Menu

Διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδος-Αρμενίας 2012

Το 2012 το σύνολο του εξωτερικού εμπορίου της Αρμενίας αυξήθηκε κατά 3.9% φτάνοντας συνολικά τα 5.69 δις δολ. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2.9% υπερβαίνοντας τα 4.2 δις δολ. και οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 7% φτάνοντας τα 1.42 δις δολ. Το 2011 είχε ξεκινήσει σημαντική προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και παρότι οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 27.7% και οι εισαγωγές κατά 10.7%, το έλλειμμα είχε ανέλθει σε 2,82 δις δολ. αύξηση 4.2% σε σχέση με το 2010, το μικρότερο της τελευταίας δεκαετίας. Το 2012 καταγράφηκε τελικά σχεδόν αντίστοιχο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Ο όγκος εμπορίου μεταξύ Ελλάδος Αρμενίας ανήλθε σε 9,29 εκ. ευρώ μειωμένος κατά 149.474 ευρώ. Είναι σαφές ότι εμπορικές σχέσεις με την Αρμενία δεν βρίσκονται σε αντίστοιχο με τις δυνατότητες κυρίως της ελληνικής οικονομίας να προσεγγίσει αυτή τη γεωπολιτικά εγγύς της Ελλάδος χώρα. Η αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών που η Ελλάδα διατηρεί προς την Αρμενία, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Αρμενικής Στατιστικής Υπηρεσίας) είναι διαρκής επιδίωξη, καθώς μάλιστα το 2012 η ΕΕ απέσπασε το 30% των αρμενικών εισαγωγών. Η Ελλάδα εμφανίζεται να αποσπά μόλις το 3% αυτού του ποσοστού (6% το 2011), με την Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία και Ρουμανία να αποσπούν τα σημαντικότερα μερίδια των εξαγωγών της ΕΕ προς την Αρμενία. Ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι συνολικά η Ελλάδα το 2012 απέσπασε το 2% των εισαγωγών της Αρμενίας σε σχέση με 1% το 2011.
Το σύνολο των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδος με την Αρμενία, όπως φαίνεται και στο ανωτέρω διάγραμμα, εξαρτάται αποκλειστικά από τις ελληνικές εξαγωγές και συνεπώς είναι σε αυτή τη φάση μονοδιάστατη η προοπτική αναβάθμισης των οικονομικών σχέσεων. Η είσοδος στην αρμενική αγορά ελληνικών προϊόντων και η ανάπτυξη συνεργασιών εκ μέρους ελληνικών επιχειρήσεων σε όλους τους σημαντικούς κλάδους που η Αρμενία σε αυτή την μεταβατική φάση ανάπτυξης προσπαθεί να αναδείξει είναι προαπαιτούμενο και για την προσπάθεια νέων και δυναμικών αρμενικών επιχειρήσεων να επιδιώξουν να αναβαθμίσουν την παρουσία τους και στην ελληνική αγορά.

Άλλωστε μετά τη Ρωσία στην οποία τα σημαντικότερα αρμενικά προϊόντα έχουν βρει αναγνώριση και σταθερή πορεία, αρκετοί θεσμικοί παράγοντες του ιδιωτικού τομέα προσβλέπουν σε αναβάθμιση της παρουσίας των αρμενικών προϊόντων σε αγορές με καταναλωτές που διατηρούν και άλλους δεσμούς με τη χώρα τους. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε αυτές και πολλές εταιρείες τροφίμων και ποτών, αναμένουν την άρση των εμποδίων για ζητήματα πιστοποίησης που η ΕΕ απαιτεί, ώστε μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την τελωνειακή σύνδεση την 1.1.2014, να υπάρξει είσοδος σε αυτή την αγορά.
To 2012 οι ελληνικές εξαγωγές παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες σε σχέση με το 2011. Ωστόσο παρατηρήθηκε αλλαγή στη δομή των εξαγωγών και στην ποσότητα ανά μονάδα των εξαγωμένων προϊόντων. Το 2011 η ποσότητα των εξαγωμένων προϊόντων ανήλθε σε 3.205.735 μονάδες, ενώ το 2012 ήταν 1.738.718 μονάδες. Η αξία των εξαγωμένων προϊόντων ανά μονάδα αυξήθηκε κατά 93% εξέλιξη, που όπως φαίνεται και από τους επιμέρους κωδικούς εξαγώγιμων προϊόντων, δηλώνει την υψηλότερη τιμή που επιτυγχάνουν τα ελληνικά προϊόντα ευρύτερης λιανικής στην αρμενική αγορά.
Στα δέκα εξαγόμενα προϊόντα στην Αρμενία το χρονικό διάστημα 2006-2011 συγκαταλέγονταν τα εξής : πούρα, ζάχαρη, φύλλα και ταινίες από αργίλιο, λάδια πετρελαίου, φορέματα-πουκάμισα, ράβδοι αλουμινίου, χρώματα επίχρισης και βερνίκια. Το 2012 καταγράφηκε σημαντική διαφοροποίηση με άνοδο στην πρώτη θέση των εξαγωγών φύλλων και ταινιών αργιλίου και παράλληλα πτώση στη δέυτερη θέση των εξαγωγών πούρων (με πτώση στην ποσότητα μονάδων κατά 50%). Ειδικότερα καταγράφεται αύξηση στις εξαγωγές κατά : 103% του κλάδου χρωμάτων επίχρισης και βερνικιών, 112% στον κλάδο προϊόντων ομορφιάς και συναφών, 83% στον κλάδο ενδύματος (ανδρικό και γυναικείο), 8% στον φαρμακευτικό κλάδο, 91% στον κλάδο σπόρ ενδύματος, 18% στον κλάδο ειδών ταξιδίου.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την αύξηση κατά 16 φορές της ποσότητας εξαγωμένου ελαιολάδου, από 3.576 κιλά το 2011 σε 12.982 κιλά το 2012. Ωστόσο η τιμή του δεν είναι ακόμα αντίστοιχη των δυνατοήτων που μπορούν να επιτευχθούν στην εσωτερική αγορά, καθώς παρότι το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στην συγκεκριμένη αγορά αυξήθηκε καθώς ενώ το 2011 ήταν 4.3% της εγχώριας αγοράς ήδη αυτό έχει ανέλθει σε 12.5%. Σημειώνεται ενδεικτικά ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Αρμενίας, η μέση τιμή εισαγωγής ελαιολάδου ήταν το 2011 5.2 δολ. το κιλό, ενώ το 2012 εμφανίζεται μειωμένη στα 5 δολ. το κιλό.

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά το 2012 καταγράφηκαν εξαγωγές στους κλάδους με κωδικό : 8703-επιβατηγά αυτοκίνητα (μεταχειρισμένα), 2001- φρέσκα λαχανικά, καρποί και φρούτα και λοιπά βρώσιμα μέρη, 0302-ψάρια νωπά ή με απλή ψύξη, 0403-είδη με χρήση πηγμένου γάλακτος και κρέμας και 0709-λαχανικά νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη.
Αναφορικά με τον κλάδο των ψαριών σημειώνεται ότι η εξαγωγή μόλις 160 κιλών φρέσκων ψαριών, από τους 40.3 τόνους που εισήχθησαν συνολικά το 2012 (σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Αρμενίας) αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη δυναμική είσοδο στην αγορά κυρίως στον κλάδο φρεσκοκατεψυγμένων (κωδικός 303), καθώς εισήχθησαν 2660 τόνοι στην Αρμενία και αποτελεί τον πιο δυναμικά εξελισσόμενο κλάδο τόσο αναφορικά με τα ιχθυηρά όσο και για τα κατεψυγμένα προϊόντα γενικότερα.
Σημαντική διαπίστωση είναι ότι τα τρόφιμα δεν καταγράφονται σχεδόν παρά με ελάχιστα προϊόντα και σε εξαγωγικά επίπεδα που το 2011 δεν ξεπέρασαν τα 633 χιλ. ευρώ, μειωμένα κατά 11% σε σχέση με το 2010. Σημειώνεται ότι στον συγκεκριμένο κλάδο το 2011 καταγράφηκαν, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Αρμενίας εισαγωγές από τις εξής χώρες : Σουδάν 783 χιλ. δολ, Βολιβία 652 χιλ. δολ., Γεωργία 567 χιλ. δολ. Υεμένη 472 χιλ. δολ. ακόμα και Κολομβία 982 χιλ. δολ. καταδεικνύοντας την ανάγκη εγρήγορσης της ελληνικής πλευράς τουλάχιστον σε αυτόν τον κλάδο. Η σχεδόν πλήρη έλλειψη ελληνικών τροφίμων και ποτών είναι σαφώς ένα ζήτημα προς διερεύνηση, καθώς η αγορά είναι ώριμη για τα ελληνικά προϊόντα του κλάδου και οι τιμές που επικρατούν στον ανταγωνισμό δεν απέχουν από τις δυνατότητες προσφοράς του ελληνικού κλάδου. Για τα λοιπά προϊόντα είναι σαφές ότι απαιτείται μεγαλύτερη κινητικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στην εξεύρεση συνεργατών, ώστε να διασφαλίσουν την επίτευξη προώθησης προϊόντων που είναι προσιτά στον ανταγωνισμό, ο οποίος στην παρούσα φάση δεν είναι απαιτητικός, συνεπώς η σχέση τιμής – ποιότητας διαμορφώνεται ευκολότερα σε σχέση με άλλες ώριμες αγορές.
Και το 2012 χώρες της ΕΕ απέσπασαν σημαντικό μερίδιο της αγοράς για προϊόντα ανταγωνιστικά των ελληνικών. Η Ουκρανία εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο να κυριαρχεί σε κλάδους όπως τα κατεψυγμένα φρούτα και λαχανικά, κονσέρβες ψαριού και τους χυμούς. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία επίσης διατήρησαν τα ποσοστά τους σε αυτούς του κλάδους και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η Γαλλία, Ισπανία και η Ιταλία έχοντας επιτύχει την είσοδό τους σε όλους τους κλάδους των τροφίμων, διατήρησαν τις εξαγωγές τους και το 2012. Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση εξαγωγών Χιλιανών οίνων τα οποία έχουν εισέλθει στην αγορά την τελευταία διετία με τιμές σχεδόν αντίστοιχες των τοπικών αρμενικών οίνων.

 

 

Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Ερεβάν

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι