Menu

Συρία: σαν Οθωμανικό καρτ – ποστάλ

Γράφει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας

Σε αντίθεση με την εθνικά εκκαθαρισμένη Τουρκία, που ακολούθησε το ευρωπαϊκό μοντέλο του εθνικισμού, στη Συρία διατηρείται ακέραιο το Οθωμανικό μοντέλο της συγκατοίκησης ποικίλλων εθνοτικών ομάδων. Παρά το ότι η σαρία αποτελεί πηγή του κρατικού δικαίου, η παρουσία των Χριστιανών στη χώρα παραμένει δυναμική και οι διακρίσεις εις βάρος τους σχεδόν ασήμαντες σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει αλλού στη Μέση Ανατολή. Μόνο στο Λίβανο συναντά κανείς τόσο έντονη τη χριστιανική παρουσία. Σύσσωμη η Χριστιανική κοινότητα, μαζί με τις άλλες μειονότητες, τάσσεται στο πλευρό του καθεστώτος, θεωρώντας ότι αυτό και μόνο την προστατεύει από το φανατικό Ισλάμ.

ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ, ΧΑΛΕΠΙ, ΔΑΜΑΣΚΟΣ: Η διάβαση των τουρκοσυριακών συνόρων στην Αντιόχεια ισοδυναμεί με πέρασμα από μία σφαίρα σε μία άλλη, και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Στο καθαρά εικονογραφικό, οι πράσινες πεδιάδες – γεμάτες παπαρούνες την εποχή αυτή – της τουρκικής επαρχίας του Χατάι δίνουν τη θέση του στους λόφους από λευκή πέτρα και τους ελαιώνες της Συρίας. Τα πορτρέτα και οι προτομές ενός νεκρού ηγέτη, που κατακλύζουν την Τουρκία, αντικαθίστανται με εκείνα ενός ζωντανού: το συριακό καθεστώς δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από την, κωμική σε μας, προσωπολατρεία, ούτε και υπό το νεαρό και μετριοπαθή, σε σχέση προς τον πατέρα του, Μπασάρ Άσαντ.

Περνώντας τα σύνορα, θυμάμαι κάθε φορά τον Αστερίξ στην Ελβετία. Φθάνοντας στη μεθόριο Γαλατίας – Ελβετίας, ο Αστερίξ με όλη του την κουστωδία περιεργάζονται τις συνοριακές ταμπέλες. Εκείνη που δείχνει προς τη Γαλλία είναι παμβρώμικη και παλιά, εκείνη που δείχνει την Ελβετία καινούρια και απαστράπτουσα. Μία μπηχτή αυτοσαρκασμού για τη διαβόητη έλλειψη φανατισμού των Γάλλων για την καθαριότητα! Παρόμοια με τις δύο ταμπέλες εντύπωση σου αφήνει και η σύγκριση Τουρκίας – Συρίας.

Σε καμία περίπτωση η Συρία δεν είναι βρώμικη. Για τα δεδομένα αραβικού κράτους, είναι αναμφισβήτητα πεντακάθαρη. Σε σχέση όμως με την ταχύτατα τσιμεντοποιούμενη, high-tech και νεόπλουτη Τουρκία, όπου κυριαρχεί πια η πολυφωνική δημόσια συζήτηση και η κατάρριψη των ταμπού, η Συρία μοιάζει παλιοκαιρισμένη, κολλημένη σε περασμένες δεκαετίες. Κανείς δεν τολμά να ανοίξει δημόσια πολιτικές συζητήσεις, αν και όλοι πια συζητούν χωρίς φόβο κατ’ ιδίαν. Λείπουν από τις επαρχιακές πόλεις της η ασύρματη πρόσβαση στο διαδίκτυο, οι τεράστιες υπεραγορές και το απέραντο κιτς του γρήγορου πλούτου που σάρωσε τις – εκτρωματικής πια ασχήμιας – περισσότερες τουρκικές πόλεις. «Έτσι ήταν και το Χατάι πριν δεκαπέντε χρόνια» μου λέει ο οδηγός του ταξί που μισθώσαμε για τη διαδρομή από την Αντιόχεια προς το Χαλέπι. «Μετά ήλθαν οι επενδύσεις, το χρήμα, το μοντέρνο».

Και κάθε φορά περνώντας από τη μία χώρα στη άλλη σκέφτομαι το φίλο πανεπιστημιακό Κερέμ Οκτέμ, που εργάζεται στο Κέντρο Μελετών  Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Από τη μία πλευρά των συνόρων έχεις την Τουρκία, που είναι – και επιμόνως προβάλλεται – ως μοντέρνα. Από την άλλη, τη Συρία, που είναι υπερηφάνως παλαιομοδίτικη, σαν εικόνα βγαλμένη από την Οθωμανική περίοδο.» Βιάζεται να συμπληρώσει πως η Τουρκία, για να «εκμοντερνισθεί», ακολούθησε το ευρωπαϊκό μοντέλο του εθνικισμού και εκκαθαρίσθηκε πλήρως εθνικά και θρησκευτικά. «Αντίθετα, στη Συρία θα βρεις ακόμη όλο εκείνο το γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό που χαρακτήριζε την Οθωμανική πόλη».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διάλυσης του μωσαϊκού στην Τουρκία η συνοριακή πόλη της Αντιόχειας. Πριν την ενσωμάτωσή της στην Τουρκία το 1938, μέσω ένος ύποπτου στη διαφάνειά του δημοψηφίσματος που αποφάσισαν οι αρχές της γαλλικής εντολής της Συρίας, η περιοχή της Αντιόχειας αποτελούσε εθνοτικό και θρησκευτικό κράμα. Ελληνορθόδοξοι αραβικής καταγωγής, Άραβες αλαουΐτες, Τούρκοι και Κούρδοι Σουνίτες, Αρμένιοι Γρηγοριανοί και Άραβες Ελληνοκαθολικοί και Ρωμαιοκαθολικοί συναποτελούσαν τον πληθυσμό της. Αμέσως μετά την προσάρτησή της στην Τουρκία, όμως, όλοι σχεδόν οι Αρμένιοι και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων Χριστιανών της περιοχής διέφυγαν πανικόβλητοι στη Συρία, ανήσυχοι με τις προεκτάσεις του τουρκικού εθνικισμού. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας μετεγκαταστάθηκε στη Δαμασκό.

Και όμως το Χατάι, όπως μετονομάσθηκε η περιοχή, παραμένει μία από τις εθνικά και θρησκευτικά πιο ενδιαφέρουσες της τουρκικής επικράτειας, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της γλωσσικά και θρησκευτικά ομοιογενής. Προσπαθώντας να προβάλουν μία εικόνα πολυπολιτισμικότητας, ιδίως προς το δυτικό κοινό, οι αρχές διοργανώνουν κάθε χρόνο ένα μάλλον χαζοχαρούμενο φεστιβάλ «συνύπαρξης και αδελφοσύνης» (έτσι το χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Εβραϊκής κοινότητας της Αντιόχειας που αρνείται να συμματάσχει), όπου η Αντιόχεια επιχειρεί να προβληθεί ως «πόλη – πρότυπο ειρηνικής θρησκευτικής συνύπαρξης». Παρά τις ετήσιες φανφάρες, παραμένει η πικρή αλήθεια πως ο χριστιανικός, τουλάχιστον, πληθυσμός της πόλης αποτελεί σήμερα, και σε αυτή την επαρχία, σταγόνα στον ωκεανό ενός πληθυσμού που αυξήθηκε δραματικά. Οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων παραμένουν, οι απόντες όμως είναι οι ίδιοι οι πιστοί. Στην Αντιόχεια, σημαντική παρουσία έχουν, μεταξύ των «διαφορετικών», οι Άραβες Αλαουΐτες, μουσουλμανική αίρεση που απαντάται κυρίως στη Συρία.

Στη Συρία, όμως, η συγκατοίκηση διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων παραμένει ζώσα πραγματικότητα. Γι’ αυτόν ίσως το λόγο δε χρειάζεται να καταστεί αντικείμενο κάποιου φεστιβάλ. Η διαφορά είναι οφθαλμοφανής ήδη από τη μεθόριο με την Τουρκία. Ενώ στη δεύτερη οι ταμπέλες είναι όλες στην Τουρκική – η χρήση άλλων γλωσσών απαγορεύεται – στα Κουρδικά και Αρμενικά χωριά του Συριακού βορρά οι πινακίδες είναι συνήθως δίγλωσσες, και ο πληθυσμός μιλά μεταξύ του μόνο στις μητρικές του γλώσσες. Στις μεγάλες μητροπόλεις της χώρας, το Χαλέπι και τη Δαμασκό, οι ιστορικές γειτονιές είναι χωρισμένες κατά συνοικίες, ανάλογα με τη θρησκευτική ομάδα που τις κατοικεί. Οι δρόμοι τους μοιάζουν με επιστολικά δελτάρια της Οθωμανικής περιόδου. Βλέπεις, δίπλα στην πλειοψηφία των Αράβων Σουνιτών, τις Χριστιανές και τις Δρούζες ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, τους Βεδουΐνους από την έρημο και τους Κούρδους χωρικούς να φορούν ενδυμασίες που δεν άλλαξαν για χιλιετίες. Τα καμπαναριά και οι τρούλοι εκκλησιών μιας πανσπερμίας δογμάτων κυριαρχούν στον αστικό ορίζοντα σχεδόν όσο και οι μιναρέδες.

Στο χριστιανικό τομέα της Δαμασκού, μπορείς να ξεχάσεις ότι βρίσκεσαι στη Μέση Ανατολή. Σε κάθε σχεδόν γωνιά του δρόμου βρίσκονται χριστιανικά προσκυνήματα, κυρίως αγάλματα της Παναγίας στολισμένα με πλαστικά λουλούδια και πολύχρωμα φωτάκια, μαζί με εικόνες του Χριστού και των Αγίων, σταυρούς και φυλαχτά. Είναι υπέροχα κιτς, ιδίως το βράδυ όταν φωτίζονται. Αγάλματα της Παναγίας και του Χριστού στολίζουν και τις στέγες πολλών σπιτιών. Λίγο πριν το σούρουπο, είναι η ώρα της γιαγιάς. Οι αμέτρητες γιαγιάδες της περιοχής βγαίνουν βόλτα με τα εγγόνια τους, κατευθυνόμενες προς μία από τις αμέτρητες εκκλησίες των εδώ συνοικιών. Είναι όλες ντυμένες με τη μόδα των γιαγιάδων μας, και σου θυμίζουν την Ελλάδα πριν είκοσι – τριάντα χρόνια. πολλές φορούν δαντέλες στα μαλλιά για τη λειτουργία, μετά την οποία κάθονται αμέριμνα στα κεφαλόσκαλα και τις εσωτερικές αυλές των σπιτιών και κουτσομπολεύουν. Νομίζεις πως βρίσκεσαι κάπου στη λατινική μεσόγειο.

Μόνη διαφορά με τη λατινική Ευρώπη ότι το πλήθος των εδώ εκκλησιών δεν ανήκουν σε ένα δόγμα, αλλά στις αναρίθμητες ομολογίες στις οποίες έχουν χωρισθεί οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής: Ελληνοκαθολικές, Ελληνορθόδοξες, Συροορθόδοξες, Συροκαθολικές, Ρωμαιοκαθολικές, Μαρωνιτικές, Αρμενικές Ορθόδοξες, Αρμενοκαθολικές, Ασσυριακές εκκλησίες κρύβονται στα σοκάκια της παλιάς Δαμασκού στη Jdeideh, την παλιά χριστιανική γειτονιά του Χαλεπίου. Αντίστοιχα μεσογειακή είναι η ατμόσφαιρα στην κεντρική της πλατεία με τις σειρές Αρμένικα κοσμηματοπωλεία. Στα παγκάκια της παίρνουν τον αέρα τους οι περίοικοι, τρώγοντας παγωτά και συζητώντας ως αργά τη νύχτα.

Μόνο στο Λίβανο, από όλη τη Μέση Ανατολή, έχουν οι Χριστιανοί τόσο έντονη παρουσία στο αστικό τοπίο και την πληθυσμιακή σύνθεση όσο στη Συρία. Ο Λίβανος όμως ιδρύθηκε ως κράτος με πλειοψηφία χριστιανική, για να αποτελέσει καταφύγιο των Χριστιανών του Λεβάντε. Αν και οι ταραγμένες συνθήκες του εικοστού αιώνα οδήγησαν στην απώλεια της χριστιανικής αυτής πλειοψηφίας, περιορίζοντας τους Χριστιανούς στο 40% του πληθυσμού, ο Λίβανος παραμένει η μόνη αραβική χώρα όπου η σαρία δεν αποτελεί πηγή του δημοσίου δικαίου. Όσο για την Αίγυπτο, τα δώδεκα εκατομμύρια των Κοπτών βρίσκονται σε συνεχή, έμμεσο διωγμό από τις αρχές, που επιχειρούν σε κάθε ευκαιρία να τους εξαναγκάσουν να αλλάξουν θρησκεία. Οι σχετικές καταγγελίες πλημμυρίζουν το διεθνή τύπο.

«Ζούμε πολύ άνετα εδώ, δε μας ενοχλεί κανείς. Η Συρία είναι παράδεισος για τους Χριστιανούς στη Μέση Ανατολή» θα σου πουν όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί στη Συρία. Δεδομένου ότι πρόκειται για μία χώρα με καθεστώς ανελεύθερο, είναι φυσικό να δυσπιστείς αρχικά. Μόλις όμως η συζήτηση πιάσει το ακανθώδες ζήτημα του καθεστώτος Άσαντ, συνειδητοποιείς ότι οι Χριστιανοί έχουν ισχυρούς λόγους να αισθάνονται ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από αυτό. «Ακριβώς επειδή ζούμε υπό καθεστώς αυταρχικό, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας μειονότητας, αισθανόμαστε υπό προστασία» υποστηρίζει μία νεαρή Χριστιανή επιχειρηματίας από το Χαλέπι. Αναφέρεται στο γεγονός ότι η οικογένεια Άσαντ ανήκει στην αίρεση των Αλαουϊτών, που αν και αποτελεί γύρω στα 10% του πληθυσμού μόνο, έχει στελεχώσει τις ανώτατες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. «Ο Πρόεδρος Άσαντ και τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει να ανήκεις σε μειονότητα. Είναι γεμάτοι κατανόηση προς τα ζητήματά μας και φροντίζουν πολύ για την ευημερία μας» υποστηρίζει η Μαρί Τερέζ, ελληνοκαθολική καλόγρια από το Λίβανο που διακονεί στη Δαμασκό.

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής είναι το ακραίο Ισλάμ. Κοιτάξτε τι συμβαίνει σήμερα στους Ασσυρίους του Ιράκ, κοιτάξτε τι πιέσεις δέχονται από τους αδελφούς Μουσουλμάνους οι Κόπτες στην Αίγυπτο. Ευτυχώς, στη Συρία το καθεστώς Άσαντ διέλυσε το Ισλαμικό κίνημα εν τη γενέσει του» μου εξηγεί ο Ρεϊμόν, ένας από τους προύχοντες της Ελληνοκαθολικής κοινότητας, της αριθμητικά σημαντικότερης μεταξύ των Χριστιανών της παλιάς Δαμασκού. «Οι νέοι ζητούν φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος και ανοίγματα. Εμείς, η παλαιότερη γενιά, δεν είμαστε ενάντια στα ανοίγματα, στις νέες ελευθερίες και τις νέες ευκαιρίες. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Χρωστάμε την ύπαρξη και την ευημερία μας στο καθεστώς Άσαντ, όχι μόνο οι Χριστιανοί, αλλά όλες οι μειονότητες. Αν επιχειρηθεί στη Συρία, χώρα με σουνιτική πλειοψηφία, μία δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου, υπάρχει ο κίνδυνος να εγκατασταθεί καθεστώς με πολύ πιο ισλαμικές αναφορές. Και αν αυτό συμβεί, φοβάμαι πως θα εξαναγκασθούμε πάλι σε φυγή».

Οι Χριστιανοί της Συρίας θυμούνται την καταπίεση των χρόνων διακυβέρνησης της χώρας από το στρατηγό Σισακλί, που επιχείρησε να «σουνοποιήσει» τη χώρα κρατώντας τους Χριστιανούς και τους «αιρετικούς» Μουσουλμάνους (Δρούζους, Αλεβίτες, Σιΐτες) μακριά από τη διακυβέρνηση και την οικονομική ζωή της χώρας. «Η εμπειρία της στρατιωτικής δικτατορίας του Σισακλί ήταν πολύ τραυματική για τις μειονότητες, και η εποχή Άσαντ άνοιξε μία νέα σελίδα. Ίσως γι’ αυτό το λόγο οι μειονότητες αισθάνονται τέτοια προσήλωση στο καθεστώς» υποστηρίζει ανώτατο στέλεχος του υπουργείου πολιτισμού, Σουνίτισσα η ίδια. «Είμαστε ευγνώμονες για την παρουσία των Χριστιανών, των Αλεβιτών, των Δρούζων και των άλλων μειονοτήτων» προσθέτει έτερη πηγή κοντά στη κυβέρνηση. «Χωρίς αυτές, η χώρα μας θα ήταν σαν τη Σαουδική Αραβία, χωρίς καμία πολυφωνία, έρμαιο του φανατισμού. Γι’ αυτό και καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να κρατήσουμε τις μειονότητες εδώ. Ευχή μας να επιστρέψουν και οι Χριστιανοί που έφυγαν στις ΗΠΑ και τη Νότια Αμερική για οικονομικούς λόγους» λέει.

Όταν οι μειονοτικοί επαναλαμβάνουν πως το καθεστώς Άσαντ «τσάκισε τον Ισλαμικό φανατισμό» αναφέρονται στη σφαγή της Χάμα. Τη δεκαετία του 1980, η Μουσουλμανική Αδελφότητα κήρυξε ένοπλο αγώνα ενάντια στο «άθεο καθεστώς των Αλεβιτών του κόμματος Μπάαθ» με σειρές δολοφονιών κυβερνητικών παραγόντων, στρατιωτικών, αστυνομικών και Χριστιανών στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το 1982, η αδελφότητα στασίασε στη συντηρητική πόλη Χάμα, κατέλαβε την εξουσία και κήρυξε «ιερό πόλεμο» στο Μπάαθ, κατασφάζοντας τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και όποιον μη Σουνίτη Μουσουλμάνο έβρισκε μπροστά της. Ο αδελφός του τότε προέδρου Χάφεζ Αλ-Άσαντ, Ριφάτ, περικύκλωσε τη Χάμα και κατέπνιξε τη στάση των ισλαμιστών. Περίπου 30,000 άτομα έχασαν τη ζωή τους, και η δημόσια συζήτηση του γεγονότος στη Συρία απαγορεύεται απολύτως. Η «σφαγή της Χάμα» μπορεί να έφερε μεγάλο μέρος των Σουνιτών σε αντίθεση με το καθεστώς Μπάαθ, αλλά έκανε την οικογένεια Άσαντ ήρωες στα μάτια όλων των μειονοτήτων. «Γεια στα χέρια του» επαναλαμβάνουν οι μειονοτικοί στη χώρα, όποτε αναφέρεται το συμβάν. «Αν δεν τους είχε τσακίσει, πως θα είμασταν σήμερα; Μία ισλαμική δικτατορία. Θα υπήρχε χώρος για μας εδώ;» αναρωτιέται μια νεαρή ελληνορθόδοξη ηθοποιός στη Δαμασκό, γνωστή πρωταγωνίστρια σε σαπουνόπερες. «Η μαμά μου μετά τη Χάμα έκανε τον πατέρα Άσαντ γύψινη προτομή και τον έβαλε δίπλα στην Παναγία» λέει γελώντας. «Του φόρεσε και σταυρό και λουλούδια στο λαιμό».

Τα ίδια ακούω και από τους Δρούζους, στα χωριά νότια της Δαμασκού, και τους Αλεβίτες στην παραλία. «Είμαστε μια χαρά όπως είμαστε σήμερα, και φοβόμαστε κάθε αλλαγή, μήπως είναι για το χειρότερο». Αυτό είναι το μήνυμα που από άκρου εις άκρον της χώρας στέλνουν οι μειονότητες της Συρίας. Ο καλοπροαίρετος όμως για τις μειονότητες αυταρχισμός του καθεστώτος Άσαν, η προστασία που τους παρέχει από κάθε κίνδυνο εξτρεμισμού, είναι η μόνη αιτία της ευμάρειάς τους στη γωνιά αυτή του Λεβάντε;

«Παραδοσιακά στη Συρία υπάρχει μία εγκάρδια συνεννόηση μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων» εξγηγεί η Jenny Poche Marrache, απόγονος μίας από τις τελευταίες οικογένειες Λεβαντίνων [Ευρωπαίων μετοίκων] που παραμένουν στο Χαλέπι. «Οι αρχές δε διακρίνουν μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, και δε συναντούμε εμπόδια στην καριέρα μας. Ο δημόσιος τομέας είναι γεμάτος από Χριστιανούς, το ίδιο και οι επιχειρήσεις. Ο πατέρας Άσαντ μάλιστα κατήργησε, συμβολικά, την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.» Μείωση βέβαια υπήρξε στα νούμερα της κοινότητας. «Δυστυχώς στο παρελθόν υπήρξε μαζική έξοδος των Αρμενίων, που επέστρεψαν στην Αρμενία, και άλλων Χριστιανών για οικονομικούς λόγους. Οι ιδιωτικοποιήσεις κατέστρεψαν τις επαγγελματικές ευκαιρίες πολλών. Σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι Χριστιανοί Χαλεπίτες στο Μονρεάλ απ’ ότι εδώ. Το ρεύμα όμως έχει σταματήσει, καθώς η οικονομία μας αναπτύσσεται» τονίζει.

Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που θεωρούν εξίσου σημαντική με την προστασία του καθεστώτος Άσαντ τη μακρά εμπορική παράδοση και αστική κουλτούρα της χώρας. «Η Συρία έχει μία αστική κουλτούρα χιλιετιών, και μακρά εμπορική παράδοση. Το Χαλέπι βρίσκεται πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Μία κοινωνία που στηρίζεται στο εμπόριο για να ευημερήσει, που έχει τον έμπορο ως ιδανικό πρότυπο, είναι εξ ορισμού μία κοινωνία ανεκτική. Ο έμπορος πρέπει να είναι ευγενής με όλους, ανεκτικός και φιλόξενος, για να κάνει τη δουλειά του. Δεν έχει το εμπόριο χώρο για φανατισμούς» εξηγεί ο Χαμπίμπ Μπασούς, ένας από τους χιλιάδες ελληνορθόδοξους της Αντιόχειας που άφησαν τη γενέτειρά τους για τη δεύτερη πόλη της Συρίας.  «Μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπάρχει στη Συρία αγάπη, κοινή νοοτροπία και κοινά όνειρα» λέει, ενώ τονίζει, όπως πολλοί Χριστιανοί συνομιλητές μου, ότι οι Σύριοι Χριστιανοί έχουν αποδεχθεί πλήρως την αραβική ταυτότητα της χώρας.

Ίσως και γι’ αυτό το λόγο της αποδοχής του παναραβικού ιδεώδους, σκέφτομαι, να απετράπη στη Συρία το χάος του Λιβάνου, όπου Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι κατεσφάγησαν στο δεκαπεντάχρονο εμφύλιο. Δεν αντιπαρατάχθηκαν μόνο οι δύο θρησκείες μεταξύ τους, αλλά και οι ομολογίες που συναπαρτίζουν καθεμία πολέμησαν η μία την άλλη μέχρις εσχάτων, πολλές φορές μάλιστα κάθε ομολογία διαιρέθηκε σε στρατόπεδα που ήλεγχαν κάποιες φεουδαρχικές οικογένειες. Οι Μαρωνίτες, κύρια χριστιανική ομολογία του Λιβάνου, προσπάθησαν να ορθώσουν ανάχωμα στον παναραβισμό, ερχόμενοι έτσι σε σύγκρουση με τους Μουσουλμάνους, αλλά και με ικανό μέρος των λοιπών Χριστιανών. «Μη συγκρίνετε το Λίβανο με τη Συρία» μου επισημαίνει Γάλλος διπλωμάτης στη Δαμασκό. «Ο Λίβανος είναι κοινωνία φεουδαρχική, όπου κάθε θρησκευτική κοινότητα είναι οργανωμένη γύρω από δυο – τρεις οικογένειες. Αντίθετα, στη Συρία, υπήρξε πάντα κεντρική εξουσία, που πάταξε κάθε φυγόκεντρη τάση προς το χάος. Δεν μπορεί η Συρία να γίνει κράτος πολιτοφυλακών. Ούτε και έχουν οι Χριστιανοι της Συρίας αυτοτελή πολιτικό λόγο ή φιλοδοξίες ανταγωνιστικές προς τους υπόλοιπους Σύριους.»

Όλοι οι συνομιλητές μου επισημαίνουν πως, σε αντίθεση με την Τουρκία και το κοσμικό κράτος, στη Συρία επικρατεί ένα μοντέλο Οθωμανικό. Η σαρία εξακολουθεί να αποτελεί πηγή δικαίου, ενώ κάθε θρησκευτική ομολογία υπάγεται στους δικούς της κανόνες όσον αφορά το οικογενειακό δίκαιο και τα ζητήματα του προσωπικού της status. Έτσι, για τους Σουνίτες επιτρέπεται η πολυγαμία και το διαζύγιο, πολύ ευκολότερο για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες, ενώ απαγορεύεται η υιοθεσία. Οι Ελληνοκαθολικοί, Μαρωνίτες και τα μέλη άλλων ουνιτικών εκκλησιών δεν μπορούν να διαζευχθούν, ενώ κάποια Χριστιανικά δόγματα επιτρέπουν το διαζύγιο. Ο πολιτικός γάμος δεν υφίσταται, και έτσι γάμος μεταξύ αλλοδόξων είναι αδύνατος. «Όλα αυτά μπορεί να σας φαίνονται παράδοξα, αποτελούν όμως μία ασφαλιστική δεικλίδα, ώστε οι μειονότητες να διατηρήσουν την αριθμητική παρουσία τους» πιστεύει ο Padre Paolo. Ο Ιταλός μοναχός ίδρυσε μία μοναστική κοινότητα στην απομονωμένη μονή του Μαρ Μούσα, όπου καταβιούν μοναχοί και μοναχές από όλα τα δόγματα της χώρας, ενώ προσφέρουν ανθρωπιστικό έργο σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. «Κάποιες φωνές στη Συρία, όπως και στο Λίβανο, κάνουν εκκλήσεις για εκκομίκευση του συστήματος. Στην περίπτωση εκκοσμίκευσης, όμως, οι Χριστιανοί που είμαστε μειονότητα θα δούμε τους αριθμούς μας να μειώνονται αισθητά μέσω μεικτών γάμων.»

Όπως και στο Λίβανο, οι περισσότεροι Χριστιανοί αισθάνονται τρόμο στην ιδέα ενός μικτού γάμου. «Στη Συρία, τα αποτελέσματά του είναι πιο ολέθρια από ότι στο Λίβανο. Εκεί, τα παιδιά παίρνουν πάντα το θρήσκευμα του πατέρα, όποιο και αν είναι αυτό. Επειδή στη Συρία ισχύει η Σαρία, το Ισλάμ πάντα κατισχύει. Για παράδειγμα, εάν ένας Χριστιανός θέλει να παντρευθεί μία μουσουλμάνα, πρέπει να αλλαξοπιστήσει. Αυτό αποτελεί καταστροφή. Στο ζήτημα αυτό, δυστυχώς, βρίσκονται τα όρια της ανεκτικότητας» εξηγεί νεαρός επιχειρηματίας από το Χαλέπι. «Μπορείς εύκολα να εξισλαμισθείς, εάν το επιθυμείς, αν και ευτυχώς οι αρχές σε αποθαρρύνουν – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Αίγυπτο. Αλλά όσο και εάν το επιθυμεί, ένας Μουσουλμάνος δεν μπορεί να βαπτισθεί, παρά μόνο κρυφά ή εάν εγκαταλείψει τη χώρα». Με άλλα λόγια, στη Συρία οι δύο θρησκείες δεν είναι ισοδύναμες, όπως στο Λίβανο, καθώς η σαρία προτιμά και προωθεί το Ισλάμ.

Αναμφίβολα, η πιο προβληματική περίπτωση στη Συρία είναι εκείνη των μελών μουσουλμανικών κοινοτήτων που θέλουν να αλλάξουν θρησκεία. «Οι αρχές δε σου επιτρέπουν με τίποτε να βαπτισθείς, όσο και εάν επιμένεις, γιατί το απαγορεύει η Σαρία» μου εξηγεί ο Χοσάμ [όχι το αληθινό του όνομα], ένας ηθοποιός τηλεοπτικών σειρών στη Δαμασκό, που γεννήθηκε σε οικογένεια Αλαουϊτών. «Αν θέλεις να ζήσεις όπως σου υπαγορεύει η συνείδησή σου, πρέπει να φύγεις στο εξωτερικό». Ο ίδιος ετοιμάζεται να μετοικήσει κάπου στην Ευρώπη. «Η οικογένειά μου είναι κάπως δυσαρεστημένη με την ιδέα να βαπτισθώ, αλλά σέβονται σε κάθε περίπτωση την επιλογή μου. Όλοι σχεδόν οι φίλοι μου είναι Χριστιανοί. Από μικρός πάντα ονειρευόμουν να ενταχθώ αυτή τη θρησκεία, αλλά πρέπει να ξενιτευθώ για να ζήσω όπως θέλω».

Οι ίδιοι οι Χριστιανοί, όπως και οι Μουσουλμάνοι, βλέπουν τέτοιες προσπάθειες «αποστασίας» με καχυποψία. «Είναι πολλοί όσοι θέλουν να εγκαταλείψουν το Ισλάμ. Δεν μπορούμε όμως να τους δεχθούμε στις Χριστιανικές κοινότητες εδώ, γιατί τότε θα ερχόμασταν σε αντίθεση με τους Μουσουλμάνους γύρω μας» μου εξηγεί μια καλόγρια στο ελληνορθόδοξο μοναστήρι της Σεϊντάγια, έξω από την πρωτεύουσα. Αναρωτιέμαι, για πολλοστή φορά, αν δεν είναι επαρκής απόδειξη της σημερινής κρίσης ταυτότητας και της οπισθοδρόμησης που διαπνέει το Ισλάμ το γεγονός ότι αισθάνεται την ανάγκη αυτοπροστασίας με παρόμοιους κανόνες της Σαρία, που απειλούν τους αποστάτες με θάνατο. Στην ερώτησή μου γιατί το φιλελεύθερο, στο θρησκευτικό τουλάχιστον τομέα, καθεστώς Άσαντ δεν παραμερίζει τους κανόνες που εμποδίζουν ένα μουσουλμάνο να αφήσει τη θρησκεία αυτή, οι Σύριοι Χριστιανοί σπεύδουν να υπερασπισθούν τη στάση των αρχών. «Αν τους παραμέριζε, θα προκαλούσε το αίσθημα των φανατικών Μουσουλμάνων και θα είχαμε επανάληψη των γεγονότων της Χάμα» μου λένε. Ήδη υπάρχει ο φόβος ότι οι Ουαχάμπι της Σαουδικής Αραβίας, με τα πετροδολλάριά τους, διεισδύουν στη Συρία προσπαθώντας να «ξυπνήσουν» τους Σουνίτες σε εξέγερση.

Πηγή: Newstime.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Τούρκοι "αιρετικοί": αμφισβητώντας την κρατική προπαγάνδα

Γράφει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας

Ο Τζιχάν καθόταν ακριβώς δίπλα μου στην κερκίδα του σταδίου, και δεν μπορούσε να δει το πανικόβλητο βλέμμα μου. Του έδωσα μια δυνατή κλωτσιά. Αφαιρέθηκε, και ενώ είχαμε συμφωνήσει να μιλάμε μεταξύ μας μόνο αγγλικά ή ελληνικά, φώναξε «κοίτα!» στα τουρκικά. Η μπάντα είχε μόλις μπει στο στάδιο του Μπορζ Χαμούντ, όπου ολόκληρη σχεδόν η Αρμενική παροικία της Βηρυτού είχε συγκεντρωθεί για να τιμήσει τους νεκρούς της Γενοκτονίας του 1915. Χιλάδες κόσμου βρίσκονταν εδώ, με Αρμενικές και Λιβανέζικες σημαίες, πολλοί ντυμένοι στα μαύρα και σχεδόν όλοι φορώντας κόκκινα μαντήλια στο λαιμό και στους βραχίονες – εις ανάμνηση του αίματος που χύθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία.

Μαζί με το πένθος για τη Μεγάλη Συμφορά, εξέφραζαν και την οργή τους προς το τουρκικό κράτος. «Δεν είναι μόνο ότι μας έκλεψαν τη χώρα μας, τα μνημεία, την ιστορία μας, και κατέσφαξαν τον πληθυσμό μας, το αρνούνται κιόλας» διαμαρτύρεται μία μεσήλικη γυναίκα. «95 χρόνια ατιμωρησίας» γράφουν τα χιλιάδες αυτοκόλλητα που βλέπεις να έχουν τοιχοκολληθεί σε όλη τη Βηρυτό και ιδίως στις ανατολικές – αμιγώς Χριστιανικές – γειτονιές της. Τεράστια μαύρα πανώ, Αρμενικές σημαίες και οι κατακόκκινες σημαίες του επαναστατικού Αρμενικού κόμματος Τασνακσουτιούν έχουν κατακλύσει τον αρμενικό τομέα της λιβανικής πρωτεύουσας, τις γειτονιές Μπορζ Χαμούντ και Μαρ Μιχαέλ.

Σημαιοστολισμοί, πένθος και οργή και στα αρμενικά χωριά της κοιλάδας Μπεκάα, το Αάνζαρ και το Χαρμέλ. Κάποτε ζούσαν 200.000 Αρμένιοι στο Λίβανο, «τα παιδιά της Γενοκτονίας», που κατέληξαν στη μοναδική περιοχή με ακραιφνή – τότε ακόμη – Χριστιανική πλειοψηφία. Παρά τα 15 χρόνια του εμφυλίου, που οδήγησαν χιλιάδες Αρμενίους να εγκαταλείψουν το Λίβανο, η κοινότητα παραμένει ακμαία στο πολύπολοκο εθνοτικό και θρησκευτικό μωσαϊκό της χώρας.  

Αυτή η οργή, το μίσος που εξέφραζαν οι στριγγιές φωνές στο στάδιο, είναι που διακρίνουν τις Αρμενικές εκδηλώσεις μνήμης από εκείνες για το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. «Οι Γερμανοί ζήτησαν συγγνώμη και εξέφρασαν μετάνοια για τα εγκλήματα των Ναζί μέχρι να γίνουν μπλε. Οι κοινωνίες που συνεργάσθηκαν μαζί τους πέρασαν την αυτοκριτική τους. Σε μας καμμία τέτοια συγγνώμη δεν έχει έλθει. Αντίθετα, οι Τούρκοι μας προκαλούν με τη στάση της΄άρνησης, και φθάνουν μέχρι το σημείο να λένε πως εμείς τους σφάξαμε και όχι αυτοί εμάς. Πώς θα ήταν  δυνατό λοιπόν να μην αισθανόμαστε μίσος και οργή;» μου λέει ο Βαρτάν, αρχηγός μιας από τις ομάδες προσκόπων που έχουν κατακλύσει το στάδιο.

Στο Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, οι Αρμένιοι αποτελούν μεγάλη κοινότητα, Πολλοί ζούσαν στην πόλη αυτή του εμπορίου από το μεσαίωνα, αλλά οι περισσότεροι έφθασαν εδώ από τις ερημιές της Συριακής ερήμου, όπου κατέληξαν τα τα καραβάνια του θανάτου. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί μετνάστευσαν στην ίδια την Αρμενία, άλλοι στις ΗΠΑ και τη Νότια Αμερική. Σε 50.000 - 70.000 υπολογίζονται όσοι παραμένουν στο Χαλέπι. Δίπλα στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων, την Αρμενική αρχιεπισκοπή της πόλης, Βρίσκεται το αρμενικό μουσείο. Εδώ εκτίθενται σταυροί και εικόνες από την Μάρντιν, το Ντιγάρμπακιρ, την Ούρφα, την Αντέπ, ολόκληρη τη Μικρά Ασία. «Μια ολόκληρη κουλτούρα, μια ολόκληρη χώρα στην εξορία. Αυτές είναι οι μνήμες που διασώσαμε» μου εξηγεί η ξεναγός του μουσείου. Εγγονή διασωθέντων της Γενοκτονίας, δε θέλει να ακούσει καν για την Τουρκία. Ακόμη και το γεγονός ότι ζω στην Πόλη τη δυσαρεστεί. «Την έχετε επισκεφθεί;» ρωτώ. «Όχι, και ούτε πρόκειται» απαντά.

Ο Τζιχάν αισθάνεται το βαθύτερο αποτροπιασμό για τα γεγονότα του 1915. Όπως τόσες χιλιάδες Τούρκοι, υποστηρίζει με πάθος ότι το επίσημο τουρκικό κράτος πρέπει να εκφράσει την οδύνη του για τις σφαγές τις «πορείες θανάτου» που αφάνισαν ένα εκατομμύριο Αρμενίους περίπου. Ανεξάρτητα από τη νομική συζήτηση για την υπαγωγή ή όχι στη συνθήκη περί Γενοκτονίας του ΟΗΕ, ο νεαρός φίλος μου πιστεύει πως η Τουρκία πρέπει να αναγνωρίσει τη μεγάλη αυτή ανθρώπινη τραγωδία και να τιμήσει την ημέρα μνήμης της Μεγάλης Συμφοράς. Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δε θα είχε ενδεχομένως σημασία εάν το οργισμένο πλήθοος στο στάδιο – που ξεστομίζει κατάρες κατά της ομολογουμένως απαράδεκτης «επίσημης Τουρκίας» - ανακάλυπτε πως ανάμεσά τους υπάρχει «ένας Τούρκος». «Θα με ανασκολοπήσουν με αυτά» λέει ο Τζιχάν χαμηλόφωνα δείχνοντας τα ξύλινα κοντάρια στα οποία στερέωναν τις τρίχρωμες της Αρμενίας και του Λιβάνου. «Χωρίς να με ρωτήσουν γιατί είμαι εδώ και τι πιστεύω για τη Γενοκτονία, πώς αισθάνομαι».

Τη δύσκολη θέση του να είσαι ένας «αιρετικός Τούρκος», που αμφισβητείς την κρατική προπαγάνδα και πενθείς για την αρμενική τραγωδία, περιέγραψε στο εξαιρετικό βιβλίο της «Το βάθος του Αραράτ» η Ετζέ Τεμέλκουραν, μία από τις πολλά υποσχόμενες νεαρές δημοσιογράφους και συγγραφείς της Τουρκίας. Με ανθρωπιστική, ευαίσθητη ματιά γεμάτη ενσυναίσθηση, η ατρόμητη Τεμέλκουραν περιηγήθηκε την Αρμενία, αλλά και την Αρμενική διασπορά από τη Βηρυτό ως την Καλιφόρνια και από το Παρίσι ως τον Καναδά. Θέλησε να μάθει πώς βλέπουν οι Αρμένιοι τη Μεγάλη Συμφορά, πώς αισθάνονται την απώλεια της ιστορικής τους κοιτίδας στην ανατολική Μικρά Ασία και ποιο ρόλο παίζει η Γενοκτονία, ανάμεσα στις άλλες συνιστασμένες, στην οικοδόμηση της συλλογικής τους ταυτότητας.

Δεν ήταν λίγες φορές που απλά και μόνο η απάντησή της στην ερώτηση «από πού είσαι;» προκάλεσε τη φρίκη των ερωτούντων. «Και τι γυρεύεις εδώ; Σάμπως και συ Τουρκάλα δεν είσαι; Από εκείνους δεν είσαι;» Ο Τσεγκίζ Τσαντάρ, έτερος φιλελεύθερος δημοσιογράφος, μιλά για τη χαλεπή θέση των ομοϊδεατών του, που στην Τουρκία πολλοί τους θέτουν την ετικέττα του προδότη, ενώ πολλοί Αρμένιοι τους αντιμετωπίζουν ως τέρατα, υπάγοντάς τους στη γενική ετικέττα του «Τούρκου».

Οι νέοι Τούρκοι που δεν είναι δέσμιοι της προπαγάνδας του κράτους τους, πώς άραγε αισθάνονται όταν έρχονται, στο εξωτερικό, σε επαφή με Αρμενίους έτοιμους να τους χιμήξουν; «Δεν τους κατηγορώ, καταλαβαίνω πως αισθάνονται. Αλλά, από την άλλη, δε δέχομαι να μου φορτώσουν ουδεμία ενοχή για τη Γενοκτονία. Καταδικάζω τις σφαγές με τον πιο έντονο τρόπο, και κάθε φορά που βλέπω τις φωτογραφίες κλαίω. Αλλά δεν έχω καμμία ευθύνη για το τι έγινε. Γι’ αυτό φταίνε οι προπάπποι μας, και εμείς για τις σφαγές δεν μπορούμε να νιώσουμε ενοχή, αλλά μόνο ντροπή» λέει η Μπασάκ, Τουρκάλα τουρίστρια που συναντάμε αργότερα. Είχε κι αυτή τρυπώσει στο στάδιο, φροντίζοντας να κρατήσει την ταυτότητά της κρυφή.

Άλλοι όμως νέοι αντιδρούν απότομα στη βροχή λεκτικών επιθέσεων και εχθρότητας που δέχονται. «Μπούχτησα πια με τις συνεχείς κατηγορίες που μου εκτοξεύουν οι Αρμένιοι στο εξωτερικό. Δέχομαι τη Γενοκτονία, αλλά όχι τη δική μου ευθύνη για αυτή. Γεννήθηκα το 1982!» διαμαρτύρεται η Χαντέ, που απέκτησε Αρμένιους φίλους κατά τις διακοπές της στον Καναδά και τη Βηρυτό. «Είναι πολύ πιο εύκολο να ανήκεις στην ομάδα των θυμάτων, παρά των θυτών. Πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στους φασίστες συμπολίτες μας αλλά και ενάντια σε όσους Αρμενίους μας αντιμετωπίζουν ως μιάσματα» εξηγεί ο δικηγόρος Ορχάν Τζεμάλ Τσεγκίζ.

Πολλοί και στις δύο πλευρές του «συνόρου μίσους» σημειώνουν πως στη διατήρησή του σημαντικό ρόλο παίζει η έλλειψη επαφής και επικοινωνίας με την «άλλη πλευρά». Σε αυτή την άγνοια και «δαιμονοποίηση», που βάζει όλα τα μέλη της κοινότητας των «άλλων» στο ίδιο καλάθι, αποδίδει ο συγγραφέας και αρθρογράφος Μουράτ Μπελγκέ την επίθεση που δέχθηκε από κάποιον Αρμένιο στο Εριβάν, όπου είχε παρευρεθεί πριν λίγα χρόνια για να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις μνήμης. Το αστείο της υποθέσεως είναι ότι ο Μπελγκέ αγωνίζεται εδώ και χρόνια ώστε να ανακηρυχθεί η 24η Απριλίου ημέρα μνήμης των θυμάτων του 1915 και αίτησης συγχώρεσης από τους Αρμενίους.

Σημαντικό ενδεχομένως βήμα προς την κατάρριψη αυτού του τείχους ενδεχομένως αποτελέσει η φετεινή, πρώτη στα χρονικά, εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας που οργάνωσαν Τούρκοι φιλελεύθεροι στην πλατεία Τάξιμ του Πέραν και μπροστά στο σταθμό Χαΐντάρπασα της Ασιατικής όχθης της Κωνσταντινούπολης. Συγγραφείς, μουσικοί, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι και χείμαρρος νέων ντυμένων στα μαύρα συγκεντρώθηκε για να πενθήσει και να εκφράσει τον αποτροπιασμό του. Δεν έφεραν πλακάτ και δε φώναξαν συνθήματα, αλλά προέβησαν – μετά τη λήξη της τελετής μνήμης και την τήρηση ενός λεπτού σιγής – σε δηλώσεις στον τύπο. Καθώς η 24η Απριλίου 1915 είναι η επέτειος της σύλληψης 265 Αρμενίων προεστών στην Πόλη, που στη συνέχεια «εξαφανίσθηκαν», οι συμμετέχοντες στη διαμαρτυρία έφεραν τις φωτογραφίες των συλληφθέντων, ενώ απηύθυναν στην κυβέρνηση – που αρνείται τα περί γενοκτονίας – το ερώτημα, «Τι απέγιναν οι συλληφθέντες;» Χρησιμοποίησαν την περίπτωσή τους ως παράδειγμα της «εξαφάνισης» ενός και πλέον εκατομμυρίου Αρμενίων σε όλη τη Μικρά Ασία. Ο Τζεγκίζ Τσαντάρ, που ξεκίνησε την καμπάνια «ζητώ συγγνώμη από τους Αρμενίους – www.ermenilerdenozurdiliyorum.com), επέλεξε να τιμήσει την επέτειο με ένα προσκύνημα μνήμης στο Ντέιρ ες-Ζορ της Συριακής ερήμου, όπου κατέληξαν τα «καραβάνια του θανάτου».

Οι «συνήθεις ύποπτοι», απόστρατοι αξιωματικοί, πρώην πρέσβεις και στελέχη των ακροδεξιών –  φασιστικών κομμάτων, προσπάθησαν να επιτεθούν και να προπηλακίσουν τους διαδηλωτές. Ωστόσο, η τουρκική αστυνομία τους κράτησε μακριά. Κατά τη συνήθη επωδό, κατηγόρησαν τους ακτιβιστές ότι είναι προδότες και πράκτορες της δύσης. Για τη δημιουργία μάλιστα εντυπώσεων, στις 25 Απριλίου οπαδοί του Κόμματος Μεγάλης Ενότητας – που συνδυάζει τις φασιστικές με ισλαμιστικές αποχρώσεις – συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τάξιμ και έξαψαν την αρμενική σημαία.

Εάν η ύπαρξη των φιλελεύθερων ακτιβιστών καθιστά δυνατή την οικοδόμηση μιας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων, στην ίδια την Τουρκία αναμένεται «μάχη μέχρις εσχάτων» ανάμεσα στην ομάδα αυτή και την ακροδεξιά και το κεμαλικό παρακράτος. Το μεγάλο ερώτημα, βέβαια, είναι με ποιο στρατόπεδο θα συνταχθεί η κυβέρνηση Έρντογαν. Μάλλον ανοήτως, έχει μέχρι σήμερα επιλέξει να συνεχίσει την πολυδάπανη εκστρατεία άρνησης των προηγούμενων κυβερνήσεων, που στοιχίζει στη χώρα εκατομμύρια δολλάρια αλλά και τη διεθνή της υπόλειψη. Αλλά προκαλεί και μεγάλη αναστάτωση στο εσωτερικό. Κάτω από τις ειδήσεις τις σχετικές με την καταδίκη, από τον Αχμέτ Νταβούτογλου, της αναφοράς από τον Ομπάμα στη «Μεγάλη Συμφορά» των Αρμενίων, κάποιοι αναγνώστες σχολίασαν σχετικά με την κυβερνητική καμπάνια άρνησης:«Γιατί επιμένετε σε όλα αυτά; Αφού κανείς δεν τα πιστεύει στο εξωτερικό και σταματήσαμε να τα πιστεύουμε και εμείς».

Ο Τζιχάν πάλι αναρωτιέται, τι ακριβώς εννοούν οι Αρμένιοι όταν εκτός της συγγνώμης ζητούν «αποκατάσταση». «Είναι χυδαίο να ζητείται χρηματική αποζημίωση για τις σφαγές, καθώς η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά. Αυτό που οφείλεται είναι η αναγνώρισή τους και η προώθηση της αρμενικής ιστορίας και κουλτούρας από την Τουρκία  - η συντήρηση των μνημείων, η διοργάνωση εκθέσεων και η παραίτηση από τις ψευδείς θέσεις».

Όσο γίνονταν όλα αυτά, αναητούσαμε ένα ταξί για να επιστρέψουμε στο κέντρο της Βηρυτού. Στη στάση, οι οδηγοί μιλούσαν μεταξύ τους τουρκικά. Ο Τζιχάν δαγκώθηκε, σχεδόν δάκρυσε. Πρόκειται για παλιά, επαρχιώτικια τούρκικα, στην άλλοτε προφορά των Αδάνων, της Αντέπ, της Κιλίς, του Σις, του Ντιγιάρμπακιρ, γεμάτα λέξεις που δε χρησιμοποιούμε πια. Όπως οι Σεφαρδίτες της Ισπανίας, που για αιώνες μιλούσαν μία μεσαιωνική ισπανική διάλεκτο, οι Αρμένιοι που γλίτωσαν το ολοκαύτωμα στη Μικρά Ασία μιλούν ακόμη τη «γλώσσα των διωκτών». «Αυτή μιλούσαμε για αιώνες στις πόλεις και τα χωριά μας στη Δυτική Αρμενία, και μας έμεινε» μου λένε δυο γιαγιάδες στη στάση. «Από πού είστε;» ρωτά ο οδηγός. «Από την Πόλη, αλλά είμαστε Ρωμηοί» λέει ο Τζιχάν, πριν προλάβω να του απευθύνω το γνωστό πανικόβλητο βλέμμα.

Δεδομένου ότι συνήθως είναι αγύριστο κεφάλι, το ότι για μια φορά είπε ένα «λευκό ψέμμα» προς διευκόλυνσή μας μου προκαλεί ευγνομωσύνη. Όση και η υπερηφάνεια και ο θαυμασμός που αισθάνομαι για τους φιλελεύθερους διαδηλωτές που πένθησαν στην Πόλη. Θέλει τόλμη και πολύ ανθρωπισμό να αντιμετωπίσεις ένα τόσο μελανό παρελθόν και να τιμήσεις μία τέτοια επέτειο, όταν είσαι «από το στρατόπεδο των εκτελεστών», όπως τους κατηγορούν οι ακραίοι Αρμένιοι της διασποράς. Δεν μπορώ να μη σκεφθώ πως πολλοί Έλληνες θα ένιωθαν μεγάλη αποστροφή προς όποιον «βγάζει στο φως» τα ατοπήματα της πρόσφατης «δικής μας» ιστορίας, όπως οι αγριότητες που ενίοτε διέπραξε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ή τα αίσχη του εμφυλίου. Κάθε πλευρά, δυστυχώς, πασχίζει να κρύψει τα δικά της.

Πηγή: Newstime.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Orphans Of The Genocide trailer

  • Κατηγορία VIDEOS


By the end of WWI over 150,000 Armenian children were left parentless as a direct result of the Armenian Genocide perpetrated by the Ottoman Authorities. Near East Relief commissioned by the US Congress catered to over 132,000 Armenian orphans alone. Orphans of the Genocide is a short film produced by the Armenoid Team. This short documentary includes a feature interview by Maurice Missak Kelechian, whose findings unveiled the secrets of an orphanage in Antoura near Beirut, Lebanon where 1,000 Armenian Genocide Orphans were being turkified. Mr. Keleshians research prompted an article by award winning journalist Robert Fisk of The Independent magazine. This short documentary also includes testimonials from children of Armenian Genocide orphans. This 18 minute documentary debuted on April 24, 2010 at the commemoration of the 95th Anniversary of the Armenian Genocide in Hollywood Florida. The one hour version of Orphans of the Genocide will include a feature interview by award winning journalist Robert Fisk.
Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι