Menu

Αρμενική Κοινότητα Κύπρου

Γράφει ο Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας

Η Αρμενική κοινότητα

Στην Κύπρο υπάρχει από πολλά χρόνια η κοινότητα των Αρμενίων, που σήμερα αναγνωρίζονται ως ισότιμοι πολίτες με θρησκευτική ιδιαιτερότητα, ενώ τους παρέχεται μια κοινοβουλευτική έδρα για το θρησκευτικό τους εκπρόσωπο. Οι αρμονικές τους σχέσεις με τους Ελληνοκύπριους και η εργατικότητά τους έχουν κάνει να καταξιωθούν σε διάφορα επαγγέλματα, ενώ σήμερα, αν και η δεύτερη μεγαλύτερη σε αριθμό θρησκευτική κοινότητα, είναι τόσο πολύ οργανωμένη, αφού υπό την κοινότητα βρίσκονται - εκτός από τις Εκκλησίες - και σχολεία. Ποια είναι, όμως, η ιστορία τους στο νησί μας;

Η πρώτη εγκατάσταση Αρμενίων στην Κύπρο έγινε το 578 μ.Χ, προς το τέλος της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β· ο αρμενικής καταγωγής βυζαντινός Στρατηγός Μαυρίκιος ο Καππαδόκης (αργότερα αυτοκράτορας) κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Χοσρόη συνέλαβε στην Αρζανίνη της Μεγάλη Αρμενίας 10.090 αιχμάλωτους, από τους οποίους οι μισοί περίπου (5.350) μεταφέρθηκαν στην Κύπρο. Οι Αρμένιοι αυτοί στρατολογούνταν ως αποφασιστικοί πολεμιστές, ικανοί καλλιεργητές ή εξυπηρετικοί υπηρέτες, ενώ σε πολλές πηγές φέρεται ο Ιουστινιανό να χρησιμοποίησε τους Αρμένιους στρατιώτες σε πολλές επιχειρήσεις. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο υπήρχαν Αρμένιοι ακτοφύλακες στο νησί, καθώς και φρουροί ορεινών περιοχών, που έφευγαν από τη Λεμεσό στα βουνά. 

Γύρω στα 956, όταν ο πατρίκιος Νικήτας Χαλκούτζης επανέκτησε την Κύπρο - που είχε γίνει άντρο των Αράβων και λεία των επιδρομών τους - θα πρέπει να έγινε εισαγωγή μεικτών στοιχείων, ανάμεσά τους και Αρμενίων, από τη γειτονική Κρήτη, στην οποία ο Νικηφόρος Φωκάς το 911-912 είχε εγκαταστήσει και Αρμενικά στοιχεία, για προστασία του νησιού. Τους αρμενικούς αυτούς οικισμούς, που δημιουργήθηκαν την εποχή αυτή, αναφέρει ο Στέφανος Λουζινιανός το 16ο αιώνα (Αρμενοχώρι, Κορνόκηπος, Πατρίκι, Πλατάνι, Σπαθαρικό κτλ). Το Πλατάνι ή Πλατάνιον - από πόλη κοντά στη Σελεύκεια και απέναντι από την Κύπρο - θα πρέπει να βρισκόταν, κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, κοντά στο Λευκόνοικο, ενώ την εποχή αυτοί τα αρμενικά αποσπάσματα κυβερνούσαν Αρμένιοι, όπως οι πατρίκιοι Μιχαήλ ο Ουρανός, Κρινίτης του Μούσερε, όπως και οι πρωτοσπαθάριοι Λέοντας ο Συμβατίκης και Θεόδωρος ο Παγκράτης. Το Αρμενοχώρι βρίσκεται ανατολικά της Λεμεσού.

Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, η Αρμενική κοινότητα ήταν καλά οργανωμένη και είχε δύο Επισκόπους, ένα στη Λευκωσία και ένα στη Λεμεσό. Γύρω στα 1136-1138, έγινε η επόμενη μετεγκατάσταση Αρμενίων στο νησί, από τον Ιωάννη Β Κομνηνό, που είχε εκστρατεύσει κατά της Μικρής Αρμενίας, με εντολή του οποίου όλος ο αρμενικός πληθυσμός της πόλης Tell Hamdun (Νότια Κιλικία) μεταφέρθηκε στο νησί μας. Οι ακριβείς λόγοι για τη μετακίνηση αυτή, καθώς και ο αριθμός τους παραμένουν άγνωστοι. Είναι, όμως, σχεδόν σίγουρο ότι οι Αρμένιοι σχετίζονταν με το στρατιωτικό επάγγελμα, μιας και ο βυζαντινός Στρατός τους χρησιμοποιούσε εκτεταμένα (τοξότες, ιππείς, ανιχνευτές), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές ότι στα στρατεύματα του Ισαάκιου Κομνηνού που αντιμετώπισαν τα στρατεύματα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου το 1191 υπήρχε μεγάλος αριθμός Αρμενίων.

Ο ίδιος ο Ισαάκιος ήταν νυμφευμένος με την κόρη του Thoros της Αρμενίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο βυζαντινός τοποτηρητής είχε φιλικές σχέσεις με τη χώρα, επομένως και δεχόταν στρατιωτική βοήθεια από την Αρμενία. Πολλοί μελετητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αν οι Λουζινιανοί δεν αγόραζαν το νησί, θα το αγόραζαν οι Αρμένιοι, μιας και είχαν αρκετά φιλικές σχέσεις, τόσο με το λαό όσο και με την αριστοκρατία. Αναφορές υπάρχουν ότι μετά την αποχώρηση του Ριχάρδου Ελληνοκύπριοι, Αρμένιοι και Ελληνοκύπριοι επαναστάτησαν για να επανεγκαθιδρύσουν τη βυζαντινή μοναρχία στο νησί. Ο Στέφανος Λουζινιανός το 16ο αιώνα αναφέρει: «Τον Ιούνιο αποθνήσκει στην ’κρα ο Richardus de Camvilla, που του εμπιστεύθηκε τη φρούρηση της νήσου, μαζί με το Robertus de Turneham, αφού εγκατέλειψε τη νήσο. Έλληνες και Αρμένιοι επαναστατούν αναδεικνύοντας ως ηγεμόνα κάποιο μοναχό συγγενή του Ισαάκιου. Ο Robertus de Turneham καταστέλλει την επανάσταση, συλλαμβάνοντας και απαγχονίζοντας τον αρχηγό».

Βλέποντας πως δεν υπήρχε διαφυγή, οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την εύνοια του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, όπως και των Λουζινιανών, εξασφαλίζοντας μεγάλα κτήματα γης σε διάφορες περιοχές του νησιού, ενώ πολλοί απ' αυτούς αναρριχήθηκαν σε ψηλές θέσεις του παλατιού και του μισθοφορικού Στρατού. Ο Γουίδων ο Λουζινιανός, όταν έγινε κύριος της Κύπρου το 1192, κάλεσε όσους επιθυμούσαν - ανάμεσά τους και Αρμένιους - να εγκατασταθούν στο νησί, με αντάλλαγμα γη και προστασία. Λόγω αυτής της ανέλιξης της κοινότητας, η Αρμενική ήταν μια από τις πέντε γλώσσες που μιλιόταν στο νησί (Ελληνική, Λατινική, Γαλλική, Αραβική και Αρμενική) κατά την Ενετοκρατία, εποχή κατά την οποία οι Αρμένιοι διέθεταν τεράστιες αποθήκες στην Αμμόχωστο, τη Λεμεσό και τη Λάρνακα, ενώ έλεγχαν μεγάλο μέρος του εμπορίου, έχοντας καταστήματα στη Λεμεσό, Πάφο και Αμμόχωστο. Το 1335, όταν οι Αιγύπτιοι κατέλυσαν το Αρμενοκιλικικό κράτος, πολλοί Αρμένιοι ήρθαν στο νησί για να εγκατασταθούν, με αποτέλεσμα στις αρχές του 15ου αιώνα να φθάνουν τις 30.000, σε σύνολο 180.000 κατοίκων.

Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, η Λευκωσία είχε αξιοπρόσεκτο αρμενικό τομέα, που εκτεινόταν από την Πύλη Πάφου μέχρι την πλατεία του Κονακιού, περιοχή που έφερε το όνομα Αρμενία ή Αρμενογειτονιά, ενώ στην οδό Βικτώριας βρισκόταν η Αρμενική Εκκλησία της Παναγίας (πρώην λατινική), το οποίο παλαιότερα ήταν Μοναστήρι Καλογριών που, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών, παραμένει απρόσιτη, όπως και η αρμενική εκκλησία της Αμμοχώστου· στη μεσαιωνική Λευκωσία υπήρχαν άλλες δύο εκκλησίες, του Σουρπ Κεβόρκ (Αγίου Γεωργίου) - που κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς το 1567 - και των Σουρπ Μπογός και Μπεντρός (Αγίων Πέτρου και Παύλου), οι οποίες όμως σήμερα δεν σώζονται. Στην Αμμόχωστο του Μεσαίωνα υπήρχαν τρεις αρμενικές εκκλησίες, του Σουρπ Σαρκίς (Αγίου Σέργιου), της Σουρπ Μπάρμπαρα (Αγίας Βαρβάρας) και της Παρθένου Μαρίας. Και στις δύο πόλεις υπήρχαν Επίσκοποι, όμως αυτός της Αμμοχώστου καταργήθηκε σύντομα, κυρίως λόγω της ελάττωσης των Αρμενίων κατοίκων της πόλης.

Οι Τούρκοι είχαν υποχρεώσει Αρμένιους από την Αρμενία να πάρουν μέρος στην κατάληψη της Κύπρου το 1570-1571, οι οποίοι πήραν ως αντάλλαγμα την Αρμενική εκκλησία της Παρθένου Μαρίας στη Λευκωσία, που προηγουμένως ήταν λατινική. Η κοινότητά τους, τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε φτάσει τις 40.000. Κατά την υπόλοιπη, όμως, περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Αρμένιοι είχαν μειωθεί σημαντικά, καθώς πολλοί μετανάστευσαν για να αποφύγουν τις αντίξοες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ενώ άλλοι έγιναν κρυπτοχριστιανοί. Ο Pococke είχε επισκεφθεί την Κύπρο πριν το 1738 και περιγράφει τους Αρμένιους της Λευκωσίας ως ολιγάριθμους και πολύ φτωχούς, μας πληροφορεί όμως ότι είχαν μια αρχαία εκκλησία, Αρχιεπίσκοπο και Μοναστήρι στην Ύπαιθρο. Το Μοναστήρι αυτό είναι το Αρμενομονάστηρο στη Χαλεύκα, βόρεια της Κυθρέας.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταλάατ Εφέντη (κυβερνήτη της Κύπρου το 1841), από συνολικό πληθυσμό 108-100 χιλιάδων, οι Αρμένιοι αποτελούσαν μόνο 150-160 άτομα. Ο Νίβεν Κερρ, το 1844, ανεβάζει τον αριθμό τους σε 200, σε σύνολο 101130 κατοίκους. Το 1891, η Αγγλική απογραφή πληθυσμού δείχνει 269 Αρμένιους, ενώ το 1881 υπήρχαν μόνο 174. Ο αριθμός, όμως, των Αρμενίων, στην ουσία οι περισσότεροι Αρμένιοι σήμερα, αυξήθηκε μετά τις τρομερές σφαγές τους από τους Τούρκους, μεταξύ 1896 και 1921, όταν έφυγαν μαζικά για να διασωθούν. Μεταξύ 1914 και 1922, ο αριθμός τους ανέβηκε στις 8.000, ενώ την εποχή εκείνη ιδρύθηκε αρμενικό ορφανοτροφείο στη Λευκωσία, για περισυλλογή και περίθαλψη ορφανών παιδιών που κατάφεραν να σωθούν από τους απάνθρωπους διωγμούς. Το 1921 αριθμούσαν μόλις 1197 άτομα. Όμως, μετά το 1925 - όταν η Αρμενία έγινε πλέον Σοβιετικό έδαφος - πολλοί Αρμένιοι πρόσφυγες επανήλθαν στο κομμάτι της πατρίδας τους που παρέμεινε, ενώ άλλοι μετανάστεψαν σε χώρες της Δύσης.

Το 1960, ζούσαν στην Κύπρο 3.628 Αρμένιοι, ενώ το 1985 ζούσαν 2.250, με την πλειοψηφία τους να ζει στη Λευκωσία. Η κοινότητα σήμερα ζει και εργάζεται πλάι στους Ελληνοκύπριους, διατηρώντας παρόμοιες σχέσεις μ' αυτούς όσον αφορά τους Τουρκοκύπριους. Πολλοί Αρμένιοι της Κύπρου έγιναν πρόσφυγες το 1974. Οι Αρμένιοι εκπροσωπούνται στο κυπριακό Κοινοβούλιο με ένα εκπρόσωπο (από το 1965), ο οποίος εκλέγεται αποκλειστικά από Αρμένιους ψηφοφόρους, δεν έχει όμως το δικαίωμα ψήφου, μιας και η θέση του δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά εκφράζει την άποψή του για θέματα που αφορούν την ομάδα του, που αναγνωρίστηκε από το άρθρο 2, παράγραφος 3 του Συντάγματος και μετά την ψήφιση περί Θρησκευτικών Ομάδων (Εκπροσώπησης) Νόμο. Από το 1970 ο εκπρόσωπος εκλέγεται, συμμετέχοντας στην ολομέλεια της Βουλής και απολαμβάνοντας τα ίδια δικαιώματα (ανεύθυνο, ασυλία, ατέλεια, αποζημίωση) με τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής. Με τις εκλογές του 2001, ψηφίστηκε ο Πέτρος Καλαϊτζιάν.

Αρμενικά Δημοτικά λειτουργούν στη Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα, φέροντας το όνομα Nareg, από τον Grigor Naregatzi, διανοούμενο ιερέα και μεγαλύτερο ποιητή της Αρμενίας, που έζησε το 10ο αιώνα, ενώ στη Λευκωσία υπάρχει η Σχολή Melkonian Μέσης Εκπαίδευσης· όλα αυτά τα σχολεία διοικούνται από Αρμενική Σχολική Επιτροπή, που διορίζεται από τον Αρμένιο Βουλευτή και εγκρίνεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αλλά επιτηρούνται και επιχορηγούνται και από τη Γενική Αρμενική Ένωση Αγαθοεργίας, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη.

Το πρώτο Αρμενικό Σχολείο κτίστηκε το 1887 στη Λευκωσία, με δωρεές Αρμενικών κοινοτήτων στην Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Αγγλία. Το 1921 και το 1938, με τη συνεισφορά των οικογενειών Melikian και Ouzounian, κτίστηκαν δύο νέα κτίρια· το σχολείο συνέχισε να λειτουργεί με το όνομα Melikian-Ouzounian μέχρι το 1963, όταν καταλήφθηκε από τους Τούρκους κατά τις δικοινοτικές ταραχές. Με τη βοήθεια της Κυπριακής Κυβέρνησης, κτίστηκε Δημοτικό Σχολείο στα κτίρια του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν, που λειτουργούσε μέχρι το 1972. Τον ίδιο χρόνο, μετά από γενναιόδωρη προσφορά της Κυβέρνησης, κτίστηκε Αρμενικό Δημοτικό Σχολείο στην οδό Αρμενίας, το γνωστό μας Ναρεκ. Το Μελκονιάν είναι το μεγαλύτερο οικοτροφείο Αρμενίων στη Διασπορά. Κτίστηκε από δύο αδελφούς, τον Grigor και Garabet Μελκονιάν, μεταξύ 1924-1926. Αρχικά αποτελούσε ορφανοτροφείο των Αρμενίων που επέζησαν τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, ενώ σταδιακά μετατράπηκε σε σχολείο μέσης παιδείας, έχοντας 16 κτίρια, γήπεδα και μικρό πάρκο. Περισσότεροι από 1500 Αρμένιους έχουν αποφοιτήσει απ' αυτό, ενώ οι μαθητές του προέρχονται από τη Μέση Ανατολή, τη Νότια και Βόρεια Αμερική.

Οι Αρμένιοι είναι Χριστιανοί Γρηγοριανοί Ορθόδοξοι, που έχουν δικές τους Εκκλησίες στη Λευκωσία, Λεμεσό, Αμμόχωστο και Λάρνακα. Όπως προαναφέραμε, μερικές εκκλησίες στη Λευκωσία, όλες οι εκκλησίες της Αμμοχώστου και το αρμενικό Μοναστήρι τους Σουρπ Μακάρ (Αγίου Μακαρίου), το γνωστό Αρμενομονάστηρο, στη Χαλεύκα, 29 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Λευκωσίας, παραμένουν υπό τουρκική κατοχή από το 1974. Επί εποχής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙΙ, ανεγέρθηκε στην οδό Αρμενίας, δίπλα από το Αρμενικό Δημοτικό Nareg, αρμενική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Η αρμενική Εκκλησία της Κύπρου υπάγεται στον τοπικό Επίσκοπο, οποίος εδρεύει στη Λευκωσία και βρίσκεται στη διοικητική υπαγωγή του Καθολικού και Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, που εδρεύει στο Λίβανο. Η λειτουργία γίνεται στην κλασσική Αρμενική γλώσσα και ο σημερινός Μητροπολίτης είναι ο Λιβάνιος, Βαρουζιάν Χερκεριάν.

Η Αρμενική κοινότητα στη Λευκωσία έχασε την Εκκλησία και Μητρόπολή της από τους Τούρκους, το 1963. Τελικά, το 1981 με τη βοήθεια της Κυβέρνησης, του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών, μερικών Ανατολικών Εκκλησιών και προσωπικών προσφορών, κτίστηκε νέα εκκλησία προς τον Σουρπ Αστβατσασίν, κοντά στο σχολείο, ενώ αργότερα κτίστηκε η νέα Μητρόπολη. Στη Λάρνακα το πρώτο σχολείο κτίστηκε το 1909, παράλληλα με την Αρμενική Εκκλησία του Σουρπ Στεφάν· με την πάροδο του χρόνου (προσφορές από Αρμενικές κοινότητες της Αιγύπτου, Η.Π.Α κτλ) κτίστηκε νέο σχολείο το 1923, που επεκτάθηκε με την εισφορά του Garabet Melkonian. Το 1995 με τη βοήθεια της κυβέρνησης της Κύπρου, κτίστηκε ένα εντελώς καινούργιο Ναρεκ (Δημοτικό Σχολείο)

Στη Λεμεσό η Εκκλησία του Σουρπ Κεβόρκ κτίστηκε το 1939 αλλά, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πιστών, η λειτουργία γίνεται κάθε 15νθήμερο από τον ιερέα της Λάρνακας. Το Σχολείο κτίστηκε το 1951, στον περίβολο του Σουρπ Κεβόρκ· αν και έχουν γίνει διάφορες ανακαινίσεις στο σχολείο, γίνονται σχέδια για το κτίσιμο νέου σχολείου. Οι περισσότεροι Αρμένιοι σήμερα είναι επιτυχημένοι έμποροι και επιχειρηματίες, ενώ μικρός αριθμός Αρμένιων είναι κρατικοί και ημικρατικοί υπάλληλοι, όπως επίσης και διαφόρων απασχολήσεων ιδιώτες (εστιάτορες, μουσικοί, ζωγράφοι, φωτογράφοι κτλ). Σήμερα, οι Αρμένιοι της Κύπρου αριθμούν γύρω στις 2.500 άτομα.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Wikipedia: Αρμενία Η ψυχή μου τρέμει σαν περιστέρι »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι