Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Στέφανος Βαρτάνης

Στέφανος Βαρτάνης

Σμύρ­νη 1922 – Α­θή­να 1988

Α­πό τη Σμύρ­νη... στο Με­νί­δι

 

Δε­ξιο­τέ­χνης του βιο­λιού, συν­θέ­της και στι­χουρ­γός, ο Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν, ά­φη­σε α­νε­ξί­τη­λη την πα­ρου­σί­α του στο ελ­λη­νι­κό μου­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον και ι­διαι­τέ­ρως στο λα­ϊ­κό, στο δη­μο­τι­κό και πα­ρα­δο­σια­κό τρα­γού­δι και τη μου­σι­κή, κα­θι­στώ­ντας τον συ­νο­μι­λη­τή μας Μι­χά­λη Βαρ­τα­νιάν ι­διαιτέ­ρως υ­πε­ρή­φα­νο για τον πα­τέ­ρα του για τον ο­ποί­ο μας μί­λη­σε με ά­πει­ρο σεβα­σμό και συ­γκί­νη­ση.

Η ι­στο­ρί­α της οι­κο­γέ­νειας του Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν, α­πό την πλευ­ρά του πα­τέρα του, ξε­κι­νά α­πό το Ε­σκί Σε­χίρ (την αρ­χαί­α πό­λη Δο­ρύ­λαιο της Φρυ­γί­ας) και λί­γο έ­ως πο­λύ α­κο­λου­θεί τη γνω­στή μοί­ρα ό­σων Αρ­με­νί­ων κα­τόρ­θω­σαν να ε­πι­ζήσουν α­πό τη φρι­κτή γε­νο­κτο­νί­α του 1915. Έ­τσι ο πα­τέ­ρας του και παπ­πούς μου, Μιράν Βαρ­τα­νιάν, βρέ­θη­κε στη Σμύρ­νη ό­που πα­ντρεύ­τη­κε με την Χρι­στί­να Πα­πα­ζιάν, η ο­ποί­α κα­τα­γό­ταν α­πό τη συ­νοι­κί­α Κα­ρα­ντί­να και α­πέ­κτη­σε το πρώ­το του παι­δί, τον Στε­πάν.

Με το ξέ­σπα­σμα της Μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής και προ­κει­μέ­νου να α­πο­φύγει την κα­τά­τα­ξη στον τουρ­κι­κό στρα­τό, τόλ­μη­σε να α­πο­δρά­σει και μέ­σω Αι­γύπτου έ­φθα­σε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα στην Ελ­λά­δα, ό­που ε­νώ­θη­κε με την οι­κο­γέ­νειά του κα­θώς εί­χε προ­η­γη­θεί η ά­φι­ξη της γυ­ναί­κας και του γιου του.

Αρ­χι­κά έ­ζη­σαν στον Πει­ραιά -στο δη­μο­τι­κό θέ­α­τρο- κα­τό­πιν στο Με­τα­ξουρ­γεί­ο και αρ­γό­τε­ρα στο Με­νί­δι, ό­που πα­ρέ­μει­ναν έ­ως το θά­να­το του παπ­πού μου το 1937. Ο παπ­πούς μου ή­ταν πο­λύ κα­λός μου­σι­κός -ου­τί­στας- κα­τα­σκεύ­α­ζε το εν λόγω όρ­γα­νο αλ­λά ε­πι­σκεύ­α­ζε και άλ­λα. Πα­ράλ­λη­λα ό­μως έ­κα­νε και άλ­λες δου­λειές προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σει να φρο­ντί­σει με τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο την πολ­λα­πλα­σια­σθεί­σα οι­κο­γέ­νειά του -(α­πέ­κτη­σε α­κό­μη έ­να α­γό­ρι και δύ­ο κορί­τσια)- ό­πως αυ­τό του κου­ρέ­α και του ξυ­λουρ­γού, ε­πάγ­γελ­μα το ο­ποί­ο ε­ξα­σκού­σε και στο Σα­να­τό­ριο των φυ­μα­τι­κών της Πάρ­νη­θας. Ε­πει­δή δεν υ­πήρ­χαν δρό­μοι πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στην Πάρ­νη­θα με το γα­ϊ­δου­ρά­κι και ό­ταν κά­ποια φο­ρά έπε­σε α­πό αυ­τό σπά­ζο­ντας το χέ­ρι του, πέ­ρα­σαν μή­νες έ­ως να θε­ρα­πευ­θεί. Μί­λαγε σπα­στά ελ­λη­νι­κά. Συμ­με­τεί­χε ως ου­τί­στας σε ό­λα τα γλέ­ντια και τις εκ­δηλώ­σεις που γί­νο­νταν στο Με­νί­δι ε­κεί­νη την ε­πο­χή και α­μει­βό­ταν πο­λύ κα­λά, ό­πως και α­πό τη δου­λειά του ως ξυ­λουρ­γού. Μά­λι­στα, έ­ως σή­με­ρα κά­ποιες οι­κογέ­νειες έ­χουν έ­πι­πλα κα­τα­σκευα­σμέ­να α­πό τον παπ­πού μου ό­πως τρα­πέ­ζια, κομο­δί­να κλπ. τα ο­ποί­α προ­φα­νώς έ­χουν πε­ρά­σει α­πό γε­νιά σε γε­νιά.

Πα­ρέ­δι­δε και μα­θή­μα­τα στο ού­τι. Με­τα­ξύ των μα­θη­τών του ή­ταν και ο πα­πά-Τάσος τον ο­ποί­ο γνώ­ρι­σα και ε­γώ και μου δι­η­γόν­ταν τις πο­λύ ω­ραί­ες α­να­μνή­σεις του.

Ό­ταν ο πα­τέ­ρας μου Στε­πάν, σε παι­δι­κή η­λι­κί­α πέ­ρα­σε μια σο­βα­ρή α­σθέ­νεια, ο παπ­πούς μου για να τον ευ­χα­ρι­στή­σει του α­γό­ρα­σε έ­να βιο­λί και αρ­γό­τε­ρα τον έ­στει­λε στο Ε­θνι­κό Ω­δεί­ο να σπου­δά­σει. Τη δια­δρο­μή Με­νί­δι-Α­θή­να και τανά­πα­λιν την έ­κα­νε με το πο­δή­λα­το. Στο Ω­δεί­ο σπού­δα­σε μό­νο δύ­ο χρό­νια αλ­λά με­λε­τού­σε α­δια­λεί­πτως, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή έ­ως το τέ­λος της ζω­ής του έ­νας μαθη­τής, ό­πως α­κρι­βώς πρέ­πει να εί­ναι έ­νας μου­σι­κός βελ­τιώ­νο­ντας το τα­λέ­ντο του με πολ­λή ερ­γα­σί­α.

Θυ­μά­μαι μά­λι­στα, ό­ταν στη δε­κα­ε­τί­α του 1960 εί­χα­με ε­γκα­τα­στα­θεί στις αρ­με­νικές προ­σφυ­γι­κές πο­λυ­κα­τοι­κί­ες στις Τζι­τζι­φιές, έ­παιρ­νε το βιο­λί του και κα­τέ­βαι­νε στο Τρο­κα­ντε­ρό ή στο κο­ντι­νό αλ­σά­κι και έ­παι­ζε συ­νε­χώς. Α­πό το 1960 άρ­χι­σε να η­χο­γρα­φεί δί­σκους με ό­λους τους με­γά­λους ερ­μη­νευ­τές του λα­ϊκού τρα­γου­διού της ε­πο­χής. Συμ­με­τεί­χε σε πολ­λές συ­ναυ­λί­ες ό­πως με τη Γιώτα Λύ­δια με την ο­ποί­α εί­χε γυ­ρί­σει ό­λο τον κό­σμο, με τον Χρι­στό­δου­λο Χά­λαρη ό­που έ­δι­ναν συ­ναυ­λί­ες σε Κα­θο­λι­κούς να­ούς της Ευ­ρώ­πης και αρ­γό­τε­ρα α­σχο­λή­θη­κε με τα δη­μο­τι­κά και πα­ρα­δο­σια­κά για πε­ρί­που μια 15ε­τί­α.

Μό­νο με τον Στέ­λιο Κα­ζα­ντζί­δη έ­χει η­χο­γρα­φή­σει 30 τρα­γού­δια. Έ­χει α­κό­μα ηχο­γρα­φή­σει με τον Πά­νο Γα­βα­λά, τον Μα­νώ­λη Αγ­γε­λό­που­λο, την Γιώ­τα Λύ­δια, την Πό­λυ Πά­νου, την Καί­τη Γκραί­η, δη­λα­δή με ό­λους αυ­τούς τους σπου­δαί­ους λα­ϊκούς τρα­γου­δι­στές, οι ο­ποί­οι μά­λι­στα τον πα­ρα­κα­λού­σαν να τους δώ­σει τρα­γού­δια.

Με τον Στέ­λιο Κα­ζα­ντζί­δη δού­λε­ψε αρ­κε­τά χρό­νια και εί­χε ση­μα­ντι­κές οι­κονο­μι­κές α­πο­λα­βές διό­τι ο Σ. Κα­ζα­ντζί­δης ή­ταν αυ­τός που πού­λα­γε τό­τε.

Α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 συ­νερ­γά­στη­κε με την Δό­μνα Σα­μί­ου (Μπα­ϊντί­ρι Σμύρ­νης 12/10/1920 - Α­θή­να 10/03/2012) κα­θώς και με τον Χρό­νη Α­η­δο­νί­δη, τον Νί­κο Στε­φα­νί­δη, ο ο­ποί­ος έ­παι­ζε κα­νο­νά­κι και ή­ταν ό­νο­μα ως δε­ξιο­τέ­χνης στην Κωνστα­ντι­νού­πο­λη, τον Γιάν­νη Συ­με­ω­νί­δη - τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο ΓΙΑΝ-ΣΥΜ- τον Καρυο­φύλ­λη Δο­ϊ­τσί­δη και υ­πη­ρέ­τη­σε αυ­τό το εί­δος της μου­σι­κής (πα­ρα­δο­σιακό-δη­μο­τι­κό) έ­ως το τέ­λος της ζω­ής του.

Τε­λευ­ταί­ος του δί­σκος: «Τα Μι­κρα­σια­τι­κά Πα­ρά­λια». Είχε επίσης μία σπουδαία συνεργασία -ίσως την μεγαλύτερη- με την Μα­ρί­ζα Κωχ, η ο­ποί­α τον ε­κτι­μού­σε α­φά­ντα­στα. Πα­ράλ­λη­λα δί­δα­σκε. Έ­νας α­πό τους μα­θη­τές του εί­ναι και ο βιο­λι­στής Κου­βέ­ντας. Αλ­λά και νε­ό­τε­ροι βιο­λι­στές 40-45 ε­τών σή­μερα, μου έ­χουν πει ό­τι ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν «δά­σκα­λός» τους κα­θώς μπο­ρούν να νιώ­σουν τους δρό­μους «παι­ξί­μα­τος» τους ο­ποί­ους έ­χει α­νοί­ξει.

Ή­ταν ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα α­κού­σμα­τα τα ο­ποί­α εί­χε α­πό τον πα­τέ­ρα του στα σμυρ­νέ­ι­κα και μι­κρα­σιά­τι­κα τρα­γού­δια και τους ή­χους. Η Μα­ρί­ζα Κωχ του ζητού­σε πά­ντα να την δι­δά­σκει ε­νώ στις συ­νερ­γα­σί­ες του με την Δό­μνα Σα­μί­ου απο­γειω­νό­ταν, διό­τι ως γνή­σια μι­κρα­σιά­τισ­σα δεν πα­ρέ­λει­πε στις συ­ναυ­λί­ες της να πε­ρι­λαμ­βά­νει τα μι­κρα­σιά­τι­κα και σμυρ­νέ­ι­κα τρα­γού­δια.

Φαί­νε­ται ό­τι και ε­γώ, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα α­κού­σμα­τα τα ο­ποί­α εί­χα α­πό την οι­κο­γέ­νεια, ή­ταν μοι­ραί­ο να α­κο­λου­θή­σω την ί­δια πο­ρεί­α, του μου­σι­κού.

Θυ­μά­μαι λοι­πόν ό­τι μια η­μέ­ρα ο πα­τέ­ρας μου έ­φε­ρε μια πα­λιά κι­θά­ρα και α­φού έ­παι­ξε την «βιο­λε­τέ­ρα», με πα­ρό­τρυ­νε να την παί­ξω και ε­γώ. Την έ­παι­ξα α­μέσως. Βε­βαί­ως σπού­δα­σα 15 χρό­νια πιά­νο στο Ε­θνι­κό Ω­δεί­ο. Δά­σκα­λοί μου ή­ταν η Κρι­νιώ Κα­λο­μοί­ρη, ο Βά­ιος Λά­σκα­ρης, ο Πα­να­γιώ­της Κρη­τι­κός, ο Διο­νύ­σης Ορ­πής. Έκανα α­νώ­τε­ρα θε­ω­ρη­τι­κά στην αρ­μο­νί­α και α­σχο­λή­θη­κα με τα έγ­χορ­δα. Παί­ζω ούτι, κι­θά­ρα, λα­ού­το, μα­ντο­λί­νο, μπα­γλα­μά, ό­λα τα εί­δη των μπου­ζου­κιών. Σε η­λι­κί­α 20 ε­τών έ­παι­ζα μπου­ζού­κι στα κέ­ντρα διό­τι ή­ταν το πιο προ­σο­δο­φό­ρο εί­δος. Τώ­ρα βέ­βαια δι­δά­σκω και εφ’ ό­σον υ­πάρ­ξει κά­ποια εν­δια­φέ­ρου­σα πρότα­ση παί­ζω και σε μα­γα­ζιά.

Έ­χο­ντας ό­μως ως πρό­τυ­πο τον πα­τέ­ρα μου με­λε­τού­σα και με­λε­τά­ω συ­νε­χώς.

Ο πα­τέ­ρας μου δεν εί­χε α­σχο­λη­θεί και δεν έ­παι­ζε αρ­με­νι­κή μου­σι­κή. Ό­μως ήταν και αι­σθα­νό­ταν Αρ­μέ­νης!! Ό­ταν ή­μουν μι­κρός και τον ρω­τού­σα για την ι­στο­ρί­α της πα­τρί­δας μας, μού μι­λού­σε πά­ντα χα­μη­λό­φω­να και με συ­γκί­νη­ση για τις πε­ριο­χές τις ο­ποί­ες χά­σα­με, ι­δί­ως για το Καρ­ς και το Αρ­ντα­χάν.

Γύ­ρι­σε ό­λο τον κό­σμο αλ­λά εί­χε πα­ρά­πο­νο που δεν μπό­ρε­σε να πά­ει στον γε­νέ­θλιο τό­πο του, τη Σμύρ­νη. Το «Στέ­φα­νος Βαρ­τά­νης» ή­ταν το καλ­λι­τε­χνι­κό του ψευ­δώ­νυ­μο. Στην ταυ­τό­τη­τά του και στα ε­πί­ση­μα έγ­γρα­φα τα ο­ποί­α υ­πέ­γρα­φε, το ό­νο­μά του ήταν: Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν. Πέ­θα­νε στην Α­θή­να στις 15 Νο­εμ­βρί­ου 1988.

Κλεί­νο­ντας πα­ρα­θέ­του­με έ­να εν­δει­κτι­κό μέ­ρος των συμ­με­το­χών του Σ. Βαρ­τάνη ως μου­σι­κού-στι­χουρ­γού-συν­θέ­τη-τρα­γου­δο­ποιού και ε­κτε­λε­στή.

Ελ­λη­νι­κή Βυ­ζα­ντι­νή Ορ­χή­στρα

Ι­δρύ­θη­κε το 1978 α­πό τον Βα­σί­λη Νό­νη, στην προ­σπά­θεια να αρ­θεί το χά­σμα 4 αιώνων ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής και να α­πο­κα­τα­στα­θεί η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή στην παλιά διτ­τή της υ­πό­στα­ση, τη φω­νη­τι­κή και την ορ­γα­νι­κή. Το 1981 το συ­γκρό­τη­μα εμ­φα­νί­στη­κε στην 12η Διε­θνή μουσική εκ­δή­λω­ση της Δ.Ε.Θ. έ­χο­ντας με­τα­ξύ των συ­ντε­λε­στών τον Στέ­φα­νο Βαρ­τά­νη στο βιο­λί.

«Κα­λη­μέ­ρα Νύ­χτα»

Ται­νί­α του Γιάν­νη Οι­κο­νο­μί­δη. Έ­να οι­κο­λο­γι­κό ντο­κι­μα­ντέρ με θέ­μα τη φω­τιά στα δά­ση. Με ο­δη­γό το χει­μω­νιά­τι­κο φως, έ­να τα­ξί­δι στην καρ­διά της πιο μαύ­ρης ελ­λη­νι­κής νύ­χτας αρ­χί­ζει. Συμ­με­τεί­χε στο φε­στι­βάλ «Κι­νη­μα­το­γρά­φος και Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» το 1990 α­πο­σπώ­ντας το Γ΄ Βρα­βεί­ο ντο­κι­μα­ντέρ Κάρ­λο­βι Βά­ρι, το 1991 στο Φε­στι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης και Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών Σχο­λών του Μο­νάχου.

Συ­ντε­λε­στές: Σε­νά­ριο-Σκη­νο­θε­σί­α-Πα­ρα­γω­γή: Γιάν­νης Οι­κο­νο­μί­δης

Δ/ση Πα­ρα­γω­γής: Δό­ξα Τά­τσιου

Μου­σι­κή: Στέ­φα­νος Βαρ­τά­νης, Στέ­φα­νος Γλαύ­κωψ Η­χο­λη­ψί­α: Ντί­νος Κί­ττου Σύν­θε­ση Ή­χου: Θα­νά­σης Αρ­βα­νί­της Μο­ντάζ: Βλά­σης Πα­πα­δή­μας Φω­το­γρα­φί­α: Δη­μή­τρης Μπα­κάλ­μπα­σης

 

Νουνιά Γεραμιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Armenian Portal ©