Menu

Το γαλάζιο όνειρο - παραμύθι για προικισμένα παιδιά

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

-Γιατί τόσο γαλάζιο;
-Για να έχουν όλοι οι άνθρωποι.
-Είναι καλύτερα έτσι. Θέλω κι εγώ λίγο γαλάζιο.

Η Φωτεινή σκύβει και πιάνει μια χούφτα θάλασσας, μα όταν ανοίγει τα χέρια της βλέπει ότι δεν είναι γαλάζια.

-Τι έγινε;
-Το γαλάζιο είναι για να το μοιραζόμαστε με τους άλλους, όχι να το παίρνουμε για μας.
-Συγγνώμη.
-Δεν πειράζει. Δεν το ήθελες.
-Γιατί είσαι καλός μαζί μου ακόμα κι όταν κάνω λάθος;
-Τα λάθη δεν είναι κακά. Ξέρω ότι ήθελες να το δείξεις στη γιαγιά σου.
-Πώς το ξέρεις;
-Εκείνη δεν σου λέει παραμύθια το βράδυ;
-Ναι, ναι!
-Τότε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα.
-Να τη φέρω κοντά στη θάλασσα;
-Είναι ο μόνος τρόπος να ξαναδεί το γαλάζιο.
-Πώς το ξέρεις ότι το είδε;
-Δεν έχει το ίδιο όνομα μ’ εσένα;
-Ναι, πήρα το δικό της.
-Δεν το πήρες...
-Είναι όπως το γαλάζιο;
-Ακριβώς.

Η Φωτεινή κοίταξε και πάλι τη θάλασσα. Κατάλαβε ότι η γιαγιά της είχε έρθει στο ίδιο μέρος με το δράκο. Εκείνη της είχε μιλήσει για πρώτη φορά για το δράκο, το αγαπημένο της παραμύθι. Εκείνη είχε επιλέξει να είναι δράκος. Και τα παραμύθια της γιαγιάς ήταν η ιστορία του δράκου.

-Θέλω να ξυπνήσω.
-Άνοιξε τα μάτια σου.

Η Φωτεινή ξυπνά και απλώνει το χέρι της.

-Είσαι εδώ;
-Δίπλα σου.
-Εσύ βοήθησες τη γιαγιά μου;
-Ναι.
-Γιατί δεν μου το είπες πριν;
-Ποιος πιστεύει στα παραμύθια;
-Μα δεν είναι παραμύθι! Είναι η ιστορία σου.
-Η ιστορία μου δεν υπάρχει πια. Την έσβησαν.
-Θα τη γράψουμε και πάλι.
-Ποιος θα την πιστέψει;
-Θα πούμε ότι είναι παραμύθι.
-Αυτό σκέφτηκε και η γιαγιά σου.
-Γι’ αυτό έγινε συγγραφέας;
-Δεν υπήρχε άλλη λύση τότε.
-Και τώρα;
-Σ’ αρέσει η ιστορία.
-Με προετοίμασε η γιαγιά μου.
-Μόνο έτσι...
-Θα μπορούσα να γράψω την ιστορία σου.
-Ναι.
-Πώς άντεξες τόσα χρόνια δίχως ιστορία;
-Σε περίμενα μέσα στο μύθο.
-Αλήθεια;
-Είμαι η μνήμη του μέλλοντος.
-Κι είμαι το μέλλον της μνήμης.

Διαβάστε περισσότερα...

Η άμυνα του δράκου - παραμύθι για προικισμένα παιδιά

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

Το σκοτάδι έπεσε και πάλι πάνω στο χωριό της Φωτεινής. Η ημισέληνος ήταν όμως διαφορετική. Κάποιες σκιές έψαχναν για τα παιδιά. Ήθελαν να σβήσουν το μέλλον της μνήμης. Και για να μην ακούει κανείς τον παππού και τη γιαγιά, έπιαναν τα παιδιά. Είχαν κάνει το ίδιο και στη χώρα του δράκου, αλλά αυτή τη φορά ήταν έτοιμος. Πήρε τη Φωτεινή στην αγκαλιά του δίχως να την ξυπνήσει και την έβαλε πάνω στους ώμους του. Κοίταξε κατάματα τις σκιές με το φως της. Μόλις τον είδαν οι σκιές τρόμαξαν και μαζεύτηκαν. Άφησαν τα παιδιά που είχαν πιάσει για ν’ αντιμετωπίσουν όλες μαζί το δράκο του φωτός. Όλες οι σκιές έγιναν μία τεράστια, αλλά ο δράκος παρέμεινε ακίνητος. Άρχισε να τον περικυκλώνει κι ένιωθε πάνω του το βάρος της. Μα όταν προσπάθησε να πιάσει τη Φωτεινή, ο δράκος πέταξε πάνω από τη σκιά. Εκείνη τα ’χασε γιατί δεν μπορούσε να τιναχθεί για να τον χτυπήσει. Σερνόταν πάνω στη γη. Τότε ο δράκος έπεσε πάνω της με την ταχύτητα του φωτός και χάθηκε η σκιά. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε η Φωτεινή.

-Πού είμαστε;
-Μέσα στ’ όνειρό σου.
-Γιατί;
-Γιατί με σκέφτηκες.
-Θα σ’ είχα ανάγκη τότε...
-Δεν υπάρχει άλλος λόγος.
-Ήταν και μία σκιά.
-Ναι, αλλά έφυγε τώρα.
-Εσύ την έδιωξες;
-Το φως.
-Και τα παιδιά;
-Τα παιδιά κοιμούνται στο σπίτι τους τώρα.
-Νυστάζω κι εγώ.
-Θα σε πάω σπίτι τώρα.
-Θα με βάλεις τους ώμους σου;
-Όχι, αυτό είναι μόνο για τα όνειρα. Θα σε κρατώ από το χέρι.
-Όπως ο παππούς;
-Ναι, σαν τον παππού.
-Εντάξει τότε. Θα μου πεις κι εσύ μία ιστορία!
-Γιατί;
-Έτσι κάνει ο παππούς όταν περπατάμε.
-Καλώς.

Έτσι προχώρησαν ο δράκος και η Φωτεινή μέσα στο σκοτάδι. Ο δράκος έλεγε για την πέτρινη θάλασσα κι η Φωτεινή τον διέκοπτε για να ζητήσει εξηγήσεις. Κι έτσι έμαθε για τα παιδιά που αγαπούν τη θάλασσα. Προσπαθούσε να τη φανταστεί, αλλά ήταν δύσκολο. Το χωριό της ήταν στα βουνά και ποτέ δεν την είχε δει. Όταν έφθασαν στο δωμάτιό της.
-Θα με πας κι εμένα στη θάλασσα.
-Τώρα;
-Όχι, θέλω πρώτα να την ονειρευτώ.
-Πρέπει να κοιμηθείς πρώτα.
-Θα μείνεις κοντά μου;
-Πάντα.
-Θα ’ρθεις κι εσύ στο όνειρό μου;
-Μόνο αν μ’ έχεις ανάγκη.
-Σ’ έχω ανάγκη.
-Τότε θα μ’ ονειρευτείς κοντά σου στη θάλασσα.
-Αυτό θέλω.
-Αυτό θα γίνει.

Έτσι αποκοιμήθηκε η Φωτεινή με τον αόρατο και το γαλάζιο.

Διαβάστε περισσότερα...

Τα σιδερένια γράμματα και το μυστικό του δράκου - παραμύθι για προικισμένα παιδιά

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

Η Φωτεινή ξύπνησε με τον ήλιο και δεν πρόσεξε την απουσία του δράκου. Τον ένιωθε μόνο όταν τον είχε ανάγκη. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, για να δείξει ότι είναι μεγάλη, μα κανείς δεν το παρατήρησε. Έτσι επέστρεψε στο δωμάτιό της και βρήκε τα σιδερένια γράμματα. Της τα είχε αφήσει ο δράκος, για να μην ξεχάσει την ιστορία του. Προσπάθησε να τα σηκώσει αλλά ήταν πολύ βαριά. Έλεγε ο δράκος ότι είχαν το βάρος της μνήμης. Προσπάθησε να διαβάσει τι έγραφαν αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν παράξενα σαν τον δράκο. Τότε τον θυμήθηκε και τον φώναξε.

- Δράκε;
- Ναι, Φωτεινή μου.
- Πού ήσουν;
- Δίπλα σου.
- Μα δεν σ’ ένιωθα.
- Είναι γιατί δεν μ’ είχες ανάγκη…
- Όταν δεν έχουμε ανάγκη τους άλλους, δεν τους νιώθουμε;
- Έτσι λένε.
- Ποιοι; Οι άνθρωποι;
- Όχι, οι άλλοι.
- Και τα γράμματα, τι λένε;
- Το μυστικό.
- Ποιο μυστικό;

Ο δράκος δεν απάντησε. Έπιασε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει. Η Φωτεινή κοίταζε τις αόρατες  κινήσεις και προσπαθούσε να καταλάβει τη σκέψη του κι άκουγε το έργο της σιωπής. Όταν τελείωσε ο δράκος, ο τοίχος του δωματίου της ήταν γεμάτος αποτυπώματα. Ήταν τα ίχνη της ιστορίας, το μυστικό του δράκου.

- Και πώς θα τα διαβάσω;
- Με τα δάκτυλα.
- Με τα δάκτυλα; Μα πώς είναι δυνατόν;
- Η ουσία είναι αόρατη για τα μάτια.

Η Φωτεινή έβαλε τα χέρια της πάνω στον τοίχο. Έτσι, ένιωσε τα χάδια του δράκου. Βούρκωσαν τα μάτια της από χαρά.

- Θα μου γράψεις κι άλλα;
- Μόλις το τελειώσεις.
- Δεν θέλω να τελειώσει.
- Τότε θα γράφω την ώρα που διαβάζεις, για να μην τελειώσει ποτέ.
- Ναι, έτσι να κάνεις.
- Έτσι θα κάνω.

Με αυτόν τον τρόπο η Φωτεινή μάθαινε για το φως του μαύρου και τους ξεχασμένους διάλογους. Κανείς άλλος δεν ήξερε για το μυστικό τους. Ακόμα κι όταν έπρεπε να σβήσει το φως το βράδυ, η Φωτεινή μπορούσε να διαβάσει την παράξενη γραφή.
Κάθε μέρα η Φωτεινή διάβαζε όλο και περισσότερο. Ήθελε να μάθει για τα ξεχασμένα. Ήθελε να μάθει για τα μελλοντικά. Τα χίλια χρόνια του δράκου είχαν απομνημονεύσει τον κόσμο των ανθρώπων. Και η Φωτεινή ήξερε πια ότι δεν ήταν μόνη. Στο παρελθόν, υπήρξαν κι άλλες μικρές μέσα στη μοναξιά. Και θα υπάρχουν κι άλλες στο μέλλον. Μόνο που τώρα υπήρχε κι ο δράκος. Τον κοίταξε και πάλι μέσα στο σκοτάδι την ώρα που έγραφε γι’ αυτήν. Τον έβλεπε τώρα γιατί ήξερε το μυστικό του. Του ακούμπησε για πρώτη φορά το χέρι που σήκωνε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει για τον δράκο της ζωής της.

Διαβάστε περισσότερα...

Η Φωτεινή και ο Δράκος - παραμύθι για προικισμένα παιδιά

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή, τόσο μικρή, που κανείς δεν την πρόσεχε. Τη ’λέγαν Φωτεινή, γιατί ακόμα και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι έλαμπαν τα μαλλιά της. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκανε την προσευχή της για τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να το μάθουν στο χωριό της για να μην την αποπάρουν και την έλεγε από μέσα της.

Εκείνη την εποχή, ένας δράκος περνούσε από τη χώρα της. Είχε μαζί του σιδερένια γράμματα, για να μην ξεχνά ποτέ την αγαπημένη του πατρίδα. Είχε ακούσει πολλές προσευχές τη χρονιά της καταστροφής, αλλά δεν μπόρεσε να βοηθήσει όλους τους δικούς του. Η αντίσταση ήταν μάταιη αλλά δεν έσκυψε ποτέ και έσωσε όσους μπορούσε με νύχια και με δόντια. Όταν τον έπιασαν τα κτήνη, δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν γιατί δεν είχε ζήσει ακόμα τα χίλια χρόνια του. Κι έτσι μια μέρα, με ήλιο, δραπέτευσε.

Εκείνη τη νύχτα άκουσε την προσευχή της μικρής Φωτεινής. Είχε δει πολλούς αλλά κανείς δεν προσευχόταν για τους άλλους. Κι αποφάσισε να τη βρει στο χωριό της. Ήταν εύκολο, γιατί εκείνη έλαμπε μέσα στο σκοτάδι. Την κοίταζε αλλά δε τον έβλεπε. Ο Δράκος είχε το χρώμα του αοράτου από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του. Τον ένιωσε όμως και φώναξε:

- Ποιος είναι;
- Εκείνος που άκουσε την προσευχή σου.
- Είστε άγιος;
- Στην πατρίδα μου οι άγιοι ήρθαν μετά!
- Γιατί δεν σας βλέπω;
- Γιατί δεν υπάρχει λόγος.
- Με τι μοιάζετε;
- Με τι θες να μοιάζω;
- Με δράκο!
- Με δράκο;
- Για να σας φοβούνται εκείνοι που κάνουν κακό στους ανθρώπους.
- Δεν θες να μοιάζω με άνθρωπο;
- Όχι!
- Μα γιατί;
- Πώς θα μας προστατεύσεις αλλιώς;
- Έχεις δίκιο.
- Θα είσαι το τέρας μου.
- Όπως λέμε, ο άνθρωπός μου.
- Ακριβώς.
- Εντάξει, φωτεινή μου.
- Πώς ξέρετε το όνομά μου;
- Δεν το ξέρω, το βλέπω.
- Είσαι παράξενος.
- Πειράζει;
- Όχι. Είναι καλύτερα έτσι. Για να μη σε θέλει κάποιος άλλος.
- Θα είμαι εδώ για σένα.
- Γιατί κουβαλάς αυτά τα σιδερένια γράμματα;

Ο Δράκος άρχισε να της διηγείται τις περιπέτειες του και η μικρή Φωτεινή αποκοιμήθηκε. Ήταν για πρώτη φορά χαρούμενη. Ο Δράκος παρέμεινε όρθιος δίπλα της. Κανείς πια δεν θα την πείραζε. Είχε επιτέλους κι αυτός ένα φως μέσα στο σκοτάδι. Η μικρή Φωτεινή ήταν το αναμμένο κερί ενός ανύπαρκτου ναού που περίμενε την επόμενη ιστορία, για να ξυπνήσει ο κόσμος. Αυτοί θα έγραφαν τα σιδερένια γράμματα που κρατούσε ο Δράκος της Φωτεινής.

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι