Menu

Τζιτζερναγκαπέρτ: ένα άγνωστο μνημείο

Ακούγονται πολλά που όμως απλώς συντηρούν το μύθο. Οι δύο κάθετοι στήλοι στο μνημείο του Τζιτζερναγκαπέρτ δε συμβολίζουν ούτε τις δυο κορυφές του Αραράτ, ούτε την Ανατολική και Δυτική Αρμενία μα ούτε και τους λαούς της Αρμενίας και Ρωσίας. Και οι δώδεκα επικλινείς πλάκες σε κυκλική διάταξη διαμέτρου τριάντα μέτρων δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους δώδεκα τουρκοκρατούμενους νομούς της Δυτικής Αρμενίας: θα μπορούσαν να είναι έξι ή και εννέα. Και ο τοίχος των θρήνων κατασκευάστηκε απλώς για να κρύψει οπτικά τις κατοικίες παράπλευρα του μνημείου των θυμάτων της Γενοκτονίας του 1915. Στην πραγματικότητα οι δημιουργοί του είχαν δώσει στο έργο τους πολύ διαφορετικό συμβολισμό…

«Όταν μας κάλεσε η σοβιετική κυβέρνηση και μας ρώτησε αν θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε ένα μνημείο για τη Γενοκτονία των Αρμενίων, ήταν για μας μεγάλη η έκπληξη. Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς μας ζητούσαν, και αν δεν κατανοείς το θέμα πώς μπορείς να σχεδιάσεις;» θυμάται ο ένας από τους δημιουργούς του μνημείου, ο αρχιτέκτονας Σασούρ Καλασιάν ο οποίος έχει πραγματοποιήσει επίσης τον πολεοδομικό σχεδιασμό του Σουσί και του Γκιουμρί. Γυρνώντας σαράντα χρόνια πίσω περιγράφει τη σοβιετική πραγματικότητα του 1965, την επιρροή των έργων του Τσαρέντς, την απαγορευμένη θρησκευτική μουσική, τις συγκεντρώσεις στο κέντρο του Ερεβάν με τη συμμετοχή πλήθους διαδηλωτών.

Οι διαδηλώσεις αυτές με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη Γενοκτονία προβλημάτισαν τη σοβιετική κυβέρνηση της εποχής: τι απόφαση θα μπορούσαν να λάβουν που να ικανοποιούσε το λαό χωρίς να απορριφθεί από τη Μόσχα; Θα έπρεπε οπωσδήποτε να την τεκμηριώσουν και να την παρουσιάσουν γραπτώς. Αποφασίζουν τελικά να κατασκευαστεί ένα μνημείο και επιλέγουν ως καταλληλότερη τοποθεσία το Τζιτζερναγκαπέρτ. Για την ακριβή του μορφή ωστόσο απευθύνονται στους νεαρούς τότε αρχιτέκτονες και έτσι προκύπτουν τα πρώτα προσχέδια του μνημείου. Η κυβέρνηση δίνει στους αρχιτέκτονες διορία ενός μήνα: «δεν ξέραμε τι να κάνουμε, είμασταν όλοι προβληματισμένοι. Έπρεπε να είναι κάτι μακάβριο, ένα νεκροταφείο λόγου χάριν, αλλά να συμβολίζει και τον αγώνα, τα νεκροταφεία δε συμβολίζουν αγώνες» και δείχνει ο αρχιτέκτονας μια φωτογραφία της πρώτης λύσης, ένα σταυρό βάθους εννέα μέτρων μέσα στον οποίο έπρεπε ο επισκέπτης να κατέβει από μια σκάλα. «Είχαμε φανταστεί τότε έναν πελώριο τάφο σε σχήμα σταυρού πάνω στον οποίο θα στεκόταν ένα καμπαναριό ενώ στην είσοδο του μνημείου θα δέσποζε το άγαλμα του Βαρτάν Μαμιγκονιάν ως σύμβολο του αγώνα του αρμενικού λαού. Όταν όμως παρουσιάσαμε την πρότασή μας στους εκπροσώπους της κυβέρνησης εκείνοι θεώρησαν πως μπαίνοντας κάποιος εκεί μέσα δεν θα είχε πια θέληση για ζωή και έτσι, όπως ήταν επόμενο, απορρίφθηκε».

Στη συνέχεια η κυβέρνηση οργανώνει διαγωνισμό όπου παρουσιάζονται εκατοντάδες λύσεις. Οι περισσότερες από αυτές έχουν το στοιχείο του τάφου, μέχρι και σπειροειδές μνημείο προτάθηκε από κάποιους, εμπνευσμένο από την κόλαση του Δάντη. Η κριτική επιτροπή επιλέγει την καινούρια πρόταση των αρχιτεκτόνων Αρτούρ Ταρχανιάν και Σασούρ Καλασιάν και τους διαθέτει το ποσό των 600 χιλιάδων ρουβλίων.

Το 1965 τα χρήματα αυτά αρκούσαν για την κατασκευή πολυκατοικίας τριάντα διαμερισμάτων αλλά για την οικοδόμηση του μνημείου το ποσό φάνταζε ασήμαντο. Κι όμως με το μικρό αυτό ποσό έπρεπε να γίνει ένα μεγάλο έργο. Τους αρχιτέκτονες και τους οικοδόμους βοηθούσαν άνθρωποι στους οποίους επί χρόνια είχε απαγορευτεί να μιλήσουν για όλα όσα είχαν δει.

Κάθε Σαββατοκύριακο έρχονταν με δική τους πρωτοβουλία άνθρωποι από διάφορες περιοχές, διάφορα χωριά με λεωφορεία, να βοηθήσουν στις εργασίες. «Είμαστε από την τάδε περιοχή» έλεγαν, «οι πρόγονοί μας είχαν έρθει από τον τάδε νομό της Δυτικής Αρμενίας, θέλουμε να βοηθήσουμε, πείτε μας τι να κάνουμε». Μετέφεραν πέτρες, οικοδομικά υλικά κι όταν δεν είχαν κάποια εργασία να κάνουν, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια.

Μια φορά το μήνα επισκεπτόταν το εργοτάξιο ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης αναφέρει ο αρχιτέκτονας ως αξιοσημείωτο γεγονός. «Βιαστείτε, μας έλεγε, γιατί αν η Μόσχα ξαφνικά μας εγκαταλείψει, δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τίποτα». «Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να κάνουμε τα εγκαίνια χωρίς να έχει ακόμα διαμορφωθεί η επίπεδη πλατεία του μνημείου. Όσο για τα κεκλιμένα στοιχεία, στην αρχή θέλαμε να είναι δώδεκα μονοκόματες πλάκες αλλά στη χώρα της πέτρας δε βρέθηκαν δώδεκα πλάκες αυτού του μεγέθους. Στη συνέχεια αποφασίσαμε να αποτελούνται από τέσσερα κομμάτια σχηματίζοντας έναν ιδιόμορφο σταυρό στην ένωσή τους, ούτε και αυτό όμως το καταφέραμε, ήταν όλοι βιαστικοί και έγινε αυτό που βλέπετε και σήμερα: μπετονένια στοιχεία με επένδυση πέτρινων πλακών.

Το μνημείο κατασκευάζεται με ταχύτητα ρεκόρ σε δυο χρόνια, εντελώς σιωπηρά: «Δεν εμφανίστηκε ούτε στις εφημερίδες, ούτε και σε επίσημα έγγραφα, μαθεύτηκε μονάχα από στόμα σε στόμα. Ακόμα και εμείς οι ίδιοι δε γνωρίζαμε πώς θα ονομαστεί επίσημα το έργο μας». Πρώτη φορά στις 30 Νοεμβρίου του 1967 παρουσιάζεται επίσημα το μνημείο με ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα στην ημερίσια εφημερίδα «Ορατέρτ» υπό τον τίτλο «Τα εγκαίνια του μνημείου αφιερωμένου στα θύματα της Γενοκτονίας του 1915».

«Φύσαγε πολύ την ημέρα των εγκαινίων. Περπάτησα κάτω από τα δέντρα για να μη με διακρίνει το πλήθος και έκλαψα...» θυμάται ο αρχιτέκτονας και με 45 χρόνια εργασιακή πείρα στην πλάτη του αποκαλύπτει το μυστικό, κατά τη γνώμη του, κάθε αληθινού αρχιτέκτονα: «Όταν ακόμη σπούδαζα σκεφτόμουν με τι περηφάνεια περπατούσε ο Ταμανιάν στην κεντρική πλατεία του Ερεβάν και περνούσε από το κτίριο της Όπερας. Με τα χρόνια όμως κατάλαβα πως ο αρχιτέκτονας ζει το έργο του όσο αυτό κατασκευάζεται, όταν ολοκληρωθεί παύει να του κινεί το ενδιαφέρον επιστημονικά. Τώρα πια βρίσκομαι κάθε χρόνο στο Τζιτζερναγκαπέρτ όχι σαν αρχιτέκτονας αλλά ως ένας απλός επισκέπτης»...

Στο μυαλό του αρχιτέκτονα το μνημείο είχε ένα συμβολισμό τελείως διαφορετικό από αυτόν του τάφου και αυτός ήταν ο λόγος που εγκρίθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση. Συμβόλιζε το θρήνο, αλλά συγχρόνως τον αγώνα και την αναγέννηση. «Οι δώδεκα πλάκες δεν είναι σκυμμένες, αντιθέτως έχουν μόλις ανοίξει: είναι η πληγή στην καρδιά που δεν κλείνει. Και ο επιβλητικός στήλος είναι ο ανθός που έχει σκίσει τη γη και την άσφαλτο και υψώνεται περήφανα προς τον ουρανό. Έχετε προσέξει πως δίπλα σε κάθε ανθό υπάρχει και ένας μικρότερος, ώστε εάν ο ένας δεν επιβιώσει, να συνεχίσει ο άλλος να ζει; Μέσα από τα σχέδιά μου, αυτό το μήνυμα πίστεψα πως πρέπει να περάσει το μνημείο-σύμβολο του μεγαλύτερου πόνου του λαού μας».

Τελειώνοντας την αφήγηση των πραγματικών γεγονότων, μιας ιστορίας τυλιγμένης επί σαράντα και πλέον χρόνια σε μύθους και εικασίες, ο αρχιτέκτονας Σασούρ Καλασιάν πλησιάζει το σχεδιαστήριο όπου και σήμερα βρίσκεται το σχέδιο του στήλου που υψώνεται στο Τζιτζερναγκαπέρτ: «οι πλάκες του στήλου-ανθού έχουν φθαρεί, πρέπει να συντηρηθούν»...

 

 

Πηγή: armenika.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι