Οι Αρμένιοι στους Αγίους Τόπους
Στην Ιερουσαλήμ, νοτιοδυτικά της παλιάς πόλης, η αρμενική συνοικία, μια περιοχή φαινομενικά ήσυχη, περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Δεν είναι εύκολο να μπει κάποιος μέσα. Μόνο μια πόρτα εξυπηρετεί αυτό το σύνολο των κτιρίων όπου συνωστίζονται το μοναστήρι, η ιερατική σχολή και οι κατοικίες του μεγαλύτερου μέρους του αρμενικού πληθυσμού της πόλης. Πόσοι είναι οι Αρμένιοι της Ιερουσαλήμ σήμερα; Δύσκολο ν’ απαντήσει κάποιος. Ίσως δυο με τρεις χιλιάδες, εξασφαλίζουν όμως τη συνέχεια μιας παρουσίας που χρονολογείται από παλιά στην ιερή πόλη.
Οι πρώτες εμπορικές και στρατιωτικές επαφές ανάμεσα στην Αρμενία και την Ανατολή αναπτύχθηκαν από τα προχριστιανικά χρόνια. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. η αυτοκρατορία του Μέγα Τιγράνη (95-55) εκτεινόταν μέχρι τα σύνορα της Ιουδαίας. Ωστόσο μόνο μετά τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας στις αρχές του 4ου αιώνα οι προσκυνητές άρχισαν να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους. Κάποιοι απ’ αυτούς όπως ο Ευθύμιος (377-473) που καταγόταν από τη Μελιτινή, εγκαταστάθηκαν και ίδρυσαν μονές. Την πρώτη περίοδο οι Αρμένιοι μοναχοί συμμετείχαν σε μικτές κοινότητες, όπως η λαύρα του Αγίου Σάββα και το κοινόβιο του Αγίου Θεοδώρου. Ωστόσο πολύ γρήγορα ίδρυσαν αρμενικά μοναστήρια και επιδόθηκαν στη μετάφραση των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας. Ψηφιδωτά με αρμενικές επιγραφές που χρονολογούνται από τον 5ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μαρτυρούν την ύπαρξη μιας οργανωμένης αρμενικής κοινότητας.
Οι διωγμοί των «μονοφυσιτών» την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565) προκάλεσαν ένα σχίσμα στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων και της ιεραρχίας στους Αγίους Τόπους. Πολλοί μοναχοί που ήταν αντίθετοι στη Σύνοδο της Χαλκηδώνας έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και παραχώρησαν στους Έλληνες τα μοναστήρια τους. Ο αυτοκέφαλος Αρμένιος επίσκοπος που εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ μετά το σχίσμα και έφερε τον τίτλο του πατριάρχη από τον 7ο αιώνα και μετά, ασκούσε την εξουσία του σε όλες τις μη χαλκηδονικές κοινότητες – αρμενική, συριακή, κοπτική, αιθιοπική – των Αγίων Τόπων και σ’ ένα τμήμα της Συρίας. Λίγο αργότερα, οι Αρμένιοι κατάφεραν να επιβάλλουν την παρουσία τους ιδρύοντας πολλά καινούργια μοναστήρια. Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες, το 637, τα αρμενικά μοναστηριακά ιδρύματα έπεσαν σε παρακμή, λόγω της αυξημένης φορολογίας. Οι αρμενικές επιγραφές του Σινά μαρτυρούν την αδιάλειπτη αρμενική παρουσία μέχρι το 13ο αιώνα, παρά τις επιδρομές των Βεδουίνων και τους πολέμους ανάμεσα στους χαλίφιδες και τους κυβερνήτες της Αιγύπτου που διεξάγονταν στα εδάφη της Παλαιστίνης.
Το 12ο αιώνα, κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας (1080-1375) διατηρούσε στενούς δεσμούς με τα γαλλικά πριγκιπάτα της Ανατολής και, ιδιαίτερα, με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099-1187), του οποίου όλες οι βασίλισσες και πολλές πριγκίπισσες ήταν αρμενικής καταγωγής. Επί πλέον, το βασίλειο διατηρούσε ένα σώμα αρμενικού πεζικού. Μέσα σ’ αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, ο αρμενικός πληθυσμός της Ιερουσαλήμ αυξήθηκε. Αναπτύχθηκαν πολλές αρμενικές συνοικίες (η «οδός Αρμενίων» χρονολογείται από το 1222). Στα μέσα του 12ου αιώνα, κτίστηκαν ο μεγάλος πατριαρχικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιάκωβο καθώς και άλλες εκκλησίες. Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιακώβου απέκτησε σημαντικό κύρος ανάμεσα στους λατρευτικούς χώρους της πόλης. Τα αρμενικά χειρόγραφα που προσφέρονταν από διάφορους προσκυνητές στη διάρκεια των αιώνων, δημιούργησαν μια από τις πιο πλούσιες συλλογές στον κόσμο.
Οι Αρμένιοι φύλακες των Αγίων Τόπων
Η αφύπνιση θα έλθει κατά το 19ο αιώνα στο πλαίσιο των εθνικών κινημάτων και θα φτάσει μέχρι την ιστορική Αρμενία. Εκείνη την εποχή, οι Αρμένιοι που σπούδαζαν στην Ευρώπη δημιουργούν ένα τεράστιο δίκτυο σχολείων και εκδίδουν πολλά περιοδικά και εφημερίδες παντού σ’ όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η αρμενική πνευματική ζωή γνωρίζει μια καινούργια ανάπτυξη. Στην Ιερουσαλήμ ιδρύονται σχολείο αρρένων (1846), θηλέων (1862) καθώς κι ένα τυπογραφείο (1833) που είναι το πρώτο της πόλης. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τυπώνονται 400 περίπου βιβλία. Το 1866 εκδίδεται το μηνιαίο περιοδικό Σιόν.
Η συνοικία που εφάπτεται στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου καταλαμβάνει το ένα έκτο της έκτασης της πόλης. Εκεί, κατοικούν πολλές αρμενικές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί από παλιά. Μετά τον πόλεμο το πατριαρχείο υποδέχτηκε 4000 πρόσφυγες που γλίτωσαν από τη γενοκτονία του 1915. Όσοι έμειναν, εγκαταστάθηκαν στους γύρω χώρους της κλειστής συνοικίας.
Μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του πατριαρχείου
Πηγή: armenika.gr