Menu

Το Οσακάν και ο ναός του Μεσρόπ Μαστότς

Τον Οκτώβρη του 2012, σε πρό­γραμ­μα ε­θνο­γρα­φι­κής έ­ρευ­νας στην Αρ­με­νί­α, με σκοπό να με­λε­τη­θεί η ορ­γά­νω­ση του θρη­σκευ­τι­κού και κοι­νω­νι­κού χώ­ρου, ε­πι­σκέφθη­κα το Ο­σα­κάν. Η έ­ρευ­να ε­πι­κε­ντρώ­θη­κε στην πε­ριο­χή του Α­στα­ράκ, που βρίσκε­ται 25 χλμ. ΒΔ του Ε­ρε­βάν και ει­δι­κό­τε­ρα στα χω­ριά Παρ­πί, Καρ­μπί, Βο­σκε­βάζ, Μου­γνί και Ο­σα­κάν.

Δρ. Ε­λευ­θέ­ριος Π. Α­λε­ξά­κης

Eθνο­λό­γος-κοι­νω­νι­κός αν­θρω­πο­λό­γος

τ. Διευ­θυ­ντής Ε­ρευ­νών Α­κα­δη­μί­ας Α­θη­νών.

Το Ο­σα­κάν εί­ναι μια κω­μό­πο­λη 5.000 κα­τοί­κων, 8 χλμ. νό­τια του Α­στα­ράκ, πρω­τεύ­ου­σας της ε­παρ­χί­ας Α­ρα­γκα­τσότ­ν. Στα δυ­τι­κά του Ο­σα­κάν, στον πο­ταμό Κα­σάχ υ­πάρ­χει μί­α γέ­φυ­ρα του 1706.
Εί­ναι πο­λύ γνω­στό στους ι­στο­ρι­κούς και στους προ­σκυ­νη­τές της αρ­με­νι­κής Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, διό­τι εί­ναι ο τό­πος της τε­λευ­ταί­ας κα­τοι­κί­ας του Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς, πρώ­ην στρα­τιω­τι­κού, βα­σι­λι­κού γρα­φέ­α, μο­να­χού, θε­ο­λό­γου, γλωσ­σο­λό­γου και ε­πι­νο­η­τή του αρ­με­νι­κού αλ­φα­βή­του το 405 μ.Χ., που α­πε­βί­ω­σε το 440 μ.Χ.. Ε­πί­σης, υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φορί­ες ό­τι ο Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς ί­δρυ­σε σχο­λεί­ο στο Ο­σα­κάν.
Τον 4ο αιώ­να μ.Χ., στις βρα­χώ­δεις ε­κτά­σεις του κά­στρου του Ο­σα­κάν, οι Αρ­μέ­νιοι υ­πό την αρ­χη­γί­α του Αρ­χι­στρα­τή­γου Βα­τσέ Μα­μι­γκο­νιάν κα­τα­τρό­πω­σαν μια συμ­μα­χί­α βαρ­βα­ρι­κών νο­μα­δι­κών φυ­λών (Α­λα­νών, Σα­μα­γε­τών, Ού­νων κ.ά.). Στην ί­δια πε­ριο­χή ε­πί­σης πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με­γά­λη μά­χη τον Αύ­γου­στο του 1827, στην ο­ποί­α τα ρω­σι­κά στρα­τεύ­μα­τα με τη βο­ή­θεια και αρ­με­νι­κών δυ­νά­με­ων νί­κησαν τον περ­σι­κό στρα­τό υ­πό την η­γε­σί­α του Αβ­βά Μιρ­ζά, γιου του σά­χη της Περ­σί­ας. Κα­τά τη μά­χη εί­ναι γνω­στό το πε­ρι­στα­τι­κό με τον Α­γκόπ Χα­ρου­τιου­νιάν, πυ­ρο­βο­λη­τή του περ­σι­κού στρα­τού, ο ο­ποί­ος έ­στρε­ψε το κα­νό­νι του κα­τά των Περ­σών. Ο Χα­ρου­τιου­νιάν βα­σα­νί­στη­κε φρι­κτά α­πό τους ε­ξορ­γι­σμέ­νους Πέρ­σες, οι ο­ποί­οι του έ­κο­ψαν τα αυ­τιά και τη μύ­τη. To 1833 α­νε­γέρ­θη μνη­μεί­ο των πε­σό­ντων στη μά­χη σε το­πο­θε­σί­α με­τα­ξύ Οσα­κάν και Ε­τσμια­τζίν.

 

Έ­να θρη­σκευ­τι­κό κέ­ντρο 

Το Ο­σα­κάν, κα­τά τη διάρ­κεια της δυ­να­στεί­ας των Αρ­σα­κι­δών του βα­σι­λεί­ου της Αρ­με­νί­ας (52-428 μ.Χ.), ή­ταν η κυ­ριό­τε­ρη πό­λη της ε­παρ­χί­ας Α­ρα­ράτ και πρω­τεύ­ου­σα της πε­ριο­χής Α­ρα­γκα­τσότ­ν, ό­που κυ­βερ­νού­σε η α­ρι­στο­κρα­τική οι­κο­γέ­νεια των Α­μα­ντου­νί. Ω­στό­σο, εί­ναι γνω­στό κυ­ρί­ως για το να­ό και τον τά­φο του Α­γί­ου Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς. Συ­γκε­κρι­μέ­να, τον 5ο αιώ­να κτί­στη­κε πά­νω από τον τά­φο του αρ­χι­κά έ­να σταυ­ρο­ει­δές μαρ­τύ­ριο (τα­φι­κός να­ός). Ο ι­στο­ρι­κός του 5ου αιώ­να και βιο­γρά­φος του Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς, Κο­ριούν, α­να­φέ­ρει: «Ο Βα­χάν Α­μα­ντου­νί […] θέ­λη­σε να α­νε­γεί­ρει να­ό προς τι­μήν του ονό­μα­τος του Θε­ού, με την ε­πί­κλη­ση του Α­γί­ου Δα­σκά­λου και έ­κτι­σε με λα­ξευ­μένες πέ­τρες με­γα­λο­πρε­πείς βω­μούς, πλού­σια δια­κο­σμη­μέ­νους. Ε­κεί, κά­τω α­πό την α­ψί­δα του βω­μού, ε­να­πό­θε­σε τα λεί­ψα­να του Α­γί­ου». Ο ση­με­ρι­νός να­ός κτί­στη­κε το 1840 α­πό τον Κα­θο­λι­κό Πα­τριάρ­χη Φί­λιπ­πο, πι­θανό­τα­τα πά­νω στα θε­μέ­λια του πρώ­του μαρ­τυ­ρί­ου και ξα­να­κτί­στη­κε εκ θε­με­λί­ων α­πό τον Κα­θο­λι­κό Κε­βόρ­κ τον 4ο το 1875-1879, κα­τά τέ­τοιον τρό­πο που εί­ναι δύ­σκολο να μα­ντέ­ψου­με την αρ­χι­κή του μορ­φή. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες στο ε­σω­τε­ρι­κό του ζω­γρα­φί­στη­καν το 1900 α­πό τον καλ­λι­τέ­χνη Χ. Μι­να­σιάν. Ε­πί­σης, ο να­ός εί­ναι γνω­στός για το μο­να­δι­κό διώ­ρο­φο κυ­λιν­δρικό κω­δω­νο­στά­σιο, κτι­σμέ­νο το 1884 στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά του, ε­νώ η ι­διαι­τε­ρότη­τά του εί­ναι ό­τι η εί­σο­δός του βρί­σκε­ται στο χώ­ρο της Α­γί­ας Τρά­πε­ζας.

 

Τα αρ­χαί­α ευ­ρή­μα­τα  

Α­κρι­βώς πί­σω α­πό το να­ό και νό­τια της κω­μό­πο­λης βρί­σκε­ται ο λό­φος Ντι­ντι­κού­ντ, ό­που κα­τά τις α­να­σκα­φές α­πο­κα­λύ­φθη­καν έ­να τε­τρά­γω­νο κά­στρο και έ­να συ­γκρό­τη­μα πέ­ντε α­να­κτό­ρων (με 40 δω­μά­τια, δια­δρό­μους και πολλούς να­ούς) κτι­σμέ­νων με­τα­ξύ 7ου και 5ου αιώ­να π.Χ. Ε­πί­σης, βρέ­θη­καν πολ­λοί τά­φοι της Ε­πο­χής του Σι­δή­ρου και πά­νω α­πό 100 τα­φι­κές στή­λες και πλά­κες, ερ­γαλεί­α α­πό πέ­τρα και κόκ­κα­λο, ει­δώ­λια και πολ­λά κο­σμή­μα­τα.
Στα βό­ρεια του Ο­σα­κάν, στην κοι­λά­δα του Μνα­κα­νότ­ς (Μα­νου­κα­νότ­ς) βρί­σκε­ται η εκ­κλη­σί­α της Α­γί­ας Σιών που χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό τον 7ο αιώ­να μ.Χ. Πι­στεύ­εται ό­τι ε­κεί βρι­σκό­ταν ο τά­φος του βυ­ζα­ντι­νού αυ­το­κρά­το­ρα Μαυ­ρι­κί­ου ή της μη­τέ­ρας του, για τον ο­ποί­ο η το­πι­κή πα­ρά­δο­ση α­να­φέ­ρει ό­τι κα­τα­γό­ταν α­πό το Ο­σα­κάν. Δί­πλα στην εκ­κλη­σί­α υ­πάρ­χει πλίν­θι­νη στή­λη του 6ου με 7ου μ.Χ. αιώνα που α­πο­δί­δε­ται στον αυ­το­κρά­το­ρα Μαυ­ρί­κιο. Η στή­λη έ­χει μορ­φή ο­κτα­γω­νικού κί­ο­να με έ­να ιω­νι­κό κιο­νό­κρα­νο και κα­λά­θια στην κο­ρυ­φή. Μοιά­ζει με τα ιω­νι­κά κιο­νό­κρα­να του να­ού του Ζβαρ­τνό­τς του 7ου αιώ­να και α­νά­γε­ται, ό­πως και ε­κεί­να, σε συ­ρια­κά πρό­τυ­πα. Αυ­τό το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό α­πο­δει­κνύ­ει τον τα­φι­κό μνη­μεια­κό χα­ρα­κτή­ρα του κί­ο­να.
Στην κο­ρυ­φή χα­μη­λού λό­φου πά­νω α­πό το νε­κρο­τα­φεί­ο υ­πάρ­χει πα­ρεκ­κλή­σι που χρο­νο­λο­γεί­ται τον 14ο με 15ο αιώ­να και κα­λεί­ται α­πό τους ντό­πιους Τουχ Μανούκ (Mε­λα­χρι­νό Aγό­ρι). Ε­πει­δή συν­δυά­ζε­ται στη βό­ρεια πλευ­ρά του με μια σταυ­ρό­πετρα (χα­τσκάρ), θυ­μί­ζει τα μαυ­σω­λεί­α του 5ου μέ­χρι και 7ου αιώ­να.
Πέ­ρα α­πό το λό­φο υ­πάρ­χει το πα­ρεκ­κλή­σι του Α­γί­ου Κρι­κόρ, ε­νώ σε κο­ντι­νή από­στα­ση και μέ­σα στο Ο­σα­κάν ε­κεί­νο του Α­γί­ου Θαδ­δαί­ου, ο ο­ποί­ος θε­ω­ρεί­ται ό­τι μαρ­τύ­ρη­σε γύ­ρω στο 70 μ.Χ. στην Αρ­με­νί­α, ε­πί της βα­σι­λεί­ας του Σα­να­τρούκ. Α­κό­μα, μέ­σα σε σπή­λαια βρί­σκο­νται τα πα­ρεκ­κλή­σια της Θε­ο­τό­κου (Α­στβα­τζατζίν) και του Α­γί­ου Σαρ­κίς, ε­νώ στο δρό­μο προς το Ε­τσμια­τζίν υ­πάρ­χει νε­ό­κτιστο εκ­κλη­σά­κι με ε­σω­τε­ρι­κό χα­τσκάρ.

 

Ο Α­βρα­άμ Κρε­τα­τσή  

Το Ο­σα­κάν α­να­φέ­ρε­ται σε ε­πι­γρα­φή του 13ου αιώ­να στο νό­τιο τοίχο του κα­θο­λι­κού του Μο­να­στη­ριού Α­στβα­τζιν­κάλ, κτι­σμέ­νου με­τα­ξύ 5ου και 13ου αιώ­να. Η ε­πι­γρα­φή α­να­φέ­ρει: «Με τη χά­ρη του και τη φι­λευ­σπλαχνί­α του Θε­ού ε­γώ ο Κούρ­ντ, πρί­γκι­πας των πρι­γκί­πων, γιος του με­γά­λου Βα­χέ και η σύ­ζυ­γός μου Χο­ρι­σάχ, κό­ρη του διοι­κη­τή κτί­σα­με το ιε­ρό κα­θο­λι­κό για τη μνή­μη των ψυ­χών μας. Το δια­κο­σμή­σα­με με κά­θε εί­δους πο­λύ­τι­μα στο­λί­δια και του προ­σφέ­ρα­με έ­ναν κή­πο που α­γο­ρά­σα­με στο Παρ­πί γει­το­νι­κό ε­ξί­σου αρ­χαί­ο χω­ριό, παρ­θε­νι­κή α­καλ­λιέρ­γη­τη γη στο Ο­σα­κάν, έ­ναν κή­πο στο Καρ­μπί γειτο­νι­κό χω­ριό, έ­ναν χω­ρι­κό (;) και τρεις ξε­νώ­νες, το έ­τος 693/1244 μ.Χ». Εί­ναι γνω­στό ό­τι το Ο­σα­κάν ε­πι­σκέ­φθη­κε ο Α­βρα­άμ Κρε­τα­τσή, αρ­γό­τε­ρα Κα­θολι­κός Α­βρα­άμ ο 3ος, (Αρ­μέ­νιος α­πό την Κρή­τη - Κα­θο­λι­κός Πα­τριάρ­χης) τον Ο­κτώ­βρη του 1734 κα­τά τη διάρ­κεια της αρ­χιε­ρο­σύ­νης του Κα­θο­λι­κού Α­βρα­άμ του 2ου. Ο Α­βρα­άμ Κρε­τατσή σε κεί­με­νό του κά­νει μια σύ­ντο­μη α­να­φο­ρά στο Ο­σα­κάν, ό­ταν ε­πι­σκέ­φθηκε το μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου: «Το πρω­ί με­τά τη λει­τουρ­γία κα­τέ­βη­κα στο Ο­σα­κάν».
Η πα­λαιό­τε­ρη α­να­φο­ρά του Ο­σα­κάν υ­πάρ­χει στο έρ­γο του Πτο­λε­μαί­ου των μέ­σων του 2ου μ.Χ. αιώ­να, ό­που το το­πω­νύ­μιο πα­ρου­σιά­ζε­ται με τη ο­νο­μα­σί­α Α­στα­κάνα, αν και ο αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής ι­στο­ρι­κός και γε­ω­γρά­φος Robert Hewsen ε­πι­φυ­λάσσε­ται για αυ­τό. Κά­ποιοι άλ­λοι γε­ω­γρά­φοι θε­ω­ρούν ταυ­τό­ση­μο και το το­πω­νύμιο Α­ου­σα­κάν.
Το 1962, για την ε­πέ­τειο των 1600 χρό­νων του αρ­με­νι­κού αλ­φα­βή­του η κυ­βέρ­νη­ση α­νέγει­ρε μνη­μεια­κή στή­λη στο Ο­σα­κάν προς τι­μήν του με­γά­λου δα­σκά­λου/λο­γί­ου, ε­νώ α­ντί­στοι­χα το Ιν­στι­τού­το Με­λέ­της Χει­ρο­γρά­φων στο Μα­ντε­νατα­ράν ο­νομά­στη­κε «Ιν­στι­τού­το Με­σρόπ Μα­στότ­ς».

 

Τα γράμ­μα­τα αλ­φα­βή­του «Χα­τσκάρ»  

Α­να­χω­ρή­σα­με α­πό το Ε­ρε­βάν με τον τα­ξι­τζή μας τον Σαρ­κίς στις 9:15. Στο δρό­μο συ­ζή­τη­ση στα μέ­τρα του δυ­να­τού, διό­τι ο Σαρ­κίς δεν γνώ­ρι­ζε άλ­λη γλώσ­σα ε­κτός α­πό τα αρ­με­νι­κά. Πε­ρά­σα­με το Α­στα­ράκ, συ­νε­χί­σα­με και φθά­σαμε στο Ο­σα­κάν. Τα σπί­τια εί­ναι πα­νο­μοιό­τυ­πα, ό­πως στο Α­στα­ράκ, στο Παρ­πί και στο Καρ­μπί. Συ­νε­χό­με­νες μά­ντρες πε­ρι­κλεί­ουν τα σπί­τια με ε­σω­τε­ρι­κές αυλές. Τα δω­μά­τια βλέ­πουν προς την έ­ξω πλευ­ρά. Πόρ­τες σι­δε­ρέ­νιες με­γά­λες ή μικρές, οι πα­λαιό­τε­ρες ξύ­λι­νες.
Τα κί­τρι­να κου­τιά του υ­γρα­ε­ρί­ου α­πό έ­ξω. Δεν εί­δα­με κα­μιά πλα­τεί­α στο κέ­ντρο, διό­τι α­πλά δεν υ­πάρ­χει, ό­πως δεν υ­πάρ­χει και κά­ποιο κα­φε­νεί­ο (φαι­νό­με­νο γε­νι­κό­τε­ρο στα αρ­μέ­νι­κα χω­ριά). Αυ­τό έ­χει σχέ­ση με την (πα­λαιό­τε­ρη) ορ­γά­νω­ση του χώ­ρου σε γέ­νη και θυ­μί­ζει πο­λύ τα παλαιό­τε­ρα ελ­λη­νι­κά χω­ριά (π.χ. Μά­νη).
Ρω­τώ­ντας φθά­σα­με στην εκ­κλη­σί­α του Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς. Πρό­κει­ται για έ­ναν επι­βλη­τι­κό να­ό με ω­ραιό­τα­το κα­μπα­να­ριό. O κήπος του εί­ναι πο­λύ φρο­ντι­σμέ­νος. Μέ­σα, υ­πάρ­χει μια στή­λη και τό­σα χα­τσκάρ, όσα και τα γράμ­μα­τα του αρ­με­νι­κού αλ­φα­βή­του δια­μορ­φω­μέ­να μά­λι­στα στο σχήμα τους. Δε­ξιά του να­ού υ­πάρ­χει μι­κρό τε­τρά­γω­νο μνη­μεί­ο α­φιε­ρω­μέ­νο στον πρί­γκι­πα Βα­χάν Α­μα­του­νί, προ­στά­τη του Mα­στότ­ς. (Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση ο ί­διος ο πρί­γκι­πας ζή­τη­σε να τον θά­ψουν 40 πήχεις μα­κριά α­πό τον Μα­στότ­ς, διό­τι δεν θε­ω­ρού­σε ά­ξιο τον ε­αυ­τό να τα­φεί δίπλα στο με­γά­λο δά­σκα­λο).

 

Ο τά­φος του Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς  

Μπή­κα­με μέ­σα στην εκ­κλη­σί­α που εί­ναι δια­κο­σμη­μέ­νη με ω­ραιό­τα­τες α­γιο­γρα­φί­ες και υ­φα­ντές ει­κό­νες-χα­λιά. Μια νέ­α γυ­ναί­κα, υ­πεύ­θυ­νη της εκ­κλη­σί­ας, μας ο­δή­γη­σε στο υ­πό­γειο, κά­τω α­πό το ιε­ρό του να­ού, ό­που βρί­σκε­ται ο τά­φος του Α­γί­ου σκε­πα­σμέ­νος με σε­ντό­νι. Στην κε­φα­λή υ­πάρ­χει κα­λά­θι με φρέ­σκα λου­λού­δια τα ο­ποί­α φέρ­νει ο κό­σμος σε έν­δει­ξη σε­βα­σμού και μνή­μης. Ρω­τή­σαμε για το θέ­μα του φύ­λα­κα α­πό το γέ­νος των Α­μα­ντου­νί, διό­τι α­να­φέ­ρε­ται α­πό ι­στο­ρι­κό ό­τι αυ­τό συ­νέ­βαι­νε ως τη δε­κα­ε­τί­α του 1960. Μας α­πά­ντη­σε ό­τι τώ­ρα δεν χρειά­ζε­ται φύ­λα­κας, διό­τι υ­πάρ­χει ιε­ρέ­ας στο να­ό και η εκ­κλη­σί­α εί­ναι οργα­νω­μέ­νη και φρο­ντι­σμέ­νη. Ί­σως αυ­τό να συ­νέ­βαι­νε α­να­γκα­στι­κά ε­πί σο­βιετι­κού κα­θε­στώ­τος. Άλ­λω­στε, ό­πως εί­πε, τώ­ρα οι Α­μα­ντου­νί έ­χουν φύ­γει α­πό το Ο­σα­κάν. Ε­πί­σης, α­νέ­φε­ρε ό­τι δεν κα­τά­γο­νταν α­πό το Ο­σα­κάν, αλ­λά ό­ταν ήρ­θε ο πρί­γκι­πας στο χω­ριό, τους ρώ­τη­σε αν θέ­λουν να πά­ρουν το ό­νο­μά του. Έ­τσι ονο­μά­στη­καν Α­μα­ντου­νί. Πράγ­μα­τι, οι Α­μα­ντου­νί με πα­λαιό­τε­ρη μυ­θι­κή ι­ρα­νική ή ε­βρα­ϊ­κή κα­τα­γω­γή προ­έρ­χο­νταν κα­τά τους ι­στο­ρι­κούς χρό­νους α­πό το Αρτάζ, της πε­ριο­χής του Βα­σπου­ρα­κάν. Το Ο­σα­κάν του το πρό­σφε­ρε ο βα­σι­λιάς των Αρ­με­νί­ων Χοσ­ρόβ για τις υ­πη­ρε­σί­ες του. Τώ­ρα εί­ναι ε­γκα­τε­στη­μέ­νοι στο Ερε­βάν, αν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι έ­χουν φύ­γει στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Α­πό την πα­λαιό­τερη α­ρι­στο­κρα­τι­κή οι­κο­γέ­νεια των Α­μα­ντου­νί κά­ποιοι με­το­νο­μά­στη­καν σε Βα­τσου­τιάν.

 

Τουχ Μα­νούκ  

Ζη­τή­σα­με ο­δη­γί­ες για το πώς να πά­με στο Τουχ Μα­νούκ. Βρί­σκε­ται πά­νω α­πό το πα­λαιό νε­κρο­τα­φεί­ο, σε ύ­ψω­μα πά­νω α­πό το χω­ριό. Πράγ­μα­τι υ­πάρ­χει έ­να πο­λύ πα­λιό νε­κρο­τα­φεί­ο, διό­τι οι τά­φοι εί­ναι ε­πι­φα­νεια­κοί, τε­τράγω­νοι α­πό κόκ­κι­νη πέ­τρα (τό­φος) με πολ­λές ε­πι­γρα­φές, οι ο­ποί­ες θα μπο­ρού­σαν α­πό μό­νες τους να φτιά­ξουν γε­νε­α­λο­γι­κό δέ­ντρο. Υ­πάρ­χουν α­κό­μη πολ­λές στήλες διά­φο­ρων τύ­πων και αρ­κε­τοί και­νούρ­γιοι τά­φοι με κι­γκλι­δώ­μα­τα.
Α­νε­βή­κα­με στο Τουχ Μα­νούκ. Πρό­κειται για έ­να μι­κρό εκ­κλη­σά­κι κτι­σμέ­νο με με­γά­λες τε­τρά­γω­νες, λα­ξευ­μέ­νες πέτρες, με τις γνω­στές κα­φε­κόκ­κι­νες α­πο­χρώ­σεις.
Ε­πι­στρέ­φο­ντας, κα­τευ­θυν­θή­κα­με προς το υ­πο­τι­θέ­με­νο κέ­ντρο του χω­ριού, «με­ϊ­ντάν». Θε­ω­ρούν κέ­ντρο, το ση­μεί­ο ό­που βρί­σκε­ται το τα­χυ­δρο­μεί­ο και το δη­μαρ­χεί­ο, στον κε­ντρι­κό δρό­μο του Ο­σα­κάν που ο­νο­μά­ζε­ται ο­δός Μεσ­ρόπ Μα­στότ­ς. Στα­μα­τή­σα­με και ρω­τή­σα­με. Ού­τε κα­φε­νεί­ο ού­τε τί­πο­τα, αν και το χω­ριό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο της πε­ριο­χής.
Συ­νή­θως ε­κεί ό­που υ­πάρ­χει η εκ­κλη­σί­α ή έ­να άγαλ­μα το θε­ω­ρούν πλα­τεί­α. Αλ­λά α­κό­μα και στην πρω­τεύ­ου­σα της ε­παρ­χί­ας, Αστα­ράκ δεν υ­πάρ­χει ου­σια­στι­κά πλα­τεί­α, ό­πως την εν­νο­ού­με α­κρι­βώς.
Ε­δώ, στο Ο­σα­κάν, η εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Μεσ­ρόπ βρί­σκε­ται σχε­δόν στην ά­κρη του χω­ριού.
Εν κα­τα­κλεί­δι, τα μνη­μεί­α του Ο­σα­κάν α­πο­τε­λούν έ­να σύ­στη­μα συγχρο­νι­κό και δια­χρο­νι­κό που ξε­κι­νά­ει α­πό τους πρώ­τους χρι­στια­νι­κούς χρό­νους και πα­λαιό­τε­ρα. Ε­πι­πλέ­ον εί­ναι ε­νταγ­μέ­να στη γε­νι­κό­τε­ρη α­ντί­λη­ψη του αρ­με­νι­κού λα­ού να τρο­φο­δο­τεί την ι­στο­ρι­κή και ε­θνι­κή του μνή­μη με έργα τέ­χνης.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι