Menu

Παλιές, ξεχασμένες ιστορίες

Στη συ­νεί­δη­ση ό­λων μας έ­χει κα­τα­γρα­φεί ό­τι η ι­στο­ρί­α της αρμενικής κοι­νό­τη­τας στην Α­θή­να και τον Πει­ραιά ξε­κί­νη­σε με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή, με την ε­γκα­τά­στα­ση χι­λιά­δων Αρ­με­νί­ων στις δύ­ο πα­ρα­πά­νω πό­λεις. Ω­στό­σο, μάλλον εί­ναι σε πο­λύ λί­γους γνω­στή η ε­νερ­γή πα­ρου­σί­α -πο­λύ νω­ρί­τε­ρα- μιας μικρής αλ­λά δρα­στή­ριας κοι­νό­τη­τας, η ο­ποί­α μά­λι­στα έ­χει εν­δια­φέ­ρου­σα και ιδιό­μορ­φη ι­στο­ρί­α.

Α­πό το 1890 έ­ως το 1922 υπήρχαν 150 με 200 μόνιμοι κάτοικοι στην Α­θή­να και τον Πει­ραιά, ό­μως χι­λιά­δες ή­ταν αυ­τοί που για μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα -α­πό έ­να μή­να έ­ως και δύ­ο χρό­νια- φι­λο­ξε­νή­θη­καν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Πει­ραιάς ή­ταν έ­νας σχε­τι­κά κο­ντι­νός και σί­γου­ρα α­σφαλής προ­ο­ρι­σμός για τους αρ­μέ­νιους ε­πα­να­στά­τες κα­θώς και για αρ­κε­τούς πρόσφυ­γες κα­τά τη διάρ­κεια των διώ­ξε­ων και των σφα­γών του 1896 α­πό τον Α­μπντούλ Χα­μίτ. Τα χρό­νια αυ­τά, χί­λιοι και πλέ­ον Αρ­μέ­νιοι βρή­καν ά­συ­λο και θερ­μή φι­λο­ξενί­α α­πό τον ελ­λη­νι­κό λα­ό και πρέ­πει να το­νί­σου­με, ό­τι ο πρω­θυ­πουρ­γός Δε­ληγιάν­νης ε­πέ­δει­ξε πα­τρι­κή στορ­γή γι’ αυ­τούς τους αν­θρώ­πους. Η συ­μπε­ρι­φο­ρά αυ­τή ή­ταν α­πο­τέ­λε­σμα των αλ­λη­λέγ­γυων συ­ναι­σθη­μά­των των Ελ­λή­νων αλ­λά δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με, ό­τι την ί­δια ε­πο­χή ξέ­σπα­σε η Κρη­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση το 1896 και ο ελ­λη­νο-τουρ­κι­κός πό­λε­μος του 1897.

 

Ε­πα­να­στα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες


Με α­φορ­μή τις ι­στο­ρι­κές συ­γκυ­ρί­ες και το φι­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον των πο­λι­τών και πο­λι­τι­κών στην Α­θή­να, οι Αρ­μέ­νιοι έ­στει­λαν στους συ­ντρό­φους τους που μά­χο­νταν ε­νά­ντια στον τουρ­κι­κό ζυ­γό ό­πλα και πυ­ρο­μα­χι­κά α­πό τον Πει­ραιά στο Ι­σμίτ, τη Μερ­σί­να, το Μπα­τούμ και αλ­λού. Πα­ράλ­λη­λα, ε­ξέ­δι­δαν στην Α­θή­να ε­φη­με­ρί­δες, οι ο­ποί­ες στέλ­νο­νταν κρυ­φά στην Τουρ­κί­α και την κα­τε­χό­με­νη Αρ­με­νί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα α­ποτε­λούν οι ε­φη­με­ρί­δες «Α­σπα­ρέζ» (1890), «Χιντσάκ» (1894), «Α­πτάκ» (1892) και «Μιου­τιούν» (1896). Ό­λες πρό­σκει­νταν στο ε­πα­να­στα­τι­κό κόμ­μα Χιντσα­κιάν. Μά­λι­στα, για έ­να μικρό διά­στη­μα λει­τούρ­γη­σε και ι­διό­κτη­το τυ­πο­γρα­φεί­ο στην Α­θή­να.

 

Ο Ντι­κράν Γερ­γκάτ


Στο διά­στη­μα 1890-1900 ι­στο­ρι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες και δια­νο­ού­με­νοι βρή­καν κα­τα­φύ­γιο στην Α­θή­να. Α­νά­με­σά τους, οι Αρ­μέν Γκα­ρό, Γερ­βά­ντ Ο­ντιάν, Ντικράν Γερ­γκάτ, Σα­χρι­μάν, Βα­χέ Αρ­γου­γιάν και άλ­λοι. Κα­τά την πα­ρα­μο­νή του στην Α­θή­να το 1896, ο ποι­η­τής Ντι­κράν Γερ­γκάτ κέρ­δι­σε την προ­σο­χή των δια­νο­ούμε­νων της ε­πο­χής. Με δια­λέ­ξεις για τα ζη­τή­μα­τα της Α­να­το­λής και ξε­χω­ρι­στές για το Αρ­με­νι­κό Ζή­τη­μα α­πέ­σπα­σε α­πο­δο­χή και συ­μπά­θειες σε κύ­κλους ποι­ητών και αν­θρώ­πων των γραμ­μά­των, ε­νώ έ­γι­νε μέ­λος της «Ε­θνι­κής Ε­ται­ρί­ας». Πα­ρά το νε­α­ρό της η­λι­κί­ας του, ο Γερ­γκάτ α­να­γνω­ρί­στη­κε ως έ­νας σπου­δαί­ος ποι­η­τής και δια­νο­ού­με­νος α­πό τους α­θη­ναί­ους συ­να­δέλ­φους του. Ό­ταν πέ­θανε, σε η­λι­κί­α μό­λις 29 ε­τών, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ο Σου­ρής θρή­νη­σε τον ω­ραίο νέ­ο με τα με­λαγ­χο­λι­κά γα­λα­νά μά­τια και ο Κω­στής Πα­λα­μάς του α­φιέ­ρω­σε την πρώ­τη σει­ρά των «Πα­τρί­δων» του.

 

Η κοι­νό­τη­τα με­τά το 1900


Στην κα­τα­μέ­τρη­ση των με­λών της κοι­νό­τη­τας το 1901, οι μό­νι­μα ε­γκατε­στη­μέ­νοι κά­τοι­κοι στην Α­θή­να και τον Πει­ραιά ή­ταν 105, εκ των ο­ποί­ων 35 έγ­γαμοι. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό αυ­τούς ή­ταν έ­μπο­ροι και τε­χνί­τες. Η πρώ­τη ε­νο­ριακή ε­πι­τρο­πή ε­κλέ­χθη­κε στις 24 Σε­πτεμ­βρί­ου 1900 και στε­λε­χω­νό­ταν α­πό τους: Δρ. Γκ. Α­γα­πε­κιάν (πρό­ε­δρος), Α­λε­ξάν Για­ζι­τζιάν (α­ντι­πρό­ε­δρος), Λε­βόν Μπο­ρεκ­τσιάν (τα­μί­ας), Γκα­ρα­μπέτ Μα­ντο­γιάν και Σαρ­κίς Μπα­γντα­σα­ριάν (μέ­λη).

Την ί­δια ε­πο­χή, ­νοι­κιά­στη­κε έ­να οί­κη­μα στην ο­δό Κου­μουν­δού­ρου 16, ό­που θα λει­τουρ­γού­σε η πρώ­τη αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α στην Α­θή­να, υ­πό τον ιε­ρέ­α Καρε­κίν Αρ­τζρου­νί. Α­ξί­ζει να ση­μειω­θεί, ό­τι για τη λει­τουρ­γί­α της εκ­κλη­σί­ας ο πρέ­σβης της Τουρ­κί­ας Ρι­φάτ Μπέ­ης, έ­στει­λε ε­πί­ση­μη ε­νη­με­ρω­τι­κή ε­πι­στολή προς το υ­πουρ­γεί­ο Ε­ξω­τε­ρι­κών της Τουρ­κί­ας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.

 

Διώ­ξεις και φυ­λα­κί­σεις αρ­με­νί­ων ε­πα­να­στα­τών


Το 1905 εί­χε γί­νει η α­πο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια των αρ­με­νί­ων ε­πα­να­στα­τών να δο­λο­φο­νή­σουν τον Α­μπντούλ Χα­μίτ. Η τουρ­κι­κή α­στυ­νο­μί­α συ­νέ­λα­βε πολ­λούς Αρ­με­νί­ους, ε­νώ έ­γι­ναν διώ­ξεις κα­τά του αρ­με­νι­κού πλη­θυ­σμού της Κωνστα­ντι­νού­πο­λης.

Την ί­δια ε­πο­χή στην Α­θή­να, το φι­λαρ­με­νι­κό κλί­μα κιν­δύ­νευ­σε να δια­τα­ρα­χθεί με α­φορ­μή την α­να­κά­λυ­ψη βομ­βών και δυ­να­μί­τι­δας που ανή­καν σε Αρ­μέ­νιους και θα διο­χε­τεύ­ο­νταν α­πό το λι­μά­νι του Πει­ραιά στη Σμύρνη και την Κι­λι­κί­α.

Έ­γι­ναν 25 συλ­λή­ψεις α­πό την ελ­λη­νι­κή α­στυ­νο­μί­α και πέ­ντε ά­το­μα πα­ρα­πέμ­φθη­καν σε δί­κη με βα­ριές κα­τη­γο­ρί­ες. Οι τουρ­κι­κές μυ­στι­κές υ­πη­ρε­σί­ες έ­στειλαν κλι­μά­κιο τούρ­κων πρα­κτό­ρων για να πα­ρακο­λου­θή­σουν το έρ­γο των ελ­λη­νι­κών αρ­χών αλ­λά και για να α­ντι­στρέ­ψουν το φι­λ­αρ­με­νι­κό κλί­μα. Προς στιγ­μήν το κα­τά­φε­ραν με κα­τα­σκευα­σμέ­να δη­μο­σιεύ­μα­τα, πα­ρου­σιά­ζο­ντας την α­να­κά­λυ­ψη του ο­πλο­στα­σί­ου ως συ­νερ­γα­σί­α Αρ­μενί­ων και Βουλ­γά­ρων, με στό­χο να πλήξουν την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Έ­φθα­σαν δε στο ση­μεί­ο να ι­σχυ­ρι­στούν ό­τι οι Αρ­μέ­νιοι θα α­να­τί­να­ζαν δη­μό­σια κτή­ρια στην Α­θή­να. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν η ελ­λη­νι­κή κοι­νή γνώ­μη να στρα­φεί ε­να­ντίον των Αρ­με­νί­ων, να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν α­ντιαρ­με­νι­κές δια­δη­λώ­σεις στην Αθή­να και να δε­χθεί ε­πί­θε­ση με πέ­τρες η αρ­με­νι­κή εκ­κλη­σί­α της Α­θή­νας.

Η δί­κη των πέ­ντε κα­τη­γο­ρού­με­νων έ­γι­νε στη Λα­μί­α. Ό­λοι κρί­θη­καν ο­μό­φω­να αθώ­οι και α­φέ­θη­καν ε­λεύ­θε­ροι. Οι κα­τη­γο­ρού­με­νοι έ­πει­σαν τους δι­κα­στές ότι οι ε­νέρ­γειες τους δεν εί­χαν - σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση - στό­χο ελ­λη­νι­κά συμ­φέ­ροντα, κα­θώς οι βόμ­βες και η πυ­ρί­τι­δα α­πο­τε­λού­σαν ο­πλι­σμό για τους συ­ντρόφους τους που α­γω­νί­ζο­νταν στην Αρ­με­νί­α.

 

Ο σύλ­λο­γος «Γκα­τίλ»


Με α­φε­τη­ρί­α τα έ­ντο­να πα­τριω­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα και τον προ­βλημα­τι­σμό για τον α­γώ­να που πραγ­μα­το­ποιεί­το στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Αρ­με­νία, στις 25 Μα­ΐ­ου 1903 ι­δρύ­θη­κε ο σύλ­λο­γος «Γκα­τίλ» (στά­λα), ό­που σχε­δόν ό­λοι οι Αρμέ­νιοι έ­γι­ναν μέ­λη του. Ο σύλ­λο­γος, που λει­τούρ­γη­σε ­ως το 1905, διορ­γά­νω­σε διά­φο­ρες εκ­δη­λώ­σεις και γιορ­τές. Ο ε­ορ­τα­σμός του «Βαρ­τα­νά­ντς» στις 5 Φε­βρουα­ρί­ου 1904, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στον α­ριθ­μό 8 της ο­δού Στα­δί­ου, στον πά­νω όρο­φο ε­νός κα­φε­νεί­ου και δι­ήρ­κε­σε α­πό τις 9 μ.μ. ως τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώ­ρες, λέ­γε­ται ό­τι ή­ταν η κο­ρω­νί­δα των δρα­στη­ριο­τή­των του συλ­λό­γου.

Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η πε­ρι­γρα­φή της εν λό­γω εκ­δή­λω­σης. Ο πρό­ε­δρος του συλ­λό­γου Χμα­γιάκ Α­ζα­ντιάν, ντυ­μέ­νος με τη στο­λή του στρα­τη­γού Βαρ­τάν, α­νέβη­κε στο βή­μα και με­τα­ξύ άλ­λων εί­πε: «…ε­μείς ό­λοι εί­μα­στε α­νά­ξιοι να φο­ράμε τη στο­λή του στρα­τη­γού Βαρ­τάν, αν δεν α­σπα­στού­με τον όρ­κο και το νό­μο των αρ­με­νί­ων ε­πα­να­στα­τών, που χρό­νια τώ­ρα πο­λε­μούν στα βου­νά μας». Μό­λις ολο­κλή­ρω­σε τη δή­λω­σή του, με μια γρή­γο­ρη κί­νη­ση έ­βγα­λε α­πό πά­νω του τα ρούχα του Βαρ­τάν. Α­πό μέ­σα φο­ρού­σε στρα­τιω­τι­κά ρού­χα των αρ­με­νί­ων α­νταρ­τών και σταυ­ρω­τά φι­σε­κλί­κια, ε­νώ κρα­τού­σε έ­να ό­πλο στο χέ­ρι δη­μιουρ­γώ­ντας έ­ντονο εν­θου­σια­σμό στους πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους ­που όρ­θιοι χει­ρο­κρο­τού­σαν για πολ­λή ώ­ρα.

Ο σύλ­λο­γος «Γκα­τίλ» α­σχο­λή­θη­κε με την α­νά­γκη ύ­παρ­ξης ι­διό­κτη­της εκ­κλησί­ας στην Α­θή­να και για το λό­γο αυ­τό έ­στει­λε ε­πι­στο­λή στο δή­μο Α­θη­ναί­ων για τη διά­θε­ση ε­νός κτη­ρί­ου. Ο δή­μος α­πά­ντη­σε πως ή­θε­λε 50 ο­νό­μα­τα Αρ­με­νί­ων με ελ­λη­νι­κή υ­πη­κο­ό­τη­τα για να δια­θέ­σει κά­ποιο χώ­ρο. Τα πρα­κτι­κά του συλ­λόγου στα­μα­τούν το 1905, ό­που πι­θα­νόν τε­λεί­ω­σε και η δρα­στη­ριό­τη­τά του.

 

Α­γο­ρά κτη­ρί­ου για εκ­κλη­σί­α


Η εύ­ρε­ση ι­διό­κτη­του χώ­ρου για α­νέ­γερ­ση εκ­κλη­σί­ας εί­χε γί­νει πρω­ταρ­χι­κός στό­χος της ε­νο­ρια­κής ε­πι­τρο­πής και του ιε­ρέ­α της μι­κρής κοι­νότη­τας. Έ­τσι, στις 17 Μαρ­τί­ου 1905 α­γο­ρά­στη­κε οί­κη­μα ε­νός ο­ρό­φου στην ο­δό Κριεζή 10, ό­που σή­με­ρα βρί­σκε­ται η Μη­τρό­πο­λη των Αρμενίων. Πα­λαιό­τε­ρα, ο χώ­ρος στέ­γα­ζε κρατη­τή­ρια γυ­ναι­κών. Το τί­μη­μα ή­ταν 11.200 δραχ­μές, με προ­κα­τα­βο­λή 5.200 δραχ­μές (τις 2.000 δραχ­μές τις έ­δω­σε ο σύλ­λο­γος «Γκα­τίλ») και τις υ­πό­λοι­πες 6.000 με συμ­φω­νί­α για α­πο­πλη­ρω­μή σε με­ρι­κά χρό­νια με τό­κο 10%. Η ε­νο­ρια­κή ε­πι­τρο­πή δεν εί­χε ε­πίση­μη και α­να­γνω­ρι­σμέ­νη α­πό το κρά­τος υ­πό­στα­ση, γι’ αυ­τό και το α­κί­νη­το γρά­φτη­κε στο ό­νο­μα του μέ­λους της Μπε­ντρός Γε­γο­γιάν. Πρό­κει­ται για μια λανθα­σμέ­νη ε­πι­λο­γή που έ­βα­λε σε νο­μι­κές πε­ρι­πέ­τειες την ε­πι­τρο­πή για αρ­κετά χρό­νια ­ως το 1908, ό­που με δι­κα­στι­κή α­πό­φα­ση, πέ­ρα­σε στην ι­διο­κτη­σί­α της.

Έ­να α­κό­μη -με­γα­λύ­τε­ρο- πρό­βλη­μα που α­ντι­με­τώ­πι­σε η ε­πι­τρο­πή σχε­τι­κά με την α­γο­ρά του α­κι­νή­του α­πο­τέ­λε­σε η α­δυ­να­μί­α της να πλη­ρώ­σει, ­ως και το 1910, έστω και μί­α δραχ­μή στον ι­διο­κτή­τη. Α­πό το 1905 έ­ως το 1908, η ε­πι­τρο­πή προ­σπά­θη­σε να βρει κε­φά­λαιο α­πό άλ­λες πα­ροι­κί­ες, χω­ρίς κά­ποια ση­μα­ντι­κή α­ντα­πό­κριση. Στις 19 Φε­βρουα­ρί­ου 1909 υ­πήρ­ξε έ­γκρι­ση α­πό το ελ­λη­νι­κό κρά­τος για διε­νέρ­γεια ε­ρά­νου, ό­που και πά­λι δεν εί­χε τα α­να­με­νό­με­να α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Το 1910 πλη­ρώθη­καν 1.000 δραχ­μές, πο­σό που κά­λυ­ψε τους τό­κους τό­σων ε­τών, ε­νώ το κε­φά­λαιο παρέ­μει­νε στις 6.000.

Η λύ­ση του προ­βλή­μα­τος δό­θη­κε το 1912 α­πό τον Ντι­κράν Χαν Κε­λε­κιάν. Επρό­κει­το για ένα πλού­σιο Αρ­μέ­νιο α­πό το Πα­ρί­σι, ο ο­ποί­ος ό­ταν έ­μα­θε για το θέ­μα έ­στειλε το πο­σό των 6.000 δραχ­μών στο Πα­τριαρ­χεί­ο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ό­που τό­τε υ­πά­γο­νταν ό­λες οι αρ­με­νι­κές εκ­κλη­σί­ες στην Ελ­λά­δα, ενώ το Πατρι-αρχείο με κα­θυ­στέ­ρηση ε­νός έ­τους με­τα­βί­βα­σε το πο­σό στην Α­θή­να. Τε­λι­κά, η κοι­νό­τη­τα α­πέ­κτη­σε την πρώ­τη ι­διό­κτη­τη εκ­κλη­σί­α στην Α­θή­να τον Α­πρί­λιο του 1913, με­τά α­πό πε­ριπέ­τειες ο­κτώ ε­τών.

 

Το ζή­τη­μα της νο­μι­κής υ­πό­στα­σης


Το πρό­βλη­μα της νο­μι­κής και θε­σμι­κής υ­πό­στα­σης της αρ­μενι­κής κοι­νό­τη­τας α­πο­τε­λού­σε χρό­νιο και α­καν­θώ­δες ζή­τη­μα, πα­ρα­κω­λύ­ο­ντας την ε­πίση­μη εκ­προ­σώ­πη­ση αλ­λά και την ο­μα­λή και έν­νο­μη λει­τουρ­γί­α της. Έ­πει­τα ό­μως α­πό πρό­τα­ση της ε­νο­ρια­κής ε­πι­τρο­πής, στις 22 Σε­πτεμ­βρί­ου 1908 με βα­σι­λι­κό διά­ταγ­μα, το ο­ποί­ο εκ­δό­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα της κυ­βερ­νή­σε­ως (φύλ­λο Σε­πτεμ­βρί­ου), συ­στά­θη­κε το κα­τα­στα­τι­κό για τη λει­τουρ­γί­α της αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας, το ο­ποί­ο α­πο­τε­λού­ταν α­πό 18 άρ­θρα. Το κα­τα­στα­τι­κό αυ­τό ή­ταν ου­σια­στι­κά η πρώ­τη ε­πί­ση­μη α­να­γνώ­ρι­ση της αρ­μενι­κής πα­ροι­κί­ας σε Α­θή­να και Πει­ραιά από την πο­λι­τεί­α. Σε πρα­κτι­κό και ου­σια­στι­κό ε­πί­πε­δο ό­μως, δεν έ­παι­ξε κα­νένα ση­μα­ντι­κό ρό­λο στα ε­πό­με­να χρό­νια και πέ­ρα­σε στη λή­θη.

 

Η σύ­ντο­μη και ί­σως α­πο­σπα­σμα­τι­κή αυ­τή κα­τα­γρα­φή γε­γο­νό­των και ι­στο­ριών εί­χε ως στό­χο να δώ­σει μια μι­κρή γεύ­ση της ε­πο­χής, τις ι­στο­ρι­κές ε­κεί­νες δε­κα­ε­τί­ες που ση­μά­δε­ψαν για πά­ντα την πο­ρεί­α του αρ­με­νι­κού και ελ­λη­νι­κού λα­ού. Μια μι­κρή αλ­λά δυ­να­μι­κή κοι­νό­τη­τα σε Α­θή­να και Πει­ραιά, που συμ­με­τεί­χε ε­νερ­γά στον α­γώ­να που γι­νό­ταν στα βου­νά της Αρ­με­νί­ας και πα­ράλ­λη­λα κα­τάφε­ρε να ε­δραιώ­σει την πα­ρου­σί­α της στην Ελ­λά­δα. Αρ­γό­τε­ρα, το 1922-1923, ό­ταν χι­λιάδες συ­μπα­τριώ­τες μας έ­φτα­σαν στην Ελ­λά­δα, η ο­μά­δα αυ­τή έ­γι­νε ο κι­νη­τή­ριος μο­χλός στην προ­σπά­θεια για ε­πι­βί­ω­ση των προ­σφύ­γων και την ά­με­ση ορ­γά­νωση εκ­κλη­σιών, σχο­λεί­ων, ορ­φα­νο­τρο­φεί­ων, συλ­λό­γων, που έ­παι­ξαν ση­μα­ντι­κό ρό­λο στη με­τέ­πει­τα ι­στο­ρί­α της αρμενικής κοι­νό­τη­τας.

 

Πη­γές:

«Η Ε­λη­νο­αρ­με­νι­κή Κοι­νό­τη­τα» - Α­με­νούν Ντα­ρε­κίρ­κ 1960, Γκά­ρο Κε­βορ­κιάν.

«Η δί­κη των Αρ­με­νί­ων Ε­πα­να­στα­τών στη Λα­μί­α» - Αρ­με­νι­κά, τεύ­χος 64. Σαρ­κίς Α­γα­μπα­τιάν.

«Αρ­με­νι­κή Μού­σα» (ε­πιλο­γή ποι­η­μά­των) Κού­λη Α­λέ­πη, 1957.

«Ι­στο­ρί­α των Αρ­με­νο-Ελ­λη­νι­κών Στρα­τιω­τι­κών Σχέ­σε­ων και Συ­νερ­γα­σί­ας», Σαμ­βέλ Ρα­μα­ζιάν, 2010.

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Χαρουτιούν Κιουρκτζιάν Η αρμενική νομισματολογία »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι