Η μυστική προσευχή
Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός
[Στην ερειπωμένη εκκλησία της Κυθρέας, ένας παππούς δείχνει στα εγγόνια του τα στίγματα του χρόνου...]
Νεοκλής: Παππού, τι έπαθε η εκκλησία;
Πανίκος: Δεν άντεξε τον πόνο μας [Σιωπή]
Νεοκλής: Ήταν τόσο μεγάλος;
Πανίκος: Η δύναμη της εκκλησίας είναι οι άνθρωποι... Δίχως ανθρώπους...
Νεοκλής: Πεθαίνει;
Πανίκος: Όχι αμέσως... Αρχίζουν πρώτα τα βάσανά της... [Χρόνος] Πέφτει ο σταυρός... Η εκκλησία δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει κοντά στον ουρανό... Ύστερα σωπαίνουν οι καμπάνες...
Νεοκλής: Γιατί; Κουράστηκαν;
Πανίκος: Δεν υπάρχει πια κανείς να τις ακούσει!
Νεοκλής: Μα εγώ ακούω τη σιωπή τους...
Πανίκος: Εσύ ακούς ακόμα και τον πόνο της σιωπής... Όμως οι άλλοι...
Νεοκλής: Τώρα η σκεπή της είναι ο ουρανός μας!
Πανίκος: Και το δάπεδό της η γη μας...
Νεοκλής: Οι τοίχοι προσεύχονται...
Πανίκος: Τι λες παιδί μου;
Νεοκλής: Ακούω την προσευχή τους...
Πανίκος: Κάποιος θα είναι μέσα... Έλα πάμε να δούμε!
Νεοκλής: Δεν είναι μόνο ένας...
[Ο παππούς κι ο εγγονός μπαίνουν μέσα στην εκκλησία. Ο Πανίκος κοιτάζει παντού ενώ το βλέμμα του Νεοκλή έχει καρφωθεί πάνω στις λαβωμένες τοιχογραφίες...]
Πανίκος: Δεν είναι κανείς εδώ! [Σιωπή]
Νεοκλής: Οι καημένοι... [Δακρύζουν τα μάτια του.]
Πανίκος: [Κοιτάζοντας το Νεοκλή] Τι έπαθες; [Βλέποντας τις τοιχογραφίες] Δεν έφυγαν... Μαρτύρησαν δύο φορές.
[Πλησιάζουν μαζί σιωπηλά. Ο μικρός κρατάει το χέρι του μεγάλου. Ο μεγάλος κρατάει το κλάμα του μικρού]
Νεοκλής: Γιατί έχουν τόσες πληγές;
Πανίκος: Γιατί έμειναν μόνοι... [Χρόνος]
Νεοκλής: Και τώρα τι θα γίνει; [Χρόνος] Θα τους αφήσουμε πάλι μόνους;
Πανίκος: Όχι! Τώρα θα τους προστατέψουμε εμείς...
Νεοκλής: Άσπρη μέρα δεν είδαν τα μάτια τους... Τους λυπάμαι...
Πανίκος: Τα βάσανά τους τέλειωσαν τώρα... Θα κλείσουν κι οι πληγές τους...
Νεοκλής: Πρέπει να βρούμε ένα γιατρό για τους άγιους...
Πανίκος: Ξεπέρασαν τόσα βάσανα, δε θα πάθουν τίποτα για λίγες μέρες...
Νεοκλής: [Σε μια κραυγή] Όχι! Τώρα μας έχουν ανάγκη! [Χρόνος] Τώρα που είδαμε πόσο πόνεσαν αυτά τα χρόνια πρέπει να τους βοηθήσουμε!
Πανίκος: Έχεις δίκιο! [Χρόνος] Τώρα είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι...
Νεοκλής: Έκρυψαν το Χριστό... Κοίτα! [Ο μικρός δείχνει ένα λευκό σημείο]
Πανίκος: Μα δε βλέπω τίποτα... [Ο μικρός αγγίζει προσεχτικά την τοιχογραφία]
Νεοκλής: [Βγάζοντας ένα κομμάτι μπογιάς] Βλέπεις;
Πανίκος: Αυτοί οι άγιοι είναι θαυματουργοί... Εσύ πώς το ήξερες;
Νεοκλής: Η Προσευχή τους!
Πανίκος: Η προσευχή τους...
Νεοκλής: Θέλουν να ξαναδεί το φως ...
Πανίκος: Αυτό έλεγαν;
Νεοκλής: Τίποτα άλλο! Η μόνη τους παράκληση...
Πανίκος: Πρέπει να βιαστούμε τότε... Πρέπει να ξαναρθούμε...
Νεοκλής: Μπορώ να τους φιλήσω;
Πανίκος: Και βέβαια... [Ο παππούς σηκώνει τον εγγονό του για να φιλήσει τις τοιχογραφίες]
Νεοκλής: Πιο ψηλά! Θέλω να τους φιλήσω το πρόσωπο.
Πανίκος: Δεν κάνει παιδί μου...
Νεοκλής: Μα εκεί είναι η πληγές τους! [Χρόνος] Σε παρακαλώ. [Τον σηκώνει πιο ψηλά και φιλά όλους τους αγίους]