Menu

Πρώτη η Ιταλία, 3 - 1 την Αρμενία

Τη νίκη με 3-1 επί της Αρμενίας εκτός έδρας πήρε η Ιταλία πετυχαίνοντας δύο γκολ στο τελευταίο μισάωρο της αναμέτρησης.

Στην πρώτη θέση του 2ου ομίλου των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου βρίσκεται η Ιταλία η οποία απέναντι στην Αρμενία μπορεί να μην πήρε και την πιο εύκολή της νίκη, ωστόσο έφτασε στο τρίποντο επικρατώντας 3-1. Ο Πίρλο στο 11’ με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι άνοιξε το σκορ για την «σκουάντρα ατζούρα» με τον Μκιταριάν να ισοφαρίζει στο 27΄για τους Αρμένιους. Στο τελευταίο μισάωρο όμως, η ομάδα του Τσεζάρε Πραντέλι έδειξε την ανωτερότητά της, φτάνοντας στη νίκη με 3-1. Ο Ντε Ρόσι στο 64’ έκανε το 2-1 για τους φιλοξενούμενους με τον Οσβάλντο στο 81΄ να διαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα και να δίνει τη νίκη στην ομάδα του.

ΑΡΜΕΝΙΑ: Μπερεζόφσκι, Αρζουμανιάν, Μκρτσιάν, Μοβσισιάν, Γεντιγκαριάν (65’ Μανουσαριάν), Μκογιάν, Αλεκσανιάν, Γεντιγκαριάν, Μκιταριάν, Μανουάν (77’ Σαρκίσοφ), Οζμπίλιθ
ΙΤΑΛΙΑ: Μπουφόν, Μάτζιο, Κρισίτο, Μαρκίσιο, Οσβάλντο, Τζιοβίνκο (61’ Ελ Σαράουι), Μπαρτσάλι, Ντε Ρόσι, Μοντολίβο, Μπονούτσι, Πίρλο (74’ Τζιακερίνι)

 

Πηγή: sporfm.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Νέο μέλος η Αρμενία

Συνεδρίασε στη Μάλτα, η Βαλκανική Ομοσπονδία στίβου, προκειμένου να καταλήξει στο αγωνιστικό πρόγραμμα που αφορά στις διοργανώσεις του 2013. Στη διάρκεια της συνεδρίασης αποφασίστηκε επίσης πως η Αρμενία είναι νέο μέλος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

Σε ό,τι αφορά στις διοργανώσεις, η πρόταση που θα καταθέσει την Παρασκευή η ABAF στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής για τη συγκρότηση του αγωνιστικού προγράμματος, θα είναι η εξής:

23/2 Βαλκανικό Πρωτάθλημα κλειστού στίβου, Κωνσταντινούπολη
9/3 Βαλκανικό Ανωμάλου Δρόμου, Βελιγράδι
20/4 Βαλκανικό Βάδην, Αϊβαλί - Τουρκία
6-7/7 Βαλκανικό Εφήβων - Νεανίδων, Τουρκία
15/9 Βαλκανικό Πρωτάθλημα Ημιμαραθωνίου, Ρουμανία
27/10 Βαλκανικό Πρωτάθλημα Μαραθωνίου
Το Βαλκανικό Πρωτάθλημα Α/Γ ανοιχτού θα γίνει στην Βουλγαρία και το Π/Κ στην Τουρκία, όμως, δεν έχει αποφασισθεί ακόμη ημερομηνία.

 

Πηγή: aek365.com

Διαβάστε περισσότερα...

Ισραήλ: Κοιμήθηκε ο Πατριάρχης της Αρμενικής Εκκλησίας Ιεροσολύμων Τουρκόμ Μανουκιάν

Ο πατριάρχης της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Τουρκόμ Β΄ Μανουκιάν, ένας από τους πέντε κηδεμόνες και προστάτες των Αγίων Τόπων, κοιμήθηκε σήμερα σε ηλικίας 93 ετών. Ο Αρμένιος πατριάρχης νοσηλευόταν σε κωματώδη κατάσταση από τον Ιανουάριο, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη.
Ο Τουρκόμ Β΄ Μανουκιάν εξελέγη 96ος πατριάρχης της Αρμενικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων το 1990 και ήταν επικεφαλής των ορθόδοξων αρμενικών κοινοτήτων του Ισραήλ, των Παλαιστινιακών Εδαφών και της Ιορδανίας.
Ο πατριάρχης γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1919 σε έναν καταυλισμό Αρμενίων προσφύγων στην Μπακούμπα, στα βόρεια της Βαγδάτης. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1939, μετά από θεολογικές σπουδές στην ιερατική σχολή του Αρμενικού Πατριαρχείου του Αγίου Ιακώβου στην Ιερουσαλήμ. Το 1946 έφυγε στις ΗΠΑ όπου υπηρέτησε ως επίσκοπος στη Νέα Υόρκη και αρχιεπίσκοπος της Αρμενικής Εκκλησίας της Βόρειας Αμερικής. Ήταν γνωστός στην Ιερουσαλήμ για την καλλιέργειά του και την αγάπη του στη μουσική.
Η Αρμενική Εκκλησία Ιεροσολύμων είναι ένας από τους φύλακες των Αγίων Τόπων, μαζί με την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, τη Λατινική, τη Συριακή και την Κοπτική. Σήμερα υπολογίζεται ότι ζουν στην Ιερουσαλήμ περίπου 2.000 Αρμενίοι, σε μία από τις τέσσερις συνοικίες της Παλιάς Πόλης. Το 1948, όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ, υπολογίζεται ότι οι Αρμένιοι ανέρχονταν στις 16.000.
Η κηδεία του πατριάρχη Μανουκιάν θα τελεστεί στις 22 Οκτωβρίου στο αρμενικό κοιμητήριο του Όρους Σιών στην Ιερουσαλήμ.
Ο διάδοχός του θα εκλεγεί από τα μέλη της μοναστικής αδελφότητας των Αρμενίων μέσα στις επόμενες 40 ημέρες και θα πρέπει να εγκριθεί από τις ισραηλινές αρχές και από τον βασιλιά της Ιορδανίας. Καθήκοντα πατριάρχη ασκεί προς το παρόν ο αρχιεπίσκοπος Νουρχάν Μανουκιάν.
Πηγή: kerdos.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Δυτικοαρμενική: Μια γλώσσα που κινδυνεύει να εξαφανιστεί (;)

Πρό­σφα­τη έ­ρευ­να γλωσ­σο­λό­γων έ­δειξε ό­τι η δυ­τι­κο­αρ­με­νι­κή εί­ναι α­νά­με­σα στις χι­λιά­δες γλώσ­σες που κιν­δυ­νεύ­ουν να ε­ξα­φα­νι­στούν τα ε­πό­με­να ε­κα­τό χρό­νια. Με α­φορ­μή την προ­βο­λή της σει­ράς ντο­κι­μα­ντέρ Greektown α­πό την ΕΤ1 με θέ­μα τους Έλλη­νες της δια­σπο­ράς και την προ­σπά­θειά τους να δια­τη­ρή­σουν ζω­ντα­νή την ελ­ληνι­κή γλώσ­σα και πα­ρά­δο­ση μέ­σα στο τε­ρά­στιο χω­νευ­τή­ρι των λα­ών που λέ­γε­ται Α­με­ρι­κή, η σύ­γκρι­ση με την α­ντί­στοι­χη πε­ρί­πτω­ση της αρ­με­νι­κής δια­σπο­ράς δεν θα ή­ταν ά­σκο­πη.

Η «με­γά­λη δια­σπο­ρά» δη­μιουρ­γή­θη­κε με­τά τη γε­νο­κτο­νί­α του 1915 και τη σο­βιετο­ποί­η­ση της Αρ­με­νί­ας μέ­σα στα ε­λά­χι­στα σύ­νο­ρά της. Η πρώ­τη γε­νιά των αρ­μενί­ων προ­σφύ­γων γεν­νή­θη­κε στην «πα­τρί­δα» (γερ­γκίρ) και έ­ζη­σε τα διά­φο­ρα ε­πει­σό­δια που ο­δή­γη­σαν στη γε­νο­κτονί­α. Οι Αρ­μέ­νιοι αυ­τής της γε­νιάς κυ­ριο­λε­κτι­κά ξε­ρι­ζω­μέ­νοι, μι­λώ­ντας ά­σχημα ή α­γνο­ώ­ντας τε­λεί­ως τη γλώσ­σα της χώ­ρας υ­πο­δο­χής, πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νοι και βα­σα­νι­σμέ­νοι α­πό τα προ­βλή­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ε­πι­βί­ω­σης, πα­ρέ­μειναν μέ­χρι το θά­να­τό τους «προ­σω­ρι­νοί φι­λο­ξε­νού­με­νοι» που ζού­σαν στο «ε­ξωτε­ρι­κό».

Η δεύ­τε­ρη γε­νιά, αυ­τή των ορ­φα­νών ή των παι­διών που γεν­νή­θη­καν στα στρα­τόπε­δα προ­σφύ­γων στην Ελ­λά­δα, στην Κύ­προ, στη Μέ­ση Α­να­το­λή ή στη Γαλ­λί­α, ερ­γάστη­κε σκλη­ρά, ε­ξά­σκη­σε ό­λα τα ε­παγ­γέλ­μα­τα, βελ­τί­ω­σε αι­σθη­τά το ε­πί­πε­δο της ζω­ής της, αλ­λά ε­λά­χι­στοι ή­ταν αυ­τοί που εί­χαν τη δυ­να­τό­τη­τα να φοι­τή­σουν σε κο­λέ­για ή πα­νε­πι­στή­μια. Η χρή­ση της αρ­με­νι­κής ή­ταν κά­τι το φυ­σιο­λογι­κό, αν και μι­λού­σαν σχε­τι­κά κα­λά την ελ­λη­νι­κή, γαλ­λι­κή ή α­ρα­βι­κή γλώσ­σα στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί δια­τή­ρη­σαν τους θε­σμούς και τις πα­ρα­δό­σεις και ε­ξα­σφά­λι­σαν τη με­τα­βί­βα­ση της μνή­μης.

Οι Αρ­μέ­νιοι τρί­της και τέ­ταρ­της γε­νιάς που γεν­νή­θη­καν και με­γά­λω­σαν μακριά α­πό την «πα­τρί­δα» δια­φο­ρο­ποιού­νται ρι­ζι­κά α­πό τις δύ­ο προ­η­γού­με­νες. Ε­πι­τυ­χη­μέ­νοι ε­παγ­γελ­μα­τί­ες, πτυ­χιού­χοι και α­πό­λυ­τα ε­νταγ­μέ­νοι στις μεσαί­ες α­στι­κές τά­ξεις, έ­πα­ψαν να εί­ναι α­μι­γώς αρ­με­νό­φω­νοι, με ε­ξαί­ρε­ση τις πα­ροι­κί­ες της Μέ­σης Α­να­το­λής.

Με­τά α­πό έ­να σχε­δόν αιώ­να ύ­παρ­ξης της δια­σπο­ράς, δια­φαί­νε­ται πώς ο­ρι­σμένες κοι­νό­τη­τες έ­χουν α­να­πτύ­ξει μια α­παι­σιό­δο­ξη και μοι­ρο­λα­τρι­κή στά­ση απέ­να­ντι στο ζή­τη­μα της δια­τή­ρη­σης και χρη­σι­μό­τη­τας της αρ­με­νι­κής γλώσ­σας. Ας δού­με κά­ποια α­πό τα ε­ρω­τή­μα­τα που «βα­σα­νί­ζουν» τους ση­με­ρι­νούς Αρμέ­νιους:

 

-Ζω μό­νι­μα στην Ελ­λά­δα και έ­χω την ελ­λη­νι­κή υ­πη­κο­ό­τη­τα. Για­τί θα πρέπει να μι­λά­ω αρ­μέ­νι­κα;

-Τώ­ρα πια εί­μαι Γάλ­λος. Σε τι θα βο­η­θήσει να μι­λά­ω αρ­μέ­νι­κα στη Γαλ­λί­α;

-Εί­μαι Α­με­ρι­κα­νός. Αι­σθά­νο­μαι Α­με­ρικα­νός. Το γε­γο­νός ό­τι οι πρό­γο­νοί μου ή­ταν Αρ­μέ­νιοι πριν α­πό 100 χρό­νια δεν έχει κα­μιά ση­μα­σί­α για μέ­να.

-Για­τί πρέ­πει να δυ­σκο­λέ­ψω τη ζωή μου; Ποιος νιά­ζε­ται αν θα μι­λά­ει κά­ποιος αρ­μέ­νι­κα;

- Για­τί να πιέ­σω τα παι­διά μου να μά­θουν αρ­μέ­νι­κα, α­φού δεν πρό­κει­ται πο­τέ να ε­πι­στρέ­ψου­με στην Αρ­με­νί­α ή στη δυ­τι­κή Αρ­με­νί­α;

-Δεν μι­λά­ω αρ­μέ­νι­κα αλ­λά αι­σθάνο­μαι Αρ­μέ­νιος.

-Ας το πα­ρα­δε­χτού­με. Στη ση­με­ρι­νή ε­πο­χή τ’ αρ­μέ­νι­κα εί­ναι μια γλώσ­σα που δεν χρη­σι­μεύ­ει σε τί­πο­τα.

-Τ’ αρ­μέ­νι­κα εί­ναι δύ­σκο­λη γλώσσα, ε­νώ τα ελ­λη­νι­κά, τ’ αγ­γλι­κά, τα γαλ­λι­κά έ­χουν γί­νει πλέ­ον η μη­τρι­κή μου γλώσ­σα.

-Δεν μπο­ρώ ν’ α­να­πτύ­ξω έ­να θέ­μα σε μια συ­ζή­τη­ση, το λε­ξι­λό­γιό μου εί­ναι φτω­χό στ’ αρ­μέ­νι­κα.

-Ξέ­χα­σέ το εί­ναι μια χα­μέ­νη υ­πόθε­ση. Α­κό­μη και οι Αρ­μέ­νιοι της Αρ­με­νί­ας μι­λούν πε­ρί­ερ­γα και α­να­κα­τεύ­ουν πολ­λές ρω­σι­κές λέ­ξεις στην ο­μι­λί­α τους.

-Η ζω­ή εί­ναι δύ­σκο­λη, ας μην τη δυσκο­λεύ­ου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο.

-Δεν γεν­νή­θη­κα στην Αρ­με­νί­α. Για­τί πρέ­πει να μι­λά­ω αρ­μέ­νι­κα;

-Πώς θα βο­η­θή­σουν τ’ αρ­μέ­νι­κα ώστε να βρει δου­λειά το παι­δί μου; Δεν υ­πάρ­χει μέλ­λον στ’ αρ­μέ­νι­κα.

 

Ό­ταν τα μέ­λη μιας κοι­νό­τη­τας, η γλώσ­σα της ο­ποί­ας α­πει­λεί­ται με ε­ξα­φά­νιση, σκέ­φτο­νται κατ’ αυ­τόν τον τρό­πο, εί­ναι α­λή­θεια ό­τι οι κοι­νω­νιο­λό­γοι και οι γλωσ­σο­λό­γοι δεν μπο­ρούν να κά­νουν και πολ­λά πράγ­μα­τα. Τα πε­ρισ­σό­τερα Αρ­με­νό­που­λα δεν δι­δά­σκο­νται την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα και κά­ποια στιγ­μή, όταν οι γο­νείς τους θα έ­χουν φύ­γει α­πό τη ζω­ή, δεν θα υ­πάρ­χει πλέ­ον κα­νείς για να συ­νε­χί­σει την αρ­με­νι­κή πα­ρά­δο­ση, γλώσ­σα και κουλ­τού­ρα.

Ω­στό­σο, η κοι­νω­νιο­λό­γος-γλωσ­σο­λό­γος Άρ­ντα Τζε­μπε­τζιάν α­πό τη Λευ­κω­σί­α, σ’ έ­να εν­δια­φέ­ρον άρ­θρο της, που δη­μο­σί­ευ­σε το δια­δι­κτυα­κό Ramgavar Mamoul στις 21.5.2012, πι­στεύ­ει α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το και υ­πο­στη­ρί­ζει την ά­πο­ψή της α­να­φέ­ρο­ντας τις διά­φο­ρες δρα­στη­ριό­τη­τες τις ο­ποί­ες θα μπο­ρού­σαν να ε­ξα­σκή­σουν το ά­το­μο, η οι­κο­γέ­νεια και η κοι­νό­τη­τα προ­κει­μέ­νου ν’ α­ντι­στρέ­ψουν το κλί­μα και να δια­τη­ρή­σουν και να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψουν τη δυ­τι­κο­αρ­μενι­κή γλώσ­σα στη δια­σπο­ρά. Πα­ρα­θέ­του­με τους πί­να­κες που συ­νέ­τα­ξε κα­τά κατη­γο­ρί­α:

 

Τι μπο­ρεί να κά­νει έ­να ά­το­μο

Να α­να­πτύ­ξει μια θε­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην αρ­με­νι­κή γλώσσα και τον αρ­με­νι­σμό.

Να α­κού­ει αρ­μέ­νι­κα τρα­γού­δια.

Να πα­ρευ­ρί­σκε­ται σε πο­λι­τι­στι­κές, κοι­νω­νικές, πο­λι­τι­κές και θρη­σκευ­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις.

Να αι­σθά­νε­ται υ­πε­ρή­φα­νος για την αρ­με­νι­κή του κλη­ρο­νο­μιά.

Να εν­θαρ­ρύ­νει τα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας να μιλούν με­τα­ξύ τους την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Να ε­πι­σκέ­πτε­ται την πα­τρί­δα μό­νος ή με Αρ­μένιους ή μη Αρ­μέ­νιους φί­λους.

Να γί­νει μέ­λος μιας πο­λι­τι­στι­κής ή πο­λι­τικής ορ­γά­νω­σης.

Να α­πο­φεύ­γει να «α­να­κα­λύ­πτει» α­δυ­να­μί­ες στην αρ­με­νι­κή κουλ­τού­ρα ε­παι­νώ­ντας μο­νί­μως αυ­τήν της χώ­ρας υ­πο­δο­χής.

Να πα­ντρεύ­ε­ται Αρ­μέ­νιο ή να νυμ­φεύ­ε­ται Αρ­μέ­νισ­σα.

Να μι­λά­ει την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα με τα παι­διά του.

Αν μι­λά ή­δη την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα να εν­θαρ­ρύνει και άλ­λους να μι­λούν ε­πί­σης.

Να μην ει­ρω­νεύ­ε­ται αυ­τούς που πα­σχί­ζουν να μι­λή­σουν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να συ­χνά­ζει τα­κτι­κά στην εκ­κλη­σί­α.

Τι μπο­ρούν να κά­νουν οι οι­κο­γέ­νειες

Να α­να­πτύ­ξουν μια θε­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην αρ­με­νι­κή γλώσ­σα και τον αρ­με­νι­σμό.

Να μην ντρέ­πο­νται να γιορ­τά­ζουν την αρ­με­νική πα­ρά­δο­ση.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τη δι­γλωσ­σί­α στα παι­διά τους κα­θώς αυ­ξά­νει την πνευ­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη και τη σκέ­ψη τους.

Να βο­η­θή­σουν τα παι­διά τους και τα μέ­λη άλ­λων οι­κο­γε­νειών να λύ­σουν «το ζή­τη­μα της ντρο­πής».

Να θυ­μού­νται πά­ντα ό­τι τα δί­γλωσ­σα παι­διά εί­ναι πιο έ­ξυ­πνα α­πό τα α­ντί­στοι­χα μο­νό­γλωσ­σα.*

Να γί­νουν το πα­ρά­δειγ­μα στις άλ­λες οι­κο­γένειες και να τις εν­θαρ­ρύ­νουν να μι­λούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα ό­που εί­ναι δυνα­τόν.

Να ορ­γα­νώ­σουν ο­μά­δες γο­νέ­ων υ­πο­στή­ρι­ξης που θα έ­χουν ως στό­χο να μι­λούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τα παι­διά τους να α­κούν αρ­μένι­κα τρα­γού­δια στο youtube ή στα i-pods.

Να συ­στή­σουν στα παι­διά τους σε άλ­λα Αρ­με­νόπου­λα ώ­στε να με­γι­στο­ποι­ή­σουν τις ευ­και­ρί­ες τους να μι­λούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να ορ­γα­νώ­σουν κα­λο­και­ρι­νές δρα­στη­ριό­τητες γύ­ρω α­πό τη γλώσ­σα.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τα παι­διά τους να πα­ντρεύ­ονται Αρ­μέ­νιους.

Να α­πο­φεύ­γουν να μι­λούν υ­πο­τι­μη­τι­κά σ’ αυτούς που δεν μι­λούν ή μι­λούν μέ­τρια την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τους γο­νείς και τους η­λι­κιωμέ­νους να μι­λούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να γιορ­τά­ζουν αρ­με­νι­κές ε­θνι­κές και θρη­σκευ­τι­κές ε­πε­τεί­ους.

Να συ­χνά­ζουν τα­κτι­κά στην εκ­κλη­σί­α.

 

Τι μπο­ρούν να κάνουν οι κοι­νό­τη­τες

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τους με­γα­λύ­τε­ρους να μι­λούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να ορ­γα­νώ­νουν πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις που θα βο­η­θούν στην προ­ώ­θη­ση της αρ­με­νι­κής γλώσ­σας.

Να το­πο­θε­τή­σουν πι­να­κί­δες στην αρ­με­νι­κή γλώσ­σα σε διά­φο­ρους χώ­ρους της κοι­νό­τη­τας.

Να ε­νη­με­ρώ­νουν τους αρ­μέ­νιους γο­νείς και τα μέ­λη για τις α­ρε­τές της δι­γλωσ­σί­ας.

Να προ­κα­λούν το εν­δια­φέ­ρον των γο­νέ­ων για αρμε­νι­κά θέ­μα­τα.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τους γο­νείς να μι­λούν την αρμε­νι­κή γλώσ­σα στα παι­διά τους.

Να δη­μιουρ­γούν πο­λι­τι­στι­κές δρα­στη­ριό­τητες που θα ε­μπνεύ­σουν υ­πε­ρη­φά­νεια στη νέ­α γε­νιά.

Να ορ­γα­νώ­νουν τα­ξί­δια στην Αρ­με­νί­α.

Να ε­ξα­λεί­ψουν την α­ντι­πα­λό­τη­τα α­νά­με­σα στα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα.

Να κά­νουν γνω­στό τον αρ­με­νι­κό πο­λι­τι­σμό στην κυ­ρί­αρ­χη κουλ­τού­ρα.

Να ορ­γα­νώ­νουν σε­μι­νά­ρια στην αρ­με­νι­κή γλώσσα μέ­σα στην κοι­νό­τη­τα που θα ε­στιά­ζουν και θα θα ε­πι­λύ­ουν διά­φο­ρα θέ­ματα και προ­βλή­μα­τα.

Να α­να­πτύ­ξουν προ­γράμ­μα­τα γο­νέ­ων για να μάθουν και να χρη­σι­μο­ποιούν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να ε­νη­με­ρώ­νουν τα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας για τους διά­φο­ρους ι­στό­το­πους στο δια­δί­κτυο ό­που δι­δά­σκεται η αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να ορ­γα­νώ­νουν συ­να­ντή­σεις ό­που θα ε­στιά­ζεται η προ­σο­χή στον κίν­δυ­νο ε­ξα­φά­νι­σης της δυ­τι­κο­αρ­με­νι­κής γλώσ­σας και στη σπου­δαιό­τη­τα της δια­τή­ρη­σης και α­να­βί­ω­σής της.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν ά­το­μα και ορ­γα­νώ­σεις να α­νακα­λύ­ψουν με­θό­δους εκ­μά­θη­σης της αρ­με­νι­κής γλώσ­σας.

Να γρά­φουν συ­στα­τι­κές ε­πι­στο­λές που να υ­ποστη­ρί­ζουν την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα.

Να εν­θαρ­ρύ­νουν τους γά­μους με­τα­ξύ Αρ­με­νί­ων και να α­πο­θαρ­ρύ­νουν τους μι­κτούς γά­μους.

Να δη­μιουρ­γή­σουν α­φί­σες, μπλου­ζά­κια και δια­φη­μι­στι­κά με σλό­γκαν «αν εν­δια­φέ­ρε­σαι για την αρ­με­νι­κή γλώσ­σα, να μι­λάς αρ­μέ­νι­κα», «μι­λά­ω αρ­μέ­νι­κα στα παι­διά μου».

Να κά­νουν γνω­στό ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τερο τον κίν­δυ­νο ε­ξα­φά­νι­σης της δυ­τι­κο­αρ­με­νι­κής γλώσ­σας.

Να ε­πι­δει­κνύ­ουν θε­τι­κή στά­ση και διά­θε­ση απέ­να­ντι στην Αρ­με­νί­α.

 

Ζού­με σε δύ­σκο­λους και­ρούς. Πρέ­πει να υ­πάρ­ξει προ­βλη­μα­τι­σμός και να ση­μάνει συ­να­γερ­μός ό­χι μό­νο στη δια­σπο­ρά, αλ­λά και στην ί­δια την Αρ­με­νί­α, να δοθεί βά­ρος στην προ­ε­τοι­μα­σί­α και εκ­παί­δευ­ση νέ­ων δα­σκά­λων που θα στελε­χώ­σουν τα ή­δη υ­πάρ­χο­ντα ή και υ­πό ί­δρυ­ση σχο­λεί­α.** Η αρ­με­νι­κή γλώσ­σα που ο­μι­λεί­ται ε­δώ και τρεις χι­λιά­δες χρό­νια, κα­τά­φε­ρε να δια­σω­θεί χά­ρις στους 38 «στρα­τιώ­τες» (τα γράμ­μα­τα του αρ­με­νι­κού αλ­φα­βήτου) που ε­πι­νό­η­σε ο σο­φός Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς το 405 μ.Χ. Στο ε­ξής, η δια­τή­ρη­ση και διά­σω­ση της δυ­τι­κο­αρ­με­νι­κής δεν θα εί­ναι εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση για τους Αρ­μέ­νιους της δια­σπο­ράς, κα­θώς η λαί­λα­πα της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης και της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης που σα­ρώ­νει ό­λο τον κό­σμο, δυ­σκο­λεύ­ει το έρ­γο τους. Ω­στό­σο, με με­θο­δι­κό­τη­τα και ορ­γά­νω­ση α­κο­λου­θώ­ντας κά­ποιους α­πό τους «κα­νό­νες» που προ­α­να­φέρ­θη­καν, με έ­να μα­κρό­πνο­ο πρό­γραμ­μα και σε συ­νερ­γα­σί­α με το Υ­πουρ­γεί­ο Δια­σπο­ράς της Αρ­με­νί­ας, ο­φεί­λουν να εμ­φυ­σή­σουν υ­πε­ρη­φά­νεια στη νέ­α γε­νιά για την Ι­στο­ρί­α, τον Πο­λι­τι­σμό και τη Γλώσ­σα των προ­γό­νων, δη­μιουρ­γώντας τους κα­τάλ­λη­λους δε­σμούς α­νά­με­σα στους νέ­ους γο­νείς, τα παι­διά και τους έ­φη­βους για την α­να­γκαιό­τη­τα δια­τή­ρη­σης και χρή­σης της δυ­τι­κο­αρ­μενι­κής γλώσ­σας που θα με­τα­λα­μπα­δευ­τεί στις ε­πό­με­νες γε­νιές.

 

Η γλώσ­σα εί­ναι ο πλού­τος μας. Έ­χου­με κα­θή­κον ως Αρ­μέ­νιοι να τη δια­φυ­λά­ξου­με στη μνή­μη των ε­κα­το­ντά­δων χι­λιά­δων νε­κρών μας.

*Εξ άλ­λου, σύμ­φω­να με δη­μο­σί­ευ­μα της Γκάρ­ντιαν, έ­ρευ­να των ψυ­χο­λό­γων-ε­ρευ­νη­τριών Helen Bialystok στο πα­νε­πι­στή­μιο York του Το­ρό­ντο και Judith Krol στο πα­νε­πιστή­μιο της Πεν­συλ­βά­νια έ­δει­ξε, ό­τι ά­το­μα που με­γα­λώ­νουν ως δί­γλωσ­σα, εμ­φανί­ζουν (ε­νι­σχυ­μέ­νες) ε­γκε­φα­λι­κές γνω­σια­κές και συ­μπε­ρι­φο­ρι­κές λει­τουργί­ες, οι ο­ποί­ες με τη σει­ρά τους λει­τουρ­γούν ως α­σπί­δα προ­στα­σί­ας α­πέ­ναντι στην ά­νοια και τη νό­σο του Αλ­τσχά­ι­μερ σε προ­χω­ρη­μέ­νη η­λι­κί­α.

**Εί­ναι ά­κρως εν­θαρ­ρυ­ντικό το γε­γο­νός ό­τι στη Γαλ­λί­α την τε­λευ­ταί­α ει­κο­σα­ε­τί­α ι­δρύ­θη­καν τα σχολεί­α του Χα­μα­σκα­ΐν στη Μασ­σα­λί­α, Μπαρ­σα­μιάν στη Νις, Μαρ­κα­ριάν στη Λυών, Αρ­με­νί­ων Με­τα­φρα­στών (Ι­σύ λε Μου­λι­νό), Μεσ­ρο­πιάν (Αλ­φορ­βίλ ), Σια­μα­ντό (Μπα­νιέ ) στα προ­ά­στια του Πα­ρι­σιού.

 

Σαρκίς Αγαμπατιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Έρικ Ναζαριάν

Γνώ­ρι­σα τον Έ­ρικ Να­ζα­ριάν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, κα­τά τη διάρ­κεια των γυ­ρι­σμά­των της μι­κρού μή­κους ταινί­ας του Bolis. Α­μέ­σως μου έ­κα­νε ε­ντύ­πω­ση το πά­θος και η α­φο­σοί­ω­ση που δου­λεύ­ει για να φέ­ρει κο­ντά Αρ­μέ­νιους και Τούρκους, να γε­φυ­ρώ­σει μέ­σα α­πό την τέ­χνη και τη δου­λειά του το χά­σμα, να βρει μια κοι­νή γραμ­μή δια­λό­γου. Χω­ρίς εκ­πτώ­σεις και ψέμ­μα­τα, μό­νο κοι­τώ­ντας τον άλ­λον – και την Ι­στο­ρί­α – στα μά­τια. Γεν­νη­μέ­νος στην Αρ­με­νί­α και με­γα­λω­μέ­νος στο Λος Ά­ντζε­λες, α­πο­φοί­τη­σε από το Πα­νε­πι­στή­μιο της Νό­τιας Κα­λι­φόρ­νια και η πρώ­τη του με­γά­λου μή­κους ται­νί­α, The Blue Hour, έ­κα­νε πρε­μιέ­ρα στο 55ο φε­στι­βάλ του Σαν Σε­μπα­στιάν.

Δεν ή­ταν η φε­τι­νή η πρώ­τη φο­ρά που βρέ­θη­κα στο φε­στι­βάλ του Golden Apricot. Ή­ταν ό­μως η πρώ­τη που ή­μουν ε­κεί με τον Έ­ρικ. Και το να εί­σαι στο Yerevan μα­ζί του εί­ναι μια μο­να­δι­κή ε­μπει­ρί­α που πε­ρι­λαμ­βά­νει συ­ζη­τή­σεις, ται­νί­ες, μου­σι­κή και πο­λύ – πά­ρα πο­λύ – μπύ­ρα! Έ­να α­πό­γευ­μα βρε­θή­κα­με να πί­νου­με πα­ρέ­α μια “kilikia” στο μπαρ του ξε­νο­δο­χεί­ου Ani Plaza.

 

Η πρώ­τη φο­ρά που συμ­με­τεί­χες στο φε­στι­βάλ του Golden Apricot ή­ταν με την πρώ­τη σου με­γά­λου μή­κους ται­νί­α, The Blue Hour;

Πρώ­τη φο­ρά ναι, το 2008. Η ται­νί­α κέρ­δι­σε το βρα­βεί­ο κα­λύ­τε­ρης ταινί­ας στο «Αρ­με­νι­κό Πα­νό­ρα­μα», το βρα­βεί­ο της Οι­κου­με­νι­κής Ε­πι­τρο­πής, Ειδι­κή Μνεί­α σκη­νο­θε­σί­ας α­πό το Υ­πουρ­γεί­ο Δια­σπο­ράς και το Ει­δι­κό Βρα­βεί­ο που δί­νε­ται α­πό τον Πρω­θυ­πουρ­γό της χώ­ρας.

 

Και τώ­ρα ε­πι­στρέ­φεις με...

Με το Bolis. Μια ται­νί­α που έ­γρα­ψα με­τά το θά­να­το του Χρα­ντ Ντιν­κ, θέ­λο­ντας να γε­φυ­ρώ­σω την Αρ­με­νι­κή μου ταυ­τό­τη­τα με τη δου­λειά μου ως σκη­νο­θέ­της, και την ί­δια στιγ­μή να ψά­ξω τη μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση των Αρ­με­νί­ων που χά­θη­καν στη Γε­νο­κτο­νί­α. Ή­ταν μια ευ­και­ρί­α να κά­νω μί­α ταινί­α στην Τουρ­κί­α για τους Αρ­μέ­νιους της Δια­σπο­ράς που ε­πι­στρέ­φουν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη με το φορ­τί­ο της Γε­νο­κτο­νί­ας του 1915. Και την ί­δια στιγ­μή να κά­νω μια ται­νί­α στην Τουρ­κί­α και να μι­λή­σω α­νοι­κτά για το τι συνέ­βη στους Αρ­με­νί­ους της Ο­θω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, και το ο­ποί­ο ή­ταν «Γενο­κτο­νί­α». Η ί­δια τρα­γω­δί­α ε­πήλ­θε στους Πό­ντιους και στους Ασ­σύ­ριους. Αυτά τα κε­φά­λαια α­νή­κουν σε μια α­παί­σια πε­ρί­ο­δο της Ι­στο­ρί­ας του 20ού αιώ­να, που α­κό­μα χρειά­ζε­ται να ε­ρευ­νηθεί. Α­κό­μα χρειά­ζε­ται να γί­νουν ται­νί­ες γι αυ­τήν.

Το Bolis λέ­ει την ι­στο­ρί­α ε­νός Αρ­με­νί­ου μου­σι­κού του ού­τι, που ε­πι­στρέ­φει στην Πό­λη για πρώ­τη φο­ρά για να βρει το μα­γα­ζί με ού­τια που εί­χε ο παπ­πούς του στο Kadiköy, και που ε­ξα­φα­νί­στη­κε στη Γε­νο­κτο­νί­α.

Εί­χα­με έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό συ­νερ­γεί­ο, και γνώ­ρι­σα υ­πέ­ρο­χους αν­θρώ­πους, κά­ποιοι από τους ο­ποί­ους σή­με­ρα εί­ναι σαν οι­κο­γέ­νεια για μέ­να, ό­πως ο συγ­γρα­φέ­ας Πέ­τρος Μάρ­κα­ρης.

 

Απ’ ό­σο ξέ­ρω το Bolis εί­ναι μι­κρού μή­κους ται­νί­α, το σε­νά­ριο ό­μως προ­έρ­χε­ται από έ­να με­γά­λου μή­κους που έ­γρα­ψες πρώ­τα. Πώς ή­ταν η με­τα­φο­ρά της ι­στο­ρί­ας από με­γά­λου μή­κους σε­νά­ριο σε μι­κρού;

Πο­λύ προ­σε­κτι­κή. Νο­μί­ζω οι μι­κρού μή­κους ται­νί­ες εί­ναι μια πο­λύ κα­λή ά­σκη­ση για να “κρα­τιέ­σαι σε φόρ­μα” σαν σκη­νο­θέ­της, α­φού έ­χεις στη διά­θε­σή σου μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, σε α­ντίθε­ση με τις με­γά­λου μή­κους ται­νί­ες ό­που έ­χεις το χρό­νο να α­να­πτύ­ξεις την ιστο­ρί­α και τους χα­ρα­κτή­ρες. Θα πε­ριέ­γρα­φα την ό­λη δια­δι­κα­σί­α σαν να γρά­φεις έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα και με­τά ν’ α­πο­φα­σί­σεις να γρά­ψεις έ­να δι­ή­γη­μα που θα βα­σί­ζε­ται στο μυ­θι­στό­ρη­μα. Ή­ταν μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα πρό­κλη­ση, αλ­λά ει­λι­κρι­νά πι­στεύ­ω ό­τι η μι­κρού μή­κους υ­πάρ­χει α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τη με­γά­λου, εί­ναι κά­τι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό.

 

Το Bolis εί­χε ή­δη μί­α ε­πι­τυ­χη­μέ­νη πο­ρεί­α σε διε­θνή φε­στι­βάλ, κέρ­δι­σε βρα­βεί­α και προ­βλή­θη­κε σε διά­φο­ρα μέ­ρη του κό­σμου. Πώς νιώ­θεις ό­μως που προ­βάλ­λε­ται ε­δώ, στο Yerevan;

Πο­λύ, πο­λύ ι­διαί­τε­ρα. Α­πό τη μί­α γιατί το Yerevan εί­ναι η πρω­τεύ­ου­σα ό­λων των Αρ­μενί­ων του κό­σμου, και η Πό­λη ή­ταν η πο­λι­τι­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα των Αρ­με­νί­ων. Από την άλ­λη για­τί α­γα­πώ πο­λύ αυ­τή την πό­λη κι αυ­τό το φε­στι­βάλ. Οι άν­θρω­ποι του Golden Apricot εί­ναι σαν οι­κο­γέ­νεια για μέ­να και εί­ναι πο­λύ συ­γκι­νη­τι­κό να βλέ­πεις και ν’ α­κούς τις α­ντι­δρά­σεις, ι­διαί­τε­ρα αυ­τές των παι­διών χθες στο TUMO, ή­ταν πραγ­μα­τι­κά ο­ξυ­δερ­κείς και σίγου­ρα οι κα­λύ­τε­ρες ε­ρω­τή­σεις που μου έ­χουν κά­νει για την ται­νί­α.

 

Μπο­ρείς να μας πεις λί­γο για το TUMO; Τι α­κρι­βώς εί­ναι;

Το TUMO εί­ναι έ­νας και­νού­ριος ορ­γα­νι­σμός με στό­χο να δι­δά­ξει σε παιδιά διε­πι­στη­μο­νι­κά πε­δί­α της δη­μιουρ­γι­κής τε­χνο­λο­γί­ας. Κι ε­γώ τώ­ρα μα­θαίνω σχε­τι­κά, ο­πό­τε δεν θα ή­θε­λα να δώ­σω λά­θος πλη­ρο­φο­ρί­ες. Βα­σι­κά ό­μως δι­δάσκουν παι­διά διά­φο­ρα θέ­μα­τα, α­πό σε­μι­νά­ρια α­φή­γη­σης, φω­το­γρα­φί­α, Ι,.Τ, υ­πολο­γι­στές, τα πά­ντα. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά μί­α α­πό τις πιο α­ξιο­θαύ­μα­στες ε­κ­παιδευ­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες που έ­χω α­κού­σει. Έ­χεις ή­δη πει αρ­κε­τές φο­ρές ό­τι ήταν για σέ­να μο­να­δι­κή ε­μπει­ρί­α να κά­νεις γυ­ρί­σμα­τα στην Πό­λη, να δου­λέ­ψεις με Τούρ­κους και Κούρ­δους. Ή­ταν δύ­σκο­λο να τους ε­μπι­στευ­θείς, να βρεις κοι­νή γλώσ­σα; Νο­μί­ζω ό­τι το σι­νε­μά εί­ναι η κοι­νή μας γλώσ­σα. Σαν Αρ­μέ­νιος φυ­σι­κά μου εί­ναι δύ­σκο­λο να ε­πι­στρέ­ψω στην Πό­λη, στη γεν­νέ­τει­ρα της Γε­νο­κτο­νί­ας. Δεν ή­θε­λα ό­μως η Γε­νο­κτο­νί­α να γί­νει ο λόγος να μην μπο­ρέ­σω να βιώ­σω την Πό­λη «γι αυ­τό που εί­ναι σή­με­ρα», ό­πως λέ­ει και ο ή­ρω­ας στο Bolis. Ό­λοι οι συνερ­γά­τες μου δού­λε­ψαν πο­λύ σκλη­ρά, κι ε­γώ ή­μουν πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νος για το τι ή­θε­λα. Κα­λύ­τε­ρα φυ­σι­κά να ρω­τή­σε­τε ε­κεί­νους, αλ­λά νο­μί­ζω ό­τι ό­λοι ή­ταν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι α­πό την ε­μπει­ρί­α, κι ε­γώ εί­μαι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος με το τελι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.

 

Και το γε­γο­νός ό­τι στην ται­νί­α σου ο ό­ρος «Γε­νο­κτο­νί­α» χρη­σι­μο­ποιεί­ται α­νοι­κτά, δεν σου δη­μιούρ­γη­σε προ­βλή­μα­τα να βρεις αν­θρώ­πους να δου­λέ­ψουν μα­ζί σου;

Το συ­νερ­γεί­ο δού­λε­ψε μα­ζί μου γιατί τους ά­ρε­σε η δια­δι­κα­σί­α, και για­τί ή­ταν μια δου­λειά γι αυ­τούς. Ό­μως κοί­τα, εί­μαι έ­νας Αρ­μέ­νιος της Δια­σπο­ράς που πά­ει στην Πό­λη για να κά­νει μια ταινί­α για έ­ναν Αρ­μέ­νιο της Δια­σπο­ράς που ε­πι­στρέ­φει να βρει τις ρί­ζες του που κό­πη­καν βί­αια ε­ξαι­τί­ας της Γε­νο­κτο­νί­ας. Αυ­τή εί­ναι η α­πο­στο­λή μου ως καλ­λι­τέ­χνης και δεν έ­χει να κά­νει με τί­πο­τα άλ­λο, εί­ναι το ό­ρα­μά μου και κανέ­νας δεν έ­χει το δι­καί­ω­μα να λο­γο­κρί­νει κα­νέ­ναν, πα­ρό­λο που δυ­στυ­χώς σε πολ­λές χώ­ρες καλ­λι­τέ­χνες λο­γο­κρί­νο­νται και φυ­λα­κί­ζο­νται. Προ­σω­πι­κά θε­ωρώ ό­τι η «ε­λευ­θε­ρί­α του λό­γου» εί­ναι α­πό τις βα­σι­κές αρ­χές της δη­μο­κρα­τίας και την παίρ­νω πο­λύ σο­βα­ρά. Α­πό την άλ­λη ό­μως δεν θέ­λω άλ­λοι να έ­χουν προ­βλή­μα­τα, ε­ξαι­τί­ας της ται­νί­ας. Εί­ναι ση­μα­ντι­κό για μέ­να να κά­νω αυ­τό που θεω­ρώ σω­στό, και σω­στό για μέ­να εί­ναι να α­κο­λου­θώ την καρ­διά μου. Δε λο­γο­κρί­νω κα­νέ­ναν, ού­τε φυ­σι­κά τον ε­αυ­τό μου.

 

Προ­σπα­θείς σκλη­ρά να γε­φυ­ρώ­σεις μέ­σα α­πό το σι­νε­μά, μέ­σα α­πό την τέ­χνη σου, τους Αρ­μέ­νιους και τους Τούρ­κους. Έ­να μέ­ρος της προ­σπά­θειας αυ­τής εί­ναι και η συμ­με­το­χή σου στην «Αρ­μενική-Τουρ­κι­κή Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή Πλατ­φόρ­μα» (ATCP). Μπο­ρείς να μας μι­λή­σεις γι αυ­τή την πρω­το­βου­λί­α;

Εί­ναι έ­να υ­πέ­ρο­χο πρό­γραμ­μα υ­πό τη σκέ­πη του φε­στι­βάλ του Golden Apricot και του τουρ­κι­κού ι­δρύ­μα­τος “Anadolu Kultur”, με στό­χο να χτί­σει έ­να διά­λο­γο, μί­α δί­ο­δο ε­πι­κοι­νω­νί­ας α­νά­με­σα σε νε­α­ρούς Αρ­μέ­νιους, Τούρ­κους και Κούρ­δους σκη­νο­θέ­τες. Να δη­μιουρ­γή­σουν μα­ζί ι­στορί­ες ντο­κυ­μα­ντέρ ή ται­νί­ες μι­κρού και με­γά­λου μή­κους, που θί­γουν θέ­μα­τα δια­πο­λι­τι­σμι­κής ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Νο­μί­ζω εί­ναι έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό πρό­γραμ­μα που κά­θε χρό­νο γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρο. Βλέ­πω ό­τι το θέ­μα του δια­λό­γου και της α­ποκά­λυ­ψης του Πα­ρελ­θό­ντος και της Ι­στο­ρί­ας εί­ναι κοι­νό σε πολ­λούς νέ­ους σκη­νο­θέ­τες που θέ­λουν να πά­νε στο Yerevan ή στην Τουρ­κί­α και να δου­λέ­ψουν. Εί­ναι α­κρι­βώς αυ­τό που θα έ­πρε­πε να κα­τα­λά­βουν οι πο­λι­τι­κοί, για­τί ε­πί της ου­σί­ας αυ­τό εί­ναι πο­λι­τι­σμι­κή δι­πλω­μα­τί­α, και ό­χι να κά­θε­σαι σ’ έ­να δω­μά­τιο, να δί­νεις τα χέ­ρια και να μι­λάς για πράγ­μα­τα που πο­τέ δε γί­νο­νται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυ­τά τα παι­διά κά­νουν ται­νί­ες μα­ζί, κά­νουν τη συ­νερ­γα­σί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κά­νουν ό,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρούν και πραγ­μα­τι­κά πρέ­πει ό­λοι να τους βο­η­θή­σου­με. Και πι­στεύ­εις ό­τι μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει μια α­νοι­χτή και ει­λι­κρι­νής συ­νερ­γα­σί­α α­νά­με­σα σε Αρ­μέ­νιους και Τούρ­κους; Υ­πάρ­χει μια με­ρί­δα αν­θρώ­πων που δεν το πι­στεύ­ουν. Α­ντι­θέ­τως, υ­πο­στηρί­ζουν ό­τι εί­ναι πολ­λά α­κό­μα αυ­τά που πρέ­πει να ξε­πε­ρα­στούν για να μπο­ρέσουν οι δύ­ο λα­οί, να συ­νερ­γα­στού­με χω­ρίς το «πτώ­μα» α­νά­με­σά μας.

Πι­στεύ­ω ό­τι σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες πρέ­πει να εί­σαι πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νος, δεν μπο­ρείς να γε­νι­κο­ποιείς. Ναι σίγου­ρα, έ­χει χυ­θεί πο­λύ αί­μα στο αυ­λά­κι, πά­ρα πο­λύ. 1,5 εκ. Αρ­μέ­νιοι χά­θη­καν κατά τη διάρ­κεια της Γε­νο­κτο­νί­ας και η Τουρ­κί­α α­κό­μα δεν το α­να­γνω­ρί­ζει. Το αν θα το κά­νει τε­λι­κά, μέ­νει να το α­πα­ντή­σει η Ι­στο­ρί­α. Το τι κά­νουν οι πο­λιτι­κοί, α­φο­ρά αυ­τούς. Έ­τσι κι αλ­λιώς ξέ­ρου­με πο­λύ λί­γα για το τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει πί­σω α­πό τις κλει­στές πόρ­τες, ό­ταν οι φω­το­γρα­φί­ες και τα χα­μό­γελα τε­λειώ­σουν κι αρ­χί­σει η πραγ­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή. Εί­ναι ά­σκο­πο να το συ­ζητά­με κι ε­γώ δεν εί­μαι πο­λι­τι­κός, αλ­λά πι­στεύ­ω σαν καλ­λι­τέ­χνες ο­φεί­λου­με να χτί­σου­με γέ­φυ­ρες με τις γεί­το­νες χώ­ρες αλ­λά και καλ­λι­τέ­χνες πα­γκο­σμί­ως μέ­σα α­πό τις ται­νί­ες μας. Εί­μαι αι­σιό­δο­ξος. Για μέ­να ή­ταν πο­λύ ση­μα­ντι­κό να ε­ξαν­θρω­πί­σω το Αρ­μενι­κό θέ­μα στην Τουρ­κί­α μέ­σα α­πό μια ι­στο­ρί­α για τη Γε­νο­κτο­νί­α. Το μέ­γε­θος των αρ­μενι­κών, ελ­λη­νι­κών και ανα­το­λί­τι­κων πο­λι­τισμών που χά­θη­καν κα­τά τη διάρ­κεια του Α’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου εί­ναι τε­ράστιο. Πρέ­πει να υ­πάρ­χει κά­ποιος τρό­πος τώ­ρα, σχε­δόν 100 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, οι λαοί να μπο­ρούν να δου­λεύ­ουν μα­ζί, να α­κού­νε ο έ­νας των άλ­λο, να μπο­ρούν να μαθαί­νουν αυ­τά που δεν έ­χουν δι­δα­χθεί. Κι αν τα κα­τα­φέ­ρουν τα κα­τά­φε­ραν, αν όχι προ­χω­ρά­με. Κα­τα­λα­βαί­νω το σκε­πτι­κι­σμό, αλ­λά εν τέ­λει πι­στεύ­ω ό­τι πρέπει να α­κο­λου­θείς την καρ­διά σου. Για να μπο­ρέ­σεις να ε­πι­κοι­νω­νή­σεις το όρα­μά σου με τρό­πο ευ­πρόσ­δε­κτο ό­χι μό­νο στους δι­κούς σου αν­θρώ­πους, αλ­λά και σ’ αυ­τούς της α­ντί­πε­ρα ό­χθης. Και αν μπο­ρείς να το κά­νεις αυ­τό με μια ται­νί­α, δου­λεύο­ντας με 40 αν­θρώ­πους και να έ­χεις έ­να δέ­σι­μο έ­στω για μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, τό­τε αυ­τό εί­ναι η αρ­χή μια αλ­λα­γής. Δεν πι­στεύ­ω ό­τι η αλ­λαγή μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει λέ­γο­ντας: “Ελ­λά­δα, Τουρ­κί­α, Αρ­με­νί­α, α­πό ‘δω και μπρος εί­στε φί­λοι!” Τι ση­μαί­νει αυ­τό; Είναι πα­ρά­λο­γο! Οι λα­οί κου­βα­λούν έ­να τε­ρά­στιο φορ­τί­ο α­πό τα τραύ­μα­τα της Ι­στο­ρί­ας και ο­φεί­λεις να το σε­βα­στείς.

 

Βλέ­πεις ό­μως δια­φο­ρά στη νε­ό­τε­ρη γε­νιά; Και μέ­σα α­πό το ATCP;

Δεν εί­μαι τό­σο έ­μπει­ρος, α­φού δεν ζω ε­δώ. Ζω στην Α­με­ρι­κή και η Α­με­ρι­κή εί­ναι άλ­λος κό­σμος. Ε­δώ αι­σθά­νο­μαι αισιό­δο­ξος για­τί βλέ­πω Αρ­μέ­νιους, Κούρ­δους, Τούρ­κους σκη­νο­θέ­τες να δια­σκεδά­ζουν μα­ζί στο φε­στι­βάλ, να συ­ζη­τά­νε, να σχε­διά­ζουν συ­νερ­γα­σί­ες, να κρατούν ε­πα­φή. Αυ­τό εί­ναι πο­λύ αι­σό­δο­ξο.

 

Σχέ­δια για το μέλ­λον; Ί­σως άλ­λο project στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη;

Κα­λώς ε­χό­ντων των πραγ­μά­των, ναι. Τη με­γά­λου μή­κους βέρ­σιον του Bolis, και έ­να που έ­γρα­ψα και θα σκη­νο­θε­τή­σω σχε­τι­κά με τη νέ­α γε­νιά με­τα­να­στών του 21ου αιώ­να, με τον τί­τλο «Μου­σι­κή για Ξέ­νους». Πρό­κει­ται για μια ι­στο­ρί­α πά­θους, έ­να road movie που ξε­κι­νά­ει α­πό το Yerevan για να κα­τα­λή­ξει στο Van.

 

Ζοζεφίνα Μαρκαριάν

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Καισάρεια, χθες και σήμερα

Το σύ­ντο­μο οδοι­πο­ρι­κό α­πό Κάρ­ς προς Αχτα­μάρ πέ­ρυ­σι τον Σε­πτέμ­βρη ή­ταν η πρώ­τη ζω­ντα­νή ε­πα­φή με το α­να­το­λι­κό­τερο κομ­μά­τι της Α­να­το­λί­ας. Μα ό­νει­ρο ζω­ής ή­ταν να πα­τή­σω τα πα­τρο­γο­νι­κά χώ­μα­τα της Κι­λι­κί­ας. Τό­σες α­φη­γήσεις, τό­σες ι­στο­ρί­ες, τό­ση Ι­στο­ρί­α... Και η τύ­χη τα ‘φε­ρε έ­τσι που συμ­με­τεί­χα κι ε­γώ στην α­πο­στο­λή - προ­σκύ­νη­μα που ορ­γά­νω­σε ο σύλ­λο­γος Χά­ι Τζαρ* της Πό­λης, με προ­ο­ρι­σμό την Και­σά­ρεια και τα χω­ριά της, το Χα­τζίν, το Σις, τα Ά­δα­να, την Α­λε­ξαν­δρέ­τα, την Α­ντιό­χεια και το Μου­σά Λερ, 21 – 25 Ιου­νί­ου 2012.

οι συ­νο­δοι­πό­ροι...

Στο τι­μό­νι κα­θό­ταν έ­νας ε­ξαι­ρε­τι­κός και πο­λύ υ­πο­μο­νε­τι­κός οδη­γός. Μα­νού­βρα­ρε με τέ­χνη στα στε­νά κα­τη­φο­ρι­κά σο­κά­κια, στις κλει­στές στρο­φές των πα­νύ­ψη­λων βου­νών, στις χω­μά­τι­νες α­νη­φο­ριές των κά­στρων. Οι συνο­δοι­πό­ροι μου δια­λε­κτοί έ­νας προς έ­ναν, μί­α προς μί­α. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μέλη του Χά­ι Τζάρ, αρ­χι­τέ­κτο­νες ή μη­χα­νι­κοί με ε­πί­γνω­ση της α­πο­στο­λής τους. Ήταν κι o τούρ­κος υ­δα­το­λό­γος Μεχμέτ Μπιλντιριτζί που έ­ψα­χνε μα­ζί μας τους δρό­μους του νε­ρού των πα­λιών πο­λι­τι­σμών. Μας έ­λε­γε με τι σο­φί­α δια­χει­ρί­ζο­νταν τους υ­δά­τι­νους πό­ρους οι αρ­χαί­οι Ου­ραρ­τού, Χετ­ταί­οι, Ασ­σύ­ριοι, Πέρ­σες και οι Αρ­μέ­νιοι ως της αρ­χές του 20ού αιώ­να, πώς ά­νοι­γαν αυ­λά­κια (α­γκός) στις πλα­γιές των βου­νών για να φέ­ρουν το κα­θα­ρό νε­ρό ως τον πιο ά­νυ­δρο κά­μπο.

Ή­ταν κι ο Ερ­σό­ι Σο­ϊ­ντάν, συγ­γρα­φέ­ας ε­νός πο­λύ πρω­τό­τυ­που βι­βλί­ου, το Νέ­ρε­γιε Γκιντε­λίμ; (Πού να πά­με;), κά­τι με­τα­ξύ τα­ξι­διωτι­κού ο­δη­γού και ι­στο­ρι­κής έ­ρευ­νας. Μας ε­ξο­μο­λο­γή­θη­κε πως α­φορ­μή και αρ­χή για την έ­ρευ­νά του ή­ταν το βι­βλί­ο Μα­τωμέ­να Χώ­μα­τα, με­τα­φρα­σμέ­νο στα τουρ­κι­κά. Α­φού το διά­βα­σε, έ­κα­νε σκο­πό ζω­ής να α­να­δεί­ξει το θέ­μα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται η Δι­δώ Σω­τη­ρί­ου, τους ξε­κλη­ρι­σμέ­νους λα­ούς της Μι­κράς Α­σί­ας. Δεν ή­ξε­ρε τό­τε ό­τι θα έ­πε­φτε σε βα­θύ α­φρι­σμέ­νο ωκε­α­νό, κι ε­μείς μα­ζί του έ­να κα­ρυ­δό­τσου­φλο που πα­ρά τις τρι­κυ­μί­ες α­ντέ­χει.

Ή­ταν και δη­μο­σιο­γρά­φοι που εν­δια­φέ­ρο­νταν για το πα­ρελ­θόν της Α­να­το­λί­ας, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα ή­θε­λαν να κα­τα­νο­ή­σουν τι μας ω­θεί ό­λους ε­μάς στα σκόρ­πια ε­ρεί­πια, στη βου­βή ε­ρη­μιά. Τι μας ε­μπνέ­ει και τρα­γου­δά­με Ντερ Βο­γορ­μιά μέ­σα στα α­χού­ρια και τους στά­βλους. Για­τί ψιθυ­ρί­ζου­με το Πά­τερ Η­μών στις α­πο­θή­κες και τις στά­νες. Τι δια­βά­ζου­με στα μι­σο­σβη­σμέ­να γράμ­μα­τα, σκυμ­μέ­νοι πά­νω στις τα­φό­πλα­κες. Για­τί α­πο­χω­ρι­ζόμα­στε δα­κρυ­σμέ­νοι αυ­τές τις πέ­τρες. Το εν­δια­φέ­ρον τους έ­φτα­σε, βέ­βαια, στα ό­ρια της α­δια­κρι­σί­ας κά­ποια στιγ­μή κι ε­νο­χλη­θή­κα­με. Και το κα­τά­λα­βαν.

Έ­κτα­κτος ε­πι­βά­της, ο Νο­ρά­ιρ Σα­χι­νιάν, α­πό τη Βρα­ζι­λί­α. Μό­λις εί­χε γυ­ρί­σει α­πό την Ούρ­φα, ό­που με­τά α­πό 90 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, έ­να ση­μεί­ω­μα σκα­λι­σμένο στην κο­λώ­να ε­νός πα­λιού σπι­τιού δια­βά­στη­κε α­πό τον εγ­γο­νό τού πα­ρα­λή­πτη, τον ί­διο τον Νο­ρά­ιρ: “Το 1922 ήρ­θα στο σπί­τι του Νι­σάν Ε­φε­ντί, έ­μει­να ε­δώ 25 μέ­ρες, τώ­ρα φεύγω για το Χα­λέ­πι. Γεια σας σύ­ντρο­φοι. Ό­ποιος δια­βά­σει αυ­τό το ση­μεί­ω­μα ας θυμά­ται τον Μπε­ντρός Σα­χι­νιάν”. Η Εσ­ρά Ελ­μάς, συ­ντά­κτης της Α­γκός, συ­ντρό­φε­ψε τον Νο­ρά­ιρ στην α­να­ζή­τη­σή του.

Η υ­πο­μο­νε­τι­κή και πά­ντα χα­μο­γε­λα­στή Λό­ρα Μπα­ϊ­τάρ εί­χε ορ­γα­νώ­σει τις λεπτο­μέ­ρειες του τα­ξι­διού μας με ά­ψο­γο τρό­πο. Ή­ξε­ρε α­πό πρώ­το χέ­ρι τα πάντα για την Και­σά­ρεια και τη ζω­ή των μειο­νο­τή­των ε­κεί. Μα­ζί της εί­χα­με τη χα­ρά να ε­πι­σκε­φτού­με το πα­τρι­κό της σπί­τι, ό­που έ­ζη­σε τα παι­δι­κά της χρό­νια. Με­τά το θάνα­το του παπ­πού της που ή­ταν ε­ξι­σλα­μι­σμέ­νο ορ­φα­νό των σφα­γών, το σπί­τι έ­χει μεί­νει α­δεια­νό.

Ξε­να­γός μας σ’ ό­λο το τα­ξί­δι ή­ταν ο Σαρ­κίς Σε­ρο­πιάν, ο Σαρ­κίς αγ­πα­ρίκ (α­δερφός), ό­πως τον α­πο­κα­λού­σα­με ό­λοι, αρ­θρο­γρά­φος στην ε­φη­με­ρί­δα Α­γκός. Τα τε­λευταί­α 35 χρό­νια ορ­γώ­νει ό­λη την Τουρ­κί­α, ψά­χνο­ντας τους “κρυ­φούς” - λό­γω α­νω­τέ­ρας βίας ε­ξι­σλα­μι­σμέ­νους ή ε­κτουρ­κι­σμέ­νους - Αρ­μέ­νιους. Κα­τά τη διάρ­κεια των πο­λυε­τών ε­ρευ­νών του έ­χει βρει και α­να­δεί­ξει, μί­α προς μί­α, την αι­σχρή κα­κο­ποί­η­ση που έ­χουν υ­πο­στεί τα αρ­με­νι­κά, ελ­λη­νι­κά, ασ­συ­ρια­κά και άλ­λα μνη­μεί­α, έρ­μαια του κα­θο­δη­γού­μενου α­πό το κρά­τος φα­να­τι­σμού.

Πα­ρό­λη την τό­σο συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια ε­ξά­λει­ψης κά­θε ί­χνους πα­ρου­σί­ας άλ­λων λα­ών σε ό­λη την ε­πι­κρά­τεια της Μι­κράς Α­σί­ας, ό­που κι αν στα­θή­κα­με, βρε­θή­κα­με μπρο­στά σ’ ε­κεί­νες τις ζω­ντα­νές πέ­τρες, τις χτι­σμέ­νες μί­α μί­α, με τε­χνο­τρο­πί­α μο­να­δι­κή και μα­στο­ριά α­ξε­πέ­ρα­στη. Πέ­τρες που έ­γι­ναν να­οί, μο­να­στή­ρια, γεφύ­ρια, σχο­λές, σπί­τια, θέ­α­τρα, κά­στρα και ο­χυ­ρά. Τι­τά­νια έρ­γα αλ­λoτι­νών αν­θρώπων. Μι­λούν οι πέ­τρες, φω­νά­ζουν: “Ο μά­στο­ράς μου ή­ταν Αρ­μέ­νης!”, “Ε­μέ­να μ’ έ­χτισαν Έλ­λη­νες!”.

Για όσους κω­φεύ­ουν, τα καλ­λί­γρα­φα σκα­λί­σμα­τα πά­νω στις πέ­τρες δί­νουν πε­ραι­τέ­ρω ε­ξη­γή­σεις, αρ­κεί βέ­βαια να έ­χεις πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα και να κα­τέ­χεις τα αρ­μενι­κά ή τα ελ­λη­νι­κά. Κά­ποιος φύ­λα­κας - ξε­να­γός ε­πέ­μενε, πως οι ε­πι­γρα­φές ή­ταν “κά­ποιο Μα­με­λου­κικό οι­κό­ση­μο...”. Πράγ­μα­τι, οι Μα­με­λού­κοι πέ­ρα­σαν α­πό αυ­τά τα μέ­ρη, αλ­λά οι ε­πι­γρα­φές εί­χαν σκα­λι­στεί πο­λύ πριν την εμ­φά­νι­σή τους στα αρ­με­νι­κά. Ως πό­τε μπο­ρεί κα­νείς να κρύ­βε­ται πί­σω α­πό το δά­χτυ­λό του!

 

αρ­χί­ζει το τα­ξί­δι...

Στο Γκερ­μέρ (Κερμίρα), στα πε­ρί­χωρα της Και­σά­ρειας, έ­να πο­τά­μι διέ­σχι­ζε το χω­ριό και μια πέ­τρι­νη γέ­φυ­ρα έ­νω­νε τις δυο ό­χθες. Α­πό αυ­τό το γε­φύ­ρι περ­νού­σε α­πένα­ντι ο Ε­λί­α Κα­ζάν, για να συ­να­ντή­σει τον αρμέ­νιο φί­λο του, αυ­τόν που πε­ρι­γρά­φει στην ται­νί­α Α­μέ­ρι­κα-Α­μέ­ρι­κα και χά­ρη στον ο­ποί­ο έ­φτα­σε κά­πο­τε στη πο­λυ­πό­θη­τη Α­με­ρι­κή. Α­πό τη μί­α η ελ­λη­νι­κή εκ­κλη­σί­α Ά­γιος Στέ­φα­νος, που προ­φα­νώς εί­ναι ο α­πό­πα­τος των νέ­ων κα­τοί­κων τής άλ­λο­τε ελ­λη­νι­κής γει­το­νιάς, θέ­α­μα που συ­να­ντή­σα­με σε δε­κά­δες εκ­κλη­σιές, αρ­μέ­νι­κες κι ελ­λη­νι­κές. Α­πό την άλ­λη, η μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νη αρ­μενι­κή εκ­κλησί­α της Πα­να­γί­ας, εί­ναι πλέ­ον το σπίτι μιας οι­κο­γέ­νειας ε­ποί­κων. Το σω­ζό­με­νό της κομ­μά­τι και το υ­πε­ρώ­ο έ­χουν με­τα­τρα­πεί σε κου­ζί­να και υ­πνο­δω­μά­τια. Στην α­να­το­λι­κή με­ριά, α­κρι­βώς στο Ιε­ρό που το έ­χουν σκά­ψει, φαί­νε­ται πως βρήκαν μό­νο γό­νι­μη γη και καλ­λιερ­γούν πια α­μέ­ρι­μνοι το μπο­στά­νι τους. Δί­πλα, η αριστερή πλευρά του ιερού εί­ναι η στά­νη των ζω­ντα­νών τους. Στη θέ­ση που θα στέ­κο­νταν οι ψάλ­τες, στέ­κει σή­με­ρα μια πυ­κνό­φυλ­λη συ­κιά γε­μά­τη μαύ­ρα και ο­λό­γλυ­κα σύ­κα. Θε­ω­ρώ­ντας μας μου­σα­φί­ρη­δές τους, οι έ­νοι­κοι μας φί­λε­ψαν απ’ αυ­τά, μα­ζί με φρέ­σκα ζε­στά ψω­μά­κια. Η μα­κα­ριό­τη­τά τους, μας φά­νη­κε α­πίστευ­τη! Όμως οι πέ­τρες κι ε­δώ μαρ­τυ­ρούν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα που υ­πέ­στη­σαν.

Η σύγ­χρο­νη Και­σά­ρεια, ο­λό­λα­μπρη κά­τω α­πό τη σκιά του με­γα­λειώ­δους ό­ρους Αρ­γαί­ου (Ερ­τζι­γές) χιο­νι­σμέ­νου και κά­τα­σπρου μες το κα­τα­κα­λό­και­ρο. Βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο α­κρι­βώς της Τουρ­κί­ας. Ε­δώ α­νέ­λα­βε την ξε­νά­γη­σή μας ο Αρ­σέν Αρ­σίκ, γέν­νη­μα θρέμ­μα Και­σά­ρειος. Κά­ποιοι συ­ντα­ξι­διώ­τες μου που την είχαν ε­πι­σκε­φτεί 10-15 χρό­νια πριν, τρό­μα­ξαν να τη γνω­ρί­σουν. Η πό­λη συν­δέ­ε­ται πλέ­ον με α­ε­ρο­δρό­μιο, σι­δη­ρό­δρο­μο, αυ­το­κι­νη­το­δρό­μους με ό­λη την ε­πι­κρά­τεια. Είναι κέ­ντρο ε­μπο­ρί­ου, βιο­μη­χα­νί­ας και α­γρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής. Σαν τα μα­νι­τά­ρια ξε­φυ­τρώ­νουν πα­ντού οι γνω­στές σε ό­λους μας α­ντιαι­σθη­τι­κές πο­λυώ­ρο­φες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες: “Πω­λού­νται [κο­ντο­τά­βα­να και α­πο­πνι­κτι­κά] δια­με­ρί­σμα­τα”. Ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός εί­ναι το πρό­σχη­μα της βε­βια­σμέ­νης α­στι­κο­ποί­η­σης, που ση­μαί­νει ό­τι οι εργο­λά­βοι και οι τρά­πε­ζες κά­νουν χρυ­σές δου­λειές. Φτω­χοί α­γρό­τες πω­λούν όσο ό­σο τη γη τους και ε­πι­πλέ­ον α­φού κα­τα­χρε­ω­θούν, στοι­βά­ζονται στην πόλη, με την ελ­πί­δα του με­ρο­κά­μα­του. Στα πε­ρί­χω­ρα οι οι­κο­γε­νεια­κές μι­κρο­καλ­λιέρ­γειες έ­χουν α­ντι­κα­τα­στα­θεί με με­γά­λα τσι­φλί­κια μο­νο­καλ­λιέργειας, που ξε­ζου­μί­ζουν τη γη και μο­λύ­νουν τον υ­δρο­φό­ρο ο­ρί­ζο­ντα. Το φαινό­με­νο λέ­γε­ται α­γρο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, δη­λα­δή πλή­ρης α­πο­ρύθ­μι­ση κά­θε δυ­να­τότη­τας για φυ­σιο­λο­γι­κή ζω­ή. Πα­ντού στον κό­σμο τα ί­δια.

Στη θέ­α των κα­μου­φλα­ρι­σμέ­νων με γι­γα­ντο­α­φί­σες οι­κο­δο­μών της πό­λης, ο νους μου με πή­γε κα­τευ­θεί­αν στην τε­λευ­ταί­α σκη­νή της ται­νί­ας Ψεύ­της Ή­λιος του Νι­κή­τα Μι­χαλ­κόφ. Δέ­σπο­ζε πά­νω τους το χα­μο­γε­λα­στό πρό­σω­πο του Α­μπντου­λάχ Γκιουλ: “Πρό­ε­δρε, κα­λωσήρ­θες στο σπί­τι σου”, έ­γρα­φαν. Έ­τσι ε­νημε­ρω­θή­κα­με κι ε­μείς ό­τι ο πρώ­τος κύ­ριος της Τουρ­κί­ας κα­τά­γε­ται α­πό την Και­σά­ρεια κι ό­τι ε­κεί­νες τις μέ­ρες ε­πι­σκε­πτό­ταν την γενέ­τει­ρά του. Εί­δα­με μά­λι­στα το προ­σω­πι­κό του προ­ε­δρι­κό α­ε­ρο­πλά­νο στο α­ερο­δρό­μιο.

Ο Αρ­σέν μας πή­γε στην άλ­λο­τε αρ­μενι­κή γει­το­νιά του, στο κέ­ντρο της Και­σά­ρειας. Ή­ταν εμ­φα­νές ό­τι κά­ποιοι δι­κοί μας πρό­κο­ψαν κά­πο­τε ε­δώ. Μα με την ξε­νά­γησή του, ο τό­πος ζω­ντά­νε­ψε: “Ε­δώ ή­ταν το σχο­λείο μας, ε­κεί η Αρ­χιε­πι­σκο­πή και το πα­ρεκ­κλή­σι, πα­ρα­πέ­ρα το σπί­τι τού συμ­μαθη­τή μου. Σ’ αυ­τή τη βρύ­ση μ’ έ­στελ­νε η μά­να μου να φέ­ρω νε­ρό. Ποιος εί­δε ο­μορφό­τε­ρη απ’ αυ­τήν που εί­δα ε­γώ ε­δώ­ να;...”. Τι κρί­μα, έ­χει πια στε­ρέ­ψει! Α­ξιο­πα­ρα­τήρη­τη ή­ταν η έλ­λει­ψη κα­θα­ριό­τη­τας στα σο­κά­κια. Η υ­πό­λοι­πη πό­λη έ­λα­μπε, ά­στρα­φτε. Ε­δώ, για­τί ό­χι; Εί­ναι πια τσιγ­γα­νο­μα­χα­λάς, και μ’ αυ­τή τη δι­καιο­λο­γία δεν μπαί­νει ο δή­μος να κα­θα­ρί­σει. Γί­νε­ται πλιά­τσι­κο μ’ ό­τι φα­ντα­στεί κα­νείς: πόρ­τες, πα­ρά­θυ­ρα, έ­πι­πλα, κά­γκε­λα, α­κό­μη και πέτρες α­πό τα σπί­τια μας. Ο τό­πος α­πο­ψι­λώ­νε­ται, ό­λοι βο­λεύ­ο­νται...

Γύ­ρω α­πό τη Και­σά­ρεια α­μέ­τρη­τα πρώ­ην χρι­στια­νι­κά χω­ριά. Γκι­γκί, Ε­κρέκ, Γκε­σί, Νιρ­ζέ. Στο Α­γιρ­νάς περ­πα­τή­σα­με στα σο­κά­κια και βρε­θή­κα­με μπρο­στά στον Ά­γιο Προ­κό­πιο. Με τις ε­πί­μο­νες προ­σπά­θειες του Πα­τριάρ­χη Βαρ­θο­λο­μαίου έ­χει κα­θα­ρι­στεί α­πό ό­σα α­πε­ρί­γρα­πτα εί­δα­με στις άλ­λες εκ­κλη­σιές και σύ­ντο­μα θα λει­τουρ­γή­σει ως μου­σεί­ο. Α­πένα­ντι οι ε­πτά βρύ­σες του χω­ριού α­να­δει­κνύ­ουν την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή μα­ε­στρί­α, αι­σθη­τι­κή αλ­λο­τι­νών α­ξιών.

Στα χω­ριά Το­μαρ­ζά, Φε­νε­σέ, Πι­νάρ­μπα­σι, Α­ζι­ζι­γέ βρή­κα­με πολ­λά πα­λιά αρ­με­νι­κά νεκρο­τα­φεί­α, μα οι τά­φοι στην πλειο­ψη­φί­α τους συ­λη­μέ­νοι. Οι Τούρ­κοι μέ­χρι και σή­με­ρα σκά­βουν τά­φους, πα­τώ­ματα σπι­τιών, ιε­ρά εκ­κλη­σιών με σκο­πό να βρουν λί­ρες, που υπο­τί­θε­ται πως έ­κρυ­ψαν οι κα­τα­τρεγ­μέ­νοι. Ό­μως ο πραγ­μα­τι­κός πλού­τος των αλ­λο­τινών αν­θρώ­πων εί­χε για ε­πί­κε­ντρο το μό­χθο. Με τη γε­νο­κτο­νί­α και τον ξε­ρι­ζω­μό στέ­ρε­ψαν φαί­νε­ται οι στά­λες του ι­δρώ­τα που πέ­φτο­ντας α­πό το μέ­τω­πό τους στη γη, με­τα­τρέ­πο­νταν σε φλέ­βες χρυ­σού.

Το Τα­λάς (Μουταλάσκη) σ’ έ­να λό­φο με­τα­ξύ του χιο­νι­σμέ­νου Ερ­τζι­γές και των κά­μπων της Και­σά­ρειας, στο­λί­δι ο­μορ­φιάς και αρ­μο­νί­ας. Ε­κεί μας πε­ρί­με­νε ο μο­να­δι­κός α­πό τους χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιους που ζού­σαν κά­πο­τε ε­κεί.

Ο Σαρ­κίς του Τα­λάς μάς φί­λε­ψε τσά­ι και φρέ­σκα φρού­τα κι α­φού πή­ρα­με μια α­νά­σα στη αυ­λή του, ξε­χυ­θή­κα­με στα χω­μά­τι­να, έ­ρη­μα σο­κά­κια της γει­το­νιάς. Τα ε­γκα­ταλε­λειμ­μέ­να σπί­τια, σαν φα­ντά­σμα­τα ορ­θώ­νο­νταν μπρο­στά μας. Το πιο ψη­λό, ή­ταν της οι­κο­γέ­νειας Κα­λού­στ Γκιουλ­μπεν­κιάν (ο κύ­ριος 5%). Οι αρ­χι­τέ­κτο­νές μας έ­μει­ναν ά­ναυ­δοι μπρο­στά στο διώ­ρο­φο κτί­ριο. Το ε­σω­τε­ρι­κό, πα­ρά τους βαν­δα­λι­σμούς, εί­ναι ακό­μα πιο ε­ντυ­πω­σια­κό με τα λε­πτε­πί­λε­πτα ξυ­λό­γλυ­πτα που κο­σμούν ό­λα τα δω­μά­τια. Πραγ­μα­τι­κό αρ­χο­ντι­κό. Μά­θα­με πως ο νέ­ος ι­διο­κτή­της σκο­πεύ­ει να το με­τα­τρέ­ψει σε ξε­νο­δο­χεί­ο, αλ­λά κολ­λά­ει στη γρα­φειο­κρα­τί­α, στο γνω­στό και σε μας κυ­κε­ώ­να των νό­μων πε­ρί δια­τη­ρη­τέ­ων κτη­ρί­ων.

Στο Ε­βε­ρέκ πε­ρά­σα­με α­πό το σπί­τι του Γε­γιά Σαχ­μπάζ. Έ­φυ­γε α­πό τον κό­σμο μας πριν α­πό έ­να μή­να, σε η­λι­κί­α 103 ε­τών. Η προ­σευ­χή μας ή­χη­σε α­ντί μνη­μο­σύ­νου στο κα­τώ­φλι της πόρ­τας του. Ή­ταν ο μο­να­δι­κός μάρ­τυ­ρας της “ε­ξέ­λι­ξης” στο χω­ριό. Εί­χε προ­λά­βει ψαλ­τά­κος στην εκ­κλη­σιά του Σουρ­π Το­ρός, πολύ πριν με­τα­τρα­πεί σε τζα­μί. Κατη­φο­ρί­σα­με στον ελ­λη­νι­κό μα­χα­λά. Έ­τσι ό­πως περ­πα­τού­σα­με δια­βάζα­με τα οι­κό­ση­μα των κα­ρα­μαν­λί­δι­κων αρ­χο­ντι­κών: “Οί­κος Κω­στά­κη Χα­τζιορ­δα­νί­δη, 1903”, άλ­λα του 1907, του 1912 και τε­λευ­ταί­ο του 1921! Με το που κα­τά­λα­βαν πως υ­πάρ­χει ε­πι­σκέ­πτρια α­πό την Ελ­λά­δα, οι ντό­πιοι μας πλη­σί­α­σαν πο­λύ φι­λι­κά, μας ε­ξο­μο­λο­γή­θηκαν τον δι­κό τους πό­νο, ό­τι κι οι δι­κοί τους παπ­πού­δες ά­φη­σαν το βιος τους στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και στην Κα­βά­λα και με την α­νταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών του 1924, έ­φε­ραν αυ­τούς ε­δώ, έ­στει­λαν τους χρι­στια­νούς στην Ελ­λά­δα. Τρί­τη γε­νιά πλέ­ον, κι ό­μως δεν ξε­χνούν κι αυ­τοί: “Ε­μάς, τους α­πλούς αν­θρώ­πους δεν μας ρώ­τη­σε κα­νείς. Πες στους Έλ­λη­νες που ή­ταν α­πό ε­δώ να έρ­χο­νται, να μας μι­λά­νε! Τα σπί­τια αυ­τά ή­ταν δι­κά τους! Να ‘ρθούν, να μείνουν, θα τους φι­λο­ξε­νή­σου­με...”. Μας συ­νό­δε­ψαν, μά­λι­στα, ως την φη­μι­σμέ­νη βρύ­ση των Μπα­λιάν, της γνω­στής οι­κο­γέ­νειας που έ­δω­σε τό­σους και τό­σους αρ­χι­τέ­κτο­νες. Το γάρ­γα­ρο νε­ρό της εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα έρ­γου σαν αυ­τά που μας πε­ριέ­γρα­φε ο υδα­το­λό­γος μας. Ε­δώ και 200 χρόνια τρέ­χει α­στα­μά­τη­τα. Πολ­λοί έρχο­νται α­πό μα­κριά με τε­ρά­στια δο­χεί­α, διό­τι θε­ω­ρούν το νε­ρό αυ­τό θε­ρα­πευ­τικό. Ή­πια­με κι ε­μείς, μα δρο­σιά δεν βρή­κα­με, ο κα­η­μός δεν έ­σβη­σε.

Στο Ε­φκε­ρέ, περ­πα­τή­σα­με α­πό έ­να μο­νο­πά­τι γε­μά­το μου­ριές. Τα κλα­διά τους χό­ρευαν μπρο­στά μας, λες κι ή­θε­λαν να μας προ­σφέ­ρουν τα ο­λό­γλυ­κα ώ­ρι­μα μούρα τους. Τι φι­λό­ξε­να δέ­ντρα! Με­τά την τε­λευ­ταί­α στρο­φή μπρο­στά μας έ­στε­κε ο μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νος να­ός του Σουρ­π Στε­πα­νός (Ά­γιος Στέ­φα­νος). Κομ­ψο­τέ­χνημα του 18ου αιώ­να. Ζη­τή­σα­με α­πό τους κα­τοί­κους να ει­δο­ποι­ή­σουν το φύ­λα­κα που κρα­τά­ει τα κλει­διά, να ‘ρθεί να μας α­νοί­ξει. Ό­χι πως φά­νη­κε τε­λι­κά, αλ­λά α­πό μια χα­ρα­μά­δα εί­δα­με το γε­μά­το σω­ρούς κο­πριάς ιε­ρό.

Στο με­τα­ξύ κά­ποιοι πα­ρα­τη­ρού­σα­με τους α­μέ­τρη­τους πε­ρι­στε­ρώ­νες α­πέ­να­ντι. “Τέ­τοια α­γά­πη για τα πε­ρι­στέ­ρια!”, σκέ­φτη­καν κά­ποιοι. “Μπα, εί­ναι υ­πέ­ρο­χος με­ζές, αυ­τό εί­ναι ό­λο!”, α­πά­ντη­σαν άλ­λοι. Ο Σαρ­κίς αγ­πα­ρίκ έ­μει­νε α­πο­σβο­λω­μέ­νος να τα κοι­τά­ζει. Σκο­τεί­νια­σε το βλέμ­μα του. Ξάφ­νου, ά­θε­λά του, εί­χε ξε­προ­βά­λει μπρο­στά του το χτυ­πη­μέ­νο πε­ρι­στέ­ρι, η ει­κό­να του Χράντ Ντιν­κ σω­ρια­σμέ­νου στο πε­ζο­δρό­μιο, ε­κεί στο κα­τώ­φλι των γρα­φεί­ων του Α­γκός...

 

Στο ε­πό­με­νο τεύ­χος η συ­νέ­χεια του ο­δοι­πο­ρι­κού προς Χα­τζίν (Σα­ϊ­μπε­ϊ­λί), Σις (Κο­ζάν), Ά­δα­να, Α­λε­ξαν­δρέ­τα (Ι­σκε­ντέρ), Α­ντιό­χεια (Α­ντά­κια) και Μου­σά Λερ (Βα­κί­φκιό­ι).

 

*Αρ­μέ­νιοι αρ­χι­τέ­κτο­νες της Πό­λης ί­δρυ­σαν το 1998 τον σύλ­λο­γο Χά­ι Τζαρ. Σκο­πός τους εί­ναι η έ­ρευ­να, η συμ­βου­λευ­τι­κή και η αυ­το­γνω­σί­α της ι­διό­τυ­πης αρ­με­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, αλ­λά και της διά­δο­σής της. Οι ει­δι­κό­τη­τες των ε­πι­στη­μό­νων, με­λών του συλ­λόγου, έ­χουν πλέ­ον διευ­ρυν­θεί και σε άλ­λες πα­ρεμ­φε­ρείς ει­δι­κότη­τες, ό­πως πο­λι­τι­κοί μη­χα­νι­κοί, γε­ω­λό­γοι, πε­τρο­λό­γοι, υ­δα­το­λόγοι, αλ­λά και ι­στο­ρι­κοί, αρ­χαιο­λό­γοι, κλπ. Δε­δο­μέ­νου ό­τι στην Τουρ­κί­α, τε­λευ­ταί­α, υ­πάρ­χει οργα­σμός α­να­σκα­φών και α­ναστηλώσεων, τα μέ­λη του Χά­ι Τζαρ, ό­πο­τε τους ζη­τη­θεί, προ­σφέ­ρουν α­φι­λο­κερ­δώς τις με­λέ­τες και προ­τά­σεις τους ή α­κό­μη συ­νερ­γά­ζο­νται με τους διο­ρι­σμέ­νους αρ­χι­τέ­κτο­νες, μη­χα­νι­κούς και ερ­γο­λά­βους, ώ­στε στα αρ­με­νι­κά κτί­ρια να δια­τη­ρη­θεί ο ι­διό­τυ­πος ρυθ­μός .

Στη διάρ­κεια του συ­γκε­κρι­μέ­νου ο­δοι­πο­ρι­κού, εί­δα στην πρά­ξη τη δρά­ση τους. Οι αρ­χι­τέ­κτο­νες Να­ζάρ Μπι­να­τλί και Λο­ρή Ζα­κάρ μας ε­ξή­γη­σαν λε­πτο­με­ρώς ό,τι εί­χε να κά­νει με την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή των αρ­μενι­κών και ελ­λη­νι­κών εκ­κλη­σιών και άλ­λων μνη­μεί­ων που ε­πι­σκε­φθή­κα­με. Το ση­μα­ντικό­τε­ρο, εί­χαν με­λε­τή­σει και έ­δω­σαν ε­πί τό­που τις προ­τά­σεις τους σε ό,τι αφο­ρά την α­να­καί­νι­ση των κτι­ρί­ων του χω­ριού Βα­κί­φκιό­ι, στο Μου­σά Λερ, το μονα­δι­κό α­μι­γώς αρ­με­νι­κό χω­ριό σε ό­λη την Τουρ­κί­α.

 


Κουήν Μινασιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Μαριάμ Ασλαμαζιάν 1907 - 2006

Η Μα­ριάμ Α­σλα­μα­ζιάν ανή­κει στην πρώ­τη γε­νιά των καλ­λι­τε­χνών της Σο­βιε­τι­κής Αρ­με­νί­ας, που συ­νέ­βα­λαν στην ε­ξέ­λι­ξη και την πα­γκό­σμια προ­βο­λή της σύγ­χρο­νης αρ­με­νι­κής τέ­χνης. Έ­ζη­σε μια ζω­ή γε­μά­τη και δη­μιουρ­γι­κή. Συμ­με­τεί­χε σε α­μέ­τρη­τες εκ­θέ­σεις α­νά τον κό­σμο, τι­μή­θη­κε με πά­μπολ­λα βρα­βεί­α και τίτλους, ε­νώ πολ­λά α­πό τα έρ­γα της φι­λο­ξε­νού­νται σή­με­ρα σε 50 μου­σεί­α α­νά τον κό­σμο, ό­πως στην Αγί­α Πε­τρού­πο­λη, τη Γαλ­λί­α, την Κί­να και την Ινδί­α.

Γεν­νή­θη­κε στις 20 Ο­κτω­βρί­ου του 1907, στο χω­ριό Μπας-Σι­ράκ κο­ντά στο Γκιουμ­ρί, σε μια με­γά­λη και α­γα­πη­μέ­νη οι­κο­γέ­νεια μυ­λω­νά­δων. Εί­χε 7 α­δέρ­φια, α­νά­με­σά τους και η ε­ξί­σου κα­τα­ξιω­μέ­νη ζω­γρά­φος Γε­ρα­νου­ή Α­σλα­μα­ζιάν.

Ο πα­τέ­ρας της ή­ταν έ­νας άν­θρω­πος με ευ­ρύ πε­δί­ο εν­δια­φε­ρό­ντων και έ­τσι α­πό νε­α­ρή η­λι­κί­α, ε­κτός α­πό τις α­γρο­τι­κές γνώ­σεις, η Μα­ριάμ α­πέ­κτη­σε ε­πα­φή και με την τέ­χνη.

Με­τά α­πό πα­ρό­τρυν­ση του δα­σκά­λου της στα καλ­λι­τε­χνι­κά, η Μα­ριάμ μαζί με την Γε­ρα­νουή σπού­δα­σαν στο νε­ο­ϊ­δρυ­θέν καλ­λι­τε­χνι­κό γυ­μνά­σιο του Γκιουμ­ρί. Α­μέ­σως με­τά, το 1926, εισή­χθη στη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών του Ε­ρε­βάν, ό­που εί­χε δα­σκά­λους τους Σ. Α­γατζα­νιάν και Σ. Α­ρα­κε­λιάν. Συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές της στη Μό­σχα και το Λέ­νιν­γκρα­ντ δί­πλα σε κο­ρυ­φαί­ους ζω­γρά­φους της ε­πο­χής, ό­πως οι Μ. Ρο­ντιό­νωφ, Κ. Πετρόβ-Βό­ντκιν, Ν. Ου­ντάλ­τσο­βα, Κ. Ι­στό­μιν, Α. Ντρέ­βιν και Α. Σα­βί­νοφ.

Ε­κτός α­πό το έμ­φυ­το τα­λέ­ντο της, η Μα­ριάμ ξε­χώ­ρι­ζε για την κα­λο­σύ­νη, την προ­σή­νεια και τον αν­θρω­πι­σμό της. Την ε­νέ­πνε­ε ο­τι­δή­πο­τε φωτει­νό, χα­ρού­με­νο και αι­σιό­δο­ξο.

Ζω­γρά­φι­ζε κυ­ρί­ως πορ­τρέ­τα, το­πί­α και «νε­κρές φύ­σεις». Την εν­διέ­φε­ρε ι­διαί­τε­ρα η δια­φο­ρε­τικό­τη­τα των αν­θρώ­πων, το πα­ρελ­θόν τους, ο ε­σω­τε­ρι­κός κό­σμος και οι σκέ­ψεις τους, ε­νώ α­στεί­ρευ­τη πη­γή έ­μπνευ­σης για τη Μα­ριάμ α­πο­τε­λού­σε η φύ­ση της Αρ­με­νί­ας.

Συ­χνά, της ά­ρε­σε να ε­ξε­ρευ­νά τις πόλεις και τα χω­ριά, να μέ­νει στα σπί­τια των χω­ρι­κών και να ζω­γρα­φί­ζει τα τοπί­α και τους αν­θρώ­πους.

Στις «νε­κρές φύ­σεις» η ζω­γρά­φος με εν­θου­σια­σμό α­πεικό­νι­σε τα πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια α­πό τις κοι­λά­δες της πα­τρί­δας της, τα ώ­ρι­μα και χυ­μώ­δη φρού­τα, τα α­γρο­τι­κά ερ­γα­λεί­α, τα πα­λιά χάλ­κινα σκεύ­η και τα αρ­με­νι­κά χα­λιά.

Πα­ρό­μοια έρ­γα δη­μιούρ­γη­σε και με θέ­ματα α­πό τη Ρω­σί­α, την Ιν­δί­α, την Α­φρι­κή, τη Συ­ρί­α, κ.α, τα ο­ποί­α ε­μπνεύ­στη­κε τα­ξι­δεύ­ο­ντας ι­διαί­τε­ρα σε χώ­ρες της Ανα­το­λής.

Τα χρό­νια του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου α­φιέ­ρω­σε αρ­κε­τές α­πό τις δου­λειές της στις μη­τέ­ρες της Αρ­με­νί­ας, για τις δο­κι­μα­σί­ες και τις κα­κου­χί­ες που υ­πέ­στη­σαν.

Α­σχο­λή­θη­κε ε­πί­σης με τη σκη­νο­γρα­φί­α και την κε­ρα­μι­κή τέ­χνη. Άρι­στη μέ­θο­δος, χει­ρι­σμός της φόρ­μας και του ρυθ­μού, πολλή φα­ντα­σί­α και αι­σθη­τι­κή μα­ζί με α­να­φο­ρές στη λα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση, έ­δω­σαν μια ει­δι­κή γο­η­τεί­α στην κε­ρα­μι­κή τέχνη της Μα­ριάμ Α­σλα­μα­ζιάν.

Το 1972 της α­πο­νε­μή­θη­κε το βρα­βεί­ο Νέ­ρου της Ιν­δί­ας α­πό την πρω­θυ­πουρ­γό της χώ­ρας Ί­ντι­ρα Γκά­ντι, για την «ε­ξαί­ρε­τη συμ­βο­λή της στην προ­ώ­θη­ση της διε­θνούς κα­τα­νό­η­σης, κα­λής θέ­λη­σης και φι­λί­ας με­τα­ξύ των λα­ών του κό­σμου» και αρ­γό­τε­ρα, το 1976, το βραβεί­ο Νά­σερ της Αι­γύ­πτου.

Το 1987 η πό­λη του Γκιουμ­ρί για να τι­μή­σει τη γεν­ναί­α προ­σφο­ρά της Μαριάμ και της α­δελ­φής της Γε­ρα­νου­ή, στη γε­νέ­τει­ρά τους, ί­δρυσε έ­να μου­σεί­ο α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νες με 660 έρ­γα τους.

Τα τε­λευ­ταί­α της χρό­νια η Μα­ριάμ έ­γρα­ψε τον “Απο­λο­γι­σμό της ζω­ής” της για να πε­ρι­γρά­ψει τα ευτυ­χι­σμέ­να χρό­νια, τις συ­να­ντή­σεις της με ση­μα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες, ό­πως και τις δυ­σκο­λί­ες της ζω­ής της.

Η Μα­ριάμ Α­σλα­μα­ζιάν α­πε­βί­ω­σε στη Μό­σχα το 2006 και κη­δεύ­τη­κε στο Ε­ρε­βάν, στο Πάν­θε­ον του Κο­μι­τάς, δί­πλα στον Κο­μι­τάς, τον Χα­τσα­ντου­ριάν, τον Σα­ριάν και άλ­λες ε­ξέ­χου­σες μορ­φές της αρμε­νι­κής τέ­χνης.

 

Aναΐς Καζαντζιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Κριστιάν Τουτουντζιάν ντε Βαρταβάν

Συ­ζή­τη­ση με τον ι­δρυ­τή του Ε­ρευ­νη­τι­κού Κέ­ντρου Αι­γυπτιο­λο­γί­ας στο πα­νε­πι­στή­μιο του Ε­ρε­βάν, Κρι­στιάν Του­του­ντζιάν ντε Βαρ­τα­βάν, έ­να κα­λο­και­ριά­τι­κο α­πό­γευ­μα στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, με τον υ­δράρ­γυρο στους σα­ρά­ντα δύ­ο βαθ­μούς υ­πό σκιά.

Με πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό 29 ε­πι­στη­μο­νι­κές α­να­κα­λύ­ψεις που δη­μο­σιεύ­τη­καν σε πέ­ντε βι­βλί­α και 35 άρ­θρα ο Δρ. Κρι­στιάν Του­του­ντζιάν ντε Βαρ­τα­βάν εί­ναι έ­νας α­πό τους γνω­στό­τε­ρους αι­γυ­πτιο­λό­γους της ε­πο­χής μας.

Η α­κα­δη­μα­ϊ­κή του ερ­γα­σί­α έ­χει α­να­γνω­ρι­στεί α­πό α­νε­ξάρ­τη­τους ει­δι­κούς σε έ­ξι δια­φο­ρε­τι­κούς ε­πι­στη­μο­νι­κούς το­μείς: Οι­κο­νο­μι­κή φυ­το­λο­γί­α, αρ­χαιο­λο­γί­α, φυ­το­λο­γί­α, αι­γυ­πτιο­λο­γί­α, αρ­χαιο­φυ­το­λο­γί­α, φι­λο­σο­φί­α της ε­πιστή­μης και πο­λύ πρό­σφα­τα γλωσ­σο­λο­γί­α. Εί­ναι ο μό­νος Γάλ­λος και Αρ­μέ­νιος μέ­χρι σή­με­ρα στον ο­ποί­ο η αι­γυ­πτια­κή κυ­βέρ­νη­ση έ­χει δώ­σει ά­δεια να με­λε­τήσει τον τά­φο του Του­ταγ­χα­μών. Για την ι­στο­ρί­α α­να­φέ­ρου­με ό­τι ο Του­ταγ­χαμών δια­δέ­χθη­κε τον αι­ρε­τι­κό βα­σι­λιά Α­χε­να­τόν με­τά τον θά­να­τό του το 1358 π.Χ., πέ­θα­νε με­τά α­πό βα­σι­λεί­α ο­κτώ ε­τών χω­ρίς να κά­νει κά­τι α­ξιό­λο­γο, αλ­λά είχε την τύ­χη να γί­νει ο πε­ρι­φη­μό­τε­ρος ί­σως α­πό ό­λους τους φα­ρα­ώ της Αι­γύ­πτου κα­θώς ο τά­φος του α­να­κα­λύ­φθη­κε σχε­δόν ά­θι­κτος α­πό μια αγ­γλι­κή αρ­χαιο­λογι­κή α­πο­στο­λή το 1922, που βρή­κε θη­σαυ­ρούς χρυ­σών κο­σμη­μά­των, πο­λύ­τι­μων λί­θων και καλ­λι­τε­χνη­μά­των που κα­νέ­νας δεν μπο­ρού­σε να υ­πο­πτευ­τεί.

Οι με­λέ­τες του Του­του­ντζιάν υ­πήρ­ξαν α­ντι­κεί­με­νο πα­γκό­σμιου εν­δια­φέ­ρο­ντος α­πό τους Τά­ιμ­ς (Η­νω­μέ­νο Βα­σί­λειο), Ουά­σι­γκτον Πο­στ (Η.Π.Α.), Ι­σβέ­στια (Ρω­σί­α), Γιο­μιού­ρι (Ια­πω­νί­α) κα­θώς και στις ει­δή­σεις σε ε­θνι­κό δί­κτυο της Γαλ­λί­ας και άλ­λων χω­ρών. Εί­ναι ι­δρυ­τής του Ε­ρευ­νη­τι­κού Κέ­ντρου της Αι­γυ­πτιο­λο­γί­ας στην Αρ­με­νί­α, το ε­νη­με­ρω­τι­κό δελ­τί­ο του ο­ποί­ου δια­βά­ζε­ται α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρους α­πό 1700 με­λε­τη­τές και σπουδα­στές α­πό 51 χώ­ρες. http://www.statcounter.com/

 

Δεν μπο­ρώ να προσ­διο­ρί­σω α­κρι­βώς, τι ή­ταν αυ­τό που με ώ­θη­σε ν’ α­σχο­λη­θώ με την Αι­γυ­πτο­λο­γί­α. Αυ­τό που θυ­μά­μαι εί­ναι ό­τι α­πό τα παι­δι­κά μου χρό­νια η οι­κο­γέ­νειά μας αλ­λη­λο­γρα­φού­σε με τις θεί­ες και τη για­γιά μου που ζού­σαν στην Α­λέ­ξαν­δρεια της Αι­γύ­πτου. Τα αι­γυ­πτια­κά γραμ­ματό­ση­μα στις ε­πι­στο­λές και τις καρ­τπο­στάλ που παίρ­να­με α­πει­κό­νι­ζαν την ομορ­φιά του αι­γυ­πτια­κού πο­λι­τι­σμού και της τέ­χνης. Μάλ­λον συ­νέ­δε­σα την αγά­πη μου για τους συγ­γε­νείς μου με την Αί­γυ­πτο και έ­τσι α­πό την η­λι­κί­α των δε­κα­έ­ξι άρ­χι­σα να μα­θαί­νω αρ­χαί­α αι­γυ­πτια­κά.

 

Ί­δρυ­ση Ε­ρευ­νη­τι­κού Κέ­ντρου Αι­γυ­πτιο­λο­γί­ας

Η ι­δέ­α για την ί­δρυ­ση ε­νός Ε­ρευ­νη­τι­κού Κέ­ντρου Αι­γυ­πτιο­λο­γί­ας στην Αρ­μενί­α γεν­νή­θη­κε μέ­σα μου το 1991, ό­ταν προ­ε­τοί­μα­ζα το δι­δα­κτο­ρι­κό μου για τους θη­σαυ­ρούς του Του­ταγ­χα­μών. Κα­θώς έ­γρα­φα στον υ­πο­λο­γι­στή μου, ά­κου­σα ξαφ­νι­κά στο ρα­διό­φω­νο ό­τι η Αρ­με­νί­α έ­γι­νε α­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος, η Σο­βιε­τι­κή Έ­νωση ή­ταν υ­πό διά­λυ­ση, οι μά­χες στο Κα­ρα­μπάχ εί­χαν φου­ντώ­σει. Ή­μουν συ­γκλονι­σμέ­νος, δεν μπο­ρού­σα να φα­ντα­στώ μια τέ­τοια ε­ξέ­λι­ξη. Α­πό τα ε­φη­βι­κά μου χρό­νια, η Αρ­με­νί­α ή­ταν μέ­σα στην καρ­διά μου. Έ­τσι, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, με­τά τη δημο­σί­ευ­ση του δι­δα­κτο­ρι­κού μου το 1999, α­να­κοί­νω­σα στους γο­νείς μου ό­τι θα ε­πισκε­φτώ την Αρ­με­νί­α. Οι συγ­γε­νείς μου, κυ­ρί­ως α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας μου που εί­ναι Γάλ­λοι, α­ντέ­δρα­σαν αρ­νη­τι­κά κα­θώς δεν εί­χαν την κα­λύ­τε­ρη ά­ποψη για τη χώ­ρα και την κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρα­τού­σε ε­κεί. Ω­στό­σο, εί­χα πά­ρει την α­πό­φα­σή μου και έ­τσι μέ­σα στο κα­τα­χεί­μω­νο βρέ­θη­κα στο Ε­ρε­βάν. Με με­γάλη μου έκ­πλη­ξη δια­πί­στω­σα ε­πι­τό­που ό­τι τί­πο­τα απ’ ό­σα μου έ­λε­γαν δεν α­ντι­στοι­χού­σε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Υ­πο­σχέ­θη­κα στον ε­αυ­τό μου ό­τι μια μέ­ρα θα ε­γκα­τα­στα­θώ στην Αρ­με­νί­α και θα δη­μιουρ­γή­σω έ­να ε­ρευ­νη­τι­κό κέ­ντρο Αιγυ­πτιο­λο­γί­ας. Στη Γαλ­λί­α έ­πρε­πε να ε­πι­λύ­σω διά­φο­ρα ζη­τή­μα­τα και να τα­κτοποι­ή­σω πολ­λές εκ­κρε­μό­τη­τες. Τε­λι­κά, το 2005, ξε­κί­νη­σα την προ­σπά­θεια δη­μιουργί­ας ε­νός Ε­ρευ­νη­τι­κού Κέ­ντρου Αι­γυ­πτιο­λο­γί­ας στο πα­νε­πι­στή­μιο του Ε­ρεβάν.

 

Κά­θε αρ­χή και δύ­σκο­λη

Ο α­ντι­πρύ­τα­νης του πα­νε­πι­στη­μί­ου γνω­ρί­ζο­ντας ευ­θύς εξ αρ­χής ό­τι η δη­μιουρ­γί­α ε­νός ε­ρευ­νη­τι­κού κέ­ντρου θα προ­κα­λού­σε α­ντι­δρά­σεις και αι­σθή­ματα ζή­λειας, όρ­θω­σε έ­να τεί­χος προ­στα­σί­ας γύ­ρω μου.

Μπο­ρώ να πω με υ­πε­ρη­φά­νεια πώς με­τά α­πό έ­ξι χρό­νια ε­ντα­τι­κής και με­θο­δι­κής ερ­γα­σί­ας το Αρ­με­νι­κό Ε­ρευ­νη­τι­κό Κέ­ντρο Αι­γυ­πτιο­λο­γί­ας α­πέ­κτη­σε διε­θνή φή­μη και ε­κα­το­ντά­δες ε­ρευ­νη­τές άρ­χι­σαν να ε­πι­σκέ­πτο­νται τον ι­στό­το­πό μας μέ­σα α­πό το δια­δί­κτυο. Ο κα­τά­λο­γος των ξέ­νων συ­νερ­γα­τών άρ­χι­σε στα­δια­κά να αυ­ξά­νε­ται ε­νώ παράλ­λη­λα μειώ­νο­νταν οι ε­σω­τε­ρι­κές α­ντι­δρά­σεις για την α­νά­γκη ύ­παρ­ξης του ε­ρευ­νη­τι­κού κέ­ντρου. Ο δια­δι­κτυα­κός ι­στό­το­πός μας θε­ω­ρεί­ται α­πό τους εί­κο­σι κα­λύ­τε­ρους στον κό­σμο. Φέ­τος θα ξε­κι­νή­σου­με τη δη­μο­σί­ευ­ση ερ­γα­σιών και πα­ράλ­λη­λα θα προ­σπα­θή­σω να δη­μιουρ­γή­σω έ­να «φο­ντ», έ­να τα­μεί­ο για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση και τη βελ­τί­ω­ση των οι­κο­νο­μι­κών συν­θη­κών των τριών συ­νεργα­τών μου, ό­πως α­κρι­βώς γί­νε­ται και στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Εν­δε­χο­μέ­νως αν συ­γκε­ντρω­θούν αρ­κε­τά χρή­μα­τα θα μπο­ρέ­σου­με να κά­νου­με και α­να­σκα­φές στην Αί­γυ­πτο. Το έρ­γο που ξε­κι­νή­σα­με πρέ­πει να έ­χει συ­νέ­χεια, α­κό­μη κι αν κά­ποια στιγ­μή α­πο­χω­ρή­σω α­πό την Αρ­με­νί­α. Οι στό­χοι μας, κυ­ρί­ως, εί­ναι η δη­μο­σί­ευ­ση ε­πι­στη­μο­νικών ερ­γα­σιών και η ε­ξέ­ρευ­ση πό­ρων για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση και λει­τουρ­γί­α του κέ­ντρου. Η Αρ­με­νί­α λό­γω του μι­κρού με­γέ­θους της δεν μπο­ρεί ν’ α­ντέ­ξει μεγά­λο α­ριθ­μό Αι­γυ­πτιο­λό­γων. Α­πό μια δω­δε­κά­δα φοι­τη­τών που πα­ρου­σιά­στη­καν, μό­λις έ­να ά­το­μο έ­χει τα προ­σό­ντα και την προ­ο­πτι­κή να γί­νει Αι­γυ­πτιο­λόγος. Εξ άλ­λου, στην Αί­γυ­πτο ερ­γά­ζο­νται αρ­κε­τοί Αρ­μέ­νιοι αρ­χαιο­λό­γοι, α­νάμε­σά τους και η Χου­ρί­γκ Σου­ρου­ζιάν με το Γερ­μα­νι­κό Ιν­στι­τού­το Αρ­χαιο­λογί­ας στο ο­ποί­ο προ­ΐ­στα­ται ο σύ­ζυ­γός της.

 

Σχέ­ση της αρ­χαί­ας αι­γυ­πτια­κής με τις ιν­δο­ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες

Η ά­πο­ψη που υ­πο­στή­ρι­ξα ό­τι υ­πάρ­χει σχέ­ση α­νά­με­σα στα αρ­χαί­α αι­γυ­πτια­κά και στις διά­φο­ρες ιν­δο-ευ­ρω­πα­ϊ­κές γλώσ­σες, α­νά­με­σά τους και η αρ­με­νι­κή, έχει α­πό­λυ­τη βά­ση. Στα αρ­χαί­α αι­γυ­πτια­κά δεν υ­πάρ­χουν φω­νή­ε­ντα, ό­πως στα αρα­βι­κά και στα ε­βρα­ϊ­κά. Ό­ταν άρ­χι­σα να με­λε­τώ σε βά­θος τη γλώσ­σα, δια­πί­στωσα ό­τι υ­πήρ­χε με­γά­λος α­ριθ­μός λέ­ξε­ων και α­ριθ­μών που έ­μοια­ζαν με τις α­ντίστοι­χες άλ­λων ιν­δο-ευ­ρω­πα­ϊ­κών γλωσ­σών. Έ­νας α­πό τους με­γα­λύ­τε­ρους γλωσ­σο­λό­γους στον κό­σμο, ο Κάρ­λτον Χο­τζ του πα­νε­πι­στη­μί­ου της Ι­ντιά­να ή ο Τζον Ρέ­ντιν­γκ του Καί­μπρι­τζ έ­χουν την ί­δια ά­πο­ψη, ό­τι δη­λα­δή υ­πάρ­χει σχέ­ση ανά­με­σα στα αρ­χαί­α αι­γυ­πτια­κά και στις ιν­δο-ευ­ρω­πα­ϊ­κές γλώσ­σες, ό­πως τα χιττι­τι­κά, τη γλώσ­σα που μι­λού­σαν οι πρό­γο­νοι των Αρ­με­νί­ων. Έ­χω σπου­δά­σει γλωσ­σο­λο­γί­α, αν και δεν έ­χω κά­νει πολ­λές δη­μο­σιεύ­σεις. Το 2010, στο Λον­δί­νο, επί τέσ­σε­ρις μή­νες συ­νέ­κρι­να 100 λέ­ξεις της αρ­χαί­ας αι­γυ­πτια­κής με τις α­ντίστοι­χες 18 ιν­δο-ευ­ρω­πα­ϊ­κών γλωσ­σών δια­πι­στώ­νο­ντας τις ο­μοιό­τη­τες που υ­πήρχαν με­τα­ξύ τους.

 

Ι­κα­νο­ποί­η­ση και υ­πε­ρη­φά­νεια

Εί­ναι με­γά­λο ε­πί­τευγ­μα το ό­τι υ­πάρ­χει έ­να Αρ­με­νι­κό Ε­ρευ­νη­τι­κό Κέ­ντρο Αιγυ­πτιο­λο­γί­ας α­νά­με­σα σ’ αυ­τά του Γέ­ιλ, της Οξ­φόρ­δης ή της Χα­ϊ­δελ­βέρ­γης. Αι­σθά­νο­μαι υ­πε­ρή­φα­νος διό­τι ξε­κι­νή­σα­με α­πό το μη­δέν χω­ρίς οι­κο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση. Ό­λοι μου έ­λε­γαν στην αρ­χή πώς εί­ναι δυ­να­τόν να ι­δρύ­σεις έ­να διεθνές ε­ρευ­νη­τι­κό κέ­ντρο χω­ρίς τα α­πα­ραί­τη­τα κον­δύ­λια. Το θέ­μα εί­ναι να κάνεις έ­ρευ­νες, α­να­κα­λύ­ψεις, δη­μο­σιεύ­σεις. Ό­ταν τα κά­νεις ό­λα αυ­τά, με­τά θα έρθουν και τα χρή­μα­τα. Μια άλ­λη αί­σθη­ση ι­κα­νο­ποί­η­σης και υ­πε­ρη­φά­νειας ή­ταν, ό­ταν ο γε­νι­κός γραμ­μα­τέ­ας του πα­νε­πι­στη­μί­ου, κά­τι σαν υ­πουρ­γός στην Αρ­με­νί­α, μού εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ό­τι θέ­λει να ι­δρύ­σει έ­να Κέ­ντρο Κουρ­δι­κών Με­λετών στο Κα­ρα­μπάχ και ζή­τη­σε τη βο­ή­θειά μου. «Θα α­φή­σω τη δου­λειά, τον σί­γου­ρο μι­σθό μου και θα α­γω­νι­στώ με τα ί­δια ό­πλα ό­πως έ­κα­νες κι ε­σύ», μου εί­πε. Το θέ­μα εί­ναι ό­τι α­κό­μη και χω­ρίς χρή­μα­τα μπο­ρείς να κά­νεις αρ­κε­τά πράγ­μα­τα, η θέ­λη­ση με­τρά­ει, δεν εί­ναι α­νάγκη να κλαις τη μοί­ρα σου …

 

Σαρκίς Αγαμπατιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αρμενία – Ιταλία: Δεν πείθουν οι «ατζούρι»

ΑΡΜΕΝΙΑ – ΙΤΑΛΙΑ (20:00)

*Οι δύο ομάδες συναντώνται για πρώτη φορά σε επίσημο παιχνίδι.

Γήπεδο: «Hrazdan Central Stadium»
Διαιτητής: M. Strahonja (Κροατία)

Προϊστορία: -

ΑΡΜΕΝΙΑ: Με μία νίκη και μία ήττα ξεκίνησε τις υποχρεώσεις της στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014 η Αρμενία. Την 1η αγωνιστική επικράτησε 1-0 της Μάλτας, ενώ τη 2η ηττήθηκε με το ίδιο σκορ από τη Βουλγαρία. Αμφότερες οι αναμετρήσεις ήταν εκτός έδρας και σήμερα δίνει το πρώτο ματς μπροστά στο κοινό της, το οποίο θα έχει χαρακτήρα γιορτής, μια και αντίπαλος είναι μία από τις κορυφαίες Εθνικές του πλανήτη. Ο Μινασιάν αναμένεται να παρατάξει την ομάδα του με αμυντικούς προσανατολισμούς και πρωταρχικό μέλημα το μηδέν στην άμυνα.

Προηγούμενο ματς: Ταξίδεψε στη Βουλγαρία στις 11 Σεπτεμβρίου και γνώρισε την ήττα με 1-0. Δέχθηκε το τέρμα που έκρινε τη συνάντηση στο 43’, ενώ ολοκλήρωσε τον αγώνα με εννέα ποδοσφαιριστές, καθώς αποβλήθηκαν οι Πιτσέλι και Γκαζαριάν στο 73’ και το 77’ αντίστοιχα.

Στατιστικό: No Goal τα 4/5 τελευταία ματς της Αρμενίας (δύο επίσημα, τρία φιλικά).

Απουσίες (2): Τιμωρημένοι οι Γκαζαριάν (ΜΕ) και Πιτσέλι (ΕΠ).

Πιθανή ενδεκάδα 4-2-3-1: Μπερεζόφσκι – Αλεξανιάν, Μικογιάν, Αρζενιάν, Χαϊπαρετιάν – Μικτριτσιάν, Γιεντιγκαριάν – Όζμπιλιζ, Μικιταριάν, Σαρκίσοφ – Μοβσισιάν.

ΙΤΑΛΙΑ: Δεν έχει εντυπωσιάσει στις δύο πρώτες αγωνιστικές της προκριματικής φάσης, ενώ έχει υποστεί ήδη την πρώτη της βαθμολογική απώλεια, καθώς στην πρεμιέρα αναδείχθηκε ισόπαλη 2-2 με τη Βουλγαρία. Στη συνέχεια πήρε τη νίκη με 2-0 κόντρα στη Μάλτα, αλλά και πάλι δεν έπεισε. Σήμερα δεν μπορεί να σκέφτεται κάτι άλλο πέρα από τους τρεις βαθμούς, τους οποίους θα επιδιώξει να πάρει έχοντας στην επίθεση του Οσβάλντο και Μπαλοτέλι. Ο Πραντέλι έχει προειδοποιήσει τους ποδοσφαιριστές του ότι η αναμέτρηση κρύβει «παγίδες» και τους να μην υποτιμήσουν τον αντίπαλο.

Προηγούμενο ματς: Υποδέχθηκε τη Μάλτα και πήρε δύσκολα τη νίκη με 2-0. Προηγήθηκε μόλις στο 5ο λεπτό με τον Ντέστρο, αλλά δεν απέβαλε το άγχος παρά μόνο στο δεύτερο λεπτό των καθυστερήσεων όταν ο Πελούσο διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα.

Στατιστικό: Από δύο γκολ έχει σημειώσει και στα δύο πρώτα της ματς στα προκριματικά η Ιταλία.

Απουσίες: Θα αγωνιστεί πλήρης.

Πιθανή ενδεκάδα 4-3-1-2: Μπουφόν – Μάτζιο, Μπονούτσι, Μπαρτσάλι, Κρισίτο – Ντε Ρόσι, Πίρλο, Μαρκίζιο – Μοντολίβο – Οσβάλντο, Μπαλοτέλι.
Πηγή: betarades.com
Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι