Ν.Λυγερός - 19 Μαΐου, ημέρα εθνικής μνήμης
- Κατηγορία VIDEOS
Του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη
Ενα από τα ζητήματα που στοιχειώνουν τις σχέσεις της σύγχρονης Τουρκίας με τον σύγχρονο κόσμο είναι η ανάμνηση της ακραίας εθνικιστικής πολιτικής και των τεχνικών γενοκτονίας που επέλεξαν οι Νεότουρκοι, ως μηχανισμό μετατροπής της πολυεθνικής προνεοτερικής ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος.
Οι χριστιανικές κοινότητες των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων, των Ασσυροχαλδαίων, των Αραμαίων θα βιώσουν με τον πλέον δραματικό τρόπο την πολιτική ενός ακραίου εθνικιστικού, μιλιταριστικού κινήματος. Το γνωστότερο επεισόδιο αυτής της ιστορικής διαδικασίας είναι η γενοκτονία των Αρμενίων. Μέσα στα όρια της αυταρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι υπήρξαν μια ομάδα που ανέπτυξε έντονα την εθνική της ταυτότητα και διατύπωσε τους πολιτικούς της στόχους. Παράλληλα όμως, επηρεάστηκαν και συνδέθηκαν με διεθνή κέντρα που επιζητούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα φάνηκε ότι η συμμαχία με τους Ρώσους -οι οποίοι συγκροτούσαν μια νέα ανερχόμενη δύναμη η οποία είχε ήδη κατακτήσει τον Καύκασο- θα έδινε τέλος στην αρμενική εθνική περιπέτεια. Ο σκληρός ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων (Βρετανία, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία) τα χρόνια 1894-1896 και η κυριαρχία του τυραννικού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ -τον οποίο ο Γλάδστον αποκάλεσε «Ο Μέγας Δολοφόνος»- οδήγησε στην πρώτη μεγάλη σφαγή του αρμενικού λαού με 300.000 θύματα. Ο Αβδούλ Χαμίτ πίστευε ότι «ο καλύτερος τρόπος να τελειώνουμε με το Αρμενικό Ζήτημα είναι να τελειώνουμε με τους Αρμένιους». Με τον τρόπο αυτό, το Αρμενικό Ζήτημα αναβαθμίζεται και καταγράφεται από τα πρώτα στη διπλωματική ατζέντα. Ηδη όμως, οι Γερμανοί ανακηρύσσονται υπέρτατοι προστάτες του μουσουλμανικού κόσμου και του χαλιφάτου που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Ο δρόμος του μεταξιού, που στη σύγχρονη εποχή σημαίνει πετρέλαιο και πλούσιες πρώτες ύλες, διεκδικείται σκληρά. Οι περιοχές των Αρμενίων, όπως και των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου, βρίσκονται πάνω σ’ αυτό τον δρόμο.
Στο θολό πολιτικό περιβάλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύντομα κυριάρχησαν οι αυθεντικοί εθνικιστές: οι Νεότουρκοι. Ο τουρκικός εθνικισμός, με κέντρο δράσης του την οθωμανική Θεσσαλονίκη, έλαβε τις αποφάσεις του σε νεοτουρκικό Συνέδριο το 1911. Το Συνέδριο αυτό προέβλεπε την επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών χριστιανικών εθνοτήτων. Για τους Νεότουρκους το πρόβλημα ήταν απλό: «Ή η πατρίδα των άλλων θα γίνει δική μας πατρίδα, και μάλιστα σύντομα, ή δεν θα υπάρχει πλέον πατρίδα για μας». Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- είχαν αποφασίσει σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των -πολυεθνοτικής καταγωγής- μουσουλμανικών πληθυσμών. Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής. Με την πράξη τους αυτή θέτουν ουσιαστικά τέλος σε μια μακραίωνη περίοδο οθωμανικής παράδοσης, που συγκροτούσε ένα πολυεθνικό μουσουλμανικό κράτος με κύρια έμφαση στη θρησκευτική επιλογή. Εφεξής, για τους Τούρκους εθνικιστές το αίτημα θα είναι η κυριαρχία της εθνικιστικής τουρκικής εκδοχής, τόσο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων όσο και κατά των πολυεθνοτικών και πολύγλωσσων μουσουλμανικών μαζών.
Το παραγνωρισμένο αυτό Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε το 1924 με την περάτωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, αποτέλεσμα της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λωζάννης. Θύματα ήταν οι περισσότερες γηγενείς χριστιανικές ομάδες, πλην των λεγόμενων Φραγκολεβαντίνων και των ελάχιστων τουρκοορθόδοξων της Καππαδοκίας. Οι μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Ασσύριοι και λίγοι Κούρδοι), οι ορθόδοξοι (Ελληνες στον Πόντο, την Ιωνία, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη, καθώς και Αραβες Σύροι στον οθωμανικό Νότο), οι προτεστάντες (Αρμένιοι και Ελληνες) και οι καθολικοί (Αρμένιοι και Αραβες) ανέρχονταν σε 4 εκατ., περίπου. Μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής, λίγες μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στα πατρικά τους εδάφη. Οι Ελληνες που εξοντώθηκαν την περίοδο αυτή πιθανόν να ανέρχονται σε 1 εκατ. άτομα. Συμβολικό τέλος της διαδικασίας αυτής θα είναι η καταστροφή της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα στις αρχές Σεπτεμβρίου του ’22. Με έναν πρωτοφανή τρόπο για τη σύγχρονη εποχή, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά -που αργότερα οι Τούρκοι θα τον αναγνωρίσουν ως γεννήτορά τους (Ατατούρκ)- θα γιορτάσει τη νίκη του με τη σφαγή του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού και την πυρπόληση της πόλης, έχοντας και πάλι ως πρώτο στόχο τους Αρμένιους της Σμύρνης.
Με το Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών ολοκληρώθηκε η διαδικασία διαμόρφωσης του σύγχρονου τουρκικού έθνους-κράτους, το οποίο θα ιδρυθεί τυπικά το 1923. Στην Ελλάδα θα καταφύγουν περίπου ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Σύμφωνα με τις αρμενικές πηγές, από τους 2.026.000 Αρμένιους που ζούσαν πριν από το 1914 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξοντώθηκαν 1,5 εκατ., ενώ οι Ελληνες της Ανατολής (Ιωνία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη) είχαν περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς. Η συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στα ιστορικά εκείνα γεγονότα είναι αμφιλεγόμενη. Παρ’ ότι αναγνώρισε τόσο τη γενοκτονία των Αρμενίων όσο και τις γενοκτονίες των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο αλλά και σ’ όλη τη Μικρά Ασία και θέσπισε και δύο επίσημες Ημέρες Μνήμης (19 Μαΐου και 14 Σεπτεμβρίου), εν τούτοις δεν φαίνεται να θεωρεί την ιστορική εμπειρία των Ελλήνων της Ανατολής ως μέρος της εθνικής ιστορίας. Η άρνηση των γεγονότων, που φτάνει μέχρι την αιτιολόγηση και τον εγκωμιασμό της πολιτικής γενοκτονιών που άσκησαν οι Νεότουρκοι και ολοκλήρωσαν οι κεμαλικοί, φαίνεται να εκφράζει ένα μεγάλο μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας και των νεοελλήνων ιστορικών. Ετσι ερμηνεύεται η διαρκής υποβάθμιση των προσπαθειών για αναγνώριση των γενοκτονιών που υπέστησαν οι χριστιανικοί λαοί από τον εθνικισμό.
Πηγή: enet.gr
Γράφει ο Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Στην περιοχή της Λευκωσίας υπάρχουν διάφορα αρμενικά μνημεία, τα οποία θα εξετάσουμε στο παρόν μας άρθρο. Στο προαύλιο του αρμενικού συμπλέγματος επί της οδού Αρμενίας στον Στρόβολο βρίσκεται το καλλιμάρμαρο Μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας, το οποίο ανήγειρε η Αρμενική Εθναρχία Κύπρου μεταξύ 1990-1991. Αφιερωμένο στη μνήμη των 1.500.000 Αρμενίων που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους, σχεδιάστηκε από τον Αρμενοκύπριο αρχιτέκτονα Τζον Γκεβεριάν και αποτελείται από τρεις αψίδες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την Αρμενία και τις δύο τότε Αρμενικές Διασπορές, εντός και εκτός της Σοβιετικής Ένωσης. Το μνημείο παρουσιάστηκε στις 24 Απριλίου 1991 από τον Ανώτερο Αρχιμανδρίτη Γεγισέ Μαντζικιάν και το 1996 ενταφιάστηκαν σε αυτό λείψανα Αρμενίων μαρτύρων, που έφερε αντιπροσωπία του Αρμενικού Συνδέσμου Μέριμνας από την περιοχή Μαρκατέ, στην έρημο του Ντερ Ζορ στη Συρία. Περισσότερα λείψανα βρίσκονται μέσα σε δύο μαρμάρινα οστεοφυλάκια μπροστά από το μνημείο, που κατασκευάστηκαν το 2000 με δαπάνες των οικογενειών Εγογιάν και Τεμπεκιτζιάν.
Στον ίδιο χώρο, μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, βρίσκεται ένα μαρμάρινο χατσκάρ (σταυρόπετρα), έργο του Λιβανοαρμένιου γλύπτη Μπογός Τασλακιάν (Αγασσί), το οποίο συμβολίζει την αιώνια φιλία μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων της Κύπρου. Τα αποκαλυπτήριά του τέλεσε στις 21 Οκτωβρίου 2001 ο Προεδρικός Επίτροπος Μανώλης Χριστοφίδης, στα πλαίσια των εορτασμών για τα 1700 χρόνια Χριστιανισμού στην Αρμενία. Επίσης, μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας βρίσκεται η ορειχάλκινη προτομή του Αρχιεπισκόπου Ζαρέχ Αζναβοριάν, έργο του Λιβανοαρμένιου γλύπτη Μεγκερντίτς Μαζμανιάν. Την προτομή αποκάλυψε την 1η Μαΐου 2005 ο Ιταλοαρμένιος δωρητής Αλέκο Μπεζικιάν. Επί διακονίας του Αρχιεπισκόπου Ζαρέχ ανεγέρθηκε η συγκεκριμένη εκκλησία, ενώ με δική του πρωτοβουλία ανεγέρθηκε το κτίριο της Αρμενικής Μητρόπολης Κύπρου και η οδός Κύκλωπος μετονομάστηκε σε οδό Αρμενίας.
Μπροστά από την είσοδο του Αρμενικού Σχολείου Ναρέκ βρίσκεται το αμμολίθινο άγαλμα του Αγίου Γρηγορίου του Ναρεκηνσίου - μεγάλου Αρμένιου ποιητή, φιλοσόφου και θεολόγου - το όνομα του οποίου φέρουν και τα τρία αρμενικά σχολεία της Κύπρου. Έργο του Αρμένιου γλύπτη Λεβόν Τοκματζιάν, τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος τέλεσε η σχολική έφορος Τακουχί Αστζιάν στις 28 Μαρτίου 1991. Επίσης το 1991, ο Λεβόν Τοκματζιάν κατασκεύασε την αμμολίθινη προτομή του Μπογός Νουμπάρ Πασιά, η οποία τοποθετήθηκε στο πλάι της εισόδου του συλλόγου AGBU Λευκωσίας. Ο Μπογός Νουμπάρ Πασιάς ήταν ο ιδρυτής της παναρμενικής οργάνωσης AGBU.
Στο πλάι της εισόδου του συλλόγου της AYMA, όχι πολύ μακριά από την εκκλησία της Παναγίας, βρίσκεται ένας μαρμάρινος τύμβος-οστεοφυλάκιο που περιέχει λείψανα Αρμενίων μαρτύρων της Γενοκτονίας, τα οποία έφερε αποστολή της Αρμενικής Νεολαίας Κύπρου. Το μνημείο ανήγειρε η Αρμενική Νεολαία Κύπρου και αποκάλυψε ο Αρχιεπίσκοπος Βαρουζάν Χεργκελιάν στις 28 Απριλίου 2002.
Σε κενοτάφιο στο παλαιό αρμενικό κοιμητήριο, παρά το Λήδρα Πάλας, υπάρχει μία αναμνηστική αλουμινένια πλάκα. Η επιγραφή αυτή, ίσως η μοναδική στο είδος της στην Κύπρο, περιέχει τα ονόματα των 419 εκεί ταφέντων από το 1877 μέχρι και το 1931. Παρουσιάστηκε στις 11 Απριλίου 2010 από τον Αρχιεπίσκοπο Βαρουζάν Χεργκελιάν, κατά την πρώτη Θεία Λειτουργία μετά το 1963 στο παρεκκλήσι του κοιμητηρίου.
Τέλος, στο παλαιό αρμενικό σύμπλεγμα επί της οδού Βικτωρίας, στην τουρκοκρατούμενη σήμερα Λευκωσία, βρισκόταν το παλαιό μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας. Έργο του αρχιτέκτονα Γκαρό Μπαλιάν, κατασκευάστηκε με δαπάνες της Αρμενικής Εθναρχίας Κύπρου. Τα αποκαλυπτήριά του τέλεσε στις 24 Απριλίου 1932 ο Αρχιεπίσκοπος Πετρός Σαρατζιάν και θεωρείται το δεύτερο στο είδος του στον κόσμο. Δυστυχώς, κατέστη το ίδιο θύμα των Τούρκων κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-1964, όταν ο χώρος καταλήφθηκε από εξτρεμιστές Τουρκοκυπρίους. Σήμερα απομένει μόνο η βάση του, καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες που χρησιμοποιούσαν τον χώρο κατέστρεψαν τον οβελίσκο και είχαν «αντικαταστήσει» την αναμνηστική επιγραφή με ένα ρητό του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός