Menu

Αλεξάντερ Χαντισιάν, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της αρμενικής ρεαλπολιτίκ

Είναι ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές των γεγονότων που συγκλόνισαν ολόκληρο τον αρμενικό λαό από το 1917 μέχρι το 1923. Διετέλεσε δήμαρχος της Τιφλίδας από το 1909 μέχρι το 1917, υπουργός Υγείας και Εσωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση και αργότερα πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της ανεξάρτητης Αρμενίας στο διάστημα 1918-1920. Συμμετείχε ενεργά σε όλα τα πολιτικά τεκταινόμενα εκείνης της κρίσιμης περιόδου της νεότερης αρμενικής ιστορίας.
Το 1930, δέκα χρόνια μετά από την απομάκρυνσή του από τη δημόσια ζωή, ο Αλεξάντερ Χαντισιάν έγραψε τα πολύτιμα απομνημονεύματά του στο γνωστό βιβλίο «Δημιουργία και ανάπτυξη της Δημοκρατίας της Αρμενίας». Στηριζόμενος στο έργο-παρακαταθήκη του, ένας «δημοσιογράφος» του απέσπασε αυτήν την αδημοσίευτη «συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης»...

 

Μετά την πρωθυπουργία σας δεν σταματήσατε το δημόσιο έργο σας. Προς το τέλος της ανεξάρτητης δημοκρατίας της Αρμενίας και πριν από την σοβιετοποίησή της, από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1920, κάνατε μια σημαντική περιοδεία στις αρμενικές κοινότητες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και την Αίγυπτο. Ποιος ήταν ο σκοπός της αποστολής σας;
Ήταν άμεση η ανάγκη να ορθοποδήσει η οικονομία και η παραγωγικότητα της χώρας και να ενισχυθεί η χρηματική κυκλοφορία. Γι’ αυτό πρότεινα στην κυβέρνηση -μετά από διαβουλεύσεις με τραπεζίτες και οικονομολόγους- να δανειστούμε 20 εκατομμύρια δολάρια για 10 χρόνια με επιτόκιο 6%. Ήταν το λεγόμενο «δάνειο για την ανεξαρτησία της Αρμενίας», που συνήφθη στις αρμενικές κοινότητες της διασποράς.

Πού ακριβώς βρεθήκατε; Τι είδους συναντήσεις είχατε;
Ως ειδικός πληρεξούσιος της κυβέρνησης της Αρμενίας, σε όποια αρμενική κοινότητα και αν βρέθηκα, συνάντησα την τοπική αστική τάξη και τους επιχειρηματίες, ενημέρωσα το κοινό και είδα εκπροσώπους του Τύπου και πολιτικών και επιστημονικών οργανώσεων. Ξεκίνησα, φυσικά, από την Τιφλίδα, κέντρο των Αρμενίων της Γεωργίας. Εκείνη την περίοδο, λόγω πολιτικών και οικονομικών πιέσεων εις βάρος του αρμενικού πληθυσμού, οι επιχειρηματίες μας εκεί έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για παραγωγικές επενδύσεις στην Αρμενία. Λάβαμε ενθαρρυντικά μηνύματα και από τις άλλες αρμενικές περιοχές της Γεωργίας. Ο ίδιος ενθουσιασμός επικράτησε και στον δεύτερο σταθμό της περιοδείας, στο Βατούμ. Η τοπική «επιτροπή γυναικών» μου πρότεινε τη δημιουργία του «ταμείου χρυσού» για την Αρμενία. Και το ξεκίνησαν επιτόπου, βάζοντας στο τραπέζι ρολόγια, δαχτυλίδια, χρυσές αλυσίδες, βραχιόλια και άλλα. Και σε άλλες πόλεις όπου βρέθηκα, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, τη Σόφια και το Βουκουρέστι, επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Παντού άφησα τα τιμαλφή στους προέδρους των τοπικών επιτροπών. Αργότερα, όταν λόγω της σοβιετοποίησης της Αρμενίας το ταμείο δεν πραγματοποιήθηκε, το «ταμείο χρυσού» μετατράπηκε σε ποσά που –σύμφωνα με τις οδηγίες της αντιπροσωπείας της Αρμενίας στο Παρίσι- δόθηκαν για τη φροντίδα των ορφανών και των προσφύγων.

Ως προς τον δανεισμό πώς ήταν η συμμετοχή του κόσμου;
Πρέπει να πω ότι και στην Κωνσταντινούπολη και στην Αίγυπτο και όπου αλλού βρέθηκα, τα εκατομμύρια που μαζεύτηκαν ήρθαν από τον λαό, από τους μη έχοντες, και όχι από τους πλούσιους. Αυτοί υπέγραφαν ποσά δυσανάλογα με τις δυνατότητές τους. Οι Αρμένιοι της Πόλης υπέγραψαν πάνω από 2 εκατομμύρια φράγκα. Αυτά τα ποσά επιστράφηκαν αργότερα στους δανειστές μέχρι το τελευταίο σεντ.

Πώς αισθανθήκατε, όταν ξαναβρεθήκατε στην Πόλη εκείνη την περίοδο;
Καθώς το καράβι πλησίαζε στην Πόλη ήμουν βαθιά συγκινημένος… Έφτασα στις 10 Ιουλίου του 1920. Στην προβλήτα με υποδέχθηκε το πλήθος με τρίχρωμες αρμένικες σημαίες, μαντίλια και καπέλα στον αέρα... Είχα βρεθεί εκεί τον Ιούνιο του 1918, μέσα στον πόλεμο, καθώς και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, στις μέρες της ανακωχής. Μέσα σε δυο χρόνια οι συνθήκες είχαν αλλάξει εντελώς. Ήταν για μας η εποχή των μεγάλων προσδοκιών και ελπίδων για ένα λαμπρό μέλλον…

Είχατε και φορτωμένο πρόγραμμα…
Έμεινα μια εβδομάδα. Ήταν τόσο έντονη η δημόσια παρουσία μου, που κυριολεκτικά έμεινα άφωνος από τις τόσες ομιλίες σε θέατρα, εκκλησίες, συνέδρια, στους δρόμους και στις δεξιώσεις. Ο κόσμος ήθελε να μάθει τα νέα από την Αρμενία. Ο ενθουσιασμός ήταν φανερός παντού, και γι’ αυτό το λόγο η πρωτοβουλία του δανεισμού βρήκε μεγάλη ανταπόκριση.

Η επίσκεψή σας στην Πόλη είχε και πολιτικό ενδιαφέρον…
Ναι, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τους εκπροσώπους των «συμμαχικών» χωρών στην Πόλη. Όλοι με διαβεβαίωναν για την ταύτιση των δικών τους και των δικών μας συμφερόντων... Ιδιαίτερη αίσθηση μου προκάλεσε, όμως, η συνάντηση με τον αμερικανό αντιναύαρχο Μπρίστολ.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα γνώμη για τη στάση και τις υποσχέσεις του Προέδρου Ουίλσον των ΗΠΑ σε σχέση με την Αρμενία, ο Μπρίστολ ήταν αρνητικός. Πρώτα του ζήτησα να μεταφέρει την ευγνωμοσύνη μας για τη σημαντική ανθρωπιστική βοήθεια προς τον αρμενικό λαό. Αλλά όταν του είπα για τις προσδοκίες μας για πολιτική υποστήριξη, μου είπε: «ο Ουίλσον δεν εκφράζει καθόλου τη γνώμη του λαού του. Αυτά που λέει δεν ανταποκρίνονται στα συμφέροντα και στην άποψη των Αμερικανών. Δεν πρέπει να έχετε αυταπάτες». Μετά από πολύ μικρό διάστημα, τα λόγια του επιβεβαιώθηκαν…

Και τι σας πρότεινε να κάνετε;
Να προσεγγίσουμε την Τουρκία και να ελαχιστοποιήσουμε τις απαιτήσεις μας. Γι’ αυτό ακριβώς είχε βγει στην Πόλη η φήμη του ως «εχθρού» των Αρμενίων.

Ποια ήταν τότε η στάση των Τούρκων αξιωματικών σε σχέση με τις αρμενικές διεκδικήσεις;
Πρέπει να πω ότι εκείνη την περίοδο οι Τούρκοι φαίνονταν να είναι σε κατάθλιψη και το ζήτημά μας σε καλό δρόμο στην πανίσχυρη διάσκεψη του Παρισιού. Επικρατούσε η άποψη ότι δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε με τους Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά, ήθελα να ξέρω ποια ήταν η γνώμη τους για τις αρμενικές διεκδικήσεις και δέχτηκα να συνομιλήσω –μυστικά και σε ουδέτερο έδαφος- με τον τότε υπουργό Εσωτερικών Ρεσάτ πασά. Βρεθήκαμε δυο φορές, και κάθε φορά επί δύο ώρες. Του εξήγησα ότι θα ήταν καλό να συμφωνήσουμε για τα σύνορα της Ενωμένης Αρμενίας, μέσα στα οποία έπρεπε να μπει σημαντικό μέρος των έξι αρμενικών βιλαετιών καθώς και ένα λιμάνι, για να λύσουμε την αιώνια διαφωνία μας. Στην πρώτη συνάντηση ο Ρεσάτ περισσότερο άκουγε. Στη δεύτερη –πιθανόν μετά από διαβουλεύσεις με τους φίλους του- ήταν πιο εκφραστικός. Ζωγράφισε σε ένα χαρτί τα πιθανά σύνορα της Αρμενίας, βάζοντας μέσα όλη τη Ρωσική Αρμενία, τις κοιλάδες του Αλασκέρτ και του Πασέν, φτάνοντας ως το λιμάνι της Ρίζε (Ριζούντα). Έτσι, το Βαν, το Μους, το Ερζερούμ και η Τραπεζούντα θα περνούσαν στην Τουρκία.

Και πού καταλήξατε;
Εγώ δεν είχα εξουσιοδότηση για να κλείσω συμφωνία μαζί του. Εκείνος έλεγε ότι οι συνομιλίες μας θα έπρεπε να συνεχιστούν στο Παρίσι, όπου βρίσκονταν οι εκπρόσωποι της Τουρκίας καλεσμένοι στη διάσκεψη για την ειρήνη. Όταν ετοιμαζόμουν να φύγω από την Πόλη για να συνεχίσω την περιοδεία μου, έλαβα τηλεγράφημα από την αντιπροσωπεία μας στο Παρίσι που ζητούσε την παρουσία μου εκεί.

Πώς ήταν η εμπειρία σας στο Παρίσι;
Έδωσα δυο ενημερωτικές διαλέξεις όπου μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Ήταν παρόντες οι πρόεδροι –Μπογός Νουμπάρ και Αβεντίς Αχαρονιάν- και μέλη των δυο αντιπροσωπειών μας. Συμμετείχα και στο ενωμένο συνέδριο, όπου αποφασίσαμε τις οριστικές μας διεκδικήσεις σε σχέση με τα σύνορα, που θα στέλναμε στον Πρόεδρο Ουίλσον των ΗΠΑ. Από εκεί πέρασα στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ, όπου δημιουργήσαμε επιτροπές για το δανεισμό.

Πώς μάθατε για τη Συνθήκη των Σεβρών;
Μετά τη Βενετία, όπου επισκέφτηκα τους Μχιταριάν και το σχολείο Ραφαελιάν, έφτασα στο λιμάνι του Μπάρι για να περάσω στην Αίγυπτο. Στις 11 Αυγούστου, περιμένοντας να επιβιβαστώ, ο Αχαρονιάν μου τηλεγράφησε και με ενημέρωσε ότι μια μέρα πριν υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών. Έτσι, ο Πρόεδρος Ουίλσον ανέλαβε να αποφασίσει για τα σύνορά μας με την Τουρκία.
Επιτέλους, η Αρμενία έμπαινε στους υπογράφοντες μιας διεθνούς συνθήκης ως ανεξάρτητο κράτος! Απερίγραπτη ήταν η ικανοποίηση όλων των Αρμενίων. Οι εφημερίδες είχαν αναφορές στο θέμα. Ευχές, πανηγυρισμοί, επίσημες συνεδριάσεις παντού…

Από την Αίγυπτο περάσατε στην Ελλάδα…
Προς το τέλος Αυγούστου έφτασα στον Πειραιά. Στην Αθήνα υπήρχε τότε μια πολύ μικρή αρμενική κοινότητα. Αλλά στην Ελλάδα είχαμε μεγάλα πολιτικά συμφέροντα και σχέσεις. Πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος –ένας πολιτικός με διεθνές κύρος- και υπουργός Εξωτερικών ο επιστήμονας και στενός συνεργάτης του Νικόλαος Πολίτης. Ο Βενιζέλος επέστρεφε εκείνες τις μέρες στην Αθήνα από το Παρίσι, όπου υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών. Η συνθήκη αυτή, που ικανοποιούσε απόλυτα τους Αρμενίους, πραγματοποιούσε ταυτόχρονα και τις πολιτικές επιθυμίες της Ελλάδας. Της έδινε τη Σμύρνη, τα μέρη κοντά στην Πόλη και τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο.

Συναντήσατε τον Βενιζέλο;
Πρώτα είδα τον Πολίτη και τον Πρόεδρο της Βουλής. Την επομένη είδα την Αθήνα στολισμένη με λουλούδια και σημαίες. Η πόλη ετοίμαζε μεγάλη υποδοχή στον Βενιζέλο, παρ’ όλο που τρεις μήνες μετά έχασε τις εκλογές και αναγκάστηκε να φύγει. Όταν τον επισκέφτηκα, με υποδέχθηκε πολύ θερμά. Είχε το χέρι του δεμένο λόγω της απόπειρας εναντίον του στο Παρίσι. Μιλήσαμε για τα γενικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Αρμενίας και για τις μελλοντικές μας σχέσεις. Υποσχέθηκε να στείλει άμεσα πρεσβευτή στην Αρμενία, κάτι που έκανε. Διορίστηκε ο Παππάς, που όμως δεν μπόρεσε να αναλάβει την αποστολή του λόγω της σοβιετοποίησης της Αρμενίας.

Και με την κοινότητα;
Επικεφαλής της ήταν τότε ο Κλετζιάν, ο οποίος αργότερα ασχολήθηκε πολύ με το θέμα των Αρμενίων προσφύγων. Η κοινότητα με τίμησε με μια δεξίωση, οργανώσαμε επιτροπή δανεισμού και παράρτημα στη Θεσσαλονίκη για τη νέα Ελλάδα.

Από εκεί πήγατε στη Σμύρνη;
Έμεινα στην Αθήνα μια εβδομάδα και μετά πήγα στη Σμύρνη, που τότε ήταν περιοχή της Ελλάδας υπό τη διοίκηση του Ύπατου Αρμοστή Στεργιάδη. Και στη Σμύρνη ο ενθουσιασμός των Αρμενίων ήταν απερίγραπτος, και για ακόμη μια φορά μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου στο «ταμείο χρυσού». Αργότερα -και εδώ- τα ποσά πήγαν για τη φροντίδα των ορφανών. Στη Σμύρνη με ρώτησαν ιδιαίτερα τι ειδικότητες χρειαζόταν η Αρμενία. Μετά από λίγο πολλοί ήταν αυτοί που πήγαν στην πατρίδα, αλλά επέστρεψαν, όταν εμφανίστηκαν οι μπολσεβίκοι. Ο στρατηγός Παρασκευόπουλος -αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού- μου παρέδωσε 50 μετάλλια για τους Αρμένιους αξιωματικούς. Το πρώτο αποδόθηκε στον επικεφαλής του Γερεβάν. Ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης μου ζήτησε να επισκεφτώ την πόλη, τα ιδρύματα, το νοσοκομείο, τα ορφανοτροφεία, και να του μεταφέρω τις εντυπώσεις μου. Τηλεγράφησα και στον Βενιζέλο στην Αθήνα, για να του εκφράσω τις θετικές μου εντυπώσεις. Από τα αρμενικά ιδρύματα είδα το υπέροχο ορφανοτροφείο με χίλια ορφανά, που τραγούδησαν εξαίσια, έκαναν γυμναστικές επιδείξεις, απήγγειλαν ποιήματα και μου άφησαν την καλύτερη εντύπωση. Άφησα τη Σμύρνη, με την πεποίθηση ότι όλη η κοινότητα εκεί ζει με την αγάπη για την ανεξάρτητη Αρμενία…

Πώς συνεχίσατε την περιοδεία σας;
Το πρόγραμμά μου ήταν να πάω στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, και μετά στην Ινδία και τις ΗΠΑ, όπου ο πρεσβευτής μας, Γκάρο Παστερματζιάν, μου ζήτησε να παρευρεθώ προσωπικά για την επιτυχία του δανεισμού. Έτσι, θα επέστρεφα στο Γερεβάν στις αρχές του 1921. Επισκέφτηκα τη Φιλιππούπολη, τη Σόφια, το Βουκουρέστι και την Κωστάντζα. Το σκηνικό ήταν ίδιο με τα προηγούμενα. Στη Ρουμανία η κοινότητα ήταν μικρή αλλά ευημερούσα. Υπήρχαν περίπου 10 με 12 χιλιάδες Αρμένιοι που έγιναν Ρουμάνοι, όπως με διαβεβαίωσαν για την καταγωγή τους ο υπουργός Εργασίας και ένας γερουσιαστής. Πιστεύω ότι, υπό άλλες συνθήκες στην Αρμενία, πολλοί Αρμένιοι που είχαν ξεχάσει τις ρίζες τους στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία θα επέστρεφαν... Στο Βουκουρέστι συνάντησα τον πρωθυπουργό Σβερέσκου, ο οποίος μου είπε: «Το θέμα είναι ποιοι είναι οι γείτονές σας. Το μέλλον σας εξαρτάται από αυτό. Το σημαντικό δεν είναι τα σύνορά σας να επεκτείνονται πολύ, αλλά το να έχετε καλούς γείτονες…»

Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον επιβεβαίωσαν και άλλαξαν και το πρόγραμμά σας…
Αρχές Οκτωβρίου από τα Βαλκάνια πέρασα στην Κωνσταντινούπολη, όταν έμαθα ότι οι Τούρκοι ξεκίνησαν επιθέσεις στα σύνορα με την Αρμενία. Έμαθα, επίσης, ότι ο μικρότερός μου αδελφός, ο Λεβόν, που δούλευε ως μηχανικός στο Καρς, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Ότι στην Αρμενία δεν υπάρχει βενζίνη και ότι τα τρένα δεν λειτουργούν… Σε τηλεγράφημα που έλαβα από την κυβέρνηση, ο Οχαντσανιάν μου ζητούσε απεγνωσμένα να βρω μαζούτ για τον σιδηρόδρομο, κάτι που εξασφάλισα αγοράζοντάς το από τους Άγγλους… Συνάντησα και τον αμερικανό ναύαρχο Μπρίστολ, ο οποίος ήξερε ήδη για τις επιθέσεις των Τούρκων. Όταν του ζήτησα να μεσολαβήσει μεταξύ Αρμενίας και Τουρκίας, μου υπενθύμισε τη συζήτηση που είχαμε για την Τουρκία το καλοκαίρι και πρόσθεσε: «Τώρα πια είναι αργά…»

Επιστρέψατε στην Αρμενία;
Μου τηλεγράφησαν από την κυβέρνησή μας ότι οι Τούρκοι συνεχίζουν την προέλασή τους. «Η παρουσία σας στο Γερεβάν είναι αναγκαία. Επιστρέψτε», έλεγε το μήνυμα. Κατάλαβα ότι η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Όταν έφτασα στην Τιφλίδα, έμαθα ότι εκεί βρισκόταν ο υπουργός Τερ-Μινασιάν για διαβουλεύσεις με τη γεωργιανή κυβέρνηση και τους Άγγλους. Τον συνάντησα και έμαθα ότι οι Τούρκοι είχαν την απαίτηση να παραιτηθούμε από τη Συνθήκη των Σεβρών και να μείνει η Αρμενία με τις εννέα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η κυβέρνηση είχε αρνηθεί, και εκεί είχαν ξεκινήσει οι Τούρκοι την επίθεση. Ο κίνδυνος ερχόταν και από τον βορρά με την απειλή των μπολσεβίκων, γι’ αυτό ο Τερ-Μινασιάν προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη της Γεωργίας.

Πώς βρήκατε την πατρίδα;
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες τελείωσε η αποστολή μου για το δανεισμό. Άλλες αποστολές με περίμεναν. Επέστρεψα στο Γερεβάν μαζί με τον Τερ-Μινασιάν. Είχα λείψει τέσσερις μήνες από την πατρίδα και την ξαναβρήκα σε κατάσταση πολέμου. Ήταν οι τέσσερις μήνες κατά τους οποίους η Αρμενία έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμης και του εδαφικού της.

Ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο. Πώς θα εξηγούσατε το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Τουρκίας;
Ήδη από τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1918, στις συνομιλίες στο Βατούμ είχα την ευκαιρία να ακούσω κατευθείαν από τους ηγέτες τους το μίσος εναντίον των Αρμενίων -που στέκονταν εμπόδιο στις βλέψεις τους προς ανατολάς- και να διακρίνω την άβυσσο μεταξύ των λαών μας. Ο υπουργός Ναυτικού Τζεμάλ πασά διαβεβαίωσε τότε ότι «η σύγκρουση των Τούρκων και των Αρμενίων είναι παλιά και οι Αρμένιοι δεν κάνουν βήμα για συμφιλίωση. Αυτό θα είναι αιτία για νέα δυστυχία τους». Τις ίδιες μέρες, ο Μπεχαεντίν Σακίρ μου έλεγε: «Οι Αρμένιοι στέκονται στο δρόμο που οδηγεί προς το ιερό όραμά μας, τον πανισλαμισμό και τον παντουρκισμό, και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Είμαστε υποχρεωμένοι να εξοντώσουμε αυτό το εμπόδιο. Και, επιπλέον, εσείς είστε πάντα με τους Ρώσους, και αυτοί είναι ιστορικοί εχθροί μας». Εγώ, βέβαια, απάντησα αυτό που ήταν απαραίτητο, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι μιλούσαμε διαφορετικές γλώσσες.
Λίγες μέρες αργότερα ο Ενβέρ πασά μας έστειλε επίσημη πρόταση για στρατιωτική συμφωνία. Δεν ξέρω εάν κάναμε σωστά ή όχι, αλλά, όπως το 1914, αρνηθήκαμε την πρόταση… Ακολούθησαν οι ιστορικές μάχες και νίκες μας στο Σαρνταραμπάτ και στο Γαρακιλισέ –τα Δαρδανέλλια των Αρμενίων, όπως μου ομολόγησε ο Βεχίπ πασά- και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας στις 28 Μαΐου 1918.

Η κατάσταση ήταν πολύ ρευστή λόγω και του τελεσίγραφου των Τούρκων…
Ναι, η διορία έληγε στις 29 Μαΐου και έπρεπε να ξαναπάμε στο Βατούμ. Η τριμελής αντιπροσωπεία μας –ο Κατσαζνουνί, ο Μπαμπατζανιάν και εγώ- λάβαμε «carte blanche» για να υπογράψουμε την πρώτη διεθνή συνθήκη με τους Τούρκους. Όταν ξεκινήσαμε τις συνεδριάσεις για τα σύνορα, ο Βεχίπ πασά εξέφρασε αυτό που ο αρμενικός λαός πρέπει να έχει –σήμερα και αύριο- στο νου του σε σχέση με τις βλέψεις της Τουρκίας. Με έντονο τρόπο μας είπε: «Βλέπετε ότι η μοίρα σπρώχνει την Τουρκία από τη δύση προς την ανατολή. Απομακρυνθήκαμε από τα Βαλκάνια και από την Αφρική, αλλά πρέπει να απλωθούμε προς ανατολάς. Εκεί είναι το αίμα μας, το θρήσκευμα και η γλώσσα μας. Τα αδέλφια μας βρίσκονται στο Μπακού, στο Νταγκεστάν και στο Τουρκεστάν. Πρέπει να έχουμε πρόσβαση προς τα εκεί. Κι εσείς βρίσκεστε πάνω στο δρόμο μας. Απαιτώντας το Βαν, κλείνετε το δρόμο μας προς την Περσία. Απαιτώντας το Ναχιτσεβάν και το Ζανκεζούρ, στέκεστε εμπόδιο στο να κατεβούμε στην κοιλάδα του Κούρα και να φτάσουμε στο Μπακού. Το Καρς και το Αχαλκαλάκ κλείνουν το δρόμο μας προς το Καντσάγκ. Πρέπει να κάνετε πέρα και να ανοίξετε τον δρόμο μας. Να πού είναι η σημαντική μας διαφωνία. Και εσείς μπορείτε να μείνετε κάπου ενδιάμεσα, δηλαδή γύρω από το Νορ-Μπαγιαζίντ και το Ετσμιατζίν»…
Ποια ήταν η απάντησή σας;
Ότι τα εδάφη που θέλουν να μας αφήσουν είναι υπερβολικά μικρά για να ικανοποιήσουν στο ελάχιστο τον αρμενικό λαό, ότι το αρμενικό ζήτημα είναι διεθνές θέμα και δεν μπορεί να λυθεί με αυτόν τον τρόπο και ότι τα σύνορα της Αρμενίας, όπως θέλουν να τα διαμορφώσουν, θα είναι πηγή για αιώνια εχθρότητα μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων.

Ποια ήταν η στάση τους σε σχέση με την αναγνώριση του αρμενικού κράτους;
Oι Τούρκοι φοβόντουσαν τη διεθνή διάσκεψη και για αυτό προσπαθούσαν να δώσουν τη δική τους λύση, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ανεξάρτητου αρμενικού κράτους στον Καύκασο. Και σε σχέση με το εδαφικό, μας έλεγαν: «Όλα τα κράτη ξεκίνησαν με λίγα και αναπτύχθηκαν σταδιακά… Κοιτάξτε την Ελλάδα… Και το Βέλγιο έχει έξι εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε 30 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα…». Αργότερα έμαθα ότι ενώ εμείς ήμασταν σε διαβουλεύσεις στο Βατούμ, στην Πόλη οι Νεότουρκοι είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το κατά πόσο έπρεπε να αποδεχτούν την ύπαρξη αρμενικού κράτους. Ο Ενβέρ πασά υποστήριζε ότι οι Αρμένιοι έπρεπε να εξοντωθούν στον Καύκασο, όπως έγινε στην Τουρκία. «Μια μικρή Αρμενία στον Καύκασο θα είναι μια μόνιμη απειλή στα σύνορά μας», έλεγε. Αντιθέτως, ο Ταλαάτ πασά έλεγε ότι ήταν αδύνατο να εξοντώσουν τα περίπου δυο εκατομμύρια Αρμενίους που είχαν μείνει ζωντανοί. Και ότι «εκατό χιλιάδες Αρμένιοι να μείνουν στον κόσμο, δεν πρόκειται να μας αφήσουν ήσυχους ποτέ. Δημιουργώντας μια μικρή Αρμενία θα λύσουμε το αρμενικό ζήτημα και έτσι θα παρουσιαστούμε στη διεθνή διάσκεψη». Ο ίδιος ο Ταλαάτ μου τα διηγήθηκε αυτά το φθινόπωρο του 1918 στην Πόλη. Αργότερα, στην ειρηνευτική διάσκεψη της Λοζάνης, ο Ισμέτ πασά επανέλαβε πάνω από είκοσι φορές ότι το αρμενικό ζήτημα λύθηκε με τη δημιουργία της αρμενικής δημοκρατίας… Το σημαντικό για αυτούς ήταν ότι δεν έδωσαν σπιθαμή «τουρκικής» γης…

Για την γενοκτονία τι σας έλεγε ο Ταλαάτ;
Τον Ιούνιο του 1918, στις συνομιλίες στην Πόλη, το πρώτο που προσπάθησε να κάνει ήταν να βγάλει από πάνω του όποια ευθύνη για το θέμα και να τη φορτώσει στους στρατιωτικούς, στους Κούρδους και στις τοπικές αρχές. Και επανέλαβε τα περί «προδοσίας» των Αρμενίων υπηκόων της Τουρκίας στη διάρκεια του πολέμου. Οι συναντήσεις αυτές ήταν βασανιστήριο για εμάς. Η απάντηση του Αχαρονιάν ήταν καταπέλτης… Όμως έπρεπε να μιλήσουμε για τα επείγοντα θέματα του παρόντος… Ο Ταλαάτ δεν άφηνε καλή εντύπωση στους συνομιλητές του, ούτε με την παρουσία του ούτε με τη φωνή του, στην οποία διέκρινες μια υποκριτική φιλία. Κοιτώντας, όμως, τον Ενβέρ ήταν δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ικανός να στείλει στον θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους… Έτσι προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τους Ευρωπαίους…

Δύσκολο να ψυχολογήσει κανείς τους Τούρκους…
Σε όλες τις συνομιλίες μάς τόνιζαν ότι είναι αναγκαία η συμφιλίωση και ότι για τη διένεξη των Αρμενίων και των Τούρκων ευθύνονταν η Αγγλία και η Ρωσία, που ψάρευαν σε θολά νερά… Για να καταλάβει κανείς την ψυχολογία τους, αρκεί να δει το φιρμάνι του Βεχίπ πασά μετά από τη συνθήκη του Βατούμ στις 4 Ιουνίου 1918. «Για την αποκατάσταση της λειτουργίας του σιδηροδρόμου μεταξύ του Καντσάγκ και του Γερεβάν θα κυκλοφορούν ειδικά τρένα με Τούρκους αξιωματικούς. Αυτοί θα έχουν μαζί τους το φιρμάνι για να το διαβάζουν στον τουρκικό πληθυσμό, δηλώνοντάς τους ότι έχουμε ειρήνη και ότι απαγορεύεται στο εξής να σκοτώνουν Αρμενίους…». Εννοείται ότι πριν ήταν επιτρεπτό να το κάνουν…

Ποια ήταν η κατάσταση στην Αρμενία μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και τη δημιουργία πρώτης κυβέρνησης υπό τον Κατσαζνουνί; Αναλάβατε και εσείς υπουργός Δημόσιας Υγείας και μετά Εσωτερικών…
Είχαμε τρεις άμεσες προτεραιότητες: την προετοιμασία για την ειρηνευτική διάσκεψη στο Παρίσι, την εξεύρεση λύσης για τις διαφορές μας με τη Γεωργία και την καταπολέμηση της πείνας και του τύφου. Η επιδημία ήταν τρομερή και απειλούσε την ύπαρξη του λαού μας. Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Χειμώνας, χιόνι, λάσπη στους δρόμους, πλήθος πεινασμένων στις πλατείες, πρόσφυγες που είχαν διπλασιάσει τον αριθμό των κατοίκων της Αρμενίας και που άφηναν καθημερινά την τελευταία τους πνοή στην ύπαιθρο κατά εκατοντάδες. Έλλειψη τροφίμων, δρόμοι κλειστοί και εμπόδια για την τροφοδοσία του λαού. Και σε απόσταση επτά χιλιομέτρων ο τουρκικός στρατός. Δουλεύαμε κυριολεκτικά νυχθημερόν. Από την επιδημία του τύφου αρρώστησαν και πέθαναν ο υπουργός Εσωτερικών Αράμ και δυο κρατικοί λειτουργοί. Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια πόσα άτομα πέθαναν στην Αρμενία από την πείνα και τον τύφο το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1918 και του 1919. Πάντως δεν ήταν λιγότεροι από 150.000... Είχαμε και γύρω στις 20.000 ορφανά σε κρατικά και αμερικανικά ορφανοτροφεία…

Παρ’ όλα αυτά, και στη διάρκεια της πρωθυπουργίας σας βάλατε τα θεμέλια του οργανωμένου κράτους…
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την απομάκρυνσή μου από τα κυβερνητικά καθήκοντα, μπορώ να πω ότι το έργο μας συνεχίζεται με άλλες μεθόδους και αρχές.
Παράδειγμα, το σημερινό πανεπιστήμιο είναι αυτό που δημιουργήσαμε στο Αλεξανδραπόλ και μεταφέραμε στο Γερεβάν. Το ίδιο ισχύει για τις υποδομές και την υγεία. Όχι, όμως, σε ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη, την ελευθεροτυπία, τα πολιτικά κόμματα και τις αγροτικές και αστικές επιχειρήσεις που είχαν ξεκινήσει επί των ημερών μας. Όλα αυτά ακυρώθηκαν.

Επί των ημερών σας, το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν η ανακήρυξη της ενωμένης Αρμενίας…
Το Γερεβάν είχε μετατραπεί σε πολιτικό κέντρο για όλους τους Αρμένιους και έπρεπε να ενώσει γύρω του όλα τα εδάφη και όλον τον αρμενικό πληθυσμό, χωρίς διαχωρισμούς. Και έτσι, τον Φεβρουάριο του 1919, οι δυτικοαρμένιοι αποφάσισαν να ενωθούν με την Αρμενία του Καυκάσου. Η επίσημη τελετή και ανακήρυξη της ενωμένης Αρμενίας έγινε στις 28 Μαΐου του ιδίου έτους, με στρατιωτικές παρελάσεις και πανηγυρισμούς στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ακολούθησε η ενσωμάτωση στο κοινοβούλιο δώδεκα βουλευτών που θα εκπροσωπούσαν τη δυτική Αρμενία.

Τι εντολές δώσατε στην αντιπροσωπεία σας για την ειρηνευτική διάσκεψη στο Παρίσι;
Να απαιτήσουμε τα τουρκοκρατούμενα εδάφη μας και να διασφαλίσουμε πρόσβαση στη θάλασσα, χωρίς να καθορίσουμε το μέρος. Και να συνεργαστούμε με την εθνική αντιπροσωπεία του Μπογός Νουμπάρ πασά. Για την Κιλικία δεν υπήρχε κουβέντα.
Ο Κατσαζνουνί και ο Ρουπέν Τερ Μινασιάν ήταν οι πιο μετριοπαθείς σε σχέση με τις εδαφικές μας απαιτήσεις. Οι περισσότεροι δεν ήθελαν καν να ακούσουν για «παραχωρήσεις». Και, δυστυχώς, -παρ’ όλο που ήταν σωστό και αναγκαίο να ενώσουμε τα δυο κομμάτια της Αρμενίας- ως λαός κάναμε μεγάλο λάθος σε σχέση με τα σύνορα, καθώς είχαμε μεγάλες απαιτήσεις και δεν υπολογίσαμε τις δυνάμεις μας και τις διεθνείς συγκυρίες. Απαιτώντας μέχρι την Κιλικία, κάναμε αδύνατη όποια συμφωνία όχι μόνο με τους Τούρκους – τότε που ήταν αδύναμοι- αλλά και με τις εμπλεκόμενες μεγάλες δυνάμεις. Σε σχέση με τα απαιτούμενα σύνορα, το Γερεβάν κράτησε πολύ πιο μετριοπαθή στάση από ό,τι οι κοινότητές μας με επικεφαλής την εθνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι.

Και σε σχέση με τα εδαφικά της Αρμενίας τι σας έλεγαν οι Ευρωπαίοι;
Ότι όλα τα εδαφικά ζητήματα θα λυθούν στη διάσκεψη του Παρισιού. Τελικά, λύθηκαν μόνο εκείνα που η δημοκρατία της Αρμενίας ανέλαβε άμεσα η ίδια, χωρίς να περιμένει τη μεσολάβηση κανενός. Έτσι, ενώθηκαν το Αλεξανδραπόλ, το Νορ Μπαγιαζίντ, το Καρς και το Ναχιτσεβάν.
Είχαμε διαφωνίες με το Αζερμπαϊτζάν, που διεκδικούσε το Ζανκεζούρ και το Καραμπάχ, με τη Γεωργία για το Λορί και το Αχαλκαλάκ, και με την Τουρκία για το Ολτί και το Ναχιτσεβάν. Το μεγάλο μας εδαφικό ζήτημα, όμως, ήταν τα τουρκοκρατούμενα αρμενικά βιλαέτια.
Τριακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι πρόσφυγες από εκείνες τις περιοχές περίμεναν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Ποιος ήταν ο ρόλος των «συμμάχων», και ειδικά των Άγγλων, στην περιοχή του Καυκάσου;
Το διάστημα από το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου –Νοέμβριος του 1918- μέχρι το τέλος του 1920 ήταν για εμάς γεμάτο ελπίδες. Νικητές του πολέμου ήταν οι «σύμμαχοι», φίλοι του αρμενικού ζητήματος, και ηττημένοι οι εχθροί μας. Η τουρκική τυραννία και ο ρωσικός τσαρισμός είχαν καταρρεύσει. Όταν λέμε «σύμμαχοι», πρέπει να καταλάβουμε ότι επρόκειτο κυρίως για τους Άγγλους, και λιγότερο για τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Η πολιτική και στρατιωτική παρουσία και η επιρροή των Άγγλων στην περιοχή –με επίκεντρο την Τιφλίδα- ήταν αισθητή. Για τα πολιτικά συμφέροντά τους και για να ωφεληθούν από τα πετρέλαια του Μπακού, οι Άγγλοι υποστήριζαν την ύπαρξη ενός δυνατού μουσουλμανικού κράτους στο Αζερμπαϊτζάν και παράλληλα απαιτούσαν από εμάς να κάνουμε παραχωρήσεις στον Καύκασο, δεδομένου ότι θα λαμβάναμε πολλά εδάφη από την Τουρκία… Για αυτό προσπάθησαν από την αρχή και με όλα τα μέσα να δώσουν τις αρμενικές περιοχές του Ζανκεζούρ και του Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν. Χαρακτηριστικό είναι ότι απομάκρυναν τον στρατηγό Αντρανίκ από το Ζανκεζούρ και τον υποχρέωσαν να σταματήσει την προέλασή του προς το Σουσί στο Καραμπάχ… Από την άλλη, προσπαθούσαν να απομακρύνουν τα τουρκικά στρατεύματα από το Καρς. Όσο αυτό μας συνέφερε, τόσο ο πρωταρχικός τους σκοπός μας εξόργιζε.

Γιατί ήταν τόσο σημαντικό το Ζανκεζούρ και το Καραμπάχ;
Για τρεις λόγους. Πρώτον, σε σχέση με τον πληθυσμό, είχαμε 300.000 Αρμένιους που ζούσαν εκεί. Δεύτερον, στρατηγικά, είναι οι δύο περιοχές που υπερασπίζονται την Αρμενία από τους εχθρούς που ονειρεύονται να ενωθούν μεταξύ τους. Και, τρίτον, ο πληθυσμός των δυο περιοχών ένιωθε αναπόσπαστα δεμένος με την Αρμενία. Ήταν αδύνατο, όμως, να συμφωνήσουν Τούρκοι και Αζέροι. Για εμάς δεν υπήρχε κουβέντα για παραχωρήσεις. Γι’ αυτό η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Οι Αζέροι μας διέκοψαν τον ανεφοδιασμό, ειδικά του πετρελαίου. Παρ’ όλα αυτά, μείναμε ακλόνητοι στις θέσεις μας για το Καραμπάχ, που όμως δεν μπόρεσε να ενωθεί με την Αρμενία όπως έγινε με το Ζανκεζούρ.

Τελικά, παρ’ όλες τις υποσχέσεις, οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοι» δεν βοήθησαν…
Είναι ξεκάθαρο ότι ήρθαν στον Καύκασο για τα συμφέροντά τους, και όταν δεν μπόρεσαν να τα ικανοποιήσουν έφυγαν, αφήνοντάς μας στην πιο δύσκολη στιγμή μόνους και αβοήθητους… Ενώ το 1918 ή το 1919 μπορούσαν να επιβάλουν στην ηττημένη Τουρκία ό,τι ήθελαν, το 1923 στη Λοζάνη αυτό δεν ήταν πια εφικτό. Οι καθυστερήσεις και οι διαφωνίες μεταξύ τους και η βοήθεια των μπολσεβίκων έδωσαν στην Τουρκία την ευκαιρία να ισχυροποιηθεί. Εξάλλου, οι «σύμμαχοι» δεν είχαν συμαντικά συμφέροντα στην Αρμενία, και γι’ αυτόν τον λόγο το αμερικανικό Κογκρέσ0ο αρνήθηκε την πρόταση για πολιτική προστασία της Αρμενίας…

Είχε δυνατότητα να επιβιώσει η ανεξάρτητη δημοκρατία της Αρμενίας;
Πιστεύω ότι εάν δεν ήταν οι φοβερές και τραγικές εξωτερικές συγκυρίες -η παρουσία των γειτονικών κεμαλικών και μπολσεβίκων με τις καταστροφικές τους τάσεις-, η Αρμενία θα ανθούσε και θα δυνάμωνε πολύ γρήγορα. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να κρατήσουμε την εσωτερική μας φλόγα αναμμένη, για να εμψυχώνουμε τους νέους μας που είναι σκορπισμένοι ανά τον κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό να κρατήσουμε τα σχολεία μας για τις νέες γενιές, τον Τύπο μας, καθώς και την αλληλεπίδραση των διανοουμένων με τον λαό μας. Αυτή η φλόγα θα ανάψει αύριο τη δάδα που θα φωτίσει τον δρόμο προς την ελεύθερη και ανεξάρτητη Αρμενία, για την οποία θυσιάστηκαν γενιές ολόκληρες σε ποτάμια αίματος.
Η ζωή των λαών και των κρατών διαρκεί αιώνες, χιλιάδες χρόνια. Εγώ έζησα μια πολύ σημαντική στιγμή της ιστορίας μας, τότε που δημιουργήσαμε ανεξάρτητο κράτος. Αλλά η ζωή δεν σταματάει, πάντα προχωράει. Και όλα στη ζωή αλλάζουν. Θα δούμε πολλή χαρά και πόνο ακόμα. Και θα αλλάξουν οι συνθήκες της ζωής της δημοκρατίας της Αρμενίας, που μπορεί να έχει φουρτούνες, αλλά δεν βυθίζεται.

Το μνημείο της νίκης του Σαρνταραμπάντ

Τον Μάιο του 1968 συμπληρώθηκε η πεντηκονταετία της ηρωικής μάχης του Σαρνταραμπάντ, της νίκης του αρμενικού λαού με την οποία εγκαθιδρύθηκε η Πρώτη Αρμενική Δημοκρατία. Αποτελεί ίδιον των Αρμενίων να τιμούν τους ήρωες που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία.
Με παλλαϊκή οικονομική κινητοποίηση θεμελιώθηκε το μνημείο που δοξάζει τη νίκη του Σαρνταραμπάντ. Χτίστηκε βασισμένο στα μοτίβα της μεσαιωνικής αρμενικής αρχιτεκτονικής. Δημιουργοί του υπήρξαν ο λαϊκός αρχιτέκτονας της Σοβιετικής Αρμενίας Ραφαέλ Ισραελιάν (1908-1973), άξιος μαθητής του μεγάλου Αρμένιου αρχιτέκτονα Αλεξάντερ Ταμανιάν, καθώς και οι γλύπτες Αρά Χαρουτιουνιάν, Σαμβέλ Μανασιάν και Αρσάμ Σαχινιάν. Τα εκφραστικά λόγια του μεγάλου ποιητή Βαχάν Ντεριάν αντανακλούν «...εκεί που οι πέτρες είναι έτσι ανυψωμένες, σαν βουνά απλωμένα ως τον ουρανό…».
Το μνημείο απέκτησε αίγλη αντάξια της ηρωικής μάχης. Την είσοδό του φυλούν δύο ταύροι, που συμβολίζουν την ισχύ και την επίμονη θέληση. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, ένα νικηφόρο σπαθί έπρεπε να εκτείνεται ως οδικός άξονας. Αυτό στην πράξη αντικαταστάθηκε με έναν πύργο κουδουνιών (ύψους 35 μέτρων). Σύμφωνα με τη λαϊκή μνήμη, στις μέρες της μάχης, από το Σαρνταραμπάντ μέχρι το Βαγαρσαμπάντ (Ετσμιατζίν) και το Γερεβάν ηχούσαν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών καλώντας τον κόσμο στα όπλα, να πάει στο μέτωπο με ψυχραιμία και πνεύμα αυταπάρνησης. Εκείνες τις μέρες, στο ίδιο το Ετσμιατζίν, στην Αγία Έδρα, ο Καθολικός (Πατριάρχης) Πασών των Αρμενίων Κεβόρκ ο Ε΄ δέχεται μια επίσκεψη από πολιτική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Αράμ Μανουκιάν, εμπνευστή της ιδέας για δημιουργία ανεξάρτητου αρμενικού κράτους. Του προτείνουν να μεταφερθεί προσωρινά σε έναν πιο ασφαλή προορισμό. Ο πεφωτισμένος πνευματικός αρνείται πεισματικά, τονίζοντας ότι τα τέκνα των Αρμενίων θα νικήσουν σίγουρα και ότι αν δεν σταθούν αντάξια, ο ίδιος είναι έτοιμος να θυσιαστεί στο Ιερό του Ναού. Αυτή η θαρραλέα στάση εμψύχωσε τους Αρμένιους μαχητές, μεταδίδοντας το πρώτο μήνυμα της νίκης.
Στο μνημείο, σε βάθρο από βασάλτη υψώνονται τέσσερα στηρίγματα σε διαβαθμισμένη μορφή κατασκευασμένα από τοπική κόκκινη πέτρα τουφ, τα οποία στο άνω μέρος ενώνονται με τριπλές καμάρες στο σημείο που είναι κρεμασμένα τα κουδούνια. Έχουν ηχήσει επανειλημμένα, σε γιορτινές ημέρες ή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα έμπνευσης του Ρόμπερτ Αταγιάν, ενώ σήμερα ακούγονται κάθε μισή ώρα. Στα κουδούνια του κωδονοστασίου μέσω ηλεκτρονικής συσκευής έχουν ακουστεί μελωδίες πατριωτικών ασμάτων. Για πρώτη φορά ένα τέτοιο σύστημα λειτούργησε επί Ε.Σ.Σ.Δ. Το πρώτο τραγούδι ήταν «Ο ύμνος των Ζεϊτουντσί».
Από τον πύργο των κουδουνιών προς το τείχος του μνημείου εκτείνεται μια δενδροφυτευμένη δίοδος, που στο δεξί της μέρος απλώνονται πέντε αγέρωχοι αετοί. Σύμφωνα με την ιδέα του δημιουργού «είναι οι μαχητές που φέρνουν τη νίκη, το πνεύμα τους, και έχουν γυρίσει προς το λαό, εμείς υπάρχουμε, είμαστε μέσα σας, μαζί σας...». Ο δρόμος καταλήγει σε ένα ημικύκλιο μνημείο νίκης (μήκος 55μ., ύψος στο επίκεντρο 7μ., ύψος στα άκρα 10μ.). Αυτό από δυο μεριές είναι στολισμένο με γλυπτά, με τα οποία εκφράζεται η πολεμική ανδρεία του αρμενικού λαού στις μάχες και το δημιουργικό του πνεύμα στις ειρηνικές περιόδους.
Στο τείχος του μνημείου αποτυπώνεται ο αγώνας των δυνάμεων του καλού, που συμβολίζεται από τα φτερωτά άλογα, ενάντια στις δυνάμεις του κακού, τους δράκους. Μέσα στο χώρο έχει κατασκευαστεί καμάρα, η οποία καθοδηγεί τον επισκέπτη προς την τραπεζαρία «Βαρταβάρ». Σύμφωνα με τον δημιουργό, δεν είναι δυνατόν επισκεπτόμενος κανείς αυτόν τον ιερό χώρο να μην υψώσει το ποτήρι στη μνήμη των ηρώων που θυσίασαν τη ζωή τους για την Πατρίδα.
Το μνημείο της ηρωικής μάχης του Σαρνταραμπάντ θεωρείται ως αυθεντική εστία ιστορικής μνήμης για τα αρμενόπαιδα, ώστε να γαλουχηθούν με το πνεύμα της σπουδαίας εθνικής, μαχητικής και πατριωτικής παράδοσης.
Εκεί, κάθε χρόνο, με μεγάλη λαμπρότητα εορτάζεται η νίκη της μάχης, αποτίεται φόρος τιμής στους ήρωες του Σαρνταραμπάντ, πλανάται στον άνεμο το αρμενικό τραγούδι και η μουσική, ατσαλώνεται το αρμενικό πνεύμα, γεμίζει με υπερηφάνεια και πατριωτισμό. Το θαύμα του Σαρνταραμπάντ οφείλεται στην ευψυχία, ενώ το μνημείο είναι ιερός χώρος για κάθε Αρμένιο...
Το τελευταίο κτίσμα του μνημείου, χτισμένο το 1978, είναι το Αρμενικό Εθνογραφικό Μουσείο, που θυμίζει μεσαιωνικό κάστρο. Ο αρχιτέκτονας Ρ. Ισραελιάν σε αυτό το προσχέδιο έχει αξιοποιήσει πολλά αυθεντικά τεχνικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής. Πρόκειται για αξιοσημείωτο δημιούργημα, με τοξωτούς βωμούς και τέσσερις εσωτερικές αυλές. Ο άνω όροφος του κτιρίου φωτίζεται με κλασικούς φεγγίτες λαϊκών κατοικιών. Το κτίσμα έχει δύο γωνιακά παράθυρα. Το ένα βλέπει προς το όρος Αρακάτζ, το άλλο στο Αραράτ. Στο κέντρο του μουσείου είναι η αίθουσα με τρεις τρούλους, η στέγη της οποίας μας παραπέμπει σε τυπική κατασκευή παραδοσιακών αρμενικών κατοικιών.
Εδώ, από το 2008 παρουσιάζεται η μόνιμη έκθεση με θέμα «Οι ηρωικές μάχες του Μάη του 1918 και η ανακήρυξη της Πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας». Στις αίθουσες εκτίθεται η αρμενική εθνική τέχνη, από το μακρινό παρελθόν μέχρι τις μέρες μας. Οι μουσειακές συλλογές έχουν εμπλουτιστεί με ευρήματα από ανασκαφές και εθνολογικές έρευνες, με αντικείμενα που έχουν μεταφερθεί από άλλα μουσεία και με ευγενικές δωρεές Αρμενίων της διασποράς. Στο μουσείο φυλάσσονται πάνω από 70.000 εκθέματα που το καθιστούν σύγχρονο ναό της αρμενικής τέχνης, με τη δική του ιδιαίτερη αξία στην απόδοση τιμών στους ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, στα τέκνα του αρμενικού λαού, που πολεμώντας με αυτοθυσία πραγματοποίησαν θαύματα στις ηρωικές μάχες του Σαρνταραμπάντ και του Σουσί.
Φέτος συμπληρώνονται τα 50 χρόνια του μνημείου του Σαρνταραμπάντ και τα 40 χρόνια του Εθνολογικού Μουσείου.

 

Ζακ Νταματιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Η Ιστορική διαδρομή της δημιουργίας της Δημοκρατίας της Αρμενίας του 1918

Η δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου αρμενικού κράτους λίγο μετά την τραγωδία της Γενοκτονίας των Αρμενίων είναι ίσως ένα από τα πιο εκπληκτικά γεγονότα σε όλη την αρμενική ιστορία.
Το 1917, οι Αρμένιοι και άλλοι λαοί της περιοχής της Υπερκαυκασίας πανηγύριζαν την Φεβρουαριανή Επανάσταση, που οδήγησε στην άμεση παραίτηση του τσάρου Νικολάου Β και σήμανε ουσιαστικά και το τέλος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι λαοί που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή ήλπιζαν ότι το τέλος της μοναρχίας θα σήμαινε περισσότερες ελευθερίες γι’ αυτούς. Έτσι φάνηκε στις αρχές και στους Αρμένιους, όταν ένα διάταγμα της Ρωσικής Προσωρινής Κυβέρνησης επέτρεψε στους Αρμένιους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους σε πόλεις όπως το Βαν, το Μπιτλίς και το Ερζερούμ. Ωστόσο, η αντιπαράθεση της Προσωρινής Κυβέρνησης με το Κόμμα των Μπολσεβίκων οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και στην πτώση της κυβέρνησης.
Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην εξουσία αντέστρεψε τα όποια οφέλη είχαν οι λαοί αυτοί από την Προσωρινή Κυβέρνηση. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1917 οι λαοί του Νοτίου Καυκάσου ιδρύουν το Επιτροπάτο Υπερκαυκασίας, την πρώτη κυβέρνηση της ανεξάρτητης Υπερκαυκασίας, με επικεφαλής τον Γεωργιανό Νικολάι Τσχεΐτζε. Λίγες ημέρες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου 1917, υπεγράφη μεταξύ των Ρώσων και των Οθωμανών συμφωνία κατάπαυσης του πυρός «Ανακωχή του Ερζινγκάν» κι έτσι έληξαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταο της ξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη συμφωνία αυτή επικρότησε και το Επιτροπάτο της Υπερκαυκασίας.
Τρεις μήνες αργότερα, στις 3 Μαρτίου 1918, υπεγράφη η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η οποία σηματοδότησε το τέλος της συμμετοχής της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. H υπογραφή της συνθήκης αυτής ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τους Αρμένιους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσω του Ταλαάτ Πασά, απαίτησε από τη Ρωσία να παραδώσει όλα τα εδάφη που κατέλαβε από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών Αρνταχάν, Καρς και Μπατούμ. Έτσι, το Καρς και το Αρνταχάν, περιοχές με πολυάριθμους χριστιανικούς πληθυσμούς (κυρίως Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους), παραδόθηκαν στους Τούρκους. Η συνθήκη όριζε επίσης ότι η Υπερκαυκασία θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη. Εκτός από αυτές τις διατάξεις, εισήχθη και μυστική ρήτρα, η οποία υποχρέωνε τους Ρώσους στην αποστράτευση των αρμενικών εθνικών ενόπλων δυνάμεων.
Λίγες εβδομάδες αργότερα πραγματοποιήθηκε μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντιπροσωπείας του Επιτροπάτου η Διάσκεψη της Τραπεζούντας. Ο Ενβέρ πασά προσφέρθηκε να σταματήσουν όλες οι φιλοδοξίες των Οθωμανών στον Καύκασο με αντάλλαγμα την αναγνώριση της οθωμανικής επανάκτησης των επαρχιών της Ανατολίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Στις 5 Απριλίου 1918, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Υπερκαυκασίας, ο Γεωργιανός Ακάκι Τσχενκέλι, έκανε αποδεκτή τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ ως βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις και τηλεγράφησε προς τα διοικητικά όργανα της υπερκαυκασιανής κυβέρνησης ζητώντας τους να αποδεχθούν τη θέση αυτή. Το κλίμα που επικρατούσε, όμως, στην Τιφλίδα ήταν πολύ διαφορετικό. Η Τιφλίδα θεωρούσε ότι παρέμενε εμπόλεμη η κατάσταση μεταξύ αυτής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κι έτσι, στις 22 Απριλίου 1918, ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Υπερκαυκασίας. Η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ της Δημοκρατίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβεβαιώθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε και επίσημα το Ερζερούμ και το Καρς.
Στις 11 Μαΐου 1918 συγκλήθηκε στο Μπατούμ μια νέα ειρηνευτική διάσκεψη, η οποία απέβη άκαρπη. Οι Οθωμανοί απαίτησαν ακόμα περισσότερες περιοχές -συμπεριλαμβανομένων του Τσαβάχκ και της κοιλάδας του ποταμού Αράξ. Επιπλέον, απαίτησαν από τη Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας να υποταχθεί στις οθωμανικές δυνάμεις. Χωρίς καν να περιμένουν την αντίδραση της Υπερκαυκασίας στα αιτήματά τους, οι Οθωμανοί εισέβαλαν και κατέλαβαν το Αλεξανδραπόλ (σημερινό Γκιουμρί). Σύντομα οι Τούρκοι έφτασαν και περικύκλωσαν το Γερεβάν, δίνοντας προθεσμία 72 ωρών στη Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας να δεχθεί την τουρκική προσάρτηση των αρμενικών περιοχών, αλλιώς θα τα κατακτούσε με βία.
Οι Γεωργιανοί τότε αντιλήφθηκαν ότι μια συμμαχία με τη Γερμανία θα ήταν ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπεί η κατοχή της Γεωργίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία ήταν έτοιμη να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να εξασφαλίσει τη θέση της εν μέσω του συνεχιζόμενου πολέμου και της αυξανόμενης γερμανο-τουρκικής αντιπαλότητας για την επιρροή και τους πόρους του Καυκάσου.
Η προστασία από τη Γερμανία δόθηκε με τον όρο η Γεωργία να αποχωρήσει από τη Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας. Έτσι, στις 26 Μαΐου 1918 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Γεωργίας. Αμέσως μετά ακολούθησε και η ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο έλαβε αμέσως την υποστήριξη των Οθωμανών.
Στο μεταξύ, ο οθωμανικός στρατός πραγματοποιούσε επίθεση στην Αρμενία σε 3 μέτωπα: στο Σαρνταραμπάντ, στο Μπας Αμπαράν και το Γαρακιλισέ (σημερινό Βανατζόρ). Οι Αρμένιοι μετά από ημέρες ισχυρών μαχών αντεπιτέθηκαν στους Οθωμανούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ηττημένοι. Αυτή η νίκη των Αρμενίων οδήγησε στη δημιουργία της ανεξάρτητης Αρμενίας.
Η Αρμενία αποφάσισε ότι η κήρυξη της ανεξαρτησίας της ήταν πλέον η μόνη λύση. Η ανεξαρτησία της Αρμενίας, η πρώτη μετά την πτώση του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας το 1375 μ.Χ., ανακοινώθηκε το μεσημέρι της 28ης Μαΐου του 1918 από την προσωρινή κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον Χοβανές Χατσαζνουνί.
Η μάχη του Σαρνταραμπάτ θεωρείται μια κεντρική στιγμή στην ιστορία της Αρμενίας, η οποία, ίσως, έσωσε το αρμενικό έθνος από την ολική καταστροφή. Αν οι Αρμένιοι δεν νικούσαν, δεν θα υπήρχε καμία πιθανότητα να δηλώσουν την ανεξαρτησία τους. Οι Οθωμανοί θα είχαν κατακτήσει το Γερεβάν και η τύχη της δυτικής Αρμενίας θα μπορούσε να έχει εξελιχτεί όπως αυτή της ανατολικής.
Το ότι κατάφερε η Αρμενία μόνη της, χωρίς την υποστήριξη άλλων κρατών, να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της αποτελεί απόδειξη ότι ο αρμενικός λαός, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να βρει τον δρόμο προς τη νίκη.

 

Ταλίν Μαρδικιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Η Αρχιτεκτονική των Αρμενικών Ναών της Αθήνας

Στα πλαίσια έρευνας για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού με θέμα τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ των ορθοδόξων αρμενικών και ελληνικών ναών, καταγράφτηκε η αρμενική αρχιτεκτονική των ναών στην Αττική.
Οι ναοί κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τους αρχιτεκτονικούς τύπους των αρμενικών ναών, όπως περιγράφονται και διαχωρίζονται από τον μεγάλο ιστορικό και αρχιτέκτονα Τορός Τοραμανιάν.
Οι τέσσερις ναοί της Αθήνας έχουν διαφορετική αρχιτεκτονική τυπολογία, αλλά διατηρούν με πάθος την εσωτερική διαρρύθμιση της αρμενικής παραδοσιακής ναοδομίας.

1. Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς

Ο μητροπολιτικός ναός του Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς στην Αθήνα αρχιτεκτονικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως σταυροειδής εγγεγραμμένος (Էջմիածնատիպ), μονόχωρος (μονόκλιτος), με τρούλο (գաւիթ) και τύμπανο (տրամ). Ο όρος «σταυροειδής εγγεγραμμένος» σημαίνει ότι ο χώρος του ναού διατάσσεται έτσι, ώστε, είτε εσωτερικά είτε στη στέγη του, να σχηματίζει το σχήμα του σταυρού, στη μέση του οποίου βρίσκεται ο τρούλος. Ο τρούλος είναι μυτερός, πολυγωνικός-πυραμοειδής εξωτερικά, δείγμα της παραδοσιακής αρμενικής ναοδομίας που εμφανίζεται από τον 6ο αιώνα και μετά. Εσωτερικά υποβαστάζεται από τέσσερις ημικυκλικές καμάρες που διατάσσονται σταυροειδώς, διαγράφοντας στη στέγη του ναού έναν σταυρό. Το τύμπανο κάτω από τον τρούλο είναι επίσης πολυγωνικό εξωτερικά, με δέκα πλευρές και με ισάριθμους φεγγίτες που επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό. Ο φυσικός φωτισμός βοηθάει στο συμβολισμό του τρούλου ως του ουρανού που ενώνεται με τους πιστούς στη γη. Επίσης, ο τρούλος βοηθάει στην ακουστική του ναού, αντανακλώντας και επιστρέφοντας πίσω τις ψαλμωδίες.
Εξωτερικά, ο ναός έχει μια ημικυκλική κόγχη, ενώ στο εσωτερικό της δημιουργείται ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα. Στην κεντρική είσοδο του ναού, επενδυμένη με μάρμαρο, εφάπτονται στις πλευρές της θύρας δύο παραστάδες με επίκρανα, ιδίου διάκοσμου με αυτού των κιονόκρανων, δημιουργώντας ένα πρόπυλο με περιστέρια στα κιονόκρανα. Σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί υπήρξαν στην Αρμενία κατά τον 7ο αιώνα (Καθεδρικός Ναός του Ετσμιατζίν, αρχικά χρήστηκε το 301 και την σημερινή του μορφή, με κιονοστήρικτο τρούλο, πήρε το 485). Αυτός ο τύπος αποτελεί αντιπροσωπευτικό ρυθμό κατά τη βυζαντινή περίοδο στην Ελλάδα, πρωτοεμφανιζόμενος στις αρχές του 7ου αιώνα.
Ο ναός διαθέτει δύο διώροφα κωδωνοστάσια (զանգակատուն), με μια καμπάνα το καθένα, με πυραμοειδή τρούλο, κιονοστήρικτο, πάνω σε πυργοειδή βάση.

 

2. Σουρπ Αγκόπ

Μεταγενέστερος αρχιτεκτονικά τύπος είναι ο ναός του Σουρπ Αγκόπ στη Νίκαια. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως τρίκλιτος βασιλικός, με το μεσαίο κλίτος υψηλότερο από τα δύο πλαϊνά κλίτη, χωρίς τρούλο (κλίτος είναι ο χώρος στον κυρίως ναό, που χωρίζεται από κιονοστοιχίες). Το μεσαίο και υψηλότερο κλίτος καλύπτεται από αμφικλινή, πιθανόν, ξύλινη στέγη, χωρίς παράθυρα, ενώ τα πλάγια κλίτη δια μονόριχτης στέγης. Τα κιονόκρανα, στηριζόμενα σε απλά βάθρα, ενώνονται μεταξύ τους χωρίς τόξα και είναι διακοσμημένα με φυτικά θέματα και σταυρούς. Οι κίονες (սիւներ) είναι λείοι, χωρίς ραβδώσεις. Το επιστύλιο πάνω από τα κιονόκρανα είναι απλό, ευθύγραμμο, χωρίς παραστάσεις. Στους ελληνικούς ναούς συνήθως οι κίονες ενώνονται μεταξύ τους με τόξα.
Εσωτερικά, ο ναός έχει τρεις ημικυκλικές αψίδες, με τρεις Άγιες Τράπεζες, από τις οποίες η μεσαία είναι η μεγαλύτερη. Σε εξώφυλλο βιβλίου, ο ναός φαίνεται να είναι πέτρινος, ενώ σήμερα είναι επιχρισμένος. Παρόμοιου τύπου ναοί υπήρξαν στην Αρμενία από τον 4ο έως τον 5ο αιώνα, όπως ο ναός του 5ου αιώνα στο Ερερούκ.
Το κωδωνοστάσιο είναι τριώροφο, πυργοειδές, με δύο καμπάνες και ένα δίλοβο παράθυρο στον πρώτο όροφο, δημιουργώντας στο ισόγειο το πρόπυλο του ναού.

 

3. Σουρπ Καραμπέτ

Ο νεότερος αρχιτεκτονικά ναός του Σουρπ Καραμπέτ στο Νέο Κόσμο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάθετης-έμφασης ορθογώνιος (Ուղղահայեաց քառանկիւն), μορφή που πρωτοεμφανίστηκε στο ναό της Σουρπ Καγιανέ τον 7ο αιώνα. Αυτός ο τύπος ναού είναι μεγαλύτερος ως προς το ύψος, σε σχέση με το πλάτος. Διαθέτει πολυγωνικό-πυραμοειδή γυάλινο τρούλο, στον οποίο εσωτερικά απεικονίζονται σε βιτρό γυαλί οι δύο απόστολοι και οι δέκα άγιοι.
Ο ναός διαθέτει στην είσοδο καμπάνα, η οποία υπήρχε στον προγενέστερο ξύλινο ναό. Επίσης, σύμφωνα με την αρμενική εκκλησιαστική παράδοση, κατά τη θεμελίωση του ναού τοποθετούνται ιεροί λίθοι οι οποίοι και αγιάζονται.
Στο εσωτερικό υπάρχουν 16 σταυροί στα σημεία που τοποθετηθήκαν οι ιεροί λίθοι στα θεμέλια του ναού.

 

 

 

 

4. Σουρπ Αστβατζατζίν

Αρχιτεκτονικά προγενέστερος τύπος ναού είναι ο μητροπολιτικός ναός Ελλάδας Σουρπ Αστβατζατζίν στο Περιστέρι. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξυλόστεγος βασιλικός (Բազիլիկ), μονόχωρος – μονόκλιτος (χωρίς τρούλο). Ο ναός αρχικά λειτουργούσε ως σχολείο για τους πρόσφυγες και μετέπειτα προστέθηκε το Ιερό Βήμα. Έχει μια κόγχη, όπου εσωτερικά σχηματίζεται ημικυκλικό Ιερό Βήμα με θολωτή στέγη. Παρόμοιου τύπου ναοί υπήρξαν στην Αρμενία από τον 4ο έως τον 5ο αιώνα, όπως το Σουρπ Χατς του 4ου αιώνα στην πόλη Απαράν.

 

 

 

 

Εσωτερικές ρυθμολογικές συγγένειες των τεσσάρων ναών

Το Ιερό Βήμα

Το Ιερό Βήμα ή Άγιο Βήμα παραδοσιακά συμβολίζει τον παράδεισο, ενώ οι κληρικοί είναι οι άγγελοι που μας προετοιμάζουν για αυτόν. Και στις τέσσερις εκκλησίες, το Ιερό Βήμα είναι υπερυψωμένο από 0,5μ μέχρι 1μ και η πρόσβαση πραγματοποιείται με σκαλοπάτια από τις δύο πλαϊνές πλευρές. Παρόμοια υπερυψωμένο είναι το Ιερό Βήμα στους παλαιοχριστιανικούς ναούς όπως και στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ η πρόσβαση πραγματοποιείται από τη μέση ή από όλο το μήκος του Ιερού -το συναντάμε στο βασιλικός ναό Αγ. Απολλινάριου του 6ου αιώνα στο Classe (λιμάνι, στη Ραβέννα)-. Στους μεταγενέστερους ελληνικούς ναούς, η πρόσβαση του Ιερού Βήματος γίνεται από τις τρεις θύρες.
Το Ιερό Βήμα στην πρόσοψη καλύπτεται από το υφασμάτινο τέμπλο (βήλο - παραπέτασμα) (վարագոյր), ενώ στους ελληνικούς ναούς από το εικονοστάσιο.

Η Αγία Τράπεζα

Παραδοσιακά, στους αρμενικούς ναούς υπάρχουν τρεις Αγίες Τράπεζες (Սուրբ Խորան) και στην κεντρική υπάρχει η εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας (Աստուածամօր). Η Αγία Τράπεζα των ναών του Σουρπ Αγκόπ και του Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς είναι ξύλινη, ενώ στους υπόλοιπους ναούς είναι χτιστές, είτε συμπαγείς είτε με κοιλότητες.

Ο σολέας

Διαμορφώνεται σολέας και στους τέσσερις ναούς, ο οποίος οριοθετείται μεταξύ του κυρίως ναού και του υπερυψωμένου Ιερού Βήματος και χωρίζεται από τον κυρίως ναό με μεταλλικά ή ξύλινα κιγκλιδώματα. Στην Ιερά Μητρόπολη Λαγκαδά υπάρχει σολέας με διαχωριστικό. Στον σολέα υπάρχει ο πατριαρχικός θρόνος (առաջնորդական գահ) στη βόρεια πλευρά και ο επισκοπικός θρόνος (եպիսկոպոսի գահ) στη νότια πλευρά, όπως και στους ελληνικούς ναούς, με τη διαφορά ότι στους αρμενικούς ναούς οι θρόνοι έχουν την πλάτη τους στον κυρίως ναό.
Επίσης, υπάρχει στον σολέα χτιστό μαρμάρινο βαπτιστήριο (մկրտութեան աւազան), στη βόρεια πλευρά. Προγενέστερα, η αρμενική εκκλησιαστική παράδοση τοποθετούσε το χτιστό βαπτιστήριο σε δωμάτιο στη βόρεια πλευρά, δίπλα από το Ιερό Βήμα. Κατά τον 4ο αιώνα, στους ελληνικούς ναούς (παλαιοχριστιανικές εκκλησίες) το βαπτιστήριο βρίσκονταν στο ίδιο σημείο όπως οι βασιλικές εκκλησίες Παναγίας Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη και στη Βραυρώνα. Στις νεότερες εποχές, γίνεται χρήση της μεταφερόμενης, μπρούτζινης κολυμβήθρας, όπως συνηθίζεται και στους ελληνικούς ναούς. Στο ναό Σουρπ Αγκόπ υπάρχει πιθανόν πρόσκτισμα στη νότια πλευρά του, το οποίο σήμερα χρησιμεύει ως σκευοφυλάκιο-βεστιάριο, αλλά εντοπίζουμε και βαπτιστήριο με ψηφιδωτή διακόσμηση και μια Αγία Τράπεζα.

Ο κηροστάτης

Κατά κανόνα, δίπλα από την είσοδο εντοπίζουμε τον κηροστάτη (մոմակալ), ο οποίος στον Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς και στον Σουρπ Γκαραμπέτ είναι χτιστός μαρμάρινος.

Ο φωτισμός

Όσον αφορά στο φωτισμό, στο ναό του Σουρπ Αγκόπ, στην ανατολική πλευρά, πάνω από την κεντρική αψίδα, στο μεσαίο κλίτος, υπάρχουν δύο παράθυρα, βιτρό, σχήματος καρδιάς και ένα σχήματος σταυρού. Στο ναό του Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς υπάρχουν στις τρεις πλευρές, τρία μονόλοβα παράθυρα με δύο ημικίονες εκατέρωθεν και κιονόκρανα, που σχηματίζουν σταυρό. Στο ναό του Σουρπ Καραμπέτ υπάρχει μπρούτζινος πολυέλαιος, αναπαράσταση από τοιχογραφία του ναού Σουρπ Χατς, στην περιοχή Αχταμάρ της λίμνης Βαν.

Σημειώσεις:
1. Οι ναοί Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς, Σουρπ Καραμπέτ και Σουρπ Αγκόπ διοικητικά υπάγονται στο Καθολικάτο του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας.
2. Ο ναός Σουρπ Αστβατζατζίν διοικητικά υπάγεται στην Αγία Έδρα του Ετσμιατζίν.

Πηγές:
1.http://www.armchurch.gr/resources/pages/churches.php
2.http://www.armenianprelacy.gr/el/armeniki-ekklisia/130-ag-iakwbos-nikaia
3. Βαράκ Χοβσεπιάν, Επετειακό βιβλίο - αφιέρωμα για τα 70 χρόνια (1933 – 2003) του ναού Αγ. Ιακώβου (στα αρμενικά), Αθήνα, 2003.
4. Ελευθερία Κρίγκα, Ανατολικές και Ανατολίζουσες Βασιλικές της Ελλάδας, Αθήνα, 1982.
5.http://www.armenianprelacy.gr/el/armeniki-ekklisia/131-mhtropolitikos-naos-ag-grigorhs-o-fwtisths
6.http://www.armenianprelacy.gr/el/armeniki-ekklisia/132-ag-karabet-neos-kosmos
7. Δρ. Αθανάσιος Αρβανίτης, Επίτομος Ιστορία Συρο - Ιακωβίτικης Αρμενικής και Αιθιοπικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1967.
8. Γκαρμπίς Κουγιουμτζιάν, Επετειακό βιβλίο-αφιέρωμα για τα 70 χρόνια του ναού Αγ. Καραμπέτ (στα αρμενικά), Αθήνα, 1993.
9. Αναστάσιος Ορλάνδος, Η Ξυλόστεγος Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Μεσογειακής λεκάνης, Αθήνα, 1952.
10. Γεώργιος Δημητροκάλλης, Αρμένικη Ναοδομία, Αθήνα, 1996.
11. Richard Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήνα, 1991.
12. Νικόλαος Γκιολές, Βυζαντινή Ναοδομία, Αθήνα, 1987.
13. Νικόλαος Γκιολές, Παλαιοχριστιανική Τέχνη: Ναοδομία, Αθήνα, 1994.

 

Μιζρακιάν Αρτίν-Αγκόπ,
Πολιτικός Μηχανικός MSc

 

Πηγή: armenika.gr

 

300 χρόνια (1717-2017) από την ίδρυση της μονής του Σουρπ Γαζάρ (Αγίου Λαζάρου) στη Βενετία

Ο Μεχιτάρ της Σεβάστειας γεννήθηκε το 1676 και έμελλε να γίνει ο πρωτουργός της αναγέννησης και του πολιτισμού της πατρίδας του.
Σήμερα, μένουμε έκπληκτοι με τα κατορθώματα του ανθρώπου που διένυσε 650 χιλιόμετρα με τα πόδια, μέσα από τα βουνά της Σεβάστειας, έως την Αγία Έδρα του Ετσμιατζίν.
Η φλόγα που άναψε και φώτισε τη μετέπειτα πορεία του ήταν η επαφή του με τα χειρόγραφα του Ετσμιατζίν.

Πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, ο Μεχιτάρ περνάει τον περισσότερο χρόνο του στη μονή του Σουρπ Νισάν της Σεβάστειας διαβάζοντας ακατάπαυστα βιβλία. Κάνει ταξίδια στην Κύπρο, στο Χαλέπι, στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη. Αναζητάει και βρίσκει μορφωμένους ανθρώπους με ζήλο και πνευματικότητα, με τους οποίους, τον Σεπτέμβριο του 1701, ιδρύει τον «Σύνδεσμο των Μεχιταριστών», σε ένα σπίτι στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης.
Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη στην αρμενική γλώσσα ήταν το «L΄ Imitation de Jésus-Christ» του Corneille, σε μετάφραση του Μεχιτάρ. To ειδικό κεφάλαιο στην αρμενική γραμματολογία των Μεχιταριστών θεωρούμε ότι άρχισε με την τυπογραφική αυτή δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Οι μελέτες και η περισυλλογή των Μεχιταριστών στην Κωνσταντινούπολη κρατάνε μόλις ένα έτος. Το 1702, οι επιδρομές των Οθωμανών υποχρεώνουν τον Μεχιτάρ να πάρει την απόφαση της μεταφοράς τους στη Μεθώνη του Μοριά.
Τον 18ο αι., ως καθολικός μοναχός Μεχιτάρ εκ Σεβαστουπόλεως (Μεχιτάρ Σεπασντατσί - Մխիթար Սեբաստացի), ιδρύει το τάγμα και τη μονή των Μεχιταριστών. Σε ένα παράρτημα της σχολής, το οποίο βρίσκεται στο νησί Άγιος Λάζαρος της Βενετίας, εγκατέστησε σχολή και τυπογραφείο, τυπώνοντας γραμματικές, λεξικά και μεταφράσεις των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων σε νεο-αρμενική γλώσσα, διαφορετική από τη μέχρι τότε εκκλησιαστική και λόγια.
Η νέα αυτή γλώσσα καθιερώθηκε από το 1850. Την εποχή εκείνη σημειώθηκε μια αποφασιστική στροφή για την αρμενική λογοτεχνία, η οποία έπαψε πλέον να δέχεται μόνο θρησκευτικές επιδράσεις και χαρακτηρίστηκε από έντονα πατριωτικά αισθήματα.

Μεθώνη η πρώτη έδρα των Μεχιταριστών

Η Μεθώνη, το πρώτο ελληνικό λιμάνι που πήραν οι Βενετοί στις αρχές του 13ου αιώνα, φρούριο και ναυτικός σταθμός που ενώνει Δύση και Ανατολή, ήταν το όραμα του Μεχιτάρ ως η ιδανική τοποθεσία, ώστε να ενώσει θρησκευτικά και πνευματικά την Ανατολή με τη Δύση.
Σε αυτήν την πόλη χτίζει το ερημητήριό του, μαζί με τους 9 μαθητές του. Μετά από αίτησή του προς τη βενετική διοίκηση με έδρα το Ναύπλιο, του παραχωρήθηκε ένα οικόπεδο 25 μέτρα μήκος και 18 πλάτος, εντός του κάστρου της Μεθώνης. Ο χώρος προοριζόταν για ένα μοναστήρι και μια εκκλησία. Μαζί με το οικόπεδο, η διοίκηση του χάρισε και δύο χωριά προς εκμετάλλευση, το χωριό Χαλαζόνι στην Κυπαρισσία και το Μαυρομάτι στην Καλαμάτα. Από το δεύτερο είχαν την υποχρέωση να αποδίδουν 60 ρεάλια στον πρίγκιπα.
Το μοναστήρι ξεκίνησε την οικοδόμησή του τον Μάρτιο του 1706. Ένα μέρος των οικονομικών προβλημάτων καλύφτηκε από τον Μεχιτάρ, ο οποίος πούλησε το εισόδημα των χωριών που του είχαν παραχωρηθεί και προχώρησε στο χτίσιμο.
Το μοναστήρι, το ωραιότερο κτίσμα της Μεθώνης, με πρόσοψη 47 μέτρα και πλάτος 37, προκάλεσε την κατάπληξη των Βενετών και των Ελλήνων.
Την ίδια περίοδο μέσα στη Μεθώνη υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες. Των Λατίνων, των αποίκων της Χίου, των Αρμενίων και των Ελλήνων ορθοδόξων. Η οικοδόμηση της εκκλησίας έγινε με την οικονομική στήριξη της διοίκησης του Μοριά. Τον θεμέλιο λίθο έβαλαν, το 1708, ο αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, Σεβαστιανός Μοτσενίκος, και ο κυβερνήτης Έμμο, παρουσία του αρχιεπισκόπου Κορινθίας Καρλίνη, μαζί με τον Μεχιτάρ.
Ο Μεχιτάρ περίμενε πέντε χρόνια για την έγκριση του καταστατικού και την αναγνώριση του τάγματός του από την Αγία Έδρα. Η έγκριση του τάγματος κοινοποιήθηκε στη Μεθώνη, στις 11 Ιουνίου 1712. Η αναγνώριση προκάλεσε μεγάλη αντίδραση τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στη Ρώμη.
Επί ένα χρόνο, ο Μεχιτάρ παρέδιδε μαθήματα φιλοσοφίας, δογματικής θεολογίας, ιστορίας και μαθηματικών στα νέα μέλη του τάγματος. Η έλλειψη αρμενικών βιβλίων για τις ανάγκες των σπουδαστών ήταν πλέον εμφανής. Κατά τη διάρκεια πνευματικής εκπαίδευσης των σπουδαστών, έφτασαν τα άσχημα νέα στον Μοριά. Ο πόλεμος ερχόταν και ο τούρκος κατακτητής ετοιμαζόταν να μπει στη χερσόνησο. Ο Μεχιτάρ γνώριζε καλά την τυραννία και τη δύναμη των Οθωμανών. Έπρεπε να διαφυλάξει τη μικρή του κοινότητα και να βρει άμεσα νέο καταφύγιο για το τάγμα του.
Επισήμως, ο πόλεμος κηρύχτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1714. Ο Μεχιτάρ κατέφυγε με πλοίο στη Βενετία, μαζί με τους συντρόφους του, τον Μάρτιο του 1715, αφήνοντας το μοναστήρι και την εκκλησία στον πατέρα Λάζαρο και σε 6 βοηθούς . Η Μεθώνη και ο Μοριάς έζησαν τις σφαγές και τις λεηλασίες του κατακτητή, υπό τις διαταγές του Νταμάτ Αλή Πασά. Οι στρατηγοί Αχμέτ Πασά και Σαρί Αχμέτ δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Στις 2 Αυγούστου έπεσε το φρούριο της Μεθώνης. Μετά από τρία εικοσιτετράωρα μάχης, η πόλη παραδόθηκε. Η διαταγή του Σουλτάνου Αχμέτ ήταν σαφής, όλες οι εκκλησίες έπρεπε να μετατραπούν σε τζαμιά.
Τελευταίοι ιερείς του κάστρου, οι αρμένιοι πατέρες Λάζαρος και Ιάκωβος, προσπάθησαν να κρύψουν τα κειμήλια της εκκλησίας, ενώ οι ίδιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Για καλή τους τύχη, μετά από μήνες ενώθηκαν με τα αδέλφια τους στη Βενετία.
Αναρωτιέται κανείς τι απέγινε η εκκλησία και το μοναστήρι του Μεχιτάρ εντός του κάστρου της Μεθώνης. Στα αρχεία του Αγίου Λαζάρου υπάρχει η μαρτυρία ενός μαθητή που επισκέφτηκε τη Μεθώνη το 1739 και είδε την εκκλησία να έχει μετατραπεί σε τζαμί. 25 χρόνια μετά την πολιορκία του κατακτητή, η εκκλησία και το μοναστήρι ήταν στη θέση τους, αλλά ο μαθητής δεν βρήκε το θάρρος να πλησιάσει . Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η παλιά πολιτεία μέσα στο κάστρο εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε, εκτός από μια εκκλησία που επισκευάστηκε και από το 1889 φέρει το όνομα Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος*, ναός μονόχωρος και ξυλόστεγος. Επίσης, μέσα στο κάστρο σώζονται τα ερείπια δυο εκκλησιών, χωρίς να έχουμε ιστορικά στοιχεία για το παρελθόν τους. Οι έρευνες που έχουν γίνει στη Μεθώνη, γνωρίζοντας μόνο τις διαστάσεις του οικοπέδου, διατυπώνουν την υπόνοια πως το αρμενικό μοναστήρι είναι το κτίριο που πρώτα οι Γάλλοι (1828) και έπειτα οι Βαυαροί (1834) χρησιμοποίησαν ως νοσοκομείο.

Άγιος Λάζαρος

Το 1715 ο Μεχιτάρ εγκαθίσταται οριστικά στη Βενετία όπου, μετά από προσωπικές προσπάθειες και με τη βοήθεια των φίλων του, λαμβάνει από τις αρχές την κυριότητα του νησιού Αγ. Λάζαρος, στις 8 Σεπτεμβρίου 1717. Αυτό το ακατοίκητο νησί έγινε το λίκνο του αρμενικού πολιτισμού και ενεργό κέντρο του 18ου αιώνα, με στόχο την πνευματική άνθηση και τον εμπλουτισμό των γνώσεων του αρμενικού λαού.
Ο Μεχιτάρ, κατά τη διάρκεια της ζωής του, εξέδωσε περίπου 50 βιβλία. Ανάμεσα σε αυτά, ξεχωρίζει το μνημειώδες «Λεξικό της Αρμενικής γλώσσας» του 1749 και το πρώτο εγχειρίδιο της δυτικής αρμενικής γλώσσας του 1727.
Το εκδοτικό έργο των μοναχών του νησιού το έτος 1789 εξελίσσεται αριστουργηματικά, με την απόκτηση δικού τους τυπογραφείου εντός του νησιού. Το τυπογραφείο των Μεχιταριστών τυπώνει σε 30 γλώσσες και συναγωνίζεται τα καλύτερα τυπογραφεία της Ευρώπης, κερδίζοντας χρυσά μετάλλια σε εκθέσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Σχεδόν όλες οι σχολικές, φιλολογικές και γενικώς αρμενολογικές εκδόσεις τυπώνονται στο νησί. Το τυπογραφείο του Αγίου Λαζάρου είναι ο παλαιότερος εκδοτικός οίκος στον κόσμο που λειτουργεί αδιάλειπτα.
Μετά το θάνατο του Μεχιτάρ το 1749, η διάσπαση του τάγματος των Μεχιταριστών οδήγησε στην ίδρυση του δεύτερου μοναστηριού στη Βιέννη το 1811. Η μονή της Βιέννης βρίσκεται στην καρδιά της πόλης και το όνομα του δρόμου είναι αφιερωμένο στους Μεχιταριστές. Τόσο η Βενετία όσο και η Βιέννη είναι γνωστές ως κέντρα εκπαίδευσης και πολιτισμού για τους Αρμένιους σε όλον τον κόσμο. Η επανένωση του τάγματός τους έγινε το έτος 2000.

Η βιβλιοθήκη και το εκδοτικό έργο

Στη διάρκεια των αιώνων, οι Μεχιταριστές του Αγίου Λαζάρου δημιούργησαν μια πλούσια βιβλιοθήκη με δεκάδες χιλιάδες τόμους στην αρμενική και σε άλλες γλώσσες, όπως επίσης εφημερίδες, περιοδικά και σπάνια αρχαία βιβλία. Σημαντικά έργα παλαιών και σύγχρονων λογοτεχνών μεταφράστηκαν και τυπώθηκαν από τα ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά στην αρμενική γλώσσα, εμπλουτίζοντας τη βιβλιοθήκη. Μοναχοί καλλιτέχνες χάραξαν χάρτες, απεικονίζοντας στα βιβλία έργα τέχνης, προκειμένου να αναβιώσει η αγάπη του αρμενικού έθνους για τους ιστορικούς τόπους.
Ανάμεσα στις κορυφαίες εκδόσεις των Μεχιταριστών είναι η ιστορία του αρμενικού έθνους, που τυπώθηκε σε τρεις τόμους το 1784. Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο γραμμένο από τον μοναχό ιστορικό Μικαγιέλ Τζαμτζιάν.
Μετά από 300 χρόνια λειτουργίας, ο εκδοτικός οίκος του Αγίου Λαζάρου συνεχίζει το έργο του μέχρι σήμερα και ο αριθμός των εκδόσεων αποτελείται από χιλιάδες τόμους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα περιοδικά των Μεχιταριστών.
Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει 200.000 βιβλία και περιοδικά. Το τυπογραφείο του μοναστηριού βρίσκεται στη μια από τις δύο πόλεις στον κόσμο που μπορούν να καυχηθούν για την έκδοση τουλάχιστον ενός αρμενικού βιβλίου το χρόνο, για 300 χρόνια. Η άλλη πόλη είναι η Κωνσταντινούπολη.
Στο πλούσιο μουσείο της Βενετίας σώζονται πολύτιμοι θησαυροί. Εκτίθενται αρχαία αρμενικά νομίσματα, χαλιά, πορσελάνες, ασημικά, κουστούμια, μια αιγυπτιακή μούμια, ετρουσκικά βάζα, κινεζικές αντίκες, καθώς και το σπαθί του Λέοντος Ε΄, του τελευταίου βασιλιά της Κιλικίας.
Οι διάδοχοι του Μεχιτάρ, κατά τη διάρκεια των αιώνων, συνέλεξαν με συστηματική εργασία πολύτιμα χειρόγραφα.
Η ροτόντα που έχει τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης περιέχει περίπου 3.000 αρχεία, καθιστώντας την τρίτη μεγαλύτερη συλλογή των αρμενικών χειρογράφων στον κόσμο, μετά το «Μαντεναταράν» στο Γερεβάν και το Αρμενικό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.
Ο χώρος που φιλοξενεί τα χειρόγραφα είναι ζωγραφισμένος από τον Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, το 1810, βλέποντας την εξαιρετική δραστηριότητα των Μεχιταριστών, αναγνωρίζει το μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου, με ειδική άδεια, ως ακαδημαϊκό ίδρυμα. Ενώ όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα της Ιταλίας κλείνουν, το μοναστήρι συνεχίζει το έργο του. Διάσημοι αρμένιοι και ευρωπαίοι αρμενολόγοι επιστήμονες συγκαταλέγονται στα μέλη του ιδρύματος.
Για 174 χρόνια, από το 1843, στην Αρμενική Ακαδημία του Αγίου Λαζάρου τυπώνεται αδιάκοπα η επίσημη εφημερίδα των Μεχιταριστών «Παζμαβέμπ» και «Χαντές Αμσοριά». Φέτος, κυκλοφόρησε ειδική έκδοση, μια συλλογή λογοτεχνικών βιβλίων που αποτελείται από κλασικούς αρμένιους συγγραφείς.
Μέσα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Μεχιταριστών εξαπλώθηκε και το αρμενικό θέατρο σε όλες τις αρμενικές κοινότητες του κόσμου. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, απόφοιτοι των κολεγίων δημιούργησαν θεατρικές ομάδες με παραστάσεις αρμενίων και ευρωπαίων δημιουργών.
Ο εκπρόσωπος της σύγχρονης αρμενικής ποίησης, Τανιέλ Βαρουζάν, δήλωνε για τα φοιτητικά του χρόνια : «Tο μυαλό μου είναι υπερήφανο με τα ιδανικά των Μεχιταριστών». Πολλοί καλλιτέχνες έχουν ζωγραφίσει στο νησί, όπως οι Κεβόρκ Μπαχινζαγκχιάν(1892), Ιβάν Αϊβαζιάν(Aivazovsky) (1899), Τζόζεφ Πένελ (1905) και Oβανές Ζαρντανιάν (1958). Επίσης, από τον 18ο αιώνα, έχει φιλοξενηθεί ένα ευρύ φάσμα αξιόλογων επισκεπτών, όπως o άγγλος ποιητής Λόρδος Μπάιρον, η Μαργαρίτα της Σαβοΐας, ο Ναπολέων Βοναπάρτης , ο Κομιτάς Βαρταμπέτ, ο Αράμ Χατσατουριάν, ο Τζοακίνο Ροσίνι, ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Γεϊτσέ Τζαρεέντς και ο Βαρντκές Σουρενιάντς.
Με το έργο του ο Μεχιτάρ δεν έγινε μόνο ο ιδρυτής ενός θρησκευτικού τάγματος, αλλά αναδημιούργησε το λογοτεχνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό κόσμο των αρμενίων, κατορθώνοντας να εμπνεύσει ένα ισχυρό εθνικό φρόνημα. Έτσι, ξεκίνησε μια νέα περίοδος ανθοφορίας της πνευματικής και λογοτεχνικής ζωής.

Σχολεία - Εκπαίδευση

Από το 1736, οι Μεχιταριστές ίδρυσαν σχολεία σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Συνολικά 31 σχολεία προσέφεραν εκπαίδευση στις διασκορπισμένες κοινότητες των Αρμενίων.
Οι πόλεις και τα σχολεία αυτά είναι:
Κωνσταντινούπολη, 1803 έως σήμερα, 2 κολέγια.
Κωνσταντινούπολη - Πέραν, 1808-1870.
Κωνσταντινούπολη - Χαλκηδόνα Μπομόντι, 1808-1915.
Τραπεζούντα, Τουρκία, 3 σχολεία με έτη ίδρυσης 1817-1847-1886 έως 1915.
Νικομήδεια, Τουρκία, 1887-1915.
Μπαρντιζάκ (Κοτζαέλι), Τουρκία, 1883-1915.
Χάρπουτ, Τουρκία, 1912-1915.
Μαλάτια , Τουρκία, 1912-1915.
Μερσίνα, Τουρκία, 1912-1918.
Κιουτάχια, Τουρκία 1912-1915.
Κεφταρλού στον Καύκασο, 1830-1884.
Αχάλτσιχε στον Καύκασο, 1831-1844.
Πάντοβα, Ιταλία, 1834-1846.
Βενετία, 1836-1997.
Παρίσι, 1846-1870 και 1928 έως σήμερα.
Συμφερόπολη, Κριμαία, 1850-1918.
Αγία Πετρούπολη 1850-1918
Νταρόν -Μους, Τουρκία, 1852-1913.
Χαλκηδόνα, Τουρκία, 1870-1915.
Χάρπουτ - Παρτιζάκ, Τουρκία, 1883-1915.
Σάιρα, Περσία, 1885-1900.
Μιλάνο, 1918-1933.
Ιερουσαλήμ, 1931-1934.
Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος, 1936-1964.
Ντουμπρόβνικ (Γειτσαμπετούπολης) στην Ουγγαρία,1746-1820.
Οράντεα (Βαράτ) στην Ουγγαρία, 1749-1820.
Φρουμουάζα (Szépvíz) Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία, 1797-1815.
Χαλέπι, 1936 έως σήμερα.
Βηρυτός, 1948 μέχρι σήμερα 2 κολέγια .
Μπουένος Άιρες, 1956 έως σήμερα.

Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, το τάγμα δραστηριοποιείται στην έκδοση εκπαιδευτικού υλικού και στη διαχείριση ενός σχολείου στο Γερεβάν. Στο Λίβανο λειτουργούν δύο ορφανοτροφεία και δύο κέντρα υγείας.
Παρά το γεγονός ότι το τάγμα των Μεχιταριστών δεν είναι τόσο δραστήριο όπως παλιά, συνεχίζει να λειτουργεί τέσσερα σχολεία σε χώρες της διασποράς. Οι μοναχοί Μεχιταριστές συνεχίζουν την ιερή αποστολή τους, παρά τις δυσκολίες των τελευταίων ετών, ακολουθώντας το μονοπάτι που χάραξε ο ιδρυτής τους, ο Μεχιτάρ Σεπαστατσί.
Φέτος, με αφορμή την 300ή επέτειο των Μεχιταριστών, έχουν προγραμματιστεί διάφορες εκδηλώσεις για τον μήνα Σεπτέμβριο. Ο πατέρας Σερόπ Τζαμουρλιάν τονίζει την εμπειρία πολλών αιώνων φιλοξενίας στο νησί και συμπληρώνει ότι η αποστολή τους παραμένει η ίδια, «υπηρεσία για το αρμενικό έθνος».

* Όταν η πόλη της Μεθώνης ζούσε µέσα στο Κάστρο, ήταν ναός των Λατίνων (;), κτισμένος κατά τη β’ ενετοκρατία. Κατά τη β’ τουρκοκρατία μετατράπηκε σε τζαµί. Δεν ήταν ναός των ορθοδόξων χριστιανών της Μεθώνης. Οι χριστιανοί κάτοικοι του Κάστρου είχαν για τη λατρεία τους τον μεγαλοπρεπή Ι.Ν της Θεού Σοφίας.
O ναός, µετά την αποχώρηση των γαλλικών ειρηνευτικών στρατευμάτων, το 1828 και έως το 1839, χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ως καθεδρικός ναός, αφού μετονομάστηκε σε «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού», διότι οι άλλοι ναοί της πόλης είχαν καταστραφεί από τον Ιµπραήµ Πασά και ο σημερινός Ναός του Αγ. Νικολάου δεν είχε ακόµη κτισθεί, οπότε οι κάτοικοι της Μεθώνης εκκλησιάζονταν στο Κάστρο.

Πηγές :
1.Αρχείο ιδρύματος Χραντ Ντινκ – Φάκελος Βακούφια.
2.Αγκόπ Α. Τζελαλιάν, Η Αρμενική τυπογραφία.
3.Αρσέν Γιαρμάν, Ο γραπτός πολιτισμός των Αρμενίων.
4.Αρμενική Καθολική Εκκλησία (διαδίκτυο) .
5. Γκάρο Κεβορκιάν, Αμενούν Νταρεκίρκ, εκδόσεις 1965-66, Βηρυτός.
6.Τάκης Δεμοδός, Μεχιτάρ (Χρονικό), Νέα Εστία, 1954.
7.Επιστολή της 12/12/1951 του Πατέρα Κερόπ Βαρταμπέντ Σιρακιάν από τη μονή Αγίου Λαζάρου προς τον ιστοριοδίφη Παναγιώτη Κωνσταντινόπουλο, Μεθώνη.

 

Ήρα Τζούρου

 

Πηγή: armenika.gr

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι