Menu

Χεμσίν - Համշինի

Ιστορία
 
Ο Ρόμπερτ Χούσεν δείχνει την περιοχή όπου βρίσκεται το σημερινό Χεμσίν να κατοικείται από έναν λαό με διαφορετικές ονομασίες κατά την αρχαία και τη μεσαιωνική ιστορία. Με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνει ότι κάποιοι χαρακτηρισμοί μπορεί να έχουν εναλλακτικές μορφές και ενίοτε παρουσιάζει τα ονόματα που χρησιμοποιεί με ερωτηματικό. Συνοψίζοντας, από τον 13ο αιώνα έως τον 6ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται ως Κολχιδείς, από το 550 έως το 330 π.Χ. Κολχιδείς και Μάκρωνες, από το 180 π.Χ. έως το 14 μ.Χ. Λαζοί, την περίοδο των Αρσακιδών (63 μ.Χ.-298 μ.Χ.) Ηνίοχοι, Μαχέλωνες, Μοσσύνοικοι, Δρίλες, Σάννοι, κ.ά..
Η περιοχή Χεμσίν υποδεικνύεται ως μέρος της Κολχίδας (299 μ.Χ.-387 μ.Χ.), της χώρας των Τσάνων (387 μ.Χ.-591 μ.Χ.) και της Χαλδαίας (654 μ.Χ.-750 μ.Χ.). Η συγκεκριμένη τοποθεσία της περιοχής Χεμσίν αναφέρεται ως Ταμπούρ/Χαμαμασέν, ως πόλη-φρούριο, για πρώτη φορά στο χάρτη της περιόδου 654-750 μ.Χ..
Αυτά τα δύο ονόματα (Ταμπούρ και Χαμαμασέν) συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο «Η ιστορία του Ταρόν» του καθηγητή Τζον Μαμικονιάν, σε μια σύντομη αναφορά για μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του κυβερνήτη του Ταμπούρ, Χαμάμ, και του θείου του, του γεωργιανού πρίγκιπα. Αποτέλεσμα της εν λόγω μάχης ήταν η καταστροφή της πόλης, η οποία ανακατασκευάστηκε από τον Χαμάμ, ο οποίος και τη μετονόμασε σε Χαμαμσέν. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μαμικονιάν, η μάχη αυτή έγινε στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ.. Με την πάροδο των χρόνων η ονομασία της περιοχής από Χαμαμσέν μετατράπηκε σε Χαμσέν. Ο Σιμονιάν, που επίσης αναφέρει αυτήν την ιστορία, δηλώνει ότι η ανωτέρω ημερομηνία ίσως να είναι λανθασμένη.
Δύο άλλοι αρμένιοι χρονογράφοι ο Γεβόντ και ο Στεπάν Ασογίκ από το Ταρόν, στη δική τους καταγραφή της ιστορίας, κάνουν μικρές αναφορές σε μία μετακίνηση από την περιοχή Οσαγκάν της Αρμενίας, με οδηγό τον πρίγκιπα Σαπούχ Αματουνί και τον υιό του Χαμάμ. Ο Γεβόντ αιτιολογεί τη μετανάστευση αυτή ως μέσο αποφυγής της καταβολής βαρέων φόρων τους οποίους επέβαλαν οι Άραβες στους Αρμένιους. Αφού πέρασαν τον ποταμό Χορούνκ, ο βυζαντινός αυτοκράτορας προσφέρει στους ευγενείς Αματουνί γόνιμη και καλλιεργήσιμη γη για να εγκατασταθούν. Η μετανάστευση αυτή, σύμφωνα με τον Γεβόντ, έγινε μετά το 789 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με τον Στεπάν Ασογίκ το 750 μ.Χ..
Ο Βενινγκχάους καθορίζει το Ταμπούρ ως την περιοχή προορισμού της μετανάστευσης, της οποίας ηγήθηκαν ο Χαμάμ και ο πατέρας του Σαπούχ Αματουνί, και υποστηρίζει ότι προφανώς συνάντησαν εκεί ανθρώπους που ήταν ήδη χριστιανοί, ενδεχομένως Έλληνες. Ο Ρέντγκεϊτ εικάζει για πιθανό συμβολισμό στην ιστορία του Γεβόντ και για πιθανές διαστρεβλώσεις στην ιστορία του Μαμικονιάν, προειδοποιώντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν πρέπει όλα να θεωρούνται δεδομένα. Στις αναφορές του ο Χατσικιάν δηλώνει: «Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για το πού ακριβώς ήταν η περιοχή Ταμπούρ, η θρυλική πρωτεύουσα του Χαμσέν. Το μόνο σίγουρο είναι πως, εάν και εφόσον υπήρξε, σαφώς άνηκε σε μια πολύ πιο παλαιά εποχή». Αναφέρει επίσης σε υποσημείωσή του την ονομαστική ομοιότητα μεταξύ της λέξης Ταμπούρ και μιας περιοχής γνωστής ως Ταχπούρ ή Ταγκπούρ στα υψώματα του Καπτανπασά. Ο Σιμονιάν δηλώνει πως πιθανόν το Ταμπούρ να βρίσκεται στην περιοχή του Βαροσκάλ (υψόμετρο 1.800 μ.).
Ο Κιρζίογλου στις μελέτες του αναφέρει ότι η μετακίνηση έγινε από μια τουρκική φυλή, η οποία προτού μετακινηθεί προς το Χεμσίν είχε μεταναστεύσει από το Χεμεντάν στο Οσαγκάν.
Επιπλέον θεωρίες μεσαιωνικής μετανάστευσης προς το Χεμσίν έχουν ως εξής:
-κατόπιν της κατάκτησης από Σελτζούκους Τούρκους, οι Αρμένιοι από το Ανί τρέπονται σε φυγή και εγκαθίστανται στο Χεμσίν, το οποίο ήταν ακατοίκητο, -μετά την αρχική εγκατάσταση, υπήρξε συνεχής άφιξη Αρμενίων από το Νότο, με αποτέλεσμα τον εξαρμενισμό της περιοχής εν μέσω απελάσεων του τοπικού πληθυσμού της φυλής Τσάνων,
-ο εξαρμενισμός της φυλής Τσάνων πραγματοποιήθηκε μέσω κυριαρχίας δυναστειών στο Νότο.
Οι πηγές των κυριαρχούντων δυνάμεων στην περιοχή (Βυζάντιο, Τραπεζούντα, Γεωργία, Αρμενία και Τουρκία) δεν μιλούν για το Χεμσίν, μέχρι αυτό να κατακτηθεί από τους Οθωμανούς. Συμπεραίνεται πως το Χεμσίν κυβερνήθηκε από τους τοπικούς άρχοντες υπό την αιγίδα των μεγαλύτερων περιφερειακών δυνάμεων που άλλαζαν κατά καιρούς, ήτοι το αρμενικό βασίλειο των Βαγρατιδών, η βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία διαδέχθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το βασίλειο της Γεωργίας, οι ομοσπονδίες του Καρά Κογιουνλού και του Ακ Κογιουνλού, έως ότου προσαρτήθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία κατέρρευσε μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και έδωσε τη θέση της στη δημοκρατία της Τουρκίας.

Η κατάκτηση του Χεμσίν από τους Τούρκους πραγματοποιήθηκε γύρω στο 1480 μ.Χ.. Μια οθωμανική αναφορά, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1486 μ.Χ. ονομάζει τη φυλή Χεμσίν και την αναφέρει ως οθωμανική ιδιοκτησία.
Σύμφωνα με τον ιερέα Λεόντιο (8ος αιώνας) αφού έχασαν τα εδάφη τους στο Αρτάζ κατά τη διάρκεια μαχών εναντίον Αράβων, δύο Αρμένιοι ευγενείς, ο Χαμάμ και ο Σαπούχ Αματουνί, μετακινήθηκαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία με 12.000 άτομα. Στις βουνοκορφές του Πόντου ίδρυσαν μια νέα πόλη την Ταμπούτ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Χαμαμσέν (αποικία του Χαμάμ) και πολύ αργότερα σε Χαμσέν (Χαμσίν στα τουρκικά).
Καθώς ήταν εγκατεστημένοι σε άκρως απομονωμένη τοποθεσία και δεν είχαν δεσμούς με τον υπόλοιπο αρμενικό πληθυσμό, οι Χαμσεν-τσί Αρμένιοι δημιούργησαν τη δική τους μοναδική διάλεκτο της αρμενικής γλώσσας, ένα κοινωνικό φαινόμενο που συνέβη σε όλη την ιστορική Αρμενία (π.χ. η διάλεκτος του Ζανκεζούρ, του Καραμπάχ, του Λορί, κ.λ.π.) και οδήγησε στη δημιουργία μοναδικών τοπικών ηθών και εθίμων.
Αρχικά, η πλειονότητα των Χαμσεντσί Αρμενίων άνηκε στην αρμενική χριστιανική αποστολική εκκλησία του πατριαρχείου του Χατσκάρ, έως το 1461 μ.Χ. δηλαδή την κατάκτηση της περιοχής από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα της κυριαρχίας αυτής μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα ήταν ο εξισλαμισμός μεγάλου αριθμού Αρμενίων Χαμσεντσί. Όμως παρά την αλλαγή του θρησκεύματος, πέτυχαν τη διατήρηση της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων. Ως μουσουλμάνοι πλέον οι Χαμσεντσί Αρμένιοι γλύτωσαν τη θηριωδία της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους μεταξύ του 1915-1923.

 

Ομάδες

Η Οθωμανική περίοδος σηματοδότησε δύο κύριες εξελίξεις στην περιοχή του Χεμσίν. Τον εξισλαμισμό και τη μετακίνηση των πληθυσμών.
Ο ισλαμισμός προφανώς είχε αρχίσει να διαδίδεται πριν την εδραίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν είχε όμως καταφέρει να επικρατήσει ως επίσημη θρησκεία πριν το τέλος του 16ου αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός μετοικήσεων (μέσα και έξω από την εν λόγω περιοχή) πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής εποχής. Ακόμη, υπάρχει έλλειψη αναλυτικών πληροφοριών σχετικά με τη φύση αυτών των μετακινήσεων, περιληπτικά πραγματοποιήθηκαν μεταναστεύσεις:

- από το Χεμσίν του Χεμσινλί της Αρμενικής Εκκλησίας στις δυτικές περιοχές της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
- από τους μουσουλμάνους Χεμσινλί προς τη δυτική Ανατολία, καθώς επίσης προς τον Καύκασο εξαιτίας των ρωσοτουρκικών πολέμων και των επακόλουθων δυσχερειών τον 19ο αιώνα.
- μέσα στην περιοχή της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Συνεπώς, η παρούσα κοινότητα των Χεμσινλί είναι αποκλειστικά μουσουλμανική και ομιλεί τουρκικά. Αυτό αφορά τους κατοίκους του Χεμσίν ή τους ανθρώπους που κρατούν ακόμα επαφές με την περιοχή, αν και ζουν στην τουρκική επικράτεια.
Μια ξεχωριστή κοινότητα 50 χιλιόμετρα ανατολικά από το Χεμσίν σε χωριά γύρω από την Χόπα και την Μπόρτσκα ονομάζουν τους εαυτούς τους «Χεμσινλί» και συχνά αναφέρονται ως οι «Χόπα Χεμσινλί». Ο Μπερτ Βανς, καθηγητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν-Μιλγουόκι, αναφέρεται σε αυτή τη ομάδα ως «οι ανατολικοί Χαμσενίς». Οι Χεμσινλί και οι Χόπα Χεμσινλί διαφέρουν όχι μόνον ως προς τη γεωγραφική τους θέση, αλλά και ως προς τη γλώσσα όπως επίσης κι ως προς κάποιες διαφορές στην κουλτούρα και δεν γνωρίζει ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
Ο Σιμονιάν δηλώνει ότι υπάρχουν διάφορες θεωρίες αναφορικά με την εμφάνιση της ομάδας Χόπα Χεμσινλί. Αυτές σχετίζονται με το εάν η ομάδα μετανάστευσε από το Χεμσίν ή εάν την είχαν εγκαταστήσει εκεί οι οθωμανικές αρχές, εάν η μετοίκιση πραγματοποιήθηκε κατά τις αρχές του 16ου αιώνα ή στα τέλη του 17ου, εάν πραγματοποιήθηκε σε ένα ή σε δύο στάδια. Επίσης οι Χόπα Χεμσινλί είναι αποκλειστικά μουσουλμάνοι. Ο Σιμονιάν αναφέρει πως υπάρχει μια διαμάχη αναφορικά με το εάν έφτασαν στην περιοχή Χόπα όντας μουσουλμάνοι ή ασπάσθηκαν τον ισλαμισμό, αφού εγκαταστάθηκαν εκεί.
Οι Χόπα Χεμσινλί εκτός από τουρκικά μιλούν και άλλη μια γλώσσα, η οποία ονομάζεται «Χεμσινσέ» ή («Χομσετσί» και / ή Χομσετσμά σύμφωνα με κάποιες πηγές). Πρόσφατες μελέτες απέδειξαν πως είναι μια αρχαϊκή διάλεκτος της αρμενικής γλώσσας με επιρροές από την τουρκική και ο Βανς επίσης αναφέρει ότι η διάλεκτος «Χεμσινσέ» έχει επιρροές από την τουρκική γλώσσα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλες αρμενικές διάλεκτοι.
Επιπροσθέτως, σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες υπάρχουν άτομα τα οποία ομιλούν την διάλεκτο Χεμσινσέ / Χομσετσμά σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των οποίων οι πρόγονοι προφανώς προέρχονται από τους Χεμσίν και / ή τους Χόπα Χεμσίν από τις μετακινήσεις πληθυσμών στον Καύκασο. Ανάμεσά τους όσοι ομολόγησαν ότι ήταν μουσουλμάνοι την εποχή του Στάλιν απελάθηκαν από την περιοχή Αντζάρ της Γεωργίας προς το Καζακστάν και το Κιργιστάν. Μεγάλος αριθμός των απελαθέντων εγκαταστάθηκαν στο Κράσνονταρ Κράι, μέχρι το 1989 μαζί με τους Μεσκετιανούς. Όσον αφορά τους χριστιανούς, στις μέρες μας ζουν στην Αμπχαζία και στο Κράσνονταρ Κράι της Ρωσίας και συγκεκριμένα στην περιοχή Σότσι και Αντιγκέα.

 

Πολιτισμός

Οι Χαμσενίς είναι γνωστοί για τα έξυπνα ανέκδοτα, τα αινίγματα και τις ιστορίες τους. Μερικά από τα ανέκδοτα που οι μουσουλμάνοι Χαμσενίς λένε βασίζονται πάνω σε παλαιά αρμενικά ανέκδοτα. Συνοδεύουν χορούς με δικά τους μουσικά όργανα, η δυτική ομάδα χρησιμοποιεί το τουλούμ (την ποντιακή τσαμπούνα), η ανατολική το σιμσίρ καβάλ (φλογέρα φτιαγμένη από πυξάρια), η βόρεια ομάδα το Χαμσνά-ζουρνά (ζουρνά των Χαμσενί).
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα των τούρκων Χαμσενίς είναι η καλλιέργεια του τσαγιού και του καλαμποκιού, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία. Εν τω μεταξύ, το βόρειο Χαμσενίς της Ρωσίας και της Γεωργίας είναι γνωστό για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών, καλαμποκιού, καπνών και τσαγιού, καθώς επίσης και την αλιεία.
Κάποιοι Χαμσενίς (είτε μουσουλμάνοι είτε χριστιανοί) συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους ως περίφημοι αρτοποιοί, εστιάτορες και μεταφορείς. Στην Τουρκία ανέπτυξαν τη δημοφιλή τέχνη της παραγωγής και επεξεργασίας όπλων.

 

Οι Χεμσινλί στην Τουρκία

 Ο Νιλ Άσκερσον γράφει ότι η κεμαλική ιδεολογία «η Τουρκία είναι για τους Τούρκους» δεν έδωσε καμία ασφάλεια στις μειονότητες και «η μικροσκοπική ομάδα των Χεμσινλί είχε ένα λόγο παραπάνω να σκύψει το κεφάλι, διότι τα μέλη της είναι απόγονοι των Αρμενίων».
Για να αποφύγουν κατηγορίες για διάσπαση, οι Χεμσινλί παραμένουν διακριτικοί και δεν προκαλούν για την ταυτότητά τους, συμμετέχοντας πλήρως αλλά και διακριτικά στην τουρκική κοινωνία.
Ο κινηματογραφιστής Οζκάν Αλπέρ από το ανατολικό Χεμσινλί, γύρισε την πρώτη κινηματογραφική ταινία για τους Χαμσετσί, το «Μομί» (γιαγιά), η οποία κυκλοφόρησε το 2000. Στη συνέχεια ο Αλπέρ κατηγορήθηκε από το Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας για παραγωγή υλικού, με σκοπό να καταστρέψει την ενότητα του κράτους, βάσει του άρθρου 8 του τουρκικού αντιτρομοκρατικού νόμου. Ο νόμος αυτός ανακλήθηκε το 2003 κατόπιν πιέσεων από την Ε.Ε. και ο Αλπέρ δεν δικάστηκε. Το 2005 κυκλοφόρησε το πρώτο μουσικό άλμπουμ με ανώνυμα Χαμσέν φολκλορικά τραγούδια.
Οι παλαιότερες γενεές των τούρκων Χαμσενί θεωρούν τον όρο «Ερμενί» προσβολή αλλά κάποιες νεότερες γενεές, ειδικά αυτές με έντονη αριστερή ανατροφή, τείνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους Αρμένιους.
Ο Μεσούτ Γιλμάζ, τέως πρωθυπουργός της Τουρκίας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η οικογένειά του ήταν εν μέρει Χαμσενί (δυτική ομάδα).
Ο Αχμέτ Τεβφίκ Ιλερί (γεννημένος σε χωριό του Χεμσίν) ήταν υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και πριν από αυτό υπουργός Παιδείας της Τουρκίας μεταξύ 1950-1960. Ο Νταμάτ Μεχμέτ Αλί Πασά, που έγινε Μέγας Βεζίρης την παραμονή του Κριμαϊκού Πολέμου το 1853 ήταν επίσης Χαμσενί.
Η κοινότητα έχει δώσει και άλλα σημαντικά ονόματα στην τουρκική ιστορία και κοινωνία, όμως ο Μουράτ Καραγιαλτσίν, σήμερα αρχηγός πολιτικού κινήματος, τέως υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και δήμαρχος της Άγκυρας, προέρχεται από χωριό στο Καμλιxεμσίν.
Σήμερα υπάρχουν δύο προγράμματα, στα οποία συμμετέχουν τουρκικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και η EuropeAid και τα οποία ασχολούνται με το εν λόγω θέμα. Το πιο πρόσφατο πρόγραμμα «Ecodialogue Project» (2007) έχει θέσει ως στόχο την αφύπνιση της περιβαλλοντικής συνείδησης των επιχειρήσεων της περιοχής, τη βελτίωση του επιπέδου των φτωχών στρωμάτων και την ποιότητα των πληροφοριών που δίδουν οι τοπικοί ξεναγοί, πολλοί εκ των οποίων είναι αυτοδίδακτοι και άνευ διπλώματος. Το άλλο πρόγραμμα ξεκίνησε το 2004, συμμετέχει σ’αυτό η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) και στοχεύει στην ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση για τον αγριόγαλο, και ειδικά για τον μαύρο αγριόγαλο, που επισκέπτεται την περιοχή, και πάλι με έμφαση στις επιχειρήσεις και τους ξεναγούς.

 

 

Πηγή: el.wikipedia.org

Διαβάστε περισσότερα...

Το αναμμένο καντήλι της Μικρασίας

του Κωνσταντίνου Χολέβα, Πολιτικός Επιστήμων 

Ο πάντα δραστήριος Σύλλογος Κωνσταντινουπολιτών που ιδρύθηκε το 1928 διοργάνωσε στις 9 Ιανουαρίου μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με θέμα πώς βιώνουν οι νεώτερες γενιές...
Μικρασιατών το τραύμα του 1922. Ομιλήτρια ήταν η κ. Ελευθερία Λίμπυ Τατά -Αρσέλ, η οποία είναι Ελληνίδα καθηγήτρια σε Πανεπιστήμιο της Δανίας. Ειδικεύεται στην μετατραυματική Ψυχολογία ατόμων και ομάδων που υπέστησαν βιασμό, βασανιστήρια, προσφυγιά, εθνική κάθαρση και άλλα παρεπόμενα των πολέμων. Με γλαφυρό τρόπο μας μίλησε για την εμπειρία της οικογενείας της. Η μητέρα της καταγόταν από το Τσανταρλή της Περγάμου και ο πατέρας της από την Πέτρα της Λέσβου. Και οι δύο παππούδες της σκοτώθηκαν από τους Τούρκους. Ο Μυτιληνιός παππούς διότι βοήθησε το 1912 το θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ να αποβιβάσει Έλληνες στρατιώτες στο νησί. Ο Μικρασιάτης κάηκε ζωντανός μαζί με τους άλλους άνδρες του χωριού το 1922.
Η κ. Τατά -Αρσέλ μάς θύμισε ότι οι διωγμοί στο χωριό της Μικρασιάτισσας γιαγιάς της άρχισαν το 1914. Οι Τούρκοι έσφαξαν και εξεδίωξαν Έλληνες ως εκδίκηση για τη νίκη της Ελλάδος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Φέτος που εορτάζουμε τα 100 χρόνια από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων ας φέρουμε στο νου μας και εκείνους τους Έλληνες Μικρασιάτες που σκοτώθηκαν ή κυνηγήθηκαν ως αντίποινα για την τουρκική ήττα. Εξάλλου αυτή η υπενθύμιση της ομιλήτριας δίνει και μία απάντηση σε εκείνους τους αναθεωρητές ιστορικούς μας, οι οποίοι δικαιολογούν ότι οι τουρκικές βιαιότητες του 1922 ως αναμενόμενη απάντηση των Τούρκων στην παρουσία ελληνικού στρατού από το 1919 έως το 1922. Η αλήθεια είναι ότι η εθνοκάθαρση του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία άρχισε ήδη από το 1914, πέντε χρόνια πριν αποβιβασθεί ο Ελληνικός Στρατός. Υπάρχει και σχετική Μαύρη Βίβλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μιλώντας γεια τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και ειδικότερα για τη γιαγιά της επεσήμανε ότι η πίστη στον Θεό και η ύπαρξη πνευματικών ανατάσεων και ενδιαφερόντων βοηθούν περισσότερο τον άνθρωπο να επουλώσει τα οποιαδήποτε τραύματα. Περιγράφοντας την ένδεια των προσφύγων που μετακινούνται βιαίως μακριά από τα σπίτια τους τόνισε μία φράση, την οποία άκουσε και από Μικρασιάτες, αλλά και από θύματα του Βοσνιακού Πολέμου: « Όταν φτωχαίνεις αλλάζεις γούστα», δηλαδή προσαρμόζεις τις ανάγκες σου, γίνεσαι πιο λιτοδίαιτος και λιγότερο απαιτητικός. Χρήσιμη συμβουλή όχι μόνο για πολεμικές περιόδους, αλλά και για ειρηνικές δεδομένης της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε.
Η κ. Τατά -Αρσέλ διεξήγαγε μία επιστημονική έρευνα μεταξύ νέων της τρίτης γενιάς που κατάγονται από Μικρασιάτες παππούδες και γιαγιάδες. Ρώτησε τί ξέρουν για τη σφαγή -που φυσικά δεν ήταν συνωστισμός- και για τις περιπέτειες των προγόνων τους και επίσης τους ρώτησε τι αισθάνονται για τους Τούρκους. Οι νέοι αυτοί άνθρωποι ηλικίας από 30 έως 50 ετών βλέπουν με επιφυλακτικότητα την Τουρκία, αλλά δεν έχουν μέσα τους μίσος και εκδικητικότητα. Πάντα υπάρχουν οι λιγότερο ενδιαφερόμενοι για τα ιστορικά, υπάρχει όμως συνήθως ένα παιδί σε κάθε οικογένεια που ψάχνει σε βάθος την Ιστορία. Αυτό οι επιστήμονες το ονομάζουν «το παιδί που κρατά αναμμένο το καντήλι».
Η ομιλήτρια αναφέρθηκε στην έρευνά της επί θυμάτων του γιουγκοσλαβικού δράματος και υπογράμμισε ότι το μίσος και η βία μεταξύ Σέρβων, Κροατών και Βοσνιομουσουλμάνων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι επί Τίτο και κομμουνισμού δεν συζητήθηκαν καθόλου τα αιματηρά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως η σφαγή Σέρβων από Κροάτες. Ηχηρό μάθημα σε όσους θέλουν να κουκουλώσουν τα τουρκικά εγκλήματα του 1922.
 
 
 
Διαβάστε περισσότερα...

Η γενοκτονία των Αρµενίων

Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε την ποινικοποίηση της άρνησης της γενο­κτονίας των Αρµενίων, η οποία έχει αναγνωριστεί στη Γαλλία από το 2001. Το νοµοσχέδιο, που έχει προκαλέσει την οργή της Τουρκίας, συντάχθηκε στη νοµοθετική βάση της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώ­µατος, την οποία έχει υιοθετήσει η Γαλλία από το 1990.
Προβλέπει ανώτατη ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιµο 45.000 ευρώ και, στις αρχές του έτους, πρόκειται να κατατεθεί προς έγκριση στη Γερουσία.
Η αντίδραση της Τουρκίας υπήρξε έντονη, θυ­µίζοντας στην παγκόσµια κοινότητα τον… ασιατι­κό χαρακτήρα της γείτονος χώρας. Ας θυµηθού­µε ωστόσο πώς άρχισε η ιστορία προκειµένου να αναγνωριστεί µια τροµαχτική ιστορική αλήθεια.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΕΝΟΡΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑ Παρίσι 13-16 Απριλίου 1984

♦ Madjid Bench ick (Αλγερία), καθηγητής του Διε­θνούς Δικαίου στο Πανεπιστήµιο του Αλγερίου.

♦  Georges Casalis (Γαλλία), θεολόγος, επίτιµος καθηγητής στο Προτεσταντικό Ινστιτούτο Θεολο-γίας του Παρισιού.

♦  Harald Edelstam (Σουηδία), πρώην πρέσβης στη Χιλή και στην Αλγερία.

♦  Richard Falk (ΗΠΑ), καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήµιο του Princeton.

♦ Ken Fry (Αυστραλία), µέλος του Κοινοβουλίου.

♦ Andrea Giardina (Ιρλανδία), νοµικός, πρόεδρος του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης, κάτοχος βραβεί­ου Νόµπελ και Λένιν και του Αµερικανικού Παρά­σηµου Ειρήνης.

♦ Leo Matarasso (Γαλλία), δικηγόρος.

♦   Adolfo Perez Esq uivel (Αργεντινή), κάτοχος του βραβείου Νόµπελ Ειρήνης, γενικός συντονι­στής της οργάνωσης «Servicio Paz y Justicia en America Latin a».

♦  James Petras (ΗΠΑ), καθηγητής Κοινωνιολογί­ας στο Πολιτειακό Πανεπιστήµιο της Ν. Υόρκης.

♦ Francois Rigaux (Βέλγιο), καθηγητής στη Νοµική Σχολή του Καθολικού Πανεπιστηµίου της Λουβέν.

♦  Ajit Roy (Ινδία), οικονοµολόγος και δηµοσιο­γράφος.

♦ George Wald (ΗΠΑ), επίτιµος καθηγητής της Βι­ολογίας στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ, τιµηµέ­νος µε το βραβείο Νόµπελ Βιολογίας του 1967.

Το Διαρκές Δικαστήριο των Λαών κλήθηκε ν’ αφιερώσει µια από τις συνεδρίες του στην πε­ρίπτωση της γενοκτονίας των Αρµενίων από τις ακόλουθες οργανώσεις:

♦   Groupement pour les droits des minorites (Οµάδα για τα δικαιώµατα των µειονοτήτων, Πα­ρίσι, Γαλλία),

♦  Cultural Survival (Πολιτιστική Επιβίωση, Κέµπριτζ Μασαχουσέτης, ΗΠΑ),

♦  Gesellschaft fur Bedrohte Volker (Ένωση για τους απειλούµενους λαούς, Γκέτινγκεν, Οµο­σπονδιακή Γερµανία), οι οποίες ζητούν να δοθεί απάντηση στα ακόλουθα ερωτήµατα:

1 Υπήρξε ο αρµενικός λαός της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας θύµα εκτοπίσεων, σφαγών κ.λπ., κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέ­µου;

2 Τα γεγονότα αυτά αποτελούν µια «γενοκτο­νία» κατά την έννοια της Διεθνούς Σύµβασης για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήµα­τος της γενοκτονίας (1948) και είναι ως εκ τού­του απαράγραπτα σύµφωνα µε τη Σύµβαση για το απαράγραπτο των εγκληµάτων πολέµου και των εγκληµάτων κατά της ανθρωπότητας του 1968;

3 Ποιες είναι οι συνέπειες όσον αφορά τη δι­εθνή κοινότητα και όσον αφορά τους διαδί­κους;

Αυτή η έκκληση κρίθηκε αποδεκτέα από το προεδρείο του Δικαστηρίου σύµφωνα µε το άρ­θρο 11 του καταστατικού του και τη γνωστοποί­ησε στην τουρκική κυβέρνηση σύµφωνα µε τα άρθρα 14 και 15 του ίδιου καταστατικού. Η πα­ραπάνω κυβέρνηση προσκλήθηκε να στείλει εκ­προσώπους ή µια έγγραφη ανάπτυξη των θέσε­ών της.
Καθώς η τουρκική κυβέρνηση δεν έδωσε καµιά απάντηση σ’ αυτήν την πρόσκληση, το προεδρείο του Δικαστηρίου αποφάσισε να χρησιµοποιήσει κατά την ακροαµατική διαδικασία δυο ντοκου­µέντα που περιέχουν την άποψη της τουρκικής πλευράς, η οποία αρνείται ότι διαπράχτηκε γενο­κτονία των Αρµενίων.
Το Δικαστήριο συνήλθε σε δυο δηµόσιες συνε­δρίες, στις 13 και 14 Απριλίου 1984, στη Σορβόν­νη στο Παρίσι, και συσκέφτηκε στις 15 Απριλίου 1984.

Αφού συσκέφτηκε, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του.

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Το έγκλημα της γενοκτονίας αποτελεί τη βαρύ­τερη προσβολή των δικαιωμάτων των λαών. Δεν υπάρχει βαρύτερο έγκλημα από μια προμελετημένη κρατική πολιτική, που στοχεύει στη συστη­ματική εξόντωση ενός λαού για τον λόγο της ιδι­αίτερης εθνικής του ταυτότητας. Η κεντρική θέση που κατέχει η γενοκτονία στις εργασίες του Διαρ­κούς Δικαστηρίου των Λαών στηρίζεται σ’ ένα σύ­νολο νομικών αρχών, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμά­των των Λαών (Αλγέρι, 4 Ιουλίου 1976).
Το πρώτο άρθρο της Διακήρυξης του Αλγερίου ορίζει: «Κάθε λαός έχει δικαίωμα στην ύπαρξη». Το άρθρο 2 διευκρινίζει: «Κάθε λαός έχει δικαί­ωμα στον σεβασμό της εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας». Το άρθρο 3 υποδείχνει: «Κάθε λαός έχει το δικαίωμα να διατηρεί την ειρηνική κατοχή του εδάφους του και να επιστρέφει σ’ αυτό σε περίπτωση εκδίωξής του».
Τέλος, το άρθρο 4 αναφέρεται άμεσα στην πραγματικότητα της γενοκτονίας: «Κανένας δεν μπορεί να γίνει, για τον λόγο της εθνικής ή πο­λιτιστικής του ταυτότητας, αντικείμενο σφαγής, βασανιστηρίων, διώξεων, εξορίας, απέλασης ή να υποβληθεί σε συνθήκες διαβίωσης τέτοιες που να βάζουν σε κίνδυνο την ταυτότητα ή την ακεραιότητα του λαού στον οποίο ανήκει».
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, γιατί το Δικαστήριο πρέπει, τόσα χρόνια μετά τα γεγονό­τα, να αναλώσει τις δυνάμεις του για να επαλη­θεύσει τους ισχυρισμούς του αρμενικού λαού. Η βασική κατηγορία για σφαγή και εξόντωση ανά­γεται στο 1915. Όμως το Δικαστήριο είναι πει­σμένο ότι είναι χρέος του να εξετάσει το βάσι­μο των κατηγοριών για ιστορικά εγκλήματα, σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε κρίση ούτε αναγνωρίστηκαν, με κατάλληλο τρόπο, από την κυβέρνηση που κατηγορείται γι’ αυτά.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι λόγοι για να προβούμε στην εξέταση και να αποφανθούμε πάνω στο αίτημα που υποβλήθηκε στο όνομα του αρμενικού λαού είναι ιδιαίτερα πειστικοί. Όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Τουρκίας, από το 1915, αρνήθηκαν τη σχετική με τη γενο­κτονία κατηγορία. Στους διεθνείς οργανισμούς και στη διάρκεια επιστημονικών συναντήσεων, η τουρκική κυβέρνηση δεν έπαψε να αναπτύσσει συντονισμένες προσπάθειες για να εμποδίσει κάθε αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενί­ων και κάθε έρευνα πάνω στα περιστατικά αυτής της γενοκτονίας. Επιπλέον, η σημερινή τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο αρνήθηκε να λάβει γνώση αυτών των πολύ σοβαρών κατηγοριών σχετικά με την ευθύνη της για την εξόντωση του αρμε­νικού λαού, αλλά συμπληρωματικά στοιχεία δεί­χνουν ότι η ίδια αυτή κυβέρνηση συνεχίζει το εξολοθρευτικό της σχέδιο.
Είναι ιδιαίτερα σοβαρές, σχετικά, οι κατηγορί­ες για προμελετημένη καταστροφή, βεβήλωση και εγκατάλειψη των πολιτιστικών μνημείων και θρησκευτικών κτηρίων των Αρμενίων.
Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι η κατηγορία του εγκλήματος της γενοκτονίας παραμένει και σήμερα μια πραγματικότητα που αξίζει να εξε­ταστεί και ότι, αν τα γεγονότα αποδειχτούν, θα πρέπει να αναγνωριστούν δημόσια με τον κατάλ­ληλο τρόπο από τις κυβερνήσεις του υπεύθυνου κράτους.
Τα θύματα ενός εγκλήματος γενοκτονίας έχουν δικαίωμα σε δικαστική επανόρθωση, έστω και αν αυτή πρέπει αναγκαστικά να προσαρμο­στεί στις σημερινές συνθήκες.
Σ’ αυτό το σημείο, επίσης, εξαιρετική σημασία αποκτά η στάση των επιζώντων Αρμενίων και των απογόνων τους. Κάθε λαός έχει δικαίωμα να απαι­τεί με επιμονή την επίσημη αναγνώριση από τις αρμόδιες αρχές των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος του. Όσο μεγαλύτερη εί­ναι η αδικία, όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφτη­καν τα γεγονότα, τόσο πιο έντονη είναι η επιθυμία για μια τέτοια αναγνώριση. Το Δικαστήριο με λύπη του επισημαίνει ότι η απογοήτευση, που προκλή­θηκε απ’ αυτήν την άρνηση αναγνώρισης, φαίνε­ται ότι συντέλεσε στην προσφυγή σε πράξεις τρο­μοκρατίας ενάντια στους Τούρκους διπλωμάτες και σε άλλα άτομα. Το Δικαστήριο ελπίζει να συ­ντελέσει στη δημιουργία συνθηκών που θα οδη­γήσουν στην επίλυση των προβλημάτων που προ­κλήθηκαν από την αρμενική πραγματικότητα.
Η γενοκτονία είναι το χειρότερο από τα εγκλή­ματα που μπορεί να διαπράξει ένα κράτος. Συ­χνά το κράτος που ευθύνεται, προστατεύεται από οποιαδήποτε κατηγορία από άλλα κράτη και από το σύνολο των διεθνών οργανισμών, συμπε­ριλαμβανομένου του ΟΗΕ, που αποτελείται απο­κλειστικά από κράτη.
Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία της αρμε­νικής εμπειρίας συνίσταται στην ευθύνη των άλλων κρατών, που, για γεωπολιτικούς λόγους, υποστηρίζουν την τουρκική κυβέρνηση στις προ­σπάθειές της να αποτρέψει, ακόμη και μετά τό­σα χρόνια, κάθε ολοκληρωμένη έρευνα και κάθε δικαστική ικανοποίηση.
Το Διαρκές Δικαστήριο των Λαών ιδρύθηκε ακριβώς για να καλύψει το κενό που δημιουρ­γεί η ηθική και πολιτική ολιγωρία των κρατών, ως οργάνων απονομής δικαιοσύνης. Το Δικαστή­ριο εξέτασε τις αιτιάσεις των Αρμενίων ακριβώς εξαιτίας της μακρόχρονης σιωπής των διεθνών οργανισμών και, ιδίως, της συνοχής των δυτικών κρατών (με πρόσφατη εξαίρεση τη Γαλλία), που διατηρούν οικονομικούς, πολιτικούς και στρατι­ωτικούς δεσμούς με το τουρκικό κράτος.
Η σύγκληση του Δικαστηρίου αιτιολογείται, επίσης, από τη βαθιά ανησυχία που νιώθει μπρο­στά στην εξάπλωση της γενοκτονίας και των τά­σεων που ευνοούν τη γενοκτονία μέσα στον κό­σμο. Τα μέλη του Δικαστηρίου εκτιμούν ότι μια έντιμη και αντικειμενική πληροφόρηση πάνω στις καταγγελίες για γενοκτονία συντελεί στο να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα οι αυτουργοί τέτοιων πράξεων.
Η αποκάλυψη της πραγματικότητας της γενο­κτονίας κάνει πιο δύσκολο το έργο αυτών που έχουν συμφέρον να την αποκρύψουν για να δια­τηρήσουν τις θέσεις τους.
Αποδεικνύοντας την ορθότητα των αιτιάσεων των θυμάτων, το Δικαστήριο αποτίνει φόρο τιμής στις οδύνες τους και παρέχει την υποστήριξή του στη συνέχιση του αγώνα τους.
Πραγματικά, η αναγνώριση της γενοκτονίας εί­ναι από μόνη της ένας ουσιαστικός τρόπος πάλης ενάντια σ’ αυτήν τη μάστιγα. Μια τέτοια αναγνώ­ριση αποτελεί αυτή καθεαυτή επιβεβαίωση του δικαιώματος ενός λαού να γίνει σεβαστή η ύπαρ­ξή του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

 

 

Πηγή: topontiki.gr

Διαβάστε περισσότερα...

H ψήφος των Δικαίων

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός
 
Όταν κάποιος σας απειλεί, είναι ήδη ένα σημάδι αδυναμίας εκ μέρους του, διότι προσπαθεί να σας επηρεάσει εμμέσως.
Εάν είχε τα μέσα, θα το έκανε αμέσως.
Αυτή είναι και η τακτική των χωρών που θεωρούν ότι μπορούν να παίζουν στο πεδίο των μεγάλων, με τρόπους αυτού του τύπου, ελλήψει δυνατότητας να τους εφαρμόσουν.
Επιπλέον, οι χώρες αυτές θεωρούν ότι μπορούν να περιφρονούν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δίχως να υφίστανται καμία συνέπεια. Έτσι και η Τουρκία στον ποινικό της κώδικα, άρθρο 301, απαγορεύει κάθε αναφορά στη γενοκτονία των Αρμενίων, με ποινή φυλάκισης 10 ετών.

Μη ικανοποιούμενη από την καταπιεστική διακυβέρνηση και την απόρριψη της ιστορίας με ποινικά μέσα, κατηγορεί τη γαλλική πολιτική για το ότι βαδίζει στο πεδίο της ιστορίας.
Για όσους δεν γνωρίζουν τους τρόπους της τουρκικής διπλωματίας, τούτο δεν περιέχει όχι μόνον τίποτε συνταρακτικό, αλλά ανακαλύπτουν και τις δικές τους αντανακλαστικές αντιστάσεις κατά του συστήματος.
Το γελοίο της υπόθεσης, είναι πως ο μηχανισμός τού τουρκικού καθεστώτος ανήκει στην κατηγορία των συστημάτων των χειρότερων που υπάρχουν και τούτο στην παγκόσμια κλίμακα, ακόμη και για οργανισμούς μη κυβερνητικούς, όπως η Διεθνής Αμνηστία.
Όσο για τις άλλες χώρες, κυρίως για όσες ενεπλάκησαν με την Τουρκία, γνωρίζουν πολύ καλά όλες τις πληροφορίες της πορείας κατά τρόπο τουρκικό. Έτσι οι τρόποι δράσης της και ακόμη περισσότερο εμφάνισης, ουδόλως τους εκπλήσσει.
Όσο και να υπεκφεύγει η Τουρκία, το πρόβλημα της ποινικοποίησης της άρνησης της γενοκτονίας, αποτελεί πραγματικά ένα πρόβλημα για μια χώρα που προστατεύει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Ως προς το σχέδιο νόμου, όπως αυτό έχει διατυπωθεί, συνιστά μία μοναδικά γαλλική προβληματική. Και οι Γάλλοι βουλευτές και γερουσιαστές έχουν στην πλήρη δικαιοδοσία τους να κρίνουν για την καταλληλότητά του.
Το αν είναι επιδεκτικοί σε επιδράσεις, είναι ένα πρόβλημα ανθρώπινο, εάν έχουν επηρεαστεί από τις απειλές της Τουρκίας τότε πρόκειται για ένα πρόβλημα αξιοπρέπειας. Διότι κανείς δεν τους ανάγκασε να γίνουν βουλευτές ή γερουσιαστές.
Εάν έχουν αναλάβει αυτά τα αξιώματα, είναι για να τα ασκούν στην υπηρεσία τής Γαλλίας και όχι κάθε χώρας που αδημονεί να επηρεάζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την κρίση τους. Συνεπώς, η προβληματική αυτού του νόμου δεν είναι διπλωματικής φύσεως, όπως κάποιοι προσπαθούν να την παρουσιάσουν, για να μιλήσουμε για πολιτικές επιπτώσεις.
Πρόκειται απλά και ξάστερα για ένα ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όμως όχι για μια οποιαδήποτε γενοκτονία, αλλά για εκείνη των γάλλων βουλευτών και γερουσιαστών.
Το σχέδιο νόμου ψηφίστηκε στη Βουλή και η Γερουσία τοποθετείται αυστηρά ως προς αυτό. Το πρόβλημα δεν αφορά ούτε τους Αρμένιους, ούτε τους Τούρκους, μα βεβαίως τους Γάλλους. Δεν αφορά ως δίλημμα ούτε τα θύματα, ούτε τους δήμιους, διότι εμείς γνωρίζουμε ήδη τον ρόλο τους.
Δεν πρόκειται για ένα ερώτημα που τίθεται στους Δίκαιους.
Οφείλουν επί του παρόντος να λάβουν θέση, στο βαθμό που είναι Δίκαιοι, ως προς ένα έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας, ένα έγκλημα που ονομάζεται Γενοκτονία.
Εν σχέση με τούτο είναι που οι γερουσιαστές θα είναι ή δεν θα είναι αυτό που στη συνέχεια εμείς θα αποκαλούμε Δίκαιοι.
Διαβάστε περισσότερα...

Εξελίξεις στο κυπριακό "βλέπει" ο Αχμέτ Νταβούτογλου

''Είμαστε στο κατώφλι μιας σημαντικής ευκαιρίας στην Κύπρο. Είναι σημαντικό να μην ξεφύγει'', δήλωσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Αχμέτ Νταβούτογλου, σημειώνοντας ότι επί του θέματος αντάλλαξαν απόψεις με τον ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Γκι μουν, με τον οποίο είχε συνάντηση 45 λεπτών προχθές στη Βηρυτό.
Όπως μεταδίδεται από τα κατεχόμενα, η συνάντηση έγινε στο περιθώριο της επίσκεψης και των....

δύο ανδρών στο Λίβανο όπου ο Τούρκος Υπουργός είχε διάφορες επαφές με επίκεντρο το θέμα της Συρίας και συμμετείχε στη σύνοδο των απεσταλμένων των ΗΕ.
Αναφερόμενος στη συνάντησή του με τον ΓΓ του ΟΗΕ, ο Τούρκος ΥΠΕΞ είπε ότι συζήτησαν το Κυπριακό και τις εξελίξεις στην περιοχή. Ο κ. Μπαν, είπε ο κ. Νταβούτογλου, δίδει σημασία στο να καλυφθεί απόσταση στην επικείμενη συνάντηση που θα έχει με τους δύο ηγέτες.
''Στην Κύπρο, είμαστε στο κατώφλι μιας σημαντικής ευκαιρίας. Είναι σημαντικό να μην μας διαφύγει. Γι' αυτό το θέμα ανταλλάξαμε απόψεις με τον Μπαν. Ο ίδιος είπε ότι οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας (για το Κυπριακό) είναι σημαντικές. Συζητήσαμε πολλά διεθνή θέματα. Από το Σουδάν ως το Ιράκ και για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι τις εξελίξεις στη βόρεια Αφρική''.
Μιλώντας μετά τις επαφές του σε Τούρκους δημοσιογράφους, ο κ. Νταβούτογλου κατηγόρησε τον Μπασάρ Αλ Ασαντ ότι δεν προχώρησε στην απόδοση αμνηστίας όπως είχε υποσχεθεί. Οι εξελίξεις στη Συρία επηρεάζουν και τον Λίβανο, που είναι χώρα κλειδί - όπως είπε - σημειώνοντας ότι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του Λιβάνου είναι προς όφελος όλων.
Πηγή: on-news.gr
Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι