Menu

Προσπάθειες ανάπτυξης εξωστρέφειας του κλάδου οίνων στην Αρμενία

«Οι οινοπαραγωγοί στην Αρμενία σταθερά θεωρούν ότι πρέπει να διαμαρτύρονται για την πτώση των διεθνών πωλήσεων και την αλλαγή των παγκόσμιων τάσεων και κατόπιν για την ανάδειξη νέων παικτών στην αγορά. Στην αρμενική αγορά οι τάσεις αυτές αφορούν τα κρασιά που πωλούνται σε τιμές 1.200 – 3.000 αρμενικά δράμια. Ο ανταγωνισμός σκληραίνει και έχει ωθήσει τις τιμές προς τα κάτω, παρ' όλα αυτά, οι εταιρείες που πασχίζουν για να κυριαρχήσουν στην αγορά, είδαν τις πωλήσεις τους να μειώνονται». Αυτό αναφέρει το Εβδομαδιαίο Ενημερωτικό Δελτίο του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής πρεσβείας στο Ερεβάν της Αρμενίας για τον Ιούνιο του 2012.

Στο ίδιο δελτίο τονίζεται ακόμα ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών που παράγουν οίνους με μέσες τιμές που δεν υπερβαίνουν τα 1.000 AMD έχει ενταθεί. Αλλά υπάρχει και μια θετική πλευρά σε αυτό. Η εμφάνιση νέων ανταγωνιστών, έχει οδηγήσει όλους τους δρώντες στον κλάδο στην επιτάχυνση αναβάθμισης της ποιότητας των προϊόντων τους. Από την άλλη πλευρά, αυτό έκανε και άλλες εταιρείες να στραφούν στην παραγωγή υψηλής ποιότητας οίνων με υψηλότερο κόστος. Κατά τον τρόπο αυτό παρατηρήθηκε αύξηση προώθησης στη λιανική προϊόντων που κοστίζουν μέχρι και 2000 AMD. Ωστόσο, τελικώς αυτή η εξέλιξη δεν έχει σημαίνουσα αξία για τον μέσο καταναλωτή, επειδή τα ακριβά κρασιά ακόμα απευθύνονται σε ένα στενό φάσμα πελατών. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών παράλληλα οδήγησε σε αύξηση της τιμής των οίνων από φρούτα.
Ωστόσο, οι τιμές αυξήθηκαν/μετακυλίστηκαν μόνο από τα οινοποιεία που παράγουν κρασιά ποιότητας από πρώτες ύλες (απευθείας από σταφύλια και όχι μούστο). Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών οδήγησε ωστόσο σε αναστολή των σχεδίων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του κλάδου (οι οποίες γίνονται κατά κύριο ποσοστό αποδέκτες των ξένων επενδύσεων στον κλάδο) για να επεκτείνουν τη βάση της παραγωγής τους. Η Ένωση Οινοπαραγωγών πρότεινε στην κυβέρνηση να αναθεωρήσει τους συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης και τούτο να υιοθετηθεί εντός του προσεχούς φθινοπώρου. Τα εγχώρια προϊόντα εξακολουθούν να ανταγωνίζονται τους εισαγόμενους οίνους, οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον καλής ποιότητας και κοστίζουν από 2500 AMD και άνω. Οι κύριοι ανταγωνιστές των αρμενικών οίνων στην εγχώρια αγορά είναι η Χιλή, τα γαλλικά και ιταλικά κρασιά, τα οποία αποθαρρύνουν την παραγωγή εγχώριων ακριβών κρασιών Όσον αφορά την αγορά κονιάκ, οι τιμές είναι σταθερές με ελαφρά αυξητική τάση και χωρίς να κλονίζεται η κυριαρχία του αρμενικού κονιάκ στην εγχώρια αγορά.

«Το μεγαλύτερο μέρος των αρμενικών οίνων δεν είναι ανταγωνιστικά στην Ευρώπη, αν και κάθε τοπική εταιρεία παράγει μια μικρή ποσότητα από τα προϊόντα που πληρούν τα διεθνή ποιοτικά πρότυπα. Επιπλέον, υπάρχουν προβλήματα, καθώς το 75% των κρασιών στη διεθνή αγορά έχει κόστος περίπου 2,5 ευρώ το λίτρο. Τα αρμενικά κρασιά σε αυτό το τμήμα είναι ανταγωνιστικά, αλλά το πρόβλημα είναι ότι λόγω της γεωπολιτικής και των μεταφορών τα εμπόδια είναι υπαρκτά και τελικώς δεν είναι εφικτή η εξαγωγή στην Ευρώπη και η πώλησή τους σε ανταγωνιστικές τιμές. Έτσι, είναι λογικό να επιδιώκεται η εξαγωγή οίνων με κόστος 4 - 7 ευρώ, αλλά σύμφωνα με εκπροσώπους της Ένωσης Οινοπαραγωγών, τελικά ούτε αυτό είναι εφικτό. Δεν μπορούν να ενταχθούν στη διεθνή αγορά των πιο ακριβών κρασιών των 10 -15 ευρώ, λόγω της κακής της τεχνολογίας, πρώτων υλών και την ποιότητα των σταφυλιών.

Όσον αφορά την αγορά κονιάκ, προβλέπεται, δυσμενής εξέλιξη. Το γεγονός είναι ότι κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια διαπιστώνεται συνεχής μείωση της ποιότητας των Αρμενίων κονιάκ. Οι αγρότες δεν μπορούν να παράξουν ποσότητες σταφυλιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή μπράντι 20 και πλέον χρόνια πριν. Λόγω οικονομικών περιορισμών, οι αμπελουργοί έχασαν παλαιές αγορές και ως εκ τούτου έπρεπε να καταστρέψουν τους αμπελώνες. Ενώ καλλιεργούνταν 30.000 στρέμματα αμπελώνων, το 2000 απέμειναν 13.000. Και αν και η ανάκαμψη άρχισε το 1998, ακόμα δεν έχουν εμπεδωθεί κανονισμοί ποιότητας των ρυθμίσεων και μηχανισμών ελέγχου, τόσο στην Αρμενία και τη Ρωσία, όπου προωθείται το 90% των προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα. Μοιραία ήταν άμεση επιλογή να πωλείται το κονιάκ χαμηλότερης ποιότητας και σε χαμηλότερες τιμές, ώστε να διασφαλιστεί ένα μέσο εισόδημα, καθώς ότι οι ρώσοι κυρίως καταναλωτές δεν αναζητούν υψηλής ποιότητας μπράντι.

Οι οινοπαραγωγοί της Αρμενίας εκτιμούν ότι κινδυνεύει η παραδοσιακή ποιότητα του εγχώριου Μπράντι (που εκτιμούν ότι είναι καλύτερο από της Μολδαβίας, της Ρωσίας και του Αζερμπαϊτζάν μπράντι, αλλά όχι καλύτερα από της Γαλλίας). Η σύγκλιση τιμών θα οδηγήσει τελικά στην αγορά γαλλικού κονιάκ και από τους ρώσους μεσαίους καταναλωτές. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι μισό λίτρο μπουκάλι του γαλλικού κονιάκ κοστίζει μέχρι και 700 ρούβλια, όταν το αρμένικο μπράντι πωλείται 500-600 ρούβλια. Καθώς η τιμή των σταφυλιών μεγαλώνει, αυτό σημαίνει ότι δεν εφικτή η διατήρηση της ίδιας τιμολογιακής πολιτικής για να διακρατηθεί το μερίδιο της αγοράς στην βασική αγορά της Ρωσίας. Ένα άλλο αρνητικό φαινόμενο συνδέεται με τη χρήση του εμπορικού σήματος. Στην Ευρώπη, το αρμένικο κονιάκ πωλείται ως μπράντυ σε αντίθεση με τη Ρωσία», αναφέρει το δελτίο.

 

 

Πηγή: agrotypos.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι