Menu

Έκαψαν ελληνικό σπίτι για να γυρίσουν σήριαλ στην Τουρκία

Σάλος έχει ξεσπάσει μετά από δημοσιεύματα στον τουρκικό τύπο ότι έκαψαν ελληνικό σπίτι στην Καππαδοκία στα πλαίσια των γυρισμάτων ενός νέου τουρκικού σήριαλ.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας Νετγκαζέτε κατά την διάρκεια γυρισμάτων στην Καππαδοκία για το σίριαλ «Η ζωή συνεχίζεται» που θα έρθει στις οθόνες τις επόμενες μέρες, κάηκε ένα ιστορικό ελληνικό σπίτι στην κωμόπολη Μουσταφάπασα της περιοχής Ουργούπ για τις ανάγκες του σεναρίου.
Ο Μουσταφά Καγιά, ιστορικός ερευνητής του ιδρύματος ÇEKÜL του Ούργουπ ανέφερε πως δεν είναι κατανοητό για χάρη της τηλεθέασης να τηρούμε τέτοια στάση ενάντια στις ιστορικές αξίες και είπε : «Βλέπουμε να γίνεται προσπάθεια να εξαφανιστούνε οι ιστορικές μας αξίες από καλλιτέχνες από τους οποίους περιμένουμε να παίξουν ενεργό ρόλο στην διαφύλαξη τους. Στο παρελθόν για χάρη ενός σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης που γυριζόταν στο χωριό Τζεμίλ του Ούργουπ, είχαν κάψει πολλά λάστιχα μέσα σε μια εκκλησία. Κανείς δεν πρέπει να επιτρέπει χάριν οποιονδήποτε προσδοκιών τηλεθέασης να θυσιάζονται κτίρια που αντανακλούνε το ιστορικό μας παρελθόν.»
Δεν είναι όμως η μοναδική περίπτωση που σπίτι καίγεται για τις ανάγκες ενός σήριαλ. Η επιτροπή του Συμβουλίου Διαφύλαξης Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς Καππαδοκίας άρχισε έρευνες για το κάψιμο ενός ιστορικού σπιτιού για τις ανάγκες του σίριαλ «Μέγεθος».
Διαβάστε περισσότερα...

Αγκόπ Αγκοπιάν: Επαναπατρισμένος, πατριώτης, ζωγράφος

Mαρία Τιτιζιάν

Μετάφραση: Αγκόπ Χανικιάν

Όταν ρώτησα ένα φίλο μου για το τι θα πρέπει να γνωρίζω πριν τη συνάντησή μου με τον διάσημο καλλιτέχνη Αγκόπ Αγκοπιάν, μου είπε: “Το κύριο γνώρισμα του Αγκόπ είναι πως κουβαλά πάντα τον αιώνιο πόνο της Αρμενίας. Το γεγονός της γενοκτονίας έχει διαποτίσει όλη του την ύπαρξη”.

Καθ’οδόν προς τον 10ο όροφο του κτηρίου όπου διαμένει στο Ερεβάν, προσπάθησα να φανταστώ τη μορφή και την προσωπικότητα ενός Αρμενίου από τη Δύση, ο οποίος με δική του απόφαση επαναπατρίστηκε στη σοβιετική Αρμενία τη δεκαετία του 1960. Μόλις αρχίσαμε να συζητάμε, παρατήρησα πως, αν και έχουν περάσει 48 χρόνια από τον επαναπατρισμό του, έχει διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτη την προφορά και τον τρόπο ομιλίας των Αρμενίων της Δύσης, ενώ αντίθετα χρησιμοποιούσε ελάχιστες φράσεις και λέξεις των Αρμενίων της Ανατολής.

Σοβαρός, σεμνός και απλός στους τρόπους, με ευκολία που με εξέπληξε μου επέτρεψε να ταξιδέψουμε μαζί πίσω στα παιδικά του χρόνια, αποκαλύπτοντας λίγο από τον πόνο αλλά και τη σύγχυση που βίωσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του και που αναμφίβολα τον οδήγησαν στην ανάδειξή του ως του μεγαλύτερου αρμένιου ζωγράφου της εποχής μας. Αυτή είναι η ιστορία του Αγκόπ Αγκοπιάν.

Υπάρχει και υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Δεν υπήρχε καπιταλιστική

Αρμενία ή μπολσεβίκικη Αρμενία. Υπήρχε μονάχα μία Αρμενία.

 

Καταστροφή, απώλεια, μοίρα

Ο Αγκόπ Αγκοπιάν γεννήθηκε το 1923 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Οι γονείς του κατάγονταν από το Αϊντάπ. Στο σημείο αυτό περίμενα να ακούσω τη συνηθισμένη συνέχεια της ιστορίας, με τους γονείς του να εκτοπίζονται από τους Τούρκους, μετά βίας να καταφέρνουν να ξεφύγουν και στη συνέχεια να καταφεύγουν στην Αίγυπτο. Όμως, η μοίρα της οικογένειας είχε διαφορετική πορεία από την τρομακτική μοίρα τόσων και τόσων Αρμενίων. “Σταθήκαμε τυχεροί. Ελάχιστα μέλη της οικογένειάς μας είχαν την ατυχία να ζήσουν τις εκτοπίσεις και τις σφαγές. Οι περισσότεροι είχαν φύγει από την Αρμενία πριν τη γενοκτονία”, είπε.

Σε ηλικία επτά ετών χάνει τον πατέρα του και αμέσως μετά πηγαίνει για σπουδές στη σχολή Μελκονιάν στην Κύπρο. “Υποθέτω πως με έστειλαν στη σχολή για να μορφωθώ και να μην καταλήξω στους δρόμους. Ωστόσο, δεν κατάφερα να συνεχίσω τις σπουδές μου εξαιτίας του πολέμου. Στο ίδιο μοτίβο, με πολλές ανατροπές, συνεχίστηκε και η ζωή μου. Ειλικρινά, ποτέ μου δεν είχα κανένα πλάνο”, μου εξηγεί.

 

Η χαρά της αποκάλυψης

Μια μέρα ο πατέρας του Αγκοπιάν τον πήρε στην αγκαλιά του και του σχεδίασε έναν λαγό σε ένα κομμάτι χαρτί. “Για μένα αυτό ήταν κάτι σαν θαύμα, μιας και ποτέ πριν δεν είχα δει άλλον άνθρωπο να κάνει κάτι ανάλογο. Ο πατέρας μου με ρώτησε αν μπορούσα να σχεδιάσω και εγώ έναν. Προσπάθησα και κατάφερα να σχεδιάσω τον λαγό. Από τότε δεν έπαψα να σχεδιάζω”, είπε και παραδέχτηκε πως απολαμβάνει πάντα την προσοχή και τα θετικά σχόλια των ανθρώπων που βλέπουν τα σχέδιά του.

Ωστόσο, οι σπουδές στο Μελκονιάν διακόπτονται απότομα και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αίγυπτο το 1941, εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. “Η ζωή ήταν δύσκολη και αναγκάστηκα να εργαστώ για να ζήσω. Είναι επικίνδυνο να διακόπτεις κάτι στην πορεία του”, είπε αναφερόμενος στην εκπαίδευσή του, την οποία και δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει. “Στη ζωή μου πάντοτε επικρατούσε η αβεβαιότητα και η αταξία. Ακόμα και η ζωγραφική μου έχει αταξία”, παραδέχτηκε.

Μοναδικό του στήριγμα, στη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων χρόνων, αποτέλεσε η μεγάλη αγάπη του και ευχαρίστηση για ανάγνωση της αρμενικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Το 1952 ταξιδεύει στο Παρίσι. Εκεί αποφασίζει να μην εγκαταλείψει τη ζωγραφική. “Ήταν πραγματικά ιδανικό -να μπορώ να ζωγραφίζω και με αυτό να μπορώ να στηρίζω οικονομικά την οικογένειά μου”.

Το ταξίδι στην πατρίδα

Η λαχτάρα να γυρίσει στην Αρμενία διακατέχει τον Αγκοπιάν από νεαρή ηλικία. “Η μοίρα μου με οδήγησε να εγκατασταθώ στην Αρμενία”, είπε. Του ήταν αδύνατο να γυρίσει στην Αρμενία κατά τη διάρκεια του μεγάλου επαναπατρισμού, από το 1946 έως το 1948, όταν περισσότεροι από 100,000 Αρμένιοι από όλες τις γωνιές της γης επιστρέφουν στη σοβιετική Αρμενία. Ακόμα και οι αφηγήσεις των επαναπατρισθέντων για τις δυσκολίες και την ταλαιπωρία τους δεν τον αποτρέπουν από τα σχέδιά του για επιστροφή, που πραγματοποιεί το 1962. Μαζί του έρχονται η σύζυγός του Μαρί και οι δυο τους κόρες ηλικίας πέντε και έντεκα ετών.

Μου αναφέρει πως σαράντα χρόνια μετά τον επαναπατρισμό του αρκετοί είναι αυτοί που τον ρωτούν ακόμα για τον λόγο που ξαναγύρισε στην Αρμενία. “Πάντα ήθελα να έρθω στην Αρμενία”, λέει απλά. Ο βασικός του πόθος υπήρξε πάντα να ζήσει στην πατρίδα και όχι στην ξενιτιά. “Υπάρχει και υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Δεν υπήρχε καπιταλιστική Αρμενία ή μπολσεβίκικη Αρμενία. Υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Την περίοδο εκείνη έτυχε να έχει κομμουνιστικό καθεστώς. Η Αρμενία υπήρχε πολύ πριν από το καθεστώς που την κυβέρνησε για εβδομήντα χρόνια, καθεστώς το οποίο έχει καταρρεύσει και εξαφανιστεί σήμερα. Η Αρμενία, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει”, είπε.

Αν και γλυκομίλητος, με ευγενικά μάτια, ο τόνος της φωνής του σκλήρυνε, όταν άρχισε να μιλά για το σοβιετικό καθεστώς αλλά και τη συνεχιζόμενη επιρροή του στη νοοτροπία των ανθρώπων στην Αρμενία. “Σε όποιον δεν έχει ζήσει υπό το σοβιετικό καθεστώς του είναι εντελώς αδύνατο να αντιληφθεί πόσο τερατώδες καθεστώς ήταν. Ένα καθεστώς που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Ένα καθεστώς που “σάρωσε” εκατομμύρια ανθρώπων. Ελάχιστοι ήσαν αυτοί που του αντιστάθηκαν και βέβαια πλήρωσαν βαρύ τίμημα άλλοτε με την ίδια τους τη ζωή και άλλοτε με εξορία. Δείτε πώς σκότωσαν τον ποιητή Τσαρέντς”, είπε.

Με όλα αυτά που έχει δει και ζήσει στη ζωή του αυτός ο καλλιτέχνης δεν μετανοιώνει για τίποτε. “Ήταν η μοίρα μου να γυρίσω εδώ και ποτέ μου δεν το μετάνοιωσα. Ποτέ μου δε σκέφτηκα να φύγω από εδώ ή να ζήσω κάπου αλλού. Πάντα ήθελα να ζήσω στην πατρίδα μου, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους”, μου είπε.

Σήμερα η στάση του για το θέμα του επαναπατρισμού είναι μάλλον χαλαρή, σε αντίθεση με τη σθεναρή του άποψη για τη μετανάστευση. “Επαναπατρισμός σήμερα; Δεν νομίζετε πως θα ήταν καλύτερα για την πολιτεία να βρει πρώτα τρόπους να κρατήσει τον πληθυσμό στη γη του, αποτρέποντας τη μετανάστευση; Πετυχαίνοντας το στόχο αυτό, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε στη συνέχεια και με το θέμα του επαναπατρισμού”.

 

Νέο ξεκίνημα στο Γκιουμρί

Όταν η οικογένεια Αγκοπιάν επαναπατρίστηκε, εγκαταστάθηκε στο Γκιουμρί, τη δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Αρμενίας. Εκεί η οικογένεια διαμένει για πέντε χρόνια. Ο Αγκοπιάν είναι σε ηλικία σαράντα ετών και είναι ήδη γνωστός μεταξύ καλλιτεχνικών κύκλων, μιας και είχε προηγηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα η δωρεά των δέκα καλύτερων έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη της χώρας.

Η ζωή στο Γκιουμρί ήταν δύσκολη. “Δεν μου διέθεσαν ούτε ένα μικρό στούντιο για να μπορώ να ζωγραφίζω. Θα αντάλλασσα ευχαρίστως όλα τα βραβεία και την αναγνώριση που κέρδισα με ένα μικρό χώρο για να μπορώ να ζωγραφίζω, έτσι ώστε να μην αναγκάζομαι να δουλεύω σε μια γωνιά του μικρού μου διαμερίσματος”.

Όταν επαναπατρίστηκε, έφερε μαζί του αρκετούς καμβάδες. Μετά από λίγο καιρό, όμως, οι καμβάδες αυτοί τελείωσαν και αναγκάστηκε να αγοράσει ό,τι μπορούσε να βρει -τις περισσότερες φορές άθλιας ποιότητας. “Πολλά από τα πρώτα έργα που δημιούργησα στην Αρμενία έχουν καταστραφεί εξαιτίας της κακής ποιότητας του καμβά”. Ακόμα, θεωρεί ειρωνεία το γεγονός πως πολλές δημιουργίες του, που αξίζουν ίσως και δεκάδες χιλιάδες δολάρια, είναι ζωγραφισμένες σε κακής ποιότητας καμβά. “Τίποτα δεν είχε λογική”, μονολογεί κουνώντας το κεφάλι του.

“Έτσι ήταν η ζωή μας στο Γκιουμρί. Δεν θέλω να παραπονιέμαι για τις συνθήκες εργασίας μου, μιας και το σημαντικότερο για μένα ήταν να μπορώ να ζωγραφίζω στην Αρμενία. Και αυτό ακριβώς έκανα, χωρίς διακοπή και χωρίς να αφήνω περιθώρια στους ανθρώπους να σκεφτούν πως ίσως δεν τα καταφέρω“.

Αμέσως μετά την πρώτη του ατομική έκθεση ξεκινά και η καθιέρωσή του στην Αρμενία. Ακόμα και η τέχνη, όμως, ήταν υπό διωγμό επί σοβιετικού καθεστώτος, αν και ο Αγκοπιάν απέδειξε πως δεν είναι πάντα δυνατόν να καταπνίξεις την ανθρώπινη δημιουργία. “Κοίτα τον Μινάς Αβεντισιάν. Δεν καταφέρνεις πάντα να ξεριζώνεις την τέχνη που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι”, μου είπε αναφερόμενος στο συνάδελφό του.

Τι θα είχε συμβεί, όμως, εάν δεν είχε γυρίσει στην Αρμενία; “Εάν είχα παραμείνει στην Αίγυπτο, ίσως είχα εξελιχθεί σε καλλιτέχνη με εντελώς διαφορετικό ύφος”, είπε.

Ήταν φανερό πως διέθετε την ευστροφία να καταλάβει πως, για να επιζήσει εντός του συστήματος, δεν θα έπρεπε να παραπονιέται ή να απαιτεί. “Δεν ήρθα σε αντιπαράθεση με κανέναν, διατήρησα όμως την αίσθηση της ελευθερίας μου μέσα από την τέχνη μου”.

 

Σκέψεις για το έθνος

“Έχω ζήσει τη μισή μου ζωή εκτός Αρμενίας, στη συνέχεια υπό σοβιετικό καθεστώς για 27 έτη και άλλα 17 με ανεξαρτησία”, είπε. Αισθάνεται πως έχουμε υποφέρει ως έθνος εξαιτίας του μεγέθους μας. “Εάν ήμασταν 30 εκατομμύρια και όχι 3, πιστεύετε πως οι Τούρκοι θα είχαν καταφέρει να μας σφαγιάσουν σαν τα πρόβατα; Γι’αυτό, το να είσαι μικρό έθνος είναι αμαρτία”, τόνισε.

Για τον Αγκοπιάν είναι σημαντικό να γίνει η ακόλουθη διάκριση, “η ανεξαρτησία μάς δόθηκε, δεν την κερδίσαμε. Στη διάρκεια των τελευταίων 600 ετών δεν υπήρξαμε ποτέ ανεξάρτητοι, ποτέ μας δεν την αναζητήσαμε αλλά ούτε και τη θέλαμε ποτέ. Έτσι, τώρα δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε”, είπε. Και σχετικά με τις νίκες; “Ναι, νικήσαμε στο Καραμπάχ. Κοίτα, όμως, το τίμημα που πληρώσαμε. Χιλιάδες νεκρών, εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι και πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες.

Εάν αυτό θεωρείται νίκη, τότε μπράβο μας, νικήσαμε”, είπε με ξεκάθαρη πικρία.

Και τι συμβαίνει με την κατάσταση του κράτους σήμερα; “Μετά από 600 χρόνια σκλαβιάς και αγώνα για την επιβίωση μάθαμε να επιβιώνουμε, αλλά στην πορεία καταλήξαμε να γίνουμε ατομικιστές. Σκεφτόμαστε και φροντίζουμε μονάχα τον εαυτό μας και αυτό μας εμποδίζει να προοδεύσουμε. Τα πάντα στρέφονται γύρω από το ατομικό. Δεν υπάρχουν πλέον στοιχεία που θα μπορούσαν να μας ενώσουν”.

“Αγαπητή μου, δεν διαθέτουμε ομαλές σχέσεις με τους γείτονες μας. Δύο εξ αυτών είναι εχθροί μας, τον γείτονα στα βόρεια σύνορα θέλουμε να τον κάνουμε εχθρό μας, ο γείτονας στα νότια είναι εχθρός ολόκληρου του υπόλοιπου κόσμου, ενώ η Ρωσία, με την οποία δεν συνορεύουμε και η οποία ήταν το πρώην αφεντικό μας, βρίσκεται στη χώρα μας προστατεύοντας τα σύνορά μας”.

Η απομυθοποίηση περιβάλλεται τώρα από ένα πέπλο θλίψης. Είναι απογοητευμένος, μια και είναι ο πρώτος που παραδέχεται πως είμαστε ένα ταλαντούχο έθνος.

“Ο Αρμένιος διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες. Πριν από τους σοβιετικούς, ο Αρμένιος ήταν διαφορετικός τύπος ανθρώπου. Εντελώς διαφορετικός”, είπε. “Διαθέταμε διανόηση, αγροτιά, την οποία και μετέβαλαν σε μέλη συνεταιρισμών, τεχνίτες που τους μετέτρεψαν σε ανειδίκευτους εργάτες, ενώ οι επιχειρηματίες οδηγήθηκαν στην εξορία ή ακόμα και στο θάνατο. Αυτά μας κληροδότησε το σοβιετικό καθεστώς”.

 

Επίσκεψη στο στούντιο

Κατανοώντας πως η κουβέντα μας τον είχε εξουθενώσει, πρότεινα να επισκεφτούμε το στούντιό του για να δούμε τις νέες δημιουργίες του. Η διάθεσή του άλλαξε αμέσως, ενώ η απογοήτευση και η λύπη παραμερίστηκαν, καθώς μπαίναμε στην προσωπική του όαση.

Καθώς με ξεναγούσε στο χώρο του, με πληροφόρησε πως δουλεύει καθημερινά για αρκετές ώρες. Την περίοδο αυτή δημιουργεί περί τα 20-25 έργα το χρόνο. “Δεν διαθέτω τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως παλιά, ωστόσο η δίψα για δημιουργία νέων πραγμάτων δεν με εγκαταλείπει”, είπε δείχνοντας ράφια που φιλοξενούσαν καινούργια μεταλλικά γλυπτά.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου ο Αγκοπιάν ξεκίνησε τη δημιουργία γλυπτών χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη άχρηστα μέταλλα. “Κάθε βδομάδα πηγαίνω στο Βερνισάζ και αγοράζω κομμάτια μετάλλου. Στη συνέχεια δημιουργώ τα γλυπτά, τα οποία και συνδυάζω με τους πίνακές μου. Δημιούργησα περίπου 100 τέτοια γλυπτά το τελευταίο έτος”, μου είπε.

Όταν τον ρώτησα πώς εμπνεύστηκε να δημιουργήσει γλυπτά από άχρηστα μέταλλα, μου είπε “Δεν ξέρω. Απλώς μου ήρθε”.

Ακόμα και στην ηλικία των 87 ετών ο αξιοπρεπής ζωγράφος διαθέτει πηγαία έμπνευση και δημιουργικότητα. Η ζωγραφική του συνεχίζει να εξελίσσεται. Έχει εισαγάγει στους πίνακές του τα μεταλλικά γλυπτά που δημιουργεί καθώς και άλλα υλικά, όπως κούκλες ραπτικής και γάντια. Στέκεται για λίγο και χαμογελώντας μου λέει, ”είναι σαν ένα ενδιαφέρον παιχνίδι. Όταν συνδυάζω τα μεταλλικά κομμάτια μεταξύ τους, νιώθω να ξαναγίνομαι παιδί”.

Όλα έγιναν όπως τα σχεδίαζε και τον Απρίλιο πραγματοποιήθηκε στο Ερεβάν έκθεση ζωγραφικής με τα έργα του.

Ίσως ο Αγκόπ Αγκοπιάν διανύει την καλύτερη περίοδο της ζωής του, μιας και προσπαθεί να ξανακερδίσει τη χαμένη του παιδικότητα μέσα από νέες δημιουργίες σε μια πρωτόγνωρη εποχή.

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Αρμάν Γκιραγκοσιάν

Με α­φορ­μή τη συ­μπλή­ρω­ση 20 χρό­νων α­πό την α­νε­ξαρ­τη­σί­α της Αρ­μενί­ας, ο α­να­πλη­ρω­τής υ­πουρ­γός Ε­ξω­τε­ρι­κών της χώ­ρας Αρ­μάν Γκι­ρα­γκο­σιάν μί­λη­σε στο πε­ριο­δι­κό «Αρ­με­νικά». Με­τα­ξύ άλ­λων, συ­ζη­τή­θη­καν οι προ­τε­ραιό­τη­τες που έ­χει θέ­σει το υ­πουργεί­ο,ο ρό­λος των αρ­με­νι­κών πα­ροι­κιών, οι προ­σπά­θειες ει­ρη­νι­κής ε­πί­λυ­σης του ζη­τή­μα­τος του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ κα­θώς και η πα­ρα­ποί­η­ση της ι­στο­ρί­ας α­πό την πλευ­ρά της Τουρ­κί­ας.

«Προ­τε­ραιό­τητά μας εί­ναι η επί­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ»


Ο Αρμάν Γκιραγκοσιάν εί­ναι α­να­πλη­ρω­τής υ­πουρ­γός Ε­ξω­τε­ρι­κών της Αρμενίας από τον Απρίλιο του 2005 μέχρι σήμερα. Διετέλεσε πρέσβης της Αρμενίας στις Η.Π.Α. από το Νοέμβριο του 1999 μέ­χρι το Μάρ­τιο του 2005 ενώ από το 2001 είναι μό­νι­μος α­ντι­πρό­σω­πος της Αρ­με­νί­ας στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών. Το διά­στη­μα 1994-1999 διε­τέ­λε­σε πρέ­σβης της Αρ­με­νί­ας στην Ελ­λά­δα, ε­νώ πα­ράλλη­λα ε­κτε­λού­σε κα­θή­κο­ντα πρέ­σβη στην Κύ­προ, τη Σλο­βε­νί­α, την Κρο­α­τί­α, την Αλ­βα­νί­α και στην Ο­μο­σπον­δια­κή Δη­μο­κρα­τί­α της Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Πριν ξε­κι­νή­σει τη στα­διο­δρο­μί­α του ως δι­πλω­μά­της, εί­χε ερ­γα­στεί ε­πί σει­ρά ε­τών στην Α­κα­δη­μί­α Ε­πι­στη­μών της Αρ­με­νί­ας, με ει­δί­κευ­ση στα θέ­μα­τα ι­στορί­ας και πο­λι­τι­σμού της δια­σπο­ράς. Εί­ναι συγ­γρα­φέ­ας πε­ρισ­σό­τε­ρων α­πό 100 βιβλί­ων και ε­πι­στη­μο­νι­κών με­λε­τών γύ­ρω α­πό το Αρ­με­νι­κό ζή­τη­μα, ε­νώ η δι­δακτο­ρι­κή δια­τρι­βή του εί­χε τίτλο: «Το ζήτημα του δυτικού αρ­με­νι­σμού και η βρε­τα­νι­κή δι­πλω­μα­τί­α (1830-1914)».

 

Φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 20 χρό­νια α­πό την α­νε­ξαρ­τη­σί­α της Αρ­με­νί­ας. Πώς α­ξιολο­γεί­τε τη λει­τουρ­γί­α κα­θώς και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής της νε­ο­σύ­στα­της Δη­μο­κρα­τί­ας μας;

Η ε­γκα­θί­δρυ­ση της Δη­μο­κρα­τί­ας και η δη­μιουρ­γί­α του υ­πουρ­γεί­ου Ε­ξω­τε­ρικών πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σε πο­λύ δύ­σκο­λες ε­πο­χές, κα­θώς με­τά την πτώ­ση της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης α­κο­λού­θη­σε η οι­κονο­μι­κή κα­τάρ­ρευ­ση της χώ­ρας, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα μαι­νόταν ο πόλε­μος στο Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ.

Προ­σω­πι­κά, εί­μαι πο­λύ πε­ρή­φα­νος διό­τι α­πό την πρώ­τη μέρα ερ­γά­ζο­μαι στο υ­πουρ­γεί­ο Ε­ξω­τε­ρι­κών και προ­σφέ­ρω τις υ­πη­ρε­σί­ες μου συμ­βάλ­λο­ντας στην α­νά­πτυ­ξη και α­να­βάθ­μι­ση των υ­πηρε­σιών του. Προ­ϋ­πό­θε­ση για την ε­δραί­ω­ση μιας α­νε­ξάρ­τη­της Δη­μοκρα­τί­ας εί­ναι η ε­θνι­κή α­σφά­λεια της χώ­ρας με την ορ­γά­νω­ση του στρα­τού, κα­θώς και η ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή της.

Αν και α­πό το 1918 εί­χα­με α­νε­ξάρ­τη­τα ή η­μι-α­νε­ξάρ­τη­τα υ­πουρ­γεί­α Ε­ξω­τε­ρι­κών, για μας ξε­κί­νη­σε μια και­νούρ­για πε­ρί­ο­δος πριν α­πό 20 χρό­νια, μέ­σα σ’ έ­να νέ­ο, σύγ­χρο­νο και πο­λύ­πλο­κο πε­ρι­βάλ­λον.

Εί­μα­στε υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να λει­τουρ­γή­σου­με με νέες δο­μές και υ­πη­ρε­σί­ες. Στην αρ­χή, α­ξιο­ποι­ή­σα­με τους έ­μπει­ρους πο­λι­τι­κούς και δι­πλω­μά­τες που ερ­γά­ζο­νταν στο υ­πουρ­γεί­ο Ε­ξω­τε­ρι­κών της Σο­βιε­τι­κής Αρ­με­νί­ας αλ­λά και Αρ­μέ­νιους α­πό άλ­λες Σο­βιε­τι­κές Δημο­κρα­τί­ες. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί κα­τά­φε­ραν μέ­σα σε μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα να συ­νερ­γα­στούν αλ­λά και να με­τα­φέ­ρουν τις γνώ­σεις και τις ε­μπει­ρί­ες τους στη νέ­α γε­νιά των δι­πλω­μα­τών μας.

Πρέ­πει να το­νί­σου­με ό­τι, ό­λα αυ­τά τα χρό­νια, η συμ­με­το­χή νέ­ων α­πό τη δια­σπο­ρά υ­πήρ­ξε δυ­να­μι­κή, ε­νώ και η α­ρω­γή των αρ­με­νι­κών πα­ροικιών και ορ­γα­νώ­σε­ων στην ί­δρυ­ση πρε­σβειών και προ­ξε­νεί­ων ή­ταν κα­τα­λυ­τική.

Σή­με­ρα, μπο­ρού­με να πού­με πως ό­λα αυ­τά τα χρό­νια πα­ρά τις τε­ρά­στιες οι­κονο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες και τις αλ­λα­γές της διε­θνούς πο­λι­τι­κής σκη­νής, κα­τα­φέρα­με να έ­χου­με μια α­ξιό­λο­γη και σύγ­χρο­νη ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή. Κα­τα­φέ­ρα­με να δη­μιουρ­γή­σου­με έ­να δυ­να­μι­κό δι­πλω­μα­τι­κό σώ­μα, έ­χο­ντας εκ­προ­σώ­πη­ση σε πά­ρα πολ­λές χώ­ρες, ό­που συ­νερ­γα­ζό­μα­στε σε διά­φο­ρα ε­πί­πε­δα. Πα­ράλ­λη­λα, στις διε­θνείς και πε­ρι­φε­ρεια­κές ορ­γα­νώ­σεις έ­χου­με μια α­ξιό­λο­γη πο­λι­τι­κή πα­ρου­σί­α και δρα­στη­ριό­τη­τα.

Με μια πο­λι­τι­κή πρω­το­βου­λιών σε διά­φο­ρα θέ­μα­τα, πά­ντα σε­βό­μενοι τις αρ­χές του διε­θνούς δι­καί­ου, έ­χου­με κα­τα­φέ­ρει να βά­λου­με γερές βά­σεις στο πε­δί­ο δρά­σης της διε­θνούς πο­λι­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας.

Οι θέσεις μας σε διά­φο­ρα πα­γκό­σμια και πε­ρι­φε­ρεια­κά θέ­μα­τα εί­ναι ο­ριο­θε­τη­μένες μέ­σα στα πλαί­σια των δη­μο­κρα­τι­κών αρ­χών της δι­καιο­σύ­νης και της διεθνούς κοι­νής γνώ­μης.

 

Σή­με­ρα, ποιες εί­ναι οι προ­τε­ραιό­τη­τες της ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τικής της Αρ­με­νί­ας;

Η ε­φαρ­μο­ζό­με­νη ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή μας έ­χει ως στό­χο να υ­περ­νι­κή­σει τις διά­φο­ρες και πο­λύ­πλευ­ρες πιέ­σεις που α­σκού­νται στη χώ­ρα μας, α­πο­φεύ­γο­ντας να βά­λου­με σε κίν­δυ­νο την α­νε­ξαρ­τη­σί­α και την α­σφά­λεια της χώ­ρας, την αυτο­διά­θε­ση και τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα των πο­λι­τών της, δια­σφα­λίζο­ντας ω­στό­σο έ­να κλί­μα στα­θε­ρό­τη­τας για οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη και ευη­με­ρί­α.

Φυ­σι­κά, μια α­πό τις ά­με­σες προ­τε­ραιό­τη­τές μας εί­ναι η ε­πί­λυ­ση του ζη­τή­ματος του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ. Ε­πι­διώ­κου­με, μέ­σα α­πό ει­ρη­νι­κές δια­δι­κα­σί­ες, να δο­θεί μια δί­και­η λύ­ση, που θα συ­νά­δει με τις θε­με­λιώ­δεις αρ­χές του διεθνούς δι­καί­ου. Συ­νε­χί­ζου­με να δυ­να­μώ­νου­με και να εμ­βα­θύ­νου­με τις δι­πλω­ματι­κές μας σχέ­σεις με τις δυο γει­το­νι­κές χώ­ρες, το Ι­ράν και τη Γε­ωρ­γί­α. Πα­ρά τη δυ­σμε­νή θέ­ση στην ο­ποί­α έ­χει πε­ριέλ­θει το Ι­ράν τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, λό­γω του πυ­ρη­νικού της προ­γράμ­μα­τος, για μας παραμέ­νει έ­νας α­ξιό­λο­γος σύμ­μα­χος και συ­νερ­γά­της. Έ­χου­με α­πό κοι­νού α­να­πτύ­ξει ε­νερ­γεια­κά προ­γράμ­μα­τα, ε­νώ συ­νεργα­ζό­μα­στε στον το­μέ­α των με­τα­φο­ρών.

Η πο­λι­τι­κή των ί­σων α­πο­στά­σε­ων στο θέ­μα του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ α­πό την πλευ­ρά του Ι­ράν, εί­ναι μια υ­γι­ής στά­ση εκ μέ­ρους του, αλ­λά και η φι­λι­κή διά­θε­ση των αρ­χών που ε­πι­δει­κνύ­ουν προς τη με­γά­λη αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα της χώ­ρας εί­ναι α­ξιο­μνη­μόνευ­τη.

Η κυ­βέρ­νη­ση της Αρ­με­νί­ας έ­χει τη διά­θε­ση να α­να­πτύ­ξει φι­λι­κές σχέ­σεις με τη Γε­ωρ­γί­α, λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη ό­τι η χώ­ρα αυ­τή εί­ναι ση­μα­ντι­κή για τις μετα­φο­ρές και το ε­μπό­ριο μέ­σω της Μαύ­ρης θά­λασ­σας. Η πο­λυ­πλη­θής αρ­μενι­κή κοι­νό­τη­τα της Γε­ωρ­γί­ας α­ντι­με­τω­πί­ζει ση­μα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα, στα ο­ποί­α προ­σπα­θού­με να δώ­σου­με λύ­σεις, σε συ­νερ­γασί­α με την κυ­βέρ­νη­ση της Γε­ωρ­γί­ας.

Μια α­κό­μη προ­τε­ραιό­τη­τα της ε­ξω­τε­ρι­κής μας πο­λι­τι­κής εί­ναι η α­να­βάθ­μιση της στρα­τιω­τι­κής συ­νερ­γα­σί­ας με τη Ρω­σί­α. Σ’ αυ­τή τη δια­δι­κα­σί­α έ­χει συμ­βά­λει κα­θο­ρι­στι­κά ο με­γά­λος αρ­με­νι­κός πλη­θυ­σμός των 2 ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων που ζουν στη Ρω­σί­α.

Οι φι­λι­κές σχέ­σεις και η συ­νερ­γα­σί­α σε διά­φο­ρα θέ­μα­τα που έ­χει ε­πι­τευ­χθεί με τις Η.Π.Α., α­πο­τε­λεί μια α­κό­μη α­πό τις προ­τε­ραιό­τη­τές μας. Η Α­με­ρι­κή έ­χει παί­ξει κα­τα­λυ­τι­κό ρό­λο στη ση­μα­ντική οι­κο­νο­μι­κή βο­ή­θεια που έ­χει λάβει η Αρ­με­νί­α και το Ναγκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ α­πό διά­φο­ρους διε­θνείς ορ­γα­νι­σμούς τα τε­λευ­ταί­α εί­κο­σι χρό­νια, πο­σό που φτά­νει τα 2 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια. Στο πλαί­σιο της συ­νερ­γα­σί­ας με τη χώ­ρα αυ­τή δί­νου­με ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α και στο πρό­βλη­μα της τρο­μο­κρα­τί­ας.

Πα­ράλ­λη­λα, δί­νου­με με­γά­λη έμ­φα­ση στις σχέ­σεις μας με τις χώ­ρες της Ευ­ρώπης και την Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση. Θε­ω­ρού­με ό­τι η χώ­ρα μας εί­ναι μέ­λος της ευ­ρω­παϊ­κής οι­κο­γέ­νειας και κά­νου­με τις κα­τάλ­λη­λες ε­νέρ­γειες, έ­τσι ώ­στε να προσεγ­γί­σου­με την Ευ­ρώ­πη στα θέ­μα­τα δη­μο­κρα­τί­ας, οι­κο­νο­μί­ας και δι­καιο­σύ­νης.

Ε­πί­σης, τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια η Αρ­με­νί­α έ­χει α­να­βαθ­μί­σει τις δι­πλω­μα­τι­κές της σχέ­σεις με τις χώ­ρες του Περ­σι­κού Κόλ­που, τη Λα­τι­νική Α­με­ρι­κή και τη Μέ­ση Α­να­το­λή.

Με την ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή μας προ­σπα­θού­με να θέ­σου­με- ό­που εί­ναι δυ­να­τό- το θέ­μα της α­να­γνώ­ρι­σης της γε­νο­κτο­νί­ας στον Ο­Η­Ε, να α­να­πτύ­ξου­με α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τις σχέ­σεις Αρ­με­νί­ας-Δια­σπο­ράς, να δια­σφα­λί­σου­με τα δι­καιώμα­τα των πο­λι­τών μας και να προ­στα­τεύ­σου­με μνη­μεί­α του αρ­με­νι­κού πο­λι­τισμού που υ­πάρ­χουν σε διά­φο­ρες χώ­ρες.

 

Πώς α­ξιο­λο­γεί­τε τις δι­με­ρείς σχέ­σεις με την Τουρ­κί­α σή­με­ρα;

Υ­πάρ­χει μια ε­μπο­ρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα α­πό ι­διώ­τες που δια­κι­νούν τα ε­μπο­ρεύ­μα­τά τους μέ­σω τρί­των χω­ρών. Έ­χουν α­να­πτυ­χθεί σχέ­σεις με­τα­ξύ συλ­λό­γων και μη κυ­βερ­νη­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και υ­πάρ­χουν πτή­σεις με­τα­ξύ Ε­ρε­βάν και Κωνστα­ντι­νού­πο­λης. Η Τουρ­κί­α ε­ξα­κο­λου­θεί να κρα­τά κλει­στά τα σύ­νο­ρά της με την Αρ­με­νί­α. Δεν θέ­λω να ε­πα­να­λά­βω αυ­τά που συ­νέ­βησαν με­τά την υ­πο­γρα­φή των πρω­το­κόλ­λων με­τα­ξύ των δύ­ο χωρών. Άλ­λω­στε, εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι η Τουρ­κί­α κι αυ­τή τη φο­ρά μπρο­στά στα μά­τια ό­λου του κό­σμου, ο­ριο­θέ­τη­σε τη συ­νέ­χι­ση των συ­νο­μι­λιών, συν­δέ­ο­ντάς τες με τα θέ­μα­τα της γε­νο­κτο­νί­ας και του Ναγκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ. Η «μπά­λα» εί­ναι στην πλευ­ρά της Τουρ­κί­ας σή­με­ρα, ό­πως δήλω­σε η υ­πουρ­γός Ε­ξω­τε­ρι­κών των Η­ΠΑ.

Η Τουρ­κί­α ε­δώ και δε­κα­ε­τί­ες, ξο­δεύ­ο­ντας α­στρο­νο­μι­κά πο­σά, προ­σπαθεί να πα­ρα­ποι­ή­σει την ι­στο­ρί­α, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας ό­τι ο αρ­με­νι­κός λα­ός στη δια­σπο­ρά και την Αρ­με­νί­α φέρει την ευ­θύ­νη για τη στά­ση της. Μας κα­τη­γο­ρεί για προ­δο­σί­α, τρο­μο­κρα­τί­α, ό­τι βά­ζου­με προ­ϋ­ποθέ­σεις για να έ­χου­με σχέ­σεις. Ω­στό­σο, η συ­μπε­ρι­φο­ρά της με­τά την υ­πο­γρα­φή των πρω­το­κόλ­λων έ­δει­ξε σε ό­λους ποιος ευ­θύ­νε­ται για το α­διέ­ξο­δο. Αυ­τός που βά­ζει προ­ϋ­πο­θέ­σεις, που παίρνει σα­φή και μο­νόπλευ­ρη θέ­ση σ’ έ­να πε­ρι­φε­ρεια­κό ζή­τη­μα, αυ­τό του Να­γκόρ­νο Καρα­μπάχ, εί­ναι η Τουρ­κί­α.

 

Στο θέ­μα του Να­γκόρ­νο Κα­ρα­μπάχ υπάρ­χουν κά­ποιες ε­ξε­λί­ξεις σε δι­πλω­μα­τι­κό ε­πί­πε­δο ή αυ­τές έ­χουν πα­γώ­σει;

Η θέ­ση της Αρ­με­νί­ας εί­ναι ξε­κά­θα­ρη σ’ αυ­τό το ζή­τη­μα. Ζη­τά­με την ει­ρη­νική ε­πί­λυ­ση του θέ­μα­τος, μέ­σα στα πλαί­σια των διε­θνών αρ­χών και δι­καί­ου. Συμφω­νού­με το θέ­μα να ε­πι­λυ­θεί, ό­πως ο­ρί­στη­κε στη Μα­δρί­τη, υ­πό την προ­ε­δρί­α της ο­μά­δας Μιν­σκ του Ο­Α­ΣΕ. Δη­λα­δή η βού­λη­ση των κα­τοί­κων του Να­γκόρ­νο Κα­ραμπάχ να έ­χει κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στην τε­λι­κή ε­πί­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος. Πρό­σφα­τα, το Α­ζερ­μπα­ϊ­τζάν α­νέ­τρε­ψε την ε­ξέ­λι­ξη των δια­πραγ­ματεύ­σε­ων στην πό­λη Κα­ζάχ, α­πορ­ρί­πτο­ντας αυ­τή την προ­ϋ­πό­θε­ση. Αν στο Κα­ζάχ οι δύ­ο πλευ­ρές α­πο­δέ­χο­νταν ό­λες τις προ­ϋ­ποθέ­σεις που έ­χουν τε­θεί στο τρα­πέ­ζι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων θα κάνα­με έ­να με­γά­λο βή­μα μπρο­στά. Θα μπο­ρού­σα­με να προ­χω­ρή­σου­με στην υ­πο­γρα­φή συμ­φώ­νου για την ει­ρη­νι­κή ε­πί­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος. Σύ­ντο­μα, σχε­διά­ζε­ται νέ­α ε­πί­σκε­ψη α­πό τους προ­ε­δρεύ­ο­ντες των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων της ο­μά­δας Μινσκ για συ­νο­μι­λί­ες με τις δυο πλευ­ρές.

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Τζεγκίζ Ακτάρ Η κοινωνία θα δώσει τη λύση

Με α­φορ­μή τη διορ­γά­νω­ση της ε­πε­τεί­ου των Σε­πτεμ­βρια­νών α­πό την Οι­κου­με­νι­κή Ο­μο­σπον­δί­α Κων­στα­ντι­νου­πο­λι­τών (Οι.Ομ.Κω) κα­θώς και της η­με­ρί­δας «Χω­ρίς Α­πο­κα­τά­στα­ση και Δι­καί­ω­ση τα Αν­θρώ­πι­να Δι­καιώ­μα­τα εί­ναι Γράμ­μα­τα Κε­νά Λό­γου», που διε­ξή­χθη στις 10 Σε­πτεμ­βρί­ου, τα «Αρ­με­νι­κά» συ­νά­ντη­σαν τον Τζε­γκίζ Α­κτάρ δη­μο­σιο­γρά­φο και α­κα­δη­μα­ϊ­κό πρώ­ην συ­νερ­γά­τη του Ο.Η.Ε. και μας μί­λη­σε, με­τα­ξύ άλ­λων για την ι­δέ­α -στην ο­ποί­α ή­ταν α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές της- διορ­γά­νω­σης η­μέ­ρας μνή­μης, η ο­ποί­α έ­γι­νε α­νά­γκη για τον κομ­βι­κό ρό­λο της κοι­νω­νί­ας σχε­τι­κά με την α­να­γνώ­ρι­ση της Γε­νο­κτο­νί­ας κα­θώς και για τα μελ­λο­ντι­κά σχέ­διά του.

Ο Α­κτάρ γεν­νή­θη­κε το 1955. Εί­ναι α­πό­φοιτος του Λυ­κεί­ου Galatasaray και του πα­νε­πιστή­μιου της Σορ­βόν­νης. Έ­χει κά­νει διδα­κτο­ρι­κό στις οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­στή­μες, ε­νώ δι­δά­σκει στο Πα­νε­πι­στή­μιο Galatasaray. O Δρ. Α­κτάρ συ­γκα­τα­λέ­γε­ται με­τα­ξύ των κο­ρυ­φαί­ων ε­μπει­ρο­γνω­μό­νων στα θέ­μα­τα της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης. Από το 1989 μέ­χρι σή­με­ρα, πα­ρα­κο­λου­θεί και συμ­με­τέ­χει στις δια­δι­κα­σί­ες διεύ­ρυν­σης της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης. Την πε­ρί­ο­δο 1989-1994 ερ­γά­στη­κε ως α­ντι­πρό­ε­δρος της Συμ­βου­λευ­τι­κής ε­πι­τρο­πής σε ε­πί­πε­δο κρα­τών, για τη δια­μόρ­φω­ση των πο­λι­τι­κών με­τα­νά­στευ­σης και α­σύ­λου της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης. Α­πό το 1994-1999 ή­ταν κα­θο­δη­γη­τής της α­ντι­προ­σω­πί­ας της Σλο­βε­νί­ας στον Ορ­γα­νι­σμό των Η­νω­μέ­νων Ε­θνών.

 

Πώς γεν­νή­θη­κε η ι­δέ­α της διορ­γά­νω­σης η­μέ­ρας μνή­μης των θυ­μά­των της γε­νο­κτο­νί­ας των Αρμενίων στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, την 24η Α­πρι­λί­ου; «Αυ­τός ο πό­νος εί­ναι ΔΙ­ΚΟΣ μας. Αυ­τό το πέν­θος εί­ναι Ο­ΛΩΝ μας», έ­γρα­φε -με­τα­ξύ άλ­λων- η δια­κή­ρυ­ξη, κά­τω α­πό την ο­ποί­α συ­γκε­ντρώ­θη­καν 28.000 υ­πο­γρα­φές. Δεν φο­βη­θή­κα­τε τις α­ντι­δρά­σεις των ε­θνι­κι­στών;

Η ι­δέ­α πραγ­μα­το­ποί­η­σης μιας τέ­τοιας κα­μπά­νιας γεν­νή­θη­κε πριν α­πό πο­λύ και­ρό, ό­ταν α­κό­μη ο Χρά­ντ Ντιν­κ ή­ταν εν ζω­ή. Ό­ταν δο­λο­φο­νή­θη­κε, η υ­λο­ποί­η­ση της ι­δέ­ας έ­γι­νε α­νά­γκη.

Ό­λοι ξέ­ρου­με για το «αρ­με­νι­κό» τα­μπού, για τη διά­στα­ση του θέ­μα­τος. Ω­στό­σο, ό­πως λέ­νε οι Γάλ­λοι: «δεν μπο­ρείς να φτιά­ξεις ο­με­λέ­τα, χω­ρίς να σπά­σεις τα αυ­γά». Στην αρ­χή η α­ντί­δρα­ση ή­ταν με­γά­λη, αλ­λά με­τά τα πράγ­μα­τα ε­ξο­μα­λύν­θη­καν. Οι υ­πο­γρα­φές έ­φτα­σαν τις 31.000. Για την περ­σι­νή εκ­δή­λω­ση έ­γι­νε με­γά­λη φα­σα­ρί­α, αλ­λά φέ­τος δεν α­κού­στη­κε τί­πο­τε.

 

Πριν α­πό λί­γες μέ­ρες, η κυ­βέρ­νη­ση του Ερ­ντο­γάν δη­μο­σί­ευ­σε τον Κα­νο­νι­σμό για την ε­πι­στρο­φή των βα­κου­φι­κών α­κι­νή­των. Θε­ω­ρεί­τε ό­τι εί­ναι η αρ­χή ε­νός ει­λι­κρι­νούς δια­λό­γου;

Κοι­τάξ­τε, αυ­τό εί­ναι έ­να βή­μα σε ό­λη τη διερ­γα­σί­α της πο­ρεί­ας. Έ­να βή­μα χω­ρίς ε­πι­στρο­φή. Η ε­κτί­μη­σή μου εί­ναι ό­τι θα συ­νε­χί­σου­με να έ­χου­με τέ­τοια γε­γο­νό­τα. Αύ­ριο, θα λει­τουρ­γή­σει ξα­νά η εκ­κλη­σί­α Σουρ­π Χατ­ς στο Βαν. Ό­λοι οι χω­ρι­κοί σ’αυ­τά τα μέ­ρη ε­πι­θυ­μούν να ε­πι­σκευά­σουν τις εκ­κλη­σί­ες στα χω­ριά τους. Βέ­βαια, ο σκο­πός εί­ναι να προ­σελ­κύ­σουν τους του­ρί­στες, α­πό την άλ­λη, ό­μως, ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ει η αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα ε­κεί.

 

Ποιοι εί­ναι, κα­τά τη γνώ­μη σας, οι λό­γοι που α­πο­τρέ­πουν την Τουρ­κί­α α­πό την α­να­γνώ­ρι­ση της γε­νο­κτο­νί­ας των Αρμενίων;

Πι­στεύ­ω ό­τι το κυ­ριό­τε­ρο ζή­τη­μα εί­ναι ο φό­βος για τις α­πο­ζη­μιώ­σεις. Το γε­γο­νός ό­τι θα τε­θεί ζή­τη­μα α­πο­ζη­μιώ­σε­ων, α­νη­συ­χεί και ε­νο­χλεί το κρά­τος και την κυ­βέρ­νη­ση. Αυ­τό εί­ναι το κυ­ριό­τε­ρο ε­μπό­διο.

 

Θε­ω­ρεί­τε ό­τι στη ση­με­ρι­νή Τουρ­κί­α, οι μειο­νό­τη­τες α­πο­λαμ­βά­νουν ί­σα δι­καιώ­μα­τα με τους υ­πό­λοι­πους πο­λί­τες;

Προ­φα­νώς, ό­χι. Ε­δώ υ­πάρ­χουν α­πο­φά­σεις Α­νώ­τα­του Δι­κα­στη­ρί­ου, σύμ­φω­να με τις ο­ποί­ες οι πο­λί­τες της χώ­ρας που α­νή­κουν στις μειο­νο­τι­κές κοι­νό­τη­τες θε­ω­ρού­νται «ξέ­νοι». Ο κό­σμος ξε­χνά. Θε­ω­ρώ πως σι­γά-σι­γά θα αλ­λά­ξουν τα πράγ­μα­τα.

 

Με­τά τη δο­λο­φο­νί­α του Χρά­ντ Ντινκ, τι μέ­τρα έ­χει πά­ρει η Τουρ­κί­α ώ­στε να μην ε­πα­να­λη­φθούν πα­ρό­μοια τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα;

Δεν νο­μί­ζω να έ­χει λη­φθεί κα­νέ­να ι­διαί­τε­ρο μέ­τρο. Η δί­κη δεν ε­ξε­λίσ­σε­ται κα­λά. Εί­ναι έ­νας κα­θρέ­φτης των ε­ξε­λί­ξε­ων. Οι πραγ­μα­τι­κοί υ­παί­τιοι εί­ναι κρυμ­μέ­νοι και δεν εμ­φα­νί­ζο­νται. Ε­πο­μέ­νως, δεν υ­πάρ­χει κα­λή ε­ξέ­λι­ξη.

 

Οι α­πλοί Τούρ­κοι και Αρ­μέ­νιοι θα μπο­ρού­σαν να συμ­φι­λιω­θούν, διό­τι έ­χουν τις ί­διες α­νη­συ­χί­ες και τις ί­διες α­νά­γκες. Για­τί πι­στεύ­ε­τε ό­τι α­πέ­τυ­χε η δι­πλω­μα­τί­α του πο­δο­σφαί­ρου;

Αυ­τό το ζή­τη­μα δεν εί­ναι μια δου­λειά που μπο­ρεί να κά­νει το Κρά­τος. Για να α­να­γνω­ρι­στεί η γε­νο­κτο­νί­α πρέ­πει πλέ­ον η κοι­νω­νί­α να πά­ρει την πρω­το­βου­λί­α. Υ­πάρ­χει μια θε­ω­ρί­α κα­τά την ο­ποί­α οι Κούρ­δοι διέ­πρα­ξαν τη σφα­γή των Αρ­με­νί­ων και δεν ή­ταν ορ­γα­νω­μέ­νη α­πό το κρά­τος.

Κα­τά τη γνώ­μη μου, το να α­νοί­ξουν τα σύ­νο­ρα εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κό απ’ό­τι να α­να­γνω­ρι­στεί η γε­νο­κτο­νί­α. Η ί­δια η κοι­νω­νί­α θα α­να­λά­βει το ρό­λο της. Ό­ταν α­νοί­ξουν τα σύ­νο­ρα με την Αρ­με­νί­α, οι λα­οί θα σμί­ξουν, θα πη­γαι­νο­έρ­χο­νται. Το γε­γο­νός ό­τι δεν α­νοί­γουν τα σύ­νο­ρα, ό­τι φο­βά­ται το κρά­τος, α­να­στέλ­λει την ε­ξο­μά­λυν­ση των σχέ­σε­ων των δυο λα­ών.

 

Ποια εί­ναι τα ε­πό­με­να βή­μα­τά σας;

Στην Τουρ­κί­α, υ­πάρ­χει- α­πό τους α­πλούς πο­λί­τες, μέ­χρι και τους υ­πουρ­γούς- με­γά­λη α­μά­θεια α­να­φο­ρι­κά με τα θέ­μα­τα των Αρ­με­νί­ων, των Κούρ­δων και των Ασ­συ­ρί­ων. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, υ­πάρ­χουν 26.000 βι­βλί­α στον κό­σμο για τη γε­νο­κτο­νί­α των Αρμενίων, αλ­λά μό­λις 50 σο­βα­ρά βι­βλί­α έ­χουν με­τα­φρα­στεί και κυ­κλο­φο­ρούν στην Τουρ­κί­α. Οπό­τε, σι­γά-σι­γά προ­σπα­θού­με να α­να­βιώ­σου­με τις «σε­λί­δες» της ι­στο­ρί­ας μας. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κή αρ­χαιο­λο­γί­α.

 

Στη με­τά­φρα­ση α­πό και προς τα τουρ­κι­κά μας βο­ή­θη­σε ο πρό­ε­δρος της Οι.Ομ.Κω. καθηγητής Νι­κό­λα­ος Ου­ζού­νο­γλου, τον ο­ποί­ο ευ­χα­ρι­στού­με θερ­μά.

 

Στην Λιλίτ Βαρτανιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αρμενικά έγγραφα για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία

Δύο πρόσφατα έγγραφα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μας πληροφορούν για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία. Οι συντάκτες αυτών των εκθέσεων διατυπώνουν προσεκτικά τις εκτιμήσεις τους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η αρμενική, η ελληνική και η εβραϊκή μειονότητα.

Το πρώτο έγγραφο με ημερομηνία Φεβρουαρίου του 2011 έχει τίτλο: «Έκθεση για τις μη μουσουλμανικές μειονότητες». Το υπογράφουν τρεις γνωστοί Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης, οι Κρικόρ Ντοσεμιτζιγιάν, Γερβάντ Οζουζούν και Μουράτ Μπιμπέρογλου.

Στόχος των συντακτών είναι ν’ αναζητήσουν λύσεις στα προβλήματα των μειονοτήτων που ζουν στην Τουρκία, τη στιγμή που η κυβέρνηση σκοπεύει ν’ αναθεωρήσει το Σύνταγμα ώστε να ενισχύσει τις προσπάθειές της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έκθεση είναι γραμμένη στα τουρκικά και ταχυδρομήθηκε στο σάιτ hyetert.com. Παραθέτουμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία της από άρθρο του Χαρούτ Σασουνιάν που δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό Ραμγκαβάρ Μαμούλ:

Οι συντάκτες περιγράφουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία από την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, ενός κράτους μονολιθικού και ομοιογενούς που βασιζόταν σε μια κουλτούρα και μια θρησκεία. Η πολιτική αυτή είχε σοβαρές συνέπειες στις μειονότητες που εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ή ν’ αφομοιωθούν.

Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες θεωρούνταν ξένες οντότητες ή εσωτερικοί εχθροί του Κράτους. Δεν υπάρχει ούτε ένας αστυνομικός ή δημόσιος λειτουργός που να είναι μέλος μειονότητας. Η μετακίνηση των Εβραίων της ανατολικής Θράκης το 1934, ο Φόρος Περιουσίας που επιβλήθηκε στις μειονότητες το 1942, οι επιθέσεις ευρείας κλίμακας εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση αυτών των κοινοτήτων και την εξαφάνιση της κουλτούρας τους. Η πολιτική αυτή των φυλετικών διακρίσεων και οι βίαιες επιθέσεις προκάλεσαν τη μείωση του πληθυσμού των μειονοτήτων στην Τουρκία και από 350.000 άτομα το 1927, σήμερα έχουν περιοριστεί στα 80.000, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των Τούρκων έχει εξαπλασιαστεί.

Οι συντάκτες υπογραμμίζουν ότι η τουρκική κυβέρνηση επέστρεψε πρόσφατα μερικές περιουσίες που ανήκαν σε μειονοτικά ιδρύματα και είχαν δημευτεί μετά το 1974. Λόγω των αντιφατικών σημείων και των ελλείψεων στον καινούργιο νόμο για τα ιδρύματα των μειονοτήτων, οι περιουσίες που επιστράφηκαν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, διότι καμιά κοινότητα δεν επιτρέπεται να πάρει άδεια και να κάνει τις απαραίτητες επισκευές και ανακαινίσεις.

Επιπροσθέτως η κυβέρνηση παραβίασε τα άρθρα 41 και 42 της συνθήκης της Λοζάνης του 1923, που υποχρέωνε την Τουρκία να επιχορηγεί και να παρέχει εξοπλισμό στις μη μουσουλμανικές μειονότητες για εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς και να προστατεύει τα θρησκευτικά τους ιδρύματα. Πέρα από τη Συνθήκη της Λοζάνης, διάφορες αποφάσεις του Ο.Η.Ε. και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου παραβιάζονται συνεχώς από την τουρκική κυβέρνηση.

Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα για τις μειονότητες είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει το Αρμενικό Πατριαρχείο και την Εβραϊκή Ραββινεία ως νομικά πρόσωπα. Το Ελληνικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε τελικά ως νομικό πρόσωπο πριν από ένα χρόνο.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο διορισμός από την κυβέρνηση τούρκων υποδιευθυντών για να επιβλέπουν τα μειονοτικά σχολεία, γεγονός που δημιουργεί κλίμα καχυποψίας. Η εκπαίδευση νέων καθηγητών και κληρικών καθίσταται αδύνατη λόγω του κλεισίματος των θεολογικών σχολών από το τουρκικό Κράτος. Οι συντάκτες της έκθεσης ζητούν να επιτραπεί στους ιερωμένους να διδάσκουν το μάθημα των θρησκευτικών στα μειονοτικά σχολεία όπως γινόταν στο παρελθόν.

Συμπερασματικά, οι συντάκτες καλούν τις τουρκικές αρχές να λάβουν υπόψη όλες τις προαναφερθείσες νομικές πτυχές όταν θα συνταχθεί το καινούργιο «δημοκρατικό και σύγχρονο» Σύνταγμα.

Το δεύτερο έγγραφο είναι μια συνέντευξη του αρχιεπισκόπου Αράμ Ατεσιάν, γενικού Βικάριου του Αρμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, προς τη Μελινέ Ανουμιάν, με αφορμή τις προετοιμασίες για τον εορτασμό των 550 χρόνων από την ίδρυσή του. Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Ατεσιάν, 67.000 Αρμένιοι ζουν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι 3.000 στο εσωτερικό της χώρας, 500 στην Άγκυρα, 300 στην Αλεξανδρέττα, 70 στη Σεβάστεια, 50 στη Μαλάτια και 20 οικογένειες στο Χαρπέρτ. Επιπλέον, ο γενικός Βικάριος ανέφερε ότι υπάρχουν 100.000 Αρμένιοι στην Τουρκία που φοβούνται να αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι πολίτες που προέρχονται από τη Δημοκρατία της Αρμενίας στους οποίους δεν δίδεται άδεια να παντρευτούν ενώ και τα παιδιά τους δεν μπορούν να βαφτιστούν στο πατριαρχείο λόγω της ιδιότητας του παράνομου μετανάστη.

Ο αρχιεπίσκοπος Ατεσιάν είναι ικανοποιημένος επειδή τα τελευταία χρόνια επιστράφηκαν μερικές περιουσίες που ανήκαν σε αρμενικά ιδρύματα. Ανέφερε ότι υπάρχουν 44 αποστολικές εκκλησίες εν λειτουργία στην Τουρκία, 37 στην Κωνσταντινούπολη, 3 στην Αλεξανδρέττα, 2 στα Τιγρανόκερτα, 1 στο Μαρντίν και 1 στην Καισάρεια. Επίσης, υπάρχουν 12 αρμενικά σχολεία που συνδέονται με το πατριαρχείο, καθώς επίσης 3 σχολεία και 10 εκκλησίες. Στην Τουρκία ζουν ακόμη 3.000 Αρμένιοι καθολικοί και 1.000 ευαγγελικοί.

Αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στους εκκλησιαστικούς και λαϊκούς παράγοντες της Κωνσταντινούπολης που μετά από εννέα δεκαετίες βρήκαν το κουράγιο και ύψωσαν τη φωνή τους για να υπερασπιστούν τα καταπατημένα πολιτικά τους δικαιώματα!


Σαρκίς Αγαμπατιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ο υπόγειος κόσμος του Λεβόν

Έ­να -δια­φο­ρε­τι­κό των άλ­λων- μου­σεί­ο λα­ξευ­μέ­νο ε­πί μια ει­κο­σα­ε­τί­α, α­πό έ­ναν και μό­νο άν­θρω­πο

Μια σει­ρά φω­τι­σμέ­νων στο­ών

Α­πό την αυ­λή α­κό­μα η τελ­λου­ρι­κή α­τμό­σφαι­ρα έ­χει ως ε­ξής: Κομμά­τια πέ­τρας και δια­κο­σμη­τι­κές λε­κά­νες κή­που με λου­λού­δια σχε­δια­σμέ­νες με υ­δατο­γραφί­ες, κορ­νί­ζες γύ­ρω α­πό τις προ­σω­πο­γρα­φί­ες του Λε­βόν και της Τό­σια.

Μέ­σα στο σπί­τι, σε έ­να μα­κρύ ορ­θο­γώ­νιο χώ­ρο βρί­σκου­με αυ­τά τα ο­ποί­α αντι­προ­σώ­πευαν τη ζω­ή και τον κό­σμο του Λε­βόν κα­τά τη διάρ­κεια πε­ρί­που μιας εικο­σα­ε­τί­ας: τα ερ­γα­λεί­α του και κυ­ρί­ως τις βα­ριές (βα­ριο­πού­λες), τα ο­ποί­α σή­με­ρα «α­να­παύ­ο­νται» κά­τω α­πό έ­να τζά­μι.

Φω­το­γρα­φί­ες α­πό τις ε­πι­σκέ­ψεις των τουρι­στών.

Έ­να -ε­πι­με­λώς κα­δρα­ρι­σμέ­νο- άρ­θρο της εφη­με­ρί­δας «Α­γκός» α­φιε­ρω­μέ­νο στο υ­πό­γειο έρ­γο του οι­κο­δε­σπό­τη. Τα τρύ­πια του πα­πού­τσια και τις με­τα­χει­ρι­σμέ­νες τσό­χι­νες μπό­τες του.

Κα­τό­πιν αρ­χί­ζει η κά­θο­δος με τα μα­κρυά κα­λο­φτιαγ­μέ­να και συμ­με­τρι­κά σκα­λο­πάτια. Η σει­ρά των φω­τι­σμέ­νων στο­ών και με έ­ναν τό­πο προ­σευ­χής σε μια α­πό αυ­τές. «Οι νέ­οι έρ­χο­νται ε­δώ για να α­νά­ψουν κε­ριά και αρ­γό­τε­ρα οι ε­πιθυμίες τους πραγ­μα­το­ποιού­νται» ε­ξη­γεί η Τό­σια ξε­να­γώ­ντας τον ε­πι­σκέ­πτη.

Δεί­χνει τη μα­κρυά κα­πνο­δό­χο α­πό την ο­ποί­α, ο Λε­βόν, μέ­ρα με τη μέ­ρα, ά­δεια­ζε τα μπά­ζα.

 

Έ­να Λευ­κό Φως κα­τε­βαί­νει α­πό τον Ου­ρα­νό

«Ό­λα άρ­χι­σαν ό­ταν ζή­τη­σα α­πό το σύζυ­γό μου να σκά­ψει σ’αυ­τό α­κρι­βώς το ση­μεί­ο, στο μέ­ρος ό­που σή­με­ρα βρί­σκεται η σκά­λα, έ­να εί­δος κοι­λό­τη­τας για να α­πο­θη­κεύ­ω τις πα­τά­τες». Βρι­σκό­μα­στε στο έ­τος 1985. Ο Λε­βόν, δού­λευε ε­πο­χι­κά στη Ρω­σία ό­ταν άρ­χι­σε να σκά­βει την πε­ρί­φη­μη κοι­λό­τη­τα.

Έ­κτο­τε, δεν στα­μά­τη­σε πλέ­ον προ­χω­ρώντας κα­θη­με­ρι­νά ό­λο και πιο βα­θιά. Με δια­βε­βαί­ω­σε ότι εί­χε δει έ­να ό­ρα­μα, έ­να λευ­κό φως σαν να κα­τέ­βαι­νε α­πό τον ου­ρα­νό, το ο­ποί­ο τον πρό­στα­ζε να σκά­ψει την πέ­τρα συ­νε­χώς, κα­θη­με­ρι­νά χω­ρίς να α­νη­συ­χεί για τί­πο­τε άλ­λο». Ο Λε­βόν δεν έ­φυ­γε πλέ­ον για να ερ­γα­σθεί και α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή α­φιε­ρώ­θη­κε σ’αυ­τό το σι­σύ­φειο και εκ­πλη­κτι­κό έρ­γο, α­να­θέ­τοντας στη γυ­ναί­κα του Τό­σια ό­λη την οικο­νο­μι­κή ευ­θύ­νη της οι­κο­γέ­νειας. Σκου­πί­ζο­ντας τα δά­κρυά της η χή­ρα, σή­με­ρα δεν πα­ραπο­νιέ­ται πλέ­ον. Βε­βαί­ως, νευ­ρί­α­ζε συ­χνά με αυ­τό το πε­ρί­ερ­γο πά­θος το ε­μπνευσμέ­νο α­πό το ό­ρα­μα και στη συ­νέ­χεια από άλ­λα ό­νει­ρα. Αλ­λά στο κά­τω-κά­τω της γρα­φής, ε­ξη­γεί η Τό­σια, εί­ναι πε­πει­σμέ­νη ό­τι ο ά­ντρας της πραγ­μα­τι­κά ά­κου­γε τις φω­νές και α­φο­σιώ­θη­κε ο­λο­κλη­ρω­τι­κά σε μια «ε­ξαί­σια-θεί­α» ερ­γα­σί­α.

 

Μια έλ­ξη για τους του­ρί­στες

Το πρώ­το στρώ­μα των πε­τρών ή­ταν α­πό βα­σάλ­τη, αλ­λά τα υ­πό­λοι­πα ή­ταν από πω­ρό­λι­θο και ο Λε­βόν σκά­λι­σε ε­κεί τις κο­λώ­νες, ε­δώ μια κα­πνο­δό­χο, σε έ­να άλλο μέ­ρος ε­πι­πλέ­ον κόγ­χες, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας με μι­κρά θραύ­σμα­τα πε­τρών και σχε­διά­ζο­ντας κά­θε έ­να α­πό αυ­τά σαν σταθ­μούς, σε αυ­τή τη μα­κρά πο­ρεί­α στο κέ­ντρο της πέ­τρας την ο­ποί­α λά­ξευ­σε και ά­νοι­ξε κα­τά τη διάρ­κεια ό­λων αυ­τών των ε­τών. «Φυ­σι­κά, οι θυ­γα­τέ­ρες μου κι ε­γώ, αρ­κε­τές φο­ρές του λέ­γαμε να στα­μα­τή­σει, ό­τι ή­ταν τρε­λός, αλ­λά τε­λι­κά τον βο­ηθού­σα­με να α­νε­βά­ζει τους κου­βά­δες με τα μπά­ζα χά­ρη σε έ­να σύ­στη­μα που εί­χε κα­τα­σκευά­σει με μια τρο­χα­λί­α», λέει η σύζυγός του.

Ο Λε­βόν, πο­τέ δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε μη­χα­νή για να σκά­ψει το βρά­χο και η Τόσια δεί­χνει την τε­λευ­ταί­α βαριά την ο­ποί­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε και της ο­ποί­ας η λα­βή είχε πλέ­ον δια­μορ­φω­θεί α­πό το α­πο­τύ­πω­μα του χε­ριού του Λε­βόν.

Οι του­ρί­στες, οι ο­ποί­οι έρ­χο­νται ως το κέ­ντρο του χω­ριού, έλ­κο­νται α­πό αυ­τό το πα­ρά­ξε­νο πέ­τρι­νο και υ­πό­γειο δη­μιούρ­γη­μα και τε­λι­κώς έκ­πλη­κτοι ομο­λο­γούν ό­τι είναι γο­η­τευ­μέ­νοι.

Έ­νας μό­νο άν­θρω­πος δη­μιούρ­γησε με τη δύ­να­μη των χε­ριών του αυ­τό το σύ­μπαν των αι­θου­σών και των στο­ών με πέ­τρες δια­φο­ρε­τι­κού με­γέ­θους, με δια­κο­σμή­σεις, με α­νά­γλυ­φα ε­πί των «γεν­ναιό­δω­ρων» πο­ρω­δών μπεζ-ροζ πε­τρω­μά­των κά­τω α­πό το κί­τρι­νο η­λε­κτρι­κό φως. Το κρύ­ο, η υ­γρα­σί­α, η ι­διαί­τε­ρη μυ­ρω­διά της πέτρας, πνί­γει μό­λις δια­βεί κα­νείς τα πρώ­τα σκα­λο­πά­τια. Ο­πωσ­δή­πο­τε δεν εί­ναι έ­να μέ­ρος για κλει­στο­φο­βι­κούς.

Η ε­ξαί­σια ε­πέν­δυ­ση του χώ­ρου δεν εί­ναι έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο δημιούρ­γη­μα ό­πως εί­χε δια­βε­βαιώ­σει ο ί­διος ο Λε­βόν. «Συ­χνά μου έ­λε­γε, ό­ταν τον ρω­τού­σα πώς γνώ­ρι­ζε την κα­τεύ­θυν­ση στην ο­ποί­α έ­πρε­πε να σκά­ψει, ό­τι οι φωνές τις ο­ποί­ες ά­κου­γε του υ­πο­δεί­κνυαν α­κό­μα και μέ­τρο προς μέ­τρο», υ­πο­γραμ­μί­ζει η Τό­σια. Μά­λι­στα, ο σκη­νο­θέ­της Βι­κέν Τσαλντα­ριάν γύ­ρι­σε ε­δώ την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή του ται­νί­α «Ιέ­ρεια».

Α­κό­μα και αν η τρέ­λα του συ­ζύ­γου της, του στοί­χι­σε πο­λύ, σή­με­ρα η Τό­σια δεί­χνει υ­πε­ρή­φα­νη και ι­δί­ως ό­ταν ξε­να­γεί τους ε­πι­σκέ­πτες. Και λό­γω αυ­τής της α­φοσι­ώ­σεως, στην α­πο­συ­ναρ­μο­λό­γη­ση της πέ­τρας και του συνε­χούς σκα­ψί­μα­τος ό­λο και πιο βα­θιά, τε­λι­κώς α­νέ­δει­ξε αυ­τό το ο­ποί­ο κα­λώς α­να­γνω­ρί­ζε­ται και α­πο­κα­λεί­ται ως «έ­να μου­σεί­ο».

Α­ναμ­φί­βο­λα, ε­πα­φί­ε­ται στον κα­θένα να κρί­νει -α­φού κά­νει τη δια­δρο­μή στις στο­ές- ε­άν α­ξί­ζει να α­νά­ψει έ­να κε­ρί.

 

Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό έ­ναν θε­ό­λη­πτο

Ο οι­κο­δε­σπό­της Λε­βόν, πέ­θα­νε το 2009 σε η­λι­κί­α 67 ε­τών, δεν βρί­σκε­ται πλέ­ον ε­κεί για να μι­λά στους ε­πι­σκέ­πτες, αλ­λά όλοι ό­σοι τον γνώ­ρι­σαν ε­πι­βε­βαιώ­νουν ό­τι δεν ή­ταν τί­πο­τε άλ­λο α­πό έ­ναν Θε­ο­φώ­τι­στο. Ή­ταν ή­ρε­μος, γλυ­κός, υ­πο­μο­νε­τι­κός αλ­λά βαθιά προ­ση­λω­μέ­νος σ’αυ­τό το τρο­με­ρό έρ­γο το ο­ποί­ο δι­ήρ­κη­σε δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες, εργα­ζό­με­νος με­ρι­κές φο­ρές α­κό­μα και 18 ώ­ρες την η­μέ­ρα.

Πα­ρα­δό­ξως, υ­πο­γραμ­μί­ζει η Τό­σια, ό­ταν ο Λε­βόν εί­δε το πρώ­το ό­ρα­μα το οποί­ο τον πρό­στα­ξε να σκά­ψει, του εί­πε να μην φο­βά­ται τις αρ­ρώ­στιες.

«Και πράγ­ματι -λέ­ει η Τό­σια σκου­πί­ζο­ντας τα μά­τια της- ε­νώ έ­κα­νε κρύ­ο και ερ­γα­ζό­ταν κά­τω α­πό τις χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες, δεν αρ­ρώ­στησε πο­τέ κα­τά τη διάρ­κεια των εί­κο­σι αυτών ετών, ού­τε και α­πό μια άπ­λη γρί­πη.

 

 

Πη­γή: Nouvelles d’Armenie

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι