Menu

Η Αρμενική Γενοκτονία

Γράφει ο Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας

Η παρουσία των Αρμενίων στη σημερινή Τουρκία χρονολογείται τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. (Βασίλειο του Ουραρτού και Βασίλειο Μεγάλης Αρμενίας). Περί το 1080 μ.Χ., μετά την κατάληψη της Μεγάλης Αρμενίας από τους Σελτζούκους Τούρκους, πολυάριθμοι Αρμένιοι πρόσφυγες κατέφυγαν στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου και ίδρυσαν το περίφημο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, το οποίο είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με το μετέπειτα Φράγκικο Βασίλειο της Κύπρου. Ωστόσο, με την προέλαση των τουρκικών φυλών στην περιοχή, αυτή και οι κάτοικοί της περιήλθαν εξ ολοκλήρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, με αποτέλεσμα πολλοί Αρμένιοι να εγκατασταθούν στην Κύπρο και αλλού, με μόνο μερικούς να παραμένουν στην Κιλικία.

Παρά τον οθωμανικό ζυγό και την καταπίεση, οι Αρμένιοι της Κιλικίας κατάφεραν να διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό τη θρησκεία, τη γλώσσα και την κουλτούρα τους, καθώς αναγνωρίζονταν ως ξεχωριστό μιλλέτι (θρησκευτική κοινότητα), με επικεφαλής τον Αρμένιο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Όλα αυτά άλλαξαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι αποφάσισαν να εξολοθρέψουν συστηματικά τους Αρμένιους, ένα χριστιανικό λαό που αποτελούσε εμπόδιο στο όραμα των προηγουμένων για μια παντουρανική αυτοκρατορία, που θα εκτεινόταν από τα Βαλκάνια μέχρι και τη Σιβηρία για να περιλάβει αποκλειστικά τουρκικής καταγωγής λαούς…

Κατά το 19ο αιώνα, ο τουρκικός-ισλαμικός εθνικισμός των Οθωμανών δεν ανεχόταν πλέον τα ολοένα και αυξανόμενα προνόμια που διεκδικούσαν οι χριστιανικές θρησκευτικές ομάδες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1836-1876). Μεταξύ 1894-1896, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ διέταξε την εξόντωση περίπου 300.000 Αρμενίων (χαμιτικές σφαγές), πιστεύοντας ότι τα δεινά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πήγαζαν από «τους ατέλειωτους διωγμούς και εχθρότητες του χριστιανικού κόσμου», και την προστασία που παρείχαν στους Χριστιανούς τα ξένα κράτη, ιδίως η Ρωσσική Αυτοκρατορία. Συχνά ο θρησκευτικός φανατισμός τύγχανε εκμετάλλευσης από τους ιμάμηδες, που μάζευαν τους Τούρκους και Κούρδους στο τοπικό τζαμί, λέγοντάς τους ότι οι Αρμένιοι είχαν στόχο να πλήξουν το Ισλάμ, γι’ αυτό και έπρεπε να καταπολεμηθούν.

  • Οι χαμιτικές σφαγές ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1894 στις απομακρυσμένες περιοχές Σασούν και Μους, με δικαιολογία την αρμενική αντίσταση κατά της κουρδικής εκμετάλλευσης, ξεσηκώνοντας έντονες αντιδράσεις. Η οθωμανική αστυνομία κατέπνιξε μια διαδήλωση Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1895 και αμέσως μετά, χωρίς αφορμή, άρχισε η σφαγή από την Τραπεζούντα και επεκτάθηκε προς τα νότια, σε όλες τις κύριες πόλεις που κατοικούσαν Αρμένιοι. Το χειρότερο περιστατικό συνέβηκε στον αρμενικό καθεδρικό ναό της Έδεσσας (Ούρφα), όπου κάηκαν ζωντανοί περίπου 3.000 Αρμένιοι. Περίπου 50.000 Αρμενόπαιδα έμειναν ορφανά.
  • Οι χαμιτικές σφαγές σχετίστηκαν και με την Κύπρο: α) στην Κύπρο έφτασαν, ως αποτέλεσμα των σφαγών, περίπου 500-600 Αρμένιοι (κυρίως από τις πόλεις Ντιγιαρμπακίρ, Αϊντάπ και Κιλίς), από τους οποίους όμως παρέμειναν μόνο περίπου 100, λόγω της σχετικά κακής κατάστασης που είχε η κυπριακή οικονομία, β) μετά τη σφαγή ξεβράστηκαν διαμελισμένα και κακοποιημένα σώματα Αρμενίων στις ακτές της Κερύνειας, λόγω της εγγύτητάς της με την Κιλικία, γ) για τα ορφανά που κατέφθασαν στην Κύπρο, ιδρύθηκε ορφανοτροφείο από το Βαχάν Κιουρκτζιάν, πιο γνωστό ως Παγκουράν, το οποίο λειτουργούσε στην οδό Βικτωρίας στην παλιά Λευκωσία μεταξύ 1897-1904.

 

Καθώς τα εφιαλτικά γεγονότα των χαμιτικών σφαγών έγιναν γνωστά στον πολιτισμένο κόσμο μέσω του τηλεγράφου και των ευρωπαϊκών εφημερίδων, το 1897 ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ διακήρυξε πως το Αρμένικο Ζήτημα είναι κλειστό και για κάποια περίοδο σταμάτησαν οι σφαγές. Ωστόσο, το 1909, ο Σουλτάνος (ο οποίος είχε εκδιωχθεί με πραξικόπημα των Νεότουρκων τον Ιούνιο 1908 και επανήλθε στην εξουσία το Μάρτιο του 1909) διέταξε τη σφαγή των Αρμενίων στο βιλαέτι (περιφέρεια) των Αδάνων· κατά τη σφαγή των Αδάνων, περίπου 30.000 Αρμένιοι σφαγιάστηκαν, ως αποτέλεσμα της εθνικιστικής έξαρσης των Νεότουρκων, που φθονούσαν τη μικρή αλλά ευημερούσα αρμενική κοινότητα της περιοχής. Η σφαγή αυτή διάρκεσε ολόκληρο τον Απρίλη του 1909, και θεωρείται ότι αποτέλεσε την «πρόβα» για το τελικό σχέδιο που είχαν οι φανατισμένοι Νεότουρκοι, την ολοκληρωτική εξόντωση των Αρμενίων…

  • Και η σφαγή των Αδάνων συνδέθηκε με την Κύπρο: α) στη Λάρνακα έφτασαν, ως αποτέλεσμα των σφαγών, περίπου 2.000 Αρμένιοι (κυρίως από την πόλη των Αδάνων), από τους οποίους όμως παρέμειναν μόνο μερικοί, αφού οι περισσότεροι επέστρεψαν μετά τη βελτίωση των συνθηκών, β) στη Λάρνακα κτίστηκε το πρώτο μνημείο στον κόσμο για τις αρμενικές σφαγές, η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, με την αναμνηστική επιγραφή «εις μνήμην των μαρτύρων της Κιλικίας, 1η Απριλίου 1909», γ) όπως και με τις χαμιτικές σφαγές, ξεβράστηκαν διαμελισμένα και κακοποιημένα σώματα Αρμενίων, λόγω της εγγύτητάς της με την Κιλικία· πιο συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί πτώματα στη Λάπηθο, τον Άγιο Επίκτητο, τον Άγιο Αμβρόσιο και την Καρπασία.

 

Με την ομαλοποίηση της κατάστασης, οι Νεότουρκοι - που στο μεταξύ είχαν καταλάβει την εξουσία - άρχισαν να υλοποιούν πρωτοποριακές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως για παράδειγμα την εφαρμογή του Συντάγματος του 1876. Χαρακτηρίζονταν ως προοδευτικοί, φιλελεύθεροι και εκσυγχρονιστές και αρκετοί από αυτούς ήσαν καλλιτέχνες, επιστήμονες και διανοούμενοι. Μάλιστα δε, στα κοινοβούλια που συνέστησαν συμμετείχαν και Αρμένιοι. Ωστόσο, το ψεύτικο προσωπείο τους άρχισε να διαφαίνεται λίγο καιρό αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (02/11/1914), παρά το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.

Με αφορμή τη σύσταση αρμενικών εθελοντικών μονάδων το καλοκαίρι του 1914 υπό τις Ρωσσικές Ένοπλες Δυνάμεις και την πολεμική του ήττα, ο Υπουργός Πολέμου Ενβέρ Πασιάς διέταξε στις 25/02/1915 όπως όλοι οι Αρμένιοι του οθωμανικού στρατού μετατεθούν στα τάγματα εργασίας (τα γνωστά αμελέ ταμπουρού), «από φόβο ότι θα συνεργάζονταν με τους Ρώσσους». Στα αμελέ ταμπουρού γινόταν συστηματική εξόντωση των Αρμενίων, τόσο από τον ίδιο τον οθωμανικό στρατό, όσο και από τις τοπικές τουρκικές συμμορίες, αφού πλέον οι Αρμένιοι ήσαν άοπλοι. Στις 19/04/1915 ο Τζεβντέτ Μπέης, βαλής (διοικητής) της περιφέρειας Βαν, απαίτησε την άμεση παροχή 4.000 Αρμενίων στρατιωτών από την πόλη Βαν· οι Αρμένιοι, αντιλαμβανόμενοι το σκοπό του, του προσέφεραν 500 στρατιώτες και λεφτά για εξαγορά των υπολοίπων, κάτι το οποίο ο Μπέης αρνήθηκε: «αν οι επαναστάτες ρίξουν έστω και μία σφαίρα, θα σκοτώσω κάθε Χριστιανό άνδρα, γυναίκα και (δείχνοντας στο γόνατό του) παιδί, μέχρι εδώ». Την επόμενη ημέρα, μια Αρμένισσα παρενοχλείτο από Τούρκους στρατιώτες, δύο Αρμένιοι ήρθαν να τη βοηθήσουν, οι Τούρκοι τους σκότωσαν και έτσι ξεκίνησε η Αντίσταση της Βαν, που διήρκεσε μέχρι τις 04/05/1915 (όταν στην περιοχή εμφανίστηκε ο Ρωσσικός Στρατός), και στοίχισε τη ζωή σε 55.000 αθώους Αρμένιους.

* * * * *

Τα πιο πάνω γεγονότα συνιστούν το προοίμιο της Αρμενικής Γενοκτονίας, της οποίας η επίσημη έναρξη θεωρείται η Κυριακή, 24 Απριλίου 1915 (γνωστή στους Αρμένιους ως «Καρμίρ Κιρακί», Κόκκινη Κυριακή), το βράδυ της οποίας τέθηκε σε εφαρμογή η εγκύκλιος του Υπουργού Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλάτ Πασιά προς τον Αρχηγό Αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης, που προνοούσε τη συγκέντρωση και τη φυλάκιση περίπου 250 Αρμενίων διανοούμενων και αξιωματούχων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε δύο κέντρα κράτησης κοντά στην Άγκυρα. Το αιτιολογικό που πρόβαλε ο Ταλάτ Πασιάς ήταν ότι οι Αρμένιοι «έχουν εδώ και καιρό επιδιώξει να αποκτήσουν διοικητική αυτονομία»· η ημέρα αυτή συνέπεσε με την απόβαση συμμαχικών δυνάμεων στην Καλλίπολη. Σε μια προσπάθεια να φανατιστούν τα τουρκικά πλήθη κατά των Αρμενίων, από το 1914 γινόταν μια εντατική προπαγάνδα που παρουσίαζε τους Αρμένιους ως απειλή για την ασφάλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με απώτερο σκοπό «να οργανώσουν εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη, να σκοτώσουν τους ηγέτες του Κόμματος Ένωσης και Προόδου και θα πετύχουν το άνοιγμα των στενών των Δαρδανελλίων».
Στις 24/05/1915, η Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσσία) εξέδωσε το πρώτο καταδικαστικό ανακοινωθέν για «αυτά τα νέα εγκλήματα της Τουρκίας κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού». Εντούτοις, στις 27/05/1915 το Κόμμα Ένωσης και Προόδου πέρασε το Νόμο Τεχτζίρ (Προσωρινός Νόμος Απέλασης), εξουσιοδοτώντας την οθωμανική κυβέρνηση και στρατό να απελαύνει οποιονδήποτε «αισθανόταν» ως απειλή προς την εθνική ασφάλεια. Στις 15/09/1915 ψηφίστηκε και ο Νόμος Εμβάλ-ι-Μετρουκέ (Προσωρινός Νόμος Απαλλοτρίωσης και Κατάσχεσης), ο οποίος αυτόματα μετέφερε στην κατοχή της οθωμανικής κυβέρνησης την περιουσία (σπίτια, γαίες, ζώα κτλ) των απελασμένων Αρμενίων. Από τα διάφορα καταδικαστικά ανακοινωθέντα που ακολούθησαν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει αυτό του σαρίφη (κυβερνήτη) της Μέκκας, Σαΐντ Χουσεΐν μπιν Αλί (09/05/1917), ο οποίος διέταξε την προστασία των Αρμενίων επικαλούμενος το Κοράνι.

Έτσι, με νομική κάλυψη, άρχισε να διοργανώνεται μια μαζική εξόντωση των Αρμενίων, και πάνω από 1.500.000 αθώοι Αρμένιοι σφαγιάστηκαν ή απελάθηκαν και οδηγήθηκαν σε καταναγκαστικές πορείες θανάτου στην έρημο του Ντερ Ζορ στη Συρία. Οι κτηνωδίες και αγριότητες των Τούρκων δεν μπορούν να περιγραφούν επαρκώς χωρίς να προκαλέσουν αηδία. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η περίοδος την οποία επέλεξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) δεν ήταν τυχαία, αφού εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι οι μεγάλες δυνάμεις πολεμούσαν η μια την άλλη, κι έτσι ανενόχλητη προχώρησε στο ανίερο και προμελετημένο της σχέδιο, την εξόντωση του χριστιανικού λαού των Αρμενίων.

  • Η Γενοκτονία των Αρμενίων διενεργήθηκε με μια σειρά μέσων: α) πορείες θανάτου: οι Αρμένιοι υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστικές πορείες θανάτου στην έρημο του Ντερ Ζορ, στη σημερινή Συρία, με αποτέλεσμα μέχρι τον Αύγουστο του 1915 οι δρόμοι και ο ίδιος ο ποταμός του Ευφράτη να ήταν γεμάτοι με πτώματα και σκελετούς των λιμοκτονούντων Αρμενίων. Τα οθωμανικά στρατεύματα που συνόδευαν τους Αρμένιους όχι μόνο επέτρεπαν στις διάφορες τουρκικές και κουρδικές συμμορίες να τους κλέψουν, σκοτώσουν και βιάσουν, αλλά συχνά συμμετείχαν και οι ίδιοι στις πράξεις αυτές, β) στρατόπεδα εξόντωσης: υπήρχαν γύρω στα 25 στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπό τη διοίκηση του Σουκρού Καγιά, η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται κοντά στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ και τη Συρία, γ) ολοκαυτώματα: σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αποδεδειγμένα καταγραφεί μαζικά ολοκαυτώματα Αρμενίων από Οθωμανούς, τα οποία θεωρούνταν «η γρηγορότερη μέθοδος ξεφόρτωσης των γυναικών και των παιδιών»· μερικοί από τους Τούρκους φυλακισμένους που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες τέτοιων σκηνών φαίνεται να κατατρόμαξαν και να τρελλάθηκαν, και ανέφεραν στους Ρώσσους στρατιώτες πως η δυσωδία της καμένης σάρκας υπήρχε στον αέρα για πολλές μέρες, δ) πνιγμός: σε πόλεις του Πόντου, όπως την Τραπεζούντα, πολλά Αρμενόπαιδα και αρκετές Αρμένισσες φορτώνονταν σε πλοία και ρίχνονταν στη Μαύρη Θάλασσα, ε) δηλητηρίαση: κατά τις δίκες της Τραπεζούντας το 1919 αναφέρθηκαν περιπτώσεις παιδιών των οποίων ο θάνατος προήλθε από υπερβολική δόση μορφίνης ή από δηλητηρίαση με τοξικά αέρια, ενώ στη Γερζινκά Αρμένιοι εξόριστοι (ακόμη και βρέφη) εμβολιάζονταν με αίμα που περιείχε τυφοειδή πυρετό.

 

Μετά την υπογραφή της Εκεχειρίας (30/10/1918), ο Σουλτάνος Μεχμέτ Στ’ διέταξε τον Ιανουάριο του 1919 τη σύσταση στρατοδικείων για να δικάσουν τα μέλη του Κόμματος Ένωσης και Προόδου, για τη συμμετοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των δικών του 1919-1920 αποδείχθηκε ότι το κόμμα των Νεοτούρκων είχε σκοπό τη φυσική εξολόθρευση των Αρμενίων, και έτσι εν απουσία τους καταδικάστηκαν σε θάνατο οι τρεις πασιάδες, Ταλάτ Πασιάς (Μέγας Βεζύρης), Ενβέρ Εφέντης (Υπουργός Πολέμου) και Τζεμάλ Εφέντης (Υπουργός Ναυτικού). Με εξαίρεση το διάστημα αυτό, από τον Ιανουάριο του 1920 διενεργήθηκαν διάφορες σφαγές από Κεμαλιστές κατά των Αρμενίων, μέχρι και τις αρχές του 1923 (εκτός από το βιλαέτι των Αδάνων, το οποίο μεταξύ Δεκεμβρίου 1918 και Οκτωβρίου 1921 ήταν υπό γαλλικό έλεγχο). Αποκορύφωμα αυτών των πράξεων θεωρείται η καταστροφή της Σμύρνης με την προέλαση του τουρκικού στρατού στις 09/09/1922 και η πυρπόλησή της μεταξύ 13 με 17/09/1922 από τους Τούρκους, σκοτώνοντας χιλιάδες Αρμένιους και Έλληνες, και καταστρέφοντας τα σπίτια, τις περιουσίες, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τα καταστήματα και τον πολιτισμό τους.

  • Η Αρμενική Γενοκτονία επηρέασε και την Κύπρο, αφού ένα μεγάλο κύμα Αρμενιών έφθασε μεταξύ 1915-1923. Εργατικοί, καλλιεργημένοι και φιλοπρόοδοι, δεν άργησαν να ορθοποδήσουν στη φιλόξενη Κύπρο μας, που απλόχερα άνοιξε τις αγκάλες της για να υποδεχθεί σχεδόν 9.000 πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Κιλικία (κυρίως από τις πόλεις Άδανα, Σελεύκεια, Σις, Μαράς, Ταρσός, Καισαρεία, Χατζίν και Αϊντάπ). Οι κατατρεγμένοι πρόσφυγες κατέφθασαν από όλα τα λιμάνια, κυρίως αυτό της Λάρνακας και, σε μικρότερο βαθμό, της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, αν και μερικοί έφθασαν από τα λιμάνια της μακρινής Πάφου και της Λεμεσού.
  • Γιατί όμως στην Κύπρο; Για άλλους ήταν καθαρή τύχη, αφού μέχρι εδώ μπορούσε να τους μεταφέρει το πλοίο· άλλοι επέλεξαν την Κύπρο λόγω της εγγύτητάς της με την Κιλικία, με την ελπίδα κάποτε να επιστρέψουν πίσω, ενώ άλλοι διάλεξαν την Κύπρο λόγω της ασφάλειας και της τάξης που επικρατούσε εξαιτίας της βρετανικής διοίκησης. Οι πλείστοι παρέμειναν τελικά μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, και τελικά έκαμαν διευθετήσεις για να ζήσουν αλλού. Ωστόσο, περίπου 1.300 Αρμένιοι πρόσφυγες τελικά παρέμειναν στο νησί μας, έκαμαν την Κύπρο πατρίδα τους και καθιερώθηκαν ως άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, δεινοί έμποροι, ικανοί επαγγελματίες, εξαίρετοι τεχνίτες, ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι, πειθαρχημένοι αστυνομικοί κτλ.
  • Αν και μερικοί πρόσφυγες έμειναν στη Λάρνακα, τη Λεμεσό, τον Αμίαντο και την Αμμόχωστο, οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς τη Λευκωσία, το διοικητικό κέντρο του νησιού, όπου εντός των τειχών ήδη ζούσε μια μικρή αλλά εύπορη αρμένικη κοινότητα, με Μητρόπολη, την εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, το αρρεναγωγείο Βαρτανάντς και το παρθεναγωγείο Σουσανιάν. Στην αυλή της εκκλησίας επί της οδού Βικτωρίας στην παλιά Λευκωσία ο Αρχιεπίσκοπος Πετρός Σαρατζιάν εγκαινίασε στις 24/04/1932 το δεύτερο αρχαιότερο μνημείο της Γενοκτονίας στον κόσμο. Παράλληλα, κτίστηκαν αρμένικα σχολεία, εκκλησίες και κοιμητήρια στη Λάρνακα, τη Λεμεσό και την Αμμόχωστο.
  • Το 1917 συστάθηκε η Ανατολική Λεγεώνα (αργότερα ονομάστηκε Αρμενική Λεγεώνα) και εκπαιδεύτηκε κοντά στο χωριό Μπογάζι στην Καρπασία, αποτελούμενη από περισσότερους από 4.000 Αρμένιους εθελοντές (γκαμαβορνέρ), που πολέμησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Παλαιστίνη και την Κιλικία. Μετά την περίφημη Νίκη του Αραρά (19 Σεπτεμβρίου 1918), οι Λεγεωνάριοι στάληκαν για να προστατεύουν τους Αρμένιους υπό γαλλική διοίκηση στην Κιλικία.
  • Η Αρμενική Γενοκτονία αποτέλεσε και την αφορμή για την ανέγερση του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν στην Αγλαντζιά μεταξύ 1924-1926, μετά από τη γενναιόδωρη και φιλάνθρωπη δωρεά των Αιγυπτιοαρμενίων καπνεμπόρων αδελφών Κρικόρ και Καραμπέτ Μελκονιάν, με σκοπό να στεγάσουν περίπου 500 ορφανά Αρμενόπαιδα της Γενοκτονίας. Μέχρι και το άδικο κλείσιμό του το 2005, το Μελκονιάν υπήρξε ένα από τα ελάχιστα δυτικά αρμενικά οικοτροφεία στον κόσμο, ένας φάρος πολιτισμού, γνώσης και ελπίδας για τον απανταχού αρμενισμό και την αρμενοφωνία, ταυτόχρονα δε πρεσβευτής της χώρας μας και του ζητήματός της στην οικουμένη, αφού στο σχολείο αυτό φοίτησαν περίπου 12.000 Αρμένιοι από ένα πλήθος χωρών, σε όλες τις ηπείρους.
  • Στις 24/04/1992 ο Μητροπολίτης Γεγισέ εγκαινίασε το Μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας «στη μνήμη των 1.500.000 Αρμενίων σφαγιασθέντων από τους Τούρκους», που ανέγειρε η Αρμενική Μητρόπολη Κύπρου στην αυλή της νέας αρμενικής εκκλησίας της Παναγίας στο Στρόβολο· το 1996 ενταφιάστηκαν στο μνημείο λείψανα μαρτύρων από την έρημο του Ντερ Ζορ, ενώ το 2000 κτίστηκαν δύο οστεοφυλάκια με περισσότερα λείψανα. Στις 24/04/2001 ο Αρχιεπίσκοπος Βαρουζάν εγκαινίασε οβελίσκο μπροστά από το οίκημα της ΑΫΜΑ στο Στρόβολο, με λείψανα μαρτύρων που έφεραν μέλη της Αρμενικής Νεολαίας Κύπρου από την έρημο του Ντερ Ζορ. Τέλος, στις 28/08/2008, ο Πρόεδρος Χριστόφιας εγκαινίασε Μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας στη μαρίνα της Λάρνακας, κτισμένο στο σημείο όπου Αρμένιοι πρόσφυγες πρωτοπάτησαν στην Κύπρο, ως μία «έκφραση ευγνωμοσύνης στο λαό της Κύπρου για τη συμπαράστασή και βοήθειά του προς τους πρόσφυγες αυτούς»· το μνημείο δημιουργήθηκε με τη στενή συνεργασία των κυβερνήσεων της Κύπρου και της Αρμενίας.
  • Η Κύπρος υπήρξε η δεύτερη χώρα στον κόσμο (μετά την Ουρουγουάη, το 1965), και η πρώτη στην Ευρώπη που αναγνώρισε επίσημα την Αρμενική Γενοκτονία, με το Ψήφισμα 36 (24/04/1975), το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα από τη Βουλή χάρη στις αποφασιστικές προσπάθειες του Εκπροσώπου Δρ. Αντρανίκ Λ. Αστζιάν. Ο επόμενος Εκπρόσωπος, Αράμ Καλαϊζιάν συνέβαλε ουσιαστικά στην ομόφωνη έγκριση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων άλλων δύο ψηφισμάτων αναφορικά με τη Γενοκτονία: του Ψηφίσματος 74 (29/04/1982) και του Ψηφίσματος 103 (19/04/1990), με το τελευταίο να ανακηρύσσει την 24η Απριλίου ως Εθνική Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας στην Κύπρο.

 

* * * * *

Η Αρμενική Γενοκτονία [στα Αρμένικα «Χαγιότς Τσεγασπανουτιούν» (Γενοκτονία των Αρμενίων) ή Μετζ Γεγέρν (Μεγάλη Συμφορά)] σήμερα αναγνωρίζεται από 21 χώρες: Ουρουγουάη (1965), Κύπρος (1975), Αρμενία (1991), Αργεντινή (1993), Ρωσσία (1995), Καναδάς (1996), Ελλάδα (1996), Λίβανος (1997), Βέλγιο (1998), Γαλλία (1998), Βατικανό (2000), Ιταλία (2000), Ελβετία (2003), Σλοβακία (2004), Ολλανδία (2004), Πολωνία (2004), Βενεζουέλα (2005), Γερμανία (2005), Λιθουανία (2005), Χιλή (2007) και Σουηδία (2010). Αναγνωρίζεται επίσης από 43 (από τις 50) πολιτείες των ΗΠΑ, την Ουαλία, τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία στην Ισπανία, τη Νέα Νότια Ουαλία και τη Νότια Αυστραλία, τις πολιτείες Σιαρά και Σάο Πάολο της Βραζιλίας, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας και μια σειρά Δήμων στη Βουλγαρία. Αναγνωρίζεται, τέλος, και από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1983), το Ευρωκοινοβούλιο (1987), το Συμβούλιο της Ευρώπης (1998) και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Το ουσιαστικό εμπόδιο για την παγκόσμια αναγνώρισή της είναι η αδιάλλακτη και πεισματική άρνηση της Τουρκίας, της οποίας η στρατηγική γεωπολιτική θέση αποτρέπει σημαντικά κράτη, όπως τις Η.Π.Α. και το Η.Β. από την υιοθέτηση σχετικών ψηφισμάτων. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 155 μνημεία για την Αρμενική Γενοκτονία σε 30 χώρες.

* * * * *

Ο όρος «γενοκτονία» εφευρέθηκε το 1943 από τον Πολωνοεβραίο καθηγητή νομικής Ραφαέλ Λέμκιν (1900-1959), ο οποίος δήλωσε «συνέβηκε τόσες πολλές φορές… Πρώτα στους Αρμένιους, μετά από τους Αρμένιους, ο Χίτλερ έλαβε δράση». Το 1933, ετοιμάζοντας μια έκθεση με τίτλο CrimeofBarbarity αναφορικά με τη σφαγή των Ασσυρίων στο Ιράκ (Αύγουστος 1933), δήλωσε ότι η σφαγή αυτή του «έφερνε στο μυαλό αναμνήσεις της σφαγής των Αρμενίων» κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και χρησιμοποίησε τον όρο «πράξεις βαρβαρισμού». Ο όρος «γενοκτονία» εμφανίστηκε το 1944 στο βιβλίο του με τίτλο Axis Rule in Occupied Europe, χρησιμοποιήθηκε στην περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης (1945-1946) κατά των υπευθύνων των Ναζί για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, και ώθησε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει επίσημα τη γενοκτονία ως έγκλημα που τιμωρείται με βάση το Διεθνές Δίκαιο· με ειδική σύμβαση (09/12/1948), οι δράστες τέτοιου εγκλήματος θεωρούνται προσωπικά υπεύθυνοι και δικάζονται για το έγκλημα αυτό.

* * * * *

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι διάφορες πηγές της εποχής, ανάμεσά τους εκατοντάδες αυτόπτες μάρτυρες, τεκμηριώνουν και επιβεβαιώνουν τη διάπραξη της πρώτης μεγάλης γενοκτονίας του αιώνα. Αρκετοί από τους ίδιους τους υπαίτιους της Γενοκτονίας είχαν ομολογήσει τα εγκλήματά τους στα στρατοδικεία του 1919-1920. Το 1918, ο Αμερικανός Πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ χαρακτήρισε την Αρμενική Γενοκτονία «το μεγαλύτερο έγκλημα του πολέμου».Το άρθρο 230 της Συνθήκης των Σεβρών (1920) προνοούσε την τιμωρία των υπευθύνων για «τις βάρβαρες και άνομες μεθόδους πολέμου … [περιλαμβανομένων] αδικημάτων κατά των νόμων και των εθίμων του πολέμου και τις αρχές της ανθρωπότητας». Το 1929 ο μετέπειτα Βρετανός Πρωθυπουργός Winston Churchill χαρακτήρισε την Αρμενική Γενοκτονία «ένα διοικητικό ολοκαύτωμα».

Μαρτυρίες για τα απάνθρωπα περιστατικά υπάρχουν από μέλη της οργάνωσης ΝΙΛΙ (δίκτυο εβραϊκής κατασκοπείας), Αμερικανούς, Αυστρουγγαρούς, Βρετανούς, Γάλλους, Γερμανούς, Έλληνες, Ιταλούς, Ρώσσους και Σουηδούς διπλωμάτες και στρατιωτικούς, Προτεστάντες ιεραπόστολους, τον Πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη George Horton, που έγραψε το βιβλίο TheBlightofAsia (1926) και το Βρετανό Υποκόμη James Bryce, που το 1916 δημοσίευσε το βιβλίο TheTreatmentofArmeniansintheOttomanEmpire. Ακόμη πιοσημαντική θεωρείται η τεκμηρίωση του Πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία, Henry Morgenthau, ο οποίος το 1918 δημοσίευσε το βιβλίο AmbassadorMorgenthausStory, καθώς και του Γερμανού στρατιωτικού ιατρού Armin Wegner, που τράβηξε εκατοντάδες φωτογραφίες των Αρμενίων στα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο του Ντερ Ζορ. Την ατιμωρησία της Αρμενικής Γενοκτονίας εκμεταλλεύτηκε και ο Αδόλφος Χίτλερ υπέρ της διεξαγωγής του Ολοκαυτώματος των Εβραίων, αφού σε ομιλία του στο Όμπελσαλτζμπεργκ στις 22 Αυγούστου 1939, ανάφερε «Ποιος μιλά σήμερα για την εξόντωση των Αρμενίων;». Αντιμέτωποι με τα πραγματικά γεγονότα, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η Αρμενική Γενοκτονία συντελέστηκε, ανεξάρτητα αν η Τουρκία δεν το παραδέχεται, και θα παραμείνει μια από τις μελανότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.


Με βάση στοιχεία του Μουσείου-Ινστιτούτου της Αρμενικής Γενοκτονίας στο Γερεβάν της Αρμενίας, το 1914 υπήρχαν περίπου 2.133.000 Αρμένιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ το 1922 μόνο 388.000 (διαφορά 1.745.000). Εξάλλου, με βάση τις σημειώσεις του ίδιου του Ταλάτ Πασιά, η διαφορά του αριθμού των Αρμενίων μεταξύ 1914 και 1917 ήταν περίπου 1.150.000.
Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι