Menu

Ταξίδι στην Αρμενία

Μανώλης Κυριακόπουλος

 

Οι α­ριθ­μοί α­πό το έ­να μέ­χρι το δέ­κα και μια προ­σευ­χή ή­ταν τα μο­να­δι­κά α­κού­σμα­τα και ε­πα­φή μου  με την Αρ­με­νί­α και με την γλώσ­σα της. Δεν ή­ταν λί­γες οι φο­ρές που η αρ­μέ­νισ­σα για­γιά μου μι­λού­σε για τον πα­τέ­ρα της με νο­σταλ­γί­α και πα­ρά­πο­νο που δεν γνώ­ρι­σε, καθώς πέ­θα­νε ό­ταν ε­κεί­νη ή­ταν πο­λύ μι­κρή. Με τον και­ρό, άρ­χι­σε να ξε­χνά τις ε­λά­χι­στες αυ­τές αρ­μέ­νι­κες λέ­ξεις. Πο­τέ ό­μως δεν μπό­ρε­σε να ξε­πε­ρά­σει την πλη­γή της ορ­φά­νιας. Το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό το με­τέ­τρε­πε σε α­πί­στευ­τη α­γά­πη για τα παι­διά, τα εγ­γό­νια και τα δι­σέγ­γο­νά της... «Για σέ­να, για­γιά, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο αυ­τό το τα­ξί­δι...»

Στο μυα­λό μου πά­ντα υ­πήρ­χε η ι­δέ­α ε­νός τα­ξι­διού στην Αρ­με­νί­α... Η ε­πι­θυ­μί­α να α­ναζη­τή­σω τις ρί­ζες μου, αλ­λά και η ι­διαίτε­ρη προ­τί­μη­ση σε «α­να­το­λι­κούς» προ­ο­ρι­σμούς με ω­θού­σαν προς την πραγ­μα­το­ποί­η­σή του. Το πλή­ρω­μα του χρό­νου εί­χε έρ­θει... Ύ­στερα α­πό συ­ζη­τή­σεις η πα­ρέ­α των μο­το­σι­κλε­τι­στών πή­ρε την α­πό­φα­ση... Ο Γιώρ­γος α­πό το Ναύ­πλιο, ο Στρά­τος α­πό το Α­γρίνιο, ο Στέ­λιος με τη Να­τά­σα α­πό τα Χα­νιά και ο γραφών α­πό την Α­θή­να α­πο­τε­λέ­σα­με το τα­ξι­διω­τι­κό «πα­ρε­ά­κι». Για τον κα­θέ­να μας, αυ­τό το τα­ξί­δι ή­ταν κά­τι πο­λύ ι­διαί­τε­ρο και συ­ναρ­πα­στι­κό.

Το ο­δοι­πο­ρι­κό μας πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε α­πό τα τέ­λη Αυ­γού­στου μέ­χρι τα μέ­σα Σε­πτεμ­βρί­ου. Δι­ήρ­κε­σε 22 μέ­ρες και δια­νύ­σα­με συ­νο­λι­κά 7.600 χλμ., α­φού ε­πι­σκε­φθή­κα­με τρεις χώ­ρες: Τουρ­κί­α, Γε­ωρ­γί­α και Αρ­με­νί­α. Στην τε­λευ­ταί­α α­να­λο­γι­κά με το μέ­γε­θός της- α­φιε­ρώ­σα­με τον πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο, κα­θώς πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με για 9 μέ­ρες, δια­νύ­ο­ντας 1.850 χλμ. πε­ρί­που. Προ­σπα­θή­σαμε να ε­πι­σκε­φτού­με το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα της χώ­ρας, ώ­στε να α­πο­κτή­σου­με μια ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη ει­κό­να.

Ξε­κι­νώ­ντας λοι­πόν, δια­σχί­σα­με σύ­ντο­μα τα α­πέ­ρα­ντα υ­ψί­πεδα της Τουρ­κί­ας, με σκο­πό να φτά­σου­με στη Γε­ωρ­γί­α. Α­φού διαθέ­σα­με λί­γες μέ­ρες στο κε­ντρι­κό και νό­τιο μέ­ρος, κα­τα­λή­ξα­με στην πρω­τεύ­ου­σά της, την Τι­φλί­δα. Ε­πό­μενος στό­χος ή­ταν η Αρ­με­νί­α. Μια χώ­ρα για την οποί­α δεν εί­χα­με κά­ποια ει­κό­να στο τι θα δού­με και τι θα α­ντι­με­τω­πί­σου­με. Η γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση της, το γε­γο­νός ό­τι μέ­χρι σχε­τι­κά πρό­σφα­τα α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της ΕΣ­ΣΔ και το ό­τι είναι έ­νας χρι­στια­νι­κός λα­ός α­νά­με­σα σε μου­σουλ­μα­νι­κές χώ­ρες, α­πο­τε­λού­σαν κομμά­τια ε­νός παζ­λ που δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σα­με να το­πο­θε­τή­σου­με στη σω­στή θέση, ώ­στε να α­πο­κα­λύ­ψου­με τη συ­νο­λι­κή ει­κό­να.

Την ό­γδο­η μέ­ρα του ο­δοι­πο­ρι­κού, δια­νύ­σα­με τα πρώ­τα χι­λιόμε­τρα στην Αρ­με­νί­α. Το πα­ρά­ξε­νο ή­ταν πως, ε­νώ ή­ταν η πρώ­τη φο­ρά που την ε­πισκε­πτό­μουν, έ­νιω­θα μια πε­ρί­ερ­γη οι­κειό­τη­τα. Στην αρ­χή σκέ­φτη­κα πως εί­χε να κά­νει με το συναι­σθη­μα­τι­κό μου υ­πό­βα­θρο, ό­μως ύ­στε­ρα από συ­ζή­τη­ση και με τους υ­πό­λοι­πους, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ό­τι το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό ή­ταν κοι­νό.

Α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή, οι ει­κό­νες ή­ταν μα­γευ­τι­κές. Το ο­ρει­νό το­πί­ο και οι δια­δρο­μές μας ε­ντυ­πω­σί­α­σαν, κε­ντρί­ζο­ντας το εν­δια­φέ­ρον μας για τις ο­μορ­φιές που έ­κρυ­βε αυ­τή η χώ­ρα.

Τις η­μέ­ρες της πε­ρι­πλά­νησης στην Αρ­με­νί­α δια­πι­στώ­σα­με με χα­ρά πως κα­θε­μιά α­πό τις ο­μορ­φιές αυ­τές ή­ταν δια­φο­ρε­τική, προ­σφέ­ρο­ντάς μας κά­τι και­νούρ­γιο. Τα ε­ντυ­πω­σια­κά μο­ναστή­ρια ή­ταν η πρώ­τη ε­πα­φή με την κουλ­τού­ρα της χώ­ρας. Η λι­τή και η ι­διαί­τε­ρη αρ­με­νι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, ε­ξέ­πε­μπαν μια μονα­δι­κή ε­πι­βλη­τι­κό­τη­τα, που γι­νό­ταν α­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρη στη θέ­α της περιο­χής στην ο­ποί­α ή­ταν χτι­σμέ­να... Οι μο­νές Κε­γάρ­τ, Κα­ντσα­σάρ, Νορα­βάν­κ, Χορ Βι­ρά­μπ και οι εκ­κλη­σί­ες στο Σε­βάν μας ε­ντυ­πωσί­α­σαν ι­διαί­τε­ρα. Χω­ρίς κα­μιά διά­θε­ση να υ­πο­βαθ­μί­σω την α­ξί­α των υ­πο­λοί­πων, θα α­να­φέ­ρω το  μο­να­στή­ρι Τα­τέβ, που προ­σεγ­γί­σα­με α­πό την νό­τια πλευ­ρά του. Ο­δη­γώ­ντας έ­ναν λα­σπω­μέ­νο και δύ­σκο­λο χω­μα­τό­δρο­μο, νιώ­σα­με σαν να πραγ­μα­το­ποιού­σα­με έ­να προ­σω­πι­κό «τά­μα» την στιγ­μή που α­ντι­κρί­σα­με για πρώ­τη φο­ρά την ε­ντυ­πω­σια­κή θέ­α  του βρά­χου που φι­λο­ξε­νού­σε το ε­πι­βλη­τι­κό μο­να­στή­ρι!

Οι ε­ναλ­λα­γές του φυ­σι­κού το­πί­ου α­πο­τέ­λε­σαν α­κό­μα μί­α έκ­πλη­ξη για ε­μάς. Οδη­γή­σα­με σε πε­ριο­χές και δια­δρο­μές που το υ­ψό­με­τρο κυ­μαι­νό­ταν α­πό τα 500 μ. μέ­χρι τα 3.200 μ. Ή­ταν κά­τι πρω­τό­γνω­ρο. Α­ντι­κρί­ζο­ντας κα­νείς τη λί­μνη Σε­βάν, ί­σως να σκε­φτεί ό­τι εί­ναι α­πλώς μια πο­λύ με­γά­λη λί­μνη... Αν α­να­λο­γι­στείς ό­μως, ό­τι είναι 10 φο­ρές πιο με­γά­λη α­πό τη με­γα­λύ­τε­ρη λί­μνη της Ελ­λά­δας, την Τρι­χω­νί­δα και ό­τι βρί­σκε­ται σε υ­ψό­με­τρο 1.900 μ., τό­τε τη βλέ­πεις με άλ­λο μά­τι. Η Αρ­με­νί­α μας ε­ξέ­πλη­ξε με τις α­πί­στευ­τες ο­ρει­νές δια­δρο­μές που δια­τρέ­χουν έ­να ποι­κι­λό­μορ­φο γε­ω­γρα­φι­κό α­νά­γλυ­φο, δια­θέ­τοντας πολ­λα­πλά πε­ρά­σμα­τα, ά­νω των 2.500 μ., ε­νώ η πα­νέ­μορ­φη αλ­πι­κή λί­μνη Κα­ρί, που σχη­μα­τί­ζε­ται α­πό τα χιό­νια του ό­ρους Α­ρα­κά­τζ, στα 3.200 μ., ή­ταν έ­να α­πό τα α­ξιοθέ­α­τα που θα μεί­νουν κα­λά χα­ραγ­μέ­να στο μυα­λό ό­λων μας.

Η κω­μό­πο­λη Γκο­ρίς α­πο­τέ­λε­σε τη βά­ση, ώ­στε να ε­πι­σκε­φτού­με το νό­τιο τμή­μα της Αρ­με­νί­ας, αλ­λά και το αυ­το­νο­μη­μέ­νο Αρ­τσάχ (Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ). Η πε­ριο­χή που συ­νο­ρεύ­ει με το γει­το­νι­κό Ι­ράν δια­κρί­νε­ται α­πό ιδιαί­τε­ρη ο­μορ­φιά και εί­ναι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή α­πό την υ­πό­λοι­πη Αρ­με­νί­α. Έ­νας ε­λι­κο­ει­δής δρό­μος δια­σχί­ζει τους ά­νυ­δρους ο­ρει­νούς ό­γκους της περιο­χής α­πό το Με­γρί στο Τσαβ και προ­σφέ­ρει στιγ­μές α­πο­λαυ­στι­κής ο­δή­γη­σης με θαυ­μά­σια και πα­νο­ρα­μι­κή θέ­α.

Η ε­πί­σκε­ψη στο Αρ­τσάχ ή­ταν έ­να κομ­μά­τι του τα­ξι­διού με ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέρον. Κά­ποια συ­νο­ρια­κά ε­πει­σό­δια που εί­χαν γί­νει πριν α­πό πε­ρί­που έ­ναν μήνα μας εί­χαν βά­λει σε αρ­κε­τές σκέ­ψεις και α­ντι­με­τω­πί­ζα­με την ε­πι­κεί­με­νη μο­νο­ή­με­ρη εκ­δρο­μή μας με αρ­κε­τό σκε­πτι­κι­σμό. Ω­στό­σο, ό­ταν α­να­φέ­ρα­με στους ντό­πιους την ε­πι­θυ­μί­α μας να το ε­πι­σκε­φτού­με γί­να­με α­ποδέ­κτες με­γά­λου εν­θου­σια­σμού και έκ­πλη­ξης για την ε­πι­λογή μας. Εν­δε­χο­μέ­νως ο λό­γος εί­χε να κά­νει με το γε­γο­νός ό­τι το Αρ­τσάχ δεν είναι α­πό τις πρώ­τες ε­πι­λο­γές ε­νός του­ρί­στα, κυ­ρί­ως μη Αρ­μέ­νιου.

Το Αρ­τσάχ μας ά­φη­σε πο­λύ κα­λές ε­ντυ­πώ­σεις. Αν και δια­νύ­σαμε μό­νο 150 χλμ., ε­πι­σκε­πτό­με­νοι το Στε­πα­να­κέρ­τ, το Σου­σί, το χω­ριό Βαν­κ και το μο­να­στή­ρι Κα­ντσα­σάρ, α­πο­λαύ­σα­με τις ο­ρει­νές δια­δρο­μές του, αλ­λά και τα α­ξιο­θέ­α­τα. Μας ε­ξέ­πλη­ξε θε­τι­κά η τε­ρά­στια προ­σπά­θεια που έ­χουν κα­τα­βά­λει οι κά­τοικοι για να ε­που­λώ­σουν τις πλη­γές που ά­φη­σε ο πό­λε­μος που μαι­νόταν μέ­χρι λί­γα χρό­νια πριν. Το «τα­κτο­ποι­η­μέ­νο» και «ανα­και­νι­σμέ­νο» Στε­πα­να­γκέρ­τ μας ξάφ­νια­σε θε­τι­κά και δη­μιούρ­γη­σε μια αί­σθη­ση αι­σιο­δο­ξί­ας και α­σφά­λειας. Το σί­γουρο εί­ναι, πως άλ­λα­ξε ε­ντε­λώς η ει­κό­να που εί­χα­με στο μυα­λό μας πριν το ε­πι­σκε­φτού­με, α­φού α­πο­τε­λεί πλέ­ον έ­να α­πό τα μέ­ρη που α­ξί­ζει να δει κα­νείς, αν βρε­θεί στην Αρ­με­νί­α.


Η πό­λη του Ε­ρε­βάν α­πο­τέ­λε­σε α­κό­μα μια έκ­πλη­ξη... Έ­να πραγ­μα­τι­κό στο­λί­δι, για το ο­ποί­ο οι Αρ­μέ­νιοι θα πρέ­πει να αι­σθάνο­νται υ­πε­ρή­φα­νοι. Συν­δυά­ζο­ντας στοι­χεί­α α­πό την αρ­με­νι­κή κουλ­τού­ρα, με τις σο­βιε­τι­κές ε­πιρ­ρο­ές και τη γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση της, δημιουρ­γεί έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα που ε­ντυ­πω­σιά­ζει και τον πιο α­παι­τητι­κό ε­πι­σκέ­πτη. Συ­να­ντή­σα­με έρ­γα σε πολ­λά ση­μεί­α της πό­λης -ι­διαί­τε­ρα στο κέ­ντρο, τα ο­ποί­α θα δώ­σουν στο μέλ­λον ε­πι­πλέ­ον ώ­θη­ση στην του­ρι­στι­κή α­νάπτυ­ξή της.

Πέ­ρα ό­μως α­πό ό­λα αυ­τά τα ό­μορ­φα και ποι­κί­λα μέρη που εί­δα­με, πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι στη μι­κρή αυ­τή χώ­ρα, η ο­ποί­α εί­ναι λί­γο με­γα­λύ­τε­ρη α­πό την Πε­λο­πόν­νη­σο, ε­κεί­νο που μας κέρ­δι­σε ή­ταν οι άν­θρω­ποι... Η ε­μπει­ρί­α μέ­χρι τώ­ρα μας έ­χει κά­νει να συ­νει­δη­το­ποιούμε πως η κο­ρύ­φω­ση ε­νός τα­ξι­διού εί­ναι η ε­πα­φή με τους ανθρώ­πους, οι ο­ποί­οι α­πο­τε­λούν την τε­λι­κή πι­νε­λιά στον πί­να­κα κά­θε τό­που που ε­πι­σκε­πτό­μα­στε... Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι δεν γνω­ρί­ζα­με αρ­με­νι­κά ή ρω­σι­κά, αυ­τό δεν α­πο­τέ­λε­σε ε­μπό­διο στην ε­πι­κοι­νω­νί­α μας με τους ντό­πιους.

Α­πό την πρώ­τη κιό­λας μέ­ρα νιώ­σα­με τη θερ­μή υ­πο­δο­χή των Αρ­με­νί­ων. Στα χω­ριά α­πό τα ο­ποί­α περ­νού­σα­με άν­θρω­ποι κά­θε η­λι­κί­ας μάς χαι­ρετού­σαν, ε­νώ τα παι­δά­κια ά­πλω­ναν τα χέ­ρια τους για να μας α­κου­μπή­σουν. Στο δρό­μο τα αυ­το­κί­νη­τα α­να­βό­σβη­ναν τα φώ­τα και μας κόρ­να­ραν. Ό­ταν στα­μα­τούσα­με σε κά­ποιο μέ­ρος, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ερ­χό­ταν κό­σμος για να πε­ριεργα­στεί τις μο­το­σι­κλέ­τες και να ε­πι­κοι­νω­νή­σει μα­ζί μας, ε­νώ οι πιο «τολ­μηροί» ζη­τού­σαν να φω­το­γρα­φη­θούν εί­τε μα­ζί μας, εί­τε με τις μο­το­σι­κλέ­τες. Δεν ή­ταν λί­γες οι πε­ρι­πτώ­σεις στις ο­ποί­ες για­γιά­δες ή μα­μά­δες έ­βα­ζαν τα παι­δά­κια τους να κα­θί­σουν στις μο­το­σι­κλέ­τες για να βγά­λουν μια φω­το­γρα­φί­α... και σε ό­λο αυ­τό το σκη­νι­κό, ό­ταν κα­τα­φέρ­να­με να ε­πι­κοι­νω­νή­σου­με και να τους εξη­γή­σου­με α­πό που ερ­χό­μα­σταν, οι εκ­δη­λώ­σεις εν­θου­σια­σμού και εγκαρ­διό­τη­τας γί­νο­νταν α­κό­μα ε­ντο­νό­τε­ρες.

Την πρώ­τη μέ­ρα στην Αρ­με­νί­α, στο μο­να­στή­ρι Χαγ­μπάτ, μας πλη­σί­α­σε έ­νας νε­αρός και προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να μας δώ­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες για τα μέ­ρη που θα ε­πισκε­πτό­μα­σταν. Ή­ταν και αυ­τός μο­το­σι­κλε­τι­στής, αν και το συ­γκε­κρι­μέ­νο τα­ξίδι το έ­κα­νε μα­ζί με φί­λους χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αυ­το­κί­νη­το. Μό­λις βγά­λα­με τους χάρ­τες και του πε­ρι­γρά­ψα­με τα σχέ­διά μας, μας πρό­τει­νε κά­ποια μέ­ρη και μας προ­σκά­λε­σε να κά­νου­με ό­λοι μα­ζί μέ­ρος της δια­δρο­μής. Δυ­στυ­χώς, τα χρο­νι­κά πε­ρι­θώ­ρια ή­ταν ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά. Η πρό­τα­σή του, ό­μως, μας συ­γκί­νη­σε...

Έ­να α­κό­μα α­ξιο­ση­μεί­ω­το πε­ρι­στα­τι­κό ή­ταν στο δρό­μο για το Γκο­ρίς, ό­ταν στα­μα­τήσα­με σε έ­ναν πα­ρα­ποτά­μιο μα­γα­ζί κο­ντά στο χω­ριό Βά­ικ. Ε­κεί γνω­ρί­σα­με τον Μπα­κούρ, με τον ο­ποί­ο εί­χα­με μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­ζή­τη­ση για τα μέ­ρη που θα ε­πι­σκε­πτό­μα­σταν. Πριν φύ­γει, μας κέ­ρα­σε αυ­τά που εί­χα­με πα­ραγ­γεί­λει και μας προ­σκά­λε­σε στο σπί­τι του στο Ε­ρε­βάν, βά­ζο­ντάς μας να του υ­πο­σχε­θού­με στην «τι­μή μας» ό­τι θα πάμε! Πραγ­μα­τι­κά φι­λό­ξε­νος κό­σμος. Αυ­τό που μας συ­νε­πή­ρε στο τα­ξί­δι στην Αρ­με­νί­α ή­ταν η ε­πίσκε­ψη στο ελ­λη­νι­κό χω­ριό Χαν­κα­βάν. Ε­κεί ζή­σα­με μια βρα­διά που χαρά­χτη­κε για πά­ντα στην καρ­διά και στο μυα­λό μας... Για την ύ­παρ­ξη του χω­ριού εί­χα­με μά­θει -τυ­χαί­α- α­πό το Δια­δί­κτυο. Α­να­ζη­τώ­ντας ό­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες α­πό άλ­λους τα­ξι­διώ­τες και φί­λους Αρ­μέ­νιους α­πό την Ελ­λά­δα, α­να­κα­λύ­ψα­με ό­τι το Χαν­κα­βάν συ­νε­χίζει να κα­τοι­κεί­ται α­πό με­ρι­κούς Έλ­λη­νες...

Το ε­πι­σκε­φτή­κα­με την πρώ­τη κιό­λας μέ­ρα της πα­ρα­μο­νής μας στην Αρ­με­νί­α. Δεν ξέ­ρα­με τι θα συ­να­ντού­σα­με, ό­ταν φτά­σα­με αρ­γά το α­πό­γευ­μα. Ε­νώ λοι­πόν, σταθ­μεύ­σα­με σε έ­να κε­ντρι­κό ση­μεί­ο, με­τά α­πό πέ­ντε λε­πτά εμ­φα­νί­στη­κε, α­πό το α­πέ­να­ντι πλα­κό­στρω­το δρο­μά­κι, κά­ποιος που φώ­να­ξε: «Παι­διά, κα­λω­σήλ­θα­τε! Έρ­χο­μαι σε πέ­ντε λε­πτά! Περι­μέ­νε­τε!».

Μια πα­ρέ­α φί­λων Ελ­λή­νων μο­το­σι­κλε­τι­στών που εί­χαν τα­ξι­δέ­ψει πριν α­πό ε­μάς στην Αρ­με­νί­α, α­κο­λου­θώ­ντας το δι­κό μας πρό­γραμ­μα, εί­χαν ε­πι­σκε­φτεί το χω­ριό 10 μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα και εί­χαν ε­νη­με­ρώ­σει τους ντό­πιους για την ε­πι­κεί­με­νη ε­πί­σκε­ψή μας. Εί­χαν φρο­ντί­σει, λοι­πόν, να μας με­τα­φέ­ρουν το μή­νυ­μά τους: «Τους πε­ρι­μένου­με! Μην τυ­χόν και έρ­θουν στα μέ­ρη μας και δεν πε­ρά­σουν α­πό το χω­ριό!»... Έ­τσι και έ­γι­νε. Ο πρώ­τος άν­θρω­πος που συ­να­ντή­σα­με ή­ταν ο Βλα­δί­μη­ρος, που μας υπο­δέ­χτη­κε ε­γκάρ­δια, μα­ζί με τον Α­ρί­στο και τον Λε­ω­νί­δα, ό­πως εί­χαν «βα­φτίσει» πλέ­ον τον Αρ­μέ­νιο που ή­ταν πα­ντρε­μέ­νος με μια ξα­δέλ­φη του Βλα­δί­μη­ρου. Ό­λοι μα­ζί πή­γα­με στο σπί­τι του Α­ρί­στου, που εί­χε αρ­χί­σει ή­δη να μα­γει­ρεύ­ει «κά­τι πρό­χει­ρο», το ο­ποί­ο α­πο­δεί­χτη­κε τε­λι­κά κα­νο­νι­κό γεύ­μα! Βέ­βαια, μας πε­ρί­με­νε κι άλ­λο τρα­πέ­ζι, σε άλ­λο σπί­τι αρ­γό­τε­ρα... Έ­τσι, αρχί­σα­με να παίρ­νου­με τα πρώ­τα δείγ­μα­τα αυ­τού που ο­νο­μά­ζουν κά­ποιοι «αρ­μέ­νι­κη βί­ζι­τα».

Με τη συ­νο­δεί­α ε­δε­σμά­των, το­πι­κού τσί­που­ρου α­πό α­χλά­δι, αλ­λά και πολ­λών συ­ζη­τή­σε­ων για την ι­στο­ρί­α του χω­ριού και των κα­τοί­κων, η ώ­ρα πέ­ρα­σε χω­ρίς να το κα­ταλάβου­με. Σε λί­γο με­ταφερ­θή­κα­με σε έ­να άλ­λο σπί­τι, του Γκα­ρέν, που μας πε­ρί­με­νε με στρωμέ­νο το τρα­πέ­ζι και τα πο­τή­ρια γε­μά­τα πο­τό! Ο Γκα­ρέν ή­ταν Αρ­μέ­νιος. Πριν α­πό τον πό­λε­μο του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ ή­ταν διά­ση­μος χο­ρευ­τής. Δυστυ­χώς, ο πό­λε­μος του ά­φη­σε έ­να πρό­βλη­μα στο χέ­ρι. Ω­στό­σο, δεν έ­χα­σε πο­τέ το με­ρά­κι του για το χο­ρό, κά­τι που δια­πι­στώ­σα­με στη συ­νέ­χεια της βρα­διάς...

Επί­σης, έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στικό των Αρ­με­νί­ων, που δια­πι­στώ­σα­με το ί­διο βρά­δυ, εί­ναι οι προ­πό­σεις την ώ­ρα του γεύ­μα­τος! Μά­λι­στα, ή­ταν τό­σο πολ­λές, κα­λύ­πτο­ντας ό­λο το φά­σμα των ευ­χών, που ο Στέ­λιος δεν μπό­ρε­σε να α­ντε­πε­ξέλ­θει με ό­σες μα­ντινά­δες κι αν ή­ξε­ρε! Ό­σο κυ­λού­σε η βρα­διά το κέ­φι κο­ρυ­φω­νό­ταν κι έ­τσι κα­τα­λήξα­με να χο­ρεύ­ου­με ό­λοι μα­ζί αρ­με­νι­κούς χο­ρούς.

Ό­πως ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δια­νυ­κτε­ρεύ­σα­με στο χω­ριό, φι­λο­ξενού­με­νοι των Ελ­λή­νων και του Γκα­ρέν. Την ε­πό­με­νη μέ­ρα πριν α­να­χω­ρή­σου­με, εί­χα­με την ευ­και­ρί­α να γνω­ρί­σου­με και άλ­λους Έλ­λη­νες και Αρ­μέ­νιους, που ήρ­θαν στο σπί­τι ό­που μέ­να­με ό­ταν έ­μα­θαν για την ά­φι­ξή μας. «Να ξέ­ρε­τε πως έ­χε­τε πλέ­ον έ­να σπί­τι στο Χαν­κα­βάν που θα σας περι­μέ­νει πά­ντα α­νοι­χτό!»... ή­ταν οι τε­λευ­ταί­ες κου­βέ­ντες τους, που μας συ­γκί­νη­σαν για μια α­κό­μα φο­ρά.

Προ­σπα­θώ­ντας να γρά­ψω με­ρι­κές προ­τά­σεις για το τα­ξί­δι μας, δια­πί­στω­σα πως κά­ποιες φο­ρές, οι ει­κό­νες και τα συ­ναι­σθή­μα­τα δεν μπο­ρούν να α­πο­τυ­πω­θούν σε έ­να κομ­μά­τι χαρ­τιού...

Η Αρ­με­νί­α εί­ναι μια χώ­ρα που κρύ­βει «δια­μά­ντια». Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι δεν δια­θέ­τει τους κα­λύ­τε­ρους δρό­μους και τουρι­στι­κή υ­πο­δο­μή, α­πο­τε­λεί έ­ναν ε­ξαι­ρε­τι­κό και ι­διαίτε­ρο προ­ο­ρι­σμό για έ­να τα­ξι­διώ­τη, ει­δι­κό­τε­ρα για έ­να μο­το-τα­ξιδιώ­τη!

Νιώ­θω πο­λύ τυ­χε­ρός που μπό­ρε­σα να βρε­θώ σε αυ­τό το θαυ­μά­σιο μέ­ρος του πλανή­τη...

 

 

 

Πηγή: armenika.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι