Menu

Χάϊκ Γιαζιτζιάν: Έμαθε τους Έλληνες να ακούνε αρμενική μουσική

Χάϊκ Γιαζιτζιάν, με το ούτι και την παραδοσιακή μουσική της Αρμενίας μαγεύει το κοινό του... Χάϊκ Γιαζιτζιάν, με το ούτι και την παραδοσιακή μουσική της Αρμενίας μαγεύει το κοινό του...

Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη γενοκτονία των Αρμενίων κι όμως υπάρχουν και σήμερα Αρμένιοι οι οποίοι ζουν ακόμη μια γενοκτονία, ακόμη ένα ξεριζωμό. Είναι αυτοί που βρίσκονται στις ταραγμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής και κυρίως της Συρίας. 
Από τους καλύτερους πρεσβευτές της Αρμενικής μουσικής παράδοσης στην Ελλάδα, είναι ο Χάϊκ Γιαζιτζιάν. Πόσες φορές δεν μας συγκίνησε με τα Αρμένικα τραγούδια του, που τα συνόδευαν οι μελωδίες από το γεμάτο καημό ούτι του; Είναι ένας Αρμένης της διασποράς που επέλεξε να ρίξει άγκυρα στην Ελλάδα και να πολιτογραφηθεί Έλληνας. Παντρεύτηκε Ελληνίδα, Αρμενικής καταγωγής κι αγάπησε αυτό τον τόπο, όσο δεν τον αγάπησαν πολλοί γηγενείς. Δεν έβγαλε ποτέ από το νου του τα βάσανα και τις τραγωδίες που έζησε ο ίδιος αλλά και οι συμπατριώτες του στο πέρασμα του χρόνου και που βιώνουν ακόμη και σήμερα οι δικοί του άνθρωποι, που δοκιμάζονται ακόμη και τώρα που γράφονται αυτές οι αράδες, στο πολύπαθο Χαλέπι της Συρίας όπου είναι το σπίτι τους, οι ρίζες τους, η ιστορία τους. 
Τον συνάντησα σε ένα εκδοτικό οίκο του κ. Γαβριηλίδη,  Εβραίος στην καταγωγή, το «poems and crimes» στην οδό Αγίας Ειρήνης, στο οποίο παίζει μουσική κάθε Κυριακή βράδυ από τις 9.00 και μετά. Καταλαβαίνετε ότι δύο Αρμένιοι είχαν πολλά να πουν. Είπα να ξεκινήσω με τις συστάσεις, να μας πει από πού έρχεται και τι φέρνει μαζί του από την ξενιτιά. 


Χάϊκ, πάντα με μάγευε η μουσική σου. Όμως θα ήθελα να ξεκινήσουμε πρώτα  από το βιογραφικό σου, να δούμε πόσο βαρύ είναι. Από πού έρχεσαι;

Γεννήθηκα στη Συρία, από γονείς Αρμένιους, συγκεκριμένα στο Χαλέπι. Ο παππούς μου ήταν από την Καππαδοκία. Από την Καισάρεια. Ο παππούς ήταν μηχανοδηγός στα τραίνα. Χάϊκ κι αυτός. Πήγαινε αρκετές φορές βοήθεια από τη Συρία στους αντάρτες Αρμένιους στην Τουρκία. Όταν τον κατάλαβαν οι Τούρκοι, τον πυροβόλησαν και στη συνέχεια τον συνέλαβαν και ξεκίνησε το μαρτυρικό ταξίδι του θανάτου. Τους περιφέρανε τότε πεζούς από την  Τουρκία στη Συρία και ξανά πίσω υπό άθλιες συνθήκες μέχρι να πεθάνουν από τις κακουχίες. Ο παππούς ήταν από τους τυχερούς, που κατάφερε να επιζήσει και να εγκατασταθεί στο Χαλέπι. Η γιαγιά ήταν από το Αφιόν Καραχισάρ. Το 1922 με τους διωγμούς βρέθηκε στη Χίο με δύο παιδιά στην αγκαλιά. Τα παιδιά πέθαναν από τις κακουχίες. Οι Τούρκοι είχαν ξεχωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες και τους έστελναν σε διαφορετικές περιοχές. Η γιαγιά έμαθε κάποια στιγμή ότι ο άντρας της ήταν στη Συρία. Πήγε να τον συναντήσει αλλά ο άνθρωπος είχε καρκίνο και σε τρεις μήνες πέθανε. Εκεί γνώρισε τον παππού μου που κι εκείνου είχε πεθάνει η γυναίκα του και του είχε αφήσει τρία παιδιά. Παντρεύτηκαν κι έκαναν άλλα οκτώ παιδιά. Σύνολο έντεκα. Η γιαγιά πάντρεψε και τα έντεκα αλλά δεν πήγε στην εκκλησία που παντρευόντουσαν σε κανένα παιδί. Έπαψε να πιστεύει στο Θεό και έλεγε « που ήταν ο Θεός όταν γινόταν όλη αυτή η σφαγή;» Σκληρά λόγια αλλά την είχαν κάνει οι καταστάσεις έτσι. Η γυναίκα είχε ζήσει πολύ δύσκολα πράγματα. Κάποια στιγμή, το 1972 μετακομίσαμε στο Λίβανο για να γλιτώσουμε από ταραχές που είχαν ξεσπάσει στη Συρία. Όμως το 1975 ξέσπασε ο πόλεμος στο Λίβανο και ξαναφύγαμε και γυρίσαμε στη Συρία.

 

Χάϊκ όπως βλέπω ζούσες μονίμως σε μια εμπόλεμη ζώνη και σε μόνιμη κατάσταση ξεριζωμού. 

Ακριβώς. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν στη Συρία αλλά το 1979-1980 ξεκίνησε πάλι η ίδια ιστορία όπως συμβαίνει σήμερα στη Συρία αλλά με πρωταγωνιστή τον πατέρα Άσαντ που έκανε εκκαθαρίσεις στην περιοχή. Τότε ήμουν στην ηλικία για να πάω στρατιώτης. Ο στρατός στη Συρία εκείνη την περίοδο ήταν μια δύσκολη υπόθεση. Έμπαινες και δεν ήξερες πότε έβγαινες. Τα λιγότερο που θα καθόσουν ήταν τέσσερα χρόνια. Προσωπικά δεν το άντεχα κι έτσι έφυγα κρυφά από τη χώρα, με περίεργα χαρτιά και βρέθηκα το 1980 στην Ελλάδα. Είχα τα πρώτα ξαδέλφια του πατέρα μου που ζούσαν στην Ελλάδα και με φιλοξένησαν για ένα μεγάλο διάστημα. Βρήκα μια δουλειά σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε δερμάτινες τσάντες. Με τη μουσική είχα μια σχέση ερασιτεχνική. Οι γονείς μετανάστες, δεν με άφηναν να ασχοληθώ επαγγελματικά. Ήταν ντροπή για εκείνους, το παιδί τους να γίνει μουσικός. 
Μουσική έπαιζα ερασιτεχνικά στο Χαλέπι, στους Αρμενικούς συλλόγους. Η δουλειά μου εκεί ήταν τορναδόρος. 

Έχεις σπουδάσει μουσική;

΄Όχι, καθόλου. Είμαι αυτοδίδακτος και ότι έμαθα το έμαθα στα κρυφά. Δεν ήξεραν οι γοννείς μου ότι ασχολούμαι με αυτό το πράγμα.

Εδώ στην Ελλάδα θεωρείσαι από τους καλύτερους  στην ethnic music και από τους καλύτερους στο Ούτι.

Το περίεργο είναι ότι με αυτό το όργανο δεν είχα ποτέ σχέση. Μάλιστα σνόμπαρα κι όλας αυτού του είδους τη μουσική. Ήμουν της ροκ μουσικής. 
Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1984, ένας φίλος μου Αιγύπτιος μου πρότεινε να παίξουμε μουσική σε ένα Λιβανέζικο μαγαζί που υπήρχε πίσω από το Χίλτον. Φτιάξαμε μια τριμελή ορχήστρα και πήγαμε. Από τις τσάντες που δούλευα έπαιρνα 500 δρχ. την ημέρα κι εκείνη τη βραδιά πήρα για τη μουσική που έπαιξα, 3.000 δρχ. Καταλαβαίνεις πως ένιωσα. Του ιδιοκτήτη του αρέσαμε. Μας ζήτησε να συνεχίσουμε. Έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι μου με τη μουσική. Εγώ έπαιζα κιθάρα και από Αραβική μουσική δεν είχα ιδέα. Τα ακούσματά μου ήταν  όπως σου είπα μόνο από τη  ροκ μουσική. Σε αυτή τη μουσική που μου ζητούσαν να παίξω υπάρχουν κάποιοι μουσικοί δρόμοι. Εγώ δεν είχα ιδέα. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου στο Χαλέπι να μου βρει βιβλία και κασέτες και να μου τα στείλει. Μελέτησα κι άρχισα να παίζω κάπως. Ο τραγουδιστής της κομπανίας μου λέει δεν παίζεις καλύτερα ούτι αντί για κιθάρα; Που να έβρισκα ούτι; Ήταν ένας πελάτης του μαγαζιού Παλαιστίνιος, είχα πάει κάποιες φορές σπίτι του. Αυτός είχε καμιά δεκαριά Ούτια. Μου είπε πάρε ένα και κάνε τη δουλειά σου. Τον ρώτησα πως το κουρντίζουν αλλά ούτε εκείνος ήξερε. Τα είχε για το κέφι του, όπως μου απάντησε. Τι να έκανα; Ξανά τηλέφωνο στον πατέρα μου να μου στείλει βοήθεια για να μάθω πως χρησιμοποιούν το ούτι. Έτσι λοιπόν έμαθα μόνος μου και το ούτι. 

Χάϊκ οι μουσικές που παίζεις είναι μουσικές που βγαίνουν από πονεμένες ψυχές. Δεν γράφτηκαν από χαρούμενους ανθρώπους. Ακόμη και στη χαρά τους βγάζουν μια λύπη.

Ακριβώς, μοιάζει με το όργανο που χρησιμοποιούμε στην Αρμενία, το ντουντούκ. Είναι μια ανθρώπινη, πονεμένη ψυχή. Ναι μεν υπάρχει καημός, πόνος αλλά μέσα από αυτό τον πόνο βγαίνει μια δύναμη. Ένας ανδρισμός.  

Σε μάγεψε αυτή η μουσική μόλις καταπιάστηκες μαζί της;

Πάρα πολύ. Λέω καμιά φορά, κοίτα πως θέλουν αυτό το λαό αμόρφωτο, γιατί έτσι τους εξυπηρετεί. Αν ήταν μορφωμένοι θα είχαν κατακτήσει όλο τον κόσμο. Έχουν φανταστική μουσική.

 

Η μουσική σου δεν έχει σύνορα. Όπως κι εσύ έτσι κι η μουσική σου δεν έχετε πατρίδα. 

Πατρίδα έχω τη Συρία, το Χαλέπι.

Θεωρώ ότι πατρίδα σου είναι όλος ο κόσμος, όπου φτάνει ταξιδεύει η μουσική σου. Μέσα από αυτή τη μουσική, επικοινωνείς έναν ολόκληρο πολιτισμό. 

Έτσι που το βάζεις, έτσι είναι. Δεν είναι φοβερό αυτό; Κάνω αυτή τη δουλειά 20 χρόνια και μόλις τώρα τελευταία τολμώ και λέω 3-4 Ελληνικά τραγούδια. Τόσα χρόνια Αρμένικα τραγουδάω και ο κόσμος συγκινείται, χαίρεται, έρχεται και μου λέει ότι φεύγει γεμάτος. 

Θυμάμαι εκείνη την καταπληκτική παράσταση στην οποία έπαιζες μουσική « Το φεγγάρι και το κτήνος». Μίλησέ μου λίγο γι’ αυτή τη δουλειά. 

Αυτή έγινε το 1999. Έλειπα από το σπίτι και είχα τηλεφωνητή. Όταν γύρισα βρήκα δέκα μηνύματα. Ήταν ο Δημήτρης Τάρλοου. Ήθελε να του γράψω μουσική . Δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου μουσική για θέατρο. Τον συνάντησα, δέχτηκα κι άρχισα να πηγαίνω στις πρόβες και να κρατώ σημειώσεις. Στην παράσταση αυτή συνέβαινε κάτι περίεργο. Υπήρχε ένα μωσαϊκό ανθρώπων από διάφορες χώρες. Έπαιζε η Ταμίλα Κουλίεβα. Τη ρώτησα, «εσύ μια Αζέρα , γεννημένη στο Αζερμπαϊτζάν αλλά μεγαλωμένη στη Ρωσία, πως παίζεις αυτό το ρόλο, να γίνεις μια Αρμένισσα;» και μου απάντησε: « Χάϊκ, είμαι επαγγελματίας κι όταν μπαίνω στο θέατρο γίνομαι η Σέτα», ήταν η ηρωίδα Αρμένισσα του έργου. Δεν υπήρξε φορά που να είδα το έργο ( το είδα πάνω από 100 φορές) και να μη συγκινήθηκα. 
Ο Τάρλοου είναι από πατέρα Εβραίο, η Ταμίλα Αζέρα, εγώ Αρμένης, ο σκηνοθέτης, ο Λιβαθηνός  έχει γυναίκα Αρμένισσα και είχαμε κι έναν Έλληνα. Μια εβδομάδα πριν γίνει η πρεμιέρα εγώ δεν είχα πάει τη μουσική και όλοι ανησυχούσαν. Τελικά μια μέρα την πήγα αλλά ντρεπόμουν και δεν ήθελα να είμαι μπροστά όταν θα την άκουγαν. Την παρέδωσα και βγήκα έξω από την αίθουσα που θα την άκουγαν. Περίμενα να τελειώσουν για να δω τις αντιδράσεις τους. Όταν βγήκαν έξω κλαίγανε όλοι ακόμη και η Ταμίλα. Κόλλησε καταπληκτικά η μουσική με το έργο. Έκανε μεγάλη επιτυχία η παράσταση γι’ αυτό παίχτηκε αρχικά τρία χρόνια και το 2010 και 2011 ξαναπαίχτηκε, πάλι με επιτυχία. Η ιστορία του έργου ήταν η ζωή ενός Αρμένη που έφτασε στην Αμερική με τη γενοκτονία και βρήκε μια γυναίκα από ορφανοτροφείο. Εκείνη την εποχή παντρευόντουσαν με φωτογραφίες. Αλλά εκείνου άλλη του έδειξαν και άλλη κοπέλα πήγε. Αυτός ήταν ένας φωτογράφος και στο σπίτι του στον τοίχο είχε κρεμασμένη μια φωτογραφία που απεικόνιζε κάποια κορμιά χωρίς κεφάλι. Στο τέλος του έργου εξηγεί ότι τα ακέφαλα αυτά κορμιά ήταν των συγγενών του που αποκεφαλίστηκαν από τους Τούρκους. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του να διαιωνίσει τη φυλή και πάση θυσία να κάνει τόσα παιδιά όσα και τα ακέφαλα κορμιά. Όμως η τύχη του έπαιξε περίεργο παιχνίδι και η γυναίκα που παντρεύτηκε, από τις κακουχίες έμεινε στείρα και  δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Εκείνος λοιπόν έδειχνε ένα σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο απέναντί της γιατί δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον ιερό όρκο που είχε κάνει. Αυτό βέβαια το εξηγεί στο τέλος και καταλαβαίνει ο θεατής ότι δεν ήταν σκληρός αλλά πονεμένος. Ήθελε να δείξει το έργο τι έχουν περάσει αυτοί οι άνθρωποι, όπου και σήμερα ζούμε αυτή τη γενοκτονία στη Συρία.

Οι γονείς σου τι περνάνε σήμερα στο Χαλέπι όπου ζουν;

Τη μητέρα μου την έχω χάσει. Ο μεσαίος μου αδελφός ζει στην Αρμενία. Πήγε τελευταία εκεί. Είχε σπουδάσει στο Γιερεβάν και πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε για να σωθούν. Τους φιλοξένησε η κουνιάδα του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ζούσαν σε τριάντα τετραγωνικά έξι άτομα. Δουλειές δεν υπάρχουν, οπότε καταλαβαίνεις. Κι εκεί πέντε οικογένειες κάνουν κουμάντο και όλοι οι άλλοι λιμοκτονούν. Επικρατεί η Μαφία. Στη Συρία βρίσκονται ο πατέρας μου και ο μικρότερος αδελφός μου. Τα δύο τελευταία χρόνια δεν έχουν ρεύμα στο Χαλέπι. Το ρεύμα έρχεται μόνο δύο ώρες την ημέρα. Εδώ και ένα μήνα δεν έχουν κάνει μπάνιο γιατί δεν υπάρχει νερό. Ο χειμώνας φέτος ήταν βαρύς και δεν υπήρχε πετρέλαιο για να ζεσταθούν. Δουλειές δεν υπάρχουν. Υπάρχει ακόμη φαγητό και ψωμί. Όλα είναι πανάκριβα. Τους είπα να φύγουν αλλά δεν θέλουν για να μη χάσουν την περιουσία μας. Όποιος φύγει δεν θα ξαναβρεί το σπίτι του. Μίλαγα προχθές με ένα φίλο μου που έφυγε και πήγε στη Βενεζουέλα και στο σπίτι του στο Χαλέπι έβαλε να μείνει η ξαδέλφη του με το μωρό της. Μια βόμβα έπεσε δίπλα από το σπίτι του και το μωρό τρόμαξε πολύ. Έτσι η ξαδέλφη αναγκάστηκε να φύγει από εκεί. Την ίδια στιγμή ένας στρατιωτικός μπήκε σπίτι και το κατάσχεσε. Ο φίλος μου δεν θα το ξαναπάρει πίσω. Ισχύει ο νόμος της ζούγκλας. Επιβιώνει ο πιο ισχυρός. 

Τι ονειρεύεσαι;

Δεν ξέρω αν έχω να κάνω όνειρα τώρα πιά. 

Δεν έχεις όνειρα;

Όχι.

Θεωρώ ότι  δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην ονειρεύονται. Πιστεύω πως μόνο οι νεκροί δεν ονειρεύονται, γι' αυτό  του το έβαλα λίγο διαφορετικά το θέμα.
Σου έχει έρθει στο μυαλό να μπορούσε να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στη Συρία και να πας να δώσεις μια συναυλία; 


Αυτό ναι, είναι ένα όνειρό μου κι ένα άλλο είναι να πάω να παίξω στην Αρμενία. 

Έχεις πάει ποτέ στην Αρμενία;

Όχι, αυτό το καλοκαίρι σχεδιάζω να πάω με τα παιδιά μου. Στο παρελθόν έκανα αρκετές προσπάθειες να πάω να παίξω αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολα.

 

Το μεγάλο παράπονό του είναι ότι η Αρμενική κοινότητα κατά την προσφιλή της τακτική δεν του έχει συμπαρασταθεί ποτέ. Ούτε καν πάνε αν τον ακούσουν οι Αρμένιοι. Προτιμούν όπως λέει, να πηγαίνουν στα μπουζούκια από το να ακούσουν την παραδοσιακή τους μουσική. Έχουν μια συμπεριφορά επαρχιώτικου νεοπλουτισμού. Αυτό μπορώ να το βεβαιώσω και ο ίδιος, δεν είναι μια υπερβολή του Χάικ. Χαρακτηριστικά ο ίδιος μου ανέφερε ότι;

Τόσα χρόνια είμαι σε αυτή τη δουλειά, αν για παράδειγμα με έχουν ακούσει χίλιοι άνθρωποι, οι 999 είναι Έλληνες και ένας Αρμένιος φίλος μου από το Λίβανο. Από την κοινότητα όποτε με θέλανε για κάποια δουλειά τους με καλούσαν και πήγαινα. Μετά ούτε γειά δεν μου έλεγαν. Πριν δύο μήνες εμφανίστηκα στην εκπομπή « το αλάτι της γης». Έπαιξα για δύο ώρες Αρμένικη μουσική. Μιλήσαμε για την Αρμενία και τα γεγονότα της γενοκτονίας. Με πήραν άσχετοι άνθρωποι να με συγχαρούν. Από την ηγεσία της κοινότητας δεν βρέθηκε ένας να με πάρει να μου πει ένα μπράβο. Να μου πει αν τους έκανα να νιώσουν έστω για λίγο περήφανοι. Τίποτα, σαν να μην υπήρχα. Ενώ οι άνθρωποι της Αρμενικής κοινότητας στην Ξάνθη, είναι άλλοι άνθρωποι. Από την άλλη λέω πάλι, δικοί μου είναι αυτοί, τι να κάνω;

 

Με αυτό το παράπονο έκλεισε η συνέντευξη με αυτό τον σπουδαίο άνθρωπο και καταπληκτικό καλλιτέχνη, ο οποίος στην τελική δεν χρειάζεται κανενός μικρόψυχου τη συμπαράσταση. Έχει το θαυμασμό, την εκτίμηση και την αγάπη όλου του κόσμου, απ’ όλες τις γωνιές της οικουμένης. Έχει να περηφανεύεται ότι έκανε τους Έλληνες να ακούσουν, να θαυμάσουν και να βάλουν στην ψυχή τους την Αρμένικη μουσική και τον ίδιο. Να είσαι καλά Χάϊκ, να μας ταξιδεύεις στους μαγευτικούς δρόμους της μουσικής σου. Θα ήθελα να κλείω με ένα τραγούδι γι' αυτό σας χαρίζω ένα βίντεο από τη εκπομπή "στην υγειά μας" του Σπύρου Παπαδόπουλου. Το τραγούδι είναι παραδοσιακό Αρμένικο και μιλάει για την ξενιτιά. 

 

Συνέντευξη: Κρικόρ Τσακιτζιάν

 

 

 

Πηγή: prettylife.gr

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι