Menu

Οβσαννά Καλουστιάν

Η μι­κρο­κα­μω­μέ­νη γυ­ναί­κα δε μπο­ρεί πιά να βγεί συχνά στους δρό­μους της Μασ­σα­λί­ας. Περ­πα­τά­ει στη­ρι­ζό­με­νη σε έ­να μπα­στού­νι, χα­ϊ­δε­μέ­νη και προ­στα­τευμένη α­πό την κό­ρη και τα εγ­γόνια της. Ό­μως, ό­ταν κά­ποιος θί­ξει την παι­δι­κή της η­λι­κί­α, τα μά­τια της λα­μπυ­ρί­ζουν και οι α­να­μνή­σεις ε­πι­στρέ­φουν α­τό­φιες. Η Οβ­σαν­νά Κα­λου­στιάν, 106 ε­τών, εί­ναι μια α­πό τις τε­λευ­ταί­ες ε­πι­ζή­σασες της γε­νο­κτο­νί­ας των Αρ­με­νί­ων του 1915. Εί­ναι ένας φο­ρέ­ας α­να­μνή­σε­ων, με με­γά­λη συ­νεί­δη­ση του ρό­λου της, στο κα­τώ­φλι της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της τρα­γωδί­ας. «Ο Θε­ός μου χά­ρισε ζω­ή για να τα δι­η­γού­μαι», ε­πανα­λαμ­βά­νει τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια.

Α­πό τον τρό­μο, τις σφα­γές και τις α­πε­λά­σεις στο χω­ριό της στην Ο­θω­μα­νι­κή Τουρ­κί­α, η Οβσαννά θυ­μά­ται πλή­θος ει­κό­νων και λε­πτομέ­ρειες τις ο­ποί­ες δι­η­γεί­ται με ζωντά­νια. Γεν­νή­θη­κε το 1907 στο Α­ντα­μπα­ζάρ, μια πό­λη που βρί­σκε­ται πε­ρί­που 100 χιλ. α­να­το­λι­κά της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και μεγά­λω­σε σε έ­να πο­λύ ω­ραί­ο τριώ­ρο­φο σπί­τι με κή­πο, α­πέ­να­ντι α­πό την εκ­κλη­σί­α της γει­το­νιάς της. Ε­κεί­νη την ε­ποχή, η πό­λη ή­ταν ση­μα­ντι­κό κέ­ντρο ε­μπο­ρίου και χει­ρο­τε­χνί­ας και οι Αρ­μέ­νιοι, οι ο­ποί­οι α­νέρ­χο­νταν σε πε­ρί­που 12.500 κα­τοί­κους το 1914, α­πο­τε­λού­σαν τον μι­σό πλη­θυ­σμό της. Η Οβ­σαν­νά θυ­μά­ται ό­τι «ακό­μα και οι Έλ­λη­νες και οι Τούρ­κοι μι­λού­σαν Αρ­μέ­νι­κα». Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν έ­μα­θε Τουρ­κι­κά μέχρι την α­πέ­λα­σή της. Ο πα­τέ­ρας της εί­χε έ­να κα­φε­νεί­ο, το ο­ποί­ο ή­ταν ταυ­τό­χρο­να κου­ρεί­ο και ο­δο­ντια­τρεί­ο. Έ­πι­νε το τσά­ι της ε­κεί κά­θε πρω­ί πριν φύ­γει για το σχο­λεί­ο.

Η Οβ­σαν­νά είναι ο­χτώ χρονών το 1915, ό­ταν κα­τά τη διάρ­κεια του πο­λέ­μου, η κυ­βέρ­νη­ση των Νεό­τουρκων διέ­τα­ξε να α­πε­λα­θούν οι Αρ­μέ­νιοι. Στο Α­ντα­μπα­ζάρ, η δια­τα­γή έφτα­σε το κα­λο­καί­ρι. «Ή­ταν μια Κυ­ρια­κή, η μη­τέ­ρα της Οβ­σαν­νά ε­πέ­στρε­φε α­πό την εκ­κλη­σί­α. Ο ιε­ρέ­ας εί­χε μό­λις ανα­κοι­νώ­σει ό­τι έ­πρε­πε να εκ­κε­νω­θεί η πό­λη μέ­σα σε τρεις η­μέ­ρες, γει­το­νιά προς γει­το­νιά», α­να­φέ­ρει ο Φρέ­ντε­ρικ, ο εγ­γο­νός της και «φύ­λα­κας» των οι­κο­γε­νεια­κών α­να­μνή­σε­ων. Τα αν­θρώ­πι­να κα­ρα­βά­νια αρ­χί­ζουν να με­τακι­νού­νται νό­τια και α­να­το­λι­κά. Η Οβ­σάν­να, οι γο­νείς της, ο α­δελ­φός της, οι θεί­οι της, θεί­ες και ξα­δέλ­φια, φτά­νουν στο Ε­σκισεχίρ, ό­που τους κλεί­νουν μέ­σα σε τρέ­νο. Έτσι, σε αυ­τά τα βα­γό­νια για ζώ­α, στέλ­νουν χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιους στις ε­ρή­μους της Συρί­ας. Ω­στό­σο, το τρέ­νο που με­τα­φέ­ρει την οι­κο­γέ­νεια στα­μα­τά στα μι­σά του δρό­μου, στο σταθ­μό του Κά­ι, κο­ντά στο Α­φιόν Κα­ρα­χι­σάρ. Τους δια­τά­ζουν να στή­σουν μια προ­σω­ρι­νή κα­τα­σκή­νω­ση, διό­τι στα προ­ω­θη­μέ­να κέ­ντρα συ­γκέ­ντρω­σης ε­πι­κρα­τεί το α­δια­χώ­ρη­το. Τε­λι­κά, δύ­ο χρό­νια αργό­τε­ρα τους διασκορ­πί­ζουν και αυ­τοί σπεύ­δουν να κρυ­φτούν στη γύ­ρω πε­ριο­χή. Η Οβ­σάν­να εί­ναι ή­δη 10 χρο­νών και αυ­τό που φο­βάται πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι οι α­πα­γω­γές των κο­ριτσιών α­πό τους λη­στές (Τσέ­τες), που συ­νερ­γά­ζο­νται με τον ο­θω­μα­νι­κό στρα­τό.

Το 1918, με την ανα­κω­χή, οι επι­ζώ­ντες προ­σπα­θούν να ε­πι­στρέ­ψουν. Η οι­κο­γένεια της Οβ­σαν­νά βρί­σκει το σπί­τι της καμμένο και α­πο­φασί­ζει να ξα­να­φύ­γει, υ­πό την πί­ε­ση των Τούρ­κων που τώ­ρα έ­χουν κα­τα­λά­βει την πό­λη. Η έ­ξο­δος αρ­χί­ζει προς την Κων­στα­ντι­νού­πολη. Το 1924, οι θεί­οι και τα ξα­δέρ­φια τα­ξι­δεύ­ουν για τις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η νε­α­ρή Οβ­σαν­νά ε­πι­βι­βά­ζε­ται σε πλοί­ο με προ­ο­ρι­σμό τη Μασ­σα­λί­α. «Φτά­σα­με το Δε­κέμ­βριο, μέ­σα στα χιό­νια», θυ­μά­ται. Προ­σπα­θεί να ε­πι­βιώ­σει όπως και τό­σοι άλ­λοι (το 10% του ση­με­ρινού πλη­θυ­σμού της Μασ­σα­λί­ας α­πο­τε­λεί­ται α­πό α­πο­γό­νους των φυ­γά­δων της γε­νο­κτο­νί­ας των Αρ­με­νί­ων). Ρά­βει για να κερ­δί­σει τα προς το ζην, παντρεύ­ε­ται τον Ζα­βέν Κα­λου­στιάν, μο­να­δι­κό ε­πι­ζώντα μιας οι­κο­γέ­νειας που σφα­γιά­στη­κε, α­νοίγουν έ­να μα­γα­ζί με α­να­το­λί­τι­κα φα­γη­τά και χτίζουν το σπί­τι τους. «Η για­γιά μάς έ­μα­θε πρώ­τα τα Αρ­μέ­νι­κα και με­τά μας δι­η­γή­θη­κε την ι­στο­ρί­α της», λέ­ει ο εγ­γο­νός της. Η Οβ­σαν­νά σή­με­ρα συμ­με­τέ­χει σε πο­λι­τι­στι­κούς συλ­λό­γους, στις δια­δη­λώ­σεις της κοι­νό­τητας, συ­νε­χί­ζει να κα­τα­θέ­τει τη μαρ­τυ­ρί­α της ε­νά­ντια στην άρ­νη­ση της γε­νο­κτο­νί­ας, α­κού­ρα­στη και πά­ντα ζω­ντα­νή, ε­κα­τό χρό­νια με­τά τις σφα­γές.

Σύμφω­να με τον Φρέ­ντε­ρικ: «η άρ­νη­ση της γε­νο­κτο­νί­ας εί­ναι η α­πόρ­ρι­ψη του λό­γου της για­γιάς μου».

 

 

Μετάφραση: Μαρίνα Γεργκανιάν

 

Πηγή: armenika.gr , Guillaurme Perrier -Le Monde, Εl Pais

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

επιστροφή στην κορυφή

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι