Menu

Αρμένιος απορρίπτει πρόταση της κυβέρνησης στην Τουρκία

Το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας προσέφερε στον κ. Daron Acemoglu τη θέση του μόνιμου αντιπροσώπου της χώρας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.).
Ο κ. Acemoglu, Τούρκος αρμενικής καταγωγής, εξέχων οικονομολόγος και ακαδημαϊκός, απέρριψε την πρόταση, σημειώνοντας ότι η ακαδημαϊκή του καριέρα αποτελεί προτεραιότητα σε σχέση με τις πολιτικές του βλέψεις.
Φημολογείται ότι η συγκεκριμένη πράξη από την πλευρά της τουρκικής Κυβέρνησης έγινε για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς για κακομεταχείριση των μειονοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Εκπρόσωποι της κυβέρνησης δήλωσαν ότι επιθυμούν να εξομαλύνουν τις σχέσεις με την Αρμενία.
Ο κ. Daron Acemoğlu είναι καθηγητής Εφαρμοσμένων Οικονομικών στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και κάτοχος του μεταλλείου John Bates Clark το 2005. Επίσης, θεωρείται υποψήφιος για το Νόμπελ Οικονομίας στο μέλλον.
Αν και δεν απαγορεύεται από το νόμο, τα μέλη των μειονοτήτων στην Τουρκία από το 1950 δεν κατέχουν δημόσια αξιώματα, δεν έχουν εκλεγεί ποτέ βουλευτές  και δεν έχουν διοριστεί σε θέσεις ανώτατων αξιωματούχων.
Διαβάστε περισσότερα...

Των Αρμενίων η κοινότητα εκθέτει την ιστορία της…

Εκδηλώσεις τιμής και μνήμης επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 85 χρόνων των θυρανοίξεων της Αρμένικης εκκλησίας της Παναγίας στην Ξάνθη.

Άνοιξαν το σεντούκι της γιαγιάς τους φερμένο το εικοσιδυό ή και πιο πριν από το 1880 από την πατρίδα τους την Αρμενία, μια πατρίδα όμορφη αλλά και τυραννισμένη που την κουβαλούν μες στην ψυχή τους…ξεδίπλωσαν τα χειροποίητα ιερά άμφια με τις αρμένικές επιγραφές, ξεφύλλισαν τα κιτρινισμένα ιερά ευαγγέλια και τα βιβλία ψαλμών που έφεραν οι  πρόσφυγες παππούδες τους στους μπόγους του ξεριζωμού, κράτησαν ευλαβικά, όπως ο παπάς τους κάθε Κυριακή και σκόλη στην Αρμένικη εκκλησιά τους ( Αγ. Ελευθερίου 54 στην Ξάνθη) που μετρά 85 χρόνια από τα θυρανοίξιά της και τα τοποθέτησαν σε προθήκες στον ευρύχωρο εκθεσιακό χώρο του «Π», ως αναθήματα μνήμης! Μνήμες που δεν έχουν ξεθωριάσει στην καρδιά και στο νου των 20 οικογενειών Αρμενίων τρίτης γενιάς που συγκροτούν την Αρμένικη Κοινότητα Ξάνθης,  παρότι συμπληρώνουν ένα αιώνα που οι παππούδες τους κυνηγημένοι, άπλωσαν νέες ρίζες  στην Ξάνθη. Μια εκδήλωση τιμής αλλά και υπενθύμισης του χρέους που φέρει ιερό φορτίο κάθε Αρμένιος , αυτό του αγώνα για τη δικαίωση με την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την ίδια την Τουρκία μ’ ότι αυτό σημαίνει αυτό στο θέμα των αποζημιώσεων κ.λ.π. και επιστροφή των αρμενικών εδαφών.

Έκθεση της ιστορίας της Αρμενικής κοινότητας στην Ξάνθη
Ο πρόεδρος της Αρμένικης κοινότητας κ. Τακβόρ Καραολλανιάν μας υποδέχτηκε στο χώρο της έκθεση και μας μίλησε για την εκδήλωση: «Η κοινότητα διοργάνωσε την εκδήλωση (πραγματοποιήθηκε το Σάββατο) και την έκθεση η οποία δείχνει την ιστορία της αρμενικής κοινότητας της πόλης. Είναι ανεκτίμητα για μας και για τη δημόσια ζωή της Ξάνθης καθώς συμπεριλαμβάνει αλληλογραφία με το δήμο, με το υπουργείο, με τη Στρατολογία. Ένας μελετητής μπορεί να βρει πολλά στοιχεία. Οι παππούδες μας ήρθαν ο 1922, το 1923 αγόρασαν το οικόπεδο της εκκλησίας και το 1926 έκαναν τα θυρανοίξια και μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας το σχολείο.  Χριστιανισμός, παιδεία, παράδοση και πολιτισμός είναι τα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν και μας ρίζωσαν εδώ».

Οι παππούδες μου δεν πρόλαβαν να’ ρθουν…
Ο κ. Καραογλανιάν θυμάται: « Οι γονείς μου …ο πατέρας μου ήταν  από το Πάνορμο και η μητέρα μου από την Κιουτάχεια …θυμάμαι ιστορίες που έλεγαν οι γιαγιάδες μου…οι παππούδες μου δεν πρόλαβαν να’ ρθουν κι οι δυο σφάχτηκαν από τους τούρκους …φόρτωσαν μόνο τις οικογένειές τους και αυτοί έμειναν…Ο  αρμένικος λαός είναι από του πιο αρχαίους λαούς. Έχουμε 7 επαρχίες από την Κασπία Περσία. το όρος Αραράτ που είναι το  σημείο αναφοράς μας. Είναι τουρκοκρατούμενες…εκεί υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί. Και μεις όπως και οι αδελφοί μας οι  Πόντιοι είμαστε κυνηγημένοι. Έχουμε πολλά κοινά. Το πρόβλημα το ζήσαμε από κοινού.  Βιώσαμε και οι δυο λαοί την ίδια αγριότητα, τον ίδιο εχθρό και δεχτήκαμε την ίδια βαρβαρότητα. Γι’ αυτό είμαστε αλληλέγγυοι στο ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας και των Ποντίων.  Σαν λαός κυνηγημένος, γιγαντώθηκε μέσα μας το πείσμα να προοδεύσουμε και να κρατήσουμε την εθνική μας συνείδηση και υπόσταση. Αισθανόμαστε έλληνες αλλά είμαστε αρμένιοι. Έχουμε ένα χρέος, αυτό του αγώνα για να δικαιωθούμε»!

Αρμενίων κοινότητες
Να σημειώσουμε ότι η Αρμενία ως κράτος ιδρύθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης της οποίας ήταν επαρχία.  Οι Αρμένιοι της Αρμενίας γύρω στα 3 εκ. Οι Αρμένιοι της διασποράς 8 εκ. Στην Ελλάδα ζουν (από το 1922) 10.000 Αρμένιοι ενώ δεν είναι γνωστό πόσοι έχουν έλθει από την Αρμενία. Στο νομό Ξάνθης έχουν έλθει τα τελευταία 15 χρόνια 2000 άτομα. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων ξεκίνησε από τα κράτη της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ‘60 Αναγνωρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1987 και πρόσφατα από την Σουηδία όπως και η Γενοκτονία των Ποντίων.

 

Πηγή: empros.xan.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Οι σχέσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων Ποντίων στην πρώην Σοβιετική Ένωση

Οι διακοινοτικές σχέσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων Ποντίων και η καθημερινή τους ζωή στους τόπους εγκατάστασής τους στην πρώην Σοβιετική Ένωση1 λίγο πριν τη μαζική μετανάστευση προς την Κύπρο.

γράφει η Δρ Μάρη Λαυρεντιάδου,

Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς (ΕΜΜΕΔΙΑ), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Αρμενίας το 1991, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Κύπρο πήρε σημαντικές διαστάσεις, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου αλλά κυρίως το ειδικό καθεστώς που απολαμβάνει η αρμένικη μειονότητα προσελκύει τόσο μετανάστες που σκέφτονται να εγκατασταθούν μόνιμα στο Νησί όσο και άλλους που απλώς χρησιμοποιούν την Κύπρο σαν τόπο μετάβασης προς άλλους προορισμούς.
Μέσα από την μελέτη των διεθνικών δεσμών της ελληνικής κοινότητας της Γεωργίας και της Αρμενίας θα αναδείξουμε τη δημιουργία ενός κοινού τόπου μεταξύ των δύο χωρών. Ένας τόπος που έπαψε να υπάρχει μετά τη μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Η παρουσίαση της ανθρωπογεωγραφίας των ποντιακών χωριών δίνει σημαντικές πληροφορίες των συνθηκών εγκατάστασής τους.
Μέσα από τη τυπολογία των μεταναστών, θα αναδείξουμε τα μεταναστευτικά τους δίκτυα και τις διαδικασίες ένταξής τους τόσο μέσα στην κυπριακή κοινωνία όσο και στην αρμένικη κοινότητα.

Résumé.
Depuis la dissolution de l’Union soviétique et l’indépendance de la République d’Arménie en 1991, le flux migratoire vers Chypre a pris des dimensions importantes, en raison de la crise économique et sociale. La position géographique de l’île de Chypre, mais surtout la reconnaissance statutaire de la minorité arménienne attire des migrants en transit ou permanents.
Nous allons étudier des liens transfrontaliers entre la communauté grecque de la Géorgie et celle de l’Arménie qui permettent à créer un espace commun entre les deux pays.
À travers l’étude de la typologie des migrants, nous allons mettre en valeur leurs réseaux d’immigration et les processus d’intégration, aussi bien dans la société chypriote que dans la communauté arménienne.

Η ανθρωπογεωγραφία των ποντιακών χωριών της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας.
«Οι πρώτοι Πόντιοι είχαν εγκατασταθεί στην Αρμενία από τον 18ο αιώνα, όταν μετοίκησαν από την περιοχή της Αργυρούπολης για να εργασθούν στα μεταλλωρυχεία της Μονής Akhtala. Ένα δεύτερο κύμα έφτασε μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827-29. Οι πρόσφυγες αυτοί που κατάγονταν από τις περιοχές του Κάρς και του Ερζερούμ εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Λενινακάν»2. Στην απογραφή του 1989 είχαν καταγραφεί 4 650 Έλληνες.
Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας έζησαν για πάνω από έναν αιώνα συγκεντρωμένοι σε μερικά χωριά της βόρειας Αρμενίας, στη συνοριακή ζώνη με τη Γεωργία. Αυτά τα ελληνικά χωριά – Giangdan, Akhtala, Samloug, Len-rudnic – βρίσκονταν στην περιφέρεια του Alaverdi. Υπήρχαν επίσης μερικές οικογένειες Ποντίων στο αρμένικο χωριό Agarak. Το χωριό Kongkes είχε κάποτε ποντιακό πληθυσμό, αργότερα όμως κατοικήθηκε μόνο από Αρμένιους.
Το Alaverdi, αρχαίο κέντρο εξόρυξης χαλκού, ήταν χωριό μέχρι το 1938. Με την οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου απετέλεσε μια από τις νέες πόλεις της Αρμενίας. Ήταν κύριο κέντρο έγχρωμης μεταλλουργίας και συγκέντρωνε και άλλες μικρότερες βιομηχανικές μονάδες. Οι κατοικίες που κατασκευάστηκαν στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ήταν χαρακτηριστικές για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική τους. Έπαιρναν υπόψη τους τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της Αρμενίας. Πολλοί Πόντιοι κατοίκησαν σε αυτά τα πολυώροφα κτίσματα με τα διαμπερή διαμερίσματα και τις βεράντες.
Το Giangdan ήταν ένα αγροτικό χωριό. Οι κάτοικοι δούλευαν στα κολχόζ και παρήγαγαν φρούτα και λαχανικά. Το Len-rudnic ήταν ένα πολύ μικρό ποντιακό χωριό. Όλοι του οι κάτοικοι δούλευαν στο Alaverdi. Αντιθέτως, στη Samloung, υπήρχε ένα εργοστάσιο υφασμάτων, θυγατρική του μεγάλου εργοστασίου μεταξιού στο Alaverdi, που απασχολούσε 200 άτομα, οι περισσότεροι Πόντιοι.
Η ορεινή κωμόπολη Akhtala και πιο συγκεκριμένα η κάτω πόλη αποτελούσε από τα τέλη του 18ου αιώνα το ιστορικό κέντρο της εγκατάστασης των Ποντίων. Είχε πληθυσμό 5 000 κατοίκους και κλίμα ηπειρωτικό. Ο ποντιακός ελληνισμός αντιπροσώπευε το 1/3 του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι και υπήρχε ένας πολύ μικρός πληθυσμός Αζέρων. Οι Αζέροι εγκατέλειψαν την Akhtala στην αρχή της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Αυτή η κωμόπολη, γνωστή για το ομώνυμο μεσαιωνικό μοναστήρι με τοιχογραφίες από τον 11ο-13ο αιώνα, αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι σοβιετικές αρχές έχτισαν 22 πενταόροφες πολυκατοικίες για να στεγάσουν τους εργάτες που δούλευαν στα εργοστάσια της πόλης και στο Alaverdi. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Akhtala ήταν το εργοστάσιο του αλουμινίου που τροφοδοτούσε το Alaverdi. Η λειτουργία αυτού του εργοστασίου σταμάτησε μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας γιατί θεωρήθηκε εργοστάσιο με υψηλά επίπεδα μόλυνσης. Και άλλα εργοστάσια, όπως αυτό της παραγωγής κουτιών κονσέρβας μείωσαν την παραγωγή τους και απέλυσαν προσωπικό.
Η κωμόπολη της  Akhtala αποτελούσε ένα μικρό αστικό κέντρο που κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού σε σχολεία, αθλητικά κέντρα με πισίνα και σινεμά. Αλλά το καμάρι όλων των κατοίκων ήταν το τελεφερίκ που ένωνε την πάνω πόλη με το σιδηροδρομικό σταθμό.
Η οικονομική κρίση που χτύπησε την Akhtala μετά το κλείσιμο του εργοστασίου αλουμινίου υποχρέωσε βίαια τον πληθυσμό να μεταναστεύσει. Η ποντιακή κοινότητα εγκατεστημένη εδώ και αιώνες στην περίφερεια του Alaverdi αλλά και οι Αρμένιοι συμπατριώτες τους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή.
Οι σχέσεις μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων της Αρμενίας και της Γεωργίας.

Τα ελληνικά χωριά της νότιας Γεωργίας- Gora και Sakire (Hachhatala, το ποντιακό του όνομα) και αυτά της βόρειας Αρμενίας- Giangdan και Agarak στην επαρχία Stepanavan- δημιουργούσαν μια ενότητα με συμπληρωματικές δραστηριότητες. Τα τρία πρώτα χωριά κατοικούνταν από Έλληνες Πόντιους που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.
Οι οικογένειες των χωριών αυτών ήταν συχνά συγγενείς. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η κυκλοφορία από τη μια και από την άλλη πλευρά των συνόρων γίνονταν χωρίς καμιά διαδικασία. Οι γάμοι μεταξύ των Ποντίων της Αρμενίας και αυτών της Γεωργίας ήταν αρκετά συχνοί. Οι γάμοι ήταν η αφορμή για τη διοργάνωση μιας μεγάλης γιορτής όπου οι μουσικοί του χωριού παίζανε ποντιακή και τούρκικη μουσική. Δεν τραγουδούσαν ρώσικα τραγούδια γιατί οι ηλικιωμένοι δεν τα γνωρίζανε.
Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η Gora ήταν σε πλήρη άνθηση. Ήταν ένα ορεινό χωριό που μαζί με το ποντιακό χωριό Sakire και με ένα αζέρικο χωριό αποτελούσαν ένα κολχόζ. Εκεί δούλευαν όλοι οι κάτοικοι. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, πατάτες, αχλάδια, κεράσια και μήλα.
Η μορφολογία των κατοικιών ήταν σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής: σπίτια ενός ορόφου με το στάβλο στο ισόγειο για τα ζώα (πρόβατα, κατσίκες, γαϊδούρια) και την κατοικία στον πρώτο όροφο.
Η θέρμανση γίνονταν με ξύλα ή με κάρβουνο. Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να μαζέψουν ξύλα στο δάσος με την προϋπόθεση να κόβουν τα δέντρα που έχουν ήδη πέσει ή είναι άρρωστα. Μπορούσαν επίσης να πάνε για κυνήγι.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι κάτοικοι των χωριών αυτών πουλούσαν στην αγορά των χωριών άγρια φρούτα, φράουλες και σμέουρα που μάζευαν οι ίδιοι στο δάσος. Κατασκεύαζαν το ψωμί τους μόνοι τους στο φούρνο από ξύλα (περίπου 20 με 30 καρβέλια κάθε δύο μήνες). «Μόνο οι τεμπέληδες είναι αυτοί που δεν φτιάχνουν μόνοι τους το ψωμί τους και πήγαιναν να το ζητήσουν στο γείτονα»3. Το χειμώνα πάστωναν λάχανο το οποίο κατανάλωναν όλο το χρόνο.
Δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες για διασκέδαση. Πήγαιναν στο σινεμά που λειτουργούσε μόνο το Σαββατοκύριακο και που ήταν ο κύριος τόπος συναντήσεων κυρίως των νέων.

Η θρησκεία δημιουργός νέων τόπων εθνοτικής ταυτότητας.

Για τους Έλληνες Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η θρησκεία ήταν πάντα ένα προσδιοριστικό στοιχείο της εθνικογεωγραφικής τους ταυτότητας και αποτελούσε το σημείο σύνδεσης με την ελληνική εθνική τους ταυτότητα και την ιστορική τους πατρίδα. Οι παραδόσεις και οι κοινοτικοί δεσμοί διατηρούνταν γύρω από την εκκλησία. Οι τελετές και οι θρησκευτικές γιορτές ήταν μια σημαντική στιγμή για την ποντιακή κοινότητα.
Όλος ο κόσμος μαζευότανε στο Len – rudnic για την γιορτή της Παναγίας στις 21 Μαΐου. Στις τρεις εκκλησίες του Giangdan και στην ελληνική εκκλησία της Akhtala συναντιόνταν όλοι οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών. Στην Akhtala, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κατασκευάστηκε το 1830 έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Ήταν το σημείο συνάντησης για χιλιάδες Πόντιους που μαζευόντουσαν εκεί στις 21 Σεπτεμβρίου.
Οι Έλληνες Πόντιοι έζησαν αρμονικά με τους Αρμένιους για δεκαετίες και είχαν ενταχθεί εξ΄ολοκλήρου στη χριστιανική αρμένικη κοινωνία. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Αρμενίας οδήγησε τους Έλληνες και τους Αρμένιους να μοιράζονται τις ίδιες εκκλησίες παρ΄ όλες τις θεολογικές τους διαφορές. Οι θρησκευτικοί χώροι αποτελούσαν χώρο αναφοράς για το σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, μέσα από τη θρησκεία δημιουργείται μια διπλή ταυτότητα, αρμένικη και ελληνική η οποία αργότερα στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψη και την ισχυρή θέση της αρμένικης κοινότητας στο Νησί, τους βοηθάει να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις πολιτισμικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους.
Αντιθέτως, στη Γεωργία, στα συνοριακά χωριά με την Αρμενία, οι εκκλησίες δεν είχαν παπάδες. Ένας κάτοικος του χωριού διάβαζε τα κείμενα της λειτουργίας και η κοινότητα όριζε έναν υπεύθυνο για τη φύλαξη της εκκλησίας ώστε να αποφεύγονται οι καταστροφές.
Στο χωριό Gora υπήρχαν πολλές εκκλησίες και η διάσημη εκκλησία της Παναγίας όπου γιορτάζονταν κάθε χρόνο στις 28 Αυγούστου η μεγάλη γιορτή της Ανάληψης. Αυτή η γιορτή συγκέντρωνε εκατοντάδες Ποντίους που έρχονταν από όλα τα γειτονικά χωριά της Αρμενίας και της Γεωργίας και καμιά φορά και από πολύ μακρύτερα. Οι προμήθειες για αυτή τη μεγάλη γιορτή εξασφαλίζονταν από τα χωριά και τις γειτονικές πόλεις: από το Dmanisi στη Γεωργία και το Kalinino στην Αρμενία4.

Η μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το μεταναστευτικό κύμα πήρε τεράστιες διαστάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα μετά την ανεξαρτησία της Γεωργίας και της Αρμενίας. Η δεινή οικονομική κρίση μετά τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Αρμενία και τον πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν οδήγησε σε ερήμωση τα ποντιακά χωριά. Το ίδιο συνέβη και στη Γεωργία. Σήμερα, στη Gora δεν μένουν παρά μόνο τριάντα οικογένειες που αποτελούνται από ηλικιωμένα άτομα. Παλαιότερα κατοικούσαν 120 οικογένειες. Τα σπίτια τους κατοικούνται σήμερα από Γεωργιανούς και Αζέρους. Στο χωριό Sakire οι μισές οικογένειες έχουν επίσης μεταναστεύσει. Λίγο πριν τη μεγάλη μετανάστευση το χωριό αυτό αριθμούσε 150 οικογένειες.
Οι Έλληνες Πόντιοι με τις οικογένειες τους, ενημερωμένοι σχετικά με τη δυνατότητα εγκατάστασής τους στην Ελλάδα, διάλεξαν την ιστορική τους πατρίδα ως μελλοντικό τόπο εγκατάστασής τους. Με τους Αρμένιους και Ρώσους συγγενείς τους και σε πολύ λίγες περιπτώσεις με Γεωργιανούς συγγενείς μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης ο μοναδικός προορισμός ήταν η Ελλάδα. Παρ΄ όλα αυτά μέσα σε μερικά χρόνια οι δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης στην Ελλάδα και οι δυσκολίες στην εύρεση εργασίας τους έκαναν να αλλάξουν το μεταναστευτικό τους προορισμό.
Η Κύπρος αποτελεί το δεύτερο σε επιλογή προορισμό για τους Έλληνες Πόντιους από την Αρμενία. Δεν πήγαν όλοι στην Κύπρο κατευθείαν από τα χωριά καταγωγής τους. Πολλοί πήγανε πρώτα στη νότια Ρωσία, στο Krasnodar και στο Novorossiisk, που είχαν συγγενείς.

Κύπρος και αρμένικη κοινότητα.

Η Κύπρος αποτελεί σημαντικό προορισμό γιατί συνεχίζει να παίζει έναν καθοριστικό ρόλο για την αρμένικη διασπορά της Μέσης Ανατολής. Η γεωγραφική της θέση, αλλά κυρίως η θεσμική αναγνώριση της αρμένικης μειονότητας προσελκύει πρόσκαιρους ή μόνιμους μετανάστες. Η προέλευση των μεταναστών διαφοροποιείται σε σχέση με τις τοπικές κρίσεις. Οι Αρμένιοι του Λιβάνου και της Συρίας κατέκλυσαν το νησί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Αρμενίας το 1991, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Κύπρο πήρε σημαντικές διαστάσεις λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στην Αρμενία.
Αυτή η μετανάστευση αφορά πέντε κατηγορίες μεταναστών: α. αυτούς που διατήρησαν σχέσεις συγγένειας ή άλλης με την αρμένικη κυπριακή διασπορά. Πρόκειται κυρίως για οικογένειες «επαναπατρισθέντων» από τη Σοβιετική Αρμενία της παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, β. αρμένικες οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο Ινστιτούτο Μελκονιάν5 που διεύρυνε έτσι το χώρο προέλευσης των μαθητών του πέρα από τη διασπορά και στην Αρμενία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών των παιδιών τους οι οικογένειες μεταναστεύουν οριστικά στην Κύπρο, γ. ευκατάστατοι Αρμένιοι που ψάχνουν μια χώρα υποδοχής. Χρησιμοποιούν την Κύπρο σαν ένα χώρο μετάβασης και έναν ενδιάμεσο σταθμό προς την Αγγλία και της ΗΠΑ, δ. Πρόσφυγες από το Καραμπάχ, κυρίως φοιτητές του Ινστιτούτο Μελκονιάν. Το κυπριακό τμήμα της Παναρμενικής Ένωσης «Hayastan» οργανώνει αναπτυξιακά έργα στις περιοχές που χτυπήθηκαν από τον πόλεμο. Επιπλέον, το Ταμείο Φιλανθρωπίας «Titsmairi» ιδρύθηκε για την αποκατάσταση των συνοριακών περιοχών μεταξύ Αρμενίας και Καραμπάχ, ε. Τέλος, Έλληνες Πόντιοι της Αρμενίας ή «Αρμενοπόντιοι» (όπως τους ονομάζει η αρμένικη κοινότητα της Κύπρου) που φτάνουν στο νησί κυρίως μετά από μια περισσότερο ή λιγότερο σύντομη διαμονή στην Ελλάδα.

Τα μεταναστευτικά δίκτυα: ιδιαιτερότητες των διαφορετικών ομάδων των μεταναστών.
Α. Οι Αρμένιοι.
Οι Αρμένιοι μετανάστες έρχονται κυρίως από το Vanadzor (Kirovakan) και λιγότερο από το Gumri (Leninakan) και από το Erevan. Η άφιξη στην Κύπρο πραγματοποιείται χάρη στην ύπαρξη ενός δικτύου μετανάστευσης, το οποίο στην πραγματικότητα, δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί από την εποχή του «επαναπατρισμού» στη Σοβιετική Αρμενία. Τα πήγαινε έλα ήταν συχνά.
«Αυτοί που έφυγαν από την Αρμενία μετά τα γεγονότα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν ρίζωσαν στη Σοβιετική Αρμενία. Μερικοί ήρθαν πίσω αμέσως, άλλοι ήρθαν σταδιακά μέχρι το 1980. Η οικονομική διάσταση μεταξύ των δύο χωρών, τα διαφορετικά έθιμα και η βουνίσια συμπεριφορά των σοβιετικών Αρμενίων δεν επέτρεψαν τη γρήγορή τους ένταξη»6. Η οικογένεια που μένει ανάμεσα στις δύο χώρες τροφοδοτεί το μεταναστευτικό δίκτυο και ευνοεί την υποδοχή στην Κύπρο. Η αεροπορική σύνδεση με το Erevan, δύο φορές το μήνα, διευκολύνει αυτές τις επαφές.
Η μετανάστευση είναι οικογενειακού χαρακτήρα και αρκετά συχνά αφορά άτομα που ζουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Τα δίκτυα της μετανάστευσης δημιουργούνται μεταξύ διαφορετικών γενιών. Αυτά τα δίκτυα της διευρυμένης οικογένειας και των φίλων δημιουργούν δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ παλαιών και νέων μεταναστών.
Παρ΄ όλα αυτά, αυτά τα δίκτυα συνδέουν σπανίως τους Αρμένιους της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας με την αρμένικη κοινότητα της Κύπρου. Οι νεοαφιχθέντες δεν εντάσσονται εύκολα.
Από την στιγμή της άφιξής τους φτιάξανε τους δικούς τους Συλλόγους. Αν και ορισμένοι συμμετέχουν στις δραστηριότητες του Συλλόγου Parekortzakan, ενός από τους πιο σημαντικούς Συλλόγους του Νησιού, στην πραγματικότητα αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα. «Η κοινωνική τους συμπεριφορά είναι πιο κοντά σε αυτήν των Κυπρίων της υπαίθρου. Έχουν διατηρήσει τις παλιές παραδόσεις. Προτιμούν το αρμένικο φολκλόρ. Για παράδειγμα, ο γάμος γιορτάζεται πάντα σε ένα εστιατόριο με ένα καλό και πλούσιο γεύμα όπου χορεύουν τους εθνικούς τους χορούς. Αποφεύγουν το σύγχρονο κυπριακό κοσμοπολιτισμό»7.
Η συμμετοχή στο Σύλλογο A.Y.M.A8 είναι λιγότερο σημαντική «φτιάξαμε μια ειδική επιτροπή για να τους βοηθήσουμε να βρουν εργασία. Αλλά δύσκολα εντάσσονται στην αρμένικη κοινότητα και δεν συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή. Μόνο στα σχολεία της κοινότητας συναντούμε μια ανάμειξη»9.
Οι Σύλλογοι βοηθούν τους νεοαφειχθέντες να εκπληρώσουν όλες τις διοικητικές διαδικασίες. Οι καταγόμενοι από την Κύπρο έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την κυπριακή υπηκοότητα. Παρ΄ όλα αυτά, τα καθημερινά προβλήματα των μεταναστών σπανίως αναδεικνύονται στον κοινοτικό τους τύπο.
Ο αρμένικος εκπρόσωπος στο κυπριακό Κοινοβούλιο θεωρεί την εγκατάσταση των επαναπατριζόμενων από τη Σοβιετική Αρμενία μια προτεραιότητα. Παρεμβαίνει ώστε να παίρνονται μέτρα για την εγκατάστασή τους (κατοικία και επιδόματα στήριξης). Αμέσως μετά την άφιξή τους, το Υπουργείο Εσωτερικών δίνει στους Αρμένιους κυπριακής καταγωγής ένα επίδομα 47 λιρών το μήνα, περιμένοντας να βρουν μια εργασία. Καθώς ο αριθμός τους δεν είναι πολύ μεγάλος, το δίκτυο κρατικής βοήθειας ή κοινοτικής βοήθειας λειτουργεί αρκετά καλά.
Ο ρόλος της αρμένικης εκκλησίας είναι επίσης καθοριστικός. Αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο υποδοχής των μεταναστών.

Β. Οι Έλληνες Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Αρμενία. Δυνατότητες και προοπτικές.

Με την άφιξη τους στην Κύπρο, οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των διαφορετικών γενιών των Ελλήνων Ποντίων ενεργοποιούν όλους τους δεσμούς αλληλοβοήθειας και υποστήριξης μεταξύ κοντινών ή και μακρινότερων συγγενών, μεταξύ φίλων και συμπατριωτών. Αυτές οι σχέσεις βασίζονται πάνω στην εμπιστοσύνη και την αδελφικότητα και τροφοδοτούν τα μεταναστευτικά τους δίκτυα τα οποία ενισχύουν το μεταναστευτικό ρεύμα από την πρώην Σοβιετική Αρμενία.
Τα δίκτυά τους είναι πολύ πιο δυνατά από αυτά των Αρμενίων γιατί οι «Αρμενοπόντιοι» φτάνουν σε μια χώρα άγνωστη και ξένη και κατά συνέπεια γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόνο η μεταξύ τους αλληλεγγύη μπορεί να τους βοηθήσει. Παρόλο που η Κύπρος είναι μέρος του ελληνισμού είναι ανεξάρτητο κράτος και οι Έλληνες Πόντιοι από την πρώην ΕΣΣΔ είναι αλλοδαποί πολίτες. Έχουν είτε την ελληνική υπηκοότητα είτε βρίσκονται στη διαδικασία απόκτησής της.
Αυτό το είδος σχέσεων αποτελεί δίκτυο πληροφοριών μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί» και παράλληλα αυτά τα δίκτυα είναι οι κύριοι φορείς υποδοχής στην Κύπρο.
Αυτοί που φτάνουν στο νησί μετά από μια διαμονή στην Ελλάδα, χάρη στα παραπάνω δίκτυα απέκτησαν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που τους έκαναν να φύγουν για την Κύπρο και είναι αυτά τα ίδια δίκτυα που τους στηρίζουν το πρώτο διάστημα της άφιξής τους και εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην κατοικία και την εργασία.
Επιπλέον, οι Έλληνες Πόντιοι που έρχονται στην Ελλάδα από την Αρμενία εντάσσονται πολύ πιο δύσκολα στην ελληνική κοινωνία γιατί δεν είναι εύκολο εξ΄ αρχής να αναπτύξουν δεσμούς με τους άλλους Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στην Ελλάδα ήταν εγκατεστημένοι στη Θράκη, στα χωριά Εύμοιρος και Νέα Παλαγία, και στη Θεσσαλία στο χωριό Φαρκαδόνα όπου δεν υπήρχε αρμένικη ελληνική κοινότητα (Λαυρεντιάδου, 2006). Έτσι, από τη στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα να μετακινηθούν σε μια άλλη χώρα όπου οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είναι καλύτερες από την Ελλάδα και όπου, παράλληλα, μπορούν να διατηρήσουν την αρμένική τους ταυτότητα αποφασίζουν να μεταναστεύσουν.
Στην Κύπρο αν και αποτελούν μέρος των Ποντίων, οι Έλληνες Πόντιοι από την Αρμενία επιθυμούν να διακρίνονται από τους άλλους Πόντιους. Όλοι, ακόμα και αυτοί που δεν είναι μεικτά ζευγάρια συμμετέχουν στους αρμένικους Συλλόγους. Στους ποντιακούς Συλλόγους πάνε μόνο όταν χρειάζονται κάποια βοήθεια κυρίως διοικητικού χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι έχουν ζήσει αρμονικά κατά τη διάρκεια δεκαετιών με τους Αρμένιους και είχαν ενταχθεί εξ΄ ολοκλήρου στη χριστιανική αρμένικη κοινωνία δημιουργεί μια διπλή ταυτότητα, αρμένικη και ελληνική, η οποία στην Κύπρο λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή θέση της αρμένικης κοινότητας τους βοηθάει να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις πολιτισμικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους.

Επίλογος.

Ο κύκλος της μετανάστευσης δεν έχει κλείσει.
Πηγή: 24grammata.com
Διαβάστε περισσότερα...

Ara Malikian! Ο βιρτουόζος βιολονίστας από την Αρμενία, μαγεύει στα «Κοντσέρτα στο χάραμα» της ισπανικής τηλεόρασης.

O Ara Malikian γεννήθηκε το 1968 σε μια αρμενική οικογένεια. Ξεκίνησε βιολί σε νεαρή ηλικία παρακινούμενος από τον πατέρα του. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε νωρίς, παρά τις αντίξοες συνθήκες του λιβανικού εμφυλίου πολέμου που έζησε, και που τον ανάγκασε να σπουδάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα ακόμα και σε καταφύγια.

Έδωσε την πρώτη μεγάλη συναυλία του σε ηλικία 12 χρόνων και στα 14 ο μαέστρος Hans Herbert-Jöris που έτυχε να τον ακούσει, μαγεύτηκε και κέρδισε γι αυτόν από την γερμανική κυβέρνηση μια υποτροφία να σπουδάσει στο Hochschule für Musik und Theater Hannover, στο Αννόβερο. Στην ηλικία των 15 ετών ήταν ο νεότερος μαθητής που είχε εισαχθεί σ' αυτό το αναγνωρισμένου κύρους πανεπιστήμιο για να σπουδάσει μουσική. Στη συνέχεια, συνέχισε τις σπουδές του στο Guildhall School of Music & Drama στο Λονδίνο, και έκανε μαθήματα με μερικούς από τους καλύτερους δασκάλους στον κόσμο, όπως ο Franco Gulli, Ruggiero Ricci, Ivry Gitlis, Herman Krebbers ή τα μέλη του Κουαρτέτου Alban Berg.

 

 

Πηγή: ghteytria.blogspot.com

Διαβάστε περισσότερα...

Ντουντούκ:Το παραδοσιακό όργανο της Αρμενίας

Χρησιμοποιείται για αργά, λυρικά αλλά και γρήγορα, χορευτικά κομμάτια. Η παρουσία ενός ντουντούκ είναι απαραίτητη σε κάθε γιορτή στην Αρμενία. Το ντουντούκ είναι ξύλινο, κυλινδρικό, πνευστό όργανο τύπου όμποε (με διπλή επικρουστική γλωττίδα). Κατασκευάζεται από ξύλο βερικοκιάς ή καρυδιάς ή αχλαδιάς. Προέρχεται από περιοχές του Καυκάσου, στην Αρμενία, όπως επίσης στη Γεωργία και, σε παρόμοια μορφή, στο Αζερμπαϊτζάν. Το ντουντούκ που θα αναλύσουμε παρακάτω είναι το κατΆ εξοχήν παραδοσιακό όργανο της Αρμενίας.
Η έκταση του Αρμένιου ντουντούκ είναι μόνο μια οκτάβα. Έχει 8 οπές για τα δάχτυλα στο επάνω μέρος, μια για τον αντίχειρα και μια δεύτερη για το κούρδισμα στο κάτω μέρος, την οποία κλείνει ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει, με το στομάχι του ή με το γόνατό του˙ ανάλογα τη στάση στην οποία παίζει. Κατασκευάζεται σε 3 μεγέθη. Ένα κλειδί κλαρινέτου προστίθεται, στο μεγαλύτερο μέγεθος, ώστε να αναπαραχθούν εύκολα οι χαμηλότεροι φθόγγοι. Το κούρδισμα είναι μη-συγκερασμένο διατονικό.
Η γλωττίδα είναι ένας κύλινδρος από καλάμι, το οποίο γίνεται πλατύ στη μια άκρη, θυμίζοντας ράμφος πάπιας. Ένα δερμάτινο δαχτυλίδι, κατασκευασμένο από φλοιούς δέρματος, αγκαλιάζει τη γλωττίδα, την πιέζει, ως ρυθμιστής του ανοίγματός της, αλλά και να προστατεύσει τη γλωττίδα από επέκταση ή δημιουργία ρωγμών ή από ενδεχόμενη απώλεια αέρα. ΣΆ αυτό το δαχτυλίδι δένεται το καπάκι. Όπως όλα τα όργανα που έχουν γλωττίδα, έτσι και στο ντουντούκ χρειάζεται να νοτισθεί με λίγο νερό η γλωττίδα ώστε να ανοίξει. Λίγες φορές είναι κάποιος τυχερός ώστε να βρει αμέσως ένα καλό όργανο που να ταιριάζει απόλυτα με τη γλωττίδα του. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να αλλάξει κανείς πολλές γλωττίδες για να πετύχει όσο το δυνατόν καλύτερη συμβατότητα με το duduk του. Η τοποθέτηση των χειλιών πάνω στη γλωττίδα είναι όπως στο όμποε. Επίσης, τα μάγουλα μπορούν να είναι λίγο φουσκωμένα. Το vibrato γίνεται με την κίνηση του πάνω χείλους.
Το Αρμένιο ντουντούκ είναι απλό όσον αφορά την κατασκευή του και επιτρέπει μια μεγάλη ελευθερία στην προσωπική έκφραση. Χρειάζεται πολύ καλή αναπνοή – διαφραγματική – σωστή στάση του σώματος και χαλαρότητα. Γίνεται και χρήση της κυκλικής αναπνοής.
Ενδιαφέρον είναι ότι στην Αρμενία προτιμάται το ξύλο της βερικοκιάς για την κατασκευή του, ώστε ο ήχος του να είναι κοντινότερος στην ανθρώπινη φωνή και να αποφευχθεί ο έντονος ήχος του ζουρνά. Ο ήχος του ντουντούκ είναι ζεστός, απαλός, ένρινος και χρησιμοποιείται για αργά, λυρικά αλλά και γρήγορα, χορευτικά κομμάτια. Η παρουσία ενός ντουντούκ είναι απαραίτητη σε μια γιορτή στην Αρμενία. Λογαριάζεται ως η φωνή της Αρμένιας ψυχής και δεν είναι απλώς ένα κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής του έθνους.
Ο Djivan Gasparyan (Αρμένιος μουσικός και συνθέτης, έκανε το ντουντούκ γνωστό στον κόσμο) προσπάθησε να αποδείξει πως το όργανο είναι των βοσκών και είναι ικανό να ερμηνεύσει μουσική του μεσαίωνα. Εντυπωσιακό είναι πως η τεχνική του παιξίματος και η κατασκευή του προσδίδουν έναν ιδιαίτερο ηχητικό χαρακτήρα. Επιπλέον και τελειώνοντας, σας προτείνω να ακούσετε μουσική με ντουντούκ του Levon Minassian, ίσως ο πιο γνωστός οργανοπαίκτης ντουντούκ αυτή τη στιγμή.
Πηγή: blogthea.gr
Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι