Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ζαμπέλ Μπογιατζιάν

Ζαμπέλ Μπογιατζιάν

Συγ­γρα­φέ­ας, ζω­γράφος και ποι­ή­τρια μια γεν­ναί­α

υ­πο­στηρί­κτρια του Αρ­με­νι­κού Ζη­τή­μα­τος

 

Η Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν γεν­νή­θη­κε στο Ντιαρ­μπε­κίρ το 1873. Ο πα­τέ­ρας της, Τoμάς Μπο­για­τζιάν, ή­ταν αρμέ­νιος κλη­ρι­κός ο ο­ποί­ος υ­πη­ρέ­τη­σε ως α­ντι-πρό­ξε­νος στο Ντιαρ­μπε­κίρ και το Χαρ­πούτ, ε­νώ η μη­τέ­ρα της, η Κά­θριν Ρό­τζερ­ς, ή­ταν Αγ­γλί­δα, α­πό­γο­νος του συγ­γρα­φέ­α Σάμιουελ Ρό­τζερ­ς.

Ό­ταν ο πα­τέ­ρας της δο­λο­φο­νή­θη­κε στη διάρ­κεια των σφα­γών υπό τον Αβδούλ Χα­μίτ (1894-96), η Ζα­μπέλ στάλθηκε στην Κύπρο για να βο­η­θή­σει στις ερ­γα­σί­ες ε­νός οί­κου στέ­γα­σης για Αρμέ­νισ­σες χή­ρες και ορ­φα­νά και νο­ση­λεί­ας για τραυ­μα­τί­ες και α­σθε­νείς.

Το 1896, τα­ξί­δε­ψε με τη μη­τέ­ρα και τον α­δερ­φό της, Χέν­ρυ, στο Λον­δί­νο, ό­που έ­με­λλε να πα­ρα­μεί­νει κα­τά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζωής της. Σπού­δα­σε Κα­λές Τέ­χνες στο Slade School of Fine Art. Ταυ­τό­χρο­να, άρχι­σε να γρά­φει και να ει­κονο­γρα­φεί τα δι­κά της βι­βλί­α. Το πρώ­το της βι­βλί­ο, «Εσθέρ», σχε­τί­ζε­ται με τις σφα­γές στο Σα­σούν και εκ­δό­θη­κε το 1901 στο Λον­δί­νο, με το ψευ­δώ­νυ­μο «Βαρ­τε­νί».

Ή­ταν στε­νή φί­λη με την Άν­να Ραφ­φί, τη γυ­ναί­κα του αρμέ­νιου συγ­γρα­φέ­α Ραφ­φί και των γιων της, Α­ράμ και Αρ­σά­γκ, οι ο­ποί­οι εί­χαν ε­γκα­τα­στα­θεί στο Λον­δί­νο με­τά το θά­να­το του Ραφ­φί. Πε­ριστα­σιακά, με­τέ­φρα­ζε και ε­ξέ­δι­δε α­πο­σπάσμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Ραφ­φί στην ε­φη­με­ρί­δα Α­ρα­ράτ, ε­νώ ε­πι­πλέ­ον διορ­γά­νω­νε λο­γο­τε­χνι­κές βρα­διές για να τι­μή­σει το έρ­γο του. Το πορ­τραί­το του Ραφ­φί που φι­λο­τέ­χνη­σε, βρί­σκε­ται σή­μερα στο Μου­σεί­ο Λο­γο­τε­χνί­ας και Τέ­χνης «Τσα­ρέ­ντς».

Α­γα­πού­σε τις γλώσ­σες, μι­λού­σε ά­πται­στα Αρ­με­νι­κά, Αγ­γλικά, Ι­τα­λι­κά, Ελ­λη­νι­κά, Τουρ­κικά, Γαλ­λι­κά, Ρω­σι­κά και Γερ­μα­νι­κά. Ή­ταν ε­πιτυ­χη­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας, ζω­γρά­φος και ποι­ή­τρια.

Η Ζα­μπέλ εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συν­δε­δε­μέ­νη με το βι­βλί­ο της: «Αρ­με­νι­κοί θρύ­λοι και Ποι­ή­μα­τα», έ­να αν­θο­λό­γιο που κα­τάρ­τισε, με­τέ­φρα­σε και εικο­νογρά­φη­σε το 1916, σε συ­νερ­γα­σί­α με την αμε­ρι­κα­νί­δα δη­μοσιο­γρά­φο και υ­πέρμα­χο των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των Ά­λις Μπλάκ­γουελ. Έ­να α­πό τα «φι­λο­ξε­νού­με­να» έρ­γα του αν­θολο­γί­ου εί­ναι το: «Αρ­με­νί­α: τα έπη, τα πα­ρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια και η με­σαιω­νι­κή ποί­η­σή της», του Α­ράμ Ραφ­φί, πρω­τό­το­κου γιου του Ραφ­φί, ο ο­ποί­ος χρω­στά πολ­λά στο πρω­το­πο­ρια­κό έρ­γο του Μιγκιρντίτ­ς Ε­μίν: «Πε­ρί­γραμ­μα της αρμε­νι­κής πα­γα­νι­στι­κής θρη­σκεί­ας» (σε αγ­γλι­κές και γαλ­λι­κές με­τα­φρά­σεις έ­χει α­πο­δο­θεί και ως «Αρ­με­νι­κός Πα­γα­νι­σμός» και «Αρ­με­νι­κή μυ­θο­λο­γία»). Το βι­βλί­ο ε­πα­νεκ­δόθη­κε το 1958, με την ει­σα­γω­γή του υ­πο­γε­γραμ­μένη α­πό τον James Bryce, Βρετα­νό α­κα­δη­μα­ϊ­κό, νο­μι­κό, ι­στο­ρι­κό και πο­λι­τι­κό, ο ο­ποί­ος α­να­φέ­ρει ό­τι: «Η δε­σποι­νίς Μπογια­τζιάν εί­ναι μί­α α­πό ε­κείνους τους αρμε­νί­ους καλ­λι­τέ­χνες, οι ο­ποί­οι ό­πως ο Α­ϊ­βα­ζόφ­σκι και ο Έ­ντγκαρ Σα­χίν,έ­χουν κερ­δί­σει πα­γκό­σμια φή­μη και εί­ναι α­πό­λυ­τα ι­κα­νή να πε­ρι­γρά­ψει με γνώ­ση και συ­μπό­νοια την τέ­χνη του λα­ού της».

Α­πέ­δωσε θε­α­τρι­κά το έ­πος του Σουμέ­ριου μυ­θι­κού ή­ρω­α Γκιλ­γκα­μές, σε ποι­η­τι­κή μορ­φή ε­λεύ­θε­ρου στίχου και το εξέ­δω­σε το 1924, με τί­τλο: «Γκιλ­γκα­μές: έ­να όνει­ρο αιώ­νιας ανα­ζή­τη­σης», διαν­θί­ζο­ντάς το με δε­κα­πέ­ντε ζω­γρα­φιές της. Το θε­ω­ρού­σε ως το κα­λύ­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό της πό­νη­μα. Την ει­σα­γω­γή του βι­βλί­ου υ­πο­γρά­φει ο Sir Wallis Budge, έ­φο­ρος των αι­γυ­πτια­κών και ασσυ­ριακών αρχαιο­τή­των του Βρε­τα­νι­κού Μου­σεί­ου την ε­πο­χή ε­κεί­νη.

Η Ζα­μπέλ τα­ξί­δευε συ­χνά. Έ­τσι, το 1930, με την ευ­και­ρί­α της 100ης επε­τεί­ου της Ελ­λη­νι­κής Α­νε­ξαρ­τη­σί­ας ε­πι­σκέ­φτη­κε την Ελ­λά­δα. Το 1938 ε­ξέ­δω­σε ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νες τα­ξι­διω­τι­κές ση­μειώ­σεις α­πό το τα­ξί­δι αυ­τό, με τίτλο: «Στην Ελ­λά­δα με πέ­να και παλέτα».

Το 1948 με­τέ­φρα­σε και ε­ξέ­δω­σε το επι­κό ποί­η­μα του Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν «Α­μπού Α­λά Αλ Μα­α­ρί», για τον ο­μώ­νυ­μο Ά­ρα­βα φι­λό­σο­φο. Έ­γρα­ψε πραγ­μα­τεί­ες για τον Σαίξ­πηρ, τον Λόρ­δο Βύ­ρω­να, τον Ευ­ρι­πί­δη, τον Μι­κα­έλ Αρ­λέν (Ντι­κράν Κου­γιουμ­τζιάν), τον Ραφ­φί και τον Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν, ε­νώ εκ­πό­νη­σε συ­γκρι­τι­κές με­λέ­τες για την αρ­με­νι­κή και αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνί­α.

Το 1943, στη διάρ­κεια του 2ου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, ε­ξέ­δω­σε το θε­α­τρι­κό έρ­γο «Ε­τσμια­τζίν», με τρεις πράξεις και έ­ξι σκη­νές. Εί­ναι το μό­νο της έρ­γο χω­ρίς ει­κο­νο­γρά­φη­ση αλ­λά με εν­σω­μα­τω­μέ­νους Ύ­μνους της Αρ­με­νι­κής Εκ­κλη­σί­ας, στο ο­ποί­ο πε­ρι­γρά­φεται το ι­στο­ρι­κό γε­γο­νός της επι­ση­μο­ποί­η­σης του Χρι­στια­νι­σμού ως θρη­σκεί­ας της Αρ­με­νί­ας, το 301 μ.Χ.

Το καλ­λι­τε­χνι­κό της έρ­γο ε­κτέθη­κε σε αί­θου­σες τέ­χνης σε ό­λο τον κό­σμο. Η Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν πα­ρου­σί­α­σε τις α­το­μι­κές της εκ­θέ­σεις στο Λον­δί­νο το 1910 και το 1912, στη Γερ­μα­νί­α το 1920, στην Αί­γυ­πτο το 1928 και στη Γαλ­λί­α, την Ι­τα­λί­α και το Βέλ­γιο με­τα­ξύ του 1940 και 1950, με α­ξέ­χα­στη την α­να­δρο­μι­κή της έκ­θε­ση στο Royal Westminster Palace Hall του Λονδί­νου, με­τα­ξύ 3 και 27 Α­πρι­λί­ου του 1929. Στις εκ­θέ­σεις της φι­λο­ξε­νού­νταν και οι ει­κο­νο­γρα­φή­σεις που συ­νό­δευαν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τα λο­γο­τε­χνι­κά της έρ­γα.

Οι ζω­γρα­φιές της φθά­νουν σε μας μέσα α­πό τις α­να­τυ­πώ­σεις των βι­βλί­ων της, ε­νώ εί­ναι ά­γνω­στο που βρί­σκο­νται οι πρω­τό­τυπες.

Α­πε­βί­ω­σε στις 26 Ια­νουα­ρί­ου του 1957. «Η υ­πέ­ρο­χη Αρ­μέ­νισ­σα» και «Η α­ξέ­χα­στη Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν» εί­ναι κά­ποιες α­πό τις φρά­σεις, με τις ο­ποί­ες ε­ξέ­φρα­ζαν τον αυ­θε­ντι­κό τους θαυ­μα­σμό για την πολυ­τά­λα­ντη, ε­ξαί­σια αυ­τή καλ­λιτέ­χνη με­ρι­κοί α­πό τους ση­μα­ντικό­τε­ρους αρμε­νίους δια­νο­ού­με­νους του πρώ­του μι­σού του 20ου αιώ­να, ό­πως ο Αρ­σά­γκ Τσο­μπα­νιάν και ο Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν.

 

Mίκυ Μοβσεσιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Armenian Portal ©