Menu

Το ονοματολογικό ζήτημα του Αζερμπαϊτζάν

του Γιώργου Μενεσιάν
Διεθνολόγος

 

Κανείς δεν ξεφεύγει από την ιστορία. Οι δηλώσεις Ερντογάν και η αναβίωση του Παντουρκισμού μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους μελλοντικά για το Ιράν.

Με αφορμή τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ερντογάν κατά την παρουσία του στην στρατιωτική παρέλαση στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, όπου μίλησε περί αλύτρωτων πατρίδων στο «Νότιο Αζερμπαϊτζάν» (βόρειο Ιράν), θυμήθηκα την εξής, ξεχασμένη και παλιά ιστορία: πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο θυμίζει το ονοματολογικό ζήτημα μεταξύ Αθηνών και Σκοπίωνκαι αφορά στην αντίδραση του Ιράν στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν το 1918.

Το σημερινό Αζερμπαϊτζάν ανήκε στην Περσική Αυτοκρατορία μέχρι το 1826 όταν η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία της Ρωσική Αυτοκρατορίας. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στην περιοχή αυτή ήταν τουρκόφωνοι Σιίτες μουσουλμάνοι οι οποίοι, σε αντίθεση με τους γείτονές τους, δεν είχαν μία κοινή εθνική συνείδηση και αυτοχαρακτηρίζονταν απλώς ως μουσουλμάνοι. Στα επίσημα ρωσικά κείμενα, οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι της περιοχής ονομάζονταν Τάταροι του Καυκάσου ή σκέτο Τάταροι.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδρύθηκε στο Μπακού το 1911 το κόμμα Μουσαβάτ. Το νέο κόμμα είχε πολύ στενές σχέσεις με τους Νεότουρκους οι οποίοι είχαν πρόσφατα αναλάβει την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ιδεολογία του Μουσαβάτ βασιζόταν στον Παντουρκισμό και τον Πανισλαμισμό. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οι Ρώσοι έχασαν τον έλεγχο του Νοτίου Καυκάσου. Οι Νεότουρκοι, αφού επανέκτησαν τον έλεγχο των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας τις οποίες είχαν καταλάβει οι Ρώσοι κατά τα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προήλασαν στον Καύκασο και το 1918 κατέλαβαν το Μπακού. Οι Τάταροι του Καυκάσου πολέμησαν στο πλευρό του Στρατού του Ισλάμ, τον οποίο είχαν ιδρύσει οι Νεότουρκοι, και συμμετείχαν στις εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων οι οποίες αποτελούσαν την συνέχεια της γενοκτονικής πολιτικής που είχαν υιοθετήσει οι Τούρκοι μετά το 1915. Τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Τούρκοι και οι Τάταροι (Αζέροι) έσφαξαν περίπου 30.000 Αρμενίους στο Μπακού.

Νωρίτερα, τον Μάιο του 1918, το Μουσαβάτ εγκαθίδρυσε την «Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν». Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: η περιοχή την οποία κάλυπτε η νεοσύστατη δημοκρατία, δεν αποκαλούταν ποτέ Αζερμπαϊτζάν. Αντιθέτως, ήταν γνωστή ως Αρράν ή Αλβανία του Καυκάσου.

Ως Αζερμπαϊτζάν οριζόταν η γεωγραφική περιοχή νοτίως του ποταμού Αράξη ο οποίος αποτελεί σήμερα το φυσικό σύνορο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ιράν. Με λίγα λόγια, Αζερμπαϊτζάν ονομαζόταν - και ονομάζεται έως σήμερα – το βόρειο τμήμα του Ιράν, της τότε Περσίας.

Ο όρος «Αζερμπαϊτζάν» προέρχεται, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, από τον Ατροπάτη, τον κυβερνήτη που διόρισε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Περσία.Το Μουσαβάτ επέλεξε αυτή την ονομασία για τον εξής λόγο: θέλοντας να πραγματώσει το παντουρκικό όραμα της ένωσης όλων των τουρκικών λαών υπό ένα ενιαίο κράτος (την Οθωμανική Αυτοκρατορία των Νεότουρκων), πίστευε, ότι με την χρήση του γεωγραφικού όρου «Αζερμπαϊτζάν», θα ξυπνούσαν τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά αισθήματα των τουρκόφωνων Σιιτών της βορείου Περσίας, δηλαδή του πραγματικού Αζερμπαϊτζάν.

Τόσο το Μουσαβάτ όσο και οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να πείσουν τους τουρκόφωνους της βόρειας Περσίας να συμπράξουν στο παντουρκικό τους εγχείρημα μέσω συστηματικής προπαγάνδας αλλά απέτυχαν. Η Περσία αντέδρασε εντόνως για την επιλογή της λέξης «Αζερμπαϊτζάν» ως ονόματος της νεοσύστατης δημοκρατίας. Ωστόσο, το 1918 το Ιράν δεν ήταν η ισχυρή περιφερειακή δύναμη που ήταν παλαιότερα. Μάλιστα, όταν οι Τούρκοι προήλασαν στον Καύκασο, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους ένα μεγάλο τμήμα της βόρειας Περσίας συμπεριλαμβανομένης της σημαντικότερης πόλης του Βορρά, του Ταμπρίζ.

Η πολιτική ελίτ της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν προσπάθησε να κατασκευάσει μια αζερική εθνική συνείδηση αλλά δεν τα κατάφερε. Η ανεξαρτησία διήρκησε μόλις δύο χρόνια και οι Τούρκοι, υπό την ηγεσία πλέον του Κεμάλ, «πρόδωσαν» τον Παντουρκισμό και συνεργάστηκαν με τους Μπολσεβίκους οι οποίοι κατέλαβαν το Αζερμπαϊτζάν τον Απρίλιο του 1920. Στον πληθυσμό συνέχισε να κυριαρχεί η μουσουλμανική συνείδηση έναντι της εθνικής αζερικής. Μάλιστα, στην χώρα δεν αναγνωριζόταν καν η ύπαρξη αζερικής γλώσσας· η επίσημη γλώσσα της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν ήταν η τουρκική μέχρι το 1956. Ωστόσο, η χώρα συνέχισε να αποκαλείται ως Σοβιετική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.

Την δεκαετία του 1930 ο Στάλιν, φοβούμενος την επιρροή που δυνητικά θα μπορούσε να ασκήσει η Τουρκία στο Αζερμπαϊτζάν, ξεκίνησε την εκστρατεία κατασκευής μιας αζερικής εθνικής συνείδησης. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε κατά τα επόμενα χρόνια από τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Αζερμπαϊτζάν και κορυφώθηκε κατά την δεκαετία του 1990. Σήμερα, η διαδικασία αυτή έχει ολοκληρωθεί χάρης της πολιτικής που ακολούθησαν ο νυν πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάν Αλίγιεφ και ο πατέρας του Χεϊντάρ.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους του ακραίου εθνικισμού που διακρίνει σήμερα την αζερική κοινωνία. Τα κράτη με κατασκευασμένα έθνη ή εθνικές συνειδήσεις χρησιμοποιούν τον αλυτρωτικό εθνικισμό ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία η διαδικασία της «οικοδόμησης του έθνους» (nation-building).

Έναν αιώνα μετά το ονοματολογικό ζήτημα του Αζερμπαϊτζάν, η απόφαση του Μουσαβάτ συνεχίζει να δημιουργεί προβλήματα στην Τεχεράνη δεδομένης της παρουσίας της πολυπληθούς αζερικής μειονότητας στο βόρειο κομμάτι της χώρας. Μετά την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν το 1991, ορισμένοι τουρκόφωνοι στο βόρειο Ιράν ίδρυσαν αποσχίστηκες εθνικιστικές οργανώσεις, όμως η πλειοψηφία των κατοίκων εκεί δεν ασπάζεται σήμερα τον αζερικό εθνικισμό. Ωστόσο, οι δηλώσεις Ερντογάν και η αναβίωση του Παντουρκισμού μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους μελλοντικά για το Ιράν. Άλλωστε, στην σύγχρονη εποχή ο φανατισμός των μαζών είναι πολύ πιο εύκολος εξαιτίας του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η έξαρση του εθνικισμού στο Αζερμπαϊτζάν μετά τον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς και ο Παντουρκισμός που προωθεί ο Ερντογάν αποτελούν μια πραγματική απειλή για την σταθερότητα και την ειρήνη στο Νότιο Καύκασο. Βλέπουμε επομένως πως η επιλογή του ονόματος «Αζερμπαϊτζάν» το 1918 επηρεάζει έως και σήμερα την ασφάλεια στην περιοχή του Καυκάσου. Το Ιράν φαίνεται να έχει αποδεχτεί την ονομασία του βορείου γείτονά του, αλλά δεν παύει να είναι καχύποπτο απέναντι στον αλυτρωτικό εθνικισμό του καθεστώτος του Μπακού το οποίο, μεταξύ άλλων, διατηρεί συμμαχικές σχέσεις με τον κύριο αντίπαλο του Ιράν, το Ισραήλ. Αυτό βέβαια, είναι το θέμα ενός άλλου άρθρου.

 

Γιώργος Μενεσιάν

Διεθνολόγος

Ο Γιώργος Μενεσιάν είναι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών) και μεταπτυχιακός φοιτητής (MLitt Candidate) του Πανεπιστημίου του St Andrews σε θέματα ασφαλείας για Μέση Ανατολή, Καύκασο και Κεντρική Ασία (Middle East, Caucasus and Central Asia Security Studies). Είναι, επίσης, Δόκιμος Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), συντονιστής της Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας του Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟΡΕΝΕ) και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ). Έχει πλούσια αρθρογραφία πάνω σε διεθνή θέματα στον ελληνικό και διεθνή έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν θέματα στρατηγικών σπουδών, Μέσης Ανατολής & Βορείου Αφρικής και Καυκάσου. Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και αρμενικά.

 

 

Πηγή: huffingtonpost.gr

Η ιστορία της αρμενικής κοινότητας στην Πάτρα

Τα πρώτα χρόνια

Καταγραφές με ημερομηνία πριν το 1922 αναφέρουν ως μόνιμους κατοίκους της Πάτρας αρμένιους επαγγελματίες με καταγωγή από την πόλη Κεμάχ της Δυτικής Αρμενίας.
Ωστόσο, η αρμενική κοινότητα δημιουργήθηκε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όταν, μαζί με τους έλληνες πρόσφυγες, έφτασαν στην Πάτρα 1500 αρμένιοι, ψάχνοντας ασφάλεια και φιλοξενία.
Κατά τη διάρκεια ενός χρόνου, περισσότεροι από τους μισούς έφυγαν για άλλες χώρες, με κύριο προορισμό τη Γαλλία. Παρέμειναν μόνο 700 άτομα, ως επί το πλείστον γυναίκες και παιδιά.
Άξιο αναφοράς είναι το πρωτοσέλιδο του πρώτου φύλλου της αρμενικής εφημερίδας των Αθηνών «Νορ Ορ», με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1923, που περιγράφει την κατάσταση των προσφύγων στην Πάτρα:
«…Επτακόσιοι είναι περίπου οι αρμένιοι πρόσφυγες στην Πάτρα. Οι περισσότεροι έχουν βρει κατάλυμα μέσα σε σχολικές εγκαταστάσεις και σε δημοτικά κτίρια. Ο αριθμός των ανδρών μόλις που φτάνει τους εκατό, οι υπόλοιποι είναι γυναίκες και παιδιά. Οι πρόσφυγες ζουν σε άθλιες συνθήκες, η κυβέρνηση καθημερινά διανέμει εκατό γραμμάρια ψωμί στον καθέναν.
Πριν μερικούς μήνες, μέσω αρχαιρεσιών, δημιουργήθηκε εκτελεστική επιτροπή που θα συντόνιζε το έργο της αρωγής και της εγκατάστασης, αλλά τα περισσότερα μέλη της παραιτήθηκαν από τις πρώτες κιόλας μέρες. Άλλοι έφυγαν από την πόλη, αφήνοντας το δύσκολο αυτό έργο στα χέρια μόνο δύο ατόμων, που λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον.
Η βοήθεια που δίνεται μοιράζεται σε φίλους και συγγενείς. Αντιλαμβανόμενοι αυτή την κατάσταση, μια αμερικανική φιλανθρωπική οργάνωση αποφάσισε να μη διανέμει τον ρουχισμό που διέθετε για τους πρόσφυγες. Η Κεντρική Επιτροπή Προσφύγων των Αθηνών θα πρέπει να ενδιαφερθεί για αυτή την περιοχή και εν ανάγκη να αποστείλει έναν επόπτη που θα μεριμνήσει για την οργάνωση μιας νέας επιτροπής…».
Το 1924, η ελληνική κυβέρνηση, με το πρόσχημα της αποσυμφόρησης της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης από τον μεγάλο αριθμό προσφύγων, έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο μετεγκατάστασης που, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι το πρόγραμμα θα αφορούσε το σύνολο των προσφύγων, εφαρμόστηκε σχεδόν αποκλειστικά στους Αρμένιους. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση ήθελε όσο το δυνατόν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Έτσι, το καλοκαίρι του 1924, από την Αλεξανδρούπολη, την Κομοτηνή, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα, 5.000 Αρμένιοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο. Ένας μικρός αριθμός από αυτούς εγκαταστάθηκε στην Πάτρα.
Την πρώτη δεκαετία, από το σύνολο του αρμενικού πληθυσμού της Πάτρας, μόνο 10 με 12 οικογένειες είχαν μια σχετική οικονομική άνεση. Οι υπόλοιποι ζούσαν στα όρια της φτώχειας και δούλευαν σε κατασκευαστικά έργα.
Το 1928, από ένα τηλεγράφημα του Ντιράν Κασπαριάν, προέδρου της ενοριακής επιτροπής, προς τον Μητροπολίτη Καραμπέτ Μαζλουμιάν, πληροφορούμαστε πως ο πρώτος ιερέας στην Πάτρα ήταν ο Αρτίν Σαρκισιάν, ο οποίος λόγω ασθένειας της κόρης του αναχώρησε για την Γαλλία, ενώ νέος ιερέας ορίστηκε ο Χορέν Μπιτσακτζιάν. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 ιδρύθηκαν διάφοροι σύλλογοι και οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Κυριών» και ο «Φιλόπτωχος Ερυθρός Σταυρός». Ένας από τους πιο δυναμικούς ήταν ο «Σύλλογος Αρμενίων Μικράς Ασίας», που ήταν αναγνωρισμένος από το κράτος και για πολλά χρόνια στάθηκε στο πλευρό των προσφύγων με διάφορους τρόπους.
Τη δεκαετία του ΄30 λειτούργησε και η αρμενική προσκοπική ομάδα Πάτρας, ενταγμένη στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων.
Η ποδοσφαιρική ομάδα «Αρμενική Πατρών» συμμετείχε στο τοπικό πρωτάθλημα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 έως και το 1950.

Εκπαίδευση

Το 1926, μια νεοσύστατη ενοριακή επιτροπή, ξεπερνώντας πολλές δυσκολίες, εγκαινίασε το αρμενικό νηπιαγωγείο και το σχολείο της Πάτρας, το οποίο λειτούργησε την ίδια χρονιά. Η εκπαίδευση ήταν δωρεάν. Την πρώτη χρονιά αριθμούσε 34 μαθητές και 22 μαθήτριες. Οι μηνιαίες απολαβές του εκπαιδευτικού προσωπικού ήταν 1700 δραχμές. Τα έξοδα του σχολείου είχε αναλάβει ο «Σύλλογος Αρμενίων Κυριών» του Παρισιού, η Αρμενική Γενική Ένωση Αγαθοεργίας και η Κεντρική Επιτροπή Προσφύγων από την Αθήνα. Από μια καταγραφή του σχολικού έτους 1934-35 πληροφορούμαστε πως το νηπιαγωγείο είχε 38 παιδιά και το δημοτικό 22 μαθητές, δύο δασκάλους και ετήσια λειτουργικά έξοδα 61.000 δραχμές.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιελάμβανε μαθήματα στην ελληνική, αρμενική και γαλλική γλώσσα. Στο ξεκίνημα, διευθυντής του σχολείου ήταν ο Ντιράν Κασπαριάν και μεταξύ άλλων, δάσκαλος διετέλεσε ο Σετράκ Κοχαρουνί, και δασκάλες οι Μαντλέν Φεραδιάν και Ντιρουή Αμπρογιάν.
Την ίδια εποχή, η προσπάθεια της ενοριακής επιτροπής για ανέγερση εκκλησίας μέσω εράνου απέβη άκαρπη και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Ο εκκλησιασμός, οι γάμοι και οι βαπτίσεις γίνονταν στο Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, που είχε παραχωρηθεί για τον σκοπό αυτό από την Ιερά Μητρόπολη της Πάτρας.

Τα επαγγέλματα

Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των αρμενίων ήταν σε διάφορους τομείς.
Το πρώτο εμπορικό κατάστημα στο εμπορικό κέντρο της Πάτρας ήταν των αδελφών Μπακιρτζιάν, το οποίο εμπορευόταν σταφίδες.
Αργότερα, πολλοί αρμένιοι διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην εμπορική ζωή της πόλης με διάφορα καταστήματα, όπως το καφεκοπτείο του Αγκόπ Τσαουσιάν. Ο Ντιράν Κασπαριάν ήταν αντιπρόσωπος των ελαστικών «Goodrich».
Καταστήματα ξηρών καρπών, σφραγίδων και χαρακτικής και ένα μαγαζί με ποδήλατα άνηκαν σε αρμένιους. Επίσης, υπήρχαν και πολλοί γνωστοί αρμένιοι επιστήμονες, όπως ο οδοντίατρος Γεπρέμ Σααγιάν από την Κωνσταντινούπολη, η δασκάλα αγγλικών Αντρινέ Ταστσιάν, ο πολιτικός μηχανικός Ζεράρ Ναχνικιάν και ο αρχιτέκτονας Νάζαρετ Νουμπάρ, ο οποίος μεταπολεμικά σχεδίασε την ανακαίνιση εκ βάθρων του χαρακτηρισμένου μνημείου από το Υπουργείο Πολιτισμού, του κινηματογράφου «IDEAL».

Ο πόλεμος και η απογραφή

Το 1941, η ενοριακή επιτροπή της πόλης κάνει μια σχολαστική απογραφή των Αρμενίων και την αποστέλλει στη «Μητρόπολη των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Αρμενίων».
Στο εισαγωγικό κείμενο της απογραφής, μεταξύ άλλων, λέει:
"1) Εις τάς Πάτρας κατοικούν 122 οικογένειες Αρμενίων, αποτελούμενοι από 500 άτομα, εκ των οποίων 246 άρρενες και 254 θήλεις.
2) Εκ των περιφερειών Πατρών κατοικούν εις Αίγιον 42 και εις Πύργον 9 οικογένειαι, αλλά δεν γνωρίζουμε τον πραγματικόν αριθμόν ατόμων...
…εκ Πύργω 9 οικογενειών δύο νέοι έχουν στρατευθεί, εκ των οποίων ο εις είναι τραυματίας Οβακίμ Χατσικιάν και ο υπηρετών Μικιρδίτς Ασλαματζιάν.
3) Εκ των Πατρών Αρμενίων μόνον 2 νέοι πολιτογραφημένοι, οι κ.κ. Ανδρέας Παπαδάκης (Αντρανίκ Δερδεριάν) και Οβανές Πετροσιάν, υπηρετούν ήδη εις τον Ελληνικό Στρατόν εις το μέτωπο Αλβανίας, είναι δε υγιείς.
4) Κατόπιν επιθυμίας ολοκλήρου της παροικίας Πατρών, τον παρελθόντα Ιανουάριο διενεργήθη έρανος υπέρ του μαχόμενου γενναίου Στρατού μας, το συγκεντρωθέν δε ποσό εκ Δραχμών Δέκα Χιλιάδων (10.000) παρεδώσαμε είς τον κ. Νομάρχην...
5) Εκ του άμαχου πληθυσμού έχωμεν εκ των βομβαρδισμών τρείς (3) νεκρούς, δύο άνδρες κ.κ. Ρουπέν Μπαμπασαντζιάν ετών 24 και Μιχράν Σιμιγκιάν ετών 23 και μια γυνή Διρουή Μπακαλιάν ετών 35…
Μετά Σεβασμού, ο Πρόεδρος Αγκόπ Τσαουσιάν και ο Ιερεύς Ματθαίος Κεχαγιάν."
(Και ακολουθούν οι λίστες της απογραφής).

Η συρρίκνωση της Κοινότητας

Κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος παλιννόστησης («Νερκάχτ») των Αρμενίων της διασποράς προς τη Σοβιετική Αρμενία, που διήρκησε από το 1946 έως το 1948, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της κοινότητας της Πάτρας επαναπατρίστηκε.
Το 1953, ο ιερέας Ματεός Παραγαμιάν, που επισκεπτόταν συχνά την Πάτρα, στην αναφορά του προς την Μητρόπολη αναφέρει:
«Η κοινότητα της Πάτρας αριθμεί 37 οικογένειες με 127 άτομα. Η οικονομική κατάστασή τους είναι καλή, οι περισσότεροι έχουν καλές εργασίες, υπάρχουν αρκετοί έμποροι στην κεντρική αγορά, γενικά όλες οι οικογένειες είναι αρκετά ευκατάστατες.
Ευτυχής συγκυρία ήταν η συνεργασία μου με τον Αγκόπ Τζαβουσιάν, μια δραστήρια και εξαιρετική προσωπικότητα. Παρόλα αυτά, η κατάσταση της κοινότητας είναι αποκαρδιωτική. Η κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των οικογενειών είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ κοινωνικές δραστηριότητες δεν υπάρχουν. Με προβλημάτισε ότι κατά την επίσκεψή μου δεν είχα την θερμή υποδοχή που ανέμενα.
Πήγα σε όλα τα σπίτια και ενθάρρυνα τους συμπατριώτες να αφυπνιστούν εθνικά και θρησκευτικά.
Θεωρώ πως με συχνότερες επισκέψεις μου μπορεί να ανατραπεί αυτή η κατάσταση.
Τέλεσα δύο βαπτίσεις, στις οποίες παρευρέθηκαν αρκετά μέλη της κοινότητας και τους μίλησα για τις υποχρεώσεις τους ως άτομα και ως κοινότητα. Δεν κατάφερα να κάνω Θεία Λειτουργία, λόγω της απροθυμίας και αδιαφορίας που διακατέχει την κοινότητα».
Τα επόμενα χρόνια, στην Πάτρα, η κοινοτική ζωή περιορίστηκε στο πλαίσιο της τοπικής ενοριακής επιτροπής που, με πρωτεργάτη τον Οννίκ Ατταριάν και σε συνεργασία με την Αρμενική Μητρόπολη, οργάνωνε περιοδικές επισκέψεις ιερέων που τελούσαν θεία λειτουργία, γάμους και βαπτίσεις, συνήθως στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ΄60 και ΄70, πολλές από τις αρμενικές οικογένειες της Πάτρας εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιηθεί η κοινότητα.

Επίσκεψη της χορωδίας

Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1970, ο Μητροπολίτης Πατρών επέτρεψε να τελεστεί θεία λειτουργία στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου από τον αρχιμανδρίτη Βαρτάν Ντεμιρτζιάν και την Αρμενική Χορωδία Αθηνών, που είχαν έρθει για τον σκοπό αυτό στη πόλη. Η παρουσία των γυναικών της χορωδίας επάνω στο Ιερό Βήμα κατά τη διάρκεια των ψαλμών σχολιάστηκε αρνητικά από τον θρησκευτικό τύπο της εποχής και δημιούργησε ενόχληση σε κάποιους κληρικούς. Αυτή η λειτουργία μάλλον ήταν και η τελευταία που τελέστηκε στην πόλη των Πατρών.
Για τα επόμενα χρόνια και μέχρι τη δεκαετία του ΄90, το βράδυ των Χριστουγέννων, μια ομάδα από την Αθήνα επισκεπτόταν τα αρμενικά σπίτια στην Πάτρα για να τραγουδήσει τα κάλαντα. Αυτή ήταν και η μοναδική επαφή με τους αρμένιους της Πάτρας για πολλά χρόνια.
Σήμερα, ελάχιστοι αρμένιοι έχουν απομείνει στην Πάτρα. Με το πέρασμα των χρόνων και την ανυπαρξία μιας δομής ή οργάνωσης, έχει χαθεί η επαφή με τις άλλες κοινότητες και το αρμενικό στοιχείο.

Πηγές:
1. Αρχείο αλληλογραφίας της Μητρόπολης Ορθοδόξων Αρμενίων.
2. Καταγραφή της εκπαιδευτικής κατάστασης από την Αρμενική Γενική Ένωση Αγαθοεργίας, 1934-1935.
3. «Γενικό ημερολόγιο» εφημερίδας «Νορ ορ», 1927.
4. Εφημερίδα «Νορ Ορ», φύλλο 25/3/1923 & 7/4/1926.
5. Εφημερίδα «Ορθόδοξος τύπος», 8/1970.
6. Εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών», 11/8/1970.

Μάικ Τσιλιγκιριάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Όταν οι κυπριακές ακτές γέμισαν με πτώματα Αρμενίων από την σφαγή των Αδάνων. Η Λάρνακα φιλοξένησε 2.000 επιζώντες της πρώτης γενοκτονίας των Οθωμανών και στην μνήμη των θυμάτων χτίστηκε ο Αγ. Στέφανος

Το 1909, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ διέταξε τη σφαγή του αρμένικου πληθυσμού των Αδάνων. Συνολικά 300.000 Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους, ενώ 4.437 κατοικίες καταστράφηκαν. Μετά τη σφαγή, που διήρκησε ολόκληρο τον Απρίλιο, διαμελισμένα πτώματα Αρμενίων ξεβράζονταν στις κυπριακές ακτές από την Κιλικία.

Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν αναφορές για πτώματα που επέπλεαν σε Λάπηθο, Άγιο Επίκτητο, Άγιο Αμβρόσιο και τη χερσόνησο της Καρπασίας.
Οι περίπου 2000 πρόσφυγες που κατάφεραν να επιζήσουν, κατέφυγαν στην Κύπρο και κυρίως στη Λάρνακα.
Πολλοί επέστρεψαν πίσω ένα χρόνο μετά. Όσοι έμειναν, ξεκίνησαν μια νέα ζωή στο νησί. Πέρα από τα νέα σπίτια, οι Αδανίτες πρόσφυγες άρχισαν να κτίζουν ένα μικρό παρεκκλήσι για τις λατρευτικές τους ανάγκες.
Λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων η ανέγερσή του σταμάτησε. Το 1912, μετά από άδεια που έδωσε ο Αρμένιος Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, Χοβαννές Αρσιαρουνί, διενεργήθηκε έρανος και έτσι την 1η Απριλίου 1913 οι εργασίες ολοκληρώθηκαν.
Η εκκλησία που αφιερώθηκε στον Άγιο Στέφανο, προστάτη των Αδάνων, αποτελεί το πρώτο μνημείο της Διασποράς αφιερωμένο στα θύματα της σφαγής των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αναμνηστική επιγραφή στην είσοδο της Εκκλησίας είναι αφιερωμένη «στη μνήμη των μαρτύρων της Κιλικίας, 1η Απριλίου 1909».

Αναμνηστική φωτογραφία από την πρώτη Θεία Λειτουργία . Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λάρνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα τραγικά γεγονότα της Σφαγής των Αδάνων και αποτελεί το πρώτο μνημείο σε ολόκληρη την Αρμενική Διασπορά εις μνήμην των μαρτύρων των σφαγών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Η εκκλησία λειτουργήθηκε πρώτη φορά στις 20/05/1914 από τον Ανώτερο Αρχιμανδρίτη Σεροβπέ Σαμβελιάν. Ο καθαγιασμός έγινε στις 30/06/1918 από τον Αρχιεπίσκοπο Τανιέλ Χακοπιάν.
Το 1909, η δεσποινίδα Ρεβέκκα Κομιτασιάν λειτούργησε ένα αρμενικό σχολείο δίπλα στην εκκλησία. Αργότερα ο Επίσκοπος Αδάνων Μουσιέγ Σεροπιάν το επισκέφθηκε και εξασφάλισε χρήματα για την ανέγερση ενός μεγαλύτερου σχολικού κτηρίου.
Το νέο σχολείο ονομάστηκε Εθνικό Σχολείο Μουσεγιάν. Μετά τη μεγάλη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 και το δεύτερο προσφυγικό κύμα που ήρθε στην Κύπρο, το σχολικό κτήριο επεκτάθηκε και ολοκληρώθηκε το 1923. Μετονομάστηκε σε Εθνικό Αρμένικο Σχολείο.

Το πρώτο Αρμένικο Σχολείο στη Λάρνακα

Η μετονομασία του δρόμου

Στις αρχές του 1940, ο Δήμος Λάρνακας αποφάσισε να αλλάξει την ονομασία της οδού Χατζησταύρου στην οποία ήταν η Αρμένικη Εκκλησία.
Λόγω των πολλών αρμένικων κτηρίων, που βρίσκονταν στην περιοχή η οδός μετονομάστηκε σε «Οδό Αρμένικης Εκκλησίας».
Από το 1974 η Εκκλησία λειτουργείται δύο φορές το μήνα.

 

Με πληροφορίες από: Διάλεξη Αλέξανδρου – Μιχαήλ Χατζηλύρα για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Αρμενίων

 

Πηγή: mixanitouxronou.com.cy

Οκτώ πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν στην Αρμενία

Πλήθος αρχαίων ερειπίων, μνημείων και τοποθεσιών έχουν χαρίσει στην Αρμενία τον χαρακτηρισμό της ως «υπαίθριο μουσείο». Αν αυτό είναι αλήθεια, οτιδήποτε είναι γνωστό για την αρχαία Αρμενία μέχρι τις μέρες μας δεν είναι παρά μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα, αφού το μεγαλύτερο μέρος κείτεται σιωπηρά στο υπέδαφος περιμένοντας να ανακαλυφθεί.
Μερικές από τις αρχαιότερες τοποθεσίες εγκατάστασης πληθυσμού στον κόσμο έχουν ανακαλυφθεί στα υψίπεδα της Αρμενίας, όπου ερευνητές πιστεύουν ότι η εκτροφή ζώων και η καλλιέργεια της γης πρωτοεφαρμόστηκαν στην περιοχή πριν διαδοθούν στην Ευρώπη.
Είναι γνωστό ότι η Αρμενία βρίσκεται ακριβώς πάνω στο σταυροδρόμι της Ασίας, Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και αυτοκρατορίες από κάθε γωνιά της υφηλίου (Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Μογγόλοι, Οθωμανοί κ.λ.π.) έχουν επιδοθεί σε μακροχρόνιες συγκρούσεις για να κερδίσουν τον έλεγχο της περιοχής. Εξαιτίας αυτής της πλούσιας και πολυτάραχης ιστορίας πλήθος περιοχών με αρχαιολογική αξία κατακλύζουν τα αρμενικά υψίπεδα.
Σε αυτήν την παρουσίαση θα επισκεφθούμε μαζί μερικές από τις πιό πρόσφατες και άκρως εκπληκτικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν στην Αρμενία.
Δεν συμπεριλαμβάνονται ανακαλύψεις που έχουν γίνει σε εδάφη της ιστορικής Αρμενίας, που σήμερα βρίσκονται εντός των συνόρων γειτονικών χωρών, στην Τουρκία, στο Αζερμπαϊτζάν, στη Γεωργία και στο Ιράν. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που παρουσιάζονται είναι οκτώ μόνο, από πολλές διαδοχικές αξιόλογες ανακαλύψεις που έγιναν το φθινόπωρο του 2016.

Σοροί και λείψανα αρχαίων αρμενίων βασιλέων

Ένας μεσαιωνικός θρύλος αποδεικνύεται αληθινός. Οι αρμένιοι μεσαιωνικοί συγγραφείς Παβστός Πιουζάντ και Μοβσές Χορενατσί είχαν γράψει ότι ο βασιλιάς Σαπούρ Β’ της Περσίας, σε ένδειξη της κυριαρχίας του πάνω στην Αρμενία, ξέθαψε τα οστά των αρμενίων βασιλέων του 4ου αιώνα από το Ανί-Γκαμάχ (Κάμαχα), όπου βρισκόταν η νεκρόπολη της αρμενικής δυναστείας των Αρσακιδών, για να τα μεταφέρει στην Περσία. Όταν ο σπαραμπέντ* Βασάγκ Μαμιγκονιάν νίκησε τους Πέρσες και ανέκτησε τα οστά των αρσακιδών μοναρχών, τα έθαψε ξανά στο Αγτσέκ (παλαιό Τσοράπ).
Αυτός ο θρύλος απέκτησε ισχυρές ιστορικές βάσεις πρόσφατα, όταν οι αρχαιολόγοι έπεσαν πάνω σε μια βασιλική κρύπτη με ξαναθαμμένα, καθαρισμένα οστά και βασιλικά σκεύη στο Αγτσέκ. Βρήκαν επίσης πολύτιμα μεσαιωνικά γυαλικά, πολλά στολίδια και νομίσματα. Το Αγτσέκ είναι ένα χωριό στις πλαγιές του όρους Αρακάτζ, στην περιφέρεια Αρακατζόντ της Αρμενίας. Ήταν ένα μαυσωλείο των Αρσακιδών του 4ου αιώνα, ένα μεγάλο ταφικό σύμπλεγμα και μια βασιλική εκκλησία, απομεινάρια της οποίας είναι ακόμα ορατά.
«Αυτή η εκκλησία είναι ένα μνημείο της χριστιανικής κληρονομιάς, επειδή χτίστηκε αμέσως μετά από τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας, της πρώτης χώρας που ασπάστηκε το χριστιανισμό σε κρατικό επίπεδο», είπε ο αρχαιολόγος Αγκόπ Σιμονιάν, υποδιευθυντής του Κέντρου Έρευνας Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού της Αρμενίας. Σύμφωνα με τον Σιμονιάν, η αρμενική κυβέρνηση σχεδιάζει την κατασκευή ενός μουσείου στο σημείο αυτό, ενώ το γενετικό υλικό των ανακαλυφθέντων οστών θα εξεταστεί για επιστημονικούς σκοπούς.
*Σπαραμπέντ: κληρονομούμενος τίτλος ανώτατου αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων στην αρχαία και μεσαιωνική Αρμενία.

Ανακαλύψεις από την Εποχή του Ορείχαλκου στο Κάστρο του Μετζαμόρ

Πολωνοί και αρμένιοι αρχαιολόγοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και διεξήγαγαν έρευνες σε μια εκτεταμένη περιοχή στο Μετζαμόρ της Αρμενίας. Τρεις σεζόν αδιάκοπης εργασίας της αρχαιολογικής αυτής ομάδας έφεραν στο φως μεγάλες ποσότητες κεραμικών που αντιστοιχούν σε τρεις χιλιετίες κατοχής της περιοχής (από την 3η χιλιετία π.Χ. έως την 1η χιλιετία μ.Χ.). Τα ευρήματα συμπεριελάμβαναν επίσης περιδέραια από χρυσό και καρνεόλιο (σάρδιος λίθος), μύτες βελών από οψιδιανό, οστέινες φουρκέτες και βελόνες, χάντρες από σαρδόνυχα και φαγιάντσα, μπρούτζινα δαχτυλίδια και διακοσμημένα οστέινα στοιχεία για τη σαγή αλόγων. Αποκαλύφθηκαν τέσσερα διαφορετικά κτήρια το πιο ενδιαφέρον από αυτά ήταν μια ωοειδή κατασκευή με μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία να στέκουν ακόμα στη θέση τους. Κάτω από ένα παχύ στρώμα στάχτης (κατάλοιπο της καμένης οροφής) βρέθηκαν μερικά μικρά αντικείμενα κι ένα λίθινο καλούπι χύτευσης.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν και μαρτυρίες μιας βίαιης κατάκτησης. Ανασύρθηκαν δύο αποκεφαλισμένοι σκελετοί ανδρών που σκοτώθηκαν στη μάχη, μαζί με πολλά σιδερένια μαχαίρια και σφαιρίδια σφεντόνας.
Το Κάστρο του Μετζαμόρ είναι ό,τι απέμεινε από ένα παλιό φρούριο που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά του αρμενικού χωριού Νταρονίγκ της περιφέρειας Αρμαβίρ. Κατοικήθηκε από την 5η χιλιετία π.Χ. έως τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Οι ανασκαφές των τάφων στο Κάστρο του Μετζαμόρ ξεκίνησαν το 1965. Στην περιοχή είναι αξιοσημείωτο το αστεροσκοπείο, το οποίο αποτελείται από νεολιθικούς πέτρινους στύλους σε κυκλική διάταξη που χρονολογούνται από το 5.000 π.Χ.

«Δρακόπετρα» στο όρος Αρακάτζ

Μια αρμενο-γερμανο-ιταλική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε μια δρακόπετρα από την Εποχή του Ορείχαλκου στην πόλη Τιρινκατάρ, σε υψόμετρο 3.000 μέτρων.
Οι δρακόπετρες είναι χαρακτηριστικά μενίρ που βρίσκονται σε μεγάλο αριθμό στην Αρμενία. Συνήθως είναι λαξευμένες σε μακρόστενα σχήματα που καταλήγουν σε κεφάλια ψαριών ή φιδιών. Αναπαριστούν εικόνες δράκων και αρχαίων μυστικιστικών πλασμάτων. Σύμφωνα με το «Lonely Planet», οι δρακόπετρες χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως σημάδια για να υποδείξουν σημεία με υπόγειες πηγές ύδατος.
Σύμφωνα με τον Αρσέν Ποποχιάν, αυτή η δρακόπετρα μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν επίσης υπολείμματα σιταριού, κριθαριού και σταφυλιών κάτω από το λίθινο μνημείο. Τα βιολογικά αυτά υπολείμματα θα εξεταστούν και θα ραδιοχρονολογηθούν με τη μέθοδο του άνθρακα 14. Από προηγούμενες ανακαλύψεις στην περιοχή μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένα πολύ γνωστό μεταλλουργικό κέντρο της Εποχής του Ορείχαλκου. Αρμένιοι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει στο σημείο των ανασκαφών ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο σκύλου που ανάγεται στην ίδια χιλιετία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτή η ανακάλυψη μπορεί να μας δώσει στοιχεία για το πώς έμοιαζαν οι σκύλοι στην Αρμενία την εποχή εκείνη.

Ανασκαφή αρχαίων τάφων στο Καρασάμπ

Αρμένιοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μία τοποθεσία μαζικών ενταφιασμών, με πάνω από 700 τάφους, που χρησιμοποιήθηκε από τη 2η χιλιετία π.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. Η αρχική ανακάλυψη της τοποθεσίας έγινε το 1980, αλλά οι πολυάριθμοι τάφοι ανακαλύφθηκαν μόλις το 2009, ενώ οι πιο πρόσφατες ανασκαφές συνέχισαν να φέρνουν στην επιφάνεια ακόμα παλαιότερους τάφους. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι εδώ θάβονταν άνθρωποι για 1300 χρόνια.
Οι αρχαιολόγοι σκοπεύουν να τεκμηριώσουν τα ταφικά έθιμα των αρχαίων κατοίκων της περιοχής.
«Ο κύριος στόχος μας είναι να διερευνήσουμε το τελετουργικό της ταφής, το οποίο έχει υποστεί ελάχιστες μεταβολές ανά τους αιώνες. Η ανακάλυψη αυτή αναφέρεται σε μια εποχή χωρίς γραπτές πηγές και μαρτυρίες. Η ιεροτελεστία της ταφής μας δίνει μια αρκετά σαφή ένδειξη για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, τη δομή των αρχαίων κοινωνιών, τα δημογραφικά στοιχεία αλλά και τις θρησκευτικές αντιλήψεις», είπε η αρχαιολόγος Βαρτουχή Μελικιάν.

Η καταβολή του Αρτσάχ τοποθετείται στον 7ο αιώνα π.Χ.

Στη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή του Γκαρμίρ Πελούρ οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τέσσερα μπρούτζινα σκήπτρα αντιβασιλέων, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι Αρμένιοι της Εποχής του Σιδήρου, είχαν τέσσερις έδρες αντιβασιλέων, τη μία από αυτές στο Αρτσάχ (Ναγκόρνο Καραμπάχ). Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι κατά την εποχή των Ουραρντού, η Αρμενία ήταν διαιρεμένη σε περιφέρειες και καθεμία διοικούταν από δικό της αντιβασιλέα. Μετά το θάνατο αυτού, το σκήπτρο του -το υψηλότερο σύμβολο δύναμης- οδηγούταν μαζί του στον τάφο.
«Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι ότι τώρα αποδεικνύεται ότι τον 8ο με 7ο αιώνα π.Χ. το Αρτσάχ αποτελούσε μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου του Βαν. Οι ανασκαφές αυτές έρχονται να διαψεύσουν κάθε ισχυρισμό ότι το Αρτσάχ δεν ανήκε ποτέ στην Αρμενία», είπε ο Αγκόπ Σιμονιάν, υποδιευθυντής του Κέντρου Ερευνών της Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τα ευρήματα αυτά ρίχνουν επίσης φως στην καταγωγή των Ουραρντού. «Οι Ουραρντού ήταν γηγενείς της Κοιλάδας του Αραράτ... Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι οι Ουραρντού ήταν ένα αρμενικό βασίλειο με πολυστρωματικό πληθυσμό και κυρίαρχο το αρμενικό στοιχείο», σημειώνει ο Σιμονιάν.
Στη διάρκεια της αρχαιολογικής αποστολής ανακαλύφθηκαν διάφορα ενδιαφέροντα αντικείμενα, όπως περιδέραια, βραχιόλια, μανικετόκουμπα, κουμπιά καθώς και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο.

Κτήρια τελετουργιών βρέθηκαν σε αρχαία τοποθεσία ταφής

Για πρώτη φορά στην αρμενική ιστορία βρέθηκαν, κοντά σε αρχαίους τάφους, κτήρια όπου τελούνταν τελετουργίες, τα οποία χρονολογούνται στο πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Αρμενίας Παβέλ Αβεντισιάν ανακοίνωσε ότι ανακάλυψαν, κοντά σε μια τοποθεσία ενταφιασμού, μία ημικυκλική κατασκευή που χρησιμοποιούταν πιθανότατα για τελετουργικούς σκοπούς.
Τάφοι της Εποχής του Ορείχαλκου έχουν ανακαλυφθεί και σε άλλα μέρη, όπως τη Γεωργία, τον Βόρειο Καύκασο, την Τουρκία και το Ιράν, αλλά είναι η πρώτη φορά που οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να βρουν κτήρια τελετουργιών κοντά σε μνήματα. «Είναι ένα πολύ σοβαρό και σημαντικό φαινόμενο που χρήζει περαιτέρω μελέτης», πρόσθεσε ο Αβεντισιάν.

Αρχαιολογική τοποθεσία 2 εκατομμυρίων ετών βρέθηκε στην Αρμενία

Κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής αποστολής, τα μέλη της Ρωσικής Γεωγραφικής Κοινότητας «Zabaikalskaya Geo-archaeology» ανακάλυψαν ένα αρχαίο μνημείο κοντά στην πόλη Στεπαναβάν, το οποίο εκτιμάται να είναι 1,9 – 2,1 εκατομμυρίων ετών.
Βρέθηκαν λίθινα εργαλεία τεμαχισμού και λίθινες λόγχες, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από πρωτόγονους συγγενείς του σημερινού ανθρώπου, πριν ακόμα τον Χόμο Σάπιενς. Παλαιότερες ανακαλύψεις παρόμοιων εργαλείων που είχαν χρονολογηθεί στην ίδια περίοδο είχαν γίνει στην Τανζανία της Αφρικής.

Νεολιθικός οικισμός ανασκάφτηκε στο Αγκνασέν

Στην κοιλάδα του Αραράτ στο Αγκνασέν της Αρμενίας οι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν έναν οικισμό 8.000 ετών, δηλαδή των απαρχών του ανθρώπινου πολιτισμού, με βάση τα έως τώρα γνωστά επιστημονικά δεδομένα.
«Οτιδήποτε γνωστό πριν από αυτήν την περίοδο αναφέρεται κυρίως σε προσωρινή διαμονή ανθρώπων σε σπηλιές. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν εγκατεστημένο οικισμό, που έκανε τις πρώτες προσπάθειες για κατασκευές και παραγωγή κεραμικών», λέει ο Ρουπέν Μπανταλιάν, επικεφαλής της αποστολής. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν εκεί πολλά ενδιαφέροντα αντικείμενα. Ανάμεσα σε σορούς ανθρώπων που είχαν θαφτεί σε εμβρυική στάση βρέθηκαν και περίτεχνα κοσμήματα, κεραμικά, ρούχα και εργαλεία, που μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ανεκτίμητη ματιά στις ζωές των ανθρώπων που πρωτοδημιουργούσαν τον πολιτισμό. «Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε εκείνον τον τόπο είχαν αναπτύξει την αντίληψη της καλαισθησίας. Στόλιζαν τους εαυτούς τους, τα ρούχα και τα εργαλεία τους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούσαν ψιμύθια», λέει ο Μπανταλιάν. Παλαιότερες αποστολές που είχαν λάβει χώρα μερικά χρόνια πριν είχαν ήδη φέρει στην επιφάνεια μνημεία από τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ..

 

 

www.peopleofar - Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Το μεγαλύτερο αρμενικό χειρόγραφο «Homiliarium of Mush» (Ομιλίες του Μους)

Το μεγαλύτερο αρχαίο χειρόγραφο βιβλίο είναι το Αρμενικό «Homiliarium of Mush», το οποίο φυλάσσεται στο Ινστιτούτο Αρχαίων Χειρογράφων Μαντεναταράν, στο Ερεβάν. Το χειρόγραφο ζυγίζει 32 κιλά χωρίς το εξώφυλλο. Πρόκειται για ένα αντίγραφο που ξαναγράφτηκε από τον Βαρντάν Καρνέτσι το 1200-1202 στη Μονή του Σουρπ Γκαραμπέτ του Μους.
Για την παραγωγή 607 σελίδων χρειάστηκε το δέρμα από 600 μοσχάρια.
Γνωρίζουμε ότι το 1204 ο ιδιοκτήτης του χειρογράφου σκοτώθηκε και το βιβλίο πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά από αυτό, κληρικοί της μονής επισκέφθηκαν πολυάριθμες αρμενικές πόλεις και χωριά και έκαναν έρανο για να συλλέξουν 4 χιλιάδες ασημένια νομίσματα, ποσό που τους είχε ζητηθεί για να τους επιστραφεί το χειρόγραφο. Ύστερα από πολλές προσπάθειες, το χειρόγραφο επέστρεψε στο μοναστήρι του Μους, όπου το φύλασσαν προσεκτικά σε κρύπτη για επτά αιώνες.
Κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας, το μοναστήρι του Σουρπ Γκαραμπέτ στο Μους καταστράφηκε ολοσχερώς. Ευτυχώς, δύο Αρμένιοι πρόλαβαν και πήραν το βιβλίο για να το σώσουν από τους Τούρκους. Ωστόσο, το μετέφεραν με τα χέρια τους, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν και να το χωρίσουν στα δύο. Το ένα κομμάτι θάφτηκε σε μια εκκλησία στο Ερζερούμ, τυλιγμένο σε ένα πανί. Το άλλο κατάφεραν με πολύ κόπο να το μεταφέρουν στην Αγία Έδρα του Ετσμιατζίν.
Μετά από λίγο καιρό βρέθηκε και το θαμμένο κομμάτι από έναν πολωνό αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ο οποίος το παρέδωσε στο Ετσμιατζίν.

 

Βικέν Αβεντισιάν - Art A Tsolum

 

Πηγή: armenika.gr

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι