Menu

Οι σχέσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων Ποντίων στην πρώην Σοβιετική Ένωση

Οι διακοινοτικές σχέσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων Ποντίων και η καθημερινή τους ζωή στους τόπους εγκατάστασής τους στην πρώην Σοβιετική Ένωση1 λίγο πριν τη μαζική μετανάστευση προς την Κύπρο.

γράφει η Δρ Μάρη Λαυρεντιάδου,

Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς (ΕΜΜΕΔΙΑ), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Αρμενίας το 1991, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Κύπρο πήρε σημαντικές διαστάσεις, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου αλλά κυρίως το ειδικό καθεστώς που απολαμβάνει η αρμένικη μειονότητα προσελκύει τόσο μετανάστες που σκέφτονται να εγκατασταθούν μόνιμα στο Νησί όσο και άλλους που απλώς χρησιμοποιούν την Κύπρο σαν τόπο μετάβασης προς άλλους προορισμούς.
Μέσα από την μελέτη των διεθνικών δεσμών της ελληνικής κοινότητας της Γεωργίας και της Αρμενίας θα αναδείξουμε τη δημιουργία ενός κοινού τόπου μεταξύ των δύο χωρών. Ένας τόπος που έπαψε να υπάρχει μετά τη μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Η παρουσίαση της ανθρωπογεωγραφίας των ποντιακών χωριών δίνει σημαντικές πληροφορίες των συνθηκών εγκατάστασής τους.
Μέσα από τη τυπολογία των μεταναστών, θα αναδείξουμε τα μεταναστευτικά τους δίκτυα και τις διαδικασίες ένταξής τους τόσο μέσα στην κυπριακή κοινωνία όσο και στην αρμένικη κοινότητα.

 

Résumé.
Depuis la dissolution de l’Union soviétique et l’indépendance de la République d’Arménie en 1991, le flux migratoire vers Chypre a pris des dimensions importantes, en raison de la crise économique et sociale. La position géographique de l’île de Chypre, mais surtout la reconnaissance statutaire de la minorité arménienne attire des migrants en transit ou permanents.
Nous allons étudier des liens transfrontaliers entre la communauté grecque de la Géorgie et celle de l’Arménie qui permettent à créer un espace commun entre les deux pays.
À travers l’étude de la typologie des migrants, nous allons mettre en valeur leurs réseaux d’immigration et les processus d’intégration, aussi bien dans la société chypriote que dans la communauté arménienne.

Mots clés : Arménie, Chypre, Grecs Pontiques, flux migratoires, intégration.
Η ανθρωπογεωγραφία των ποντιακών χωριών της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας.
«Οι πρώτοι Πόντιοι είχαν εγκατασταθεί στην Αρμενία από τον 18ο αιώνα, όταν μετοίκησαν από την περιοχή της Αργυρούπολης για να εργασθούν στα μεταλλωρυχεία της Μονής Akhtala. Ένα δεύτερο κύμα έφτασε μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827-29. Οι πρόσφυγες αυτοί που κατάγονταν από τις περιοχές του Κάρς και του Ερζερούμ εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Λενινακάν»2. Στην απογραφή του 1989 είχαν καταγραφεί 4 650 Έλληνες.
Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας έζησαν για πάνω από έναν αιώνα συγκεντρωμένοι σε μερικά χωριά της βόρειας Αρμενίας, στη συνοριακή ζώνη με τη Γεωργία. Αυτά τα ελληνικά χωριά – Giangdan, Akhtala, Samloug, Len-rudnic – βρίσκονταν στην περιφέρεια του Alaverdi. Υπήρχαν επίσης μερικές οικογένειες Ποντίων στο αρμένικο χωριό Agarak. Το χωριό Kongkes είχε κάποτε ποντιακό πληθυσμό, αργότερα όμως κατοικήθηκε μόνο από Αρμένιους.
Το Alaverdi, αρχαίο κέντρο εξόρυξης χαλκού, ήταν χωριό μέχρι το 1938. Με την οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου απετέλεσε μια από τις νέες πόλεις της Αρμενίας. Ήταν κύριο κέντρο έγχρωμης μεταλλουργίας και συγκέντρωνε και άλλες μικρότερες βιομηχανικές μονάδες. Οι κατοικίες που κατασκευάστηκαν στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ήταν χαρακτηριστικές για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική τους. Έπαιρναν υπόψη τους τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της Αρμενίας. Πολλοί Πόντιοι κατοίκησαν σε αυτά τα πολυώροφα κτίσματα με τα διαμπερή διαμερίσματα και τις βεράντες.
Το Giangdan ήταν ένα αγροτικό χωριό. Οι κάτοικοι δούλευαν στα κολχόζ και παρήγαγαν φρούτα και λαχανικά. Το Len-rudnic ήταν ένα πολύ μικρό ποντιακό χωριό. Όλοι του οι κάτοικοι δούλευαν στο Alaverdi. Αντιθέτως, στη Samloung, υπήρχε ένα εργοστάσιο υφασμάτων, θυγατρική του μεγάλου εργοστασίου μεταξιού στο Alaverdi, που απασχολούσε 200 άτομα, οι περισσότεροι Πόντιοι.
Η ορεινή κωμόπολη Akhtala και πιο συγκεκριμένα η κάτω πόλη αποτελούσε από τα τέλη του 18ου αιώνα το ιστορικό κέντρο της εγκατάστασης των Ποντίων. Είχε πληθυσμό 5 000 κατοίκους και κλίμα ηπειρωτικό. Ο ποντιακός ελληνισμός αντιπροσώπευε το 1/3 του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι και υπήρχε ένας πολύ μικρός πληθυσμός Αζέρων. Οι Αζέροι εγκατέλειψαν την Akhtala στην αρχή της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Αυτή η κωμόπολη, γνωστή για το ομώνυμο μεσαιωνικό μοναστήρι με τοιχογραφίες από τον 11ο-13ο αιώνα, αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι σοβιετικές αρχές έχτισαν 22 πενταόροφες πολυκατοικίες για να στεγάσουν τους εργάτες που δούλευαν στα εργοστάσια της πόλης και στο Alaverdi. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Akhtala ήταν το εργοστάσιο του αλουμινίου που τροφοδοτούσε το Alaverdi. Η λειτουργία αυτού του εργοστασίου σταμάτησε μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας γιατί θεωρήθηκε εργοστάσιο με υψηλά επίπεδα μόλυνσης. Και άλλα εργοστάσια, όπως αυτό της παραγωγής κουτιών κονσέρβας μείωσαν την παραγωγή τους και απέλυσαν προσωπικό.
Η κωμόπολη της  Akhtala αποτελούσε ένα μικρό αστικό κέντρο που κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού σε σχολεία, αθλητικά κέντρα με πισίνα και σινεμά. Αλλά το καμάρι όλων των κατοίκων ήταν το τελεφερίκ που ένωνε την πάνω πόλη με το σιδηροδρομικό σταθμό.
Η οικονομική κρίση που χτύπησε την Akhtala μετά το κλείσιμο του εργοστασίου αλουμινίου υποχρέωσε βίαια τον πληθυσμό να μεταναστεύσει. Η ποντιακή κοινότητα εγκατεστημένη εδώ και αιώνες στην περίφερεια του Alaverdi αλλά και οι Αρμένιοι συμπατριώτες τους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή.


Οι σχέσεις μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων της Αρμενίας και της Γεωργίας.

Τα ελληνικά χωριά της νότιας Γεωργίας- Gora και Sakire (Hachhatala, το ποντιακό του όνομα) και αυτά της βόρειας Αρμενίας- Giangdan και Agarak στην επαρχία Stepanavan- δημιουργούσαν μια ενότητα με συμπληρωματικές δραστηριότητες. Τα τρία πρώτα χωριά κατοικούνταν από Έλληνες Πόντιους που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.
Οι οικογένειες των χωριών αυτών ήταν συχνά συγγενείς. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η κυκλοφορία από τη μια και από την άλλη πλευρά των συνόρων γίνονταν χωρίς καμιά διαδικασία. Οι γάμοι μεταξύ των Ποντίων της Αρμενίας και αυτών της Γεωργίας ήταν αρκετά συχνοί. Οι γάμοι ήταν η αφορμή για τη διοργάνωση μιας μεγάλης γιορτής όπου οι μουσικοί του χωριού παίζανε ποντιακή και τούρκικη μουσική. Δεν τραγουδούσαν ρώσικα τραγούδια γιατί οι ηλικιωμένοι δεν τα γνωρίζανε.
Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η Gora ήταν σε πλήρη άνθηση. Ήταν ένα ορεινό χωριό που μαζί με το ποντιακό χωριό Sakire και με ένα αζέρικο χωριό αποτελούσαν ένα κολχόζ. Εκεί δούλευαν όλοι οι κάτοικοι. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, πατάτες, αχλάδια, κεράσια και μήλα.
Η μορφολογία των κατοικιών ήταν σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής: σπίτια ενός ορόφου με το στάβλο στο ισόγειο για τα ζώα (πρόβατα, κατσίκες, γαϊδούρια) και την κατοικία στον πρώτο όροφο.
Η θέρμανση γίνονταν με ξύλα ή με κάρβουνο. Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να μαζέψουν ξύλα στο δάσος με την προϋπόθεση να κόβουν τα δέντρα που έχουν ήδη πέσει ή είναι άρρωστα. Μπορούσαν επίσης να πάνε για κυνήγι.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι κάτοικοι των χωριών αυτών πουλούσαν στην αγορά των χωριών άγρια φρούτα, φράουλες και σμέουρα που μάζευαν οι ίδιοι στο δάσος. Κατασκεύαζαν το ψωμί τους μόνοι τους στο φούρνο από ξύλα (περίπου 20 με 30 καρβέλια κάθε δύο μήνες). «Μόνο οι τεμπέληδες είναι αυτοί που δεν φτιάχνουν μόνοι τους το ψωμί τους και πήγαιναν να το ζητήσουν στο γείτονα»3. Το χειμώνα πάστωναν λάχανο το οποίο κατανάλωναν όλο το χρόνο.
Δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες για διασκέδαση. Πήγαιναν στο σινεμά που λειτουργούσε μόνο το Σαββατοκύριακο και που ήταν ο κύριος τόπος συναντήσεων κυρίως των νέων.

Η θρησκεία δημιουργός νέων τόπων εθνοτικής ταυτότητας.


Για τους Έλληνες Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η θρησκεία ήταν πάντα ένα προσδιοριστικό στοιχείο της εθνικογεωγραφικής τους ταυτότητας και αποτελούσε το σημείο σύνδεσης με την ελληνική εθνική τους ταυτότητα και την ιστορική τους πατρίδα. Οι παραδόσεις και οι κοινοτικοί δεσμοί διατηρούνταν γύρω από την εκκλησία. Οι τελετές και οι θρησκευτικές γιορτές ήταν μια σημαντική στιγμή για την ποντιακή κοινότητα.
Όλος ο κόσμος μαζευότανε στο Len – rudnic για την γιορτή της Παναγίας στις 21 Μαΐου. Στις τρεις εκκλησίες του Giangdan και στην ελληνική εκκλησία της Akhtala συναντιόνταν όλοι οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών. Στην Akhtala, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κατασκευάστηκε το 1830 έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Ήταν το σημείο συνάντησης για χιλιάδες Πόντιους που μαζευόντουσαν εκεί στις 21 Σεπτεμβρίου.
Οι Έλληνες Πόντιοι έζησαν αρμονικά με τους Αρμένιους για δεκαετίες και είχαν ενταχθεί εξ΄ολοκλήρου στη χριστιανική αρμένικη κοινωνία. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Αρμενίας οδήγησε τους Έλληνες και τους Αρμένιους να μοιράζονται τις ίδιες εκκλησίες παρ΄ όλες τις θεολογικές τους διαφορές. Οι θρησκευτικοί χώροι αποτελούσαν χώρο αναφοράς για το σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, μέσα από τη θρησκεία δημιουργείται μια διπλή ταυτότητα, αρμένικη και ελληνική η οποία αργότερα στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψη και την ισχυρή θέση της αρμένικης κοινότητας στο Νησί, τους βοηθάει να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις πολιτισμικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους.
Αντιθέτως, στη Γεωργία, στα συνοριακά χωριά με την Αρμενία, οι εκκλησίες δεν είχαν παπάδες. Ένας κάτοικος του χωριού διάβαζε τα κείμενα της λειτουργίας και η κοινότητα όριζε έναν υπεύθυνο για τη φύλαξη της εκκλησίας ώστε να αποφεύγονται οι καταστροφές.
Στο χωριό Gora υπήρχαν πολλές εκκλησίες και η διάσημη εκκλησία της Παναγίας όπου γιορτάζονταν κάθε χρόνο στις 28 Αυγούστου η μεγάλη γιορτή της Ανάληψης. Αυτή η γιορτή συγκέντρωνε εκατοντάδες Ποντίους που έρχονταν από όλα τα γειτονικά χωριά της Αρμενίας και της Γεωργίας και καμιά φορά και από πολύ μακρύτερα. Οι προμήθειες για αυτή τη μεγάλη γιορτή εξασφαλίζονταν από τα χωριά και τις γειτονικές πόλεις: από το Dmanisi στη Γεωργία και το Kalinino στην Αρμενία4.

Η μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Κύπρο.


Το μεταναστευτικό κύμα πήρε τεράστιες διαστάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα μετά την ανεξαρτησία της Γεωργίας και της Αρμενίας. Η δεινή οικονομική κρίση μετά τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Αρμενία και τον πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν οδήγησε σε ερήμωση τα ποντιακά χωριά. Το ίδιο συνέβη και στη Γεωργία. Σήμερα, στη Gora δεν μένουν παρά μόνο τριάντα οικογένειες που αποτελούνται από ηλικιωμένα άτομα. Παλαιότερα κατοικούσαν 120 οικογένειες. Τα σπίτια τους κατοικούνται σήμερα από Γεωργιανούς και Αζέρους. Στο χωριό Sakire οι μισές οικογένειες έχουν επίσης μεταναστεύσει. Λίγο πριν τη μεγάλη μετανάστευση το χωριό αυτό αριθμούσε 150 οικογένειες.
Οι Έλληνες Πόντιοι με τις οικογένειες τους, ενημερωμένοι σχετικά με τη δυνατότητα εγκατάστασής τους στην Ελλάδα, διάλεξαν την ιστορική τους πατρίδα ως μελλοντικό τόπο εγκατάστασής τους. Με τους Αρμένιους και Ρώσους συγγενείς τους και σε πολύ λίγες περιπτώσεις με Γεωργιανούς συγγενείς μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης ο μοναδικός προορισμός ήταν η Ελλάδα. Παρ΄ όλα αυτά μέσα σε μερικά χρόνια οι δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης στην Ελλάδα και οι δυσκολίες στην εύρεση εργασίας τους έκαναν να αλλάξουν το μεταναστευτικό τους προορισμό.
Η Κύπρος αποτελεί το δεύτερο σε επιλογή προορισμό για τους Έλληνες Πόντιους από την Αρμενία. Δεν πήγαν όλοι στην Κύπρο κατευθείαν από τα χωριά καταγωγής τους. Πολλοί πήγανε πρώτα στη νότια Ρωσία, στο Krasnodar και στο Novorossiisk, που είχαν συγγενείς.

Κύπρος και αρμένικη κοινότητα.

Η Κύπρος αποτελεί σημαντικό προορισμό γιατί συνεχίζει να παίζει έναν καθοριστικό ρόλο για την αρμένικη διασπορά της Μέσης Ανατολής. Η γεωγραφική της θέση, αλλά κυρίως η θεσμική αναγνώριση της αρμένικης μειονότητας προσελκύει πρόσκαιρους ή μόνιμους μετανάστες. Η προέλευση των μεταναστών διαφοροποιείται σε σχέση με τις τοπικές κρίσεις. Οι Αρμένιοι του Λιβάνου και της Συρίας κατέκλυσαν το νησί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Αρμενίας το 1991, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Κύπρο πήρε σημαντικές διαστάσεις λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στην Αρμενία.
Αυτή η μετανάστευση αφορά πέντε κατηγορίες μεταναστών: α. αυτούς που διατήρησαν σχέσεις συγγένειας ή άλλης με την αρμένικη κυπριακή διασπορά. Πρόκειται κυρίως για οικογένειες «επαναπατρισθέντων» από τη Σοβιετική Αρμενία της παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, β. αρμένικες οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο Ινστιτούτο Μελκονιάν5 που διεύρυνε έτσι το χώρο προέλευσης των μαθητών του πέρα από τη διασπορά και στην Αρμενία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών των παιδιών τους οι οικογένειες μεταναστεύουν οριστικά στην Κύπρο, γ. ευκατάστατοι Αρμένιοι που ψάχνουν μια χώρα υποδοχής. Χρησιμοποιούν την Κύπρο σαν ένα χώρο μετάβασης και έναν ενδιάμεσο σταθμό προς την Αγγλία και της ΗΠΑ, δ. Πρόσφυγες από το Καραμπάχ, κυρίως φοιτητές του Ινστιτούτο Μελκονιάν. Το κυπριακό τμήμα της Παναρμενικής Ένωσης «Hayastan» οργανώνει αναπτυξιακά έργα στις περιοχές που χτυπήθηκαν από τον πόλεμο. Επιπλέον, το Ταμείο Φιλανθρωπίας «Titsmairi» ιδρύθηκε για την αποκατάσταση των συνοριακών περιοχών μεταξύ Αρμενίας και Καραμπάχ, ε. Τέλος, Έλληνες Πόντιοι της Αρμενίας ή «Αρμενοπόντιοι» (όπως τους ονομάζει η αρμένικη κοινότητα της Κύπρου) που φτάνουν στο νησί κυρίως μετά από μια περισσότερο ή λιγότερο σύντομη διαμονή στην Ελλάδα.

Τα μεταναστευτικά δίκτυα: ιδιαιτερότητες των διαφορετικών ομάδων των μεταναστών.


Α. Οι Αρμένιοι.
Οι Αρμένιοι μετανάστες έρχονται κυρίως από το Vanadzor (Kirovakan) και λιγότερο από το Gumri (Leninakan) και από το Erevan. Η άφιξη στην Κύπρο πραγματοποιείται χάρη στην ύπαρξη ενός δικτύου μετανάστευσης, το οποίο στην πραγματικότητα, δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί από την εποχή του «επαναπατρισμού» στη Σοβιετική Αρμενία. Τα πήγαινε έλα ήταν συχνά.
«Αυτοί που έφυγαν από την Αρμενία μετά τα γεγονότα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν ρίζωσαν στη Σοβιετική Αρμενία. Μερικοί ήρθαν πίσω αμέσως, άλλοι ήρθαν σταδιακά μέχρι το 1980. Η οικονομική διάσταση μεταξύ των δύο χωρών, τα διαφορετικά έθιμα και η βουνίσια συμπεριφορά των σοβιετικών Αρμενίων δεν επέτρεψαν τη γρήγορή τους ένταξη»6. Η οικογένεια που μένει ανάμεσα στις δύο χώρες τροφοδοτεί το μεταναστευτικό δίκτυο και ευνοεί την υποδοχή στην Κύπρο. Η αεροπορική σύνδεση με το Erevan, δύο φορές το μήνα, διευκολύνει αυτές τις επαφές.
Η μετανάστευση είναι οικογενειακού χαρακτήρα και αρκετά συχνά αφορά άτομα που ζουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Τα δίκτυα της μετανάστευσης δημιουργούνται μεταξύ διαφορετικών γενιών. Αυτά τα δίκτυα της διευρυμένης οικογένειας και των φίλων δημιουργούν δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ παλαιών και νέων μεταναστών.
Παρ΄ όλα αυτά, αυτά τα δίκτυα συνδέουν σπανίως τους Αρμένιους της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας με την αρμένικη κοινότητα της Κύπρου. Οι νεοαφιχθέντες δεν εντάσσονται εύκολα.
Από την στιγμή της άφιξής τους φτιάξανε τους δικούς τους Συλλόγους. Αν και ορισμένοι συμμετέχουν στις δραστηριότητες του Συλλόγου Parekortzakan, ενός από τους πιο σημαντικούς Συλλόγους του Νησιού, στην πραγματικότητα αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα. «Η κοινωνική τους συμπεριφορά είναι πιο κοντά σε αυτήν των Κυπρίων της υπαίθρου. Έχουν διατηρήσει τις παλιές παραδόσεις. Προτιμούν το αρμένικο φολκλόρ. Για παράδειγμα, ο γάμος γιορτάζεται πάντα σε ένα εστιατόριο με ένα καλό και πλούσιο γεύμα όπου χορεύουν τους εθνικούς τους χορούς. Αποφεύγουν το σύγχρονο κυπριακό κοσμοπολιτισμό»7.
Η συμμετοχή στο Σύλλογο A.Y.M.A8 είναι λιγότερο σημαντική «φτιάξαμε μια ειδική επιτροπή για να τους βοηθήσουμε να βρουν εργασία. Αλλά δύσκολα εντάσσονται στην αρμένικη κοινότητα και δεν συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή. Μόνο στα σχολεία της κοινότητας συναντούμε μια ανάμειξη»9.
Οι Σύλλογοι βοηθούν τους νεοαφειχθέντες να εκπληρώσουν όλες τις διοικητικές διαδικασίες. Οι καταγόμενοι από την Κύπρο έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την κυπριακή υπηκοότητα. Παρ΄ όλα αυτά, τα καθημερινά προβλήματα των μεταναστών σπανίως αναδεικνύονται στον κοινοτικό τους τύπο.
Ο αρμένικος εκπρόσωπος στο κυπριακό Κοινοβούλιο θεωρεί την εγκατάσταση των επαναπατριζόμενων από τη Σοβιετική Αρμενία μια προτεραιότητα. Παρεμβαίνει ώστε να παίρνονται μέτρα για την εγκατάστασή τους (κατοικία και επιδόματα στήριξης). Αμέσως μετά την άφιξή τους, το Υπουργείο Εσωτερικών δίνει στους Αρμένιους κυπριακής καταγωγής ένα επίδομα 47 λιρών το μήνα, περιμένοντας να βρουν μια εργασία. Καθώς ο αριθμός τους δεν είναι πολύ μεγάλος, το δίκτυο κρατικής βοήθειας ή κοινοτικής βοήθειας λειτουργεί αρκετά καλά.
Ο ρόλος της αρμένικης εκκλησίας είναι επίσης καθοριστικός. Αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο υποδοχής των μεταναστών.

Β. Οι Έλληνες Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Αρμενία. Δυνατότητες και προοπτικές.

Με την άφιξη τους στην Κύπρο, οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των διαφορετικών γενιών των Ελλήνων Ποντίων ενεργοποιούν όλους τους δεσμούς αλληλοβοήθειας και υποστήριξης μεταξύ κοντινών ή και μακρινότερων συγγενών, μεταξύ φίλων και συμπατριωτών. Αυτές οι σχέσεις βασίζονται πάνω στην εμπιστοσύνη και την αδελφικότητα και τροφοδοτούν τα μεταναστευτικά τους δίκτυα τα οποία ενισχύουν το μεταναστευτικό ρεύμα από την πρώην Σοβιετική Αρμενία.
Τα δίκτυά τους είναι πολύ πιο δυνατά από αυτά των Αρμενίων γιατί οι «Αρμενοπόντιοι» φτάνουν σε μια χώρα άγνωστη και ξένη και κατά συνέπεια γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόνο η μεταξύ τους αλληλεγγύη μπορεί να τους βοηθήσει. Παρόλο που η Κύπρος είναι μέρος του ελληνισμού είναι ανεξάρτητο κράτος και οι Έλληνες Πόντιοι από την πρώην ΕΣΣΔ είναι αλλοδαποί πολίτες. Έχουν είτε την ελληνική υπηκοότητα είτε βρίσκονται στη διαδικασία απόκτησής της.
Αυτό το είδος σχέσεων αποτελεί δίκτυο πληροφοριών μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί» και παράλληλα αυτά τα δίκτυα είναι οι κύριοι φορείς υποδοχής στην Κύπρο.
Αυτοί που φτάνουν στο νησί μετά από μια διαμονή στην Ελλάδα, χάρη στα παραπάνω δίκτυα απέκτησαν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που τους έκαναν να φύγουν για την Κύπρο και είναι αυτά τα ίδια δίκτυα που τους στηρίζουν το πρώτο διάστημα της άφιξής τους και εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην κατοικία και την εργασία.
Επιπλέον, οι Έλληνες Πόντιοι που έρχονται στην Ελλάδα από την Αρμενία εντάσσονται πολύ πιο δύσκολα στην ελληνική κοινωνία γιατί δεν είναι εύκολο εξ΄ αρχής να αναπτύξουν δεσμούς με τους άλλους Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στην Ελλάδα ήταν εγκατεστημένοι στη Θράκη, στα χωριά Εύμοιρος και Νέα Παλαγία, και στη Θεσσαλία στο χωριό Φαρκαδόνα όπου δεν υπήρχε αρμένικη ελληνική κοινότητα (Λαυρεντιάδου, 2006). Έτσι, από τη στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα να μετακινηθούν σε μια άλλη χώρα όπου οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είναι καλύτερες από την Ελλάδα και όπου, παράλληλα, μπορούν να διατηρήσουν την αρμένική τους ταυτότητα αποφασίζουν να μεταναστεύσουν.
Στην Κύπρο αν και αποτελούν μέρος των Ποντίων, οι Έλληνες Πόντιοι από την Αρμενία επιθυμούν να διακρίνονται από τους άλλους Πόντιους. Όλοι, ακόμα και αυτοί που δεν είναι μεικτά ζευγάρια συμμετέχουν στους αρμένικους Συλλόγους. Στους ποντιακούς Συλλόγους πάνε μόνο όταν χρειάζονται κάποια βοήθεια κυρίως διοικητικού χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι έχουν ζήσει αρμονικά κατά τη διάρκεια δεκαετιών με τους Αρμένιους και είχαν ενταχθεί εξ΄ ολοκλήρου στη χριστιανική αρμένικη κοινωνία δημιουργεί μια διπλή ταυτότητα, αρμένικη και ελληνική, η οποία στην Κύπρο λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή θέση της αρμένικης κοινότητας τους βοηθάει να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις πολιτισμικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους.

 

 

Πηγή: 24grammata.com

Διαβάστε περισσότερα...

Η Σλοβακία στηρίζει τους Αρμένιους

Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Σλοβακίας και νυν πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Stefan Harabin δήλωσε ότι οποιοσδήποτε αξιωματούχος του τουρκικού κράτους, όσο ψηλά και αν βρίσκεται, αμφισβητήσει την Γενοκτονία των Αρμενίων θα τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

Αυτό που δεν τόλμησε να κάνει η Γαλλία το κάνει η «μικρή» Σλοβακία. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν χώρες μικρές μεν, αλλά με ανθρώπινες ευαισθησίες και δημοκρατική συνείδηση που δεν λογαριάζουν το οικονομικό συμφέρον τους και τολμούν να κάνουν αυτό που πιστεύουν. Αυτό τις κάνει βέβαια αξιοθαύμαστες για το ήθος τους.

Ο κ. Harabin υποστήριξε επίσης ότι η χώρα του θα ψηφίσει παρόμοιο νόμο που θα τιμωρεί και αυτούς που αρνούνται τη Γενοκτονία των Εβραίων.

Μήπως θα έπρεπε να ζητήσουμε κι εμείς την υποστήριξη της Σλοβακίας για την αναγνώριση επιτέλους και της Γενοκτονίας των Ελλήνων;

 

Λιάνα Μυστακίδου


Πηγή: elzoni.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν (1920 – 2012)

Διακεκριμένος αρμένιος συνθέτης, γνωστός στους κύκλους της κλασικής μουσικής για το έργο του Κοντσέρτο για τρομπέτα και ορχήστρα (1950).

Ο Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν γεννήθηκε στο Ερεβάν στις 23 Σεπτεμβρίου 1920. Ο πατέρας του Γκριγκόρ ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του Ελεωνόρα ασχολείτο με τα οικιακά. Σε ηλικία επτά ετών έγινε δεκτός στο παιδικό τμήμα του Κρατικού Ωδείου του Ερεβάν και σε ηλικία 14 ετών άρχισε να μαθαίνει πιάνο και σύνθεση. Αποφοίτησε το 1941 και μετά τον πόλεμο μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη σύνθεση, με καθηγητή τον Γκένριχ Λιτίνσκι (1946-1948).

Το 1948 επέστρεψε στο Ερεβάν, όπου δίδαξε στο τοπικό Ωδείο και τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Στάλιν για την «Καντάντα για την πατρίδα», έργο που έκανε γνωστό το όνομά του και εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Τον επόμενο χρόνο συνέθεσε την Εορταστική Εισαγωγή, η οποία παρουσιάστηκε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λένινγκραντ, υπό τη διεύθυνση του Εβγκένι Μραβίνσκι.

Το 1950 παρουσίασε το «Κοντσέρτο για τρομπέτα και ορχήστρα», που απογείωσε τη φήμη του και σήμερα θεωρείται έργο ρεπερτορίου για το όργανο. Είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους τρομπετίστες, εξαιτίας των δεξιοτεχνικών περασμάτων του. Αποτελείται από πέντε μέρη, που παίζονται χωρίς διακοπή (ατάκα):

  • Αντάντε - Αλέγκρο Ενέρτζικο
  • Μένο Μόσο
  • Τέμπο 1
  • Μένο Μόσο
  • Τέμπο 1- (Καντέντσα) Κόντα

Το έργο άρχισε να το γράφει το 1943 για τον Ζόλακ Βαρτασαριάν, τρομπετίστα της Κρατικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Αρμενίας. Όταν ο Βαρτασαριάν σκοτώθηκε στον πόλεμο, ο συνθέτης το έβαλε στο συρτάρι του και το ολοκλήρωσε το 1950, αφιερώνοντας το στον  τρομπετίστα Αϊκάζ Μεσλαγιάν, ο οποίος ήταν και ο πρώτος σολίστας του κοντσέρτου. Το έργο οφείλει τη φήμη του και στον διάσημο ρώσο τρομπετίστα Τιμοφέι Νταξίτζερ, ο οποίος το διέδωσε στη Δύση.

Το 1950 ο Αρουτιουνιάν παντρεύτηκε την Ιρίνα Οντένοβα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: την πιανίστρια και δικηγόρο Ναρίνε (1951) και τον σχεδιαστή Σούρεν (1953). Το 1954 διορίσθηκε καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Αρμενίας και το 1970 ανακηρύχθηκε Καλλιτέχνης του Λαού της ΕΣΣΔ.

Το μουσικό ύφος του Αρουτιουνιάν, διαμορφωμένο από τα αρμενικά λαϊκά τραγούδια και τους αυτοσχεδιασμούς των λαϊκών βάρδων (ashughner), παρουσίαζε αρχικά συγγένεια με εκείνο του Αράμ Χατσατουριάν, αλλά αργότερα έγινε διαυγέστερο, τείνοντας προς τις κλασικές μορφές. Εκτός από το Κοντσέρτο για τρομπέτα, σημαντικά  έργα του είναι:

  • «Συμφωνία για μεγάλη ορχήστρα» (1957)
  • «Ένας θρύλος για τον Αρμενικό Λαό» (1960)
  • «Σαγιάτ-Νοβά» (1967), όπερα με θέμα τη ζωή ενός φημισμένου Αρμένιου βάρδου του 18ου αιώνα.
  • «Σινφονιέτα» (1966)
  • «Ωδή στον Λένιν» (1967)
  • «Ύμνος στην αδελφοσύνη» (1970)
  • «Αρμενικές Σκηνές» (1984)
  • «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα εγχόρδων» (1988). Από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του.
  • «Κοντσέρτο για τούμπα και ορχήστρα» (1994)

Ο Αλεξάντρ Αρουτιουνιάν πέθανε σε βαθύ γήρας, στο Ερεβάν, στις 28 Μαρτίου 2012.

 

 

Πηγή: sansimera.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι