Menu

Αρμενική Εκκλησία

Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος έφτασε στην Αρμενία ο Απόστολος Θαδδαίος, έχοντας κατ` αρχάς κηρύξει με επιτυχία τη νέα θρησκεία στη Μ. Ασία (Καισαρεία) και στην Έδεσσα (Ούρφα ή Γετέσια) της Ασσυρίας, όπου κατάφερε να πάρει με το μέρος του τον βασιλιά Απκάρ (Αύγαρος).
[Όλα ξεκίνησαν όταν ο βασιλιάς της Έδεσσας που έπασχε από χρόνια ασθένεια, έχοντας ακούσει τις θαυματουργές ικανότητες του Ιησού Χριστού, τον προσκάλεσε για να τον θεραπεύσει. Πολλά χρόνια αργότερα η ευχή του πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Αποστόλου Θαδδαίου, από τον οποίο θεραπεύτηκε και μυήθηκε.]
Ο Θαδδαίος πέρασε αμέσως μετά στη γειτονική Αρμενία, που την περίοδο εκείνη ήταν φόρου υποτελής των Πάρθων. Εκεί διέδωσε τις νέες ιδέες σε πολλές περιοχές, ενώ μια από τις επίμονες προσπάθειές του ήταν να μυήσει και τους άρχοντες και ευγενείς. Έτσι ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο. Η αντίδραση του εγκάθετου των Πάρθων, βασιλιά Σανατρούκ ήταν κάθετα αρνητική στο νέο δόγμα. Ιδίως όταν πληροφορήθηκε πως ακόμη και η κόρη του Σαντούχτ έχει αφοσιωθεί στο λόγο του Θαδδαίου, διέταξε καθολικό διωγμό των πιστών, ενώ επέβαλε την ποινή της φυλάκισης στην κόρη του.

Όταν κατά καιρούς ο βασιλιάς έστελνε αξιωματούχους του στη φυλακή, για να την μεταπείσουν προς την πατροπαράδοτή τους θρησκεία, τον μαζδεϊσμό, με απογοήτευση διαπίστωνε πως τελικά οι αξιωματούχοι του αλλαξοπιστούσαν. Εξοργισμένος διέταξε να θανατώσουν την κόρη του και τους αξιωματούχους του. Τότε βρήκε και ο Απόστολος Θαδδαίος μαρτυρικό θάνατο το 66 μ.Χ..

Όχι πολύ αργότερα ο Σανατρούκ διαπίστωσε πως και η αδελφή του Βοκουή ήταν οπαδός της νέας θρησκείας και ακολουθούσε τον λόγο ενός νέου Αποστόλου, του Βαρθολομαίου – ο οποίος είχε έρθει λίγο μετά τον Θαδδαίο στην Αρμενία και, παράλληλα με εκείνον, κήρυσσε τη νέα θρησκεία. Χωρίς δεύτερη σκέψη και μπροστά στον κίνδυνο της ευρείας εξάπλωσης της νέας θρησκείας, διέταξε το έτος 68 μ.Χ. να θανατώσουν και την αδελφή του και τον Βαρθολομαίο. Η θυσία των δυο Αποστόλων στο όνομα του Χριστού, όπως και των εκατοντάδων επωνύμων μα και ανωνύμων, αντί να μειώσει, αύξησε τον αριθμό των πιστών, που υπολογίζεται πως ως το 68 μ.Χ. είχαν φτάσει τους 3.500.

Η Αρμενική Εκκλησία ονομάζεται Αποστολική, διότι ιδρύθηκε και θεμελιώθηκε από τους μαθητές του Ιησού Χριστού, Αποστόλους Θαδδαίο και Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ), οι οποίοι και επονομάσθηκαν Πρώτοι Φωτιστές, δεδομένου ότι σύμφωνα με την παράδοση έφεραν πρώτοι τη Θεία Φώτιση στην Αρμενία.

Ο Ιούδας Ιακώβου, σύμφωνα με μιαν εκδοχή ήταν ο ίδιος ο Θαδδαίος, όμως σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή ήταν ανιψιός της Παναγίας και κήρυξε στην Ασσυρία και στη Μεσοποταμία, εισήλθε στην νοτιοανατολική Αρμενία -κοντά στην λίμνη Ούρμια (σημερινό βόρειο Ιράν)- όπου, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια, έζησε για πολλά χρόνια και κήρυξε το λόγο του Θεού. Ο Συμεών ο Χανναναίος κήρυξε, επίσης, στις περιοχές της Ασσυρίας, της Βαβυλωνίας, της Περσίας και τελικά στην Αρμενία και στη χώρα των Αλανών.

Αυτοί ήσαν, λοιπόν, οι τέσσερις πρώτοι που κήρυξαν τη θρησκεία της αγάπης, της ισότητας και της αλληλεγγύης στην Αρμενία. Οι τρεις πρώτοι -ο Απόστολος Θαδδαίος, ο Απόστολος Βαρθολομαίος και ο Ιούδας Ιακώβου υπήρξαν άμεσοι μαθητές του Ιησού Χριστού, ενώ ο Συμεών ο Χανναναίος κήρυξε μετά τη μύησή του από τους μαθητές Αυτού.
Αμέσως μετά το θάνατο των Αποστόλων και μέχρι τον αποφασιστικό ερχομό του Γρηγορίου του Φωτιστή -τα πρώιμα εκείνα χρόνια μεταξύ 68 μ.Χ.-287 μ.Χ.-, τη διάδοση του νέου δόγματος και την καθοδήγηση των πιστών ανέλαβαν να συνεχίσουν κατά σειράν οι επίσκοποι: Ζακαριά, Ζεμεντός, Ατερνερσέη, Μουσέ, Σαχέν, Σαβάρς, Γεβόντ και Μεχρουζάν. Βέβαια εκατοντάδες ήταν και οι ανώνυμοι που συνέβαλαν στο έργο αυτό και που συχνά πλήρωσαν με τη ζωή τους την πίστη τους στο Χριστό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Μαρτύρων Βοσκιάν, Σουκιασιάν και Αραρατιάν, των οποίων η ύπαρξη και δράση επιβεβαιώνεται από έλληνες χρονικογράφους της εποχής.

Οι Βοσκιάν ήταν πέντε πρέσβεις απεσταλμένοι της Ρώμης, περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. στην Αρμενία. Ο αρχηγός τους ονόματι Βοσκί (Χρυσός) βαφτίστηκε, χρίστηκε κληρικός και αφιερώθηκε, μαζί με τους συντρόφους του (εξ ου και Βοσκιάν), στο κήρυγμα και την καλλιέργεια των νέων ιδεών στην Αρμενία.
Εκμεταλλευόμενοι την αποστολή τους ως πρέσβεις, αποφάσισαν να κηρύξουν και στο παλάτι του βασιλιά Αρδασές Β΄. Οι Βοσκιάν βρήκαν τραγικό θάνατο, όταν η αλανικής καταγωγής βασίλισσα Σατενίκ -σύζυγος του Αρδασές Β΄- πληροφορήθηκε πως εκείνοι είχαν μυήσει τους δεκαεννέα Αλανούς ακολούθους της.
Ο ανώτερος αυτών των αυλικών, ονόματι Παχάτρα (ή Βααθρά), όταν βαφτίστηκε πήρε το όνομα Σουκιάς, με αποτέλεσμα όλοι οι ακόλουθοί του να ονομαστούν Σουκιασιάν. Εκδιωχθέντες από το παλάτι έζησαν 44 χρόνια ασκητικής ζωής, κρυμμένοι στο όρος Σουκαβέτ και μετά από επίμονη καταδίωξη, τελικά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τα χέρια του αλανού πρίγκιπα Παρλαχά (ή Βαρλαά).

Η περίπτωση των Αραρατιάν Μαρτύρων αφορά τους 9.000 αρμένιους ακρίτες, που, παρά το ότι περί το 118 συνέβαλαν τα μέγιστα στη νίκη του αυτοκράτορα Αδριανού ενάντια στους εχθρούς της Ρώμης στα ανατολικά της σύνορα, ο Αδριανός τελικά τους εξολόθρευσε μέχρις ενός με αφορμή την πίστη τους. Πολλά χρόνια αργότερα ο ζωγράφος Καρπάτζιο (1522) απαθανάτισε τη θυσία των Ακριτών στους πρόποδες του Αραράτ και το έργο φυλάσσεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας. Όμοια είναι και η περίπτωση του θρυλικού Μπογικτός (Πολύευκτη) εκ Μελιτηνής, του οποίου η ιστορία παρουσιάζεται με πολύ γλαφυρό τρόπο στην ομώνυμη όπερα του Γάλλου Κορνέι (Κορνήλιος).

Περί το 226 μ.Χ. οι Πέρσες Σασανίδες, υπό την αρχηγεία του Αρτασίρ, ανέτρεψαν την κυριαρχία των Πάρθων και κατάφεραν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Μετά από αυτές τις εξελίξεις στα νοτιοδυτικά σύνορα της Αρμενίας, η ειρηνική και φιλική προς τη Ρώμη βασιλεία του Χοσρόη, της παρθικής δυναστείας των Αρσακιδών, σύντομα θα κλονιζόταν. Οι Σασανίδες είχαν υποσχεθεί στον, επίσης παρθικής καταγωγής, πρίγκιπα Ανάγ την εξουσία της αρμενικής σατραπείας, αν δολοφονούσε το βασιλιά Χοσρόη. Ο Ανάγ, με συνωμοσία, έφερε εις πέρας το εγχείρημα, όμως οι ακόλουθοι του Χοσρόη εξεγέρθηκαν και για αντίποινα δολοφόνησαν αυτόν και την οικογένειά του το 238. Διεσώθη μόνον ο μόλις 2 ετών γιος του Ανάγ, Σουρέν, τον οποίον φυγάδευσε η τροφός του στην Καισαρεία. Εκεί ο Σουρέν μεγάλωσε με τα χριστιανικά ιδεώδη, βαφτίσθηκε και πήρε το όνομα Γρηγόριος (Κρικόρ). Διέθετε, επίσης, υψηλή μόρφωση και παιδεία και με την ενηλικίωση νυμφεύθηκε τη γαλαζοαίματη Μαριάμ, από την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Βερτανές και τον Αριστακές (Αρίσταρχος). Μερικά χρόνια αργότερα (το 267) διέκοψαν τον έγγαμο βίο και η μεν Μαριάμ ακολούθησε τη μοναστική ζωή, ενώ ο Γρηγόριος εγκατέλειψε την Καισαρεία και αφοσιώθηκε στον ασκητισμό και στη μελέτη.

Στο μεταξύ στην Αρμενία οι Σασανίδες, για να εκδικηθούν το θάνατο του Ανάγ, δολοφόνησαν όλα τα μέλη της οικογενείας του Χοσρόη. Διασώθηκαν ο ανήλικος γιος του Τιριδάτης και η κόρη του Χοσροβιτούχτ, που φυγαδεύτηκαν στη Ρώμη. Ακολούθησε μια περίοδος μεγάλων αναταραχών και δολοπλοκιών, με αποτέλεσμα να διχαστεί η Αρμενία. Το δυτικό τμήμα, όπου επικράτησαν οι Χοσροβικοί περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ το ανατολικό κατελήφθη από τους Πέρσες.

Ο εξόριστος πρίγκιπας Τιριδάτης, κατά την ασυλία του στη Ρώμη, υπηρέτησε στα στρατεύματα του στρατηγού Λικίνιου, όπου μάλιστα διακρίθηκε για τον ηρωισμό του κυρίως στους πολέμους κατά των Γότθων. Το 286 με τη βοήθεια του ρωμαϊκού στρατού, ο Τιριδάτης απελευθέρωσε τα υπό περσική κυριαρχία εδάφη, ένωσε τη διχασμένη χώρα, ανακατέλαβε το θρόνο του πατέρα του και, με τις ευλογίες του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της ανεξάρτητης Αρμενίας, συμμάχου της Ρώμης. Η συμμαχία αυτή με τους Ρωμαίους διήρκεσε 14 περίπου χρόνια και διεκόπη με την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του αρμενικού κράτους. Η τεράστια έκταση του βασιλείου του Τιριδάτη εκτεινόταν δυτικά από τη Σεβάστεια και τη Νικόπολη μέχρι τους εσωτερικούς-νότιους πρόποδες των ποντιακών οροσειρών, έως βόρεια στο Ρουστάβ (σημ. Τιφλίδα). Από εκεί, ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Κούρα (Κύρου) έως τις εκβολές του στην Κασπία θάλασσα και από εκεί νοτιοδυτικά έως και τη λίμνη Ούρμια και νότια στην πόλη Μαχγκέρτ. Από εκεί, κατά μήκος των βόρειων πηγών του ποταμού Τίγρη έως την ’μιδα και από τον Ευφράτη μέσω της Μελιτηνής και Λάρισας στη Σεβάστεια.

Αμέσως μετά τη νίκη του κατά των Σασανιδών, ο Τιριδάτης πιστός στην πατροπαράδοτη θρησκεία της αρχαίας Αρμενίας -ένα είδος Ζωροαστρικού πολυθεϊσμού με επίδραση θρησκευτικών στοιχείων της αρχαίας Περσίας και της Ελλάδας- τέλεσε ευχαριστήρια θυσία στο ναό της θεάς Αναΐδας (Διάνα).
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, στη διάρκεια της γιορτής, ζήτησε από το γραμματέα του, που δεν ήταν άλλος από τον Γρηγόριο, να αποθέσει εκ μέρους του στεφάνι στην είσοδο του ναού. Η πεισματική άρνηση του Γρηγορίου και η δήλωσή του ότι προσκυνά μόνο στον έναν και αληθινό Θεό, εξόργισαν τον Τιριδάτη, ο οποίος κρίνοντας ατιμωτική τη συμπεριφορά του προς τους πανάρχαιους θεούς, διέταξε να τον υποβάλουν σε άγρια βασανιστήρια.
Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε πως ο Γρηγόριος είναι ο γιος του Ανάγ, του δολοφόνου του πατέρα του Χοσρόη -πράγμα που στη διάρκεια της συνεργασίας τους αγνοούσε- πρόσταξε να τον φυλακίσουν στο Χορ Βιράπ (Βαθύς Λάκκος), της πόλης Αρτασάτ (Αρτάξατα), από όπου ποτέ κανείς κατάδικος δεν είχε βγει ζωντανός. Ο Γρηγόριος, όμως, επέζησε επί 13 χρόνια στο σκοτεινό λάκκο χάρη στην πίστη του, μα και τη φροντίδα μιας πιστής, που καθημερινά του έφερνε κρυφά λίγο βρεμένο ψωμί.
Ο λάκκος Χορ Βιράπ, -στην ανατολική όχθη του ποταμού Αράξη, στους πρόποδες του όρους Αραράτ- είναι ως τις μέρες μας ιερός τόπος προσκυνήματος.

Εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός και ιδίως ο καίσαρας Γαλέριος κήρυξαν «πόλεμο» κατά του χριστιανισμού, που στο μεταξύ είχε διαδοθεί σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια και στις περιοχές της Μ. Ασίας και της Αρμενίας. Θύματα αυτών των διωγμών έπεσαν και 37 μοναχές, οι οποίες διέφυγαν το 293 από τη Ρώμη και μετά από μακρά περιπλάνηση μέσω Ελλάδας, βορείου Αφρικής, Αγίων Τόπων και Ασσυρίας, έφτασαν στην Αρμενία, όπου έζησαν ασκητικά στη Μονή Χοκεάτς, με ηγουμένη την Καγιανέ και φημίζονταν για την ευγένεια και τις αγαθοεργίες τους. Ανάμεσά τους ήταν η καταγόμενη από αυτοκρατορική οικογένεια Χριψιμέ, χάριν της οποίας το τάγμα των μοναχών ονομάστηκε Χριψιμιάν.
Ο κατατρεγμός των χριστιανών είχε φουντώσει στην Αρμενία, όταν ο Τιριδάτης -κατά μια εκδοχή θέλοντας να κρατήσει τις διπλωματικές ισορροπίες, αφού γνώριζε την καταγωγή των Χριψιμιάν, ή κατά μιαν άλλη εκδοχή επειδή είχε ερωτευθεί την Χριψιμέ- προτίμησε τον αυστηρό περιορισμό και την επιτήρησή τους. Τελικά πάνω στην έξαρση των διωγμών οι μοναχές βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν βάναυσα. Το παλάτι σείστηκε από την είδηση αυτή και ακόμη και ο ίδιος ο βασιλιάς, αφού υπέφερε για πολλές ημέρες έπεσε τελικά βαριά άρρωστος.

Σύμφωνα με την παράδοση η αδελφή του Τιριδάτη, Χοσροβιτούχτ, έστειλε τους αξιωματούχους του παλατιού να βγάλουν τον Γρηγόριο από το Χορ Βιράπ και να τον φέρουν στο παλάτι, κι αυτό διότι είχε δει στα όνειρά της πως μόνον ο Γρηγόριος μπορούσε να θεραπεύσει τον αδελφό της. Οι αξιωματούχοι προς μεγάλη τους έκπληξη τον βρήκαν ζωντανό παρά τα 13 χρόνια εγκλεισμού του στο λάκκο. Ο Γρηγόριος θεράπευσε τον βασιλιά, ο οποίος αποδέχτηκε τη νέα πίστη και πολύ σύντομα βαφτίστηκε χριστιανός από τον Γρηγόριο.

Ο Τιριδάτης το 301 με βασιλική διαταγή ανακήρυξε το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του αρμενικού κράτους. Ο Γρηγόριος στάλθηκε με μεγαλοπρεπή πομπή στην Καισάρεια, όπου από τον Έλληνα επίσκοπο Λεόντιο χειροτονήθηκε επίσκοπος «Καθολικός Πατριάρχης των Αρμενίων» με έδρα την πόλη Αστισάτ. Λέγεται πως αμέσως μετά την επιστροφή του, βάφτισε χιλιάδες λαού στις πηγές του ποταμού Ευφράτη και εν συνεχεία συνέβαλε στην περαιτέρω εξάπλωση της νέας θρησκείας όπως και στην οργάνωση της αρμενικής εκκλησίας.

Η πεποίθηση, πως η θυσία των μοναχών Χριψιμιάν ήταν θέλημα Θεού, είναι ζωντανή μέχρι τις μέρες μας, διότι αμέσως μετά τη θυσία αυτών έλαμψε, μέσω του Τιριδάτη, το φως του αρμενικού πολιτισμού και άνθησε, μέσω του Γρηγορίου του Φωτιστή, το χριστιανικό πνεύμα στην Αρμενία.

Η Αρμενική Εκκλησία στη Ελλάδα

Οι Αρμένιοι κατάφεραν να επιβιώσουν και επιβιώνουν ως σήμερα αφήνοντας έντονα τα ίχνη τους στο πέρασμα των αιώνων παρά το ότι βρέθηκαν παγιδευμένοι ανάμεσα σε αντιμαχόμενες ιδεολογίες και θρησκείες, γνώρισαν εκστρατείες, διωγμούς, εξορίες με αποκορύφωμα τη Γενοκτονία του 1915 όπου και εκδιώχθηκαν ολοκληρωτικά από τα πατρογονικά τους εδάφη και αναγκάστηκαν να διασκορπισθούν και να ζήσουν με λαούς άλλοτε φιλόξενους και άλλοτε όχι.

«Στην εξορία
επιβιώνει κάποιος
λόγω ικανότητας
μόνο»
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

Παρά τις αντίξοες συνθήκες στο πέρασμα των αιώνων άντεξαν γιατί είχαν την ικανότητα να επιβιώνουν σαν λαός, διαφυλάσσοντας τη θρησκεία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους μεταδίδοντάς τον από γενιά σε γενιά.
Επιβίωσαν σαν λαός γιατί πρωταρχικό μέλημά τους ήταν η ανέγερση εκκλησιών και σχολείων και μέσω αυτών γαλουχήθηκαν οι επερχόμενες γενιές.

Στην φιλόξενη ελληνική γη, συναντάμε αρμενικές εκκλησίες που χτίστηκαν με μεγάλους κόπους και θυσίες λίγο χρόνο μετά την εγκατάσταση Αρμενίων στην περιοχή. Εκκλησίες που δε λειτούργησαν μόνο ως λατρευτικοί χώροι, αλλά και σαν σχολεία, σαν κέντρα πολιτισμού, σαν σημεία συνάθροισης των Αρμενίων.

Όλες οι εκκλησίες λειτουργούν μέχρι σήμερα επιτελώντας το ίδιο έργο, εξακολουθούν να είναι λατρευτικοί χώροι και ταυτόχρονα κέντρα διατήρησης του αρμενισμού.

Μητροπολιτικός Ναός – Αθήνα
Αγ. Ιάκωβος – Νίκαια_
Αγ. Καραμπέτ – Νέος Κόσμος
Εκκλησία της Παναγίας – Περιστέρι
Αγ. Καραμπέτ – Αλεξανδρούπολη
Αγ. Γεώργιος – Διδυμότειχο
Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος – Ηράκλειο Κρήτης
Εκκλησία της Παναγίας – Θεσσαλονίκη
Αγ. Σταυρός – Καβάλα
Αγ. Γρηγόριος ο Φωτιστής – Κομοτηνή
Εκκλησία της Παναγίας – Ξάνθη
Αρμενικαθολική Εξαρχία
Ευαγγελιστές

 

 

Πηγή: blogs.sch.gr

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Η Αρμένικη εκπαίδευση System Of A Down »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι