικής, κατά βάση περσικής γλώσσας, από αραβική σε κυριλλική. Και κάπως έτσι ξεχάστηκε η ιστορία.
Είμαι, βέβαια, υπόχρεος στην Κοσέτ Αβακιάν, εγγονή αρμενίων επιζώντων η οποία μου έστειλε αυτό το βιβλίο και με ενημέρωσε για ένα άλλο μνημείο Αρμενίων, αυτή τη φορά στην Ουαλία. Ναι, καλά διαβάσατε! Στην Ουαλία. Και αν μάθετε ότι το συγκεκριμένο μνημείο -ένας πανέμορφος σταυρός λαξευμένος σε πέτρα- βεβηλώθηκε την ημέρα μνήμης του ολοκαυτώματος τον περασμένο Ιανουάριο, θα εκπλαγείτε ίσως ακόμα περισσότερο.
Αντιθέτως, δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι που μια τόσο απαράδεκτη πράξη δεν αναφέρθηκε καν σε εφημερίδα εθνικής εμβέλειας.
Εάν επρόκειτο για κάποιο εβραϊκό μνημείο του ολοκαυτώματος, είμαι σίγουρος ότι -και πολύ ορθώς βέβαια- θα καταγραφόταν στις εθνικές μας εφημερίδες. Αλλά τους Αρμένιους μάλλον δεν τους υπολογίζουν.
Ένας Αρμένιος, κάτοικος Ουαλίας, έλεγε εκείνη τη μέρα: “Αυτό είναι το πιο ιερό μας μνημείο. Οι πρόγονοί μας που χάθηκαν στη γενοκτονία, δεν έχουν δικούς τους τάφους. Αυτός είναι ο τόπος μνήμης τους”. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος κατέστρεψε το μνημείο. Το αίτημα για καταδίκη από την τουρκική πρεσβεία του Λονδίνου έμεινε φυσικά χωρίς ανταπόκριση, ενώ στο Λίβερπουλ την ημέρα μνήμης του ολοκαυτώματος, δεν έγινε καν αναφορά στους Αρμενίους κατά την επιμνημόσυνη δέηση.
Πότε θα τελειώσουν όλα αυτά; Καλός οιωνός το έξοχο βιβλίο της Φετιγέ, που ανανοίγει ίσως άλυτες υποθέσεις του παρελθόντος. Τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι η Φετιγέ υπερασπίστηκε τον τουρκοαρμένιο δημοσιογράφο Χράντ Ντινκ, όταν αυτός διώχτηκε ποινικά για προσβολή του «τουρκισμού». Κάτι που μάλλον δεν ωφέλησε ιδιαίτερα τον Ντινκ.
Ο Ντινκ δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτους, ενώ ο κατηγορούμενος ως δολοφόνος του φωτογραφήθηκε γεμάτος υπεροψία, με δυο αστυνομικούς που υποτίθεται ότι τον φύλαγαν. Στην εφημερίδα του Ντινκ, «Αγκός», κοινοποίησε η Φετιγέ το θάνατο της γιαγιάς της. Και έτσι έμαθε η αδερφή της Χερανούς στην Αμερική για το θάνατό της.
Η μητέρα της Χερανούς είχε τελικά επιζήσει από τις πορείες θανάτου και στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε και έζησε στη Νέα Υόρκη.
Ουαλία, Η.Π.Α, ακόμα και Αιθιοπία, όπου εγκαταστάθηκε τελικά η οικογένεια της Κοσέτ Αβακιάν. Φαίνεται ότι οποιαδήποτε χώρα του κόσμου μπορεί να γίνει η πατρίδα των Αρμενίων.
Πότε, όμως, θα πραγματοποιηθεί το όνειρο του Χράντ Ντινκ; Θα μπορέσει ποτέ η Τουρκία να συμφιλιωθεί με τη δικιά της αρμενική κοινότητα;
Όταν η Φετιγέ συνάντησε τη θεία Μαρτζ στην Αμερική -την αδερφή της Χερανούς, από το δεύτερο γάμο της μητέρας της- προσπάθησε να θυμηθεί ένα τραγούδι που τραγουδούσε η Χερανούς στα παιδικά της χρόνια. Ξεκινούσε με τα παρακάτω λόγια: “Ενας θλιμμένος βοσκός στο βουνό/έπαιξε το τραγούδι της αγάπης…” Η Μαρτζ, τελικά, βρήκε δυο Αρμένιους που έψελναν στην εκκλησία και συμπλήρωσαν τα υπόλοιπα λόγια.
“Η μητέρα μου ποτέ δεν έχανε τους χορούς που γίνονταν στα χωριά”, θυμήθηκε η Μαρτζ. “Αγαπούσε πολύ τον χορό, αλλά μετά την τραγωδία που έζησε δεν ξαναχόρεψε ποτέ στη ζωή της”.
Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα και μετά τη βεβήλωση του μνημείου που συμβολίζει τη θλίψη και την οδύνη των Αρμενίων στην Ουαλία, η βρετανική κυβέρνηση παρέλειψε να σχολιάσει. Όπως είπε και ένας Αρμένιος, κάτοικος της Ουαλίας, “το μνημείο θα εποκατασταθεί ξανά και ξανά, όσες φορές και να βεβηλωθεί”. Αναρωτιέμαι, άραγε ποιος θα κρατάει το σφυρί για να το καταστρέψει την επόμενη φορά;

 

*Ο Ρόμπερτ Φισκ είναι ίσως ο πιο διάσημος βρετανός ανταποκριτής.

Τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια καλύπτει δημοσιογραφικά τη Μέση Ανατολή.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « «The Good Job» του Ουίλιαμ Σαρογιάν Οι νεοσσοί των τεχνών »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι