Menu

Xρήστος Κισατζεκιάν

Ή­δη φω­το­ρε­πόρ­τερ α­πό τα 17 του χρό­νια, αιχ­μα­λώ­τι­σε στο φα­κό του πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 6.000 η­χη­ρά ο­νό­μα­τα της εγ­χώ­ριας και πα­γκό­σμιας μου­σι­κής σκη­νής, ε­νώ κα­τά­φε­ρε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το με­γα­λύ­τερό του ό­νει­ρο: να συν­δυά­σει τις δύ­ο πε­λώ­ριες του α­γά­πες, τη μου­σι­κή με τη φω­το­γρα­φί­α. Ο Χρή­στος Κι­σα­τζε­κιάν δι­καί­ως μπορεί να πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ό­τι έ­χει συλ­λέ­ξει στο φω­το­γρα­φι­κό του αρ­χεί­ο προ­σωπι­κό­τη­τες α­πό ό­λα τα ιδιώ­μα­τα της μου­σι­κής, ε­κτός από σκυ­λά­δες..

Πώς ξε­κί­νη­σε η ε­να­σχό­λη­σή σου με τη φω­το­γρα­φί­α και ει­δι­κό­τερα με το φω­το­ρε­πορ­τάζ;

Θα ή­ταν πρα­κτι­κά α­δύ­να­τον να… ξε­φύ­γω με­γα­λώ­νο­ντας μέ­σα σε έ­να σπί­τι ό­που ο πα­τέ­ρας μου, Γε­ώρ­γιος Κι­σα­τζε­κιάν, υ­πήρ­ξε δια­φημι­στής με «Δ» κε­φα­λαί­ο. Δη­λα­δή ή­ταν συγ­χρό­νως μα­κε­τί­στας, κει­με­νο­γρά­φος, γρα­φί­στας και φω­το­γρά­φος. Α­να­φέ­ρο­μαι σε μια επο­χή που οι δια­φη­μι­στές ή­ταν πο­λυ­πράγ­μο­νες και πολυ­τά­λα­ντοι. Η αρ­χή έ­γι­νε κά­που στα δέκα μου χρό­νια, ό­ταν μου χά­ρι­σε μια φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή, μια Voigtlander διο­πτι­κή ρεφλέξ και άρ­χι­σε να μου δί­νει τα ληγ­μέ­να φιλ­μ που του ξέ­με­ναν για να πει­ρα­μα­τί­ζο­μαι εκ του α­σφα­λούς ως αρ­χά­ριος. Ή­ταν ε­ντε­λώς χει­ρο­κί­νη­τη, δί­χως κα­νένα αυ­το­μα­τι­σμό, ο­πό­τε μπή­κα στα «βαθιά» ε­ξαρ­χής μα­θαί­νο­ντας να ρυθ­μί­ζω τα πά­ντα. Ό­μως το πιο όμορ­φο κομ­μά­τι ή­ταν με­τά τη λή­ψη, ό­που μου εμ­φά­νι­ζε τα φιλμ, ε­κτύ­πω­νε δείγ­μα­τα (contacts) και κα­θό­ταν μα­ζί μου ώ­ρες να τα σχο­λιά­σου­με και να βρού­με ποιες ή­ταν σω­στές λή­ψεις και ποιες ε­πι­δέ­χο­νταν βελ­τί­ω­σης ως αί­σθη­ση κά­δρου ή α­πό τε­χνι­κής πλευ­ράς. Τε­ρά­στιο σχο­λεί­ο για μέ­να.

 

Και το ε­πό­με­νο κομ­βι­κό ση­μεί­ο;

Ή­ταν ό­ταν η θεί­α μου, Μα­ρί­α Φω­τει­νού, ό­ντας υ­πεύ­θυνη του Τη­λε­οπτι­κού Τμή­μα­τος στην ε­φη­με­ρίδα «Έ­θνος»- τό­τε που ή­ταν με δια­φο­ρά η πρώ­τη σε κυ-κλο­φο­ρί­α ε­φη­με­ρί­δα στη χώ­ρα μας- γνω­ρίζο­ντας το πά­θος μου, έ­μα­θε πως χρειά­ζο­νταν ά­με­σα ά­το­μο για το τμήμα του φω­το­ρε­πορ­τάζ. Πα­ρό­τι δε­κα­ε­πτά χρο­νών με τα μυα­λά στα κά­γκε­λα -μό­λις εί­χα τε­λειώ­σει το σχο­λεί­ο κα­θό­τι εί­χα κερ­δί­σει χρό­νο- και ε­πι­πλέ­ον ε­ρω­τευ­μέ­νος για πρώ­τη φο­ρά, 1η Αυ­γού­στου του 1983 έ­πιασα δου­λειά, κα­τα­κα­λό­και­ρο. Μα ου­δέ­πο­τε με­τά­νιω­σα για ε­κεί­νη την ε­πι­λο­γή. Α­ντι­θέ­τως μά­λι­στα! Του χρό­νου συ­μπληρώ­νω αι­σί­ως τριά­ντα χρό­νια ως φω­το­ρε­πόρ­τερ και δεν α­πα­σχο­λή­θη­κα ού­τε μια μέ­ρα με κά­τι άλ­λο για τα προς το ζην.

 

Πώς κα­τά­φε­ρες να α­νή­κεις στις σπά­νιες πε­ρι­πτώ­σεις που έ­καναν το με­ρά­κι τους δου­λειά;

Ει­δι­κά α­πό το 1989 που συν­δύ­α­σα τις δυο με­γά­λες μου λα­τρεί­ες, τη μου­σι­κή και τη φω­το­γρα­φί­α, ε ναι, ζω το προ­σω­πι­κό μου ό­νει­ρο και χαί­ρο­μαι α­φά­ντα­στα για αυ­τό. Πι­στεύ­ω πως εί­ναι έ­νας συν­δυα­σμός θέ­λη­σης, ε­πι­μο­νής, κό­που, πει­θαρ­χί­ας και τύ­χης που με ώ­θη­σε να τα κα­τα­φέ­ρω. Διό­τι το φω­το­ρε­πορτάζ εί­ναι έ­να ι­διόρ­ρυθ­μο ε­πάγ­γελ­μα που σε πε­τά­ει έ­ξω μο­νο­μιάς αν δεν εί­σαι άρ­ρω­στος με τη φω­το­γρα­φί­α του «δρό­μου» και την τσί­τα που σου προ­σφέ­ρει το κυ­νή­γι της στιγ­μής. Εί­ναι τό­σο αγ­χώ­δης, αλ­λο­πρό­σαλ­λη, πιε­στι­κή και ά­στα­τη η ζω­ή σου, που δε στέ­κει όρ­θιο τί­πο­τε δί­πλα σου. Δεν σε α­ντέ­χει κα­νείς.

 

Και τώ­ρα στα …δι­κά μας

Η αρ­μενι­κή κα­τα­γω­γή σου κα­τά πό­σο σε έ­χει ε­πη­ρε­ά­σει;

Ί­σως στην ό­ποια «καλ­λι­τε­χνι­κό­τη­τα» με διέ­πει; Άλ­λω­στε, το πό­σο καλ­λι­τε­χνι­κός λα­ός εί­μα­στε α­πο­δει­κνύ­ε­ται πε­ρί­τρα­να α­πό τα βάθη των αιώ­νων. Κα­τά τα άλ­λα, κα­κά τα ψέ­μα­τα, ο πα­τέ­ρας μου δεν ή­ταν α­πό ε­κεί­νους που α­νή­καν ε­νερ­γά στην αρ­μενι­κή πα­ροι­κί­α της Ελ­λά­δας κα­θό­τι ή­ταν ου­σια­στι­κά αυ­τό που λέ­με Αι­γυ­πτιώ­της. Στο Κά­ι­ρο γεν­νήθη­κε και με­γά­λω­σε έ­ως το 1964, και η κοι­νό­τη­τα που τους φι­λο­ξε­νού­σε ε­κεί ή­ταν η ελ­λη­νι­κή, λό­γω της μη­τέ­ρας του που προ­ερ­χό­ταν α­πό τη Σέ­ρι­φο. Εξ ου και δεν ή­ξε­ρε κα­θό­λου αρ­μενι­κά για να μου τα μά­θει. Πα­ρό­λα αυ­τά, εί­μαι βα­θιά πε­ρή­φα­νος για την αρ­μενι­κή ρί­ζα μου α­φού ο αρ­μενι­κός λα­ός μο­νό το Κα­λό και την Τέ­χνη προ­ά­γει και υ­πη­ρε­τεί.

 

Έ­χεις ε­πισκε­φτεί την Αρ­με­νί­α;

Δυ­στυ­χώς ό­χι α­κό­μη. Συ­γκυ­ρια­κά δεν έ­τυ­χε. Και ή­ταν πά­ντο­τε ό­νει­ρο ζω­ής. Το έ­χω ως σκο­πό και εύ­χο­μαι με το που ξε­πε­ρα­στεί αυ­τή η κα­τα­σκευα­σμένη κρί­ση που βιώ­νου­με στη χώ­ρα μας, να πά­ω με τη φω­το­γρα­φι­κή μου… α­γκα­λιά και να ε­πι­στρέ­ψω με α­μέ­τρη­τες ει­κό­νες. Δυ­στυ­χώς πο­τέ δεν έ­μα­θα πώς ο­νο­μαζό­ταν το χω­ριό των προ-παπ­πού­δων μου. Α­πλά γνω­ρί­ζω ό­τι βρι­σκό­ταν κά­που στους πρό­πο­δες του Α­ρα­ράτ, στην πλευ­ρά που α­νή­κει πλέ­ον στην Τουρ­κί­α.

Υ­πάρ­χουν δι­η­γή­σεις α­πό την οι­κο­γέ­νειά σου σχε­τι­κά με τη Γε­νο­κτο­νί­α και πό­σο ευαι­σθητο­ποι­η­μέ­νος εί­σαι ό­σο α­φο­ρά το Αρ­μενι­κό ζή­τη­μα;

Δι­ή­γη­ση α­πό τον πα­τέ­ρα μου πρό­λα­βα να έ­χω μία, αλ­λά ση­μα­ντι­κή. Ή­ταν γαιο­κτή­μο­νες και αλο­γο­τρό­φοι οι πρό­γο­νοί μας α­πό ό­τι έ­λε­γε ο πα­τέ­ρας του και παπ­πούς μου, τον ο­ποί­ο δεν γνώ­ρι­σα. Εί­χαν τε­ρά­στιες ε­κτά­σεις με ο­πο­ρω­φό­ρα, α­μέ­τρη­τα ά­λογα και έ­κα­ναν ε­μπό­ριο. Πλού­τος και ευ­μά­ρεια, κό­ποι μιας ο­λά­κε­ρης ζω­ής που εί­χαν πιά­σει τό­πο. Οι χρυ­σές λύ­ρες με­τριό­ντου­σαν με κα­λά­θια και ό­χι μία-μία.

Και ξάφ­νου, α­πό τη μια μέ­ρα στην άλλη, ο παπ­πούς μου ο Α­ράμ θυ­μό­ταν τον ε­αυ­τό του ως πε­ντά­χρο­νο ξυ­πό­λη­το παι­δί, να τρέ­χει με­ρό­νυ­χτα με την α­δελ­φή του για να γλυ­τώ­σουν το τομά­ρι τους, ορ­φα­νοί πλέ­ον, για να φτά­σουν στα πα­ρά­λια και να πά­νε α­πέ­να­ντι στην Αί­γυ­πτο ό­που θα άρ­χι­ζαν α­πό το μη­δέν. Τα σχό­λια εί­ναι πε­ριτ­τά.


Ποια η ά­πο­ψή σου για την άρ­νη­ση της Τουρ­κί­ας;

Εί­ναι άλ­λο έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της τουρ­κι­κής δι­πλω­μα­τί­ας και πο­λι­τι­κής - και ε­δώ συ­νει­δη­τά δεν λέ­ω ε­νός ο­λό­κλη­ρου λα­ού - που με κά­νει έ­ξω φρε­νών. Και γου­στά­ρω πο­λύ τους System Of A Down και τον Σερ­τζ που δεν έχουν πά­ψει ού­τε στιγ­μή να μά­χο­νται προς αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση.

Δεί­χνει πό­σο ά­γριος και α­δί­στα­κτος εί­ναι ο συλ­λο­γι­κός νους των τούρ­κων διπλω­μα­τών και εν γέ­νει αυ­τών που κι­νούν τα νή­μα­τα και κα­τευ­θύ­νουν τον τουρκι­κό λα­ό αιώ­νες τώ­ρα. Ό­μως πι­στεύ­ω πως εί­ναι πλέ­ον θέ­μα χρό­νου για να α­να­τρα­πεί αυ­τή η α­πε­χθής τα­κτι­κή και να α­να­γνω­ρι­στεί ε­πι­τέ­λους η Γε­νο­κτο­νί­α.

 

Πε­ρί μου­σι­κής και …μου­σι­κής

Πά­ει και­ρός α­πό την τε­λευ­ταί­α μας συνά­ντη­ση, στη συ­ναυ­λί­α του Σερ­τζ Ταν­κιάν στην Α­θή­να. Τι ε­ντυπώ­σεις α­πο­κό­μι­σες α­πό την ε­πα­φή μα­ζί του και πώς σου φά­νη­κε η πρό­σφα­τη δου­λειά του;

Μου έ­κα­νε τε­ρά­στια εντύ­πω­ση η α­με­σό­τη­τα και η α­πλό­τη­τά του α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή που βρεθή­κα­με. Προ­σγειω­μέ­νο ά­το­μο. Εί­ναι μορ­φω­μέ­νος, ο­ξυ­δερ­κής και καλ­λιερ­γη­μέ­νος, πα­ρα­μέ­νει ε­νερ­γός μα­χη­τής και αν­θρω­πι­στής πα­ρά τα χρή­μα­τα που έ­χει βγά­λει και αυ­τό τον τι­μά! Ό­σο για το πρό­σφα­το άλ­μπουμ του «Harakiri», προ­σω­πι­κά θα συμ­φω­νή­σω α­πό­λυτα με την πα­ρου­σί­α­ση του φίλ­τα­του Δη­μή­τρη Τσού­ντα­ρου στο Metal Hammer, δη­λα­δή ό­τι εί­ναι κα­λύ­τε­ρο από το «με­γα­λο­μα­νές» Imperfect Harmonies αλ­λά πιο κά­τω α­πό το Elect The Dead.

 

Ε­κτός της ενα­σχό­λη­σής σου με τη φω­το­γρα­φί­α, εί­σαι και ι­δρυ­τι­κό μέ­λος των What’s the Buzz και Infidel. Πό­σο ...μου­σι­κός εί­σαι τε­λι­κά;

Μου­σι­κός… βα­ριά κου­βέ­ντα. Δε σπού­δα­σα μου­σι­κή, εί­μαι αυ­τοδί­δα­κτος. Βέ­βαια α­πό τό­τε που θυ­μά­μαι τον ε­αυ­τό μου, ό­λα ό­σα με αφορούν έ­χουν ως ε­πί­κε­ντρο τη Μου­σι­κή. Ή­δη α­πό τα πέ­ντε μου ά­κου­γα, κα­θη­με­ρι­νά και ε­πιστα­μέ­να μπά­ντες - χά­ρη στον κα­τά δέ­κα χρό­νια με­γαλύ­τε­ρο α­δελ­φό μου που θε­ω­ρώ και μέ­ντο­ρα. Συλ­λέ­γω άλ­μπουμ α­πό τα εν­νιά μου. Παί­ζω μπά­σο α­πό τα δε­κα­τρί­α μου. Έ­χω συν­θέ­σει κομ­μά­τια, έ­χω γρά­ψει στί­χους και έ­χω συμ­με­τά­σχει σε τρεις δι­σκο­γρα­φι­κές δου­λειές α­πό το 1979 μέ­χρι σή­μερα. Και α­πό την άλ­λη …φω­το­γρα­φί­ζω Μου­σι­κή α­πό το 1989 για ε­πώ­νυ­μα έ­ντυ­πα του εξω­τε­ρι­κού και της χώ­ρας μας και έ­χω πά­ρει συ­νέ­ντευ­ξη α­πό χί­λιους και πλέον ε­πώ­νυ­μους ή­ρω­ες μου. Παί­ζω μου­σι­κές σε clubs και bars. Ο­πό­τε, το πό­σο μουσι­κός εί­μαι ναι μεν «παί­ζε­ται», ό­μως το πό­σο η Μου­σι­κή εί­ναι τα πά­ντα για μέ­να εί­ναι προ­φα­νές .

 

Τα προ­σε­χή σου σχέ­δια τι πε­ρι­λαμ­βά­νουν;

Σε γε­νι­κές γραμ­μές θα συ­νε­χί­σω να κά­νω αυ­τό που λα­τρεύ­ω και με τρέ­φει. Α­πό τα πιο ση­μα­ντι­κά και ά­με­σα σχέ­διά μου εί­ναι η κυ­κλο­φο­ρί­α του πρώ­του album των Double Treat, της μπά­ντας που έ­χου­με στήσει με τον α­δελ­φι­κό μου φί­λο Σω­τή­ρη Λα­γω­νί­κα -ντρά­μερ και τρα­γου­δι­στή- καθώς και η α­να­ζω­πύ­ρω­ση των What’s The Buzz.

Α­πό την άλ­λη σκο­πεύ­ω να ξε­κι­νή­σω να βά­λω σε τά­ξη μια σει­ρά α­μέ­τρη­των -α­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μένων και μη- συ­νε­ντεύ­ξε­ων που έ­γι­ναν ε­δώ και δε­κα­ο­κτώ χρό­νια με jazz, blues, latin, ethnic, pop, rock μου­σι­κούς μέ­σα α­πό το μου­σι­κό έ­ντυπο Metal Hammer. Ού­τε το 1/5 α­πό αυ­τό το υ­λι­κό δεν έ­χω δη­μο­σιεύ­σει. Πιο συ­γκε­κριμέ­να, πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή α­νέκ­δο­των ι­στο­ριών ε­πώ­νυ­μων καλ­λι­τε­χνών που μι­λούν για κά­θε μια α­πό τις δι­σκο­γρα­φι­κές κυ­κλο­φο­ρί­ες τους. Και με ενδια­φέ­ρει να κά­νω έ­να βι­βλί­ο για διε­θνή χρή­ση με αυ­τό το σπά­νιο υ­λι­κό, καθό­τι ο πλού­τος των πλη­ρο­φο­ριών εί­ναι α­πί­στευ­τος.

Μια προ­σπά­θεια που δεν έχω συ­να­ντή­σει έ­ως σή­με­ρα α­πό συ­να­δέλ­φους μου, ε­ντός και ε­κτός των συ­νό­ρων.

 

Στη πο­λυε­τή κα­ριέ­ρα σου, ποιες στιγ­μές α­κό­μα τις θυ­μά­σαι;

Εί­ναι τό­σο πολ­λές οι ό­μορ­φες στιγ­μές και τό­σο λί­γες οι ά­σχημες. Ό­μως με το «πι­στό­λι στον κρό­τα­φο» ας δια­λέ­ξω μία. Α­πό τις κο­ρυ­φαί­ες μου ως α­κρο­α­τή και φω­το­γρά­φου εί­ναι σί­γου­ρα η α­ξέ­χα­στη εμ­φά­νι­ση των Camel στο «Ρό­δον Club» το Δε­κέμ­βρη του 2000, α­φού οι πα­ρε­υρι­σκό­με­νοι γί­να­με μάρ­τυ­ρες μιας α­πί­στευ­της συ­ναι­σθη­ματι­κής αλ­λη­λο­ε­πί­δρα­σης με τον α­νε­πα­νά­λη­πτο Andrew Latimer, κι­θα­ρί­στα του γκρουπ, ο ο­ποί­ος έ­παι­ξε τό­σο πη­γαί­α, τό­σο δια­δρα­στι­κά, που συ­γκι­νή­θη­κε ε­πί σκη­νής, κά­νο­ντάς με να βουρ­κώ­σω στο λε­πτό. Κοί­τα­ξα τριγύ­ρω μου και δεν ή­μουν ο μό­νος με δά­κρυα στα μά­τια. Εί­χα την τύ­χη να γνω­ρί­ζω τον Latimer προ­σω­πι­κά. Αν η αν­θρω­πό­τη­τα ή­ταν γε­μά­τη α­πό τέ­τοια πλά­σμα­τα, ο κό­σμος θα ή­ταν πραγ­μα­τι­κά ό­μορ­φος…

 

Έ­λε­να Κιουρ­κτσή

 

Πηγή: armenika.gr


Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι