Menu

Ο υπόγειος κόσμος του Λεβόν

Έ­να -δια­φο­ρε­τι­κό των άλ­λων- μου­σεί­ο λα­ξευ­μέ­νο ε­πί μια ει­κο­σα­ε­τί­α, α­πό έ­ναν και μό­νο άν­θρω­πο

Μια σει­ρά φω­τι­σμέ­νων στο­ών

Α­πό την αυ­λή α­κό­μα η τελ­λου­ρι­κή α­τμό­σφαι­ρα έ­χει ως ε­ξής: Κομμά­τια πέ­τρας και δια­κο­σμη­τι­κές λε­κά­νες κή­που με λου­λού­δια σχε­δια­σμέ­νες με υ­δατο­γραφί­ες, κορ­νί­ζες γύ­ρω α­πό τις προ­σω­πο­γρα­φί­ες του Λε­βόν και της Τό­σια.

Μέ­σα στο σπί­τι, σε έ­να μα­κρύ ορ­θο­γώ­νιο χώ­ρο βρί­σκου­με αυ­τά τα ο­ποί­α αντι­προ­σώ­πευαν τη ζω­ή και τον κό­σμο του Λε­βόν κα­τά τη διάρ­κεια πε­ρί­που μιας εικο­σα­ε­τί­ας: τα ερ­γα­λεί­α του και κυ­ρί­ως τις βα­ριές (βα­ριο­πού­λες), τα ο­ποί­α σή­με­ρα «α­να­παύ­ο­νται» κά­τω α­πό έ­να τζά­μι.

Φω­το­γρα­φί­ες α­πό τις ε­πι­σκέ­ψεις των τουρι­στών.

Έ­να -ε­πι­με­λώς κα­δρα­ρι­σμέ­νο- άρ­θρο της εφη­με­ρί­δας «Α­γκός» α­φιε­ρω­μέ­νο στο υ­πό­γειο έρ­γο του οι­κο­δε­σπό­τη. Τα τρύ­πια του πα­πού­τσια και τις με­τα­χει­ρι­σμέ­νες τσό­χι­νες μπό­τες του.

Κα­τό­πιν αρ­χί­ζει η κά­θο­δος με τα μα­κρυά κα­λο­φτιαγ­μέ­να και συμ­με­τρι­κά σκα­λο­πάτια. Η σει­ρά των φω­τι­σμέ­νων στο­ών και με έ­ναν τό­πο προ­σευ­χής σε μια α­πό αυ­τές. «Οι νέ­οι έρ­χο­νται ε­δώ για να α­νά­ψουν κε­ριά και αρ­γό­τε­ρα οι ε­πιθυμίες τους πραγ­μα­το­ποιού­νται» ε­ξη­γεί η Τό­σια ξε­να­γώ­ντας τον ε­πι­σκέ­πτη.

Δεί­χνει τη μα­κρυά κα­πνο­δό­χο α­πό την ο­ποί­α, ο Λε­βόν, μέ­ρα με τη μέ­ρα, ά­δεια­ζε τα μπά­ζα.

 

Έ­να Λευ­κό Φως κα­τε­βαί­νει α­πό τον Ου­ρα­νό

«Ό­λα άρ­χι­σαν ό­ταν ζή­τη­σα α­πό το σύζυ­γό μου να σκά­ψει σ’αυ­τό α­κρι­βώς το ση­μεί­ο, στο μέ­ρος ό­που σή­με­ρα βρί­σκεται η σκά­λα, έ­να εί­δος κοι­λό­τη­τας για να α­πο­θη­κεύ­ω τις πα­τά­τες». Βρι­σκό­μα­στε στο έ­τος 1985. Ο Λε­βόν, δού­λευε ε­πο­χι­κά στη Ρω­σία ό­ταν άρ­χι­σε να σκά­βει την πε­ρί­φη­μη κοι­λό­τη­τα.

Έ­κτο­τε, δεν στα­μά­τη­σε πλέ­ον προ­χω­ρώντας κα­θη­με­ρι­νά ό­λο και πιο βα­θιά. Με δια­βε­βαί­ω­σε ότι εί­χε δει έ­να ό­ρα­μα, έ­να λευ­κό φως σαν να κα­τέ­βαι­νε α­πό τον ου­ρα­νό, το ο­ποί­ο τον πρό­στα­ζε να σκά­ψει την πέ­τρα συ­νε­χώς, κα­θη­με­ρι­νά χω­ρίς να α­νη­συ­χεί για τί­πο­τε άλ­λο». Ο Λε­βόν δεν έ­φυ­γε πλέ­ον για να ερ­γα­σθεί και α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή α­φιε­ρώ­θη­κε σ’αυ­τό το σι­σύ­φειο και εκ­πλη­κτι­κό έρ­γο, α­να­θέ­τοντας στη γυ­ναί­κα του Τό­σια ό­λη την οικο­νο­μι­κή ευ­θύ­νη της οι­κο­γέ­νειας. Σκου­πί­ζο­ντας τα δά­κρυά της η χή­ρα, σή­με­ρα δεν πα­ραπο­νιέ­ται πλέ­ον. Βε­βαί­ως, νευ­ρί­α­ζε συ­χνά με αυ­τό το πε­ρί­ερ­γο πά­θος το ε­μπνευσμέ­νο α­πό το ό­ρα­μα και στη συ­νέ­χεια από άλ­λα ό­νει­ρα. Αλ­λά στο κά­τω-κά­τω της γρα­φής, ε­ξη­γεί η Τό­σια, εί­ναι πε­πει­σμέ­νη ό­τι ο ά­ντρας της πραγ­μα­τι­κά ά­κου­γε τις φω­νές και α­φο­σιώ­θη­κε ο­λο­κλη­ρω­τι­κά σε μια «ε­ξαί­σια-θεί­α» ερ­γα­σί­α.

 

Μια έλ­ξη για τους του­ρί­στες

Το πρώ­το στρώ­μα των πε­τρών ή­ταν α­πό βα­σάλ­τη, αλ­λά τα υ­πό­λοι­πα ή­ταν από πω­ρό­λι­θο και ο Λε­βόν σκά­λι­σε ε­κεί τις κο­λώ­νες, ε­δώ μια κα­πνο­δό­χο, σε έ­να άλλο μέ­ρος ε­πι­πλέ­ον κόγ­χες, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας με μι­κρά θραύ­σμα­τα πε­τρών και σχε­διά­ζο­ντας κά­θε έ­να α­πό αυ­τά σαν σταθ­μούς, σε αυ­τή τη μα­κρά πο­ρεί­α στο κέ­ντρο της πέ­τρας την ο­ποί­α λά­ξευ­σε και ά­νοι­ξε κα­τά τη διάρ­κεια ό­λων αυ­τών των ε­τών. «Φυ­σι­κά, οι θυ­γα­τέ­ρες μου κι ε­γώ, αρ­κε­τές φο­ρές του λέ­γαμε να στα­μα­τή­σει, ό­τι ή­ταν τρε­λός, αλ­λά τε­λι­κά τον βο­ηθού­σα­με να α­νε­βά­ζει τους κου­βά­δες με τα μπά­ζα χά­ρη σε έ­να σύ­στη­μα που εί­χε κα­τα­σκευά­σει με μια τρο­χα­λί­α», λέει η σύζυγός του.

Ο Λε­βόν, πο­τέ δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε μη­χα­νή για να σκά­ψει το βρά­χο και η Τόσια δεί­χνει την τε­λευ­ταί­α βαριά την ο­ποί­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε και της ο­ποί­ας η λα­βή είχε πλέ­ον δια­μορ­φω­θεί α­πό το α­πο­τύ­πω­μα του χε­ριού του Λε­βόν.

Οι του­ρί­στες, οι ο­ποί­οι έρ­χο­νται ως το κέ­ντρο του χω­ριού, έλ­κο­νται α­πό αυ­τό το πα­ρά­ξε­νο πέ­τρι­νο και υ­πό­γειο δη­μιούρ­γη­μα και τε­λι­κώς έκ­πλη­κτοι ομο­λο­γούν ό­τι είναι γο­η­τευ­μέ­νοι.

Έ­νας μό­νο άν­θρω­πος δη­μιούρ­γησε με τη δύ­να­μη των χε­ριών του αυ­τό το σύ­μπαν των αι­θου­σών και των στο­ών με πέ­τρες δια­φο­ρε­τι­κού με­γέ­θους, με δια­κο­σμή­σεις, με α­νά­γλυ­φα ε­πί των «γεν­ναιό­δω­ρων» πο­ρω­δών μπεζ-ροζ πε­τρω­μά­των κά­τω α­πό το κί­τρι­νο η­λε­κτρι­κό φως. Το κρύ­ο, η υ­γρα­σί­α, η ι­διαί­τε­ρη μυ­ρω­διά της πέτρας, πνί­γει μό­λις δια­βεί κα­νείς τα πρώ­τα σκα­λο­πά­τια. Ο­πωσ­δή­πο­τε δεν εί­ναι έ­να μέ­ρος για κλει­στο­φο­βι­κούς.

Η ε­ξαί­σια ε­πέν­δυ­ση του χώ­ρου δεν εί­ναι έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο δημιούρ­γη­μα ό­πως εί­χε δια­βε­βαιώ­σει ο ί­διος ο Λε­βόν. «Συ­χνά μου έ­λε­γε, ό­ταν τον ρω­τού­σα πώς γνώ­ρι­ζε την κα­τεύ­θυν­ση στην ο­ποί­α έ­πρε­πε να σκά­ψει, ό­τι οι φωνές τις ο­ποί­ες ά­κου­γε του υ­πο­δεί­κνυαν α­κό­μα και μέ­τρο προς μέ­τρο», υ­πο­γραμ­μί­ζει η Τό­σια. Μά­λι­στα, ο σκη­νο­θέ­της Βι­κέν Τσαλντα­ριάν γύ­ρι­σε ε­δώ την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή του ται­νί­α «Ιέ­ρεια».

Α­κό­μα και αν η τρέ­λα του συ­ζύ­γου της, του στοί­χι­σε πο­λύ, σή­με­ρα η Τό­σια δεί­χνει υ­πε­ρή­φα­νη και ι­δί­ως ό­ταν ξε­να­γεί τους ε­πι­σκέ­πτες. Και λό­γω αυ­τής της α­φοσι­ώ­σεως, στην α­πο­συ­ναρ­μο­λό­γη­ση της πέ­τρας και του συνε­χούς σκα­ψί­μα­τος ό­λο και πιο βα­θιά, τε­λι­κώς α­νέ­δει­ξε αυ­τό το ο­ποί­ο κα­λώς α­να­γνω­ρί­ζε­ται και α­πο­κα­λεί­ται ως «έ­να μου­σεί­ο».

Α­ναμ­φί­βο­λα, ε­πα­φί­ε­ται στον κα­θένα να κρί­νει -α­φού κά­νει τη δια­δρο­μή στις στο­ές- ε­άν α­ξί­ζει να α­νά­ψει έ­να κε­ρί.

 

Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό έ­ναν θε­ό­λη­πτο

Ο οι­κο­δε­σπό­της Λε­βόν, πέ­θα­νε το 2009 σε η­λι­κί­α 67 ε­τών, δεν βρί­σκε­ται πλέ­ον ε­κεί για να μι­λά στους ε­πι­σκέ­πτες, αλ­λά όλοι ό­σοι τον γνώ­ρι­σαν ε­πι­βε­βαιώ­νουν ό­τι δεν ή­ταν τί­πο­τε άλ­λο α­πό έ­ναν Θε­ο­φώ­τι­στο. Ή­ταν ή­ρε­μος, γλυ­κός, υ­πο­μο­νε­τι­κός αλ­λά βαθιά προ­ση­λω­μέ­νος σ’αυ­τό το τρο­με­ρό έρ­γο το ο­ποί­ο δι­ήρ­κη­σε δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες, εργα­ζό­με­νος με­ρι­κές φο­ρές α­κό­μα και 18 ώ­ρες την η­μέ­ρα.

Πα­ρα­δό­ξως, υ­πο­γραμ­μί­ζει η Τό­σια, ό­ταν ο Λε­βόν εί­δε το πρώ­το ό­ρα­μα το οποί­ο τον πρό­στα­ξε να σκά­ψει, του εί­πε να μην φο­βά­ται τις αρ­ρώ­στιες.

«Και πράγ­ματι -λέ­ει η Τό­σια σκου­πί­ζο­ντας τα μά­τια της- ε­νώ έ­κα­νε κρύ­ο και ερ­γα­ζό­ταν κά­τω α­πό τις χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες, δεν αρ­ρώ­στησε πο­τέ κα­τά τη διάρ­κεια των εί­κο­σι αυτών ετών, ού­τε και α­πό μια άπ­λη γρί­πη.

 

 

Πη­γή: Nouvelles d’Armenie

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι