Menu

Κεβόρκ Παπαζιάν

Ο Κε­βόρ­κ Πα­πα­ζιάν ή­ταν για πολ­λά χρό­νια ο συν­δε­τι­κός κρί­κος και η φω­νή των Αρμε­νί­ων προς τις ελ­λη­νι­κές κυ­βερ­νήσεις. Ή­ταν ο πρώ­τος και μο­να­δι­κός εκ­πρό­σωπός τους στη Βου­λή των Ελ­λή­νων. Μια πο­λυσχι­δής και ευ­γενι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα που τα δύ­σκο­λα χρόνια με­τά τη Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στροφή α­φιε­ρώ­θη­κε ο­λο­κλη­ρω­τι­κά στο έρ­γο της ε­γκα­τά­στα­σης και α­ρω­γής των αρμε­νί­ων προ­σφύ­γων.

Γεν­νή­θη­κε στην Ραι­δε­στό στο 1892 και φοί­τη­σε στο αρμε­νι­κό δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο της πό­λης που ή­ταν τό­τε υ­πό την διεύ­θυν­ση του Τοβ­μάς Α­τζε­μιάν, ε­νώ αρ­γό­τε­ρα στάλ­θη­κε α­πό τους γο­νείς του στην Καλ­λί­πο­λη σε ι­διω­τι­κό γυ­μνά­σιο. Το 1908, φοί­τη­σε στη Σχο­λή Μπερ­μπε­ριάν του Σκου­τα­ρί­ου της Πόλης και δια­κρί­θη­κε στη λο­γο­τε­χνί­α, τη γλωσ­σο­λο­γί­α και στα καλ­λιτε­χνικά μα­θή­μα­τα ό­που και α­ρί­στευ­σε. Ο­λο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές του στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης α­πό ό­που και πή­ρε το πτυ­χί­ο της Νο­μι­κής.

Κα­τά τη διάρ­κεια του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου υ­πη­ρέ­τη­σε στο Χαρ­μπιέ ως υ­λι­κο­νό­μος.

Ό­ταν α­πο­λύ­θη­κε ε­πέ­στρε­ψε στη γε­νέ­τει­ρά του στη Ραι­δε­στό. Με α­φορ­μή την πυρ­πό­λη­ση κά­ποιων ε­γκα­τα­λει­μμέ­νων τουρ­κι­κών οι­κιών κα­τη­γο­ρή­θη­κε με ψευ­δείς μαρ­τυ­ρί­ες και συνε­λήφθη α­πό την τουρ­κι­κή αστυ­νο­μί­α μα­ζί και με άλ­λους Αρ­με­νί­ους της πό­λης. Φυ­λα­κί­στη­κε για έ­να διά­στη­μα και με­τά ε­ξο­ρί­στη­κε στη Δα­μα­σκό με μια με­γά­λη ο­μά­δα νέ­ων Αρ­με­νί­ων της πε­ριο­χής. Ε­κεί ερ­γάστη­κε ως με­τα­φρα­στής σε ορ­γα­νώ­σεις α­ρω­γής για τους πρό­σφυ­γες. Μα­θαί­νο­ντας ό­τι οι οι­κεί­οι του βρί­σκο­νται και αυ­τοί ε­ξό­ρι­στοι στην κω­μό­πο­λη Ντου­μά της Νό­τιας Συ­ρί­ας τους βρί­σκει και εκεί εργά­ζε­ται για λί­γο ως ι­διω­τι­κός υ­πάλ­λη­λος.

Με τη λή­ξη του πο­λέ­μου ε­πι­στρέ­φει στη Δα­μα­σκό ό­που με μια ο­μά­δα νέ­ων ι­δρύ­ει την «Αδελ­φό­τη­τα Α­ρα­ρα­ντιάν». Με τις προ­σπά­θειές του δη­μιουρ­γεί­ται έ­νας χώ­ρος υ­πο­δο­χής και διαμονής για ό­σους Αρ­μενί­ους ε­πέ­ζη­σαν της γε­νο­κτο­νί­ας και έ­φτα­σαν ως ε­κεί μέ­σα α­πό την έ­ρη­μο Ντελ Ζορ της Συ­ρί­ας.

Το 1919 ε­πι­στρέ­φει στην Ραι­δε­στό όπου διο­ρί­ζε­ται α­ντι­πρό­σω­πος των Αρ­με­νί­ων στην κρα­τι­κή ε­πι­τρο­πή των ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νων πε­ριου­σιών της πε­ριο­χής.

Την ε­πό­με­νη χρο­νιά θα α­σχο­λη­θεί ε­παγ­γελ­μα­τι­κά για λί­γο με τη δι­κη­γο­ρί­α στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ό­ταν η Α­να­το­λι­κή Θρά­κη εν­σω­μα­τώ­νε­ται στην Ελ­λάδα οι πο­λυ­πλη­θείς αρ­με­νι­κές κοι­νό­τη­τες της πε­ριο­χής α­πο­κτούν το δι­καί­ωμα να έ­χουν έ­ναν α­ντι­πρό­σω­πο στην Ελ­λη­νι­κή Βου­λή. Ο Κε­βόρ­κ Πα­πα­ζιάν ε­κλέγε­ται με με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α και γί­νε­ται ο πρώ­τος Αρ­μέ­νιος α­ντι­πρό­σω­πος στη Βου­λή των Ελ­λή­νων α­πό το 1920 έ­ως το 1922, ό­ταν η Α­να­το­λι­κή Θρά­κη κα­τα­λαμ­βά­νεται α­πό τους Τούρ­κους.

Για τον Κε­βόρ­κ Πα­πα­ζιάν αυ­τά τα χρό­νια ή­ταν έ­νας κα­θη­με­ρι­νός α­γώ­νας σε πολ­λά μέ­τω­πα. Την ε­πο­χή ε­κεί­νη η Αρ­με­νί­α εί­χε ε­πί­ση­μη δι­πλω­μα­τι­κή α­ντι­προσω­πεί­α στην Ελ­λά­δα με ε­πι­κε­φα­λής τον Ντι­κράν Τσα­γιάν και δύ­ο προ­ξε­νεί­α, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με πρό­ξε­νο τον Κα­λού­στ Α­σλα­νιάν και στην Α­θή­να με τον Χα­ρου­τιούν Κι­λι­τζιάν που πα­ρέ­μει­νε μά­λι­στα πα­ρά τη Σο­βιε­το­ποί­η­ση της Αρμε­νί­ας ως το 1925.

Η συ­νερ­γα­σί­α του Πα­πα­ζιάν με τα μέ­λη της αρ­με­νι­κής δι­πλω­μα­τί­ας ή­ταν ά­μεση και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, ε­νώ συ­νε­χί­στη­κε και με­τά το 1922. Η συ­νει­σφο­ρά του στις σχέ­σεις των δύ­ο χω­ρών ή­ταν κα­τα­λυ­τι­κή και μνη­μο­νεύ­τη­κε πο­λύ θε­τι­κά αρ­γότε­ρα α­πό τους αρ­μέ­νιους δι­πλω­μά­τες.

Το 1921, η δη­μο­σιο­ποί­η­ση της πρό­θε­σης των Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων να ε­πα­νε­ξε­τά­σουν τους ό­ρους της Συν­θή­κης των Σε­βρών, προ­βλη­μα­τί­ζει έ­ντο­να τον αρμέ­νιο βου­λευ­τή και α­πό το βή­μα της Ελ­ληνι­κής Βου­λής, στη συ­νε­δρί­α­ση της 15ης Φε­βρουα­ρί­ου 1921 ο Κ. Πα­πα­ζιάν με­τα­ξύ άλ­λων δη­λώ­νει: «…ως α­ντι­πρό­σω­πος των Αρ­με­νί­ων της Θρά­κης εν τη Ελ­λη­νι­κή Συ­νε­λεύ­σει…τους ο­ποί­ους κοι­νοί α­γώ­νες σφα­γών και δη­ώ­σε­ων (κα­τα­στρο­φών) συν­δέ­ου­σιν αρ­ρή­κτως με­τά του ελ­λη­νι­σμού, δια­μαρ­τύρο­νται κα­τά της με­λε­τω­μέ­νης α­να­θε­ω­ρή­σε­ως της Συν­θή­κης των Σε­βρών, ή­τις θέλει εί­σθαι ε­πι­βρά­βευ­σις των σφα­γών τού­των και δη­ώ­σε­ων, ελ­πί­ζου­σι δ’ ό­τι η πα­γκό­σμιος συ­νεί­δη­σις θα πεί­ση τους κρα­ταιούς της Γης, ό­τι η ε­πα­να­φο­ρά της τουρ­κι­κής δε­σπο­τεί­ας θ’ α­πο­τε­λέ­ση στίγ­μα της πα­γκο­σμί­ου ι­στο­ρί­ας».

Ο αρ­μέ­νιος βου­λευ­τής, πα­ρό­λο που ή­ταν φι­λε­λεύ­θε­ρος, ή­ταν ι­διαί­τε­ρα α­γα­πη­τός και α­πό τους φι­λο­βα­σι­λι­κούς και εί­χε την υ­πο­στή­ρι­ξή τους σε διάφο­ρα θέ­μα­τα ό­σον α­φο­ρά στις αρ­με­νι­κές κοι­νό­τη­τες.

Ο Πα­πα­ζιάν κα­τά­φε­ρε να ε­γκρι­θούν κον­δύ­λια α­πό τον κρα­τι­κό προ­ϋ­πο­λογι­σμό για την ε­νί­σχυ­ση των αρ­με­νι­κών σχο­λεί­ων και των κοι­νο­τή­των και α­κόμη να α­παλ­λα­γούν οι Αρ­μέ­νιοι της Θρά­κης α­πό τη φο­ρο­λο­γί­α του­λά­χι­στον για έ­να χρό­νο, με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση.

Το 1922, έ­να ξε­χω­ρι­στό στρα­τιω­τι­κό σώ­μα ορ­γα­νώ­νε­ται στις τά­ξεις του Ελ­λη­νικού στρα­τού, η Αρ­με­νι­κή Λε­γε­ώ­να υ­πό τον στρα­τη­γό Τορ­κόμ, ε­νώ ο Πα­πα­ζιάν ε­ξασφα­λί­ζει τη συ­μπα­ρά­στα­ση των αρ­μό­διων αρ­χών για την ε­πί­λυ­ση προ­βλη­μά­των των ε­θε­λο­ντών α­ξιω­μα­τι­κών και στρα­τιω­τών που κα­τέ­φτα­σαν α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και τη Νι­κο­μή­δεια. Σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα η Λε­γε­ώ­να μετέ­βη στη Σμύρ­νη για να εκ­παι­δευ­τεί.

Η Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή μα­ζί με τους ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες Έλ­λη­νες φέρνει και 80-100 χι­λιά­δες Αρ­μέ­νιους α­πό τη Σμύρ­νη και την Α­να­το­λι­κή Θρά­κη. Ο Παπα­ζιάν ε­γκα­θί­στα­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ό­που θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στο δύ­σκολο έρ­γο της ε­γκα­τά­στα­σης και α­ρω­γής στους πρόσφυ­γες και γί­νε­ται ο κύ­ριος σύν­δε­σμος των Αρ­με­νί­ων με την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση.

Το Φε­βρουά­ριο του 1923, εκ­δί­δει την πρώ­τη αρ­με­νι­κή ε­φη­με­ρί­δα στη Θεσ­σα­λο­νίκη «Α­λίκ» (κύ­μα) με αρ­χι­συ­ντά­κτη τον Λε­βόν Μο­ζιάν που θα συ­νε­χί­σει να εκ­δίδε­ται κα­θη­με­ρι­νά έ­ως το 1927. Αρ­θρο­γρα­φεί πα­ράλ­λη­λα και συ­νερ­γά­ζε­ται με αρ­με­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Ως μέλ­ος της ε­νο­ρια­κής ε­πι­τρο­πής της Θεσ­σα­λο­νί­κης υ­πη­ρε­τεί για πολ­λά χρό­νια την κοι­νό­τη­τα. Με­τά το Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο μα­ζί με τη γυ­ναί­κα του Σι­ρά και την κό­ρη του Ρί­τα ε­γκα­θί­στα­ται στην Α­θή­να.

Συ­νερ­γά­ζε­ται με την κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Α­ζάτ Ορ» αρ­θρο­γρα­φώ­ντας και με­τα­φρά­ζο­ντας για αυ­τήν κεί­με­να α­πό γαλ­λι­κές ε­φη­με­ρί­δες. Α­πό το 1948 έως το 1950 προ­ε­δρεύ­ει του Πο­λι­τι­στι­κού Σω­μα­τεί­ου «Χα­μα­σκα­ΐν».

Ο Κε­βόρ­κ Πα­πα­ζιάν πέ­θα­νε στις 10 Νο­εμ­βρί­ου του 1953 με­τά α­πό σύ­ντο­μη α­σθέ­νεια. Η νε­κρώ­σι­μη α­κο­λου­θί­α τε­λέ­στη­κε στην εκ­κλη­σί­α Σουρ­π Κρι­κόρ Λου­σα­βο­ρίτς της Α­θή­νας και ε­ντα­φιά­στη­κε στο 3ο νε­κρο­τα­φεί­ο της Κοκ­κι­νιάς. Ο Κε­βόρ­κ Πα­πα­ζιάν α­φιέ­ρω­σε τη ζω­ή του σε έ­ναν διαρ­κή α­γώ­να για το λα­ό του. Σε ό­ποια θέ­ση και να βρι­σκόταν εί­χε σαν πρώ­το μέ­λη­μα, τα δύ­σκο­λα ε­κεί­να χρό­νια, τη στή­ρι­ξη των αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων και προ­σέ­φε­ρε πνευ­μα­τι­κό έρ­γο που ή­ταν α­να­γκαί­ο και λυ­τρω­τι­κό για την η­θι­κή στή­ρι­ξη και πνευ­μα­τι­κή ι­σορ­ρο­πί­α των προ­σφύ­γων.

To φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το άρθρο είναι από το προσωπικό αρχείο του κ.Χάικ Ζακιάν.

Πη­γές: «Ι­στο­ρί­α των Αρ­με­νο-ελ­λη­νι­κών στρα­τιω­τι­κών σχέ­σε­ων και συ­νερ­γα­σί­ας» Αθή­να 2010, Σαμ­βέλ Ρα­μα­ζιάν.

«Μνη­μό­νιο για τις αρ­με­νι­κές κοι­νό­τη­τες Μα­κε­δο­νί­ας Θρά­κης»

1929, Α­σα­ντούρ Μα­γκα­ριάν.

«Γε­νι­κό η­με­ρο­λό­γιο»

1953, 1960, Γκά­ρο Κε­βορ­κιάν.

Ε­φη­με­ρί­δα «Α­ζάτ Ορ» 10 Νο­εμ­βρί­ου 1953.

«Ο Αρ­με­νι­κός Τύ­πος στην Ελ­λά­δα»

Σαρ­κίς Α­γα­μπα­τιάν, Έκ­δο­ση Αρ­με­νι­κά.

«Ο Αρ­με­νι­κός Πε­ριο­δι­κός Τύ­πος 1794-1934». Ερε­βάν 1934, Κα­ρε­κίν Λε­βο­νιάν,

«Οι Ισ­ρα­η­λί­τες βου­λευ­τές στο Ελ­λη­νι­κό Κοι­νο­βού­λιο 1915-1936» 2011, Έκ­δο­ση Ι­δρύ­μα­τος της Βου­λής των Ελ­λή­νων.

 

Μά­ικ Τσι­λι­γκι­ριάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αμπέρτ

Το κά­στρο του Α­μπέρτ βρί­σκε­ται στη συμ­βο­λή των πο­τα­μών Α­μπέρ­τ και Αρ­κα­σέν (Αρ­χα­σάν), στις νότιες πλα­γιές του βου­νού Α­ρα­γκάτ­ς και λί­γο χα­μη­λό­τε­ρα α­πό τη λί­μνη Κα­ρί . Α­πο­τε­λεί­ται α­πό το πα­λά­τι, τον ο­χυ­ρω­μα­τι­κό πε­ρί­βο­λο, τα λου­τρά, τον να­ό, τα προ­τει­χί­σμα­τα και τον πλα­κό­στρω­το «κρυ­φό» δρό­μο προς τον πο­τα­μό Αρ­κα­σέν.

Ι­στο­ρί­α

Στη Λί­θι­νη Ε­πο­χή και στην Ε­πο­χή του Ο­ρεί­χαλ­κου στη θέ­ση του κά­στρου α­να­πτύ­χθη­καν προ­ϊ­στο­ρικοί οι­κι­σμοί, ε­νώ αρ­γό­τε­ρα στην Ου­ραρ­τα­ϊ­κή Ε­πο­χή χτί­στη­κε η πρώ­τη πό­λη-κά­στρο, η ο­ποί­α με την πά­ρο­δο του χρό­νου ε­ξε­λί­χθη­κε σε φρού­ριο που προ­στάτευε τους αρ­με­νί­ους άρ­χο­ντες α­πό τους Ρω­μαί­ους και τους Πάρ­θους.

Σύμ­φω­να με α­να­φο­ρές, το πα­λά­τι και έ­να μέ­ρος των τει­χών του ση­με­ρι­νού κάστρου εί­χαν ή­δη χτι­στεί τον 7ο αιώ­να, ό­ταν το Α­μπέρ­τ α­πο­τε­λού­σε θε­ρι­νή κα­τοι­κί­α των αρ­χό­ντων Καμ­σα­ρα­κάν. Έ­κτο­τε το Α­μπέρ­τ α­κο­λού­θη­σε τη μοί­ρα των υπο­λοί­πων κά­στρων και φρου­ρί­ων της ι­στο­ρι­κής Αρ­με­νί­ας.

Το 1050 μ.Χ. ο Γρη­γό­ριος ο Μά­γι­στρος Πα­χλα­βου­νί2  α­να­φέ­ρει ό­τι στο τέ­λος του 10ου αιώ­να μ.Χ. το κά­στρο με τα γύ­ρω κτί­σμα­τα πε­ρι­ήλ­θα­ν στην ι­διο­κτησί­α της αρ­χο­ντι­κής οι­κογε­νείας των Πα­χλα­βου­νί, α­ντα­γω­νι­στών της βα­σιλι­κής οι­κο­γε­νεί­ας των Μπα­γκρα­του­νί. Α­ξί­ζει να ση­μειω­θεί ό­τι πολ­λοί Κα­θο­λι­κοί και Πα­τριάρ­χες της Αρ­με­νι­κής Α­πο­στο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας προ­έρ­χο­νταν α­πό την οι­κο­γέ­νεια αυ­τή. Το Α­μπέρ­τ έ­γι­νε η έ­δρα των Πα­χλα­βού­νί, ε­νώ ο πρί­γκι­πας Βα­χράμ Πα­χλα­βου­νί ε­νί­σχυ­σε τον πε­ρί­βο­λο του κάστρου με πιο παχείς τοί­χους και πρό­σθεσε τρεις ο­χυ­ρώ­σεις στο χείλος του φα­ραγ­γιού του πο­τα­μού Αρ­κα­σέν, ε­νώ έ­χτι­σε και έ­ναν να­ό. Το γε­γο­νός αυ­τό μαρ­τυρεί­ται σε ε­πι­γρα­φή του 1026 μ.Χ. στην ε­σωτε­ρι­κή πλευ­ρά της θύ­ρας του να­ού αυ­τού.

Δυ­στυ­χώς, το 1070 μ.Χ. οι Σελτζού­κοι κα­τα­λαμ­βά­νουν το Α­μπέρτ και το χρη­σι­μο­ποιούν ως βά­ση των ε­πι­δρομών τους. Α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ω­στό­σο το 1196 α­πό τα αρ­με­νο-γε­ωρ­γιανά στρα­τεύ­μα­τα του στρα­τη­γού Ζα­κα­ρέ Ζα­κα­ριάν, ο ο­ποί­ος βρι­σκό­ταν στην υ­πη­ρε­σί­α της γε­ωρ­για­νής βα­σί­λισ­σας Τα­μάρα (Θά­μαρ). Αρ­γό­τε­ρα, δό­θη­κε στους Ζα­κα­ριάν, βρέ­θη­κε μά­λι­στα κτί­σμα του 1215 μ.Χ. το ο­ποί­ο α­νή­κε στον Βα­τσέ Βα­τσου­τιάν, πρά­κτο­ρα των Ζα­κα­ριάν. Το κά­στρο υ­πήρ­ξε διοι­κη­τι­κό κέ­ντρο της πε­ριο­χής μέ­χρι την ει­σβολή των Μογ­γό­λων το 1236 μ.Χ.

Έ­ως τις αρ­χές του 20ου αιώ­να το Α­μπέρ­τ πα­ρέ­μει­νε ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο. Σή­με­ρα, έ­χει α­να­κα­τα­σκευα­στεί έ­να μέ­ρος του, ό­πως και ο να­ός, ε­νώ συ­νε­χί­ζο­νται οι α­να­σκαφές. Το ι­στο­ρι­κό μνη­μεί­ο του Α­μπέρτ κιν­δυνεύ­ει με κα­τάρ­ρευ­ση ε­άν δεν γί­νουν ά­με­σα τα κα­τάλ­λη­λα έρ­γα.

Το 2006, στο Α­μπέρ­τ γυ­ρί­στη­κε η ται­νί­α «Σβό­λο­τσι» (Οι α­λή­τες), του αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής ρώ­σου σκη­νο­θέ­τη Α­λέ­ξαν­δρου Α­τα­νε­σιάν, η ο­ποί­α εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στη εκ­παί­δευ­ση των παι­διών - κα­τα­δρο­μέ­ων στα χρό­νια του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου α­πό τον Σο­βιε­τι­κό στρα­τό.

Ο­χυ­ρω­μα­τι­κοί τοί­χοι

Τα βα­θιά φα­ράγ­για προ­στά­τευαν το κά­στρο α­πό τις τρεις πλευ­ρές και μό­νο η βό­ρεια πλευ­ρά του ήταν ε­κτε­θει­μέ­νη. Α­πό την πλευ­ρά του πο­τα­μού Α­μπέρ­τ ο­χυ­ρώ­σεις χρειά­ζο­νταν μό­νο στα χα­μη­λό­τε­ρα ση­μεί­α. Ω­στό­σο, α­πό την πλευ­ρά του Αρ­κα­σέν, το φα­ράγ­γι δεν ή­ταν τε­λεί­ως α­προ­σπέ­λα­στο ο­πό­τε υ­πήρ­χαν και ε­κεί τοί­χοι. Οι τοί­χοι εί­ναι χτι­σμέ­νοι α­πό βα­σάλ­τη και έ­χουν κλί­ση, ού­τως ώ­στε να δυ­σκο­λεύ­ουν τον ε­χθρό. Η βό­ρεια πλευ­ρά ή­ταν ε­νι­σχυ­μέ­νη με πύρ­γους, ε­νώ προ­στέ­θη­κε και δεύ­τε­ρη σει­ρά τοί­χων, οι πύρ­γοι των ο­ποί­ων εί­χαν ύ­ψος 12-13 μέ­τρα.

Το πα­λά­τι βρι­σκό­ταν στο πιο ψη­λό βο­ρει­νό ση­μεί­ο του κά­στρου. Υ­πήρ­χαν δύ­ο εί­σο­δοι α­πό την βό­ρεια και βορειο-δυ­τι­κή πλευ­ρά.

Το πα­λά­τι

Το τριώ­ρο­φο κτί­ριο του πα­λα­τιού έ­χει έ­κτα­ση 1500 τε­τρα­γω­νι­κά μέ­τρα. Οι ό­ρο­φοι στη­ρί­ζο­νταν με δο­κά­ρια.

Βά­σει των α­να­σκα­φών θε­ω­ρεί­ται πως εί­χε πλού­σια ε­σω­τε­ρι­κή δια­κόσμη­ση. Οι δύ­ο πρώ­τοι ό­ρο­φοι εί­χαν πέ­ντε δω­μά­τια.

Τα δω­μά­τια του τρί­του ο­ρόφου προ­ο­ρί­ζο­νταν για την υ­πο­δο­χή των κα­λε­σμέ­νων, α­πό τα πα­ρά­θυ­ρα των ο­ποίων ξε­τυ­λι­γόταν το πα­νό­ρα­μα του Α­ρα­ράτ.

Το πα­λά­τι πυρ­πο­λή­θη­κε κα­τά τις μογ­γο­λι­κές ε­πι­δρο­μές και έ­κτο­τε ε­γκα­ταλεί­φτη­κε.

Η ύ­δρευ­ση

Η πα­ρο­χή πό­σι­μου νερού ή­ταν ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας. Το νε­ρό πα­ρο­χε­τευόταν δια­μέ­σου πή­λι­νων σω­λήνων. Ε­πί­σης υ­πήρ­χαν στέρ­νες μέ­σα στο κά­στρο και στο πα­λά­τι.

Το νε­ρό συ­γκεντρω­νό­ταν α­πό τα χιό­νια που έ­λιω­ναν και α­πό τις πη­γές γύ­ρω α­πό το κά­στρο. Αξί­ζει να ση­μειω­θεί πως υ­πήρ­χαν ξε­χω­ρι­στές στέρ­νες για τα ζώ­α και μά­λι­στα έ­χει δια­τη­ρη­θεί μί­α α­πό αυ­τές. Ε­πί­σης υ­πήρ­χε έ­νας πλα­κό­στρω­τος «κρυ­φός» δρό­μος α­πό το κά­στρο προς το πο­τα­μό Αρ­κα­σέν για να μπο­ρούν να με­τα­φέ­ρουν νε­ρό σε πε­ρί­πτω­ση πο­λιορ­κί­ας.

Τα λου­τρά

Τα λου­τρά εί­χαν χτιστεί προ­φα­νώς τον 10ο-11ο αιώ­να. Ή­ταν έ­να σκε­πα­στό πέ­τρι­νο κτί­ριο με μι­κρό προ­θά­λα­μο και σχε­τι­κά με­γά­λη αί­θου­σα. Το κρύ­ο νε­ρό έ­μπαι­νε στο μπά­νιο μέ­σω πή­λι­νων σω­λή­νων, ε­νώ το ζε­στό α­πό σι­δε­ρέ­νιους. Ως σύ­στη­μα θέρ­μαν­σης χρησι­μο­ποι­ή­θη­κε το γνω­στό σύ­στη­μα υ­πό­καυ­στου (ό­πως στα κά­στρα του Γκαρ­νί, Λορί-Περ­τ κ.ά.). Στο κά­τω μέ­ρος των λου­τρών έ­και­γε φω­τιά, με τον α­τμό να περ­νά δια­μέ­σου σω­λή­νων που διέ­τρε­χαν τους τοί­χους, ζε­σταί­νο­ντας έ­τσι την αί­θου­σα.

Το σύ­στη­μα αυ­τό έγι­νε γνω­στό στους Αρ­με­νί­ους α­πό την Αρ­χαί­α Ρώ­μη και χρη­σι­μο­ποιού­ταν συστη­μα­τι­κά στα σπί­τια των πλου­σί­ων και στα κά­στρα.

Η ζω­ή στο κά­στρο 

Η ζω­ή στο κά­στρο δεν διέ­φε­ρε ου­σια­στι­κά α­πό την υ­πό­λοι­πη με­σαιω­νι­κή Αρ­με­νί­α. Στην πραγ­μα­τικό­τη­τα ή­ταν δύ­σκο­λη α­κό­μα και για τον ί­διο τον α­φέ­ντη του κά­στρου. Υ­πήρ­χε μια με­γά­λη ε­στί­α φω­τιάς για τον α­φέ­ντη και την οι­κο­γέ­νειά του. Οι υ­πη­ρέ­τες και οι στρα­τιώ­τες εί­χαν στη διά­θε­σή τους κε­ριά και μι­κρά τζά­κια.

Α­πό το πρω­ί οι υ­πη­ρέ­τες ε­τοί­μα­ζαν το φα­γη­τό, ο δε­σπό­της του κά­στρου πή­γαι­νε με την οι­κο­γέ­νειά του και τους συμ­βού­λους του στην εκ­κλη­σί­α, ε­νώ με­τά α­κο­λουθού­σε το κυ­νή­γι.

Οι εκ­κλη­σια­στι­κοί προ­σεύ­χο­νταν και α­σχο­λού­νταν με το διδα­κτι­κό έρ­γο, οι σι­δη­ρουρ­γοί σφυ­ρη­λα­τού­σαν τα ό­πλα και τις πα­νο­πλί­ες και πε­τά­λω­ναν τα ά­λο­γα, τα παι­διά έ­παι­ζαν, οι στρα­τιώ­τες α­σκού­νταν…

 1 Κα­ρί λι­τζ («η λί­μνη της πέ­τρας») βρί­σκε­ται στο βου­νό Α­ρα­γκάτ­ς στο υ­ψό­με­τρο 3207 μέ­τρων. Έ­χει βά­θος 9 μέ­τρα και έ­κτα­ση 0,12 τ.χμ. Η λα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση θε­ω­ρεί πως η λί­μνη τρέ­φε­ται με «πέ­τρι­να πο­τά­μια», ε­ξού και η ο­νο­μα­σί­α της. Η λί­μνη τρο­φο­δο­τεί­ται α­πό τα χιό­νια και τους πα­γε­τώνες γι’ αυ­τό και το νε­ρό εί­ναι πα­γω­μέ­νο. Α­πό τη λί­μνη πηγά­ζει ο πο­τα­μός Αρ­κα­σέν. Στις ό­χθες της βρί­σκε­ται ο σταθ­μός κα­τα­γρα­φής και έ­ρευ­νας κο­σμι­κής α­κτι­νο­βο­λί­ας, ο ο­ποί­ος θε­με­λιώ­θη­κε το 1942 α­πό τους α­δελ­φούς Αρ­τέμ Α­λι­χα­νιάν και τον Α­πρα­χάμ Α­λι­χά­νοβ.

 2 Ο Γρηγό­ριος ο Μά­γι­στρος Πα­χλα­βου­νί (990 - 1058/59 μ.Χ.), Αρ­μέ­νιος πρί­γκι­πας και Αρχι­μανδρί­της της πό­λης Α­νί, ε­πι­στή­μο­νας, συγ­γρα­φέ­ας, με­τα­φραστής της «Γε­ω­με­τρί­ας» του Ευ­κλείδη (1051 μ.Χ.), σχο­λια­στής του Πλά­τω­να, παι­δα­γω­γός, κα­θη­γη­τής της Α­κα­δη­μί­ας του μο­ναστηρίου του Σα­να­χίν, αλ­λά και στρα­τιω­τι­κός, ο ο­ποί­ος υπηρέ­τησε στο στρα­τό του βυ­ζα­ντι­νού αυτο­κρά­το­ρα Κων­στα­ντί­νου Θ΄ Μο­νο­μά­χου. Στρα­τη­γός του βυ­ζα­ντι­νού στρα­τού κατά τις εκ­στρα­τεί­ες ε­να­ντί­ον του αι­ρε­τι­κού κι­νή­μα­τος Το­ντρα­κιάν, το ο­ποί­ο κα­τέ­στει­λε ο Δού­κας του Τα­ρόν, του Βα­σπου­ρα­κάν και της Με­σο­πο­τα­μί­ας, ο ο­ποίος το 1049 μ.Χ. α­ντι­με­τώ­πι­σε νι­κη­φό­ρα ε­πι­δρο­μή των Σελ­τζού­κων στα ε­δά­φη του.

 

Αρ­μέν Γκρι­γκο­ριάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Στέφανος Βαρτάνης

Σμύρ­νη 1922 – Α­θή­να 1988

Α­πό τη Σμύρ­νη... στο Με­νί­δι

 

Δε­ξιο­τέ­χνης του βιο­λιού, συν­θέ­της και στι­χουρ­γός, ο Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν, ά­φη­σε α­νε­ξί­τη­λη την πα­ρου­σί­α του στο ελ­λη­νι­κό μου­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον και ι­διαι­τέ­ρως στο λα­ϊ­κό, στο δη­μο­τι­κό και πα­ρα­δο­σια­κό τρα­γού­δι και τη μου­σι­κή, κα­θι­στώ­ντας τον συ­νο­μι­λη­τή μας Μι­χά­λη Βαρ­τα­νιάν ι­διαιτέ­ρως υ­πε­ρή­φα­νο για τον πα­τέ­ρα του για τον ο­ποί­ο μας μί­λη­σε με ά­πει­ρο σεβα­σμό και συ­γκί­νη­ση.

Η ι­στο­ρί­α της οι­κο­γέ­νειας του Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν, α­πό την πλευ­ρά του πα­τέρα του, ξε­κι­νά α­πό το Ε­σκί Σε­χίρ (την αρ­χαί­α πό­λη Δο­ρύ­λαιο της Φρυ­γί­ας) και λί­γο έ­ως πο­λύ α­κο­λου­θεί τη γνω­στή μοί­ρα ό­σων Αρ­με­νί­ων κα­τόρ­θω­σαν να ε­πι­ζήσουν α­πό τη φρι­κτή γε­νο­κτο­νί­α του 1915. Έ­τσι ο πα­τέ­ρας του και παπ­πούς μου, Μιράν Βαρ­τα­νιάν, βρέ­θη­κε στη Σμύρ­νη ό­που πα­ντρεύ­τη­κε με την Χρι­στί­να Πα­πα­ζιάν, η ο­ποί­α κα­τα­γό­ταν α­πό τη συ­νοι­κί­α Κα­ρα­ντί­να και α­πέ­κτη­σε το πρώ­το του παι­δί, τον Στε­πάν.

Με το ξέ­σπα­σμα της Μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής και προ­κει­μέ­νου να α­πο­φύγει την κα­τά­τα­ξη στον τουρ­κι­κό στρα­τό, τόλ­μη­σε να α­πο­δρά­σει και μέ­σω Αι­γύπτου έ­φθα­σε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα στην Ελ­λά­δα, ό­που ε­νώ­θη­κε με την οι­κο­γέ­νειά του κα­θώς εί­χε προ­η­γη­θεί η ά­φι­ξη της γυ­ναί­κας και του γιου του.

Αρ­χι­κά έ­ζη­σαν στον Πει­ραιά -στο δη­μο­τι­κό θέ­α­τρο- κα­τό­πιν στο Με­τα­ξουρ­γεί­ο και αρ­γό­τε­ρα στο Με­νί­δι, ό­που πα­ρέ­μει­ναν έ­ως το θά­να­το του παπ­πού μου το 1937. Ο παπ­πούς μου ή­ταν πο­λύ κα­λός μου­σι­κός -ου­τί­στας- κα­τα­σκεύ­α­ζε το εν λόγω όρ­γα­νο αλ­λά ε­πι­σκεύ­α­ζε και άλ­λα. Πα­ράλ­λη­λα ό­μως έ­κα­νε και άλ­λες δου­λειές προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σει να φρο­ντί­σει με τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο την πολ­λα­πλα­σια­σθεί­σα οι­κο­γέ­νειά του -(α­πέ­κτη­σε α­κό­μη έ­να α­γό­ρι και δύ­ο κορί­τσια)- ό­πως αυ­τό του κου­ρέ­α και του ξυ­λουρ­γού, ε­πάγ­γελ­μα το ο­ποί­ο ε­ξα­σκού­σε και στο Σα­να­τό­ριο των φυ­μα­τι­κών της Πάρ­νη­θας. Ε­πει­δή δεν υ­πήρ­χαν δρό­μοι πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στην Πάρ­νη­θα με το γα­ϊ­δου­ρά­κι και ό­ταν κά­ποια φο­ρά έπε­σε α­πό αυ­τό σπά­ζο­ντας το χέ­ρι του, πέ­ρα­σαν μή­νες έ­ως να θε­ρα­πευ­θεί. Μί­λαγε σπα­στά ελ­λη­νι­κά. Συμ­με­τεί­χε ως ου­τί­στας σε ό­λα τα γλέ­ντια και τις εκ­δηλώ­σεις που γί­νο­νταν στο Με­νί­δι ε­κεί­νη την ε­πο­χή και α­μει­βό­ταν πο­λύ κα­λά, ό­πως και α­πό τη δου­λειά του ως ξυ­λουρ­γού. Μά­λι­στα, έ­ως σή­με­ρα κά­ποιες οι­κογέ­νειες έ­χουν έ­πι­πλα κα­τα­σκευα­σμέ­να α­πό τον παπ­πού μου ό­πως τρα­πέ­ζια, κομο­δί­να κλπ. τα ο­ποί­α προ­φα­νώς έ­χουν πε­ρά­σει α­πό γε­νιά σε γε­νιά.

Πα­ρέ­δι­δε και μα­θή­μα­τα στο ού­τι. Με­τα­ξύ των μα­θη­τών του ή­ταν και ο πα­πά-Τάσος τον ο­ποί­ο γνώ­ρι­σα και ε­γώ και μου δι­η­γόν­ταν τις πο­λύ ω­ραί­ες α­να­μνή­σεις του.

Ό­ταν ο πα­τέ­ρας μου Στε­πάν, σε παι­δι­κή η­λι­κί­α πέ­ρα­σε μια σο­βα­ρή α­σθέ­νεια, ο παπ­πούς μου για να τον ευ­χα­ρι­στή­σει του α­γό­ρα­σε έ­να βιο­λί και αρ­γό­τε­ρα τον έ­στει­λε στο Ε­θνι­κό Ω­δεί­ο να σπου­δά­σει. Τη δια­δρο­μή Με­νί­δι-Α­θή­να και τανά­πα­λιν την έ­κα­νε με το πο­δή­λα­το. Στο Ω­δεί­ο σπού­δα­σε μό­νο δύ­ο χρό­νια αλ­λά με­λε­τού­σε α­δια­λεί­πτως, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή έ­ως το τέ­λος της ζω­ής του έ­νας μαθη­τής, ό­πως α­κρι­βώς πρέ­πει να εί­ναι έ­νας μου­σι­κός βελ­τιώ­νο­ντας το τα­λέ­ντο του με πολ­λή ερ­γα­σί­α.

Θυ­μά­μαι μά­λι­στα, ό­ταν στη δε­κα­ε­τί­α του 1960 εί­χα­με ε­γκα­τα­στα­θεί στις αρ­με­νικές προ­σφυ­γι­κές πο­λυ­κα­τοι­κί­ες στις Τζι­τζι­φιές, έ­παιρ­νε το βιο­λί του και κα­τέ­βαι­νε στο Τρο­κα­ντε­ρό ή στο κο­ντι­νό αλ­σά­κι και έ­παι­ζε συ­νε­χώς. Α­πό το 1960 άρ­χι­σε να η­χο­γρα­φεί δί­σκους με ό­λους τους με­γά­λους ερ­μη­νευ­τές του λα­ϊκού τρα­γου­διού της ε­πο­χής. Συμ­με­τεί­χε σε πολ­λές συ­ναυ­λί­ες ό­πως με τη Γιώτα Λύ­δια με την ο­ποί­α εί­χε γυ­ρί­σει ό­λο τον κό­σμο, με τον Χρι­στό­δου­λο Χά­λαρη ό­που έ­δι­ναν συ­ναυ­λί­ες σε Κα­θο­λι­κούς να­ούς της Ευ­ρώ­πης και αρ­γό­τε­ρα α­σχο­λή­θη­κε με τα δη­μο­τι­κά και πα­ρα­δο­σια­κά για πε­ρί­που μια 15ε­τί­α.

Μό­νο με τον Στέ­λιο Κα­ζα­ντζί­δη έ­χει η­χο­γρα­φή­σει 30 τρα­γού­δια. Έ­χει α­κό­μα ηχο­γρα­φή­σει με τον Πά­νο Γα­βα­λά, τον Μα­νώ­λη Αγ­γε­λό­που­λο, την Γιώ­τα Λύ­δια, την Πό­λυ Πά­νου, την Καί­τη Γκραί­η, δη­λα­δή με ό­λους αυ­τούς τους σπου­δαί­ους λα­ϊκούς τρα­γου­δι­στές, οι ο­ποί­οι μά­λι­στα τον πα­ρα­κα­λού­σαν να τους δώ­σει τρα­γού­δια.

Με τον Στέ­λιο Κα­ζα­ντζί­δη δού­λε­ψε αρ­κε­τά χρό­νια και εί­χε ση­μα­ντι­κές οι­κονο­μι­κές α­πο­λα­βές διό­τι ο Σ. Κα­ζα­ντζί­δης ή­ταν αυ­τός που πού­λα­γε τό­τε.

Α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 συ­νερ­γά­στη­κε με την Δό­μνα Σα­μί­ου (Μπα­ϊντί­ρι Σμύρ­νης 12/10/1920 - Α­θή­να 10/03/2012) κα­θώς και με τον Χρό­νη Α­η­δο­νί­δη, τον Νί­κο Στε­φα­νί­δη, ο ο­ποί­ος έ­παι­ζε κα­νο­νά­κι και ή­ταν ό­νο­μα ως δε­ξιο­τέ­χνης στην Κωνστα­ντι­νού­πο­λη, τον Γιάν­νη Συ­με­ω­νί­δη - τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο ΓΙΑΝ-ΣΥΜ- τον Καρυο­φύλ­λη Δο­ϊ­τσί­δη και υ­πη­ρέ­τη­σε αυ­τό το εί­δος της μου­σι­κής (πα­ρα­δο­σιακό-δη­μο­τι­κό) έ­ως το τέ­λος της ζω­ής του.

Τε­λευ­ταί­ος του δί­σκος: «Τα Μι­κρα­σια­τι­κά Πα­ρά­λια». Είχε επίσης μία σπουδαία συνεργασία -ίσως την μεγαλύτερη- με την Μα­ρί­ζα Κωχ, η ο­ποί­α τον ε­κτι­μού­σε α­φά­ντα­στα. Πα­ράλ­λη­λα δί­δα­σκε. Έ­νας α­πό τους μα­θη­τές του εί­ναι και ο βιο­λι­στής Κου­βέ­ντας. Αλ­λά και νε­ό­τε­ροι βιο­λι­στές 40-45 ε­τών σή­μερα, μου έ­χουν πει ό­τι ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν «δά­σκα­λός» τους κα­θώς μπο­ρούν να νιώ­σουν τους δρό­μους «παι­ξί­μα­τος» τους ο­ποί­ους έ­χει α­νοί­ξει.

Ή­ταν ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα α­κού­σμα­τα τα ο­ποί­α εί­χε α­πό τον πα­τέ­ρα του στα σμυρ­νέ­ι­κα και μι­κρα­σιά­τι­κα τρα­γού­δια και τους ή­χους. Η Μα­ρί­ζα Κωχ του ζητού­σε πά­ντα να την δι­δά­σκει ε­νώ στις συ­νερ­γα­σί­ες του με την Δό­μνα Σα­μί­ου απο­γειω­νό­ταν, διό­τι ως γνή­σια μι­κρα­σιά­τισ­σα δεν πα­ρέ­λει­πε στις συ­ναυ­λί­ες της να πε­ρι­λαμ­βά­νει τα μι­κρα­σιά­τι­κα και σμυρ­νέ­ι­κα τρα­γού­δια.

Φαί­νε­ται ό­τι και ε­γώ, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό τα α­κού­σμα­τα τα ο­ποί­α εί­χα α­πό την οι­κο­γέ­νεια, ή­ταν μοι­ραί­ο να α­κο­λου­θή­σω την ί­δια πο­ρεί­α, του μου­σι­κού.

Θυ­μά­μαι λοι­πόν ό­τι μια η­μέ­ρα ο πα­τέ­ρας μου έ­φε­ρε μια πα­λιά κι­θά­ρα και α­φού έ­παι­ξε την «βιο­λε­τέ­ρα», με πα­ρό­τρυ­νε να την παί­ξω και ε­γώ. Την έ­παι­ξα α­μέσως. Βε­βαί­ως σπού­δα­σα 15 χρό­νια πιά­νο στο Ε­θνι­κό Ω­δεί­ο. Δά­σκα­λοί μου ή­ταν η Κρι­νιώ Κα­λο­μοί­ρη, ο Βά­ιος Λά­σκα­ρης, ο Πα­να­γιώ­της Κρη­τι­κός, ο Διο­νύ­σης Ορ­πής. Έκανα α­νώ­τε­ρα θε­ω­ρη­τι­κά στην αρ­μο­νί­α και α­σχο­λή­θη­κα με τα έγ­χορ­δα. Παί­ζω ούτι, κι­θά­ρα, λα­ού­το, μα­ντο­λί­νο, μπα­γλα­μά, ό­λα τα εί­δη των μπου­ζου­κιών. Σε η­λι­κί­α 20 ε­τών έ­παι­ζα μπου­ζού­κι στα κέ­ντρα διό­τι ή­ταν το πιο προ­σο­δο­φό­ρο εί­δος. Τώ­ρα βέ­βαια δι­δά­σκω και εφ’ ό­σον υ­πάρ­ξει κά­ποια εν­δια­φέ­ρου­σα πρότα­ση παί­ζω και σε μα­γα­ζιά.

Έ­χο­ντας ό­μως ως πρό­τυ­πο τον πα­τέ­ρα μου με­λε­τού­σα και με­λε­τά­ω συ­νε­χώς.

Ο πα­τέ­ρας μου δεν εί­χε α­σχο­λη­θεί και δεν έ­παι­ζε αρ­με­νι­κή μου­σι­κή. Ό­μως ήταν και αι­σθα­νό­ταν Αρ­μέ­νης!! Ό­ταν ή­μουν μι­κρός και τον ρω­τού­σα για την ι­στο­ρί­α της πα­τρί­δας μας, μού μι­λού­σε πά­ντα χα­μη­λό­φω­να και με συ­γκί­νη­ση για τις πε­ριο­χές τις ο­ποί­ες χά­σα­με, ι­δί­ως για το Καρ­ς και το Αρ­ντα­χάν.

Γύ­ρι­σε ό­λο τον κό­σμο αλ­λά εί­χε πα­ρά­πο­νο που δεν μπό­ρε­σε να πά­ει στον γε­νέ­θλιο τό­πο του, τη Σμύρ­νη. Το «Στέ­φα­νος Βαρ­τά­νης» ή­ταν το καλ­λι­τε­χνι­κό του ψευ­δώ­νυ­μο. Στην ταυ­τό­τη­τά του και στα ε­πί­ση­μα έγ­γρα­φα τα ο­ποί­α υ­πέ­γρα­φε, το ό­νο­μά του ήταν: Στε­πάν Βαρ­τα­νιάν. Πέ­θα­νε στην Α­θή­να στις 15 Νο­εμ­βρί­ου 1988.

Κλεί­νο­ντας πα­ρα­θέ­του­με έ­να εν­δει­κτι­κό μέ­ρος των συμ­με­το­χών του Σ. Βαρ­τάνη ως μου­σι­κού-στι­χουρ­γού-συν­θέ­τη-τρα­γου­δο­ποιού και ε­κτε­λε­στή.

Ελ­λη­νι­κή Βυ­ζα­ντι­νή Ορ­χή­στρα

Ι­δρύ­θη­κε το 1978 α­πό τον Βα­σί­λη Νό­νη, στην προ­σπά­θεια να αρ­θεί το χά­σμα 4 αιώνων ελ­λη­νι­κής μου­σι­κής και να α­πο­κα­τα­στα­θεί η Βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή στην παλιά διτ­τή της υ­πό­στα­ση, τη φω­νη­τι­κή και την ορ­γα­νι­κή. Το 1981 το συ­γκρό­τη­μα εμ­φα­νί­στη­κε στην 12η Διε­θνή μουσική εκ­δή­λω­ση της Δ.Ε.Θ. έ­χο­ντας με­τα­ξύ των συ­ντε­λε­στών τον Στέ­φα­νο Βαρ­τά­νη στο βιο­λί.

«Κα­λη­μέ­ρα Νύ­χτα»

Ται­νί­α του Γιάν­νη Οι­κο­νο­μί­δη. Έ­να οι­κο­λο­γι­κό ντο­κι­μα­ντέρ με θέ­μα τη φω­τιά στα δά­ση. Με ο­δη­γό το χει­μω­νιά­τι­κο φως, έ­να τα­ξί­δι στην καρ­διά της πιο μαύ­ρης ελ­λη­νι­κής νύ­χτας αρ­χί­ζει. Συμ­με­τεί­χε στο φε­στι­βάλ «Κι­νη­μα­το­γρά­φος και Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» το 1990 α­πο­σπώ­ντας το Γ΄ Βρα­βεί­ο ντο­κι­μα­ντέρ Κάρ­λο­βι Βά­ρι, το 1991 στο Φε­στι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης και Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών Σχο­λών του Μο­νάχου.

Συ­ντε­λε­στές: Σε­νά­ριο-Σκη­νο­θε­σί­α-Πα­ρα­γω­γή: Γιάν­νης Οι­κο­νο­μί­δης

Δ/ση Πα­ρα­γω­γής: Δό­ξα Τά­τσιου

Μου­σι­κή: Στέ­φα­νος Βαρ­τά­νης, Στέ­φα­νος Γλαύ­κωψ Η­χο­λη­ψί­α: Ντί­νος Κί­ττου Σύν­θε­ση Ή­χου: Θα­νά­σης Αρ­βα­νί­της Μο­ντάζ: Βλά­σης Πα­πα­δή­μας Φω­το­γρα­φί­α: Δη­μή­τρης Μπα­κάλ­μπα­σης

 

Νουνιά Γεραμιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ζαμπέλ Μπογιατζιάν

Συγ­γρα­φέ­ας, ζω­γράφος και ποι­ή­τρια μια γεν­ναί­α

υ­πο­στηρί­κτρια του Αρ­με­νι­κού Ζη­τή­μα­τος

 

Η Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν γεν­νή­θη­κε στο Ντιαρ­μπε­κίρ το 1873. Ο πα­τέ­ρας της, Τoμάς Μπο­για­τζιάν, ή­ταν αρμέ­νιος κλη­ρι­κός ο ο­ποί­ος υ­πη­ρέ­τη­σε ως α­ντι-πρό­ξε­νος στο Ντιαρ­μπε­κίρ και το Χαρ­πούτ, ε­νώ η μη­τέ­ρα της, η Κά­θριν Ρό­τζερ­ς, ή­ταν Αγ­γλί­δα, α­πό­γο­νος του συγ­γρα­φέ­α Σάμιουελ Ρό­τζερ­ς.

Ό­ταν ο πα­τέ­ρας της δο­λο­φο­νή­θη­κε στη διάρ­κεια των σφα­γών υπό τον Αβδούλ Χα­μίτ (1894-96), η Ζα­μπέλ στάλθηκε στην Κύπρο για να βο­η­θή­σει στις ερ­γα­σί­ες ε­νός οί­κου στέ­γα­σης για Αρμέ­νισ­σες χή­ρες και ορ­φα­νά και νο­ση­λεί­ας για τραυ­μα­τί­ες και α­σθε­νείς.

Το 1896, τα­ξί­δε­ψε με τη μη­τέ­ρα και τον α­δερ­φό της, Χέν­ρυ, στο Λον­δί­νο, ό­που έ­με­λλε να πα­ρα­μεί­νει κα­τά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζωής της. Σπού­δα­σε Κα­λές Τέ­χνες στο Slade School of Fine Art. Ταυ­τό­χρο­να, άρχι­σε να γρά­φει και να ει­κονο­γρα­φεί τα δι­κά της βι­βλί­α. Το πρώ­το της βι­βλί­ο, «Εσθέρ», σχε­τί­ζε­ται με τις σφα­γές στο Σα­σούν και εκ­δό­θη­κε το 1901 στο Λον­δί­νο, με το ψευ­δώ­νυ­μο «Βαρ­τε­νί».

Ή­ταν στε­νή φί­λη με την Άν­να Ραφ­φί, τη γυ­ναί­κα του αρμέ­νιου συγ­γρα­φέ­α Ραφ­φί και των γιων της, Α­ράμ και Αρ­σά­γκ, οι ο­ποί­οι εί­χαν ε­γκα­τα­στα­θεί στο Λον­δί­νο με­τά το θά­να­το του Ραφ­φί. Πε­ριστα­σιακά, με­τέ­φρα­ζε και ε­ξέ­δι­δε α­πο­σπάσμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Ραφ­φί στην ε­φη­με­ρί­δα Α­ρα­ράτ, ε­νώ ε­πι­πλέ­ον διορ­γά­νω­νε λο­γο­τε­χνι­κές βρα­διές για να τι­μή­σει το έρ­γο του. Το πορ­τραί­το του Ραφ­φί που φι­λο­τέ­χνη­σε, βρί­σκε­ται σή­μερα στο Μου­σεί­ο Λο­γο­τε­χνί­ας και Τέ­χνης «Τσα­ρέ­ντς».

Α­γα­πού­σε τις γλώσ­σες, μι­λού­σε ά­πται­στα Αρ­με­νι­κά, Αγ­γλικά, Ι­τα­λι­κά, Ελ­λη­νι­κά, Τουρ­κικά, Γαλ­λι­κά, Ρω­σι­κά και Γερ­μα­νι­κά. Ή­ταν ε­πιτυ­χη­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας, ζω­γρά­φος και ποι­ή­τρια.

Η Ζα­μπέλ εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συν­δε­δε­μέ­νη με το βι­βλί­ο της: «Αρ­με­νι­κοί θρύ­λοι και Ποι­ή­μα­τα», έ­να αν­θο­λό­γιο που κα­τάρ­τισε, με­τέ­φρα­σε και εικο­νογρά­φη­σε το 1916, σε συ­νερ­γα­σί­α με την αμε­ρι­κα­νί­δα δη­μοσιο­γρά­φο και υ­πέρμα­χο των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των Ά­λις Μπλάκ­γουελ. Έ­να α­πό τα «φι­λο­ξε­νού­με­να» έρ­γα του αν­θολο­γί­ου εί­ναι το: «Αρ­με­νί­α: τα έπη, τα πα­ρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια και η με­σαιω­νι­κή ποί­η­σή της», του Α­ράμ Ραφ­φί, πρω­τό­το­κου γιου του Ραφ­φί, ο ο­ποί­ος χρω­στά πολ­λά στο πρω­το­πο­ρια­κό έρ­γο του Μιγκιρντίτ­ς Ε­μίν: «Πε­ρί­γραμ­μα της αρμε­νι­κής πα­γα­νι­στι­κής θρη­σκεί­ας» (σε αγ­γλι­κές και γαλ­λι­κές με­τα­φρά­σεις έ­χει α­πο­δο­θεί και ως «Αρ­με­νι­κός Πα­γα­νι­σμός» και «Αρ­με­νι­κή μυ­θο­λο­γία»). Το βι­βλί­ο ε­πα­νεκ­δόθη­κε το 1958, με την ει­σα­γω­γή του υ­πο­γε­γραμ­μένη α­πό τον James Bryce, Βρετα­νό α­κα­δη­μα­ϊ­κό, νο­μι­κό, ι­στο­ρι­κό και πο­λι­τι­κό, ο ο­ποί­ος α­να­φέ­ρει ό­τι: «Η δε­σποι­νίς Μπογια­τζιάν εί­ναι μί­α α­πό ε­κείνους τους αρμε­νί­ους καλ­λι­τέ­χνες, οι ο­ποί­οι ό­πως ο Α­ϊ­βα­ζόφ­σκι και ο Έ­ντγκαρ Σα­χίν,έ­χουν κερ­δί­σει πα­γκό­σμια φή­μη και εί­ναι α­πό­λυ­τα ι­κα­νή να πε­ρι­γρά­ψει με γνώ­ση και συ­μπό­νοια την τέ­χνη του λα­ού της».

Α­πέ­δωσε θε­α­τρι­κά το έ­πος του Σουμέ­ριου μυ­θι­κού ή­ρω­α Γκιλ­γκα­μές, σε ποι­η­τι­κή μορ­φή ε­λεύ­θε­ρου στίχου και το εξέ­δω­σε το 1924, με τί­τλο: «Γκιλ­γκα­μές: έ­να όνει­ρο αιώ­νιας ανα­ζή­τη­σης», διαν­θί­ζο­ντάς το με δε­κα­πέ­ντε ζω­γρα­φιές της. Το θε­ω­ρού­σε ως το κα­λύ­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό της πό­νη­μα. Την ει­σα­γω­γή του βι­βλί­ου υ­πο­γρά­φει ο Sir Wallis Budge, έ­φο­ρος των αι­γυ­πτια­κών και ασσυ­ριακών αρχαιο­τή­των του Βρε­τα­νι­κού Μου­σεί­ου την ε­πο­χή ε­κεί­νη.

Η Ζα­μπέλ τα­ξί­δευε συ­χνά. Έ­τσι, το 1930, με την ευ­και­ρί­α της 100ης επε­τεί­ου της Ελ­λη­νι­κής Α­νε­ξαρ­τη­σί­ας ε­πι­σκέ­φτη­κε την Ελ­λά­δα. Το 1938 ε­ξέ­δω­σε ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νες τα­ξι­διω­τι­κές ση­μειώ­σεις α­πό το τα­ξί­δι αυ­τό, με τίτλο: «Στην Ελ­λά­δα με πέ­να και παλέτα».

Το 1948 με­τέ­φρα­σε και ε­ξέ­δω­σε το επι­κό ποί­η­μα του Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν «Α­μπού Α­λά Αλ Μα­α­ρί», για τον ο­μώ­νυ­μο Ά­ρα­βα φι­λό­σο­φο. Έ­γρα­ψε πραγ­μα­τεί­ες για τον Σαίξ­πηρ, τον Λόρ­δο Βύ­ρω­να, τον Ευ­ρι­πί­δη, τον Μι­κα­έλ Αρ­λέν (Ντι­κράν Κου­γιουμ­τζιάν), τον Ραφ­φί και τον Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν, ε­νώ εκ­πό­νη­σε συ­γκρι­τι­κές με­λέ­τες για την αρ­με­νι­κή και αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνί­α.

Το 1943, στη διάρ­κεια του 2ου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, ε­ξέ­δω­σε το θε­α­τρι­κό έρ­γο «Ε­τσμια­τζίν», με τρεις πράξεις και έ­ξι σκη­νές. Εί­ναι το μό­νο της έρ­γο χω­ρίς ει­κο­νο­γρά­φη­ση αλ­λά με εν­σω­μα­τω­μέ­νους Ύ­μνους της Αρ­με­νι­κής Εκ­κλη­σί­ας, στο ο­ποί­ο πε­ρι­γρά­φεται το ι­στο­ρι­κό γε­γο­νός της επι­ση­μο­ποί­η­σης του Χρι­στια­νι­σμού ως θρη­σκεί­ας της Αρ­με­νί­ας, το 301 μ.Χ.

Το καλ­λι­τε­χνι­κό της έρ­γο ε­κτέθη­κε σε αί­θου­σες τέ­χνης σε ό­λο τον κό­σμο. Η Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν πα­ρου­σί­α­σε τις α­το­μι­κές της εκ­θέ­σεις στο Λον­δί­νο το 1910 και το 1912, στη Γερ­μα­νί­α το 1920, στην Αί­γυ­πτο το 1928 και στη Γαλ­λί­α, την Ι­τα­λί­α και το Βέλ­γιο με­τα­ξύ του 1940 και 1950, με α­ξέ­χα­στη την α­να­δρο­μι­κή της έκ­θε­ση στο Royal Westminster Palace Hall του Λονδί­νου, με­τα­ξύ 3 και 27 Α­πρι­λί­ου του 1929. Στις εκ­θέ­σεις της φι­λο­ξε­νού­νταν και οι ει­κο­νο­γρα­φή­σεις που συ­νό­δευαν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τα λο­γο­τε­χνι­κά της έρ­γα.

Οι ζω­γρα­φιές της φθά­νουν σε μας μέσα α­πό τις α­να­τυ­πώ­σεις των βι­βλί­ων της, ε­νώ εί­ναι ά­γνω­στο που βρί­σκο­νται οι πρω­τό­τυπες.

Α­πε­βί­ω­σε στις 26 Ια­νουα­ρί­ου του 1957. «Η υ­πέ­ρο­χη Αρ­μέ­νισ­σα» και «Η α­ξέ­χα­στη Ζα­μπέλ Μπο­για­τζιάν» εί­ναι κά­ποιες α­πό τις φρά­σεις, με τις ο­ποί­ες ε­ξέ­φρα­ζαν τον αυ­θε­ντι­κό τους θαυ­μα­σμό για την πολυ­τά­λα­ντη, ε­ξαί­σια αυ­τή καλ­λιτέ­χνη με­ρι­κοί α­πό τους ση­μα­ντικό­τε­ρους αρμε­νίους δια­νο­ού­με­νους του πρώ­του μι­σού του 20ου αιώ­να, ό­πως ο Αρ­σά­γκ Τσο­μπα­νιάν και ο Α­βε­ντίκ Ι­σα­α­κιάν.

 

Mίκυ Μοβσεσιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ντικράν Βαρτικιάν

Με­θυ­σμέ­νος με τέ­χνη και ζω­γρα­φι­κή

 

Ο Ντι­κράν Βαρ­τι­κιάν εί­ναι ένας Αρ­μέ­νιος γε­λοιο­γρά­φος που δρα­στη­ριο­ποιεί­ται για πά­νω α­πό μια δε­κα­ε­τί­α στην Πο­λω­νί­α. Α­γα­πά­ει τον κό­σμο των πα­ρα­μυ­θιών και προ­σπα­θεί διαρ­κώς να ι­κα­νο­ποι­ή­σει τις καλ­λι­τε­χνι­κές α­νη­συ­χί­ες του πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με έ­να πλή­θος δια­φο­ρετι­κών μορ­φών τέ­χνης. Έ­τσι ε­κτός α­πό γε­λοιο­γρά­φος, ο Ντι­κράν α­σχο­λεί­ται με τη φω­το­γρα­φί­α, τη ζω­γρα­φι­κή, το σχέ­διο, το design και το animation.

Ο Ντι­κράν Βαρ­τι­κιάν γεν­νή­θη­κε το 1962 στο Ε­ρε­βάν της Αρ­με­νί­ας. Α­πό το 1978 μέ­χρι το 1982 σπού­δα­σε σκί­τσο και ζω­γρα­φι­κή στο πα­νε­πι­στή­μιο Τερ­λε­με­ζιάν. Ύ­στε­ρα α­πό δύ­ο χρό­νια ήρ­θε σε ε­πα­φή με την τέ­χνη του animation ερ­γα­ζό­με­νος στο στού­ντιο της Hayfilm. Κα­τό­πιν πα­ρα­κο­λού­θη­σε έ­να τριε­τή κύκλο σπου­δών σχε­τι­κά με την τέ­χνη και την εκ­παί­δευ­ση στην παι­δα­γω­γι­κή σχο­λή του Ε­ρε­βάν. Το 1991 ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Πο­λω­νί­α, ό­που αρ­χι­κά ερ­γά­στη­κε για το στού­ντιο Hanna-Barbera ως σχε­δια­στής.

Στα­δια­κά ό­μως ο Ντι­κράν α­να­κα­λύ­πτει και άλ­λες πτυ­χές του τα­λέ­ντου του, με α­πο­τέ­λε­σμα πλέ­ον να εκ­φρά­ζει τις καλ­λι­τε­χνι­κές του α­νησυ­χί­ες μέ­σω της φω­το­γρα­φί­ας, της ζω­γρα­φι­κής, της γε­λοιο­γρα­φί­ας, της γρα­φι­στι­κής και του animation. Στο χώ­ρο της γε­λοιο­γρα­φί­ας εί­ναι δρα­στή­ριος για πά­νω α­πό 12 χρό­νια σα­τι­ρί­ζο­ντας ό­χι μό­νο πολω­νι­κές δια­ση­μό­τη­τες αλ­λά και διε­θνείς προ­σω­πι­κό­τη­τες.

Έ­χει συ­νερ­γα­στεί με αρ­κε­τούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους της Πο­λω­νί­ας και έ­χει ει­κο­νο­γρα­φή­σει πλή­θος βι­βλί­ων και η­με­ρο­λο­γί­ων. Εί­ναι έ­νας α­πό τους λί­γους ά­ξιους εκ­προ­σώπους της τε­χνι­κής του animation με άμ­μο, ε­νώ έ­χει σχε­διά­σει μέ­χρι και παι­δι­κές κού­κλες για αρ­κε­τές ε­ται­ρί­ες παι­χνι­διών. Ο Ντι­κράν Βαρ­τι­κιάν ε­ξα­κο­λου­θεί να ζει και να ερ­γά­ζε­ται στην Πο­λω­νί­α, ό­που συμ­με­τέ­χει α­νά τα­κτά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα σε εκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κής και γε­λοιο­γρα­φί­ας.

Πώς α­σχο­λη­θή­κα­τε με την τέ­χνη του animation;

Η τέ­χνη του animation μου ά­ρε­σε α­πό παι­δί. Ή­ταν και πα­ρα­μέ­νει για ε­μέ­να αυ­τό που α­πο­κα­λώ ο κό­σμος των πα­ρα­μυ­θιών.

Εί­ναι ας το πού­με η εμ­μο­νή που με κά­νει δη­μιουρ­γι­κό και ευ­τυ­χι­σμέ­νο. Ο τύ­πος animation στον ο­ποί­ο ε­ξει­δι­κεύ­ο­μαι εί­ναι αυ­τός ό­που σχε­διά­ζει κα­νείς μορ­φές με άμ­μο πά­νω σε μια λευ­κή φω­τει­νή ε­πι­φά­νεια.

Τι θυ­μά­στε α­πό την πε­ρί­ο­δο συ­νερ­γα­σί­ας σας με την Cartoon Film Studio στο Ε­ρε­βάν;

Στο στού­ντιο του Hayfilm animation ερ­γά­στη­κα για δύ­ο χρό­νια και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να την πε­ρί­ο­δο 1984-1986. Ό­μως, στον ε­λεύθε­ρο χρό­νο μου ασχο­λιό­μουν με την πα­ρα­γω­γή και δη­μιουρ­γί­α δι­κών μου ται­νιών. Κά­πως έ­τσι γύρι­σα και κά­ποιες ταινί­ες animation. Μά­λι­στα, μί­α α­πό αυ­τές με τον τί­τλο «Τα βι­βλί­α α­πό τη λί­θι­νη ε­πο­χή», δια­κρί­θη­κε και βρα­βεύ­τη­κε σε δύ­ο δια­γω­νι­σμούς. Τα χρό­νια αυ­τά ή­ταν πο­λύ ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κά και εί­χα την ευ­και­ρί­α να γνω­ρί­σω ση­μα­ντι­κούς αν­θρώ­πους του κι­νη­μα­το­γρά­φου.

Στην Πο­λω­νί­α ε­γκα­τα­στα­θήκα­τε α­πό τύ­χη ή ή­ταν προ­σω­πι­κή σας ε­πι­λο­γή;

Ό­ταν α­πο­φά­σι­σα να βγω έ­ξω απ’ τα σύ­νο­ρα και να γνω­ρί­σω τον κό­σμο, ή­μουν ή­δη 30 χρο­νών. Το ό­νειρό μου ή­ταν να δω με τα μά­τια μου την Ι­τα­λί­α του Λε­ο­νάρ­ντο Ντα Βί­ντσι, τον πο­λι­τι­σμό της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας, τα μου­σεί­α της Βιέν­νης, το Λούβρο, τη Βε­νε­τί­α και τη Βαρ­κελώ­νη. Αλ­λά τε­λι­κά η μοί­ρα με έ­φε­ρε στην Πο­λω­νί­α. Ε­κεί ήρ­θα σε ε­πα­φή με πολ­λούς και δια­φο­ρε­τι­κούς αν­θρώ­πους.

Στα­δια­κά α­να­κά­λυ­ψα μέ­σα α­πό τους Πο­λω­νούς, τον πο­λι­τι­σμό τους και την ι­στο­ρί­α τους. Και ε­κεί­νοι με της σει­ρά τους γνώ­ρι­σαν μέ­σα α­πό μέ­να και την τέχνη μου, την πιο προ­σω­πι­κή εκ­δο­χή της Αρ­με­νί­ας που έ­χω στην καρ­διά μου.

Κα­τά τη γνώμη σας πό­σο «συγ­γε­νεύ­ουν» οι Αρ­μέ­νιοι με τους Πο­λω­νούς;

Οι Πο­λω­νοί και οι Αρ­μέ­νιοι μοι­ρά­ζο­νται αρ­κε­τά κοι­νά στοι­χεί­α, α­κό­μη και α­πό ι­στο­ρι­κής α­πό­ψε­ως. Οι πρώ­τοι Αρ­μένιοι ε­γκα­τα­στά­θη­καν στην Πο­λω­νί­α με­τά την κα­τα­στρο­φή της πό­λης Α­νί.

Ε­πί­σης, στην Πο­λω­νί­α ζουν και δρα­στη­ριο­ποιού­νται πολλές ε­πι­φα­νείς προ­σω­πι­κό­τη­τες με αρμε­νι­κή κα­τα­γω­γή.

Έ­χε­τε ασχο­λη­θεί με δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές τέ­χνης: κα­ρι­κα­τού­ρες, γε­λοιο­γρα­φί­ες, φω­το­γρα­φί­α, ζω­γρα­φι­κή, σχέ­διο. Ποια από ό­λες σας «σα­γη­νεύ­ει» πε­ρισ­σό­τε­ρο;

Οι α­λή­θεια εί­ναι ό­τι με τα χρό­νια άρ­χι­σα να πει­ρα­μα­τί­ζο­μαι και να δο­κι­μά­ζω δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές τέ­χνης και έκ­φρα­σης. Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες α­πο­τε­λούν το δια­σκε­δα­στι­κό κομ­μά­τι της τέ­χνης μου. Η ζω­γρα­φι­κή ό­μως πα­ρα­μέ­νει η με­γά­λη μου α­γά­πη. Η τέ­χνη άλ­λω­στε εί­ναι έ­να με­θυ­στι­κό θαύ­μα. Εί­ναι μα­γεί­α!

Ποιες εί­ναι οι ε­πιρ­ρο­ές σας; Θα θέ­λα­τε να α­να­φέ­ρε­τε κά­ποιους καλ­λι­τέ­χνες που σας έ­χουν ε­μπνεύ­σει;

Με συ­γκι­νεί ι­διαί­τε­ρα το να σκέ­φτο­μαι ό­τι έ­μπνευ­σή μου α­πο­τε­λούν ό­λοι οι Αρ­μέ­νιοι γί­γα­ντες των ει­κα­στι­κών τε­χνών ό­πως ο Βαρτκές Σου­ρε­νιά­ντς, ο Χο­βαν­νές Α­ϊ­βα­ζόβσκι, ο Μαρ­ντι­ρός Σα­ριάν, ο Μι­νάς Α­βε­ντισιάν. Αλ­λά και οι πα­γκό­σμιοι «τι­τά­νες» των τε­χνών ό­πως ο Ντα­βί­ντσι, ο Βε­λάθ­κεθ, ο Ρέ­μπρα­ντ κ.ά.

Ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι της δου­λειάς σας σχε­τί­ζε­ται με κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά θέ­μα­τα. Αυ­τό δη­λώνει κά­ποια στά­ση σας ή εί­ναι α­πλώς η δου­λειά σας;

Γε­νι­κά, ό­ταν σχε­διά­ζω γε­λοιο­γρα­φί­ες και σα­τυ­ρι­κά σκί­τσα, έ­χω τον α­πό­λυ­το έ­λεγ­χο, αλ­λά και την ε­λευ­θε­ρί­α κι­νή­σε­ων στα θέ­μα­τα που ε­πι­λέ­γω. Με αυ­τόν τον τρό­πο εκ­φρά­ζω την ά­πο­ψη και στά­ση μου α­πέ­να­ντι στην α­δικί­α και ε­ξω­τε­ρι­κεύ­ω με ει­κό­νες τον προ­σω­πι­κό μου κό­σμο της α­λή­θειας. Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες μου δί­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα να α­ντι­δρά­σω με τα κα­κώς κεί­με­να που βλέ­πω γύ­ρω μου.

Ποια εί­ναι η γνώ­μη σας για την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή κα­τάστα­ση στην Αρ­με­νί­α;

Πολ­λά πράγ­μα­τα μπο­ρεί κανείς να τα δει πιο ξε­κά­θα­ρα α­πό α­πόστα­ση πα­ρά α­πό κο­ντά. Δεν θε­ω­ρώ τον ε­αυ­τό μου ει­δή­μο­να σε θέ­μα­τα πο­λι­τι­κής. Παρ’ ό­λα αυ­τά δεν μου α­ρέ­σει και δεν α­ντέ­χω να βλέ­πω στην κυ­βέρ­νη­ση και στην πο­λι­τι­κή αν­θρώ­πους που δεν α­γα­πά­νε την πα­τρί­δα τους και ό­σους δεν έ­χουν σχέ­ση με την πο­λι­τι­κή.

Υ­πάρ­χει κά­τι που θα ευ­χό­σα­στε στο ά­με­σο μέλ­λον;

Εί­ναι δύ­σκο­λο να πω, κα­θό­τι τα μελ­λο­ντι­κά μου σχέ­δια σχε­τί­ζο­νται ά­μεσα και τις ε­κά­στο­τε οι­κο­νο­μι­κές μου δυ­να­τό­τη­τες. Αι­σθά­νο­μαι ό­τι στη ζω­ή μου έ­χω αρ­κε­τό δρό­μο μπρο­στά μου να δια­νύ­σω. Η καρ­διά μου έ­χει μεί­νει στην Αρ­με­νί­α και θέ­λω να ελπί­ζω ό­τι στη δια­δρο­μή μου, κά­ποια στιγ­μή θα ξα­να­σμί­ξω με τη μη­τέ­ρα πα­τρί­δα.

 

Ραζ­μίκ Α­γα­μπα­τιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Σαΐτ Τσετίνογλου

Ο Σα­ΐτ Τσε­τί­νο­γλου εί­ναι Τούρ­κος α­κτι­βι­στής-δια­νο­ού­με­νος, υ­πέρ­μα­χος των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των. Ζει στην Ά­γκυ­ρα και εί­ναι μέ­λος του Α­νοι­χτού Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Έ­χει δη­μοσιεύ­σει πο­λυά­ριθ­μες με­λέ­τες με θέ­μα τα ε­γκλή­μα­τα κα­τά των Αρ­με­νί­ων, των Πο­ντί­ων και του Ελ­λη­νι­σμού της Μ. Α­σί­ας. Άρ­θρα του έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί σε δε­κά­δες ε­φη­με­ρί­δες, ό­πως και στις δύο αρ­με­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες της Πό­λης Α­γκός και Μαρμα­ρά. Έ­να α­πό τα έρ­γα του που χαί­ρουν με­γά­λης ανα­γνω­σι­μότη­τας εί­ναι το: «Έ­γκλη­μα κα­τά των μειο­νο­τή­των που ζουν στην Τουρ­κί­α» το ο­ποί­ο εκ­δό­θη­κε α­πό τις εκ­δό­σεις Μπελ­γκέ του Ρα­κίπ Ζα­ρά­κο­γλου. Ο Τσε­τί­νο­γλου εί­ναι α­πό τους ι­δρυ­τές της «Ε­πι­τρο­πής Υ­περά­σπι­σης του Σε­βάν Νι­σα­νιάν», με τη συμ­με­το­χή ά­νω των 30 συγ­γραφέ­ων και α­κτι­βι­στών α­πό την Τουρ­κί­α και ό­λο τον κό­σμο. Με α­φορ­μή τη φυ­λά­κι­ση του Σε­βάν Νι­σα­νιάν πα­ρα­χώ­ρη­σε στον Σάκο Α­ριάν την πα­ρα­κά­τω συ­νέ­ντευ­ξη που έ­γι­νε στα Τουρ­κι­κά. Στα Αρ­με­νι­κά το με­τέ­φρα­σε ο Κωνστα­ντι­νουπο­λί­της Χρα­ντ Κα­σμπα­ριάν και δη­μο­σιεύ­τη­κε στο δια­δι­κτυα­κό Α­κούνκ.

“Ο Σε­βάν Νι­σα­νιάν δεν είναι

μό­νος πί­σω α­πό τα κά­γκε­λα!”

Η κα­τα­δι­κα­στι­κή α­πό­φα­ση κα­τά του Σε­βάν Νι­σα­νιάν, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α πρέ­πει να πα­ρα­μεί­νει ά­δικα δύ­ο χρό­νια στην φυ­λα­κή, προ­κά­λε­σε έ­ντο­νες α­ντι­δρά­σεις στην Τουρ­κί­α. Ποια εί­ναι η ά­πο­ψή σας;

Θέ­λω να σας θυμί­σω τα λό­για του Μί­χα­ελ Μπα­κού­νιν*: «Ο νό­μος και η τά­ξη εί­ναι η πόρ­νη της ε­ξου­σί­ας». Α­κριβώς μ’ αυ­τόν τον τρό­πο χρη­σι­μο­ποι­ήθη­κε ο νό­μος, ως ερ­γα­λεί­ο ε­νά­ντια στον Σε­βάν Νι­σα­νιάν ώ­στε να βρε­θεί πί­σω α­πό τα κά­γκε­λα της φυ­λα­κής. Πράγ­μα­τι, αυ­τή η κα­τα­δί­κη προ­κά­λε­σε πολλές α­ντι­δρά­σεις στην Τουρ­κί­α, αλ­λά δεν είναι αρ­κε­τές. Ε­κτός α­πό τις δη­μο­σιεύ­σεις και τις δη­λώ­σεις του Σε­βάν, η κα­τα­δί­κη του και για την κα­τη­γο­ρί­α της «αυ­θαί­ρε­της οι­κο­δό­μη­σης» ώ­στε να α­φαι­ρέ­σουν την ε­λευ­θε­ρί­α του, αλ­λά και να προ­σβά­λουν έ­τσι την τι­μή του, γί­νε­ται στα πλαί­σια χει­ρα­γώ­γη­σης της κοι­νής γνώ­μης. Η κα­τα­δί­κη του φυ­σι­κά εί­ναι ά­με­ση α­πόρ­ροια του ι­σλα­μι­κού ε­θνι­κι­σμού, αλ­λά και του α­ρι­στε­ρο­φα­νούς ε­θνι­κι­στι­κού φα­να­τι­σμού (ιτ­τι­χα­τι­κοί), που έ­χουν βα­θιές και στέ­ρε­ες ρί­ζες στην Τουρ­κί­α. Αυ­τές οι δυο τά­σεις έ­χουν ά­με­ση α­νά­μει­ξη και δεί­χνουν έ­ντο­νη κι­νη­τι­κό­τη­τα στο πε­δί­ο των ε­ξε­λί­ξε­ων της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας για τη Γε­νο­κτο­νί­α των Αρμενίων του 1915. Ε­πί­σης, με α­φορμή την κουρ­δι­κή γιορ­τή του Νε­βρόζ το 2013, κα­τά την ο­ποία οι δη­λώ­σεις των Α­πντου­λάχ Ο­τσα­λάν, Μπε­σέ Χο­ζάτ και άλ­λων η­γε­τών του κουρ­δι­κού κι­νή­μα­τος, (PKK, και Κουρ­δι­κό Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα) δια­κή­ρυτ­ταν την α­πό­φα­ση για την «Ι­σλα­μι­κή Α­δελ­φο­σύ­νη», ε­πη­ρέ­α­σαν τους πιο ε­νερ­γούς κα­τοί­κους της χώ­ρας, κυ­ρί­ως την κουρ­δι­κή αρι­στε­ρά, ώ­στε να αλλά­ξουν στά­ση, α­πό­δει­ξη η σιω­πή τους σή­με­ρα για το θέ­μα του Σε­βάν Νι­σα­νιάν.

Για­τί εί­ναι ση­μα­ντι­κή η υ­πό­θε­ση του Σε­βάν Νι­σα­νιάν;

Πρό­σφα­τα ο Βα­χά­κν Τσα­χα­λιάν με α­νάρ­τη­σή του στο δια­δί­κτυο α­παι­τεί την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­βάν και α­να­φέρει με­τα­ξύ άλ­λων: «Ο πραγ­μα­τι­κός λό­γος που στε­ρούν την ε­λευ­θε­ρί­α του Σε­βάν Νι­σα­νιάν, εί­ναι έ­νας ά­γρα­φος νό­μος στην Τουρ­κί­α, σύμ­φω­να με τον ο­ποί­ο έ­νας αρ­μέ­νιος δια­νο­ού­με­νος στε­ρεί­ται το δι­καί­ω­μα ε­λευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης και της σκέ­ψης, προ­πά­ντων τώ­ρα που πλη­σιάζει η ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα της γενο­κτο­νί­ας». Εί­μαι α­πό­λυ­τα σύμ­φω­νος με αυ­τή τη δια­πί­στω­ση. Ε­πα­λη­θεύ­ε­ται ε­πί­σης η φρά­ση που εί­χε πει ο γιος του Χρα­ντ, ο Α­ράτ Ντιν­κ: «Ε­κα­τό χρό­νια πριν εί­μα­σταν το θή­ρα­μα, ε­νώ τώ­ρα εί­μα­στε το δό­λω­μα...».
Με την υ­πό­θε­ση Νι­σα­νιάν έ­γι­νε και πά­λι ξε­κά­θα­ρο ό­τι έ­νας αρ­μέ­νιος δια­νο­ού­με­νος στην Τουρ­κί­α ο­φεί­λει να γνω­ρί­ζει τα ό­ριά του και να με­τρά­ει συ­νε­χώς το μπό­ι του, αλ­λιώς το κρά­τος θα πρά­ξει ό­τι πράτ­τει, α­κό­μη και με τον πιο ύ­που­λο τρό­πο. Ω­στό­σο, μέ­ρα με τη μέ­ρα με­γα­λώ­νει το κί­νη­μα υ­πε­ρά­σπι­σης του Σε­βάν Νι­σα­νιάν. Οι φω­νές δια­μαρ­τυ­ρί­ας στο ε­σω­τε­ρι­κό αλ­λά και στο ε­ξω­τε­ρι­κό δυ­να­μώ­νουν. Η ά­δι­κη με­τα­χεί­ρι­σή του μας έ­χει ε­νώ­σει, συντο­νί­ζου­με τις δράσεις μας ε­ντός και ε­κτός των συ­νό­ρων, υψώ­νου­με μα­ζί τη φω­νή μας και α­κου­γό­μα­στε. Πα­ρά­δειγ­μα η σε­λί­δα στο facebook:(https:/www. facebook.com/turkeycondemned) με τις χι­λιά­δες συμ­με­το­χές, εί­ναι έ­νας τρό­πος έκ­φρα­σης υ­πέρ του Σε­βάν. Οι φί­λοι στέ­κονται στο πλευ­ρό του και δεν τον α­φή­νουν μόνο σ’ αυ­τήν τη δο­κι­μα­σί­α. Ε­πί­σης, φέ­τος για το βρα­βεί­ο Χρα­ντ Ντιν­κ προ­τά­θη­κε το ό­νο­μα του Σεβάν Νι­σα­νιάν. Η υ­πο­ψη­φιό­τη­τα αυ­τή εί­ναι έ­νας α­κό­μη τρό­πος για την υ­πε­ρά­σπι­σή του, μια «ε­ξόρ­μη­ση» ε­νά­ντια στην πα­ρα­πληρο­φό­ρη­ση.

Ποια μπο­ρεί να εί­ναι η συμ­βο­λή της Αρ­με­νί­ας στο έρ­γο του Σεβάν Νι­σα­νιάν;

Ο Σε­βάν ό­χι μόνο με τα άρ­θρα, τα βι­βλί­α ή τις δηλώ­σεις του, αλ­λά και με το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό του έρ­γο έ­χει α­πο­δεί­ξει ό­τι εί­ναι μια α­ξιό­λο­γη προ­σω­πι­κό­τη­τα με πο­λύ­πλευ­ρες ι­κα­νό­τη­τες. Χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τον νό­μο ως ερ­γαλεί­ο, για να στε­ρή­σουν την ε­λευ­θε­ρί­α του. Ό­μως ό­λοι γνω­ρί­ζουν ό­τι η υ­πό­θε­ση ήταν στη­μέ­νη. Σε μια χώ­ρα «πα­ρά­δει­σο της αυ­θαί­ρε­της δό­μη­σης» ό­πως η Τουρ­κί­α, κα­νείς δεν πι­στεύ­ει ό­τι κατα­δι­κά­στη­κε για αυ­τό. Μό­λις πριν με­ρικές η­μέ­ρες η Διε­θνής Α­μνη­στί­α ε­ξέ­δω­σε α­νακοί­νωση, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α δεν έχει πει­σθεί ό­τι η «αυ­θαί­ρε­τη δό­μη­ση με­ρι­κών τε­τρα­γω­νι­κών μέ­τρων» εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός λό­γος στέ­ρη­σης της ε­λευ­θε­ρί­ας του Σε­βάν Νι­σα­νιάν.
Μ’ αυ­τό θέ­λω να το­νί­σω, ό­τι εί­ναι ε­πιβε­βλη­μέ­νο κι άλ­λοι διε­θνείς ορ­γα­νι­σμοί υ­πε­ρά­σπι­σης των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των και της ε­λευ­θε­ρί­ας του λό­γου να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν και να α­παι­τή­σουν α­πό το τουρκι­κό κρά­τος δι­καιο­σύ­νη για τον Νι­σα­νιάν. Θέ­λω να σας δια­βε­βαιώ­σω ό­τι η υ­πε­ρά­σπι­ση του Σε­βάν δεν εί­ναι δύ­σκο­λη υ­πό­θε­ση, διό­τι εί­ναι αυ­το­νό­η­τη η α­δι­κί­α που έ­χει υ­πο­στεί. Αν βά­λου­με για λί­γο στην ά­κρη τις δη­λώ­σεις και τις ι­δέ­ες του, ο Σε­βάν και πά­λι εί­ναι μπρο­στά μας, με το έρ­γο του στο χω­ριό Σι­ρί­ντζε, κο­ντά στη Σμύρ­νη. Έρ­γο που έ­χει σχέ­ση και με την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, αλ­λά και με την ι­στο­ρί­α και τον πο­λι­τι­σμό του τό­που www.nisanyan.com. Για να κα­τα­νο­ή­σου­με το με­γά­λο έρ­γο του, αλ­λά και την α­δι­κί­α ενα­ντί­ον του, πρέ­πει να α­πο­κα­λύ­ψου­με μια πα­λιά υ­πό­θε­σή του, που α­φο­ρά την ανα­πα­λαί­ω­ση του άλ­λο­τε ελ­λη­νι­κού χω­ριού Κιρ­κι­τζέ**.
Έ­ναν άν­θρω­πο που προ­σφέ­ρει τό­σο ση­μα­ντι­κό έρ­γο για τον πο­λι­τι­σμό και την ιστο­ρί­α της πε­ριο­χής αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα της αν­θρω­πό­τη­τας, τον έ­χουν σή­με­ρα φυ­λα­κί­σει, στε­ρώ­ντας του το δι­καί­ω­μα της δημιουρ­γί­ας και της προ­σφο­ράς, ε­νώ α­ντί­θε­τα θα του ά­ξι­ζε να προ­τα­θεί το βρα­βεί­ο Νό­μπελ Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής. Αρ­χί­ζο­ντας α­πό «Aga Han», βρα­βεί­ο αρ­χι­τε­κτο­νι­κής στην Τουρ­κί­α, ο Σε­βάν εί­ναι πράγ­μα­τι ά­ξιος διε­θνών δια­κρί­σε­ων. Και όχι μό­νον ο ί­διος, αλ­λά και οι δη­μιουρ­γί­ες του και οι α­να­πα­λαιώ­σεις στο χω­ριό θα πρέ­πει να προ­στα­τευ­θούν α­πό την ΟΥ­ΝΕ­ΣΚΟ, διό­τι έ­χουν πα­ναν­θρώ­πινη α­ξί­α. Ω­στό­σο ο Σε­βάν Νι­σα­νιάν δεν εί­ναι τό­σο γνω­στός στην Αρ­με­νί­α και στο ε­ξω­τε­ρι­κό, ί­σως ε­πει­δή δεν ε­πι­δί­ωξε την προ­βο­λή του. Θα ή­ταν ευ­χής έρ­γο οι διε­θνείς ορ­γα­νι­σμοί και τα ι­δρύ­μα­τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κής να α­σχολη­θούν και να ε­ρευ­νή­σουν την πε­ρί­ο­δο που ο Σε­βάν α­να­πα­λαί­ω­νε το χω­ριό Σι­ρί­ντζε- Κιρ­κι­τζέ. Αν α­πο­κα­λυ­φθούν αυ­τά, θα πέ­σουν και τα πέ­πλα της υ­πό­θε­σης της δί­κης του μα­ζί με τις σκευω­ρί­ες. Αν δεν α­κολου­θή­σου­με αυ­τά τα βή­μα­τα, εί­ναι πο­λύ πι­θα­νό και κά­ποιες άλ­λες πα­ρόμοιες υ­πο­θέ­σεις ε­να­ντί­ων του Σε­βάν που εκ­κρε­μούν α­κό­μη, να ο­δη­γή­σουν σε συνο­λι­κή κα­τα­δί­κη του σε φυ­λά­κι­ση 50 ε­τών και την εφ’ ό­ρου ζω­ής στέ­ρη­ση της ε­λευ­θε­ρί­ας του. Ο Σε­βάν Νι­σα­νιάν με τις ά­οκνες έ­ρευ­νές του ως δια­νο­ού­με­νος και ι­στο­ρι­κός έ­χει κα­τα­φέ­ρει να α­νοί­ξει πολ­λές τρύ­πες στην ή­δη διά­τρη­τη ε­πί­ση­μη τουρ­κι­κή προ­παγάν­δα για την ι­στο­ρί­α. Αλ­λά α­κό­μη και στον του­ρι­στι­κό το­μέ­α έ­χει να μας δεί­ξει ε­πι­τυ­χί­ες. Έ­χει γράψει πο­λυά­ριθ­μα βι­βλί­α, έ­να α­πό τα ο­ποί­α α­φο­ρά τα κα­τά­λοι­πα της αρ­με­νι­κής λα­ϊ­κής και πο­λι­τι­στι­κής πα­ρά­δο­σης των πε­ριοχών της ι­στο­ρι­κής Αρ­με­νί­ας.
Εί­μαι σί­γου­ρος ό­τι ο Σε­βάν δεν θα α­φε­θεί μό­νος πί­σω α­πό τα κά­γκε­λα. Η α­που­σί­α του α­φή­νει κε­νά ό­χι μό­νο στην αρ­με­νι­κή αλ­λά και την παγκό­σμια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για τον λό­γο αυ­τό, η διε­θνής κοινό­τη­τα ε­νω­μέ­νη με τον αρ­με­νι­κό λα­ό, θα πρέ­πει να διεκ­δι­κή­σουν, να δη­μιουρ­γή­σουν έ­να με­γά­λο κί­νη­μα, ώ­στε οι κρα­τι­κές δο­μές της Τουρ­κί­ας να το πά­ρουν α­πό­φα­ση: ο Σε­βάν Νι­σα­νιάν δεν εί­ναι μό­νος πί­σω α­πό τα κά­γκε­λα!

*Μί­χα­ελ Μπα­κού­νιν, Ρώ­σος α­ναρ­χι­κός επα­να­στά­της (1814-1876).

**To χωριό της Δι­δώς Σω­τη­ρί­ου.

 

Με­τά­φρα­ση: Κουήν Μι­να­σιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ναρινέ Αγαμπαλιάν

Υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού και Νε­ο­λαί­ας της Δη­μο­κρα­τί­ας

του ο­ρει­νού Καρα­μπάχ (Αρ­τσάχ)

Η Να­ρι­νέ Α­γα­μπα­λιάν γεν­νή­θη­κε στο Στε­πα­να­κέρ­τ το 1967. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α στο Κρα­τι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Αρ­τσάχ. Α­πό το 1988 μέ­χρι το 1995 ερ­γά­στη­κε ως πα­ρου­σιά­στρια ει­δή­σε­ων και στη συ­νέ­χεια μέ­χρι το 2005 στη διεύ­θυν­ση σύ­ντα­ξης του κρα­τικού τη­λε­ο­πτι­κού σταθ­μού του Αρ­τσάχ. Α­πό το 2004 μέ­χρι το 2009 ή­ταν α­ντα­πο­κρί­τρια της αρ­με­νι­κής τη­λε­ό­ρα­σης. Το 2001 α­να­κη­ρύ­χθη­κε α­πό το Ε­θνι­κό Συμ­βούλιο του Αρ­τσάχ ως η κα­λύ­τε­ρη δη­μο­σιο­γρά­φος της χρο­νιάς. Το 2009 διο­ρί­στη­κε Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού και Νε­ο­λαί­ας. Ο σύ­ζυ­γός της Ε­ντμόν Παρ­σε­χιάν θυ­σιά­στη­κε στον πό­λε­μο για την α­νε­ξαρ­τη­σί­α του Αρ­τσάχ.

“Οι νέ­οι σήμερα έ­χουν να ε­πι­τε­λέ­σουν

μια με­γά­λη α­πο­στολή, τη δη­μιουρ­γί­α

ε­νός ι­σχυ­ρού Αρ­τσάχ”

Με ποιο τρό­πο ο νε­ο­σύ­στα­τος σύλ­λο­γος Ελ­λη­νο-αρ­με­νι­κής Φι­λί­ας θα μπο­ρού­σε να συμ­βάλ­λει ε­νερ­γά στη σύ­σφι­ξη στε­νό­τε­ρων σχέ­σε­ων α­νά­μεσα στους δύ­ο λα­ούς και ι­διαί­τε­ρα με το Αρ­τσάχ ;
Δί­νου­με με­γά­λη ση­μα­σί­α στη συ­νερ­γα­σί­α με αυ­τούς τους συλ­λό­γους, διό­τι το εγ­χεί­ρη­μα έ­χει δεί­ξει ό­τι αυ­τή η σύ­μπρα­ξη εί­ναι πιο α­πο­τε­λε­σμα­τική ι­διαί­τε­ρα ό­σον α­φο­ρά την α­να­γνώ­ρι­ση του Αρ­τσάχ. Διό­τι αν πολ­λές χώ­ρες α­δυ­να­τούν σή­με­ρα να συ­νά­ψουν σχέ­σεις με έ­να μη α­να­γνω­ρι­σμέ­νο κράτος, τό­τε οι σύλ­λο­γοι αυ­τοί μπο­ρούν να βο­η­θή­σουν στο θέ­μα της ε­νη­μέ­ρω­σης έχο­ντας με­γα­λύ­τε­ρη ε­λευ­θε­ρί­α δρά­σης κα­θώς ο πε­ρισ­σό­τε­ρος κό­σμος δεν γνωρί­ζει τι α­κρι­βώς συμ­βαί­νει με το ζή­τη­μα του Κα­ρα­μπάχ. Νο­μί­ζουν ό­τι ο πό­λεμος στην πε­ριο­χή μας συ­νε­χί­ζε­ται και δεν γνω­ρί­ζουν ό­τι η δη­μο­κρα­τι­κή πορεί­α στη χώ­ρα μας εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σή­με­ρα το Αρ­τσάχ εί­ναι μια α­νεξάρ­τη­τη χώ­ρα με κρα­τι­κές δο­μές, δη­μό­σιες υ­πη­ρε­σί­ες, κοι­νο­βού­λιο, σχο­λεί­α, ι­δρύ­μα­τα κ.λπ. Α­πό το Αρ­τσάχ ξε­κί­νη­σε η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α και με­τά διαδό­θη­κε σ’ ο­λό­κλη­ρη την Αρ­με­νί­α, που υ­πήρ­ξε το πρώ­το χρι­στια­νι­κό κρά­τος στον κό­σμο. Μέ­σω αυ­τών των συλ­λό­γων, ο κό­σμος μπο­ρεί να μας γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα.

Οι πο­λε­μι­κές α­να­κοι­νώ­σεις του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν και τα συ­νο­ριακά ε­πει­σό­δια το τε­λευ­ταί­ο διά­στη­μα, πώς ε­πι­δρούν στην ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση και στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των κα­τοί­κων της χώ­ρας ;

Ο Αρ­μέ­νιος του Αρ­τσάχ έ­χει συ­νη­θί­σει σ’ αυ­τόν τον τρό­πο ζω­ής. Για μας δεν εί­ναι κά­τι το και­νούρ­γιο. Στα 20 χρό­νια που έ­χει ε­πι­βλη­θεί προ­σω­ρι­νή ε­κε­χει­ρί­α υ­πήρ­ξαν σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νά α­ψι­μα­χί­ες και συ­νο­ρια­κά ε­πει­σό­δια. Συ­νή­θως γί­νο­νται πα­ρα­μο­νές πο­λι­τι­κών γε­γο­νό­των, διό­τι στην πραγ­μα­τικό­τη­τα υ­πάρ­χουν κά­ποιοι λό­γοι και συμ­φέ­ρο­ντα κα­θώς και λό­γοι ε­σω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής α­πό την πλευ­ρά των Α­ζέ­ρων. Με αυ­τόν τον τρό­πο δια­τη­ρούν το πρόβλη­μα του Κα­ρα­μπάχ στην ε­πι­και­ρό­τη­τα θέ­λο­ντας να δεί­ξουν στον κό­σμο τους ό­τι δεν το έ­χουν ξε­χά­σει και δεν έ­χουν πα­ραι­τη­θεί α­πό την ε­πα­νά­κτη­σή του. Γνω­ρί­ζουν ό­τι έ­χουν χά­σει τον πό­λε­μο και προ­σπα­θούν με άλ­λα μέ­σα να α­παντή­σουν. Ω­στό­σο γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά ό­τι αν ε­πι­χει­ρή­σουν ο­τι­δή­πο­τε, η α­πάντη­ση που θα λά­βουν θα εί­ναι δέ­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη. Ε­μείς έ­χου­με δη­λώ­σει ε­πανει­λημ­μέ­νως πά­νω σ’ αυ­τό το ζή­τη­μα ό­τι οι στρα­τιώ­τες μας έ­χουν ε­ντο­λή να μην έρ­χο­νται σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση με τον ε­χθρό, αλ­λά ό­τι σε κά­θε πυ­ρο­βο­λι­σμό θα α­πα­ντούν στο δε­κα­πλά­σιο. Οι Α­ζέ­ροι γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά ό­τι το Κα­ρα­μπάχ εί­ναι μια χα­μέ­νη υ­πό­θε­ση γι’ αυ­τούς. Πα­ρό­λα αυ­τά συ­νε­χί­ζουν την ί­δια τα­κτι­κή και μά­λι­στα πολ­λές φο­ρές α­πο­κρύ­πτουν τις α­πώ­λειές τους. Για πα­ράδειγ­μα στο πρό­σφα­το ε­πει­σό­διο τον πε­ρα­σμέ­νο Ια­νουά­ριο, προ­σπά­θη­σαν να προ­ω­θη­θούν και συ­νά­ντη­σαν ι­σχυ­ρή α­ντί­στα­ση με α­πο­τέ­λε­σμα να υ­πο­στούν μεγά­λες α­πώ­λειες. Ε­κεί­νες τις μέ­ρες οι ε­φη­με­ρί­δες στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν έ­γρα­ψαν τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, ό­τι δη­λα­δή έ­νας στρα­τιώ­της τους πέ­θα­νε από κά­ποια α­σθέ­νεια ή α­πό άλ­λη αι­τί­α. Δεν α­νέ­φε­ραν ό­τι οι στρα­τιώ­τες τους σκο­τώ­θη­καν ε­πει­δή ε­πι­τέ­θη­καν χω­ρίς λό­γο ε­να­ντί­ον της αρ­με­νι­κής πλευ­ράς.        

Ποια εί­ναι τα ε­πι­τεύγ­μα­τα στον το­μέ­α του πο­λι­τι­σμού τα τε­λευταί­α χρό­νια στο Αρ­τσάχ ;  

Δί­νου­με με­γά­λη ση­μα­σί­α στον πο­λι­τι­σμό διό­τι για μάς εί­ναι κα­θο­ριστι­κός πα­ρά­γων της ε­θνι­κής μας ταυ­τό­τη­τας και μέ­σω αυ­τού αυ­το­προσ­διο­ριζό­μα­στε ε­νώ­πιον της διε­θνούς κοι­νό­τη­τας. Γι’ αυ­τόν τον λό­γο έ­χου­με χα­ράξει την πο­λι­τι­κή μας πά­νω σε δύ­ο κα­τευ­θυ­ντή­ριες γραμ­μές: η πρώ­τη εί­ναι ν’ α­νυ­ψώ­σου­με και να δια­τη­ρή­σου­με την πο­λι­τι­στι­κή μας παράδοση και η δεύτε­ρη ν’ α­να­πτύ­ξου­με συ­νερ­γα­σί­α και πο­λι­τι­στι­κές α­νταλ­λα­γές με άλ­λες χώρες. Έ­τσι το Αρ­τσάχ χω­ρίς να εί­ναι α­να­γνω­ρι­σμέ­νο κρά­τος, θα μπο­ρεί να συμ­με­τέ­χει σε διά­φο­ρες πο­λι­τι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις στο ε­ξω­τε­ρι­κό και α­ντί­στοιχα να διορ­γα­νώ­νει πα­ρό­μοιες στο έ­δα­φός του προ­σκα­λώ­ντας ό­ποιες χώ­ρες το ε­πι­θυ­μούν. Διορ­γα­νώ­νου­με διε­θνές φε­στι­βάλ κλα­σι­κής μου­σι­κής και κά­θε φο­ρά συμ­με­τέ­χουν πολ­λές χώ­ρες με τους κα­λύ­τε­ρους μου­σι­κούς και διε­θνές συ­μπό­σιο γλυ­πτικής. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια έχουμε μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα ε­ξέ­λι­ξη στον μου­σεια­κό το­μέ­α. Α­πό το 2013 λει­τουρ­γεί μου­σεί­ο ει­κα­στι­κών τε­χνών και έ­να και­νούρ­γιο μου­σεί­ο τα­πή­των με μό­νι­μες συλ­λο­γές στο Σου­σί. Το μου­σεί­ο ει­κα­στι­κών τε­χνών δη­μιουρ­γή­θη­κε από το μη­δέν. Σή­με­ρα δια­θέ­τει 400 πε­ρί­που πί­να­κες απ’ ό­λο τον κό­σμο, πί­να­κες τους ο­ποί­ους προ­σέ­φε­ραν διά­φο­ροι δω­ρη­τές και συλ­λέ­κτες, με 100 έ­ως 150 ε­πι­σκέπτες την η­μέ­ρα, που είναι ση­μα­ντι­κός α­ριθ­μός για την πό­λη του Σου­σί. Ό­σον α­φο­ρά το μου­σεί­ο τα­πή­των, να θυ­μί­σω ό­τι πα­λαιό­τε­ρα το Αρ­τσάχ ή­ταν έ­να α­πό τα κέντρα τα­πη­τουρ­γί­ας, αλ­λά η κυ­βέρ­νη­ση του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν στα χρό­νια της Σο­βιετι­κής Έ­νω­σης εί­χε α­φαι­ρέ­σει ό­λους τους πα­λαιούς τά­πη­τες α­πό το μου­σεί­ο και τους εί­χε α­ντι­κα­τα­στή­σει με και­νούρ­γιους που δεν εί­χαν κα­μιά α­ξί­α. Ειδι­κό­τε­ρα τά­πη­τες πριν α­πό τον 20ό αιώ­να, που ο κα­θέ­νας εί­χε τη δι­κή του ι­στορί­α και το δι­κό του «κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νο» μή­νυ­μα. Το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν α­πό την πλευρά του δεν χά­νει ευ­και­ρί­α στις διά­φο­ρες εκ­θέ­σεις που διορ­γα­νώ­νει στο ε­ξωτε­ρι­κό να δια­φη­μί­ζει τους τά­πη­τες ως α­ζε­ρι­κή τέ­χνη. Πρό­σφα­τα ορ­γα­νώ­σα­με διε­θνή έκθε­ση στο Ε­ρε­βάν ό­που ή­ταν πα­ρών και έ­νας πο­λύ γνω­στός Γερμα­νός ει­δι­κός. Η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του εί­χε ως θέ­μα «ο χρι­στια­νι­κός τά­πη­τας της Α­να­το­λής» και α­πο­δεί­κνυε ό­τι η τα­πη­τουρ­γί­α εί­ναι αρ­με­νι­κή τέ­χνη και έ­χει δια­δο­θεί α­πό την Αρ­με­νί­α και ό­τι έ­να α­πό τα κέ­ντρα της ήταν το Αρ­τσάχ. Έ­τσι λοι­πόν σή­με­ρα προ­σπα­θού­με να α­πο­κα­τα­στή­σου­με αυτήν την τέ­χνη, αυ­τήν την πα­ρά­δο­ση και να γνω­ρί­σου­με στον έ­ξω κό­σμο την πο­λιτι­στι­κή μας κλη­ρο­νο­μιά. Α­ξί­ζει να α­να­φέ­ρω ό­τι τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια προ­σωπι­κό­τη­τες πα­γκο­σμί­ου φή­μης έ­χουν δεί­ξει με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον για το Αρ­τσάχ, ό­πως η με­γά­λη Ι­σπα­νί­δα σο­πρά­νο Μον­σε­ρά Κα­μπα­γιέ που ήρ­θε και τρα­γού­δη­σε στο Γκα­ντσα­σάρ έρ­γα του Κο­μι­τάς. Η ε­πί­σκε­ψή της σε ε­πτά εκ­κλη­σί­ες και μονα­στή­ρια στην Αρ­με­νί­α και στο Αρ­τσάχ α­πο­τυ­πώ­θη­κε σ’ έ­να κα­λαί­σθη­το λεύκω­μα που πα­ρου­σιά­σα­με σε εκ­δή­λω­ση στο Πα­ρί­σι στις 12 Δε­κεμ­βρί­ου 2013. Να λοι­πόν έ­νας τρό­πος για να κά­νει αι­σθη­τή την πα­ρου­σί­α του το Αρ­τσάχ στη διε­θνή κοι­νό­τη­τα. Το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν α­πό την πλευ­ρά του διέ­πρα­ξε άλ­λη μια γκά­φα, προσθέ­το­ντας έ­να α­κό­μη ό­νο­μα, την Κα­μπα­γιέ, στη μαύ­ρη λί­στα των α­νε­πι­θύ­μη­των προ­σώ­πων.              

Σε ποιο στά­διο βρί­σκο­νται οι ερ­γα­σί­ες για την α­να­πα­λαί­ω­ση και α­πο­κα­τά­στα­ση των ζη­μιών στην πό­λη Σου­σί;

Να σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Α­πό τον Ο­κτώ­βριο του 2012 το υπουρ­γεί­ο Πο­λι­τι­σμού και Νε­ο­λαί­ας στε­γάζε­ται στο Σου­σί, σ’ έ­να κτί­ριο 100 χρο­νών που ή­ταν πα­λιά παρ­θε­να­γω­γεί­ο. Το κτί­ριο αυ­τό με το ό­νο­μα «Σχο­λεί­ο Θη­λέ­ων Μα­ρια­μιάτ­ς» εί­χε χτι­στεί με χρή­ματα των α­δελ­φών Γου­γκα­σιάν, που εί­χαν μια ε­ται­ρί­α ε­ξό­ρυ­ξης και πα­ρα­γω­γής πε­τρε­λαί­ου στην Κα­σπί­α, στη μνή­μη της πρό­ω­ρα χα­μέ­νης α­δελ­φής τους Μα­ριάμ Γου­γκα­σιάν. Με­τά α­πό 100 χρό­νια ο πρό­ε­δρός μας Πά­κο Σα­χα­κιάν α­πευ­θύν­θη­κε σ’ έ­ναν άλ­λο δω­ρη­τή α­πό τη Ρω­σί­α, τον Κον­στα­ντίν Μα­νου­κιάν, για να βο­η­θή­σει στην α­να­καί­νι­ση του κτι­ρί­ου. Και η ι­στο­ρί­α αυ­τή ε­πα­να­λή­φθη­κε με­τά α­πό τόσα χρόνια με χρή­μα­τα που δια­τέ­θη­καν για ένα παρόμοιο σκο­πό.    

Πώς ε­κτι­μά­τε τη συμ­βο­λή του Πα­ναρ­με­νι­κού Τα­μεί­ου «Χα­για­στάν» στην α­νά­πτυ­ξη του Αρ­τσάχ;

Ό­λα αυ­τά τα χρό­νια η βο­ή­θεια του Πα­ναρ­με­νι­κού Τα­μεί­ου και των Αρ­μενί­ων της δια­σπο­ράς εί­ναι α­ναμ­φί­βο­λα τε­ρά­στια. Έ­χουν κα­τα­σκευα­στεί με­γάλης στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας έρ­γα ό­πως δρό­μοι, σχο­λεί­α, ια­τρι­κά κέ­ντρα, δη­λαδή ό­λα αυ­τά που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα για την κα­θη­με­ρι­με­νή ζω­ή των κα­τοί­κων μιας χώ­ρας. Οι προ­σπά­θειες του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν για την α­πο­μό­νω­ση του Αρ­τσάχ εί­ναι α­πο­τυ­χη­μέ­νες, διό­τι η δια­σπο­ρά και η Αρ­με­νί­α στέ­κο­νται πά­ντα στο πλευ­ρό μας. Τε­λευ­ταί­α ε­γκαι­νιά­σα­με στο Στε­πα­να­κέρ­τ έ­να νο­σο­κο­μεί­ο α­πό τα κα­λύ­τε­ρα που δια­θέ­του­με στην Αρ­με­νί­α και ί­σως σ’ ο­λό­κλη­ρη την πε­ριο­χή με χρή­μα­τα που ε­ξα­σφά­λι­σε το Πα­ναρ­με­νι­κό Τα­μεί­ο α­πό έ­ναν Αρ­μέ­νιο της Ρωσί­ας, τον Σαμ­βέλ Γκα­ρα­μπε­τιάν.

Φα­ντα­στεί­τε πό­σα τέ­τοια προ­γράμ­μα­τα έ­χουν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί και α­πό ά­τομα και α­πό κοι­νό­τη­τες της δια­σπο­ράς. Το πρό­γραμ­μα για την κα­τα­σκευ­ή του οδι­κού ά­ξο­να Κελ­μπα­τσάρ-Βαρ­τε­νίς που ε­ξήγ­γει­λε το Πα­ναρ­με­νι­κό Τα­μεί­ο το 2013 εί­ναι υ­ψί­στης στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας κα­θώς θα συν­δέ­ει τις βό­ρειες ε­παρχί­ες του Κα­ρα­μπάχ με την Αρ­με­νί­α αλ­λά θα συμ­βά­λει και στην αύ­ξη­ση του πλη­θυσμού αυ­τών πε­ριο­χών.  

Ποιες εί­ναι οι α­νά­γκες και οι προ­τε­ραιό­τη­τες για την α­νά­πτυξη των πα­ρα­με­θό­ριων χω­ριών και κω­μο­πό­λε­ων του Αρ­τσάχ;

Εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό να βρί­σκο­νται σε κα­λή κα­τά­στα­ση τα πα­ρα­με­θόρια χω­ριά μας και ο κό­σμος να εί­ναι δε­μέ­νος με τη γη του. Στην α­ντί­θε­τη πε­ρίπτω­ση δεν έ­χει νό­η­μα να έ­χου­με στρα­τιώ­τες στην πρώ­τη γραμ­μή πυ­ρός για να φυ­λάσ­σουν τα σύ­νο­ρα. Ο στρα­τιώ­της πρέ­πει να α­φου­γκρά­ζε­ται την α­νά­σα του κό­σμου. Γι’ αυ­τό τον λό­γο υ­πάρ­χουν διά­φο­ρα κρα­τι­κά σχέ­δια σε ε­ξέ­λι­ξη για την ε­πί­λυ­ση αυ­τού προ­βλή­μα­τος. Ό­σο κι αν προ­σπα­θού­με να βά­λου­με προ­τεραιό­τη­τες και να δια­θέ­σου­με χρή­μα­τα με τη βο­ή­θεια του Πα­ναρ­με­νι­κού Τα­μείου και άλ­λων ορ­γα­νώ­σε­ων, πά­ντα υ­πάρ­χει α­νά­γκη για και­νούρ­για προ­γράμ­ματα. Και θα ή­θε­λα τα α­δέλ­φια μας στη δια­σπο­ρά να έ­χουν πά­ντα υπ’ ό­ψη τους ότι εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό να στη­ρί­ζου­με αυ­τούς τους αν­θρώ­πους που ζουν στις πα­ρα­με­θό­ριες πε­ριο­χές. Η ψυ­χή αυ­τών των αν­θρώ­πων εί­ναι που μας βο­η­θά­ει να ξε­περ­νά­με τα ε­μπό­δια και αυ­τή η ψυ­χή εί­ναι που πρέ­πει να δια­τη­ρή­σου­με όρθια και δυ­να­τή.

Η φι­λο­ξε­νί­α που προ­σφέ­ρε­ται κά­θε χρό­νο στους νε­α­ρούς Αρ­μέ­νιους του Αρ­τσάχ α­πό το Δή­μο Σύ­ρου πώς ε­πι­δρά στην ψυ­χι­κή τους κα­τά­στα­ση; Το πρό­γραμ­μα φι­λο­ξε­νί­ας θα συ­νε­χι­στεί;

Ο α­ντί­κτυ­πος ή­ταν πο­λύ θε­τι­κός, διό­τι τα παι­διά που με­γά­λω­σαν σε συνθή­κες πο­λέ­μου εί­χαν πιε­στεί ψυ­χο­λο­γι­κά, και μά­λι­στα πολ­λά απ’ αυ­τά είχαν χά­σει τον πα­τέ­ρα τους, εί­χαν υ­πο­στεί έ­ντο­νο ψυ­χο­λο­γι­κό κλο­νι­σμό, δί­χως να υ­πο­λο­γί­σου­με τις πο­λυά­ριθ­μες στε­ρή­σεις που έ­ζη­σαν. Η με­γα­λύ­τε­ρη α­πώλεια ή­ταν η α­πώ­λεια του πα­τέ­ρα τους και α­ναμ­φί­βο­λα αυ­τό το πρό­γραμ­μα φιλο­ξε­νί­ας δεν μπο­ρεί να την α­να­πλη­ρώ­σει. Ω­στό­σο, η α­πελ­πι­σί­α α­πό την ά­σχη­μη ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, έ­δω­σε τη θέ­ση της στην ελ­πί­δα για έ­να κα­λύ­τε­ρο αύριο. Θυ­μά­μαι πριν με­ρι­κά χρό­νια που τα εί­χα συ­νο­δεύ­σει στην Ελ­λά­δα πό­σο είχαν εκ­πλα­γεί έ­χο­ντας έρ­θει α­πό έ­να μέ­ρος ό­που δεν υ­πήρ­χαν α­μύ­γδα­λα, δεν υπήρ­χε νε­ρό, και μά­λι­στα πό­σι­μο νε­ρό την πε­ρί­ο­δο των βομ­βαρ­δι­σμών κα­θώς πε­ρι­μέ­νο­ντας στην ου­ρά με τις ώ­ρες για λί­γο νε­ρό έ­σκα­γαν οι βόμ­βες, ο­πό­τε ήταν υ­πο­χρε­ω­μέ­να να τρέ­ξουν για να σω­θούν. Τέ­τοιες κα­τα­στά­σεις εί­χαν ζή­σει. Α­σφα­λώς χρό­νο με τον χρό­νο η ει­κό­να άλ­λα­ζε. Οι κά­τοι­κοι της Σύ­ρου το παρα­τή­ρη­σαν αυ­τό, δη­λα­δή τα παι­διά που εί­χαν έρ­θει τα πρώ­τα χρό­νια και αυ­τά που έρ­χο­νται τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια εί­ναι τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά. Αλ­λά χά­ρις σ’ αυ­τό το πρό­γραμ­μα μια φω­τει­νή ελ­πί­δα γεν­νή­θη­κε μέ­σα τους για έ­να κα­λύτε­ρο μέλ­λον και γι’ αυ­τό ο λα­ός μας κι ε­γώ εί­μα­στε ευ­γνώ­μο­νες στους Έλ­ληνες φί­λους μας και σε ό­λους αυ­τούς που μας α­γκά­λια­σαν με τό­ση θέρ­μη στις δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες πα­ρα­μο­νής μας στην Ελ­λά­δα. Στο κτί­ριο που διέ­με­ναν κυ­μά­τιζε η ση­μαί­α του Κα­ρα­μπάχ. Ό­λοι οι κά­τοι­κοι του νη­σιού και οι κα­τα­στη­μα­τάρχες τους πρό­σφε­ραν α­να­μνη­στι­κά δώ­ρα και ορ­γά­νω­ναν τα γεύ­μα­τά τους. Εί­ναι το μό­νο πρό­γραμ­μα που συ­νε­χί­ζε­ται ε­δώ και τό­σα χρό­νια.              

Κα­τά την πα­ρα­μο­νή σας στη χώ­ρα μας εί­χα­τε κά­ποιες συ­να­ντή­σεις με εκ­προ­σώ­πους της ελ­λη­νι­κής πο­λι­τεί­ας. Πώς ε­κτι­μά­τε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τών των συ­να­ντή­σε­ων;

Στη διάρ­κεια της ε­πί­σκε­ψής μου εί­χα­με μια σει­ρά συ­να­ντή­σε­ων με την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ο­μά­δα φι­λί­ας Αρ­με­νί­ας-Ελ­λά­δας με ε­πι­κε­φα­λής τον πρώ­ην πρό­ε­δρο της Βου­λής Α­πό­στο­λο Κα­κλα­μά­νη. Εί­χα­με μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα και ου­σια­στι­κή συ­ζή­τη­ση. Έ­δει­ξαν ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον για τις τε­λευ­ταί­ες ε­ξε­λί­ξεις και τη δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή δια­δι­κα­σί­α γύ­ρω α­πό το θέ­μα της α­να­γνώ­ρι­σης του Αρ­τσάχ. Νο­μί­ζω ό­τι έ­γι­νε μια δη­μιουρ­γι­κή συ­ζή­τη­ση.

Ποιο μή­νυ­μα στέλ­νε­τε στην ελ­λη­νο­αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα και ι­διαί­τε­ρα στους νέ­ους;

Έ­χω ε­πι­σκε­φθεί πολ­λές πα­ροι­κί­ες της δια­σπο­ράς και πά­ντα ό­ταν α­πευ­θύ­νο­μαι στους νέ­ους λέ­ω ό­τι έ­χουν να ε­πι­τελέ­σουν μια με­γά­λη α­πο­στο­λή. Πριν α­πό 26 χρό­νια, οι γο­νείς μας, μάς εμ­ψύ­χω­σαν και με τη βο­ή­θειά τους κα­τα­φέ­ρα­με να υ­περ­νι­κή­σου­με τις δυ­σκο­λί­ες και να κερ­δί­σου­με τον πό­λε­μο. Σή­με­ρα εί­ναι η σει­ρά των νέ­ων να συ­νε­χί­σουν αυ­τό το έρ­γο, α­πο­στο­λή τους θα εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α ε­νός ι­σχυ­ρού Αρ­τσάχ. Σπού­δα­σαν στα πα­νε­πι­στή­μια διά­φο­ρες ει­δι­κό­τη­τες για να εί­ναι κά­ποια στιγ­μή χρή­σι­μοι στην πα­τρί­δα. Διό­τι ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο στο Αρ­τσάχ που ή­ταν α­πομο­νω­μέ­νο υ­πήρ­χε η δυ­να­τό­τη­τα να σπου­δά­σουν εκεί. Πά­ντα έχουμε α­νά­γκη για ει­δι­κευ­μέ­νους ε­πι­στή­μο­νες. Έ­χουν λοι­πόν τη δυ­να­τό­τη­τα να με­τα­δώ­σουν τις γνώ­σεις τους ή με κά­ποιον άλ­λο τρό­πο τις ε­μπει­ρί­ες τους στο Αρ­τσάχ. Πα­ράλ­λη­λα η πα­ρα­μο­νή τους ε­κεί θα εί­ναι και έ­να κί­νη­τρο ό­σον α­φορά τη δια­τή­ρη­ση της αρ­με­νι­κής ε­θνι­κής συ­νεί­δη­σης και μια πα­ρό­τρυν­ση ώ­στε η γε­νιά αυ­τή να με­τα­δώ­σει στην ε­πό­με­νη τα ε­θνι­κά ι­δε­ώ­δη. Και θα ή­θε­λα ό­λοι οι νέ­οι, ο κά­θε νέ­ος Αρ­μέ­νιος να κα­τα­λά­βει ό­τι μπο­ρεί να γί­νει χρή­σι­μος στην πα­τρί­δα του και να έ­χει μέ­σα του την ε­πι­θυ­μί­α να ε­πι­σκε­φθεί ο­πωσδή­πο­τε το Αρ­τσάχ, διό­τι με­τά ό­λα μπο­ρεί ν’ αλ­λά­ξουν...

 

Σαρκίς Αγαμπατιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Στις όχθες του ποταμού Αράξη

Τα ρό­δια της ει­ρή­νης Μετά από μια κα­ριέ­ρα στο στρα­τό του Κα­ρα­μπάχ, ο Σαρ­κίς Κα­ριάν ε­γκα­θί­στα­ται στο Αλ­βάν­κ στη νό­τια Αρ­με­νί­α στα πε­ρί­χω­ρα του Με­γρί, κο­ντά στα ι­ρα­νι­κά σύνο­ρα. Α­πό το 2007, έ­χει α­φιε­ρώ­σει τη ζω­ή του στην καλ­λιέρ­γεια των ρο­διών.

Ό­ταν ο Σαρ­κίς α­πο­φά­σι­σε να γί­νει καλ­λιερ­γη­τής και να α­φιε­ρώ­σει τη ζω­ή του σ’ έ­να α­πό τα φρού­τα σύμ­βο­λα της Αρ­με­νί­ας στο χω­ριό Αλ­βάν­κ, υ­πήρ­χαν ή­δη με­ρι­κοί θά­μνοι στο πε­ρι­βό­λι του: «Α­γό­ρα­σα αυ­τό το ε­κτά­ριο γης για να συ­νε­χί­σω να καλ­λιερ­γώ ρο­διές. Φύ­τε­ψα το πρώ­το μου δέ­ντρο το 2008 δί­πλα στα άλ­λα».

Σ’ αυ­τή την κοι­λά­δα της νό­τιας Αρ­με­νί­ας, τα βου­νά πε­ρι­βάλ­λουν την πε­διάδα ό­που α­να­πτύσ­σο­νται ο­κτα­κό­σιες ρο­διές. Στα μέ­σα Ιου­λί­ου και στους δύ­ο μή­νες της συ­γκο­μι­δής, τα κλα­διά έ­χουν ή­δη αρ­κε­τούς καρ­πούς. «Τα δέ­ντρα μου εί­ναι η­λι­κί­ας δύ­ο με δέ­κα χρό­νων, πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νεις ε­πτά για να σου δώ­σουν καρ­πούς. Μια ρο­διά μπο­ρεί να φτά­σει μέχρι τα έ­ξι μέ­τρα», λέ­ει δεί­χνο­ντας με το δά­χτυ­λο τη με­γα­λύτε­ρη στη σει­ρά. Η ρο­διά φαί­νε­ται γε­ρή και ρι­ζω­μέ­νη στη γη. Τα στε­νό­μα­κρα βαθυ­πρά­σι­να φύλ­λα της κρέ­μο­νται α­πό τα κλα­διά που α­πλώ­νο­νται σαν πο­λυά­ριθ­μα χέ­ρια.

«Οι ρο­διές εί­ναι πά­ντα ό­μορ­φες, σε ο­ποια­δή­πο­τε ε­πο­χή. Αν­θί­ζουν στα μέ­σα Μα­ΐ­ου και ο­ρι­σμέ­νοι καρ­ποί ω­ρι­μά­ζουν στα τέ­λη Αυ­γού­στου». Την ά­νοι­ξη, τα ζα­ρω­μέ­να κόκ­κι­να πορ­το­κα­λί πέ­τα­λα κά­θε άνθους στο­λί­ζουν το κτή­μα, ό­που κυ­ριαρ­χεί το πρά­σι­νο χρώ­μα της χλό­ης και της φυλ­λω­σιάς. Πριν το μά­ζε­μα που γί­νε­ται α­πό τις 21 Σε­πτεμ­βρί­ου ως τις 10 Ο­κτωβρί­ου, το ρό­δι α­πο­κτά έ­να ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό μέ­γε­θος και πε­ριέ­χει γύ­ρω στους 400 τρι­γω­νι­κούς σπό­ρους.

Μι­λά­ει και δί­νει ο­νό­μα­τα στις ρο­διές

«Για να κα­τα­λά­βεις τις ρο­διές, πρέ­πει να μι­λάς την ί­δια γλώσ­σα μα­ζί τους και να τις α­κούς». Ο πρώ­ην στρα­τιω­τι­κός έ­χει δώ­σει σε κά­θε ρο­διά και α­πό έ­να ό­νο­μα: «Έ­χω τρεις κό­ρες, έ­τσι ε­πέ­λε­ξα γυ­ναι­κεί­α ο­νό­μα­τα». Κα­τευ­θυ­νό­με­νος σ’ έ­να γεν­ναιό­δω­ρο δέ­ντρο, ο Σαρ­κίς δηλώ­νει ό­τι το ο­νό­μα­σε Λι­λίτ, ό­πως η κό­ρη του που ερ­γά­ζε­ται στο Με­γρί, κο­ντά στο χω­ριό του. Προ­χω­ρώ­ντας λί­γο πιο πέ­ρα, προς το πε­ρι­βό­λι, δεί­χνει μια ρο­διά πιο λε­πτή και λι­γό­τε­ρο πυ­κνή: «Αυ­τή την ο­νό­μα­σα Έ­λε­να, διό­τι εί­ναι το ό­νο­μα της άλ­λης κό­ρης μου που εί­ναι 24 χρο­νών. Εί­ναι χο­ρεύ­τρια». Και συ­μπλη­ρώ­νει: «Θυ­μά­μαι κά­θε ό­νο­μα, χω­ρίς κα­μιά προ­σπά­θεια, διό­τι αυ­τά τα δέ­ντρα τα α­γα­πά­ω σαν τα μά­τια μου!»

Στα ι­ρα­νι­κά σύ­νο­ρα

Νω­ρίς, κά­θε πρω­ί προ­τού ο ή­λιος α­νέ­βει ψη­λά, ο Σαρ­κίς κά­νει τις ί­διες α­κρι­βώς κι­νή­σεις. Μπαί­νει στο σκούρο μπλε Λά­ντα του, βά­ζει μπρος τη μη­χα­νή, α­κού­ει για λί­γο τον ή­χο της που του α­ρέ­σει και ξε­κι­νά­ει για το κτή­μα δια­σχί­ζο­ντας φι­δω­τούς δρό­μους και κοιλά­δες. «Μέ­σα σ’ αυ­τό το αυ­το­κί­νη­το που το έ­χω α­πό τη σο­βιε­τι­κή πε­ρί­ο­δο υ­πάρ­χουν κά­θε λο­γής ερ­γα­λεί­α. Έ­χω έ­να φτυά­ρι, έ­να δρε­πά­νι, κου­βά­δες, α­κό­μη και κο­πριά. Εί­ναι το τρα­κτέρ μου, εί­ναι πα­λιό αλ­λά δεν υ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση να με α­φή­σει πο­τέ». Στον αρ­με­νι­κό Νό­το κο­ντά στα ι­ρα­νι­κά σύ­νο­ρα, το το­πί­ο σε σχή­μα γιρ­λάν­δας εί­ναι ά­νυ­δρο, το έ­δα­φος πετρώ­δες. Τα βου­νά πε­ρι­κλεί­ουν α­μπε­λώ­νες και α­γρούς ό­που συ­νυ­πάρ­χουν αρ­μονι­κά συ­κιές, μου­ριές, καρ­που­ζιές, ρο­δα­κι­νιές …

Ο πρώ­ην στρα­τιω­τι­κός θαυ­μά­ζει το το­πί­ο που α­πλώ­νε­ται μπρο­στά του σαν να εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά και α­φή­νει πί­σω του το δύ­σκο­λο πα­ρελ­θόν. Δεν θέ­λει να σκέ­φτε­ται τα έ­ξι χρό­νια του πο­λέ­μου που έ­φε­ραν α­ντι­μέ­τω­πους την Αρ­με­νί­α με το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν. «Στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου στο Κα­ρα­μπάχ ή­μουν α­ντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χης. Πο­λέ­μη­σα για την πα­τρί­δα μου. Ο πό­λε­μος με άλ­λα­ξε. Εί­μαι συ­νέ­χεια αγ­χω­μέ­νος και πο­λύ νευ­ρι­κός», λέ­ει ανά­βο­ντας έ­να δεύ­τε­ρο τσι­γά­ρο. Ο Σαρ­κίς θυ­μά­ται τις τραυ­μα­τι­κές ε­μπει­ρί­ες του, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει λα­κω­νι­κός. «Μου εί­ναι πο­λύ ο­δυ­νη­ρό να μι­λά­ω γι’ αυ­τά. Εί­μα­στε γεί­το­νες, αλ­λά δεν θα μπο­ρέ­σου­με να συ­νεν­νο­η­θούμε …». Ο δρό­μος γί­νε­ται κα­τη­φο­ρι­κός. Ο Σαρ­κίς σβή­νει τη μη­χα­νή για να ε­ξοι­κο­νο­μή­σει λί­γη βεν­ζί­νη. Ε­κεί, στο χα­μη­λό­τε­ρο ση­μεί­ο του δρό­μου, εί­κο­σι χι­λιό­με­τρα α­πό το Με­γρί, βρί­σκο­νται οι ρο­διές του, σ’ έ­να κτή­μα που σχη­μα­τί­ζει έ­να εί­δος τε­ρά­στιου κά­δου, μέ­σα στον ο­ποί­ο ο καλ­λιερ­γη­τής χώ­νε­ται κά­θε μέ­ρα για να δου­λέ­ψει. «Πά­ντα υ­πάρ­χει κά­τι να κά­νεις. Την ά­νοι­ξη και το κα­λο­καί­ρι πρέ­πει να κλα­δέ­ψεις τα δέ­ντρα. Με­τά έρχε­ται η ώ­ρα της συ­γκο­μι­δής. Το φθι­νό­πω­ρο πρέ­πει να πο­τί­σεις… Εί­μαι συ­νέχεια α­πα­σχο­λη­μέ­νος!», λέ­ει α­να­ζη­τώ­ντας το κλα­δευ­τή­ρι στο πορ­τ-μπα­γκάζ του αυ­το­κι­νή­του του που εί­ναι σταθ­μευ­μέ­νο στην ά­κρη του κτήμα­τος.

Εί­ναι 10 το πρω­ί, σε υ­ψό­με­τρο λι­γό­τε­ρο α­πό 500 μέ­τρα και η ζέ­στη αρ­χί­ζει να γίνε­ται αι­σθη­τή. Με­τά α­πό με­ρι­κές ώ­ρες δου­λειάς, γί­νε­ται τό­σο α­πο­πνι­κτι­κή, που ο Σαρ­κίς α­να­γκά­ζε­ται να κά­νει πρώ­τα έ­να διά­λειμ­μα στη σκιά των δέ­ντρων και με­τά κά­τω α­πό την τέ­ντα της λα­μα­ρι­νέ­νιας κα­λύ­βας του. Μέ­σα σ’ αυ­τό το δεύ­τε­ρο σπί­τι, ο Σαρ­κίς έ­χει έ­να στρώ­μα για να ξε­κου­ρά­ζε­ται στη διάρ­κεια της συ­γκο­μι­δής. Στα ρά­φια έ­χει το­πο­θε­τή­σει μπου­κά­λια με νε­ρό κι έ­να σακου­λά­κι α­λε­σμέ­νο κα­φέ, ε­νώ διά­φο­ρα φυ­το­φάρ­μα­κα βρί­σκο­νται διά­σπαρ­τα στο χώ­ρο. Λί­γα κλα­δά­κια εί­ναι αρ­κε­τά για τη φω­τιά πά­νω στην ο­ποί­α βά­ζει τον τζε­ζβέ με τον κα­φέ. «Πρέπει να βγά­λεις τον κα­φέ μό­λις αρ­χί­ζει ν’ α­φρί­ζει, προ­τού κα­εί», λέ­ει με την προ­σο­χή στραμ­μέ­νη στο μπρί­κι.

Με­γρί ό­πως μέ­λι

Κά­θε­ται στο πα­γκά­κι σιω­πη­λός και θαυ­μά­ζει το κτή­μα του. «Ο κή­πος μου εί­ναι το κέ­ντρο του κό­σμου!», φω­νά­ζει ξαφ­νι­κά. Τα μά­τια του λά­μπουν, τα δά­χτυλά του συν­θλί­βουν το νιο­στό τσι­γά­ρο και το χα­μό­γε­λό του φω­τί­ζει έ­να πρόσω­πο που έ­χει σκλη­ρύ­νει με τον χρό­νο. Υ­πάρ­χουν λί­γα σύ­κα πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Παίρ­νει έ­να και το δο­κι­μά­ζει. Η γλυ­κιά γεύ­ση τους δεν εί­ναι τυ­χαί­α, ω­ρι­μά­ζουν σ’ έ­να πα­ρα­δει­σέ­νιο κή­πο. «Τα φρού­τα εί­ναι πο­λύ γλυ­κά χά­ρις στο υ­πο­τρο­πι­κό κλί­μα. Μ’ α­ρέ­σει η ξη­ρα­σί­α του κα­λο­και­ριού και η ηπιό­τη­τα του χει­μώ­να. Έ­χω ε­γκα­τα­στα­θεί κο­ντά στο Με­γρί, διό­τι αυ­τή η πό­λη βρί­σκε­ται σε μια εύ­φο­ρη και καλ­λιερ­γή­σι­μη πε­ριο­χή. Εξ άλ­λου, Με­γρί στ’ αρ­με­νι­κά ση­μαί­νει μέ­λι», διευ­κρι­νί­ζει ο Σαρ­κίς. Γλυ­κά ό­πως το μέ­λι, ό­λα τα φρού­τα της πε­ριο­χής, ό­που βρέ­χει λι­γό­τε­ρο α­πό 300 χι­λιο­στά το χρό­νο, έ­χουν μια α­πα­λή σάρ­κα. Ό­σο για το ρό­δι, δί­νει σπό­ρους που το χρώ­μα τους σε πα­ρα­πέ­μπει στο έ­ντο­νο κόκ­κι­νο του ρου­μπι­νιού ή στο πορ­το­κα­λί του ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τος. Η γεύ­ση τους εί­ναι α­νά­λο­γα με την ποι­κι­λί­α, άλ­λο­τε γλυ­κιά και άλ­λο­τε ξυ­νή. «Θα μπο­ρού­σα­με να τα­ξι­νο­μή­σου­με τα ρόδια σε τρεις κα­τη­γο­ρί­ες, α­κό­μη κι αν υ­πάρ­χουν πολ­λές ποι­κι­λί­ες. Μια με γλυκιά γεύ­ση, μια άλ­λη λι­γό­τε­ρο γλυ­κιά και μια τρί­τη ε­λα­φρά ξυ­νή. Προ­τι­μώ την τε­λευ­ταί­α διό­τι α­φή­νει μια αρ­κε­τά ευ­χά­ρι­στη γεύ­ση στο στό­μα σου …», ε­ξη­γεί ο Σαρ­κίς, χτυ­πώ­ντας τη γλώσ­σα στον ου­ρα­νί­σκο του.

Τα πιο ω­ραί­α ρό­δια τα κρα­τά­με για τους γά­μους

Α­πό τα τέ­λη Σε­πτεμ­βρί­ου μέ­χρι και τον Ο­κτώ­βριο ο Σαρ­κίς μα­ζεύ­ει γύ­ρω στους 35 τόν­νους ρό­δια. «Το κα­θέ­να ζυ­γί­ζει 600 με 800 γραμ­μά­ρια. Που­λά­ω α­πό 800 μέ­χρι 1200 ντραμ (1,92 δολ­ά­ρια) το κι­λό, ε­νώ στα σούπερ­μαρ­κετ που­λιού­νται 2000 ντραμ. Καλ­λιερ­γώ­ντας έ­να ε­κτά­ριο, κερ­δί­ζω 80.000 πε­ρίπου δο­λά­ρια». Με­τά τη συ­γκο­μι­δή τα ρό­δια δεν ω­ρι­μά­ζουν άλλο. Ο Σαρ­κίς τα δια­τη­ρεί σ’ έ­να ψυ­χρό θά­λα­μο για να τα που­λή­σει το Φε­βρουά­ριο.

«Αυ­τή την πε­ρί­ο­δο, εί­ναι πιο α­κρι­βά, διό­τι η Χι­λή και το Αζερ­μπα­ϊ­τζάν έ­χουν τε­λειώ­σει την πα­ρα­γω­γή τους. Οι χον­δρέ­μπο­ροι έρ­χο­νται στο σπί­τι μου για να τα α­γο­ρά­σουν και στη συ­νέ­χεια να τα που­λή­σουν στην πρω­τεύ­ου­σα, στο Ε­ρε­βάν, δια­νύ­ο­ντας πά­νω α­πό 400 χι­λιό­με­τρα», συ­νε­χί­ζει. Το ρό­δι γνω­στό για τις ι­σχυ­ρές α­ντιο­ξι­δω­τι­κές του ι­διό­τη­τες, εί­ναι σύμ­βο­λο της αιώ­νιας νε­ό­τη­τας, της γο­νι­μό­τη­τας, της ο­μορ­φιάς και κυρί­ως του έ­ρω­τα. Τα πιο με­γά­λα ρό­δια προ­ο­ρί­ζο­νται για τους γά­μους και θε­ω­ρού­νται ευ­λο­γί­α για τους α­πο­γό­νους των νε­α­ρών ζευ­γα­ριών. Την ώ­ρα του μυ­στηρί­ου το φρού­το εκ­σφεν­δο­νί­ζε­ται στον τοί­χο και οι σπό­ροι συν­θλί­βο­νται. Για τους Αρ­μέ­νιους το ρό­δι εί­ναι ε­πί­σης πη­γή ελ­πί­δας. Ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ροι κά­τοι­κοι του Ε­ρε­βάν έρ­χο­νται στον Νό­το της χώ­ρας για να α­γο­ρά­σουν το πο­λύ­τι­μο φρού­το. Χά­ρις σ’ αυ­τή τη φή­μη, ο Σαρ­κίς κατα­φέρ­νει να ζει σχε­τι­κά ά­νε­τα : «Ε­ξα­σφα­λί­ζω τα προς το ζην, δεν έ­χω πα­ρά­πο­νο», λέ­ει. Στην Αρ­με­νί­α, ο το­μέ­ας της γε­ωρ­γί­ας α­ντι­προ­σω­πεύ­ει γύ­ρω στο μι­σό του ε­νερ­γού πλη­θυ­σμού. Η πρώ­ην χώ­ρα της Σοβιε­τι­κής Έ­νω­σης πα­ρα­μέ­νει α­κό­μη πο­λύ α­γρο­τι­κή.

Η συ­γκο­μι­δή εί­ναι γιορ­τή

Ο Σαρ­κίς ε­πέ­λε­ξε να βρει το δρό­μο του δου­λεύ­ο­ντας στο κτή­μα. Το 1991, συμ­με­τεί­χε στην α­να­τρο­πή του α­γάλ­ματος του Λέ­νιν, στην πτώ­ση της σο­βιε­τι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας και σή­με­ρα ο­νει­ρεύ­ε­ται έ­να σπί­τι σύμ­φω­να με τα ευ­ρω­πα­ϊ­κά πρό­τυ­πα. Στο με­τα­ξύ, σκέ­φτε­ται ότι η συ­γκο­μι­δή πλη­σιά­ζει και η πε­ρί­ο­δος αυ­τή εί­ναι έ­να εί­δος γιορ­τής. «Ό­λοι οι φί­λοι μου έρ­χο­νται να βο­η­θή­σουν στο μά­ζε­μα των καρ­πών. Το βρά­δυ α­νά­βου­με φω­τιά και ψή­νου­με χοι­ρι­νές μπρι­ζό­λες και πα­ϊ­δάκια. Εί­ναι γιορ­τή». Με το σού­ρου­πο, ο Σαρ­κίς μα­ζί με τη σύ­ζυγό του α­πο­σύ­ρονται στην κα­μπά­να στην καρ­διά του α­γρο­κτή­μα­τος με τις ρο­διές.

 

Laetitia Moreni - Nouvelles d’ Armenie.

Μετάφραση:Σαρκίς Αγαμπατιάν

 

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Σιωπηρές μαρτυρίες

Ό­ταν θα κρα­τά­τε το πα­ρόν τεύ­χος στα χέ­ρια σας, θα ξε­κι­νούν ή θα ε­ξε­λίσ­σο­νται οι ε­τή­σιες τι­μη­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις για την 99η ε­πέ­τειο της Γε­νο­κτο­νί­ας των Αρ­με­νί­ων.

Ε­νε­νή­ντα Εν­νέ­α χρό­νια συ­νε­χούς διεκ­δι­κή­σε­ως -εκ μέ­ρους των ε­πι­ζη­σά­ντων της Γε­νο­κτο­νί­ας και των α­πο­γό­νων τους- για την α­να­γνώ­ρι­ση του α­πο­τρόπαιου ε­γκλή­μα­τος, της α­πο­κα­ταστάσεως της α­λή­θειας και α­ποδόσεως του δι­καί­ου.

Ε­νε­νή­ντα Εν­νέ­α χρό­νια μιας συ­νε­χούς, πει­σμα­τι­κής αρ­νή­σε­ως της δο­λοφο­νί­ας ε­νός Έ­θνους, εκ μέ­ρους του θύ­τη.

Βλέ­πε­τε έ­ως σή­με­ρα δεν έ­χει εμ­φα­νι­σθεί ή ί­σως να μην έ­χει α­κό­μη γεν­νη­θεί ο… Τούρ­κος Βίλ­λυ Μπρα­ντ1, ο ο­ποί­ος θα έ­χει το θάρ­ρος να α­να­λά­βει το χρέ­ος τι­μής της α­να­γνω­ρί­σε­ως της Γε­νο­κτο­νί­ας, πρά­ξη η ο­ποί­α θα α­πο­τε­λέ­σει το πρώ­το βή­μα για τη δι­καί­ω­ση των αι­τη­μά­των των Αρ­με­νί­ων και ταυ­τό­χρο­να θα απο­κα­τα­στή­σει την α­ξιο­πρέ­πεια της πα­τρί­δας του, α­πο­τι­νά­ζο­ντας το στίγ­μα του αρ­νη­τού της α­λή­θειας.

Δια­στρε­βλώ­νο­ντας συ­νε­χώς τα γε­γο­νό­τα οι Τούρ­κοι, προ­σπα­θούν να κρυ­φτούν κυ­ριο­λε­κτι­κά πί­σω α­πό το δά­χτυ­λό τους.

Δυ­στυ­χώς γι’ αυ­τούς υ­πάρ­χουν αρ­κε­τά α­πο­δει­κτι­κά ι­στο­ρι­κά -και άλ­λα αν­θρώ­πι­να, κα­θη­με­ρι­νά- ε­νο­χο­ποι­η­τι­κά στοι­χεί­α τα ο­ποί­α α­ναμ­φί­βο­λα κά­ποια ημέ­ρα θα κα­τα­στούν οι τι­μω­ροί τους.

Ό­πως η ε­πι­στο­λή την ο­ποί­α δη­μο­σιεύ­ου­με σή­με­ρα για πρώτη φορά. Με η­με­ρο­μη­νί­α 26 Α­πρι­λί­ου 1915, α­πο­τε­λεί μια κραυ­γή α­γω­νί­ας του Μα­νούκ Τζα­ρου­γκιάν α­πό το Γκα­μάχ2 και μια ύ­στα­τη προ­σπά­θεια α­πο­τρο­πής της μοί­ρας του α­πό βέ­βαιο θά­να­το. Ο Μα­νούκ Τζα­ρου­γκιάν έ­στει­λε την ε­πι­στο­λή στον α­δελ­φό του Μπο­γός, ο ο­ποί­ος την επο­χή της Γε­νο­κτο­νί­ας βρι­σκό­ταν στην Κέρ­κυ­ρα.

                                                                                                         1915, Α­πρι­λί­ου 26, Γκα­μάχ

 

Α­γα­πη­μέ­νε μου α­δελ­φέ,

Κα­τά πρώ­τον χαι­ρε­τώ την οι­κο­γέ­νειά σου και ό­λους σας.

Ως συ­νέ­πεια τού πα­ρό­ντος πο­λέ­μου με στρά­τευ­σαν και ε­μέ­να και θα με έ­στελ­ναν κατ’ ευ­θεί­αν στην (πό­λη) Γκα­ρίν (Ερζε­ρούμ).

Α­να­γκά­στη­κα να υ­πο­βάλ­λω σχε­τι­κό αί­τη­μα ε­ξα­γο­ράς, το ο­ποί­ο α­πε­δέ­χθη­σαν για 20 η­μέ­ρες. Πλή­ρω­σα ως εγ­γύ­η­ση 45 λί­ρες και με κρά­τη­σαν στα ε­δώ τάγ­μα­τα ερ­γασί­ας, έ­ως ό­του ε­ξο­φλή­σω την ε­ξα­γο­ρά και α­πε­λευ­θε­ρω­θώ.

Συ­νε­πώς, μό­λις λά­βε­τε την ε­πι­στο­λή, πα­ρα­δώ­στε α­μέ­σως 60 λί­ρες στο το­πι­κό τα­χυ­δρο­μεί­ο και να τις α­πο­στεί­λε­τε κατ’ ευ­θεί­αν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, στον Πα­τριάρ­χη Πα­να­γιό­τα­το Ζα­βέν Γε­για­γιάν.

Να γρά­ψε­τε και συ­νο­δευ­τι­κή ε­πι­στο­λή στην κά­τω­θι α­να­γρα­φό­με­νη διεύ­θυν­ση στον Πα­τριάρ­χη. Έ­χω ή­δη ε­νη­με­ρώ­σει το Πα­τριαρ­χεί­ο. Μό­λις τα πα­ρα­λά­βουν (εν­νο­εί τις λί­ρες και την ε­πι­στο­λή) θα μού τα στεί­λουν α­μέ­σως. Μεί­νε­τε ή­συχοι ως προς αυ­τό.

Μό­λις λά­βω το πο­σό και πλη­ρώ­σω την ε­ξα­γο­ρά θα με α­πε­λευ­θε­ρώ­σουν και θα σας ε­νη­με­ρώ­σω.

Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι σκέ­φθη­κα να τη­λε­γρα­φή­σω για αυ­τό το θέ­μα, εν τού­τοις, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τις δυ­σκο­λί­ες τις ο­ποί­ες θα α­ντι­με­τω­πί­σω, έ­κρι­να σκό­πιμο να ε­πι­κοι­νω­νή­σω μα­ζί σας με ε­πι­στο­λή. Ελ­πί­ζο­ντας ό­τι θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­τε α­πα­ρέ­γκλι­τα αυ­τό το ζή­τη­μα, πε­ρι­μένω με α­νυ­πο­μο­νη­σί­α το πο­σό και την ε­πι­στο­λή σας.

                                                                                                                    Ο α­δελ­φός σας

                                                                                                               Μα­νούκ Τζα­ρου­γκιάν

 

Πα­ρα­κα­λώ στεί­λε στο Πα­τριαρ­χεί­ο μα­ζί με το γράμ­μα σου:

(α­κο­λου­θεί α­ρα­βι­κή γρα­φή)

Διεύ­θυν­ση στην πό­λη Γκα­μάχ: Γκα­μάχ - Βα­ρί Πα­γκα­ρί­τα

Ο ε­πί­λο­γος της ι­στο­ρί­ας δυ­στυ­χώς ή­ταν θλι­βε­ρός, διό­τι ο Μα­νούκ Τζα­ρου­γκιάν δεν ε­πέ­ζη­σε. Εί­τε διό­τι το γράμ­μα έ­φθα­σε αρ­γά στα χέ­ρια του α­δελ­φού του Μπο­γός, εί­τε διό­τι τα χρή­μα­τα δεν έ­φθα­σαν ε­γκαί­ρως στον προ­ο­ρι­σμό τους. Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με τη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο κα­τά την ο­ποί­α οι κά­θε μορ­φής ε­πικοι­νω­νί­ες ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Σύμ­φω­να με τις α­φη­γή­σεις της οι­κο­γέ­νειας, ό­ταν τα πράγ­μα­τα κάπως η­ρέ­μη­σαν, ο Μπο­γός Τζα­ρου­γκιάν τα­ξί­δε­ψε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη προς α­να­ζή­τη­ση του α­δελ­φού του και των οι­κο­γε­νειών τους, αλ­λά δυ­στυ­χώς πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ο­ριστι­κά για την α­πώ­λειά τους.

Θέ­λω να ευ­χα­ρι­στή­σω την οι­κο­γέ­νεια Τζα­ρου­γκιάν η ο­ποί­α ε­πέ­τρε­ψε τη δη­μοσί­ευ­ση αυ­τής της συ­γκλο­νι­στι­κής ε­πι­στο­λής, ό­πως και την κυ­ρί­α Μά­ρω Κιουρ­κτζιάν για την πο­λύ­τι­μη βο­ή­θειά της στη με­τά­φρα­ση κα­θώς και για τις ε­πι­σημάν­σεις της ό­πως π.χ. ό­τι η ε­πι­στο­λή έ­χει μάλ­λον γρα­φεί καθ’ υ­πα­γό­ρευ­ση, διό­τι εί­ναι εμ­φα­νής η δια­φο­ρά με­τα­ξύ του γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα του κει­μέ­νου συ­γκρι­τι­κά με την υ­πο­γρα­φή του α­πο­στο­λέ­α. Α­ναμ­φί­βο­λα πρό­κει­ται για έ­να έγ­γρα­φο ά­ξιο με­λέ­της α­πό τους ει­δι­κούς.

1Βίλ­λυ Μπρα­ντ (Willy Brαndt) 18/02/1913 - 08/10/1992. Το 1970, ως κα­γκε­λά­ριος της δυ­τι­κής Γερ­μα­νί­ας ε­πι­σκέ­φθη­κε τη Βαρ­σο­βί­α και γο­νά­τι­σε στο μνη­μεί­ο των Ε­βραί­ων οι ο­ποί­οι έ­πε­σαν θύ­μα­τα των Γερ­μα­νών Ναζί, ζη­τώ­ντας συγ­γνώ­μη για τα έ­κτρο­πα της Να­ζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας. Το 1971, τι­μή­θηκε με το Νό­μπελ Ει­ρή­νης για την Ostpolitik, σκο­πός της ο­ποί­ας ή­ταν η ε­ξο­μά­λυν­ση των σχέ­σε­ων με τις χώ­ρες του α­να­το­λι­κού μπλοκ, συ­μπε­ριλαμ­βα­νο­μέ­νης και της Λα­ϊ­κής Δη­μο­κρα­τί­ας της Γερ­μα­νί­ας.

2Γκα­μάχ. Το χω­ριό Γκα­μάχ (ή Γκε­μάχ) βρί­σκε­ται 8 χλμ. έ­ξω α­πό την πό­λη Πα­γές της ε­παρ­χί­ας Μπι­τλίς. Υ­πέ­στη κα­τα­στρο­φές λό­γω των σφα­γών του 1895, ε­πί σουλ­τά­νου Α­μπντούλ Χα­μίτ. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Γε­νο­κτο­νί­ας του 1915, το χω­ριό α­ριθμού­σε 45 σπί­τια και 260 Αρ­με­νί­ους κα­τοί­κους, ο­πό­τε και κα­τα­στρά­φη­κε ο­λο­σχερώς. Σή­με­ρα στην πε­ριο­χή ζουν 463 κά­τοι­κοι, ό­λοι τους Κούρ­δοι.

 

Νουνιά Γεραμιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Τα 90 χρόνια της «Αρμενικής Αθηνών»

Σεπτέμβριος 1922: Την ώρα που οι Τσέτες «πάταγαν» στα πρώτα σπίτια της Σμύρνης, στο ποδοσφαιρικό γήπεδο της πόλης διεξαγόταν ο αγώνας «Αρμένια Χομενετμέν»-«Απόλλων Σμύρνης» που έμελε να είναι και ο τελευταίος πριν αυτή περάσει στα χέρια των Τούρκων. Παίκτες και φίλαθλοι από το γήπεδο βρέθηκαν στα καράβια της προσφυγιάς και από εκεί σε μια καινούργια πατρίδα. Φτωχοί, πεινασμένοι, χωρίς να έχουν στον ήλιο μοίρα, να κοιμούνται σε σκηνές και αργότερα σε παραπήγματα που πολύ απείχαν από το να χαρακτηριστούν σπίτια, κι όμως…
Αύγουστος 1924: Δύο χρόνια ακριβώς μετά τον όλεθρο ιδρύεται στο Δουργούτι η Ένωση Αρμενίων Αθλητών Αθηνών «Χομενετμέν». Με τις ίδιες κυανέρυθρες φανέλες, τις ποτισμένες ιδρώτα από τον ήλιο και σκονισμένες από το χώμα των χαμένων πατρίδων, οι αθλητές πατάνε όχι πια τα γήπεδα της Σμύρνης, του Αφιόν, των Αδάνων, του Ακσεΐρ και της Κιλικίας, αλλά τα αθηναϊκά και οι πρόσκοποι με τις ίδιες σημαίες, καπνισμένες από τη φωτιά που κατέκαψε τις πατρίδες τους, παρελαύνουν όχι πια στους δρόμους των μικρασιατικών πόλεων, αλλά στο Δουργούτι, στην Κοκκινιά και στο Σύνταγμα.

Ποδόσφαιρο


Ένα 10χρονο παιδί στα μέσα του '70 πηγαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του στο γήπεδο. Η ομάδα του χάνει 3-0 και κάποιοι συνομήλικοί του της άλλης ομάδας τον ρωτάνε κοροϊδευτικά; «με ποιον είσαι;» Εκείνο τότε απαντάει περήφανα: ΑΡΜΕΝΙΚΑΡΑ! Γιατί αυτό το παιδάκι διαφοροποιήθηκε από τον κανόνα που λέει ότι τα παιδιά πάνε με τις ομάδες που νικούν; Ίσως επειδή αυτή η ομάδα είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ομάδα; Γιατί, καλός ο μεγάλος Παναθηναϊκός, καλός και ο σκληροτράχηλος Ολυμπιακός, καλή και η τεχνίτρια ΑΕΚ, αλλά ποιο το διαφορετικό; Γιατί η αίσθηση μιας μονοτονίας, μιας επανάληψης κάθε φορά που βλέπουμε ένα πολυδιαφημισμένο αγώνα με επίχρυσες βεντέτες; Γιατί αυτή η έλλειψη αυθεντικότητας;
Διότι όλοι εμείς που μεγαλώσαμε στα γήπεδα ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη και τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τον εντυπωσιασμό και την αίσθηση «του να είμαι με τους πολλούς», αλλά το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα ομαδικό παιχνίδι σε έργο τέχνης το βρήκαμε σε κάτι τόσο απλό αλλά αυθεντικό, τόσο οικείο και προσιτό, σαν ένα όνειρο που μας καταδιώκει και θέλουμε να το ζήσουμε ξανά και ξανά. Εραστές της στρογγυλής θεάς της παροικίας μας, κι όχι μόνο, παραμερίστε, περνάει η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία και όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών). Περνάει η ΑΡΜΕΝΙΚΗ!

Η ομάδα με αριθμό μητρώου 21 στην ομοσπονδία και αν σκεφτούμε ότι οι μισές και παραπάνω από τις 21 εκείνες πρώτες ομάδες έχουν διαλυθεί και δεν υφίστανται πλέον, η Αρμενική, βρίσκεται στις δέκα αρχαιότερες ομάδες της Αθήνας. Η ομάδα που την πρώτη χρονιά της ίδρυσής της, τη σεζόν 1924-25 κερδίζοντας τον Αίαντα Αθηνών 5-0, τον Αθηναϊκό 4-2 και την Λένορμαν 1-0 έφθασε στα ημιτελικά του πρωταθλήματος χάνοντας στην παράταση 1-0 από την ΑΕΚ. Η ομάδα που σε κάθε αγώνα την ακολουθούσαν χιλιάδες φίλαθλοι. Η ομάδα των φτωχών και κατατρεγμένων προσφύγων που κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες -οικονομικές, ρατσιστικές, συρρίκνωσης της παροικίας κ.ά.- κατάφερε εδώ και ενενήντα χρόνια κάθε Κυριακή να τιμά τα χρώματα της φανέλας της στα γήπεδα και να κερδίζει το σεβασμό όλων των φιλάθλων.

Η ομάδα που ανέκαθεν τιμούσε και τιμάει κάθε στιγμή το «ευ αγωνίζεσθε», κάτι άλλωστε που αποδεικνύεται περίτρανα από τα πάμπολλα κύπελλα ήθους που κοσμούν την τροπαιοθήκη της. Η ομάδα που μέσα από τα ερείπια της γερμανικής κατοχής κατάφερε να αναγεννηθεί και στο πρωτάθλημα της σεζόν 1945-46 σε σύνολο 18 αγώνων να πετύχει το ακατάρριπτο μέχρι σήμερα ρεκόρ -τουλάχιστον στα αθηναϊκά πρωταθλήματα- ισάριθμων νικών και να προβιβαστεί.
Η ομάδα που φόρεσε τη φανέλα της ο δις πρωταθλητής Ελλάδος με τα χρώματα του Άρη Θεσσαλονίκης και για επτά χρόνια βασικό στέλεχος της Εθνικής Ελλάδος, Τανιέλ Τανιελιάν, όπως και ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών ο Θανάσης Σαραβάκος.

Η ομάδα που πέρασε δια πυρός και σιδήρου τις δεκαετίες του '70, '80 και '90 μέσα από ανυπέρβλητες δυσκολίες, όμως ήταν πάντα εκεί κάθε Κυριακή, παίκτες, παράγοντες και φίλαθλοι. Τη δεκαετία του 2000 η ομάδα γιγαντώνεται ξανά. Κερδίζει την άνοδό της το 2003 στην Β΄ κατηγορία ύστερα από 57 χρόνια και από τότε πρωταγωνιστεί στις περισσότερες χρονιές. Μα δεν απέκτησε τίτλους και διακρίσεις, θα μας πουν κάποιοι που μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακαλίστικες προδιαγραφές. Αυτοί που τους ενδιαφέρουν τα συστήματα, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός έδρας, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια. Όμως όλοι αυτοί ποτέ δεν θα καταλάβουν ότι η Αρμενική αντιπροσωπεύει άλλες αξίες και ιδανικά. Χαμένες πατρίδες, παιδικά όνειρα, έμπνευση, αυθορμητισμό, ρομαντισμό…

Μπάσκετ-Γήπεδο

Η ομάδα μπάσκετ είναι άρρηκτα δεμένη με το γήπεδό της. Μπορεί να δημιουργήθηκε τη δεκαετία του '50 όμως η ουσιαστική της ιστορία και οι διακρίσεις της ξεκινάνε από την κατασκευή του (1963). Το ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ «Αρακελιάν-Γκιουντενιάν» ή πιο γνωστό στους ελληνικούς κύκλους ως το γήπεδο του αρμενικού σχολείου με τις γραφικές ξύλινες μπασκέτες και τα κρεμαστά σε συρματόσχοινο φώτα, είναι ένα πολύ «θορυβώδες» γήπεδο. Ακόμη αντηχούν εκεί οι πανηγυρισμοί για τις νίκες της Αρμενικής. Αλλά αν ακούσεις πιο προσεκτικά βγαίνουν στον αέρα και ο θρήνος από τις ήττες της. Αποπνέει ακόμα τη νοσταλγία από τις δόξες του παρελθόντος, τότε που γέμιζε ασφυκτικά σε κάθε αγώνα. Τα τύμπανα των φιλάθλων της ηχούν ακόμα εδώ και μισό αιώνα. Από τα βάθη αναδύεται ακόμα η ηχώ των τελετουργικών από τα τουρνουά με τα «Χομενετμέν» των άλλων παροικιών της διασποράς και από τα θρυλικά Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Οι εξέδρες του μιλάνε Αρμένικα, ενώ τα φαντάσματα του Παρσέχ, του Γκαρμπίς, του Μαξ και του Ζιράιρ βάζουν ακόμα καλάθια. Τα ντέρμπι με τον Άγιο Σώστη, το Θρίαμβο και τον Σμυρναϊκό παίζονται ακόμη νυχθημερόν. Πράγματι υπάρχουν γήπεδα πολύ πιο όμορφα και σύγχρονα, κλειστά, με παρκέ και καρεκλάκια, με ηλεκτρονικά ταμπλό, με μπασκέτες που ρυθμίζονται και ανεβοκατεβαίνουν και με θέρμανση, αλλά ούτε μνήμη έχουν ούτε κάτι αξιόλογο να διηγηθούν.

Μέσα σε ένα τέτοιο γήπεδο λοιπόν η Αρμενική δεν μπορούσε παρά να έχει διακρίσεις πολλές και μεγάλες. Έχει προβιβαστεί πάνω από δέκα φορές σε ανώτερη κατηγορία αρκετές μάλιστα από αυτές τις ανόδους τις έχει κατακτήσει ως πρωταθλήτρια. Τη φανέλα της έχουν φορέσει διεθνείς παίχτες της Α1 κατηγορίας όπως οι: Καβάσιλας (Π. Φάληρο), Μαζαρέας (Πανελλήνιος), Τσούλης (Απόλλων Πατρών), Μερτζιμεκιάν (Τρίτωνας), Μπεντροσιάν (Γ.Σ. Αμαρουσίου) ενώ στον πάγκο της έχει κάτσει πλειάδα γνωστών προπονητών όπως οι: Λ. Παπαϊωάννου (πρωταθλητής Ελλάδος με τη γυναικεία ομάδα της Αγ. Παρασκευής), Φώσκολος (Ολυμπιακός), Βίδας (ΠΑΟ), Γκέκος (ΑΕΚ) κ.ά. Σήμερα η ομάδα αγωνίζεται στην Γ΄ κατηγορία Ν.Α. Αττικής και διεκδικεί για ακόμα μια φορά το πρωτάθλημα.

Η ύπαρξη του γηπέδου βοήθησε στο να συγκεντρωθούν εκατοντάδες παιδιά όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία πλαισίωσαν τα παιδο-εφηβικά τμήματα του συλλόγου και επάνδρωναν την ανδρική ομάδα κάθε χρόνο κάποια από αυτά. Κορυφαία στιγμή του τμήματος θεωρείται η πρόκριση στις έξι καλύτερες ομάδες της Αθήνας. 

Η γυναικεία ομάδα δημιουργήθηκε και αυτή τη δεκαετία του '50 αλλά σύντομα διαλύθηκε για να ξαναμπεί στα γήπεδα το 1977. Οι διακρίσεις πολλές, με προβιβασμούς και πρωταθλήματα ενώ ύψιστη τιμή ήταν όταν τη φανέλα της φόρεσε έστω και για το φιλικό αγώνα με την Αρμενική Θεσσαλονίκης η μεγαλύτερη ελληνίδα μπασκετμπολίστρια όλων των εποχών, η αρμενικής καταγωγής Άννυ Κωνσταντινίδου. Δυστυχώς η έλλειψη υποδομών οδήγησε σε μαρασμό το τμήμα το οποίο διαλύθηκε το 2003.

Άλλα αθλήματα

Η Αρμενική Αθηνών διαθέτει επίσης κολυμβητικό τμήμα από το 1981, με πάνω από 100 αθλητές το οποίο κατά καιρούς έχει πετύχει σημαντικές διακρίσεις στους Πανελλήνιους αγώνες. Να σημειωθεί, ότι αθλητής της ομάδας ήταν και ο Ολυμπιονίκης στους Παραολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα 1996 κα ι του Σίδνεϋ 2000 Κώστας Φήκας. Επίσης, το σωματείο διαθέτει και ομάδα σκακιού η οποία επανδρώνεται από παίκτες οι οποίοι προέρχονται και από την Αρμενία, που θεωρείται παγκόσμια υπερδύναμη στο άθλημα. Η ομάδα συμμετέχει στο πρωτάθλημα της σκακιστικής ομοσπονδίας και έχει αξιόλογη παρουσία.

Προσκοπισμός


Το δεύτερο τμήμα του «Χομενετμέν» μετά το αθλητικό είναι το προσκοπικό το οποίο λειτουργεί από την πρώτη μέρα της ίδρυσης του σωματείου. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Αύγουστο του 1924 και ενώ το σωματείο μέτραγε μερικές μέρες από την ίδρυσή του, πραγματοποιήθηκε προσκοπική κατασκήνωση στους Ποδαράδες της Νέας Ιωνίας που τότε ήταν εξοχικό προάστιο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι πήγαν εκεί με τα πόδια παρελαύνοντας μέσα από τους δρόμους της Αθήνας με τις στολές και τις σημαίες, αποσπώντας τα θαυμαστικά σχόλια των κατοίκων από τις γειτονιές που περνούσαν. Χιλιάδες Αρμενόπαιδα έχουν περάσει από τις τάξεις των προσκόπων των Λυκόπουλων και των Οδηγών, παίρνοντας όχι μόνο την προσκοπική εκπαίδευση αλλά και ότι χρειαζόταν για να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Οι αρμένιοι πρόσκοποι της Αθήνας ανήκαν στο 23ο Σύστημα της τοπικής εφορίας Ακροπόλεως και υπάγονταν στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων. Συμμετείχαν μάλιστα στο μεγάλο τζάμπορι που πραγματοποιήθηκε το 1963 στο Μαραθώνα, μαζί με τους αρμένιους προσκόπους της Νίκαιας, παρελαύνοντας με την τρίχρωμη αρμενική σημαία. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 αποχώρησαν από το Σ.Ε.Π. και συστάθηκε το Σώμα Αρμενίων Προσκόπων το οποίο από το 1991 υπάγεται στο ΧΑΣΚ που εδρεύει στην Αρμενία και εποπτεύει όλο το αρμενικό προσκοπικό κίνημα. Η δραστηριότητά τους συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα έχοντας εξαιρετική παρουσία στην παροικία. Σήμερα, 90 χρόνια μετά την πρώτη παρουσία αθλητών που οι φανέλες τους στο μέρος της καρδιάς είχαν το έμβλημα του «Χομενετμέν» και από την πρώτη έπαρση της σημαίας, στην κατασκήνωση των Ποδαράδων, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι έχει δικαιώσει την παρουσία του στην ιστορία της παροικίας μας, έχοντας προσφέρει σ' αυτήν τα πάντα, συνεχίζοντας να προσφέρει σ' αυτήν και είναι βέβαιο ότι όταν θα γιορτάσει την εκατονταετηρίδα του θα έχει προσφέρει σ' αυτήν ακόμα περισσότερα. Με υπερηφάνεια λοιπόν μπορούμε να αναφωνήσουμε ΧΑΡΑΤΣ ΧΟΜΕΝΕΤΜΕΝ, κλέβοντας την πρώτη λέξη από τον ύμνο του .

 

Οβαννές Γαζαριάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι