Menu

Του Τιμίου Σταυρού: δεν γιορτάζουμε και δεν δεχόμαστε επισκέψεις!

Καρ­ς, Α­νί, Ι­κτίρ, Μπε­για­ζίτ, Βαν, Α­χτα­μάρ

Έ­να σύ­ντο­μο ο­δοι­πο­ρι­κό με α­φορ­μή τη θεί­α λει­τουρ­γί­α στο να­ό Σουρ­π Χατ­ς στο νη­σί Αχτα­μάρ της λί­μνης Βαν.


Πρώ­τος σταθ­μός το Καρ­ς. Μια πε­ριο­χή της πό­λης εί­ναι γνω­στή στους κα­τοί­κους ως «η αρ­μενι­κή γει­το­νιά», αυ­τήν που τό­σο γλα­φυ­ρά πε­ρι­γρά­φει ο Ορ­χάν Πα­μούκ στο βι­βλί­ο του «το Χιό­νι»· διώ­ρο­φα αρ­χο­ντι­κά με την ι­διό­τυ­πη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή και τα σκα­λί­σμα­τα στα μπαλ­κό­νια. Η εκ­κλη­σί­α των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων (Σρπότ­ς Α­ρα­κε­λότ­ς) χτι­σμέ­νη το 935 στέ­κει όρ­θια, α­νέ­πα­φη α­πό το χρό­νο, σε ε­ξαι­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση, αν κι έ­χει με­τα­τρα­πεί σε τζα­μί. Το μου­σεί­ο της πό­λης φι­λο­ξε­νεί ευ­ρή­μα­τα της ε­πο­χής των Ου­ραρ­τού, αλ­λά και νε­ό­τε­ρα εκ­θέ­μα­τα των «…Αρ­με­νί­ων που ζού­σαν κά­πο­τε ε­δώ». Αυ­τή τη φρά­ση τη συ­να­ντή­σα­με αρ­κε­τές φο­ρές σε πι­να­κί­δες ή του­ρι­στι­κούς ο­δη­γούς α­πό το Καρ­ς ως τη Βαν. Σε ε­ρώ­τη­σή μας «τι έ­γι­ναν οι Αρ­μέ­νιοι που ζού­σαν κά­πο­τε ε­δώ;», α­ντί απά­ντη­σης λά­βα­με έ­να κα­κό­μοι­ρο βλέμ­μα, σαν να ‘λε­γε: «…μη με φέρ­νε­τε σε δύ­σκο­λη θέ­ση».

Ε­πό­με­νος σταθ­μός Α­νί. Στην ε­ρει­πω­μέ­νη πό­λη -α­κρι­τι­κή στρα­τιω­τι­κή ζώ­νη πλέ­ον- απ’ ό­λα τα με­γα­λειώ­δη κτή­ρια, σαν φα­ντά­σμα­τα πα­ρα­μέ­νουν με­ρι­κές μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νες εκ­κλη­σί­ες. Α­πό το 1915 έ­ως πρό­σφα­τα έ­γι­νε συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια να τις ι­σο­πε­δώ­σουν, μα αυ­τές α­ντι­στά­θη­καν και στέ­κουν. Στο βα­σι­λι­κό να­ό του 9ου αιώ­να της Πα­να­γί­ας Θε­ο­μή­το­ρος (στην πι­να­κί­δα γρά­φει Φε­τι­γιέ Τζα­μί) ψάλ­λα­με το «Ντερ Βο­γορ­μιά» (Κύ­ριε Ε­λέ­η­σον), προς με­γά­λη έκ­πλη­ξη των άγ­γλων, αυ­στρια­κών, γερ­μα­νών κι α­με­ρι­κα­νών του­ρι­στών -που εισ­ρέ­ουν πλέ­ον κα­τά δε­κά­δες. Εί­χαν υ­πο­στεί «ι­στο­ρι­κό πα­ρα­λο­γι­σμό» α­πό τους ντό­πιους ξε­να­γούς -κά­πο­τε οι σελ­τζού­κοι ή­ταν χρι­στια­νοί κι άλ­λα τέ­τοια.

Στο πλά­ι της ρέ­ει το πο­τά­μι Αρ­πά Τζά­ι (Α­χου­ριάν) που χα­ρά­ζει τα σύ­νο­ρα, η γέ­φυ­ρά του γκρε­μι­σμέ­νη, θλι­βε­ρή σκιά. Η α­πέ­να­ντι ό­χθη εί­ναι Αρ­με­νί­α. Έ­βλε­πες τους φα­ντά­ρους στη­μέ­νους στα φυ­λά­κια και α­πό τις δυο με­ριές, τις δυο ση­μαί­ες α­ντί­κρυ... Τι νό­η­μα έ­χουν ό­λα αυ­τά, τι ε­ξυ­πη­ρε­τούν, ως πό­τε; Το ψέ­μα, το μί­σος κι ο φα­να­τι­σμός συν­θλί­βουν ως σή­με­ρα την προ­κο­πή των α­πλών κα­θη­με­ρι­νών αν­θρώ­πων του μό­χθου. Αυ­τή η υ­πέρ­λα­μπρη στο πα­ρελ­θόν πε­ριο­χή, χτι­σμέ­νη πά­νω στο δρό­μο του με­τα­ξιού, εί­ναι πα­ρα­δο­μέ­νη πλέ­ον στη μι­ζέ­ρια. Α­κό­μη κι α­πό το α­ε­ρο­πλά­νο φαί­νε­ται η α­νι­σο­με­ρής α­νά­πτυ­ξη της α­χα­νούς χώ­ρας.

 

Α­πο­μει­νά­ρια ι­στο­ρί­ας…


Ό­λη η α­να­το­λι­κή Τουρ­κί­α σαν μια έ­ρη­μος, πα­ρα­δο­μέ­νη στην ε­ξα­θλί­ω­ση και τη φτώ­χεια. Μι­κρά παι­δά­κια ζη­τια­νεύ­ουν πα­ντού. Τα δά­ση α­πο­ψι­λω­μέ­να. Ά­θλια φράγ­μα­τα κό­βουν τη ρο­ή άλ­λο­τε πλού­σιων, σή­με­ρα πρα­σι­νο­κί­τρι­νων πο­τα­μών. Απ’ ό­που πε­ρά­σα­με δεν εί­ναι πό­σι­μο το νε­ρό, πί­νουν εμ­φια­λω­μέ­να. Χύ­θη­κε πο­λύ αί­μα για αυ­τή τη γη, ας την πρό­σε­χαν λί­γο!

Περ­νά­με α­πό το Τε­κόρ, γε­μά­το α­πο­μει­νά­ρια αρ­με­νι­κών ε­ρει­πί­ων. Ο­δεύ­ου­με στο πλά­ι του πο­τα­μού Α­ράξ και τα πα­ρά­θυ­ρα του πούλ­μαν με­τα­βάλ­λο­νται σε κά­δρα του Σα­ριάν.

Στο Ι­κντίρ, στην πρό­σο­ψη του 2ου ο­ρό­φου ε­νός κτη­ρί­ου στην κε­ντρι­κή πλα­τεί­α της πό­λης δια­βά­ζου­με: «Σύλ­λο­γος για τη Διά­ψευ­ση της Αρ­με­νι­κής Προ­πα­γάν­δας». Κα­νείς α­πό τους συ­νο­δοι­πό­ρους μου δεν έ­νιω­σε ευ­πρόσ­δε­κτος ε­κεί. Στο δρό­μο για Μπε­για­ζίτ εμ­φα­νί­ζε­ται η χιο­νι­σμέ­νη κο­ρυ­φή του Α­ρα­ράτ. Η δυ­τι­κή του ό­ψη εί­ναι ε­ξί­σου ε­ντυ­πω­σια­κή, ό­πως άλ­λω­στε και η α­να­το­λι­κή α­πό το Γε­ρε­βάν.

Ε­κεί­νο το βρά­δυ, στο μπαλ­κό­νι του ξε­νο­δο­χεί­ου στο Ντο­γου­μπε­για­ζίτ, κα­θί­σα­με με­ρι­κοί ως αρ­γά και συ­ζη­τού­σα­με κά­τω α­πό το βλέμ­μα του βι­βλι­κού ό­ρους. Η οι­κειό­τη­τα που νιώ­θα­με -ά­γνω­στοι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι με­τα­ξύ μας μέ­χρι προ­χθές- λες και ή­μα­σταν συμ­μα­θη­τές α­πό το σχο­λεί­ο, το ε­πί­πε­δο της κου­βέ­ντας, η φορ­τι­σμέ­νη κοι­νή μας ι­στο­ρί­α, η φρά­ση “...ε, λοι­πόν, αν δεν εί­χε αυ­τό το ε­πι­βλη­τι­κό χιό­νι χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι, δεν θα ‘ταν και τί­πο­τα...”, τα γέ­λια και οι συ­γκι­νή­σεις, η α­ντα­νά­κλα­ση του αιώ­νιου χιο­νιού κά­τω απ’ τα α­στέ­ρια, η διά­θε­ση ν’ α­γκα­λια­στού­με, να μη χα­θού­με, το συ­μπέ­ρα­σμα “δεν θέ­λου­με εκ­δί­κη­ση, θέ­λου­με δι­καιο­σύ­νη” σφρά­γι­σαν τη νύ­χτα, ί­σως και το τα­ξί­δι.

 

Στο «βω­μό» του του­ρι­σμού


Φτά­νο­ντας στην πό­λη Βαν πή­ρα­με άλ­λη μια δό­ση α­πό το χά­πι «Ι­στο­ρι­κός Πα­ρα­λο­γι­σμός». Και ό­λα για τον του­ρι­σμό! Κι α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στο Αχτα­μάρ, ό­που πα­ρό­λο που η συ­γκί­νη­ση ή­ταν φα­νε­ρή στα πρό­σω­πα των προ­σκυ­νη­τών, οι δε­κά­δες δη­μο­σιο­γρά­φοι με τις κά­με­ρές τους κι η α­προ­κά­λυ­πτη πα­ρου­σί­α της α­στυ­νο­μί­ας δεν μας ά­φη­σαν να α­φο­σιω­θού­με στην τε­λε­τή. Αχτα­μάρ, θα ξα­νάρ­θου­με! Μα ό­ταν κα­τα­λα­γιά­σει ο ε­πι­δει­κτι­κός θό­ρυ­βος για τα θυ­ρα­νοί­ξια του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, ό­ταν πά­ψει να εί­ναι του­ρι­στι­κή α­τρα­ξιόν κι ε­μείς κο­μπάρ­σοι τους.

Αν υ­πάρ­χουν με­ρι­κές ευ­τυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές στη ζω­ή, αυ­τή ή­ταν μί­α! Μα έ­σβη­σε γρή­γο­ρα...

Α­πό το Μπε­για­ζίτ εί­χε ξε­κι­νή­σει η α­σφυ­κτι­κή ε­πο­πτεί­α της α­στυ­νο­μί­ας, της α­σφά­λειας και του στρα­τού, ει­δι­κά στην ο­μά­δα μας. Η πρό­φα­ση ή­ταν η α­σφά­λειά μας. Ή­μα­σταν βλέ­πεις στην καρ­διά της Κουρ­δι­κής α­ντί­στα­σης! Το στρα­τιω­τι­κό τζιπ συ­νε­χώς πί­σω μας με κου­κου­λο­φό­ρους των ει­δι­κών δυ­νά­με­ων και τα αυ­τό­μα­τα προ­τε­τα­μέ­να. Μπρο­στά δυο α­μά­ξια της α­σφά­λειας γε­μά­τα κου­στου­μα­ρι­σμέ­νους α­σφα­λί­τες. Κά­ποια στιγ­μή, χρειά­στη­κε να κα­τε­βού­με δυο ά­το­μα α­πό το πούλ­μαν να πά­ρου­με νε­ρό. Τρεις α­σφα­λί­τες μας συ­νό­δε­ψαν στο μα­γα­ζά­κι. “Ας προ­στα­τεύ­α­τε τό­τε, το ‘15 τους δι­κούς μας, τον Χρά­ντ Ντιν­κ πρό­σφα­τα...”, ψέλ­λι­σα κι οι συ­νο­δοι­πό­ροι μου δά­γκω­σαν τα χεί­λη τους. Δεν υ­πήρ­ξε α­πό με­ριάς τους κα­μί­α δια­κρι­τι­κό­τη­τα, ή­ταν ε­πί­δει­ξη δύ­να­μης και ε­πι­βο­λή κα­τά τη γνώ­μη μου, που ε­πι­βε­βαί­ω­νε πως ως «του­ρί­στας» δεν μπο­ρείς να κυ­κλο­φο­ρείς α­νέ­με­λα σ’ αυ­τή τη χώ­ρα, πρέ­πει να δια­θέ­τεις χιού­μορ για να την α­ντέ­ξεις. Μα ας μη γε­λιό­μα­στε, ό­σο το τουρ­κι­κό κρά­τος δεν α­να­γνω­ρί­ζει τη γε­νο­κτο­νί­α, η γε­νο­κτο­νί­α συ­νε­χί­ζε­ται…

 

Κουήν Μινασιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι