Menu

Ταξίδι στην Αρμενία

Μανώλης Κυριακόπουλος

 

Οι α­ριθ­μοί α­πό το έ­να μέ­χρι το δέ­κα και μια προ­σευ­χή ή­ταν τα μο­να­δι­κά α­κού­σμα­τα και ε­πα­φή μου  με την Αρ­με­νί­α και με την γλώσ­σα της. Δεν ή­ταν λί­γες οι φο­ρές που η αρ­μέ­νισ­σα για­γιά μου μι­λού­σε για τον πα­τέ­ρα της με νο­σταλ­γί­α και πα­ρά­πο­νο που δεν γνώ­ρι­σε, καθώς πέ­θα­νε ό­ταν ε­κεί­νη ή­ταν πο­λύ μι­κρή. Με τον και­ρό, άρ­χι­σε να ξε­χνά τις ε­λά­χι­στες αυ­τές αρ­μέ­νι­κες λέ­ξεις. Πο­τέ ό­μως δεν μπό­ρε­σε να ξε­πε­ρά­σει την πλη­γή της ορ­φά­νιας. Το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό το με­τέ­τρε­πε σε α­πί­στευ­τη α­γά­πη για τα παι­διά, τα εγ­γό­νια και τα δι­σέγ­γο­νά της... «Για σέ­να, για­γιά, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο αυ­τό το τα­ξί­δι...»

Στο μυα­λό μου πά­ντα υ­πήρ­χε η ι­δέ­α ε­νός τα­ξι­διού στην Αρ­με­νί­α... Η ε­πι­θυ­μί­α να α­ναζη­τή­σω τις ρί­ζες μου, αλ­λά και η ι­διαίτε­ρη προ­τί­μη­ση σε «α­να­το­λι­κούς» προ­ο­ρι­σμούς με ω­θού­σαν προς την πραγ­μα­το­ποί­η­σή του. Το πλή­ρω­μα του χρό­νου εί­χε έρ­θει... Ύ­στερα α­πό συ­ζη­τή­σεις η πα­ρέ­α των μο­το­σι­κλε­τι­στών πή­ρε την α­πό­φα­ση... Ο Γιώρ­γος α­πό το Ναύ­πλιο, ο Στρά­τος α­πό το Α­γρίνιο, ο Στέ­λιος με τη Να­τά­σα α­πό τα Χα­νιά και ο γραφών α­πό την Α­θή­να α­πο­τε­λέ­σα­με το τα­ξι­διω­τι­κό «πα­ρε­ά­κι». Για τον κα­θέ­να μας, αυ­τό το τα­ξί­δι ή­ταν κά­τι πο­λύ ι­διαί­τε­ρο και συ­ναρ­πα­στι­κό.

Το ο­δοι­πο­ρι­κό μας πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε α­πό τα τέ­λη Αυ­γού­στου μέ­χρι τα μέ­σα Σε­πτεμ­βρί­ου. Δι­ήρ­κε­σε 22 μέ­ρες και δια­νύ­σα­με συ­νο­λι­κά 7.600 χλμ., α­φού ε­πι­σκε­φθή­κα­με τρεις χώ­ρες: Τουρ­κί­α, Γε­ωρ­γί­α και Αρ­με­νί­α. Στην τε­λευ­ταί­α α­να­λο­γι­κά με το μέ­γε­θός της- α­φιε­ρώ­σα­με τον πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο, κα­θώς πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με για 9 μέ­ρες, δια­νύ­ο­ντας 1.850 χλμ. πε­ρί­που. Προ­σπα­θή­σαμε να ε­πι­σκε­φτού­με το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα της χώ­ρας, ώ­στε να α­πο­κτή­σου­με μια ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη ει­κό­να.

Ξε­κι­νώ­ντας λοι­πόν, δια­σχί­σα­με σύ­ντο­μα τα α­πέ­ρα­ντα υ­ψί­πεδα της Τουρ­κί­ας, με σκο­πό να φτά­σου­με στη Γε­ωρ­γί­α. Α­φού διαθέ­σα­με λί­γες μέ­ρες στο κε­ντρι­κό και νό­τιο μέ­ρος, κα­τα­λή­ξα­με στην πρω­τεύ­ου­σά της, την Τι­φλί­δα. Ε­πό­μενος στό­χος ή­ταν η Αρ­με­νί­α. Μια χώ­ρα για την οποί­α δεν εί­χα­με κά­ποια ει­κό­να στο τι θα δού­με και τι θα α­ντι­με­τω­πί­σου­με. Η γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση της, το γε­γο­νός ό­τι μέ­χρι σχε­τι­κά πρό­σφα­τα α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της ΕΣ­ΣΔ και το ό­τι είναι έ­νας χρι­στια­νι­κός λα­ός α­νά­με­σα σε μου­σουλ­μα­νι­κές χώ­ρες, α­πο­τε­λού­σαν κομμά­τια ε­νός παζ­λ που δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σα­με να το­πο­θε­τή­σου­με στη σω­στή θέση, ώ­στε να α­πο­κα­λύ­ψου­με τη συ­νο­λι­κή ει­κό­να.

Την ό­γδο­η μέ­ρα του ο­δοι­πο­ρι­κού, δια­νύ­σα­με τα πρώ­τα χι­λιόμε­τρα στην Αρ­με­νί­α. Το πα­ρά­ξε­νο ή­ταν πως, ε­νώ ή­ταν η πρώ­τη φο­ρά που την ε­πισκε­πτό­μουν, έ­νιω­θα μια πε­ρί­ερ­γη οι­κειό­τη­τα. Στην αρ­χή σκέ­φτη­κα πως εί­χε να κά­νει με το συναι­σθη­μα­τι­κό μου υ­πό­βα­θρο, ό­μως ύ­στε­ρα από συ­ζή­τη­ση και με τους υ­πό­λοι­πους, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ό­τι το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό ή­ταν κοι­νό.

Α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή, οι ει­κό­νες ή­ταν μα­γευ­τι­κές. Το ο­ρει­νό το­πί­ο και οι δια­δρο­μές μας ε­ντυ­πω­σί­α­σαν, κε­ντρί­ζο­ντας το εν­δια­φέ­ρον μας για τις ο­μορ­φιές που έ­κρυ­βε αυ­τή η χώ­ρα.

Τις η­μέ­ρες της πε­ρι­πλά­νησης στην Αρ­με­νί­α δια­πι­στώ­σα­με με χα­ρά πως κα­θε­μιά α­πό τις ο­μορ­φιές αυ­τές ή­ταν δια­φο­ρε­τική, προ­σφέ­ρο­ντάς μας κά­τι και­νούρ­γιο. Τα ε­ντυ­πω­σια­κά μο­ναστή­ρια ή­ταν η πρώ­τη ε­πα­φή με την κουλ­τού­ρα της χώ­ρας. Η λι­τή και η ι­διαί­τε­ρη αρ­με­νι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, ε­ξέ­πε­μπαν μια μονα­δι­κή ε­πι­βλη­τι­κό­τη­τα, που γι­νό­ταν α­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρη στη θέ­α της περιο­χής στην ο­ποί­α ή­ταν χτι­σμέ­να... Οι μο­νές Κε­γάρ­τ, Κα­ντσα­σάρ, Νορα­βάν­κ, Χορ Βι­ρά­μπ και οι εκ­κλη­σί­ες στο Σε­βάν μας ε­ντυ­πωσί­α­σαν ι­διαί­τε­ρα. Χω­ρίς κα­μιά διά­θε­ση να υ­πο­βαθ­μί­σω την α­ξί­α των υ­πο­λοί­πων, θα α­να­φέ­ρω το  μο­να­στή­ρι Τα­τέβ, που προ­σεγ­γί­σα­με α­πό την νό­τια πλευ­ρά του. Ο­δη­γώ­ντας έ­ναν λα­σπω­μέ­νο και δύ­σκο­λο χω­μα­τό­δρο­μο, νιώ­σα­με σαν να πραγ­μα­το­ποιού­σα­με έ­να προ­σω­πι­κό «τά­μα» την στιγ­μή που α­ντι­κρί­σα­με για πρώ­τη φο­ρά την ε­ντυ­πω­σια­κή θέ­α  του βρά­χου που φι­λο­ξε­νού­σε το ε­πι­βλη­τι­κό μο­να­στή­ρι!

Οι ε­ναλ­λα­γές του φυ­σι­κού το­πί­ου α­πο­τέ­λε­σαν α­κό­μα μί­α έκ­πλη­ξη για ε­μάς. Οδη­γή­σα­με σε πε­ριο­χές και δια­δρο­μές που το υ­ψό­με­τρο κυ­μαι­νό­ταν α­πό τα 500 μ. μέ­χρι τα 3.200 μ. Ή­ταν κά­τι πρω­τό­γνω­ρο. Α­ντι­κρί­ζο­ντας κα­νείς τη λί­μνη Σε­βάν, ί­σως να σκε­φτεί ό­τι εί­ναι α­πλώς μια πο­λύ με­γά­λη λί­μνη... Αν α­να­λο­γι­στείς ό­μως, ό­τι είναι 10 φο­ρές πιο με­γά­λη α­πό τη με­γα­λύ­τε­ρη λί­μνη της Ελ­λά­δας, την Τρι­χω­νί­δα και ό­τι βρί­σκε­ται σε υ­ψό­με­τρο 1.900 μ., τό­τε τη βλέ­πεις με άλ­λο μά­τι. Η Αρ­με­νί­α μας ε­ξέ­πλη­ξε με τις α­πί­στευ­τες ο­ρει­νές δια­δρο­μές που δια­τρέ­χουν έ­να ποι­κι­λό­μορ­φο γε­ω­γρα­φι­κό α­νά­γλυ­φο, δια­θέ­τοντας πολ­λα­πλά πε­ρά­σμα­τα, ά­νω των 2.500 μ., ε­νώ η πα­νέ­μορ­φη αλ­πι­κή λί­μνη Κα­ρί, που σχη­μα­τί­ζε­ται α­πό τα χιό­νια του ό­ρους Α­ρα­κά­τζ, στα 3.200 μ., ή­ταν έ­να α­πό τα α­ξιοθέ­α­τα που θα μεί­νουν κα­λά χα­ραγ­μέ­να στο μυα­λό ό­λων μας.

Η κω­μό­πο­λη Γκο­ρίς α­πο­τέ­λε­σε τη βά­ση, ώ­στε να ε­πι­σκε­φτού­με το νό­τιο τμή­μα της Αρ­με­νί­ας, αλ­λά και το αυ­το­νο­μη­μέ­νο Αρ­τσάχ (Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ). Η πε­ριο­χή που συ­νο­ρεύ­ει με το γει­το­νι­κό Ι­ράν δια­κρί­νε­ται α­πό ιδιαί­τε­ρη ο­μορ­φιά και εί­ναι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή α­πό την υ­πό­λοι­πη Αρ­με­νί­α. Έ­νας ε­λι­κο­ει­δής δρό­μος δια­σχί­ζει τους ά­νυ­δρους ο­ρει­νούς ό­γκους της περιο­χής α­πό το Με­γρί στο Τσαβ και προ­σφέ­ρει στιγ­μές α­πο­λαυ­στι­κής ο­δή­γη­σης με θαυ­μά­σια και πα­νο­ρα­μι­κή θέ­α.

Η ε­πί­σκε­ψη στο Αρ­τσάχ ή­ταν έ­να κομ­μά­τι του τα­ξι­διού με ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέρον. Κά­ποια συ­νο­ρια­κά ε­πει­σό­δια που εί­χαν γί­νει πριν α­πό πε­ρί­που έ­ναν μήνα μας εί­χαν βά­λει σε αρ­κε­τές σκέ­ψεις και α­ντι­με­τω­πί­ζα­με την ε­πι­κεί­με­νη μο­νο­ή­με­ρη εκ­δρο­μή μας με αρ­κε­τό σκε­πτι­κι­σμό. Ω­στό­σο, ό­ταν α­να­φέ­ρα­με στους ντό­πιους την ε­πι­θυ­μί­α μας να το ε­πι­σκε­φτού­με γί­να­με α­ποδέ­κτες με­γά­λου εν­θου­σια­σμού και έκ­πλη­ξης για την ε­πι­λογή μας. Εν­δε­χο­μέ­νως ο λό­γος εί­χε να κά­νει με το γε­γο­νός ό­τι το Αρ­τσάχ δεν είναι α­πό τις πρώ­τες ε­πι­λο­γές ε­νός του­ρί­στα, κυ­ρί­ως μη Αρ­μέ­νιου.

Το Αρ­τσάχ μας ά­φη­σε πο­λύ κα­λές ε­ντυ­πώ­σεις. Αν και δια­νύ­σαμε μό­νο 150 χλμ., ε­πι­σκε­πτό­με­νοι το Στε­πα­να­κέρ­τ, το Σου­σί, το χω­ριό Βαν­κ και το μο­να­στή­ρι Κα­ντσα­σάρ, α­πο­λαύ­σα­με τις ο­ρει­νές δια­δρο­μές του, αλ­λά και τα α­ξιο­θέ­α­τα. Μας ε­ξέ­πλη­ξε θε­τι­κά η τε­ρά­στια προ­σπά­θεια που έ­χουν κα­τα­βά­λει οι κά­τοικοι για να ε­που­λώ­σουν τις πλη­γές που ά­φη­σε ο πό­λε­μος που μαι­νόταν μέ­χρι λί­γα χρό­νια πριν. Το «τα­κτο­ποι­η­μέ­νο» και «ανα­και­νι­σμέ­νο» Στε­πα­να­γκέρ­τ μας ξάφ­νια­σε θε­τι­κά και δη­μιούρ­γη­σε μια αί­σθη­ση αι­σιο­δο­ξί­ας και α­σφά­λειας. Το σί­γουρο εί­ναι, πως άλ­λα­ξε ε­ντε­λώς η ει­κό­να που εί­χα­με στο μυα­λό μας πριν το ε­πι­σκε­φτού­με, α­φού α­πο­τε­λεί πλέ­ον έ­να α­πό τα μέ­ρη που α­ξί­ζει να δει κα­νείς, αν βρε­θεί στην Αρ­με­νί­α.


Η πό­λη του Ε­ρε­βάν α­πο­τέ­λε­σε α­κό­μα μια έκ­πλη­ξη... Έ­να πραγ­μα­τι­κό στο­λί­δι, για το ο­ποί­ο οι Αρ­μέ­νιοι θα πρέ­πει να αι­σθάνο­νται υ­πε­ρή­φα­νοι. Συν­δυά­ζο­ντας στοι­χεί­α α­πό την αρ­με­νι­κή κουλ­τού­ρα, με τις σο­βιε­τι­κές ε­πιρ­ρο­ές και τη γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση της, δημιουρ­γεί έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα που ε­ντυ­πω­σιά­ζει και τον πιο α­παι­τητι­κό ε­πι­σκέ­πτη. Συ­να­ντή­σα­με έρ­γα σε πολ­λά ση­μεί­α της πό­λης -ι­διαί­τε­ρα στο κέ­ντρο, τα ο­ποί­α θα δώ­σουν στο μέλ­λον ε­πι­πλέ­ον ώ­θη­ση στην του­ρι­στι­κή α­νάπτυ­ξή της.

Πέ­ρα ό­μως α­πό ό­λα αυ­τά τα ό­μορ­φα και ποι­κί­λα μέρη που εί­δα­με, πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι στη μι­κρή αυ­τή χώ­ρα, η ο­ποί­α εί­ναι λί­γο με­γα­λύ­τε­ρη α­πό την Πε­λο­πόν­νη­σο, ε­κεί­νο που μας κέρ­δι­σε ή­ταν οι άν­θρω­ποι... Η ε­μπει­ρί­α μέ­χρι τώ­ρα μας έ­χει κά­νει να συ­νει­δη­το­ποιούμε πως η κο­ρύ­φω­ση ε­νός τα­ξι­διού εί­ναι η ε­πα­φή με τους ανθρώ­πους, οι ο­ποί­οι α­πο­τε­λούν την τε­λι­κή πι­νε­λιά στον πί­να­κα κά­θε τό­που που ε­πι­σκε­πτό­μα­στε... Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι δεν γνω­ρί­ζα­με αρ­με­νι­κά ή ρω­σι­κά, αυ­τό δεν α­πο­τέ­λε­σε ε­μπό­διο στην ε­πι­κοι­νω­νί­α μας με τους ντό­πιους.

Α­πό την πρώ­τη κιό­λας μέ­ρα νιώ­σα­με τη θερ­μή υ­πο­δο­χή των Αρ­με­νί­ων. Στα χω­ριά α­πό τα ο­ποί­α περ­νού­σα­με άν­θρω­ποι κά­θε η­λι­κί­ας μάς χαι­ρετού­σαν, ε­νώ τα παι­δά­κια ά­πλω­ναν τα χέ­ρια τους για να μας α­κου­μπή­σουν. Στο δρό­μο τα αυ­το­κί­νη­τα α­να­βό­σβη­ναν τα φώ­τα και μας κόρ­να­ραν. Ό­ταν στα­μα­τούσα­με σε κά­ποιο μέ­ρος, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ερ­χό­ταν κό­σμος για να πε­ριεργα­στεί τις μο­το­σι­κλέ­τες και να ε­πι­κοι­νω­νή­σει μα­ζί μας, ε­νώ οι πιο «τολ­μηροί» ζη­τού­σαν να φω­το­γρα­φη­θούν εί­τε μα­ζί μας, εί­τε με τις μο­το­σι­κλέ­τες. Δεν ή­ταν λί­γες οι πε­ρι­πτώ­σεις στις ο­ποί­ες για­γιά­δες ή μα­μά­δες έ­βα­ζαν τα παι­δά­κια τους να κα­θί­σουν στις μο­το­σι­κλέ­τες για να βγά­λουν μια φω­το­γρα­φί­α... και σε ό­λο αυ­τό το σκη­νι­κό, ό­ταν κα­τα­φέρ­να­με να ε­πι­κοι­νω­νή­σου­με και να τους εξη­γή­σου­με α­πό που ερ­χό­μα­σταν, οι εκ­δη­λώ­σεις εν­θου­σια­σμού και εγκαρ­διό­τη­τας γί­νο­νταν α­κό­μα ε­ντο­νό­τε­ρες.

Την πρώ­τη μέ­ρα στην Αρ­με­νί­α, στο μο­να­στή­ρι Χαγ­μπάτ, μας πλη­σί­α­σε έ­νας νε­αρός και προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να μας δώ­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες για τα μέ­ρη που θα ε­πισκε­πτό­μα­σταν. Ή­ταν και αυ­τός μο­το­σι­κλε­τι­στής, αν και το συ­γκε­κρι­μέ­νο τα­ξίδι το έ­κα­νε μα­ζί με φί­λους χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αυ­το­κί­νη­το. Μό­λις βγά­λα­με τους χάρ­τες και του πε­ρι­γρά­ψα­με τα σχέ­διά μας, μας πρό­τει­νε κά­ποια μέ­ρη και μας προ­σκά­λε­σε να κά­νου­με ό­λοι μα­ζί μέ­ρος της δια­δρο­μής. Δυ­στυ­χώς, τα χρο­νι­κά πε­ρι­θώ­ρια ή­ταν ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά. Η πρό­τα­σή του, ό­μως, μας συ­γκί­νη­σε...

Έ­να α­κό­μα α­ξιο­ση­μεί­ω­το πε­ρι­στα­τι­κό ή­ταν στο δρό­μο για το Γκο­ρίς, ό­ταν στα­μα­τήσα­με σε έ­ναν πα­ρα­ποτά­μιο μα­γα­ζί κο­ντά στο χω­ριό Βά­ικ. Ε­κεί γνω­ρί­σα­με τον Μπα­κούρ, με τον ο­ποί­ο εί­χα­με μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­ζή­τη­ση για τα μέ­ρη που θα ε­πι­σκε­πτό­μα­σταν. Πριν φύ­γει, μας κέ­ρα­σε αυ­τά που εί­χα­με πα­ραγ­γεί­λει και μας προ­σκά­λε­σε στο σπί­τι του στο Ε­ρε­βάν, βά­ζο­ντάς μας να του υ­πο­σχε­θού­με στην «τι­μή μας» ό­τι θα πάμε! Πραγ­μα­τι­κά φι­λό­ξε­νος κό­σμος. Αυ­τό που μας συ­νε­πή­ρε στο τα­ξί­δι στην Αρ­με­νί­α ή­ταν η ε­πίσκε­ψη στο ελ­λη­νι­κό χω­ριό Χαν­κα­βάν. Ε­κεί ζή­σα­με μια βρα­διά που χαρά­χτη­κε για πά­ντα στην καρ­διά και στο μυα­λό μας... Για την ύ­παρ­ξη του χω­ριού εί­χα­με μά­θει -τυ­χαί­α- α­πό το Δια­δί­κτυο. Α­να­ζη­τώ­ντας ό­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες α­πό άλ­λους τα­ξι­διώ­τες και φί­λους Αρ­μέ­νιους α­πό την Ελ­λά­δα, α­να­κα­λύ­ψα­με ό­τι το Χαν­κα­βάν συ­νε­χίζει να κα­τοι­κεί­ται α­πό με­ρι­κούς Έλ­λη­νες...

Το ε­πι­σκε­φτή­κα­με την πρώ­τη κιό­λας μέ­ρα της πα­ρα­μο­νής μας στην Αρ­με­νί­α. Δεν ξέ­ρα­με τι θα συ­να­ντού­σα­με, ό­ταν φτά­σα­με αρ­γά το α­πό­γευ­μα. Ε­νώ λοι­πόν, σταθ­μεύ­σα­με σε έ­να κε­ντρι­κό ση­μεί­ο, με­τά α­πό πέ­ντε λε­πτά εμ­φα­νί­στη­κε, α­πό το α­πέ­να­ντι πλα­κό­στρω­το δρο­μά­κι, κά­ποιος που φώ­να­ξε: «Παι­διά, κα­λω­σήλ­θα­τε! Έρ­χο­μαι σε πέ­ντε λε­πτά! Περι­μέ­νε­τε!».

Μια πα­ρέ­α φί­λων Ελ­λή­νων μο­το­σι­κλε­τι­στών που εί­χαν τα­ξι­δέ­ψει πριν α­πό ε­μάς στην Αρ­με­νί­α, α­κο­λου­θώ­ντας το δι­κό μας πρό­γραμ­μα, εί­χαν ε­πι­σκε­φτεί το χω­ριό 10 μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα και εί­χαν ε­νη­με­ρώ­σει τους ντό­πιους για την ε­πι­κεί­με­νη ε­πί­σκε­ψή μας. Εί­χαν φρο­ντί­σει, λοι­πόν, να μας με­τα­φέ­ρουν το μή­νυ­μά τους: «Τους πε­ρι­μένου­με! Μην τυ­χόν και έρ­θουν στα μέ­ρη μας και δεν πε­ρά­σουν α­πό το χω­ριό!»... Έ­τσι και έ­γι­νε. Ο πρώ­τος άν­θρω­πος που συ­να­ντή­σα­με ή­ταν ο Βλα­δί­μη­ρος, που μας υπο­δέ­χτη­κε ε­γκάρ­δια, μα­ζί με τον Α­ρί­στο και τον Λε­ω­νί­δα, ό­πως εί­χαν «βα­φτίσει» πλέ­ον τον Αρ­μέ­νιο που ή­ταν πα­ντρε­μέ­νος με μια ξα­δέλ­φη του Βλα­δί­μη­ρου. Ό­λοι μα­ζί πή­γα­με στο σπί­τι του Α­ρί­στου, που εί­χε αρ­χί­σει ή­δη να μα­γει­ρεύ­ει «κά­τι πρό­χει­ρο», το ο­ποί­ο α­πο­δεί­χτη­κε τε­λι­κά κα­νο­νι­κό γεύ­μα! Βέ­βαια, μας πε­ρί­με­νε κι άλ­λο τρα­πέ­ζι, σε άλ­λο σπί­τι αρ­γό­τε­ρα... Έ­τσι, αρχί­σα­με να παίρ­νου­με τα πρώ­τα δείγ­μα­τα αυ­τού που ο­νο­μά­ζουν κά­ποιοι «αρ­μέ­νι­κη βί­ζι­τα».

Με τη συ­νο­δεί­α ε­δε­σμά­των, το­πι­κού τσί­που­ρου α­πό α­χλά­δι, αλ­λά και πολ­λών συ­ζη­τή­σε­ων για την ι­στο­ρί­α του χω­ριού και των κα­τοί­κων, η ώ­ρα πέ­ρα­σε χω­ρίς να το κα­ταλάβου­με. Σε λί­γο με­ταφερ­θή­κα­με σε έ­να άλ­λο σπί­τι, του Γκα­ρέν, που μας πε­ρί­με­νε με στρωμέ­νο το τρα­πέ­ζι και τα πο­τή­ρια γε­μά­τα πο­τό! Ο Γκα­ρέν ή­ταν Αρ­μέ­νιος. Πριν α­πό τον πό­λε­μο του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ ή­ταν διά­ση­μος χο­ρευ­τής. Δυστυ­χώς, ο πό­λε­μος του ά­φη­σε έ­να πρό­βλη­μα στο χέ­ρι. Ω­στό­σο, δεν έ­χα­σε πο­τέ το με­ρά­κι του για το χο­ρό, κά­τι που δια­πι­στώ­σα­με στη συ­νέ­χεια της βρα­διάς...

Επί­σης, έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στικό των Αρ­με­νί­ων, που δια­πι­στώ­σα­με το ί­διο βρά­δυ, εί­ναι οι προ­πό­σεις την ώ­ρα του γεύ­μα­τος! Μά­λι­στα, ή­ταν τό­σο πολ­λές, κα­λύ­πτο­ντας ό­λο το φά­σμα των ευ­χών, που ο Στέ­λιος δεν μπό­ρε­σε να α­ντε­πε­ξέλ­θει με ό­σες μα­ντινά­δες κι αν ή­ξε­ρε! Ό­σο κυ­λού­σε η βρα­διά το κέ­φι κο­ρυ­φω­νό­ταν κι έ­τσι κα­τα­λήξα­με να χο­ρεύ­ου­με ό­λοι μα­ζί αρ­με­νι­κούς χο­ρούς.

Ό­πως ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δια­νυ­κτε­ρεύ­σα­με στο χω­ριό, φι­λο­ξενού­με­νοι των Ελ­λή­νων και του Γκα­ρέν. Την ε­πό­με­νη μέ­ρα πριν α­να­χω­ρή­σου­με, εί­χα­με την ευ­και­ρί­α να γνω­ρί­σου­με και άλ­λους Έλ­λη­νες και Αρ­μέ­νιους, που ήρ­θαν στο σπί­τι ό­που μέ­να­με ό­ταν έ­μα­θαν για την ά­φι­ξή μας. «Να ξέ­ρε­τε πως έ­χε­τε πλέ­ον έ­να σπί­τι στο Χαν­κα­βάν που θα σας περι­μέ­νει πά­ντα α­νοι­χτό!»... ή­ταν οι τε­λευ­ταί­ες κου­βέ­ντες τους, που μας συ­γκί­νη­σαν για μια α­κό­μα φο­ρά.

Προ­σπα­θώ­ντας να γρά­ψω με­ρι­κές προ­τά­σεις για το τα­ξί­δι μας, δια­πί­στω­σα πως κά­ποιες φο­ρές, οι ει­κό­νες και τα συ­ναι­σθή­μα­τα δεν μπο­ρούν να α­πο­τυ­πω­θούν σε έ­να κομ­μά­τι χαρ­τιού...

Η Αρ­με­νί­α εί­ναι μια χώ­ρα που κρύ­βει «δια­μά­ντια». Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι δεν δια­θέ­τει τους κα­λύ­τε­ρους δρό­μους και τουρι­στι­κή υ­πο­δο­μή, α­πο­τε­λεί έ­ναν ε­ξαι­ρε­τι­κό και ι­διαίτε­ρο προ­ο­ρι­σμό για έ­να τα­ξι­διώ­τη, ει­δι­κό­τε­ρα για έ­να μο­το-τα­ξιδιώ­τη!

Νιώ­θω πο­λύ τυ­χε­ρός που μπό­ρε­σα να βρε­θώ σε αυ­τό το θαυ­μά­σιο μέ­ρος του πλανή­τη...

 

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Aπογραφή της επαρχίας του Καραμπάχ το 1823

Του Δρ. Ελευθέριου Π. Αλεξάκη

 

H ρω­σι­κή α­πο­γρα­φή της επαρ­χί­ας του Κα­ρα­μπάχ του 1823

και η ε­θνο­λο­γι­κή σύν­θε­ση της ορεινής ζώνης

Κα­τά τη διάρ­κεια του πρώ­του ρω­σο-περ­σι­κού πο­λέ­μου (1804-1813), οι Ρώ­σοι βαθ­μιαί­α πέ­τυ­χαν να προσαρτή­σουν και να υ­πο­τά­ξουν έ­ναν αριθμό Χανά­των  βό­ρεια του Αράξη και νό­τια του Τε­ρέκ. Με τη συνθή­κη του Γκο­λε­στάν  (Γκου­λι­στάν) το 1813, ο Σάχης α­ναγνώ­ρι­σε την κυριαρ­χί­α της Ρωσί­ας στα Χανάτα του Κα­ρα­μπάχ, Γκα­νιέχ, Σακ­κί (Σε­κί), Σιρ­βάν, Νταρμπά­ντ, Κο­μπέχ (Κου­μπά), Μπα­κού και μέ­ρος του Ταλές, τα ο­ποί­α κα­τέ­χονταν ή­δη α­πό τους Ρώ­σους.

Ει­δι­κό­τε­ρα, στις 14 Μα­ΐ­ου του 1805 ο στρα­τη­γός Παύ­λος Τσι­τσια­νόβ,  στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής του Καυκάσου και ο Ε­μπρα­χίμ Χαν του Κα­ρα­μπάχ υπέ­γρα­ψαν συνθήκη με την ο­ποί­α η επαρ­χία του Κα­ρα­μπάχ έ­γι­νε ρω­σι­κό προ­τε­κτο­ρά­το. Ο Ε­μπρα­χίμ Χαν υ­πο­σχέθη­κε να είναι πιστός υπή­κο­ος του Τσάρου και να πλη­ρώ­νει ετήσιο φό­ρο 8.000 χρυ­σών ρου­βλί­ων, ε­νώ θα έ­πρε­πε να στείλει έ­να γιο και έ­ναν εγ­γο­νό του ως ομή­ρους στη Τι­φλί­δα, έ­δρα της ρω­σι­κής διοί­κη­σης. Αντί­στοι­χα η Ρωσί­α του υποσχέ­θη­κε ό­τι αυ­τός και οι από­γο­νοί του ό­τι θα συ­νε­χίσουν να εί­ναι Χαν του Καραμπάχ.

Στις 2 Ιου­νί­ου του 1806 ό­μως ο Εμπρα­χίμ Χαν δολοφονή­θη­κε α­πό ρώ­σους στρα­τιώ­τες, ό­ταν ε­πιχεί­ρη­σε να δια­φύγει στην Περ­σί­α και να ενωθεί με τον περ­σι­κό στρατό. Την ί­δια τύχη εί­χε και ο στρα-τηγός Τσι­τσια­νόβ που δολο­φο­νή­θη­κε  το 1806 έ­ξω α­πό το Μπα­κού. Οι  Ρώ­σοι το­πο­θέ­τη­σαν στη θέ­ση του Εμπρα­χίμ Χαν έναν γιο του, τον Μα­χντί-κο­λί με την υ­ποχρέ­ω­ση να τη­ρη­θούν οι ί­διοι ό­ροι.

Τον Νο­έμ­βρη του 1822 ό­μως, ο Μα­χντί- κο­λί Χαν διέ­φυ­γε  και αυ­τός στην Περ­σί­α. Τό­τε ο νέ­ος στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής της Γε­ωρ­γί­ας, του Α­στρα­χάν και του Καυ­κά­σου στρατη­γός  Α­λε­ξέ­ι Πε­τρό­βιτ­ς Ερ­μο­λόβ α­ποφά­σι­σε να κα­ταρ­γή­σει την αυ­το­νο­μί­α του Χα­νά­του και να το εν­σω­μα­τώ­σει στη Ρω­σί­α.

Για να κα­ταμετρήσει τον πλη­θυ­σμό του Κα­ρα­μπάχ και να επι­βε­βαιώ­σει τα εισοδήμα­τα που ει­σέπρα­ξε ο τε­λευ­ταί­ος Χαν, ο Ερ­μο­λόβ, στις 13  Ια­νουαρί­ου του 1823, έ­δω­σε ε­ντο­λή  στον κρατικό Σύμ­βου­λο Παύ­λο Ι­βα­νό­βιτ­ς Μο­γκι­λέβσκι και στον συνταγματάρχη Πέτρο Νι­κολάγιε­βιτ­ς Ερμολόβ τον 2ο να προχωρή­σουν σε μια λεπτο­μερή α­πο­γρα­φή της Επαρ­χί­ας του Καραμπάχ. Οι δύ­ο α­ξιω­ματού­χοι ζή­τη­σαν τη βο­ή­θεια  του Μιρ­ζά Τζαμάλ, γενικού γραμ­ματέ­α του ντιβάν (γραμ­μα­τεί­ας) του Μα­χντί- κολί Χαν. Αυτός πα­ρου­σί­α­σε  τους φο­ρο­λο­γι­κούς κα­ταλό­γους (ντα­φτάρ) και ε­ξή­γη­σε τους ποι­κί­λους φό­ρους που συ­νε­λέ­γη­σαν στο Καραμπάχ το 1822. Ύ­στε­ρα α­πό δια­βου­λεύ­σεις και με άλ­λους α­ξιωματού­χους και γαιο­κτή­μο­νες, ο σύμ­βουλος Μο­γκιλέβ­σκι και ο Ερ­μολόβ ο 2ος (που ε­ντω­με­τα­ξύ εί­χε προ­α­χθεί σε α­ντι­στρά­τη­γο), παρουσί­α­σαν τα ευ­ρή­ματα της έ­ρευ­νας συ­νταγ­μέ­να σε 35 κα­τα­λό­γους στο Κοι­νο­τι­κό Συμ­βού­λιο του Σουσί (πρω­τεύ­ου­σα του Κα­ραμπάχ) στις 17 Α­πρι­λί­ου του 1823, ε­νώ στις 2 Μα­ΐ­ου στον στρα­τη­γό Ερ­μολόβ στην Τι­φλί­δα. 

Η α­πο­γρα­φή με τί­τλο «Opisanie  Karabagskoi  provintsii sostavlennoe v 1923 godu deistvitelnym statskim sov etnikom Mogilevskim i Polkovnikom Ermolovym 2m», (Tiflis 1866), δη­λα­δή «Πε­ρι­γρα­φή της επαρ­χί­ας του Κα­ρα­μπάχ πραγ­μα­το­ποι­η­θεί­σα το 1823»  δη­μοσιεύ­τη­κε το 1866 στο τυ­πο­γρα­φεί­ο του Αντι­βασιλέ­ως του Καυκάσου στην Τι­φλί­δα σε πο­λύ λί­γα και δυ­σεύ­ρε­τα α­ντί­τυ­πα, ε­νώ το 2003, μια άλ­λη έκ­δο­ση σε 500 α­ντί­τυ­πα παρου­σιά­στη­κε στο Μπα­κού. Αλ­λά ό­πως και άλλες εκ­δό­σεις που α­να­φέ­ρο­νται στο Ο­ρει­νό Κα­ρα­μπάχ και που α­κολού­θη­σαν χρο­νι­κά την αρμε­νο-αζερι­κή σύγκρου­ση του 1988 για την πε­ριο­χή, έ­χει υ­πο­στεί και αυ­τή αλ­λοιώ­σεις (σκόπι­μη ή εκ πα­ρα­δρο­μής ε­ξα­φά­νι­ση  της αρ­με­νι­κής πα­ρου­σί­ας). 

Οι Αζέ­ροι ι­στο­ρι­κοί μέ­χρι πριν δύ­ο δεκαετί­ες δεν αρ­νούνταν την ι­στο­ρι­κή αρ­με­νική πα­ρου­σί­α στο Ορει­νό Κα­ρα­μπάχ. Μά­λι­στα, το 1920, η α­ζε­ρική κομ­μου­νι­στι­κή η­γε­σί­α εί­χε δια­κη­ρύ­ξει ό­τι το Ορει­νό Κα­ρα­μπάχ θα έ­πρε­πε να θεω­ρη­θεί μέρος της Αρμε­νι­κής Σοσια­λι­στικής Δη­μο­κρατί­ας. Όπως α­νέ­φε­ρα  ό­μως, ύστε­ρα α­πό το 1988, οι Aζέροι πα­νε­πι­στη­μια­κοί και ακαδη­μαϊκοί, υπό την η­γε­σί­α του Ζι­γιά Μπουνιατόβ, απε­φά­σι­σαν να αρ­νη­θούν οιαδήπο­τε αρ­με­νι­κή απαίτη­ση στην πε­ριο­χή, υ­ποστη­ρί­ζο­ντας αρ­χι­κά ό­τι δεν υ­πήρ­χε σημα­ντι­κός α­ριθμός Αρμε­νί­ων ε­κεί πριν το 1828, χρο­νολογία υ­πο­γρα­φής της ρωσο-περ­σικής συν­θήκης του Τουρ­κμεντσά­ι. 

Στη συνέχεια, α­ντι­λαμ­βα­νό­με­νοι ό­τι το επι­χεί­ρη­μα αυτό δεν ή­ταν ι­σχυ­ρό, άρχι­σαν να α­ντι­κρού­ουν τα δεδομέ­να της ρω­σι­κής απογρα­φής του 1823 (ε­νός ου­δέ­τε­ρου δη­λα­δή και μη προ­κατειλημμέ­νου τρί­του, των Ρώ­σων) με άλ­λους τρόπους. Για πα­ρά­δειγ­μα,  η Σεμ­φί­ρα Χατζί­εγε­βα, στη δί­γλωσ­ση (αγ­γλική/ρω­σι­κή) ει­σα­γω­γή της έκ­δο­σης του 2003, παρό­λο που εί­χε γνώση της πα­ρου­σί­ας των αρμε­νί­ων πριγκί­πων (μελίκ) α­πο­συνδέ­ει το ό­νο­μα Αρ­μέ­νιος α­πό τους μελίκ, ο­νο­μά­ζο­ντάς τους μά­λι­στα με την α­ρα­βο-περ­σι­κή εκ­φορά της λέ­ξης μαλίκ. Ε­πι­πλέον υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι, σκό­πι­μα, για λό­γους απο­φυ­γής της φο­ρο­λογί­ας, οι αρ­χη­γοί των ταταρι­κών  χω­ριών δεν έ­δι­ναν τον πλή­ρη α­ριθ­μό των κατοί­κων των χωριών τους. 

Αλ­λά ας ε­πι­στρέψου­με στα δε­δο­μέ­να. Η α­πο­γρα­φή χα­ρα­κτη­ρίζει τον πλη­θυ­σμό των δια­φό­ρων πε­ριοχών της ευ­ρύ­τε­ρης επαρ­χί­ας του Κα­ρα­μπάχ ως Τά­ταρους, Αρμε­νί­ους και νομά­δες. Έ­να σύ­νο­λο 17.101 οι­κο­γε­νειών χω­ρι­κών και νο­μά­δων που ζού­σαν στους μα­χα­λά­δες (ευ­ρύ­τε­ρες διοι­κη­τι­κές πε­ριο­χές και ό­χι μέρος χω­ριού) στην ε­παρ­χία το 1822. 

H α­πο­γραφή αναφέρει τις τουρ­κι­κές φυ­λές ως Τά­ταρους, ε­νώ οι υ­πό­λοι­ποι μουσουλ­μά­νοι  χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ως Κούρ­δοι ή με τα ο­νό­μα­τα των φυ­λών τους. Το ό­νο­μα Τά­τα­ροι χρη­σι­μο­ποιείται κυ­ρί­ως γι' αυ­τούς που μι­λούσαν μια το­πική  τουρ­κική διά­λε­κτο, την τουρ­κί. Πρό­κει­ται  για μια τουρκο-ι­ρα­νική διά­λε­κτο  που ο­μι­λείται  στην α­να­τολική Υπερ­καυ­κα­σί­α και σε μέ­ρη  του ι­ρα­νι­κού Αζερ­μπαϊτζάν και εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή από την ο­θω­μα­νι­κή και τη σύγ­χρο­νη τουρ­κι­κή (της Τουρ­κικής Δη­μο­κρατί­ας). Τον 20ο αιώ­να η τουρκί α­πο­τέ­λε­σε τη βά­ση της λο­γο­τε­χνικής γλώσ­σας της νέ­ας Δη­μο­κρα­τί­ας του Αζερ­μπαϊτζάν. Το κουμ­μουνιστι­κό κα­θεστώς  κατήργησε την αρα­βο-περ­σική γρα­φή και υιο­θέ­τη­σε το κυ­ριλ­λι­κό [σλα­βι­κό] αλφά­βη­το. 

Ό­λες οι ρω­σι­κές πη­γές α­να­φέ­ρο­νται σ' αυ­τούς ως Τουρ­κο-τά­ταρους ή Τά­ταρους, ε­νώ στις περ­σι­κές πη­γές με τα φυ­λετι­κά τους ο­νό­μα­τα. Στις αρ­χές του 20ου αιώ­να οι διά­φο­ρες πε­ριο­χές της α­να­το­λι­κής Υπερ­καυ­κασίας συ­νενώ­θη­καν  και σχη­μάτισαν το σημε­ρι­νό Αζερ­μπαϊτζάν, το ο­ποί­ο δα­νείστη­κε το ό­νο­μα α­πό την γειτ­νιά­ζου­σα ε­παρ­χί­α του βο­ρειο­δυ­τι­κού Ι­ράν. Ε­πο­μένως το Αζερμπαϊτζάν (και οι Α­ζέ­ροι) δεν εμ­φα­νί­ζε­ται στις πε­ρισ­σό­τε­ρες ρω­σικές και περ­σι­κές πη­γές που α­να­φέ­ρο­νται στις πε­ριοχές βόρεια του πο­τα­μού Αρά­ξη πριν α­πό τον 20ο αιώ­να. Ει­δι­κό­τε­ρα, στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή του Κα­ρα­μπάχ οι νο­μά­δες α­πο­τε­λού­νταν α­πό 8.445 οι­κο­γέ­νειες, οι Αρμέ­νιοι α­πό 4.654 και οι Τά­ταροι α­πό 4.002, δη­λαδή οι πρώ­τοι α­πο­τε­λού­σαν το 49,38%, οι Αρμέ­νιοι το 27,22% και οι Τά­τα­ροι το 23,40%. 

Αλ­λά η απο­γρα­φή κα­τα­δει­κνύ­ει ε­πι­πλέ­ον ό­τι οι Αρμένιοι α­πο­τε­λού­σαν τη συ­ντρι­πτική πλειο­ψη­φί­α των πέ­ντε μα­χα­λά­δων (α­ντι­στοι­χούν στα πέ­ντε με­λι­κά­τα) τα ο­ποί­α αρ­γό­τε­ρα α­πο­τέ­λε­σαν  το Ορει­νό Κα­ρα­μπάχ. Ή­ταν οι μο­να­δι­κοί κά­τοικοι  ό­λων των χω­ριών στους μα­χα­λά­δες Γκολε­στάν, Χα­τσέν και Ζραμπέρντ. Οι  μα­χα­λάδες Βα­ρά­ντα και Ντιζάκ εί­χαν μό­νο α­πό έ­να ταταρικό χω­ριό, ε­νώ ό­λα τα υ­πό­λοι­πα κα­τοι­κούνταν α­πό Αρ­με­νί­ους. 

Σύμ­φω­να με τη ρωσι­κή α­πογρα­φή, στους πέ­ντε μα­χα­λά­δες του Ο­ρεινού Κα­ρα­μπάχ υπήρ­χαν συ­νο­λι­κά 1.536 αρμε­νι­κές οι­κο­γέ­νειες και 53 ταταρικές. Επο­μέ­νως το 1822 οι Αρμέ­νιοι α­πο­τε­λού­σαν το 96,67% του πλη­θυ­σμού του Ορει­νού Κα­ρα­μπάχ, ε­νώ οι Τά­τα­ροι το υπό­λοι­πο 3,33%. 

Αυ­τά προκύ­πτουν α­πό την πρό­σφα­τη, του 2012, έκ­δο­ση της ρω­σι­κής απο­γραφής του 1823 στην αγγλική γλώσσα, α­πό τον αρμέ­νιο ι­στορικό της νεότε­ρης αρ­με­νικής ιστο­ρί­ας Τζωρ­τζ Μπουρ­νου­τιάν (George Bournoutian,The 1823 Russian Survey of the Karabakh Province. Mazda Publishers, California), ο οποί­ος ε­κτός α­πό τα πραγμα­το­λογι­κά ερ­μη­νευ­τι­κά σχό­λια των ό­ρων και θε­σμών σε μια κατα­το­πιστική ει­σαγω­γή και έ­ναν αναλυ­τικότε­ρο σχο­λια­σμό στον ε­πί­λογό του (που α­πετέλε­σαν τη βάση αυ­τού του κειμένου), έ­θε­σε και πά­λι το ζή­τη­μα του διαχω­ρισμού της πο­λι­τικής α­πό την  ε­πι­στή­μη. Η έκ­δο­ση πε­ριέ­χει και έ­ναν χάρ­τη με τους πέ­ντε αρ­με­νικούς νο­μούς του Ο­ρεινού Καρα­μπάχ.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Tα ανθρώπινα δικαιώματα στο Αζερμπαϊτζάν

Με­τά την κα­τα­δί­κη της 18ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2014 α­πό τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Κοι­νο­βου­λί­ου σχε­τι­κά με την κα­τα­πά­τιση των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των και τις συλ­λή­ψεις των πο­λι­τι­κών α­κτι­βι­στών και τα αι­τή­μα­τα της Διε­θνούς Α­μνη­στίας για α­πο­φυ­λά­κι­ση των πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, έ­να α­κό­μα κα­μπα­νά­κι χτύ­πησε για το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν. Η Νορ­βη­γι­κή Ε­πι­τρο­πή του Ελ­σίν­κι α­πέ­νει­με το Βραβεί­ο Ε­λευ­θε­ρί­ας «Α­ντρέ­ι Ζα­χά­ρωφ» στους πο­λι­τι­κούς κρα­του­μέ­νους του Αζερ­μπα­ϊ­τζάν, για το α­ξιο­θαύ­μα­στο θάρ­ρος και την προ­σπά­θειά τους για την προ­ώ­θη­ση των δη­μοκρα­τι­κών α­ξιών και των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των στη χώ­ρα τους. «Το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν εί­ναι μια ευ­ρω­πα­ϊ­κή χώ­ρα που ο­δεύ­ει προς τη δι­κτα­το­ρί­α» α­νέ­φε­ρε ο Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της Ε­πι­τρο­πής, Μπιόρ­ν Έν­γκε­σλα­ντ. Οι αρ­χές του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν για χρό­νια φι­μώ­νουν βά­ναυ­σα τους ε­πι­κρι­τές τους, κα­τη­γο­ρώ­ντας τους με πλα­στές  και κα­τα­σκευα­σμέ­νες κα­τη­γο­ρί­ες και στη συ­νέ­χεια κα­τα­δι­κά­ζο­ντάς τους σε μα­κρο­χρό­νια φυ­λά­κι­ση. Α­κτι­βι­στές υπέρ των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, έ­χο­ντας ως κρι­τή­ριο τις ο­δη­γίες του Συμ­βου­λί­ου της Ευ­ρώ­πης, ε­ντό­πι­σαν 98 πο­λι­τικούς κρα­του­μέ­νους στη χώ­ρα. Με­τα­ξύ αυ­τών, δη­μο­σιο­γρά­φοι και μπλό­γκερ­ς, υ­πε­ρα­σπι­στές των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, δι­κη­γό­ροι, α­κτι­βι­στές της νε­ο­λαί­ας, θρη­σκευ­τικοί λει­τουρ­γοί και πολ­λές άλ­λες α­ντι­πο­λι­τευό­με­νες φω­νές.

Η κα­τά­στα­ση αυ­τή για το κα­θε­στώς του Α­λί­εφ δεν εί­ναι πρω­τό­γνω­ρη... Ο ορ­γανι­σμός Freedom House, που α­πό το 1941 προ­α­σπί­ζε­ται την ε­λευ­θε­ρί­α σε πα­γκό­σμιο ε­πί­πε­δο και δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα στους πο­λί­τες του κό­σμου να α­σκή­σουν τα θε­με­λιώδη δι­καιώ­μα­τά τους, στην ε­τή­σια έκ­δο­ση του «Freedom in the World» (Ε­λευ­θε­ρί­α στον Κό­σμο) το­ποθε­τεί το Α­ζερ­μπαϊ­τζάν έ­να βή­μα πριν τη δι­κτα­το­ρί­α, βαθ­μο­λο­γώ­ντας σε κλί­μακα α­πό το 1 έ­ως το 7 (ό­που το 7 α­να­φέ­ρε­ται σε μη­δε­νι­κές ε­λευ­θε­ρί­ες), τις πο­λι­τικές ε­λευ­θε­ρί­ες και τα δι­καιώ­μα­τα του λα­ού με 6. Α­ντίστοι­χος εί­ναι και ο βαθ­μός που α­να­φέ­ρε­ται στις ε­λευ­θε­ρί­ες του τύ­που και του ί­ντερ­νετ. Συ­νε­πώς, κα­τα­τάσ­σει το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν ως «Not Free», δη­λα­δή ως έ­να μη ε­λεύ­θε­ρο κρά­τος. Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει και μια α­κό­μα έκ­θε­ση του ορ­γα­νι­σμού, σχε­τι­κά με το ε­πί­πε­δο δια­φθο­ράς σε πρώ­ην κομ­μου­νι­στι­κά κρά­τη, ό­που σ' αυ­τή βαθ­μο­λογεί με την ί­δια κλί­μα­κα το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν με 6,75 στα 7! Η δια­φθο­ρά και η α­τι­μω­ρη­σί­α εί­ναι διά­χυ­τη και στα σώ­μα­τα α­σφα­λεί­ας, τη στιγ­μή που η τρο­χαί­α εί­ναι δια­βό­η­τη για την α­παί­τη­ση δω­ρο­δο­κιών. Η δω­ρο­δο­κί­α και η εκ­βί­α­ση α­πο­τε­λούν κοι­νές πρα­κτι­κές με­τα­ξύ των αστυ­νο­μι­κών, σύμ­φω­να με την έκ­θε­ση για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώμα­τα το 2013. Σχε­δόν το ή­μι­συ των ε­ρω­τη­θέ­ντων νοι­κο­κυ­ριών στο «Βα­ρό­με­τρο Πα­γκό­σμιας Δια­φθο­ράς» το 2013 θε­ω­ρού­σαν την α­στυ­νο­μί­α ως ε­ξαι­ρε­τι­κά διε­φθαρ­μέ­νη.

Τα ε­πί­πε­δα δια­φθο­ράς και συ­γκά­λυ­ψης έρ­χο­νται να ε­πι­βε­βαιω­θούν με την πρό­σφα­τη πε­ρι­πέ­τεια της α­κρι­βί­στριας Λέ­ι­λα Γιού­νους.

Η υ­πό­θε­ση «Λέ­ι­λα Γιού­νους»

Η Λέ­ι­λα Γιού­νους εί­ναι Α­ζέ­ρα α­κτιβί­στρια για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα και διευ­θύ­ντρια του ορ­γα­νι­σμού αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των «Ιν­στι­τού­το για την Ει­ρή­νη και τη Δη­μο­κρα­τί­α». Στις 30 Ιου­λί­ου 2014, κα­τά τη με­τά­βα­σή της για μια προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη συ­νέ­ντευξη τύ­που, ά­ντρες με πο­λι­τι­κά στα­μά­τη­σαν το αυ­το­κί­νη­τό της και την υ­πο­χρέ­ωσαν να αλ­λά­ξει πο­ρεί­α. Α­γνο­ού­νταν για κά­μπο­σες ώ­ρες, μέ­χρι τη στιγ­μή που ο σύ­ζυ­γός της έ­λα­βε τη­λε­φώ­νη­μα α­πό το γρα­φεί­ο του Γε­νι­κού Ει­σαγ­γε­λέ­α, απ' ό­που τον ε­νη­μέ­ρω­σαν ό­τι η σύ­ζυ­γός του βρι­σκό­ταν υ­πό κρά­τη­ση με τις κα­τηγο­ρί­ες της προ­δο­σί­ας (χω­ρίς ό­μως να ε­πε­ξη­γη­θεί ο λό­γος), φο­ρο­δια­φυ­γής, α­πάτης και κα­τά­χρη­σης ε­ξου­σί­ας. Πέ­ντε η­μέ­ρες με­τά συ­νε­λή­φθη και ο σύ­ζυ­γός της, ο ι­στο­ρι­κός και α­κτι­βι­στής Α­ρίφ Γιού­νους, ο ο­ποί­ος α­ντι­με­τω­πί­ζει πα­ρόμοιες κα­τη­γο­ρί­ες με τη σύ­ζυ­γό του.

Η Λέ­ι­λα Γιού­νους συ­νερ­γαζόταν και με τον α­νε­ξάρ­τη­το Α­ζέ­ρο δη­μο­σιο­γράφο Ρα­ούφ Μιρ­γκα­ντί­ροβ, ο ο­ποί­ος εί­ναι προ­φυ­λα­κι­σμέ­νος α­πό τον πε­ρα­σμέ­νο Απρί­λιο με την κα­τη­γο­ρί­α ό­τι εί­ναι κα­τά­σκο­πος της Αρ­με­νί­ας. Η Γιού­νους και ο Μιρ­γκα­ντί­ροβ συ­νερ­γά­ζο­νταν με α­ντί­στοι­χες ΜΚΟ της Αρ­με­νί­ας σε κοι­νά προ­γράμ­μα­τα, με στό­χο τη συμ­φι­λί­ω­ση των δύ­ο κρα­τών.

Ε­κτός α­πό την α­κτι­βι­στι­κή της δρά­ση, η Γιού­νους εί­ναι γνω­στή και για τη σφο­δρή κρι­τι­κή που α­σκεί στην κυ­βέρ­νη­ση του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν. Μά­λι­στα, πέ­ντε μό­λις μέ­ρες πριν τη σύλ­λη­ψή της εί­χε ορ­γα­νώ­σει συ­νέ­ντευ­ξη τύ­που, κα­τά την ο­ποί­α πα­ρα­κι­νού­σε τη διε­θνή κοι­νό­τη­τα να μπο­ϋ­κο­τά­ρει τους πρώ­τους Ευ­ρωπα­ϊ­κούς Α­γώ­νες, οι ο­ποί­οι θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν τον Ιού­νιο του 2015 στο Μπα­κού, λό­γω της δει­νής κα­τά­στα­σης των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν.

Οι δι­κη­γό­ροι της Γιού­νους κα­ταγ­γέλ­λουν πε­ρι­στα­τι­κά στα ο­ποί­α οι σω­φρονι­στι­κοί υ­πάλ­λη­λοι δεν τους ε­πέ­τρε­ψαν να συ­νο­μι­λή­σουν με την πε­λά­τισ­σά τους, ού­τε καν τη­λε­φω­νι­κώς.

Ε­πι­πλέ­ον κα­ταγ­γέ­λουν τις ά­θλιες συν­θή­κες κράτη­σής της. Η 59χρο­νη α­κτι­βί­στρια πά­σχει α­πό δια­βή­τη και α­ντι­με­τω­πί­ζει προβλή­μα­τα με το νε­φρό της, ω­στό­σο δεν της ε­πι­τρέ­πουν να λαμ­βά­νει την κα­τάλ­ληλη φαρ­μα­κευ­τι­κή α­γω­γή.

Στη λί­στα με τις βαρ­βα­ρό­τη­τες προ­στί­θε­νται και οι κα­τη­γο­ρί­ες της ί­διας της Γιού­νους για τον ξυ­λο­δαρ­μό της α­πό δε­σμο­φύ­λα­κα, ό­σο και α­πό συ­γκρα­τού­με­νή της. Φυ­σι­κά ού­τε οι εκ­κλή­σεις της για βο­ή­θεια, ού­τε η αί­τη­σή της για αλ­λα­γή κε­λιού ει­σα­κού­ο­νται... Για την α­κρί­βεια, με­τά α­πό κά­ποιον ξυ­λο­δαρ­μό, ε­νώ χτυ­πού­σε δυ­να­τά την πόρ­τα του κε­λιού φω­νά­ζο­ντας για βο­ή­θεια, της έ­γι­νε ε­πί­πλη­ξη και της α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η χρή­ση τη­λε­φώ­νου για έ­ναν μή­να. Πρό­σφα­τα α­να­κοι­νώ­θη­κε ό­τι η προ­φυ­λά­κι­σή της πα­ρα­τά­θη­κε έ­ως τα τέ­λη Φε­βρουα­ρί­ου 2015.

Δύ­ο μή­νες με­τά τη φυ­λά­κι­ση των γο­νιών της, η κό­ρη των Γιού­νους, Ντι­νά­ρα Γιού­νους έ­κα­νε έκ­κλη­ση στους Πα­ρα­τη­ρη­τές του Ο­Α­ΣΕ, στην Ε­τή­σια Συ­νά­ντη­ση Ε­φαρ­μο­γής της Αν­θρώ­πι­νης Διά­στα­σης. Α­φού πε­ριέ­γρα­ψε λε­πτο­μερώς τις κα­τα­στά­σεις και τα βα­σα­νι­στή­ρια που υ­πό­κει­νται οι γο­νείς της στις φυ­λα­κές τό­νι­σε τα ε­ξής: «Α­ξιό­τι­μοι κύ­ριοι, ό­ταν θα διε­ξά­γε­τε σιω­πη­λή δι­πλω­μα­τί­α, πα­ρα­κα­λώ να θυ­μά­στε τους πολλούς κρα­τού­με­νους συ­νεί­δη­σης, που σκο­τώ­θη­καν ή υ­ποβλή­θη­καν σε βα­σα­νι­στή­ρια στις φυ­λα­κές του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν, θυ­μη­θεί­τε τους πολ­λούς δη­μο­σιο­γρά­φους, τους υ­πε­ρα­σπι­στές των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των και αν­θρώ­πους της η­λι­κί­ας μου που έ­χουν κα­τα­στρα­φεί επει­δή πί­στε­ψαν στην ε­λευ­θε­ρί­α της σκέ­ψης και στην ε­λευ­θε­ρί­α του λό­γου. Πα­ρα­κα­λώ να θυ­μά­στε τη μα­μά μου, Ιπ­πό­τη του Γαλ­λι­κού Τάγ­μα­τος της Λε­γε­ώνας της Τι­μής, να θυ­μά­στε τον μπα­μπά μου, ει­ρη­νο­ποιό και συγ­γρα­φέ­α. Να θυ­μά­στε ε­μέ­να, που η οι­κο­γέ­νειά μου κα­τα­στρέ­φε­ται στη φυ­λα­κή α­πό τα βα­σα­νι­στή­ρια. Αυ­τοί είναι οι α­γα­πη­μέ­νοι μου, οι ο­ποί­οι α­φιέ­ρω­σαν τη ζω­ή τους στον α­γώ­να για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα.»

Ο Πρό­ε­δρος του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Κοι­νο­βου­λί­ου Μάρ­τιν Σουλ­τς, την η­μέρα της α­πο­νο­μής του Βρα­βεί­ου Ζα­χά­ρωφ για την ε­λευ­θε­ρί­α της σκέ­ψης στον Κονγκο­λέ­ζο για­τρό Ντέ­νις Μα­κουέ­γκε, έ­κα­νε α­να­φο­ρά και στην Λέ­ι­λα Γιού­νους α­να­φέ­ρο­ντας τα ε­ξής: «Το Ευ­ρωπα­ϊ­κό Κοι­νο­βού­λιο κα­λεί το κα­θε­στώς του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν να α­πε­λευ­θε­ρώ­σει χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση αυ­τή την α­θώ­α γυ­ναί­κα, της ο­ποί­ας η υ­γεί­α ε­πι­δει­νώ­νε­ται κά­θε μέ­ρα. Έ­χου­με προ­σπα­θή­σει να στεί­λου­με κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ντι­προ­σω­πεί­α στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν για να ε­πι­σκε­φθεί την κα Γιού­νους στη φυ­λα­κή, αλ­λά μέ­χρι στιγ­μής χω­ρίς ε­πι­τυ­χί­α. Εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτο το γε­γο­νός ό­τι οι αρ­χές του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν συ­νε­χί­ζουν να στε­ρούν την πρό­σβα­ση στην κα Γιού­νους.»

Δυ­στυ­χώς ό­μως, ό­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, η λί­στα με τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους δεν τε­λειώ­νει στο ζεύ­γος Γιού­νους. Υ­πάρ­χουν 96 α­κό­μα πο­λι­τικοί κρα­τού­με­νοι στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν,Όπως ο 36χρονος Α­νάρ Μαμ­μα­ντλί, υ­πεύ­θυνος της πιο α­ξιό­πι­στης  ορ­γά­νω­σης για την πα­ρα­κο­λού­θη­ση της ε­κλο­γι­κής διαδι­κα­σί­ας στη χώ­ρα, ο 30χρο­νος νο­μι­κός Ρα­σούλ Τζα­φά­ροφ, ο ο­ποί­ος συ­νε­λή­φθη τον Αύ­γου­στο, για την ε­νερ­γή ε­μπλο­κή του στην κα­τα­πο­λέμη­ση των κυ­βερ­νη­τι­κών νο­μι­κών ε­πι­θέ­σε­ων προς τους δη­μο­σιο­γρά­φους κι ο δι­κη­γό­ρος Ι­ντι­γκάμ Α­λί­εφ, ο ο­ποί­ος ά­σκη­σε ε­πι­τυ­χώς πολ­λές υ­πο­θέ­σεις κα­τά του Αζερ­μπα­ϊ­τζάν στο Ευ­ρω­πα­ϊ­κό Δι­κα­στή­ριο Αν­θρω­πί­νων Δι­καιω­μά­των.

Στη φυ­λα­κή η α­ντι­πο­λί­τευ­ση

Πρό­σφα­τα, το Ευ­ρω­πα­ϊ­κό Δι­κα­στή­ριο Αν­θρω­πί­νων Δι­καιω­μά­των, το ο­ποί­ο α­πο­τε­λεί τμή­μα του Συμ­βου­λί­ου της Ευ­ρώ­πης, ε­πι­βε­βαί­ω­σε προ­η­γού­με­νη α­πό­φα­σή του, με την ο­ποί­α κρί­νει ό­τι η σύλ­λη­ψη και κρά­τη­ση του Ιλ­γκάρ Μαμ­μά­ντοβ, ε­νός πο­λύ γνω­στού πο­λι­τι­κού της α­ντι­πολί­τευ­σης του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν, πα­ρα­βιά­ζει την Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Σύμ­βα­ση για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα. Η α­πό­φα­ση ή­ταν σα­φής. Το δι­κα­στή­ριο κα­τέ­λη­ξε στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι: «ο πραγ­μα­τι­κός σκο­πός της κρά­τη­σής του ή­ταν η προ­σπά­θεια της κυ­βέρ­νη­σης να φι­μώ­σει και να τι­μω­ρή­σει τον Μαμ­μά­ντοβ, ε­πει­δή την ε­πέ­κρι­νε και δη­μο­σίευ­σε πλη­ρο­φο­ρί­ες που η ί­δια προ­σπα­θού­σε να κρύ­ψει». Μέ­χρι στιγ­μής ο Μαμ­μά­ντοβ πα­ρα­μέ­νει α­κό­μη φυ­λα­κι­σμέ­νος.

Τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν εί­ναι σε κρί­ση ε­δώ και πολ­λά χρό­νια, αλ­λά οι αρ­χές δεν έ­χουν α­κό­μη α­ντι­με­τω­πί­σει ι­σχυ­ρές α­ντι­δρά­σεις α­πό τον έ­ξω κό­σμο.

Το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν εί­ναι μέ­λος του Συμ­βου­λί­ου της Ευ­ρώ­πης α­πό το 2001. Μί­α α­πό τις πολ­λές προ­ϋ­πο­θέ­σεις που εί­χαν τε­θεί τό­τε για την έ­ντα­ξή του, ή­ταν ό­τι ό­φει­λε να α­ποφυ­λα­κί­σει τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους.

Σχε­δόν 14 χρό­νια με­τά, το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν α­νέ­λα­βε την Προ­ε­δρί­α της Ε­πι­τρο­πής Υ­πουρ­γών του Συμ­βου­λί­ου της Ευ­ρώ­πης και πα­ρό­λα αυ­τά ε­ξα­κο­λου­θεί να διώ­κει τους α­ντι­πά­λους του πιο ε­πι­θε­τι­κά α­πό πο­τέ. Α­πό­δει­ξη, λί­γες μό­λις ε­βδο­μά­δες με­τά την ανά­λη­ψη της εξάμηνης Προ­ε­δρί­ας τον Μά­ιο του 2014, το Αζερ­μπα­ϊ­τζάν άρ­χι­σε έ­να νέ­ο κύ­μα δί­ω­ξης των α­κτι­βι­στών. Αυ­τό το «κύ­μα» ξε­σπά κυ­ρί­ως σε υ­πε­ρασπι­στές των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, που έ­χουν ερ­γαστεί σκλη­ρά με το Συμ­βού­λιο της Ευ­ρώ­πης, για την α­να­γνώ­ρι­ση και την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων του Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν.

Ό­σο υ­πάρ­χουν όμως τέ­τοιες θαρ­ρα­λέ­ες φω­νές στο Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν, υ­πάρ­χει κι η ελ­πί­δα ό­τι το αύ­ριο θα είναι κα­λύ­τε­ρο...

 

Ταλίν Μαρντικιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ένας μοναδικός αρμενο-ελληνικός πάπυρος

Το 1892, ο Γάλ­λος α­σια­νο­λό­γος Αύ­γου­στος Κα­ριέρ α­να­κοί­νω­σε την α­να­κά­λυψη ε­νός ελ­λη­νι­κού πα­πύ­ρου, γραμ­μέ­νου με αρ­με­νι­κά ψη­φί­α, στην πό­λη Φα­γιούμ της Αι­γύ­πτου. Ο Για­κό­μπ (Aγκόπ) Τα­σιάν, Μεχι­τα­ρι­στής α­πό τη Βιέν­νη, μί­λη­σε πρώ­τος για τον πά­πυ­ρο στο βι­βλί­ο του «Περί­λη­ψη της Αρ­με­νι­κής Πα­λαιο­γρα­φί­ας» το 1898. Στην α­νά­λυ­σή του, πα­ρα­τή­ρη­σε ότι το κεί­με­νο δεν α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος κά­ποιου ελ­λη­νι­κού λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου, ού­τε σχε­τι­ζό­ταν με α­ριθ­μούς ή λο­γα­ρια­σμούς, ό­πως τό­σοι άλ­λοι πά­πυ­ροι. Ο Τα­σιάν ε­πε­σή­μα­νε το α­νε­πί­ση­μο ύ­φος του κει­μέ­νου στο τμή­μα αυ­τό του πα­πύρου, υ­πο­λο­γί­ζο­ντας ό­τι γρά­φη­κε α­πό κά­ποιον που μά­θαι­νε Ελ­λη­νι­κά και μά­λιστα εξ α­κο­ής.

«Το γρα­πτό εί­ναι ό­πως α­κρι­βώς φα­ντα­ζό­μα­στε ό­τι θα ή­ταν η κοι­νή γρα­φή ε­κεί­νου του και­ρού», α­να­φέ­ρει, «με γράμ­μα­τα που γρά­φτη­καν εύ­κο­λα, πι­θα­νόν από το χέ­ρι κά­ποιου α­γράμ­μα­του». Η γρα­φή «δεν εί­ναι ε­ντε­λώς η­μι-γερ­γκα­τα­κίρ (κε­φα­λαί­α), ού­τε α­πλή πο­λορ­κίρ (πε­ζή), αν και η τε­λευ­ταί­α εί­ναι κυ­ρί­αρ­χη.

Εί­ναι μί­ξη η­μι-κε­φα­λαί­ων και πε­ζών, ή αλ­λιώς της με­τα­βα­τι­κής αρ­με­νι­κής γρα­φής, αλ­λά με ο­ρι­σμέ­νους α­νώ­μα­λους τύ­πους, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς της τα­χύ­τητας συγ­γρα­φής του κει­μέ­νου. Δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί γνή­σια κε­φα­λαί­α γρα­φή (γερ­γκα­τα­κίρ)».

Στην «Πε­ρί­λη­ψή» του και πριν α­να­φερ­θεί στον πά­πυ­ρο, ο Τα­σιάν κά­νει υ­πο­θέσεις σχε­τι­κά με την ύ­παρ­ξη γραμ­μά­των, ση­μειώ­σε­ων και σκα­ρι­φη­μά­των των πρώ­ι­μων χρό­νων, γραμ­μέ­νων με α­νε­πί­ση­μη αρ­με­νι­κή γρα­φή. Έ­θε­σε ε­πί­σης το ε­ρώτη­μα για το ποια α­κρι­βώς γράμ­μα­τα ε­πι­νό­η­σε ο Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς τον 5ο αιώ­να και για το αν η πε­ζή και η κε­φαλαί­α γρα­φή συ­νυ­πήρ­χαν ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο.

Η βα­θειά α­νά­λυ­ση του πα­πύ­ρου, σε δυ­τι­κή γλώσ­σα, ήρ­θε σχε­δόν σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά, στα έρ­γα: «Έ­νας ελ­λη­νι­κός πά­πυ­ρος με αρ­με­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες» του Ζορ­ζ Κουε­ντέ, το 1937 και «Έ­νας ελ­λη­νο­-αρ­με­νι­κός πά­πυ­ρος» του Μο­ρίς Λε­ρουά, το 1938.

Προ­σπά­θη­σαν να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν τα Ελ­λη­νι­κά στο κεί­με­νο, βα­σι­ζό­με­νοι στη φω­το­γρα­φί­α που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Τα­σιάν. Δυ­στυ­χώς, το πρω­τό­τυ­πο εί­χε χα­θεί τό­τε.

Α­πό το έρ­γο των Κουε­ντέ και Λε­ρουά, γνω­ρί­ζου­με ό­τι ο πά­πυ­ρος πε­ρι­λαμ­βά­νει σει­ρά εκ­φρά­σε­ων της τό­τε κα­θο­μι­λου­μέ­νης Ελ­λη­νι­κής, που γρά­φη­καν α­πό κάποιον που εί­χε α­νε­παρ­κή γνώ­ση της. Ει­κά­ζε­ται ό­τι το κεί­με­νο έ­χει γρα­φτεί α­πό έ­ναν αρ­μέ­νιο στρα­τιώ­τη του βυ­ζα­ντι­νού στρα­τού, σε κά­ποια βά­ση της Αιγύ­πτου. Α­πό ι­στο­ρι­κή ά­πο­ψη, ο πά­πυ­ρος έ­χει χρο­νο­λο­γη­θεί προ της κα­τά­κτησης της Αι­γύ­πτου α­πό τους Ά­ρα­βες, το 640. Το έγ­γρα­φο αυ­τό α­πο­τε­λεί το πα­λαιό­τερο δια­σω­ζό­με­νο δείγ­μα αρ­με­νι­κού χει­ρο­γρά­φου, κα­θώς η ύ­παρ­ξη άλ­λου πά­πυρου με αρ­με­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες δεν εί­ναι γνω­στή.

Κα­τά τη διάρ­κεια της έ­ρευ­νάς του για το Λεύ­κω­μα της Αρ­με­νι­κής Πα­λαιο­γραφί­ας - μιας ο­μα­δι­κής ερ­γα­σί­ας με συ­να­δέλ­φους α­πό τη Δα­νί­α και το Ισ­ρα­ήλ - ο Ντι­κράν Κου­γιουμ­τζιάν ε­πα­νε­ντό­πι­σε τον πάπυ­ρο στο Πα­ρί­σι. Κα­τά τη γνώ­μη του α­ξί­ζει μια νέ­α έκ­δο­ση και μά­λι­στα για πολλούς λό­γους. Μια λω­ρί­δα του πα­πύ­ρου στα α­ρι­στε­ρά και έ­να κομ­μά­τι της κά­τω δε­ξιάς γω­νί­ας, δεν εί­χαν συ­μπε­ρι­λη­φθεί στη φω­το­γρα­φί­α που εί­χε εκ­δώ­σει ο Τα­σιάν, έ­τσι πο­τέ δε με­τα­φρά­στη­καν α­πό τους Κουε­ντέ και Λε­ρουά. Ω­στό­σο, το πιο α­ξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι ό­τι το έγ­γρα­φο πε­ριέ­χει ι­σο­με­γέ­θες κεί­με­νο στην πί­σω πλευ­ρά του, η ο­ποί­α πο­τέ δεν εκ­δό­θη­κε, ού­τε με­λε­τή­θη­κε.

Α­πό πα­λαιο­γρα­φι­κή ά­πο­ψη, ο πά­πυ­ρος μπο­ρεί να χρο­νο­λο­γη­θεί α­πό τον 6ο αιώνα, ί­σως και τα τέ­λη του 5ου. Ο­ρι­σμέ­να γράμ­μα­τα μοιά­ζουν με αυ­τά των αρ­με­νικών λι­θο­χά­ρα­κτων ε­πι­γρα­φών, που πα­ρα­δο­σια­κά α­πο­δί­δο­νται στον 5ο αιώ­να. Αυτό θα έ­θε­τε το έγ­γρα­φο πο­λύ κο­ντά στην ε­πι­νό­η­ση της αρ­με­νι­κής αλ­φα­βή­του το 406. Ε­ξί­σου εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει και ο τύ­πος της γρα­φής που χρη­σι­μο­ποιεί­ται.

Ο Τα­σιάν θε­ω­ρεί ό­τι εί­ναι μια μορ­φή γερ­γκα­τα­κίρ, δη­λα­δή της αρ­με­νι­κής γρα­φής με κε­φα­λαί­α που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στις λι­θο­χά­ρα­κτες  επι­γρα­φές μέ­χρι τον 11ο αιώ­να και ε­φαρ­μό­στη­κε στα πρώ­τα αρ­μενι­κά χει­ρό­γρα­φα α­πό τον 9ο έ­ως τον 11ο αιώ­να. Ω­στό­σο, η γρα­φή του παπύ­ρου εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή α­πό ό­ποια άλ­λη γρα­φή με κε­φα­λαί­α και πα­ρου­σιά­ζει μορ­φή κυρ­τή προς τα δε­ξιά.

Ο πά­πυ­ρος μας α­να­γκά­ζει να α­να­θε­ω­ρή­σου­με τις ι­δέ­ες μας για την ε­ξέ­λι­ξη της αρ­με­νι­κής γρα­φής. Α­πο­τε­λεί ε­πί­σης έ­να εν­δια­φέ­ρον βυ­ζα­ντι­νό έγ­γρα­φο, σε α­πλά Ελ­λη­νι­κά, α­πό μί­α πε­ρί­ο­δο που μας έ­χει α­φή­σει κυ­ρί­ως δείγ­μα­τα λό­γιας γρα­φής. Στο έγ­γρα­φο, η γρα­φή χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις κύ­ριες κατη­γο­ρί­ες. Τη γερ­γκα­τα­κίρ (κε­φα­λαί­α), την πο­λορ­κίρ (πε­ζή), τη νο­ντερ­κίρ (γραφή που χρη­σι­μο­ποιού­ταν σε δη­μό­σια έγ­γρα­φα) και τη σε­γα­κίρ (τη σύγ­χρο­νη καλλι­γρα­φι­κή γρα­φή με ε­νω­μέ­νους χα­ρα­κτή­ρες).

Αν και η ε­πι­νό­η­ση της αρ­με­νι­κής αλ­φα­βή­του α­πό τον Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς εί­ναι έ­να ευ­ρέ­ως με­λε­τη­μέ­νο θέ­μα, οι α­κα­δη­μα­ϊ­κοί δε συμ­φω­νούν πά­ντα σχε­τικά με τον τύ­πο των γραμ­μά­των που ο Μα­στότ­ς σχε­δί­α­σε και χρη­σι­μο­ποί­η­σε για τη μνη­μειώ­δη με­τά­φρα­ση της Βί­βλου. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πι­στεύ­ουν ό­τι ή­ταν γερ­γκα­τα­κίρ. Με αυ­τό το δε­δο­μέ­νο, οι με­λε­τη­τές της αρ­με­νι­κής Πα­λαιο­γραφί­ας θε­ω­ρούν ό­τι η αρ­με­νι­κή γρα­φή ε­ξε­λί­χθη­κε α­πό κε­φα­λαί­α γερ­γκα­τα­κίρ σε πε­ζά πο­λορ­κίρ και κα­τό­πιν στις πιο καλ­λι­γρα­φι­κές νο­ντερ­κίρ και σε­γα­κίρ. Η μό­νη ση­μα­ντι­κή φω­νή που ε­να­ντιώ­θη­κε σε αυ­τή τη θε­ώ­ρη­ση ή­ταν αυ­τή του Γκά­ρο Γα­φα­ντα­ριάν, ο ο­ποί­ος το 1939 πρό­τει­νε ό­τι ό­λοι οι τύ­ποι γρα­φής, ε­κτός της σύγ­χρο­νης καλ­λι­γρα­φι­κής, δια­μορ­φώ­θη­καν α­πό το χέ­ρι του Μα­στότ­ς και χρησι­μο­ποι­ή­θη­καν σε κά­θε χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο. Δυ­στυ­χώς, κα­μί­α α­πό τις δύ­ο υ­πο­θέσεις δε χαί­ρει ε­παρ­κούς ε­πι­στη­μο­νι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης. Τα πα­λαιό­τε­ρα χρο­νολο­γη­μέ­να έγ­γρα­φα α­νή­κουν στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 9ου αιώ­να. Μω­σα­ϊ­κές ε­πι­γραφές α­πό την Ιε­ρου­σα­λήμ του 5ου και 6ου αιώ­να δεν εί­ναι ε­πα­κρι­βώς χρο­νο­λο­γημέ­νες, ού­τε και οι λι­θο­χά­ρα­κτες ε­πι­γρα­φές της ί­διας πε­ριόδου, αν και ο­ρι­σμέ­να δείγ­μα­τα των τε­λευ­ταί­ων έ­χουν χρο­νο­λο­γη­θεί α­πό το 618 και με­τά. Τε­λι­κά, ί­σως εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη μια πιο λε­πτο­με­ρή προ­σέγ­γι­ση. Στη Δύ­ση, τα κε­φα­λαί­α φαί­νε­ται να εί­χαν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί σε πιο ε­πί­ση­μη γρα­φή, όπως στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, τα Ευαγ­γέ­λια και άλ­λα ση­μα­ντι­κά θρη­σκευ­τικά έρ­γα και σε πο­λυ­τε­λή χει­ρό­γρα­φα. Ο Μα­στότ­ς και οι σύγ­χρο­νοί του γνώ­ριζαν την Ελ­λη­νι­κή και τη Συ­ρια­κή (διά­λε­κτος της Α­ρα­μα­ϊ­κής, που ο­μι­λού­νταν στη Μέ­ση Α­να­το­λή α­πό τον 4ο έ­ως τον 8ο αιώ­να). Έ­τσι, ή­ταν ε­ξοι­κειω­μέ­νοι με την πε­ζή και καλ­λι­γρα­φι­κή γρα­φή, που χρη­σι­μο­ποιού­νταν σε λι­γό­τε­ρο ε­πί­ση­μες πε­ρι­πτώ­σεις. Εί­ναι δύ­σκο­λο να φα­ντα­στού­με ό­τι ο Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς και οι μα­θη­τές του, στο ε­πί­πο­νο και πο­λυε­τές έρ­γο της με­τά­φρα­σης της Βί­βλου, χρησι­μο­ποί­η­σαν την πο­λύ­πλο­κη γρα­φή γερ­γκα­τα­κίρ (κε­φα­λαί­α) για τα προ­σχέ­διά τους. Δυ­στυ­χώς, κα­νέ­να αρμε­νι­κό χειρό­γρα­φο κεί­με­νο κο­σμι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου προ του 12ου αιώ­να, δεν έ­χει δια­σω­θεί πέ­ραν του πα­πύ­ρου αυ­τού.

Το δίλ­ημ­μα με­τα­ξύ της θε­ω­ρί­ας της βαθ­μιαί­ας ε­ξέ­λι­ξης της πε­ζής γραφής πο­λορ­κίρ και της ει­κα­σί­ας ό­τι τα έγ­γρα­φα γερ­γκα­τα­κίρ και πο­λορ­κίρ συνυ­πήρ­χαν α­πό τον 5ο αιώ­να, δε θα λυ­θεί εύ­κο­λα. Προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση, ο ελλη­νο­αρ­με­νι­κός πά­πυ­ρος μπο­ρεί να βο­η­θή­σει στο να α­να­δια­τυ­πω­θούν ε­ρω­τήμα­τα και ταυ­τό­χρο­να να αλ­λά­ξει η θε­ώ­ρη­σή μας για τα πρώ­ι­μα αρ­με­νι­κά χει­ρόγρα­φα. Εί­ναι εμ­φα­νής η ση­μα­ντι­κό­τη­τα του πα­πύ­ρου, ως συν­δε­τι­κού κρί­κου με­τα­ξύ της προ­έ­λευ­σης της αρ­με­νι­κής αλ­φα­βή­του τον 5ο αιώ­να και των πρώ­των χει­ρο­γρά­φων 400 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.

Αν και η κα­τά γράμ­μα α­νά­λυ­ση του εγ­γρά­φου δεν έ­χει α­κό­μα ο­λο­κλη­ρω­θεί, μια προ­σε­κτι­κή μα­τιά στο σχή­μα του πρώ­του γράμ­μα­τος της αρ­με­νι­κής αλ­φα­βή­του, Α ή Άιπ, δί­νει αρ­κε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες. Η μορ­φή του εί­ναι πα­νο­μοιό­τυ­πη με αυτή του Άιπ της ε­πι­γρα­φής στην ε­ρει­πω­μέ­νη πλέ­ον βα­σι­λι­κή του Τε­κόρ, του τέλους του 5ου αιώ­να, αλ­λά και αυ­τών σε αρ­με­νι­κά μω­σα­ϊ­κά του 5ου ή 6ου αιώ­να στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Το γράμ­μα Άιπ με αυ­τήν τη μορ­φή δεν υ­πάρ­χει σε κα­νέ­να άλ­λο αρμε­νι­κό χει­ρό­γρα­φο. Αυ­τή α­κρι­βώς η ο­μοιό­τη­τα, μπο­ρεί να ε­πι­τρέ­ψει την τοπο­θέ­τη­ση του πα­πύ­ρου πο­λύ κο­ντά στη χρο­νι­κή στιγ­μή της ε­πι­νό­η­σης της αρ­μενι­κής αλ­φα­βή­του τον ί­διο αιώ­να (5ος).

Ό­πως α­να­φέ­ρει και ο Ντι­κράν Κου­γιουμ­τζιάν: «Ο μο­να­δικός αυ­τός πά­πυ­ρος μας δί­νει την α­φορ­μή να α­να­θε­ω­ρή­σου­με την πά­για πα­ρα­δοσια­κή θέ­ση, που υ­πο­στη­ρί­ζει τη γραμ­μι­κή ε­ξέ­λι­ξη της αρ­με­νι­κής γρα­φής και να α­πο­φαν­θού­με αν τε­λι­κά ο Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς ε­πι­νό­ησε μο­νά­χα μί­α γρα­φή, δη­λα­δή την κε­φα­λαί­α γερ­γκα­τα­κίρ. Ελ­πί­ζου­με η έ­ρευ­να αυ­τή να γε­φυ­ρώ­σει το ά­νω των 400 ε­τών κε­νό, α­νά­με­σα στη γέ­νε­ση της αρ­με­νι­κής Αλ­φα­βή­του και των πρώ­των σω­ζό­με­νων αρ­με­νι­κών χει­ρο­γρά­φων».

 

Μίκυ Μοβ­σε­σιάν

Προ­σαρ­μο­σμέ­νη α­πό­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά α­πό το ε­ρευ­νη­τι­κό έρ­γο του κα­θη­γη­τή ι­στο­ρί­ας Ντι­κράν Κου­γιουμ­τζιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

UWC Κολλέγιο Ντιλιτζάν

Ένα πρότυπο κολλέγιο μέσα σ’ενα μαγευτικό περιβάλλον

Ένα διεθνές εκπαιδευτήριο άνοιξε και επίσημα τις πύλες του στις 11 Οκτωβρίου 2014 στη λουτρόπολη του Ντιλιτζάν. Πρόκειται για το πρώτο εκπαιδευτήριο του διεθνούς κύρους δικτύου United World Colleges που ανοίγει σε μια πρώην χώρα της Σοβιετικής Ένωσης και του οποίου η τοποθεσία και οι υποδομές στέκονται ισάξια με τις αντίστοιχες ελβετικές.

Ιθύνων νους της ίδρυσης αυτού του νεωτεριστικού και διεθνούς σχολικού ιδρύματος είναι ο Ρουπέν Βαρτανιάν, σημαίνον στέλεχος της ρωσικής οικονομίας. Η ιδέα γεννήθηκε το 2006 και το έργο μπήκε σε πράξη το 2012 μετά από ένα εύλογο διάστημα διαβουλεύσεων με πιθανούς χορηγούς-ευεργέτες. Το 2013, το διεθνές Εκπαιδευτήριο του Ντιλιτζάν, όπως ονομαζόταν στην αρχή, έγινε πλήρες μέλος του δικτύου UWC (United World Colleges) και έλαβε την επίσημη άδεια για τη διδασκαλία και τη χορήγηση του IB Diploma (baccalaureat international).

Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό: ένα υπερσύγχρονο συγκρότημα 37.000 τ.μ. που αποτελείται από ένα κεντρικό κτίριο με ευρύχωρες φωτεινές αίθουσες, εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, αθλητικό κέντρο που περιλαμβάνει εκτός των άλλων ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, γήπεδα τέννις, μπάσκετ και βόλεϊ, ένα οικοτροφείο για τους μαθητές, οικήματα για το διδακτικό προσωπικό και πολλές ακόμα εγκαταστάσεις.

96 μαθητές από 49 χώρες

Το συγκρότημα εντάσσεται στο μαγευτικό τοπίο του Εθνικού Πάρκου του Ντιλιτζάν που τιμά επάξια τον τίτλο της μικρής Ελβετίας που του αποδίδουν και φιλοξενεί διακεκριμένα οικοτροφεία. Σύμφωνα με τα ισχύοντα σε όλα τα Εκπαιδευτήρια UWC, οι μαθητές επιλέγουν να δουλέψουν πάνω σε τρία κύρια μαθήματα και τρία δευτερεύοντα. Φέτος, στο Ντιλιτζάν, φοιτούν 96 μαθητές ηλικίας 16-18 ετών που προέρχονται από 49 χώρες: Αρμενία, Ρωσία, Ευρώπη, Ασία, Μέση Ανατολή, ακόμα και από την Αυστραλία. Ολοκληρώνοντας τη διετή φοιτησή τους θα ανοίξουν τα φτερά τους σε άλλους ορίζοντες παίρνοντας μαζί τους όχι μόνο τις πολύτιμες ακαδημαϊκές γνώσεις που απέκτησαν αλλά και την εμπειρία της διαμονής σε μια χώρα που κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν θα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν. Στο UWC Ντιλιτζάν διδάσκουν 25 καθηγητές υπό τη διεύθυνση του Τζων Πούντιφουτ, πρώην υποδιευθυντή του φημισμένου κολλεγίου του Ήτον (Μεγάλη Βρετανία). Με την προϋπόθεση ότι οι στόχοι του ιδρύματος θα επιτευχθούν, από το 2017, η διδασκαλία θα επεκταθεί και σε μικρότερης ηλικίας μαθητές, 13-14 ετών, σύμφωνα με το πρόγραμμα IGCSE (κατ’αντιστοιχία με το γαλλικό baccalaureat), με απώτερο σκοπό ο αριθμός των μαθητών να φτάσει στους 650 και ο αντίστοιχος των διδασκόντων στους 60. Η εκπόνηση του σχεδίου κόστισε 115 εκατομμύρια δολάρια που προέρχονται αποκλειστικά από χορηγίες ιδιωτικών κεφαλαίων. Οι χορηγοί προέρχονται από 200 διαφορετικές χώρες με συνδεκτικό κρίκο τον Ρουπέν Βαρτανιάν και τη σύζυγό του Βερόνικα Ζοναμπέντ, διευθύνουσα του Διοικητικού Συμβουλίου του UWC, με απώτερο στόχο να προσφέρουν στην Αρμενία ένα πρότυπο εκπαιδευτήριο διεθνών προδιαγραφών. Παρ’όλα αυτά, η κατασκευή των εγκαταστάσεων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Προβλέπεται ένα δεύτερο κτιριακό συγκροτήμα που θα παραδοθεί μέχρι το 2017, με επιπλέον κόστος 75 εκατομμύρια δολλάρια, έτσι ώστε η επέκταση των υποδομών να φτάσει στα 69.000 τ.μ. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες προβλέψεις, ο λειτουργικός προϋπολογισμός του ιδρύματος θα ανέρχεται στο ποσό των 8 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.

Ένας σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης

Η δημιουργία ενός εκπαιδευτηρίου UWC δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια πρωτιά στον τομέα της παιδείας στην περιχή του Ντιλιτζάν, είναι επίσης και ένας σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, ένας διεθνής σημαντικός πόλος έλξης για την Αρμενία. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η αρχή ήταν δύσκολη. Την εποχή που το έργο της υλοιποίησης είχε ήδη πάρει το δρόμο του, υπήρξε ένα αρκετά έντονο κύμα αντιδράσεων για να παρεμποδιστεί. Είθισται, ως γνωστόν, οι παραδόσεις στα διεθνή σχολεία να γίνονται στα αγγλικά. Το γεγονός αυτό όμως αντίκειται στον ισχύοντα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, η επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης είναι τα αρμενικά. Οι αντίμαχοι υποστήριζαν πως ένα σχολείο τέτοιου τύπου δεν μπορεί να σταθεί στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος σχετικά με την παιδεία. Ευτυχώς, επικράτησε το πνεύμα της λογικής και η Αρμενία έγινε η δέκατη τέταρτη χώρα που φιλοξενεί ένα εκπαιδευτήριο UWC - ένα υψηλού επιπέδου σύστημα εκπαίδευσης που υφίσταται από το 1962 - και προετοιμάζει μαθητές που έχουν επιλεγεί μέσω εξετάσεων να ενταχθούν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Οι αξίες που προάγει το σύστημα UWC είναι το υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο, η ακεραιότητα του χαρακτήρα, το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και ο σεβασμός των πολιτισμικών διαφορών. Επίτιμος Πρόεδρος του κινήματος UWC, για 17 συναπτά έτη, υπήρξε ο Πρίγκηπας Κάρολος της Αγγλίας, ο οποίος, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, απηύθυνε και διαδικτυακό μήνυμα προς τους μαθητές του UWC Ντιλιτζάν, όπως επίσης ο διεθνούς φήμης τεννίστας Αντρέ Αγκάσι και ο χαρισματικός μαέστρος Βαλέρι Γκεοργκίεφ, ένας από τους διασημότερους διευθυντές ορχήστρας της εποχής μας.

Τα εγκαίνια

Είναι άραγε απλή σύμπτωση η ημερονμηνία - η 11η Οκτωβρίου - που επελέγη για τα εγκαίνια του UWC Ντιλιτζάν ή επιλέχτηκε σκόπιμα επειδή συνέπιπτε φέτος με μια πολύ συγκεκριμένη γιορτή - των Αγίων Μεταφραστών- που γιορτάζεται από την αρμενική εκκλησία; Μια γιορτή σύμβολο για ένα έθνος άρρηκτα συνδεδεμένο, εδώ και χιλιετίες με τα βιβλία και τη μετάδοση γνώσεων. «Το βιβλίο είναι ο πυλώνας χάρη στον οποίο ο λαός μας παρέμεινε όρθιος εδώ και χιλιάδες χρόνια», δήλωσε ο Ρουπέν Βαρτανιάν κατά τη διάρκεια τελετής των εγκαινίων. Είχε προηγηθεί το μήνυμά του στους 1.000 προσκεκλημένους. Τους είχε ζητηθεί να φέρουν μαζί τους ένα βιβλίο - προσωπικό σημείο αναφοράς - και να το δωρίσουν, αφού γράψουν μια αφιέρωση, στο σχολείο. Στα επίσημα εγκαίνια παραβρέθηκαν ο Αρχιεπίσκοπος Καρεκίν Β΄, ο Σύρος Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής, Παναγιώτατος Ιγνάτιος Εφραίμ Β΄ Καρίμ και τρεις αρχηγοί κρατών: ο Πρόεδρος της Αρμενίας Σερζ Σαρκισιάν, ο Πρόεδρος του Καραμπάχ, Πάκο Σαχακιάν και ο Σέρβος Πρόεδρος Τόμισλαβ Νίκολιτς. Ο Πρόεδρος Σερζ Σαρκισιάν, εμφανώς ικανοποιημένος από την υλοποίηση του UWC, ανέφερε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του μια φράση που αναμεταδόθηκε αμέσως από τα αρμενικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης: «Θα ήμουν ευτυχής να δω ανάμεσα στους μαθητές του σχολείου του Ντιλιτζάν και Αζέρους μαθητές, ελπίζω πως αυτό θα γίνει στο μέλλον». Τόνισε επίσης τη σημασία του ιδρύματος UWC Ντιλιτζάν, όχι μόνο για την εκπαιδευτική του συνεισφορά, αλλά και για την οικονομική, εστιάζοντας στην ανάπτυξη των τεχνολογιών και την προετοιμασία επαγγελματιών υψηλού επιπέδου που δημιουργούν μια εναλλακτική οικονομική δύναμη. 

Έργο πνοής

 «Οι ταλαντούχοι και δημιουργικοί άνθρωποι είναι πρωταγωνιστές και εγγυητές της ανταγωνιστικότητας κάθε χώρας, γι’ αυτό το λόγο η παιδεία αποτελεί για μας προτεραιότητα. Η δημιουργία του UWC Ντιλιτζάν που έγινε πραγματικότητα χάρη στη οικονομική συμβολή εταίρων δωρητών, αποδεικνύει τον δυναμισμό και τον προοδευτικό χαρακτήρα των επενδύσεων στην κοινωνική σφαίρα», δήλωσε ο Ρουπέν Βαρτανιάν. Η σύζυγός του, Βερόνικα Ζοναμπέντ, πρόσθεσε πως το «UWC Ντιλιτζάν, μοναδικό λόγω ευρύτητας, είναι έργο αγαθοεργίας και η διαδικασία επιλογής των μελλοντικών μαθητών, εντελώς απαλλαγμένη από ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση των σπουδών τους, προσφέρει σε όλους τους υποψηφίους ίσες ευκαιρίες και επιτρέπει τον συγκερασμό νέων, ανοιχτόμυαλων ανθρώπων προερχόμενων από διαφορετικές κουλτούρες.

Το γεγονός ότι γονείς από 50 σχεδόν διαφορετικές χώρες έστειλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν εδώ, είναι η καλύτερη απόδειξη εμπιστοσύνης τόσο προς εμάς όσο και προς την πρωτοβουλία μας». 

Πιστέψετε στα όνειρά σας 

«Πιστέψετε στα όνειρά σας, στην πιθανότητα πως μπορεί να αλλάξετε τον κόσμο. Μη φοβηθείτε από τα λάθη σας και προχωρήστε παρ’ όλα αυτά. Ζητείστε βοήθεια όποτε τη χρειάζεστε γιατί μόνο το συλλογικό πνέυμα μας επιτρέπει την επίτευξη των στόχων μας», αυτό ήταν το μήνυμα του Ρουπέν Βαρτανιάν στους επίδοξους μαθητές που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στο UWC Ντιλιτζάν. Παρατηρώντας τον ενθουσιασμό στα πρόσωπά τους, για ένα πράγμα ήμασταν σίγουροι: ο λόγος του είχε γίνει και δικός τους!

 

 

Ζάρα Ναζαριάν
Nouvelles d’Armenie Magazine
Απόδοση: Σουζάνα Απαρτιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Οι Αρμένιοι στην Κριμαία

Η μα­γευ­τι­κή Κρι­μαί­α, χερ­σό­νη­σος με­τα­ξύ της Α­ζο­φι­κής και της Μαύ­ρης θά­λασ­σας, βρέ­θη­κε στις μέ­ρες μας για άλ­λη μια φο­ρά στο ε­πίκε­ντρο της διε­θνούς ε­πι­και­ρό­τη­τας κα­θώς, λό­γω της θέ­σης της, α­πο­τελού­σε α­νέ­κα­θεν «Μή­λον της Έ­ριδος» με­τα­ξύ των γει­το­νι­κών κρα­τών.

Η πρώ­τη αρ­με­νι­κή πα­ρου­σί­α στην Κρι­μαί­α χρο­νο­λο­γεί­ται τον 8ο μ.Χ. αιώ­να, ό­ταν η χερ­σό­νη­σος βρί­σκε­ται υ­πό τον έ­λεγ­χο της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Πολ­λοί Αρ­μέ­νιοι μά­λι­στα υ­πη­ρε­τού­σαν στο βυ­ζα­ντι­νό στρα­τό. Στους ε­πό­με­νους αιώ­νες η αρ­με­νι­κή ε­γκα­τά­στα­ση θα συ­νε­χι­στεί. Η ρο­ή εν­θαρ­ρύ­νε­ται και α­πό την κα­τα­πιε­στι­κή πα­ρου­σί­α των Σελ­τζού­κων στη Δυ­τι­κή Αρ­με­νί­α.

Η κατά­κτη­ση της Κρι­μαί­ας α­πό τους Μογ­γό­λους τον 13ο αιώ­να δε δη­μιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα στην α­να­πτυγ­μέ­νη οι­κο­νο­μική δρα­στηριό­τη­τα του αρ­με­νι­κού στοι­χεί­ου, το ο­ποί­ο ή­δη α­πό τον 14ο αιώ­να α­πο­τε­λεί τη δεύ­τε­ρη με­γα­λύτε­ρη ε­θνι­κή ο­ντό­τη­τα στην πε­ριο­χή, με­τά τους Τατά­ρους. Πολ­λοί α­πό αυ­τούς χρη­σι­μο­ποιούν την αρ­με­νι­κή γρα­φή, πα­ράλ­λη­λα με τη γλώσ­σα τους. Την πε­ρί­οδο αυ­τή εμ­φα­νί­ζο­νται και οι Γε­νο­βέ­ζοι.

Σύμ­φω­να με γε­νο­βέ­ζι­κες πη­γές, το 1316 στην Κάφ­φα (Θε­ο­δο­σί­α) λει­τουρ­γούσαν αρμε­νι­κές εκ­κλη­σί­ες, δύ­ο Ορ­θό­δο­ξες και μί­α Κα­θο­λι­κή. Το γε­γο­νός ό­τι η Δυ­τι­κή Αρ­με­νί­α α­πο­τελού­σε θέ­α­τρο πο­λε­μι­κών συ­γκρού­σε­ων με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών λα­ών, ω­θεί ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους Αρ­με­νίους σε με­τα­νά­στευ­ση. Ο αρμε­νι­κός πλη­θυ­σμός της Κρι­μαί­ας αυ­ξά­νε­ται σε τέ­τοιο βαθ­μό, ώ­στε σε δυ­τι­κές πηγές, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, να α­πο­κα­λεί­ται «Θα­λάσ­σια Αρμε­νί­α». Το 1330 προ­σμε­τρού­νται 44 αρ­με­νι­κές εκ­κλη­σί­ες. Το 1358 ιδρύ­ε­ται η μο­νή του «Σουρ­π Χατ­ς» (Τι­μί­ου Σταυ­ρού), η ο­ποί­α θα ε­ξε­λι­χθεί σε πνευ­μα­τι­κό κέ­ντρο και τό­πο προ­σκυ­νή­μα­τος για αιώ­νες.

Α­πό τα τέ­λη του 15ου αιώ­να κο­ντά στο Μο­να­στή­ρι υ­πήρ­χε το αρ­μενι­κό χω­ριό Κα­ζα­ράτ. Στο «Σουρ­π Χατ­ς» πι­θα­νο­λο­γεί­ται και η ο­νο­μα­σί­α Σουρ­κάτ, που δόθη­κε στη δεύ­τε­ρη σε αρ­με­νι­κό πλη­θυ­σμό πό­λη της Κρι­μαί­ας, με αρ­με­νι­κά σχολεί­α και εκ­κλη­σί­ες. Πρώ­τη ή­ταν η Κάφ­φα με δε­κά­δες αρ­με­νι­κούς χρι­στια­νι­κούς να­ούς και σχο­λεί­α, με έ­ντο­νη οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Σύμ­φω­να με χει­ρό­γραφες μαρ­τυ­ρί­ες, ε­κεί χτί­στη­κε η μο­νή Καμ­τσάκ.

H κα­τά­στα­ση αλ­λά­ζει δρα­μα­τι­κά, ό­ταν το «Κρι­μα­ϊ­κό Χα­νά­το» γί­νε­ται κτή­ση της Ο­θω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας το 1475. Οι νέ­οι κα­τα­κτη­τές α­κολου­θούν πο­λι­τι­κή διώ­ξε­ων κα­τά των χρι­στια­νών. Δε­κά­ξι αρ­μενι­κές εκ­κλη­σί­ες με­τα­τρέ­πο­νται σε τε­μέ­νη. Πολ­λοί Αρ­μέ­νιοι ε­ξο­ντώ­νο­νται, γί­νο­νται σκλά­βοι ή ε­ξα­να­γκά­ζο­νται να ε­γκα­τα­λεί­ψουν την πε­ριο­χή. Αρ­μενι­κοί πλη­θυ­σμοί πα­ρα­μέ­νουν στις πό­λεις Κάφ­φα, Σουρ­κάτ, Κα­ρα­σου­μπα­ζάρ, Μπαλα­κλά­βα, Γκέζ­λεφ, Πε­ρε­κόπ.

Η ά­φι­ξη των Ρώ­σων τρεις αιώ­νες αρ­γό­τε­ρα δημιουρ­γεί ευ­νο­ϊ­κές συν­θή­κες για την ορ­γά­νω­ση και α­νά­πτυ­ξη των αρμε­νι­κών κοι­νο­τή­των. Ο θρη­σκευ­τι­κός η­γέ­της των Αρ­με­νί­ων της Ρωσί­ας Χοβ­σέπ Αρ­γου­τιάν ε­ξα­σφα­λί­ζει Τσα­ρι­κό Διά­ταγ­μα, με το ο­ποί­ο πα­ρα­δίδο­νται στους Αρ­μενί­ους οι μι­σο-ε­ρει­πωμέ­νες πό­λεις Πα­λαιά Κρι­μαί­α και Θε­ο­δο­σί­α. Ε­ξα­σφα­λί­ζο­νται προ­νό­μια και ά­δεια για λει­τουρ­γί­α δη­μαρ­χεί­ου. Ο πλη­θυ­σμός των Αρ­με­νί­ων τον 19ο αιώ­να ο­λο­έ­να και αυ­ξά­νε­ται. Πα­ρα­τη­ρεί­ται οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­στι­κή άνθη­ση, με την εκ­κλη­σί­α να δια­δρα­μα­τί­ζει κε­ντρι­κό ρό­λο.

Το 1816 ι­δρύ­ε­ται το πρώτο αρ­με­νι­κό σχο­λεί­ο στο Κα­ρα­σου­μπα­ζάρ και το 1858 το εκ­παι­δευτή­ριο Χα­λι­πιάν, κτι­σμέ­νο βά­σει σχε­δίων του Γα­βρι­ήλ Α­ϊ­βα­ζόφ­σκι. Σ’ αυ­τό λει­τουρ­γεί τυ­πο­γρα­φεί­ο, που α­σχο­λεί­ται με με­τα­φρά­σεις βι­βλί­ων και πε­ριο­δι­κές εκ­δόσεις. Στο πε­ρι­βάλ­λον αυ­τό α­να­δει­κνύ­ο­νται σπου­δαί­ες μορ­φές της αρμενι­κής τέ­χνης, όπως ο διε­θνούς φή­μης ζω­γρά­φος-θα­λασ­σο­γρά­φος Ο­βαν­νές Α­ϊ­βα­ζόφ­σκι, ο μου­σικο­συν­θέ­της Α­λε­ξά­ντερ Σπε­ντια­ριάν*, ο μου­σι­κο­δι­δά­σκα­λος-συν­θέ­της Κρι­στα­πόρ Κα­ρά-Μουρ­ζά και ο θε­με­λιω­τής της αρ­με­νι­κής ζω­γρα­φι­κής με ι­στο­ρι­κή θε­μα­το­λο­γί­α Βαρ­τκές Σου­ρε­νιά­ντς.

Η Κρι­μαί­α θα δε­χτεί πολ­λούς πρό­σφυ­γες α­πό την τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Αρ­με­νί­α και άλ­λες πε­ριο­χές της Τουρ­κί­ας, κα­τά τη διάρ­κεια της Γε­νο­κτο­νί­ας, με­ταξύ 1915-23. Το 1919 σο­βιε­το­ποιείται. Το 1930, ό­ταν προσ­διο­ρί­ζε­ται ως «Αυτό­νο­μη Κρι­μα­ϊ­κή Σο­σια­λι­στι­κή Δη­μο­κρα­τί­α», ο αρ­με­νι­κός πλη­θυ­σμός έ­χει ήδη μειω­θεί στις 13.000. Θα συρ­ρι­κνω­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­ταν τον Ιού­νιο του 1944 ο Λα­βρέ­ντι Μπέ­ρια, Κο­μι­σά­ριος Ε­σω­τε­ρι­κών Υ­πο­θέσε­ων της Ε.Σ.Σ.Δ. και δε­ξί χέ­ρι του Στά­λιν, δια­τά­ζει τον ε­κτο­πι­σμό 37.000 Αρ­με­νί­ων, Ελ­λή­νων** και Βουλγάρων. Η αρ­μενι­κή ζω­ή θα α­να­διορ­γα­νω­θεί το 1989, με τη λει­τουρ­γί­α της «Χάι Λού­ις» (Αρ­μενι­κό Φως), μιας α­πό τις πρώ­τες ε­θνι­κές πο­λι­τι­στι­κές ορ­γανώ­σεις της χερ­σονήσου.

Το 1996, με­τά την πτώ­ση της Ε.Σ.Σ.Δ., με­το­νο­μά­ζε­ται σε Έ­νω­ση Κρι­μαί­ων Αρ­με­νί­ων. Στις μέ­ρες μας α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα 14 το­πι­κά γρα­φεί­α, που συ­ντο­νί­ζο­νται α­πό το Ε­θνι­κό Συμ­βούλιο των Κρι­μαί­ων Αρ­με­νί­ων. Η Έ­νω­ση έ­χει την ε­πο­πτεία του ε­θνο­λο­γικού και πο­λι­τι­στικού κέ­ντρου «Λούις» (Φως) και εκ­δί­δει τη μη­νιαί­α ε­φη­με­ρί­δα «Πε­ρι­στέ­ρι του Μα­σίς». Το 1998 ι­δρύ­ε­ται το πρώτο αρμενι­κό Γυ­μνάσιο στη Συμ­φε­ρό­πο­λη. Αρ­μενι­κές εκ­κλη­σί­ες λει­τουρ­γούν στην πό­λη αυ­τή, τη Γιάλ­τα και την Ευ­πα­το­ρί­α. Ε­πί­σης, πολ­λοί Αρ­μέ­νιοι εί­ναι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι στο Αρ­μιάν­σκ, το Κερ­τς, τη Σε­βα­στού­πο­λη και το Σου­ντάκ. Το αρ­με­νό­φω­νο πρό­γραμ­μα «Πα­ρέβ» εκ­πέ­μπε­ται α­πό την το­πι­κή τη­λε­ό­ρα­ση δυο φο­ρές το μή­να, ε­νώ υ­πάρ­χουν και ρα­διο­φω­νι­κές εκ­πο­μπές σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση. Σή­με­ρα υ­πο­λο­γί­ζε­ται ό­τι στην Κρι­μαί­α ζουν πε­ρί­που 25.000 Αρ­μέ­νιοι, συ­νε­χι­στές μιας πλού­σιας και δη­μιουρ­γι­κής πα­ρά­δο­σης.

 

Ζακ Ντα­μα­τιάν

 

* Το ό­νο­μά του έ­χει δο­θεί στην Ό­πε­ρα του Ε­ρε­βάν.

** Οι Έλ­λη­νες, Δω­ριείς και Ί­ω­νες, εμ­φα­νί­ζο­νται στην Κρι­μαί­α τον 5ο π.Χ. αιώ­να και δη­μιουρ­γούν α­ποι­κί­ες.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ικανοποίηση της Ελλάδας για την επικείμενη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων από την αρμενική Βουλή

Την ικανοποίηση της Ελλάδας για την προς ψήφιση δήλωση καταδίκης της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Ασσυρίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, την περίοδο 1914-1923, μετέφερε ο πρέσβης της Ελλάδας στην Αρμενία, Ιωάννης Τάγης, στον αντιπρόεδρο της αρμενικής Βουλής Έντουαρντ Σαρμαζάνοφ.

Ο Αρμένιος πολιτικός υπογράμμισε ότι στόχος του ψηφίσματος, που ήταν πρωτοβουλία δική του και πολλών συναδέλφων του, είναι να αποκατασταθεί η ιστορική δικαιοσύνη, να καταδικαστεί διεθνώς η Γενοκτονία, να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και να αντιμετωπιστεί η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις Γενοκτονίες.

Στη διάρκεια της συνάντησης ο αντιπρόεδρος της αρμενικής Βουλής επισήμανε στον Έλληνα πρέσβη την ανάγκη φιλοξενίας έκθεσης αφιερωμένης στη Γενοκτονία των Αρμενίων εντός του ελληνικού Κοινοβουλίου.

Οι δύο πλευρές εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου στην Ελλάδα, οι δεσμοί των δύο Κοινοβουλίων θα ενισχυθούν περαιτέρω.

 

 

 

Πηγή: pontos-news.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι