Menu

Βαζκέν Εσαγιάν

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ Α­ΦΙΕ­ΡΩ­ΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙ­Η­ΤΗ ΚΑΙ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙΟΓΡΑ­ΦΟ

Ο Βαζ­κέν Ε­σα­γιάν γεν­νή­θη­κε στο Ερ­ζε­ρούμ το 1908. Με­τά τη μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στροφή κα­τέ­φυ­γε στην Ελ­λά­δα με την οι­κο­γέ­νειά του. Φοί­τη­σε στο Γαλ­λι­κό Κο­λέ­γιο της Σύ­ρου ό­που έ­μα­θε την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Το 1926 ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Α­θή­να κι ε­πι­δό­θη­κε με πραγ­μα­τι­κό πά­θος στη με­λέ­τη της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Το 1949 ε­ξέ­δω­σε την «Αν­θο­λο­γί­α της Νε­ολ­λη­νι­κής Ποι­ή­σε­ως» υ­πό τον τί­τλο Ε­λε­να­γκάν Κναρ (Ελ­λη­νι­κή Λύ­ρα) με εκ­πλη­κτι­κές με­τα­φρά­σεις α­πό το έρ­γο 98 νε­ο­ελ­λή­νων ποι­η­τών. Με­τα­φρά­σεις του με σχε­τι­κά βιο­γρα­φι­κά και κρι­τι­κά άρ­θρα, δη­μο­σιεύ­θη­καν στο ε­ξαί­ρε­το φι­λο­λο­γι­κό πε­ριο­δι­κό Α­ρε­βα­κάλ (Χά­ρα­μα) κα­θώς και στην ε­φη­με­ρί­δα Νορ Ορ (Νέ­α Η­μέ­ρα). Η ποί­η­σή του είναι αυ­θόρ­μη­τη, τρυ­φε­ρή και νο­σταλ­γι­κή, δια­πο­τι­σμέ­νη πά­ντα α­πό μια βα­θιά με­λαγ­χο­λί­α. Έ­χει α­νέκ­δο­τες δυο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές κι αρ­κε­τές με­τα­φρά­σεις α­πό ξέ­νους ποι­η­τές και πε­ζο­γρά­φους. Υ­πήρ­ξε α­πό τους ι­δρυ­τές της κα­θημε­ρι­νής αρ­με­νό­γλωσ­σης Α­ζάτ Ορ (Ελεύ­θε­ρη Η­μέ­ρα) το 1945, ε­νώ α­πό το 1950 και μέ­χρι το θά­να­τό του το 1978 ή­ταν ο αρ­χι­συ­ντά­κτης της.

 

Zη­τή­σα­με α­πό τον Α­γκόπ Τζε­λα­λιάν, ε­πί­λε­κτο μέ­λος της αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας, να μας στα­χυο­λο­γή­σει με­ρι­κές πτυ­χές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του:

Ο Βαζ­κέν Ε­σα­γιάν υ­πήρ­ξε έ­να πραγ­μα­τι­κό σύμ­βο­λο αυ­τοθυ­σί­ας, έ­νας μο­να­δι­κός άν­θρω­πος που ά­φη­σε α­νε­ξί­τη­λο το στίγ­μα του στον ημε­ρή­σιο αρ­με­νι­κό Τύ­πο της αρ­με­νι­κής κοι­νό­τη­τας της Ελ­λά­δος. Συ­νερ­γά­στηκα μαζί του α­πό το 1956 μέ­χρι το θά­να­τό του το 1978 και τον θυ­μά­μαι να γρά­φει με σχο­λα­στι­κό­τη­τα τα κεί­με­νά του. Αν δεν του ά­ρε­σε κά­τι, δεν το διόρ­θω­νε.

Το ξανάγραφε. Ή­ταν έ­νας α­κού­ρα­στος «ερ­γά­της» του Τύ­που, που κοι­μό­ταν ε­λά­χι­στα, πολλές φο­ρές μά­λι­στα στα γρα­φεί­α της ε­φη­με­ρί­δας, σ’ έ­να α­νή­λιο υ­πό­γειο.

Έ­νας α­πό­λυ­τος α­σκη­τής που α­γά­πη­σε μια γυ­ναί­κα στη ζω­ή του και έ­μει­νε πιστός σ’ αυ­τήν, πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι η τε­λευ­ταί­α δη­μιούρ­γη­σε δι­κή της οι­κογέ­νεια. Ή­ταν η πε­ρί­πτω­ση του αυ­θε­ντι­κού δια­νο­ού­με­νου που θυ­σί­α­σε τη δη­μιουρ­γί­α του για την κα­θη­με­ρι­νή πνευ­μα­τι­κή τρο­φή. Γι’ αυ­τόν η ε­φη­με­ρί­δα ήταν λο­γο­τε­χνί­α.

Ο Κού­λης Α­λέ­πης εί­χε γρά­ψει έ­να βι­βλί­ο με τί­τλο Άν­θη α­πό κή­πους ξέ­νους που ή­ταν με­τα­φρά­σεις ξέ­νης ποί­η­σης. Μια μέ­ρα ο Κω­στής Πα­λα­μάς(1) τον ο­ποί­ο θαύ­μα­ζε, του ρί­χνει την ιδέ­α να δο­κι­μά­σει να με­τα­φρά­σει αρ­μενι­κή ποί­η­ση λέ­γο­ντάς του ό­τι πρό­κει­ται για μια πο­λύ σπου­δαί­α ποί­η­ση και ότι α­ξί­ζει τον κό­πο να ε­ντρυ­φή­σει σ’ αυ­τήν. Πή­γε στην αρ­με­νι­κή ε­φη­με­ρί­δα Νορ Ορ και α­να­ζή­τη­σε τον Β. Ε­σα­γιάν. Γνωρί­στηκαν κι έ­γι­ναν φί­λοι. Καρ­πός της συ­νεργα­σί­ας τους υ­πήρ­ξε η Αρ­με­νι­κή Μού­σα, μια συλ­λο­γή αρ­με­νι­κών ποι­η­μά­των που με­τα­φρά­στη­καν στα ελ­λη­νι­κά. Ό­πως μου α­πο­κά­λυ­ψε ο ποι­η­τής Νί­κος Ση­μη­ριώ­της, σύ­χνα­ζαν στ’ «Αρ­μέ­νι­κα», στην πα­ρα­γκού­πο­λη του Δουρ­γου­τί­ου πί­νο­ντας ου­ζά­κια και δο­κι­μά­ζο­ντας αρ­μέ­νι­κους με­ζέ­δες. Ο Β. Ε­σα­γιάν αν και δεν εί­χε τί­τλους σπου­δών ή­ταν έ­νας πη­γαί­ος δια­νο­ού­μενος. Δεν ή­ταν τυ­χαί­ο που ο Νι­κη­φό­ρος Βρετ­τά­κος έ­κα­νε πα­ρέ­α μα­ζί του. Ε­μπνεύστη­κε α­πό την αρ­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι α­γά­πη­σε τους Αρ­με­νί­ους. Έ­νας άλλος ποι­η­τής, ο Νί­κος Ση­μη­ριώ­της, α­νη­ψιός του ο­μό­τε­χνού του, α­κα­δη­μα­ϊ­κού Άγγε­λου Ση­μη­ριώ­τη, που ε­μπνεύ­στη­κε α­πό την αρ­με­νι­κή ποί­η­ση κι α­κο­λού­θη­σε πρα­κτι­κά το πα­ρά­δειγ­μα του Α­λέ­πη μα­θαί­νο­ντας την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα, εί­χε δια­τυ­πώ­σει την ά­πο­ψη ό­τι η αρ­με­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι η πιο αρ­μο­νι­κή και γλυ­κειά γλώσ­σα του κό­σμου. Η μαρ­τυ­ρί­α του για την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα έ­χει με­γά­λη βα­ρύ­τη­τα κα­θώς ή­ταν ευ­ρυ­μα­θέ­στα­τος και πο­λύ­γλωσ­σος.

Πα­ρα­θέ­του­με έ­να α­νέκ­δο­το κεί­με­νο του ποι­η­τή, «Ο Νί­κος Ση­μη­ριώ­της και τ’ αρ­με­νι­κά»:

Α­πό νέ­ος – θα ή­μουν 25 ε­τών – εί­χα γρά­ψει μια με­λέ­τη για την πα­γκό­σμια ποίη­ση. Μου εί­χε ι­διαί­τε­ρα κι­νή­σει το εν­δια­φέ­ρον της μου­σι­κό­τη­τας στην ποί­ηση κι εί­χα βγά­λει το συ­μπέ­ρα­σμα πώς σ’ ό­ποια γλώσ­σα κι αν γρά­φε­ται, προ­ϋπό­θε­ση για την ο­μορ­φιά ε­νός ποι­ή­μα­τος εί­ναι η μου­σι­κό­τη­τά του. Ε­πει­δή ξέρω πολ­λές γλώσ­σες, εί­χα συ­γκε­ντρώ­σει αρ­κε­τά ποι­ή­μα­τα που ξε­χώ­ρι­ζαν για τη μου­σι­κό­τη­τά τους, κι α­να­ζη­τού­σα κι άλ­λα για να κά­νω μια με­λέ­τη. Έ­τσι μπό­ρεσα να βρω και με­ρι­κά αρ­με­νι­κά ποι­ή­μα­τα και συ­ζη­τώ­ντας με τον Κού­λη Α­λέ­πη, α­να­κά­λυ­ψα πώς ε­κεί­νος εί­χε μά­θει αρ­με­νι­κά. Με σύ­στη­σε στον Αρ­μέ­νιο δια­νοού­με­νο Ε­σα­γιάν, ο ο­ποί­ος φρό­ντι­σε πρό­θυ­μα να με μυ­ή­σει στην αρ­με­νι­κή γλώσσα. Έ­τσι κα­τα­πιά­στη­κα να με­τα­φρά­σω το ποί­η­μα του Βα­χάν Ντε­ριάν, το Μο­ρα­νάλ (Να ξε­χνάς), που με εί­χε γο­η­τέ­ψει με τη μου­σι­κό­τη­τά του. Ό­ταν συ­μπλή­ρω­σα και τις με­τα­φρά­σεις των υ­πό­λοι­πων ξε­νό­γλωσ­σων ποι­η­μά­των, πα­ρου­σί­α­σα την ερ­γα­σί­α μου σε μια διά­λε­ξη στη Στέγη Γραμ­μά­των, με πο­λύ με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α. Οι με­τα­φρά­σεις μου δη­μο­σιεύ­τη­καν σε διά­φο­ρα λο­γο­τε­χνει­κά πε­ριο­δι­κά, και ο­λό­κλη­ρη η με­λέ­τη αυ­τή δη­μο­σιεύ­τηκε πριν 3 χρό­νια στο πε­ριο­δι­κό «Ια­τρο­λο­γο­τε­χνι­κή Στέ­γη».

Προ­σε­χώς, μα­ζί με πολ­λές άλ­λες με­τα­φρά­σεις μου α­πό 15 πε­ρί­που ξέ­νες γλώσ­σες, θα εκ­δώ­σω μιαν αν­θο­λο­γί­α ξέ­νων ποι­η­τών.

Το ι­διό­χει­ρο της με­τά­φρα­σης του ποί­η­μα­τος του Βα­χάν Ντεριάν Μο­ρα­νάλ (Να ξε­χνάς):

Να ξε­χνάς, να ξε­χνάς κά­θε τι,

κι’ ό­λους, αχ! να ξε­χνάς,

να μην κλαις κι α­γα­πάς και πο­νάς!

Να ξε­χνάς!

 

Στο βα­ρύ, τον πι­κρό σου κα­η­μό,

στην α­χλύ της νυ­χτιάς,

μη θα βρεις μιαν α­χτί­δα χρυ­σή

λη­σμο­νιάς;

Κά­που απ’ ό­λους μα­κρυά να περ­νάς

κι ό­λους, αχ! Να ξε­χνάς,

να ’ναι πέ­τρα η καρ­διά σου ό­που πας,

μη λυ­γάς!

 

Να ξε­χνάς, να ξε­χνάς κά­θε τι,

κι ό­λους πια να ξε­χνάς,

να μην κλαις και πο­θείς και πο­νάς,

να περ­νάς!...

 

Κα­θώς κι έ­να α­πό­σπα­σμα α­πό το γνω­στό Ποί­η­μα για τους Αρ­με­νί­ους πρό­σφυ­γες που έ­γρα­ψε ο Βούλ­γα­ρος ποι­η­τής Πέ­γιο Για­βό­ρωφ σε με­τά­φρα­ση Ν. Ση­μη­ριώ­τη:

 

Και πί­νουν, και λέ­νε τρα­γού­δια θλιμ­μέ­να …

Συ­ντρίμ­μια τρα­νής, πο­νε­μέ­νης γε­νιάς,

μιας σκλά­βας μη­τέ­ρας παι­διά σκορ­πι­σμέ­να

και θύ­μα­τα κά­ποιας πα­λιάς λε­βε­ντιάς.

Μα­κρυά απ’ την πα­τρί­δα, διωγ­μέ­νοι και μό­νοι,

ξυ­πό­λη­τοι πά­νε στα ξέ­να, γυ­μνοί,

και πί­νουν-περ­νούν στο με­θύ­σι κ’ οι πό­νοι,

και μες στα τρα­γού­δια η ψυ­χή τους θρη­νεί.

 

Ο Κού­λης Α­λέ­πης, ο ση­μα­ντι­κός αυ­τός ποι­η­τής, θα βρί­σκε­ται πά­ντα στις καρ­διές των Αρ­με­νί­ων. Χά­ρις στην Αρ­με­νι­κή Μού­σα, το δια­μά­ντι του, (πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1938 και ε­πα­νεκ­δό­θη­κε το 1939 και το 1957) και χά­ρις στον Βαζ­κέν Ε­σα­γιάν που τον βο­ή­θη­σε στη με­τά­φρα­ση, η αρμε­νι­κή ποί­η­ση έ­γι­νε για πρώ­τη φο­ρά γνω­στή στην Ελ­λά­δα και η κρι­τι­κή υ­ποδέ­χθη­κε με ε­παί­νους και ευ­με­νείς κρί­σεις την ά­γνω­στη για τους Έλ­λη­νες λυ­ρι­κή ποί­η­ση των Αρ­μενί­ων.

Ο Βαζ­κέν Ε­σα­γιάν, πά­ντα ευ­γε­νι­κός και χα­μο­γε­λα­στός, συ­νε­σταλ­μέ­νος και προ­ση­νής, θυ­μά­μαι πό­σο εί­χε χα­ρεί με τα δυο βι­βλί­α που εί­χα­με εκ­δώ­σει στα ελ­λη­νι­κά για την ι­στο­ρί­α της Αρ­μενί­ας και το Αρ­με­νι­κό Ζή­τη­μα στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’70. Ο θά­να­τός του, το 1978, μας βύ­θι­σε ό­λους σε με­γά­λη θλί­ψη, κα­θώς πέ­θα­νε, ό­πως δεν του άρ­μο­ζε, από μια χρό­νια α­σθέ­νεια που τον βα­σά­νι­ζε, μό­νος κι α­βο­ή­θη­τος στο σπί­τι του.

 

(1)Ο Κω­στής Πα­λα­μάς εί­χε ε­μπνευ­στεί α­πό τους πύ­ρι­νους λό­γους του Ντι­κράν Γερ­γκάτ, εξ ου και το κεί­με­νό του με η­με­ρο­μη­νί­α 26 Δε­κεμ­βρί­ου 1914, Στον Ντι­κράν Γερ­γκάτ, βλ. «Αρ­με­νι­κή Αν­θολο­γί­α», σελ. 231.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ετήσιο περιοδικό της εφημερίδας «Αζάτ Ορ» που ήταν αφιέρωμενο στα 65 χρόνια της.

 

Σαρ­κίς Α­γα­μπα­τιάν

 

Πηγή: armenika.gr

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι