Menu

Η παρουσία των Αρμενίων στον Ελλαδικό χώρο

Του Α­σμπέτ Μα­ντζι­κιάν, εφημερίδα “Αζτάκ”

Με­τά­φρα­ση και ε­πι­μέ­λεια: Α­ρα­ξή Α­πε­λιάν – Κο­λα­νιάν

Α­πό τον 5ο μ.Χ. αιώ­να έ­ως το τέ­λος του

Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου

Οι α­παρ­χές της πα­ρου­σί­ας των Αρ­με­νί­ων στον Ελ­λα­δικό χώ­ρο α­νά­γο­νται ή­δη στον 5ο μ.Χ. αιώ­να, ό­ταν άρ­χι­σαν να ε­γκα­θί­στα­νται στη Μα­κε­δο­νί­α, τη Θεσ­σα­λί­α και τη Θρά­κη, με­τά την πτώ­ση του βα­σι­λεί­ου των Αρ­σα­κι­δών. Αλ­λά και λό­γω των πο­λέ­μων με­ταξύ Βυ­ζα­ντί­ου και Περ­σί­ας, πολ­λοί εί­τε φι­λι­κά προ­σκεί­με­νοι προς το Βυ­ζά­ντιο, εί­τε α­ντί­πα­λοι των Περ­σών Αρ­μέ­νιοι κα­τέ­φυ­γαν στην Ελ­λά­δα. Με­τά τη μάχη του Α­βα­ρά­ιρ, μά­λι­στα, το 451 μ.Χ., ό­ταν οι Αρ­μέ­νιοι ητ­τή­θη­καν α­πό τους Πέρ­σες, οι πρί­γκι­πες Αρ­ντα­βάν και Καζ­ρί­γκ, μα­ζί με τις οι­κο­γέ­νειές τους ε­γκα­τα­στά­θη­καν στη Μα­κε­δο­νί­α.
Ο αυ­το­κρά­τωρ του Βυ­ζα­ντί­ου Ιου­στι­νια­νός ο Β’ (565 - 578 μ.Χ) προ­χώ­ρη­σε σε διοικη­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις με σκο­πό να με­τα­τρέ­ψει τη δυ­τική Αρ­με­νί­α σε Βυ­ζα­ντι­νή ε­παρ­χί­α. Την διαί­ρε­σε, λοι­πόν, σε τέσ­σε­ρις πε­ρι­φέ­ρειες, α­φαι­ρώ­ντας ταυ­τό­χρο­να ε­ξου­σί­ες και δι­καιώ­μα­τα από τους άρ­χο­ντες της πε­ριο­χής. Κά­τω α­πό αυ­τές τις συν­θή­κες, πολ­λοί Αρ­μέ­νιοι α­να­γκά­στη­καν να ε­γκα­τα­λεί­ψουν τα ε­δά­φη τους και να ε­γκα­τα­στα­θούν σε άλ­λες πε­ριο­χές του Βυ­ζα­ντί­ου. Α­ξί­ζει να ση­μειω­θεί ό­τι την ε­πο­χή ε­κεί­νη ο Βυ­ζα­ντι­νός στρα­τός πε­ριε­λάμ­βα­νε στις τά­ξεις του ο­λό­κλη­ρες μο­νά­δες Αρ­με­νί­ων στρα­τιω­τών, ό­πως και Αρ­με­νί­ους στρα­τη­γούς.
Ό­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, ο πό­λε­μος που ξέ­σπα­σε με­τα­ξύ Βυ­ζαντί­ου και Περ­σί­ας το 572 μ.Χ. και τε­λεί­ω­σε το 591 μ.Χ., εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα να πε­ριέλθει υ­πό Βυ­ζα­ντι­νή κυ­ριαρ­χί­α έ­να με­γά­λο τμή­μα της Αρ­με­νί­ας. Ο αυ­το­κρά­τωρ Μαυ­ρί­κιος (582-602 μ.Χ.), για να ε­ξου­δε­τε­ρώ­σει τη στρα­τιω­τι­κή ι­σχύ των Αρ­με­νίων, με­τέ­φε­ρε τις αρ­με­νι­κές μο­νά­δες του στρα­τού στις μα­κρι­νό­τε­ρες πε­ριοχές της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Έ­τσι, με δια­δο­χι­κές με­τα­κι­νή­σεις στα τέ­λη του 6ου και αρ­χές του 7ου αιώ­να, πε­ρί­που 30.000 Αρ­μέ­νιοι στρα­τιώ­τες ε­γκα­τα­στά­θη­καν στη Μα­κε­δο­νί­α και τη Θρά­κη.
Γρή­γο­ρα οι Αρ­μέ­νιοι α­πέ­κτη­σαν με­γά­λη δύ­να­μη και ε­πιρρο­ή στην αυ­το­κρα­τορί­α, τό­σο ώ­στε ο ι­δρυ­τής της Δυ­να­στεί­ας των Ι­σαύ­ρων, Λέ­ων ο Γ’, α­νέ­βη­κε στο θρό­νο, με τη βο­ή­θεια του Αρ­μέ­νιου στρα­τη­γού Αρ­τά­βασ­δου. Ο γιος του Λέ­ο­ντος του Γ’, ο Κων­στα­ντί­νος ο Ε’ (741-775 μ.Χ) ε­ξό­ρι­σε με­γά­λο α­ριθ­μό Αρ­με­νί­ων παυ­λι­κια­νών στη Θρά­κη, με σκο­πό να α­πο­δυ­να­μώ­σει τα αι­ρε­τι­κά κι­νή­μα­τα. Στη συ­νέ­χεια, και ε­νώ η αί­ρε­ση των παυ­λι­κια­νών κέρ­δι­ζε έ­δα­φος στην Αρ­με­νί­α, χιλιά­δες παυ­λι­κια­νοί εκ­διώ­χθη­καν προς τη Θρά­κη, απ’ ό­που και διέ­δω­σαν την αί­ρε­ση σε διά­φο­ρες πε­ριο­χές της Ελ­λά­δας και γε­νι­κό­τε­ρα στα Βαλ­κά­νια. Κα­τά­λοι­πα της αρ­με­νι­κής πα­ρου­σί­ας στις πε­ριο­χές αυ­τές εί­ναι κά­ποια το­πωνύ­μια - Αρ­μέ­νιον, Αρ­μέ­νοι, Αρ­με­νι­στή - που δια­σώ­ζο­νται μέ­χρι σή­με­ρα στη Θεσ­σα­λί­α, στη Χαλ­κι­δι­κή και στη Φλώ­ρι­να.
Αρ­με­νι­κή κα­τα­γω­γή εί­χε η αυ­το­κρά­τει­ρα Θε­ο­δώ­ρα η Α’ (842-856 μ.Χ.). Ο α­δελ­φός της, στρα­τη­γός Πε­τρο­νάς Μα­μι­γκο­νιάν, η­γή­θη­κε του πο­λέ­μου ε­να­ντί­ον των Α­ράβων, ση­μειώ­νο­ντας ση­μα­ντι­κές νί­κες. Ο άλ­λος της α­δελ­φός, ο Βάρ­δας, βο­ή­θη­σε το γιο της Μι­χα­ήλ Γ’ (856-867 μ.Χ.) να δια­δε­χθεί τον πα­τέ­ρα του, σε η­λι­κί­α 3 ε­τών στο θρό­νο, αλ­λά ου­σια­στι­κά ο ί­διος κρα­τού­σε τα ηνί­α της αυ­το­κρα­το­ρί­ας στα χέ­ρια του.
Την εξ Α­μο­ρί­ου δυ­να­στεί­α δια­δέ­χτη­κε η Μα­κε­δο­νι­κή δυ­να­στεί­α, ο ι­δρυ­τής της ο­ποί­ας Βα­σί­λειος ο Α’ (867-886 μ.Χ.) ή­ταν α­πό­γο­νος της αρ­με­νι­κής βα­σι­λι­κής οι­κο­γέ­νειας των Αρ­σα­κι­δών. Εκ των δια­δό­χων του, ο Ρω­μα­νός Α’ Λε­κα­πη­νός (920-944 μ.Χ.) ε­πέ­κτει­νε τα σύ­νο­ρα της Βυ­ζα­ντι­νής αυ­το­κρα­το­ρί­ας μέ­χρι τον Τί­γρη και τον Ευ­φρά­τη. Ο δε Αρ­μέ­νιος στρα­τη­γός Μλεχ, που συ­γκρό­τη­σε, τό­τε, α­μι­γώς αρ­με­νι­κές στρα­τιω­τι­κές μο­νά­δες, δια­κρί­θη­κε για τη στρα­τιω­τι­κή του ι­κα­νό­τη­τα.
Ό­ταν ο αυ­το­κρά­τωρ Ρω­μα­νός ο Α’ κα­θαι­ρέ­θη­κε α­πό το θρό­νο το 944 μ.Χ., ο διά­δοχός του Κων­στα­ντί­νος ο Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος (945-959 μ.Χ.), διό­ρι­σε ως αρ­χι­στρά­τη­γο των δυ­νά­με­ών του τον Αρ­μέ­νιο στρα­τη­γό Βαρ­τάς Πο­γάς. Ε­νώ ση­μα­ντι­κή θέ­ση στο στρα­τό εί­χαν και οι Αρ­μέ­νιοι στρα­τη­γοί Μου­σέγ Ρω­μα­νός και Θε­ό­φι­λος, ο ο­ποί­ος α­να­κα­τέ­λα­βε το Γκα­ρίν α­πό τους Ά­ρα­βες.
Το 961, ο Αρ­μέ­νιος στρα­τη­γός Νι­κη­φό­ρος Φω­κάς, διοι­κητής του βυ­ζα­ντι­νού στρα­τού και με­τα­γε­νέ­στε­ρα, αυ­το­κρά­το­ρας, με με­γά­λη αρ­μά­δα και στρα­τό - που πε­ριε­λάμ­βα­νε πολ­λές χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιους στρα­τιώ­τες με τις οι­κο­γέ­νειές τους -, φθά­νει στην Κρή­τη και, με­τά α­πό πο­λύμη­νη πο­λιορ­κί­α, την κα­τα­κτά α­πό τους Σα­ρα­κη­νούς και ε­πα­να­φέ­ρει τον Χριστια­νι­σμό στο νη­σί. Στην Κρή­τη ε­γκα­θί­στα­νται γνω­στές ελ­λη­νι­κές οικο­γέ­νειες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, Φω­κά­δες, Με­λισ­ση­νοί, Μου­σού­ροι, Χορ­τά­τζη­δες, αλ­λά και χι­λιά­δες ά­ποι­κοι Αρ­μέ­νιοι, Έλ­λη­νες του Πό­ντου και άλ­λοι. Την πα­ρου­σί­α των Αρ­με­νί­ων μαρ­τυ­ρούν μέ­χρι σή­με­ρα τα το­πω­νύ­μια Αρ­μέ­νοι (στις ε­παρ­χί­ες Ρε­θύ­μνης, Α­πο­κο­ρώ­νου και Ση­τεί­ας), Αρ­με­νο­χώ­ρι (στην ε­παρ­χί­α Κισ­σάμου), Αρ­με­νια­νά (στην ε­παρ­χί­α Α­μο­ρί­ου), κα. Μά­λι­στα, ο αρ­με­νι­κός ιερός να­ός του Η­ρα­κλεί­ου Κρή­της, θε­ω­ρεί­ται α­πό τους αρ­χαιό­τε­ρους στην Ευ­ρώ­πη, κα­θώς ο α­φιε­ρω­μέ­νος στον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο τον Δο­ρυα­νό βυ­ζα­ντι­νός να­ός εί­χε πα­ρα­χω­ρη­θεί στους Αρ­με­νί­ους, ή­δη α­πό τον 12ο αιώ­να. Το 1669, α­μέ­σως με­τά την κα­τά­κτη­ση του Χάν­δα­κα α­πό τους Τούρ­κους, έ­νας εύ­πο­ρος Αρ­μέ­νιος α­γο­ρά­ζει το να­ό α­πό τους Τούρ­κους κι έ­τσι περ­νά στην κυ­ριό­τη­τα των Αρ­με­νί­ων. Ο να­ός με­το­νο­μάζε­ται και α­φιε­ρώ­νε­ται στον Ά­γιο Ιω­άν­νη τον Πρό­δρο­μο και έ­κτο­τε λει­τουρ­γεί α­διά­λει­πτα μέ­χρι και σή­με­ρα.
Την ί­δια πε­ρί­που ε­πο­χή, με­γά­λη επιρρο­ή στη βα­σι­λι­κή αυ­λή α­πέ­κτη­σε ο οί­κος των Τορ­νι­κιάν. Οι Τορ­νι­κιάν, α­πό­γο­νοι των Μα­μι­γκο­νιάν, α­σπά­σθη­καν το Ορ­θό­δο­ξο δόγ­μα των Χαλ­κη­δο­νί­ων και κα­τόρ­θω­σαν να φθά­σουν σε η­γε­τι­κές θέ­σεις.
Α­ξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι, στο θρό­νο του Βυ­ζα­ντί­ου α­νέ­βη­καν αρ­κετοί αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής αυ­το­κρά­το­ρες, κυ­ρί­ως της Μα­κε­δο­νι­κής Δυ­να­στείας, ό­πως ο Βα­σί­λειος ο Μα­κε­δών, ο Λέ­ων ο Αρ­μέ­νιος, ο Ιω­άν­νης Τσι­μι­σκής, Ο Νικη­φό­ρος Φω­κάς κ.ά.
Με­τά την ί­δρυ­ση του Αρ­με­νι­κού Βα­σι­λεί­ου της Κι­λι­κί­ας, κα­τά τον 11ο και 12ο αιώ­να, ση­μειώ­θη­κε συρ­ρί­κνω­ση των αρ­με­νι­κών πλη­θυ­σμών στον Ελ­λα­δι­κό χώ­ρο. Τό­τε, πολ­λοί Αρ­μένιοι έ­φυ­γαν α­πό τις ελ­λη­νι­κές ε­παρ­χί­ες για να ε­γκα­τα­στα­θούν στην Κι­λι­κία, και η πα­ρου­σί­α τους πε­ριο­ρί­στη­κε κα­τά κύ­ριο λό­γο στην Κων­στα­ντι­νού­πολη και στη Θρά­κη.
Το 1453 οι Ο­θω­μα­νοί Τούρ­κοι, που εί­χαν ή­δη ει­σβά­λει στη Βαλ­κα­νι­κή χερ­σό­νη­σο, κα­τέ­λα­βαν την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, γρά­φο­ντας το τέ­λος της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­τοκρα­το­ρί­ας. Με­τά την ε­γκα­θί­δρυ­ση της Ο­θω­μα­νι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, αρ­με­νι­κές κοι­νό­τη­τες δη­μιουρ­γή­θη­καν αρ­χι­κά σε πό­λεις της Ρω­μυ­λί­ας, δυ­τι­κά της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, με πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρη αυ­τή της Α­δρια­νού­πο­λης. Ο σουλ­τά­νος Σελίμ (1512-1520 μ.Χ.) με­τέ­φε­ρε 250 οι­κο­γέ­νειες Αρ­με­νί­ων τε­χνι­τών α­πό το Γερ­ζιν­γκά στην Α­δρια­νού­πο­λη, για να δου­λέ­ψουν στην κα­τα­σκευ­ή του τε­μέ­νους της πό­λης. Με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση του έρ­γου, ο σουλ­τά­νος τους ε­πέ­τρεψε να ε­γκα­τα­στα­θούν μό­νι­μα στην πό­λη.
Στις αρ­χές του 16ου αι, ξέ­σπα­σαν οι ε­ξε­γέρ­σεις των Τζε­λα­λί, οι ο­ποί­οι στρά­φη­καν ε­να­ντί­ον των Αρ­με­νί­ων, με σφα­γές, διώ­ξεις και λε­η­λα­σί­α των πε­ριουσιών τους. Ταυ­τό­χρο­να, έ­νας τρο­με­ρός λι­μός ήρ­θε να συ­μπλη­ρώ­σει την ει­κόνα του ο­λέ­θρου. Για μια α­κό­μη φο­ρά, ό­σοι ε­πέ­ζη­σαν α­να­γκά­στη­καν να ε­γκα­τα­λεί­ψουν τη γη των προ­γό­νων τους και α­να­ζή­τη­σαν άλ­λους πιο α­σφα­λείς τό­πους.
Το 1608, ο­λό­κλη­ρος ο αρ­με­νι­κός πλη­θυ­σμός της ε­παρ­χί­ας Τα­ρα­να­γί ε­γκα­τέ­λει­ψε τις ε­στί­ες του και κα­τέ­φυ­γε στην πε­ριο­χή της Ραι­δε­στού, με α­πο­τέ­λε­σμα αυτή να γί­νει η δεύ­τε­ρη πα­τρί­δα με­γά­λου α­ριθ­μού Αρ­με­νί­ων. Το ρεύ­μα «με­τα­νάστευ­σης» των Αρ­με­νί­ων και α­να­ζή­τη­σης α­σφα­λούς α­σύ­λου προς την Ελ­λά­δα ε­ντά­θη­κε κα­τά τον 16ο και 17ο αι, λό­γω των διώ­ξε­ων που ε­ξα­πέ­λυαν οι Τούρ­κοι ε­να­ντί­ον τους. Βέ­βαια και η Ελ­λά­δα βρι­σκό­ταν κά­τω α­πό τον Ο­θω­μα­νι­κό ζυ­γό, αλ­λά ως χρι­στια­νι­κή πε­ριο­χή, θε­ω­ρού­ταν πιο α­σφα­λής. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο αυ­τή, λοι­πόν, Αρ­μέ­νιοι ήρθαν να ε­γκα­τα­στα­θούν στο Ρέ­θυ­μνο και το Η­ρά­κλειο της Κρή­της, στην Κέρ­κυρα, στην Κο­μο­τη­νή και το Δι­δυ­μό­τει­χο.
Η με­τα­νά­στευ­ση συ­νε­χί­στη­κε και τον 18ο αι., με κύ­ρια ρεύ­μα­τα προς πό­λεις της Α­να­το­λι­κής Ρω­μυ­λί­ας, της Θρά­κης και της Μα­κε­δο­νί­ας. Έ­τσι, αρ­με­νι­κοί πλη­θυ­σμοί ευ­ρί­σκο­νται ε­γκα­τεστη­μέ­νοι σε Ραι­δε­στό (Τε­κιρ­ντάγ), Θεσ­σα­λο­νί­κη, Σέρ­ρες, Κο­μο­τη­νή, Ξάν­θη, Καβά­λα, Δι­δυ­μό­τει­χο, Χα­ΐ­κέγ, Καλ­λί­πο­λη, Μπο­γά­χι­σαρ, Ε­σκι­τζέ κλπ. Ο κα­θο­λι­κός πα­τριάρ­χης (γκα­το­γι­κός) Α­βρα­άμ ο Κρη­τι­κός, στο πα­τριαρ­χι­κό κο­ντά­κιο που απέ­στει­λε στην αρ­χιε­πι­σκο­πή της Ραι­δε­στού το 1737, α­να­φέ­ρει τριά­ντα πε­ρί­που πό­λεις αυ­τών των πε­ριο­χών, ό­που κα­τα­γρά­φο­νται αρ­με­νι­κοί πλη­θυ­σμοί.
Α­ξί­ζει ε­δώ να ση­μειω­θεί ό­τι, ο αρμε­νι­κός ιε­ρός να­ός του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου (Σουρ­π Κε­βόρ­κ) στο Δι­δυ­μό­τει­χο, α­νε­γεί­ρε­ται το 1735, στη θέ­ση του βυ­ζα­ντι­νού να­ού του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου του Πα­λαιο­κα­στρί­τη, που εί­χε πα­ραχω­ρη­θεί πο­λύ πα­λαιό­τε­ρα στους Αρ­με­νί­ους και ό­που το 1341 εί­χε στε­φθεί αυ­το­κρά­το­ρας ο Ιω­άν­νης Στ’ ο Κα­ντα­κου­ζη­νός.
Το 1701, ο λό­γιος κλη­ρι­κός Με­χι­τάρ εκ Σε­βα­στου­πό­λε­ως (Με­χι­τάρ Σε­πα­στα­τσί) μαζί με τους μα­θη­τές του, ε­γκα­θί­στα­ται στην κα­στρο­πο­λι­τεί­α της Με­θώ­νης και ορ­γα­νώ­νει το τάγ­μα (α­δελ­φό­τη­τα μο­να­χών) του, αλ­λά στη συ­νέ­χεια, το 1715, εξ αιτί­ας των τουρ­κι­κών ε­πε­λά­σε­ων, φεύ­γει και ε­γκα­θί­στα­ται ο­ρι­στι­κά στη νή­σο του Α­γί­ου Λα­ζά­ρου, στη Βε­νε­τί­α.
Το 1821 ξε­κι­νά η ε­πα­νά­στα­ση των Ελ­λή­νων για την α­πο­τί­να­ξη του τουρ­κι­κού ζυγού. Ο α­γώ­νας εί­ναι ά­νι­σος και ο τουρ­κι­κός στρα­τός προ­βαί­νει σε α­νε­λέ­η­τες σφα­γές και εκ­κα­θα­ρί­σεις. Κά­μπτε­ται ό­μως, μπρο­στά στην ορ­μη­τι­κό­τη­τα και την α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της α­ντί­στα­σης των Ελ­λή­νων. Το 1829, με τη Συν­θή­κη της Αδρια­νου­πό­λε­ως, η Τουρ­κί­α α­να­γνω­ρί­ζει την αυ­το­νο­μί­α της Ελ­λά­δας, ε­νώ στις 3 Φε­βρουα­ρί­ου 1830, με το Πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου, η Ελ­λά­δα α­να­γνω­ρί­ζε­ται ως ελεύ­θε­ρο και α­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος.
Με­τά την α­νε­ξαρ­τη­σί­α της Ελ­λά­δας, ο α­ριθ­μός των Αρ­με­νί­ων στην Ελ­λά­δα ο­λοέ­να αυ­ξά­νει. Ι­διαί­τε­ρα με­τά το 1870, λό­γω των νέ­ων τουρ­κι­κών διώ­ξε­ων και των συν­θη­κών που ε­πι­κρα­τού­σαν στις υ­πό­δου­λες πε­ριο­χές της Ο­θω­μα­νι­κής Αυ­τοκρα­το­ρί­ας, με­γά­λος α­ριθ­μός Αρ­με­νί­ων α­να­ζη­τά την α­σφά­λεια και ε­γκα­θί­σταται σε διά­φο­ρες πό­λεις της Ελ­λά­δας.
Έ­τσι, το 1872-1874, πά­νω α­πό 100 Αρ­μέ­νιοι τε­χνί­τες α­πό την ι­στο­ρι­κή αρ­με­νι­κή πό­λη Μους, έρ­χο­νται στην υ­πό τουρ­κι­κή κυ­ριαρ­χί­α Θρά­κη, στην πε­ριο­χή του Ντε­ντέ­α­γα­τζ (με­τέ­πει­τα Α­λε­ξαν­δρού­πο­λη), για να ερ­γα­στούν για τη γερ­μα­νι­κή ε­ται­ρί­α σι­δη­ρο­δρό­μων, που εί­χε α­να­λά­βει την κα­τα­σκευ­ή της σι­δη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως-Θεσ­σα­λο­νί­κης. Η ί­δια η πό­λη Ντε­ντέ­α­γα­τζ, που με­τά την α­νε­ξαρ­τη­σί­α και την έ­νω­ση με την Ελ­λά­δα μετο­νο­μά­στη­κε σε Α­λε­ξαν­δρού­πο­λη, οι­κο­δο­μή­θη­κε εν μέ­ρει, χά­ρη στην πα­ρου­σί­α των με­τα­να­στών α­πό το Μους, οι ο­ποί­οι ε­γκα­τα­στά­θη­καν πια μό­νι­μα στην πόλη.
Μια άλ­λη ο­μά­δα τε­χνι­τών α­πό το Μους με­τα­νά­στευ­σε στην Ελ­λά­δα το 1882, για να δου­λέ­ψει στην κα­τα­σκευ­ή της διώ­ρυ­γας της Κο­ρίν­θου. Με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της κα­τα­σκευ­ής της διώ­ρυ­γας, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι τε­χνί­τες ε­γκα­τα­στά­θη­καν μόνι­μα στη Α­θή­να και στις γύ­ρω πε­ριο­χές. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο των ε­κτε­τα­μέ­νων σφα­γών των Αρ­με­νί­ων α­πό τον κόκ­κι­νο σουλτά­νο Α­μπντούλ Χα­μίτ, το 1895-1896, δύο χι­λιάδες και πλέ­ον Αρ­μέ­νιοι κα­τέ­φυ­γαν στην Ελλά­δα. Η ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση τους δέ­χθη­κε, τους διέ­θε­σε στρα­τιω­τι­κές σκηνές για να στε­γα­στούν πρό­χει­ρα, και τους προ­σέ­φε­ρε α­κό­μη και οι­κο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση.
Μέ­χρι τα τέ­λη του 18ο - αρ­χές του 20ου αι., οι Αρ­μέ­νιοι της Ελ­λά­δας ζού­σαν διά­σπαρ­τοι σε διά­φο­ρες πε­ριο­χές και πό­λεις, πιο ορ­γα­νω­μέ­νοι στη βό­ρεια Ελ­λά­δα. Ο αρ­με­νι­κός ορ­θό­δοξος ιε­ρός να­ός της Πα­να­γί­ας στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, α­νε­γεί­ρε­ται το 1903, α­πό τους Αρμε­νί­ους κα­τοί­κους της πό­λης που βρι­σκό­ταν α­κό­μη υ­πό Ο­θω­μα­νι­κή κα­το­χή. Στην πρω­τεύ­ου­σα Α­θή­να και τον κο­ντι­νό Πει­ραιά, δεν υ­πήρ­χε ορ­γα­νω­μένη κοι­νό­τη­τα μέ­χρι τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1900. Τό­τε, με­τά τις σφα­γές των Α­δά­νων, το 1909, και πά­λι έ­νας α­ριθ­μός Αρ­με­νί­ων α­να­ζή­τη­σε τη σω­τη­ρί­α και την α­σφά­λεια στην Ελ­λά­δα.
Τον Ο­κτώ­βριο του 1912 ξε­σπά ο Βαλ­κα­νι­κός πό­λε­μος. Η Ελ­λά­δα προ­χω­ρά στην α­πελευ­θέ­ρω­ση των βο­ρεί­ων ε­δα­φών της α­πό την Τουρ­κί­α. Η Τουρ­κί­α ητ­τά­ται και ανα­γκά­ζε­ται να α­πο­χω­ρή­σει α­πό τις ελ­λη­νι­κές πε­ριο­χές και με τη Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στί­ου τον Αύ­γου­στο του 1913, ε­πι­σφρα­γί­ζε­ται η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση αυ­τών των ε­δα­φών, που πε­ριε­λάμ­βα­ναν το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της Μα­κε­δο­νί­ας και της Θρά­κης και de facto τα νη­σιά του Αιγαί­ου. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα α­κο­λου­θεί η έ­νω­ση της Κρή­της. Με­τά τη λή­ξη των πο­λέ­μων, πα­ρα­τη­ρεί­ται νέ­ο ρεύ­μα με­τα­νά­στευ­σης Αρμε­νί­ων προς την Ελ­λά­δα.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι