Menu

Οκτώ πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν στην Αρμενία

Πλήθος αρχαίων ερειπίων, μνημείων και τοποθεσιών έχουν χαρίσει στην Αρμενία τον χαρακτηρισμό της ως «υπαίθριο μουσείο». Αν αυτό είναι αλήθεια, οτιδήποτε είναι γνωστό για την αρχαία Αρμενία μέχρι τις μέρες μας δεν είναι παρά μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα, αφού το μεγαλύτερο μέρος κείτεται σιωπηρά στο υπέδαφος περιμένοντας να ανακαλυφθεί.
Μερικές από τις αρχαιότερες τοποθεσίες εγκατάστασης πληθυσμού στον κόσμο έχουν ανακαλυφθεί στα υψίπεδα της Αρμενίας, όπου ερευνητές πιστεύουν ότι η εκτροφή ζώων και η καλλιέργεια της γης πρωτοεφαρμόστηκαν στην περιοχή πριν διαδοθούν στην Ευρώπη.
Είναι γνωστό ότι η Αρμενία βρίσκεται ακριβώς πάνω στο σταυροδρόμι της Ασίας, Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και αυτοκρατορίες από κάθε γωνιά της υφηλίου (Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Μογγόλοι, Οθωμανοί κ.λ.π.) έχουν επιδοθεί σε μακροχρόνιες συγκρούσεις για να κερδίσουν τον έλεγχο της περιοχής. Εξαιτίας αυτής της πλούσιας και πολυτάραχης ιστορίας πλήθος περιοχών με αρχαιολογική αξία κατακλύζουν τα αρμενικά υψίπεδα.
Σε αυτήν την παρουσίαση θα επισκεφθούμε μαζί μερικές από τις πιό πρόσφατες και άκρως εκπληκτικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν στην Αρμενία.
Δεν συμπεριλαμβάνονται ανακαλύψεις που έχουν γίνει σε εδάφη της ιστορικής Αρμενίας, που σήμερα βρίσκονται εντός των συνόρων γειτονικών χωρών, στην Τουρκία, στο Αζερμπαϊτζάν, στη Γεωργία και στο Ιράν. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που παρουσιάζονται είναι οκτώ μόνο, από πολλές διαδοχικές αξιόλογες ανακαλύψεις που έγιναν το φθινόπωρο του 2016.

Σοροί και λείψανα αρχαίων αρμενίων βασιλέων

Ένας μεσαιωνικός θρύλος αποδεικνύεται αληθινός. Οι αρμένιοι μεσαιωνικοί συγγραφείς Παβστός Πιουζάντ και Μοβσές Χορενατσί είχαν γράψει ότι ο βασιλιάς Σαπούρ Β’ της Περσίας, σε ένδειξη της κυριαρχίας του πάνω στην Αρμενία, ξέθαψε τα οστά των αρμενίων βασιλέων του 4ου αιώνα από το Ανί-Γκαμάχ (Κάμαχα), όπου βρισκόταν η νεκρόπολη της αρμενικής δυναστείας των Αρσακιδών, για να τα μεταφέρει στην Περσία. Όταν ο σπαραμπέντ* Βασάγκ Μαμιγκονιάν νίκησε τους Πέρσες και ανέκτησε τα οστά των αρσακιδών μοναρχών, τα έθαψε ξανά στο Αγτσέκ (παλαιό Τσοράπ).
Αυτός ο θρύλος απέκτησε ισχυρές ιστορικές βάσεις πρόσφατα, όταν οι αρχαιολόγοι έπεσαν πάνω σε μια βασιλική κρύπτη με ξαναθαμμένα, καθαρισμένα οστά και βασιλικά σκεύη στο Αγτσέκ. Βρήκαν επίσης πολύτιμα μεσαιωνικά γυαλικά, πολλά στολίδια και νομίσματα. Το Αγτσέκ είναι ένα χωριό στις πλαγιές του όρους Αρακάτζ, στην περιφέρεια Αρακατζόντ της Αρμενίας. Ήταν ένα μαυσωλείο των Αρσακιδών του 4ου αιώνα, ένα μεγάλο ταφικό σύμπλεγμα και μια βασιλική εκκλησία, απομεινάρια της οποίας είναι ακόμα ορατά.
«Αυτή η εκκλησία είναι ένα μνημείο της χριστιανικής κληρονομιάς, επειδή χτίστηκε αμέσως μετά από τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας, της πρώτης χώρας που ασπάστηκε το χριστιανισμό σε κρατικό επίπεδο», είπε ο αρχαιολόγος Αγκόπ Σιμονιάν, υποδιευθυντής του Κέντρου Έρευνας Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού της Αρμενίας. Σύμφωνα με τον Σιμονιάν, η αρμενική κυβέρνηση σχεδιάζει την κατασκευή ενός μουσείου στο σημείο αυτό, ενώ το γενετικό υλικό των ανακαλυφθέντων οστών θα εξεταστεί για επιστημονικούς σκοπούς.
*Σπαραμπέντ: κληρονομούμενος τίτλος ανώτατου αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων στην αρχαία και μεσαιωνική Αρμενία.

Ανακαλύψεις από την Εποχή του Ορείχαλκου στο Κάστρο του Μετζαμόρ

Πολωνοί και αρμένιοι αρχαιολόγοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και διεξήγαγαν έρευνες σε μια εκτεταμένη περιοχή στο Μετζαμόρ της Αρμενίας. Τρεις σεζόν αδιάκοπης εργασίας της αρχαιολογικής αυτής ομάδας έφεραν στο φως μεγάλες ποσότητες κεραμικών που αντιστοιχούν σε τρεις χιλιετίες κατοχής της περιοχής (από την 3η χιλιετία π.Χ. έως την 1η χιλιετία μ.Χ.). Τα ευρήματα συμπεριελάμβαναν επίσης περιδέραια από χρυσό και καρνεόλιο (σάρδιος λίθος), μύτες βελών από οψιδιανό, οστέινες φουρκέτες και βελόνες, χάντρες από σαρδόνυχα και φαγιάντσα, μπρούτζινα δαχτυλίδια και διακοσμημένα οστέινα στοιχεία για τη σαγή αλόγων. Αποκαλύφθηκαν τέσσερα διαφορετικά κτήρια το πιο ενδιαφέρον από αυτά ήταν μια ωοειδή κατασκευή με μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία να στέκουν ακόμα στη θέση τους. Κάτω από ένα παχύ στρώμα στάχτης (κατάλοιπο της καμένης οροφής) βρέθηκαν μερικά μικρά αντικείμενα κι ένα λίθινο καλούπι χύτευσης.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν και μαρτυρίες μιας βίαιης κατάκτησης. Ανασύρθηκαν δύο αποκεφαλισμένοι σκελετοί ανδρών που σκοτώθηκαν στη μάχη, μαζί με πολλά σιδερένια μαχαίρια και σφαιρίδια σφεντόνας.
Το Κάστρο του Μετζαμόρ είναι ό,τι απέμεινε από ένα παλιό φρούριο που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά του αρμενικού χωριού Νταρονίγκ της περιφέρειας Αρμαβίρ. Κατοικήθηκε από την 5η χιλιετία π.Χ. έως τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Οι ανασκαφές των τάφων στο Κάστρο του Μετζαμόρ ξεκίνησαν το 1965. Στην περιοχή είναι αξιοσημείωτο το αστεροσκοπείο, το οποίο αποτελείται από νεολιθικούς πέτρινους στύλους σε κυκλική διάταξη που χρονολογούνται από το 5.000 π.Χ.

«Δρακόπετρα» στο όρος Αρακάτζ

Μια αρμενο-γερμανο-ιταλική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε μια δρακόπετρα από την Εποχή του Ορείχαλκου στην πόλη Τιρινκατάρ, σε υψόμετρο 3.000 μέτρων.
Οι δρακόπετρες είναι χαρακτηριστικά μενίρ που βρίσκονται σε μεγάλο αριθμό στην Αρμενία. Συνήθως είναι λαξευμένες σε μακρόστενα σχήματα που καταλήγουν σε κεφάλια ψαριών ή φιδιών. Αναπαριστούν εικόνες δράκων και αρχαίων μυστικιστικών πλασμάτων. Σύμφωνα με το «Lonely Planet», οι δρακόπετρες χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως σημάδια για να υποδείξουν σημεία με υπόγειες πηγές ύδατος.
Σύμφωνα με τον Αρσέν Ποποχιάν, αυτή η δρακόπετρα μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν επίσης υπολείμματα σιταριού, κριθαριού και σταφυλιών κάτω από το λίθινο μνημείο. Τα βιολογικά αυτά υπολείμματα θα εξεταστούν και θα ραδιοχρονολογηθούν με τη μέθοδο του άνθρακα 14. Από προηγούμενες ανακαλύψεις στην περιοχή μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένα πολύ γνωστό μεταλλουργικό κέντρο της Εποχής του Ορείχαλκου. Αρμένιοι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει στο σημείο των ανασκαφών ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο σκύλου που ανάγεται στην ίδια χιλιετία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτή η ανακάλυψη μπορεί να μας δώσει στοιχεία για το πώς έμοιαζαν οι σκύλοι στην Αρμενία την εποχή εκείνη.

Ανασκαφή αρχαίων τάφων στο Καρασάμπ

Αρμένιοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μία τοποθεσία μαζικών ενταφιασμών, με πάνω από 700 τάφους, που χρησιμοποιήθηκε από τη 2η χιλιετία π.Χ. μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. Η αρχική ανακάλυψη της τοποθεσίας έγινε το 1980, αλλά οι πολυάριθμοι τάφοι ανακαλύφθηκαν μόλις το 2009, ενώ οι πιο πρόσφατες ανασκαφές συνέχισαν να φέρνουν στην επιφάνεια ακόμα παλαιότερους τάφους. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι εδώ θάβονταν άνθρωποι για 1300 χρόνια.
Οι αρχαιολόγοι σκοπεύουν να τεκμηριώσουν τα ταφικά έθιμα των αρχαίων κατοίκων της περιοχής.
«Ο κύριος στόχος μας είναι να διερευνήσουμε το τελετουργικό της ταφής, το οποίο έχει υποστεί ελάχιστες μεταβολές ανά τους αιώνες. Η ανακάλυψη αυτή αναφέρεται σε μια εποχή χωρίς γραπτές πηγές και μαρτυρίες. Η ιεροτελεστία της ταφής μας δίνει μια αρκετά σαφή ένδειξη για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, τη δομή των αρχαίων κοινωνιών, τα δημογραφικά στοιχεία αλλά και τις θρησκευτικές αντιλήψεις», είπε η αρχαιολόγος Βαρτουχή Μελικιάν.

Η καταβολή του Αρτσάχ τοποθετείται στον 7ο αιώνα π.Χ.

Στη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή του Γκαρμίρ Πελούρ οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τέσσερα μπρούτζινα σκήπτρα αντιβασιλέων, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι Αρμένιοι της Εποχής του Σιδήρου, είχαν τέσσερις έδρες αντιβασιλέων, τη μία από αυτές στο Αρτσάχ (Ναγκόρνο Καραμπάχ). Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι κατά την εποχή των Ουραρντού, η Αρμενία ήταν διαιρεμένη σε περιφέρειες και καθεμία διοικούταν από δικό της αντιβασιλέα. Μετά το θάνατο αυτού, το σκήπτρο του -το υψηλότερο σύμβολο δύναμης- οδηγούταν μαζί του στον τάφο.
«Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι ότι τώρα αποδεικνύεται ότι τον 8ο με 7ο αιώνα π.Χ. το Αρτσάχ αποτελούσε μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου του Βαν. Οι ανασκαφές αυτές έρχονται να διαψεύσουν κάθε ισχυρισμό ότι το Αρτσάχ δεν ανήκε ποτέ στην Αρμενία», είπε ο Αγκόπ Σιμονιάν, υποδιευθυντής του Κέντρου Ερευνών της Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τα ευρήματα αυτά ρίχνουν επίσης φως στην καταγωγή των Ουραρντού. «Οι Ουραρντού ήταν γηγενείς της Κοιλάδας του Αραράτ... Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι οι Ουραρντού ήταν ένα αρμενικό βασίλειο με πολυστρωματικό πληθυσμό και κυρίαρχο το αρμενικό στοιχείο», σημειώνει ο Σιμονιάν.
Στη διάρκεια της αρχαιολογικής αποστολής ανακαλύφθηκαν διάφορα ενδιαφέροντα αντικείμενα, όπως περιδέραια, βραχιόλια, μανικετόκουμπα, κουμπιά καθώς και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο.

Κτήρια τελετουργιών βρέθηκαν σε αρχαία τοποθεσία ταφής

Για πρώτη φορά στην αρμενική ιστορία βρέθηκαν, κοντά σε αρχαίους τάφους, κτήρια όπου τελούνταν τελετουργίες, τα οποία χρονολογούνται στο πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Αρμενίας Παβέλ Αβεντισιάν ανακοίνωσε ότι ανακάλυψαν, κοντά σε μια τοποθεσία ενταφιασμού, μία ημικυκλική κατασκευή που χρησιμοποιούταν πιθανότατα για τελετουργικούς σκοπούς.
Τάφοι της Εποχής του Ορείχαλκου έχουν ανακαλυφθεί και σε άλλα μέρη, όπως τη Γεωργία, τον Βόρειο Καύκασο, την Τουρκία και το Ιράν, αλλά είναι η πρώτη φορά που οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να βρουν κτήρια τελετουργιών κοντά σε μνήματα. «Είναι ένα πολύ σοβαρό και σημαντικό φαινόμενο που χρήζει περαιτέρω μελέτης», πρόσθεσε ο Αβεντισιάν.

Αρχαιολογική τοποθεσία 2 εκατομμυρίων ετών βρέθηκε στην Αρμενία

Κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής αποστολής, τα μέλη της Ρωσικής Γεωγραφικής Κοινότητας «Zabaikalskaya Geo-archaeology» ανακάλυψαν ένα αρχαίο μνημείο κοντά στην πόλη Στεπαναβάν, το οποίο εκτιμάται να είναι 1,9 – 2,1 εκατομμυρίων ετών.
Βρέθηκαν λίθινα εργαλεία τεμαχισμού και λίθινες λόγχες, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από πρωτόγονους συγγενείς του σημερινού ανθρώπου, πριν ακόμα τον Χόμο Σάπιενς. Παλαιότερες ανακαλύψεις παρόμοιων εργαλείων που είχαν χρονολογηθεί στην ίδια περίοδο είχαν γίνει στην Τανζανία της Αφρικής.

Νεολιθικός οικισμός ανασκάφτηκε στο Αγκνασέν

Στην κοιλάδα του Αραράτ στο Αγκνασέν της Αρμενίας οι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν έναν οικισμό 8.000 ετών, δηλαδή των απαρχών του ανθρώπινου πολιτισμού, με βάση τα έως τώρα γνωστά επιστημονικά δεδομένα.
«Οτιδήποτε γνωστό πριν από αυτήν την περίοδο αναφέρεται κυρίως σε προσωρινή διαμονή ανθρώπων σε σπηλιές. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν εγκατεστημένο οικισμό, που έκανε τις πρώτες προσπάθειες για κατασκευές και παραγωγή κεραμικών», λέει ο Ρουπέν Μπανταλιάν, επικεφαλής της αποστολής. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν εκεί πολλά ενδιαφέροντα αντικείμενα. Ανάμεσα σε σορούς ανθρώπων που είχαν θαφτεί σε εμβρυική στάση βρέθηκαν και περίτεχνα κοσμήματα, κεραμικά, ρούχα και εργαλεία, που μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ανεκτίμητη ματιά στις ζωές των ανθρώπων που πρωτοδημιουργούσαν τον πολιτισμό. «Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε εκείνον τον τόπο είχαν αναπτύξει την αντίληψη της καλαισθησίας. Στόλιζαν τους εαυτούς τους, τα ρούχα και τα εργαλεία τους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούσαν ψιμύθια», λέει ο Μπανταλιάν. Παλαιότερες αποστολές που είχαν λάβει χώρα μερικά χρόνια πριν είχαν ήδη φέρει στην επιφάνεια μνημεία από τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ..

 

 

www.peopleofar - Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Το μεγαλύτερο αρμενικό χειρόγραφο «Homiliarium of Mush» (Ομιλίες του Μους)

Το μεγαλύτερο αρχαίο χειρόγραφο βιβλίο είναι το Αρμενικό «Homiliarium of Mush», το οποίο φυλάσσεται στο Ινστιτούτο Αρχαίων Χειρογράφων Μαντεναταράν, στο Ερεβάν. Το χειρόγραφο ζυγίζει 32 κιλά χωρίς το εξώφυλλο. Πρόκειται για ένα αντίγραφο που ξαναγράφτηκε από τον Βαρντάν Καρνέτσι το 1200-1202 στη Μονή του Σουρπ Γκαραμπέτ του Μους.
Για την παραγωγή 607 σελίδων χρειάστηκε το δέρμα από 600 μοσχάρια.
Γνωρίζουμε ότι το 1204 ο ιδιοκτήτης του χειρογράφου σκοτώθηκε και το βιβλίο πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά από αυτό, κληρικοί της μονής επισκέφθηκαν πολυάριθμες αρμενικές πόλεις και χωριά και έκαναν έρανο για να συλλέξουν 4 χιλιάδες ασημένια νομίσματα, ποσό που τους είχε ζητηθεί για να τους επιστραφεί το χειρόγραφο. Ύστερα από πολλές προσπάθειες, το χειρόγραφο επέστρεψε στο μοναστήρι του Μους, όπου το φύλασσαν προσεκτικά σε κρύπτη για επτά αιώνες.
Κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας, το μοναστήρι του Σουρπ Γκαραμπέτ στο Μους καταστράφηκε ολοσχερώς. Ευτυχώς, δύο Αρμένιοι πρόλαβαν και πήραν το βιβλίο για να το σώσουν από τους Τούρκους. Ωστόσο, το μετέφεραν με τα χέρια τους, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν και να το χωρίσουν στα δύο. Το ένα κομμάτι θάφτηκε σε μια εκκλησία στο Ερζερούμ, τυλιγμένο σε ένα πανί. Το άλλο κατάφεραν με πολύ κόπο να το μεταφέρουν στην Αγία Έδρα του Ετσμιατζίν.
Μετά από λίγο καιρό βρέθηκε και το θαμμένο κομμάτι από έναν πολωνό αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ο οποίος το παρέδωσε στο Ετσμιατζίν.

 

Βικέν Αβεντισιάν - Art A Tsolum

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι