Menu

Λες και ήταν χθες!

Η προσφορά της Αρμενικής Κοινότητας Ηρακλείου! Άνθρωποι, οικογένειες, επαγγέλματα!

Ήθελαν προφανώς οι Τούρκοι να ενοποιήσουν την Αυτοκρατορία τους και να αφομοιώσουν τους Αρμενίους, τους οποίους θεωρούσαν περισσότερο πολιτισμένους απ’ αυτούς αλλά και πιο πολύ Ευρωπαίους! Και όταν κάποιος δε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, αρχίζει την εξόντωση, τη δίωξη του ασθενέστερου.

Ένα δημοσίευμα της Ηρακλειώτικης εφημερίδας “Νέα Εφημερίς” με ημερομηνία 31η Μαΐου 1918, μας αναφέρει:

“Το Αρμενικόν έθνος συνεστήθη προ μακρών χρόνων. Κατέχει τας κοιλάδας και τα οροπέδια της μεγάλης ορεινής χώρας, ήτις εκτείνεται μεταξύ της Μεσοποταμίας και των κοιλάδων των προς νότον του Καυκάσου κειμένων. Έξι αιώνας προ Χριστού τα περσικά κείμενα ονόμαζαν ήδη την Αρμενίαν με το όνομα το οποίον της δίδομεν σήμερον. Κατά τους αιώνας οίτινες προηγήθησαν και ηκολούθησαν αμέσως τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Αρμενία απετέλεσεν ανεξάρτητον βασίλειον όπερ κατέστη χριστιανικόν την αυτήν καθ’ ην και το Ρωμαϊκόν κράτος εποχήν και έκτοτε η Αρμενική Εκκλησία δεν έπαυσε να είναι ανεξάρτητος, τόσον από τας Εκκλησίας της Ανατολής, ελληνικάς και σλαυικάς, όσον και από την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν.

Η Αρμενική γλώσσα έχει όλα τα χαρακτηριστικά γλώσσης ευρωπαϊκής. Οι ιστορικοί της Τέχνης συμφωνούν να αναγνωρίσουν ότι εις την αρχιτεκτονικήν από του 5ου μέχρι του 9ου αιώνος μ.Χ., οι Αρμένιοι υπήρξαν εφευρέται. Εις εποχήν καθ’ ην και αυτό ακόμη το όνομα της Γαλλίας δεν υφίστατο, η Αρμενία έπαιζε μεγάλο ρόλο εν τη Ιστορία και όταν η Γαλλική γλώσσα δεν διεκρίνετο ακόμη από την Λατινικήν, υπήρξεν αξιόλογος αρμενική Φιλολογία. Κατά την εποχήν των Σταυροφοριών οι Αρμένιοι ίδρυσαν βασίλειον εις την Κιλικίαν και εβοήθησαν τους Σταυροφόρους εις τας επιχειρήσεις των. Μετά την αποτυχίαν των Σταυροφόρων δεν υπάρχουν πλέον ανεξάρτητοι Αρμένιοι, και Μουσουλμανικά, Περσικά ή Τουρκικά Κράτη, κατέκτησαν την χώραν των. Κατά τον 19ον αιώνα μέρος της Αρμενίας κατελήφθη υπό της Ρωσίας. Αλλά το Αρμενικόν έθνος είχε και εκράτησε τα έθιμά του, την γλώσσαν του, την φιλολογίαν του και την Εκκλησίαν του. Ηθέλησε να ζήση και παρά την υποδούλωσίν του, έζησε”.

Οι Αρμένιοι καταδιώχθηκαν από την ίδια τους την πατρίδα, εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες, άφησαν τα εδάφη τους ακαλλιέργητα και έγιναν μετανάστες. Είχαν όμως αρετές, ήταν ένας υπέροχος και πανέξυπνος λαός. Συμμορφώθηκαν με τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του τόπου που επέλεξαν να ζήσουν και διακρίθηκαν σ’ όλα τα επαγγέλματα του νεωτέρου κόσμου. Κατέχοντες μέρος της Ασίας έγιναν η δίοδος Ανατολής και Δύσης και από τον 5ο μ.Χ. αιώνα έγιναν φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού αλλά και απέκτησαν λόγω θέσης τη δυτική κουλτούρα. Η θέλησή τους αυτή για ζωή και δημιουργία, η δραστηριότητά τους, η ευφυΐα τους, το καλοκάγαθο του χαρακτήρα τους και προπάντων ο ευρωπαϊκός τους χαρακτήρας, ήταν επόμενο να καταστήσουν τους Αρμενίους μισητούς στους Τούρκους, οι οποίοι σαφώς υστερούσαν απέναντί τους!

Η Νεοτουρκική Κυβέρνηση αφού συμμάχησε με τις κεντρικές αυτοκρατορίες στις οποίες οι Γερμανοί δίδαξαν την οργάνωση, συνέβαλε στην καταστροφή των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διέταξε τον εκτοπισμό από τα εδάφη τους τα οποία κατείχαν από δισχιλιετηρίδος, έσφαξε τους άνδρες, άρπαξε τις νέες γυναίκες και άφησε το υπόλοιπο των γυναικών μαζί με τα παιδιά να πεθάνουν από την πείνα, από τους κόπους και τη δίψα, εκδιώκοντας τους στις ερήμους της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Όμως η αρμενική φυλή αντέχει και μεγαλουργεί.

Τέλη της δεκαετίας του είκοσι και συγκεκριμένα την Κυριακή 2 Ιουνίου 1929 πρόκειται να γιορτάσουν στην πόλη μας την επέτειο της ημέρας της Αρμενικής Ανεξαρτησίας. Η εφημερίδα “Ελεύθερη Σκέψις” του ιστορικού Γιάννη Μουρέλλου, μας γνωστοποιεί αυτό το γεγονός, τη μέρα αυτή που για τους Αρμένιους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και ιστορική σημασία:

“Οι συμπολίται μας Αρμένιοι των οποίων την παρουσίαν μετά τόσης συμπαθείας αισθανόμεθα εν τω μέσω μας, αύριον μετά το πέρας της Δοξολογίας εις τον Ύψιστον θα καταθέσουν στέφανον εις τον Άγνωστον Στρατιώτην και κατόπιν εις το θέατρον του Παυλακάκη θα πανηγυρίσουν την θλιβεράν αλλ’ ελπιδοφόρον επέτειόν των. Τον εορτασμόν αυτόν πρέπει να είναι βέβαιοι οι συμπολίται Αρμένιοι, ότι και ο λαός του Ηρακλείου, λαός σκληρών αγώνων και σκληροτάτων δοκιμασιών, θα παρακολουθήση αύριον μετά συγκινήσεως και συμπαθείας και θα ενώση διαθέρμους τας ευχάς του υπέρ της επαληθεύσεως των εθνικών πόθων της Αρμενικής φυλής, της τόσον σκληρώς επί εκατοντάδας ετών δοκιμασθείσης”.

Στις 4 Ιουνίου 1929 η ίδια προαναφερόμενη εφημερίδα, μας περιγράφει πώς γιορτάστηκε η εθνική ανεξαρτησία των Αρμενίων, ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της γιορτής, ότι πρόκειται για ένα λαό που η Ιστορία του μοιάζει με την Ιστορία του Ελληνισμού και για τα όνειρα αυτού του λαού. Πιο συγκεκριμένα, η εφημερίδα, μας λέει:

“Με εξαιρετική επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια ετελέσθη προχθές στο θέατρο Παυλακάκη η 11η επέτειος της εθνικής ανεξαρτησίας των Αρμενίων η διοργανωθείσα υπό επιτροπής συμπολιτών Αρμενίων.

Την 10ην πρωινήν ολόκληρος η αίθουσα, τα θεωρεία και το υπερώον ήσαν πλήρη κόσμου Ελληνικού και Αρμενικού.

Εκ των επισήμων παρευρέθησαν ο διοικητής της Χωροφυλακής και ο κ. δήμαρχος συμμετασχόντας ανεπισήμως βέβαια εις την εορτήν.

Στας δέκα και τέταρτο η ορχήστρα παίζει τον Εθνικόν Ύμνον της Ελλάδος και κατόπιν τον Αρμενικόν τοιούτον και όλος ο κόσμος εν συγκινητική κατανύξη ακούει όρθιος.

Αφού ετελείωσε η ορχήστρα, η αυλαία άνοιξε. Η σκηνή ήταν διακοσμημένη με εξαιρετικό γούστο. Σημαίες Ελληνικές και Αρμενικές και μια εικόνα Αρμενοτουρκικής γιγαντομαχίας έκαναν ένα πολύ όμορφο φόντο. Ανεβαίνει πάνω ο επίσκοπος κ. Καρεκίν Αρτερουνί ο οποίος αρχίζει τον λόγον του αρμενιστί και δι’ ολίγων αλλά γεμάτων περιεχομένου και εννοιών αναλύει την σημασίαν της ημέρας.

Μετά το πέρας του λόγου του έρχεται εις το βήμα ο κ. Αράμ Γκαϊτζάκ, ένας άνθρωπος που σου κάνει αμέσως την εντύπωσιν ανδρός που μέσα του καίει κάποια φλόγα πολύ δυνατή, ανδρός με δύναμη ψυχής γεμάτη από ορμή και θέλησι.

Ο κ. Γκαϊτζάκ με εξαιρετική δεξιοτεχνία ρητορική κάνει την ιστορική ανασκόπηση της ζωής του Αρμενικού έθνους, τις περιπέτειες και τους διωγμούς του και μας εξηγεί την ιστορική σημασία της 28ης Μαΐου για τον Αρμενικό λαό.

Κρίμα μονάχα που δεν μπορούσε να μιλήσει Ελληνικά. Θάταν κάτι το πολύ όμορφο. Εν πάσει περιπτώσει κι Αρμενικά που μίλησε, κατέπληξε το ακροατήριό του. Από μετάφραση του λόγου του δίδομε την εξής περίληψη: “Ο Αρμενικός λαός αγωνίζεται τώρα και χίλια χρόνια για την ανεξαρτησία του. Σκληροί αγώνες και δοκιμασίας μεγάλης δημιουργούν και γιγαντώνουν τα ιδανικά του Αρμενικού έθνους. Αφάνταστες διώξεις και σφαγές που μόνο με τις σφαγές και τις διώξεις των Ελλήνων απ’ τον ίδιο καταχτητή, τον Τούρκο, μπορούν να παραβληθούν, ξεσπούν συχνά και αποδεκατίζουν τον Αρμενικό λαό. Μα με το ξέσπασμα του παγκόσμιου πολέμου ξεσηκώνεται πάλι και η Αρμενία. Ύστερα από πάλη σκληρή, πάλη ζωής και θανάτου κατορθώνει στις 28 του Μάη του 1918 ν’ αποκτήσει την ανεξαρτησία της και ν’ ανακηρυχθεί ελεύθερο κράτος. Να η μεγάλη σημασία της ημέρας αυτής. Μα η κατάστασις αυτή, φευ!, δεν διαρκεί πολύ. Το 1920 καταλύεται το κράτος αυτό και διαλύεται ολότελα. Η Τουρκική Αρμενία καταστρέφεται και τ’ άλλο τμήμα καταλαμβάνεται απ’ τη Ρωσία και ανακηρύσσεται Δημοκρατία Σοβιετική. Νέες καταστροφές επακολουθούν, νέοι αιματοκυλισμοί, τα παλιά όνειρα που είχαν γίνει πραγματικότης καταστρέφονται σιγά - σιγά και λυώνουν και χάνονται μέσα στους ποταμούς των αιμάτων των αθώων Αρμενίων που σφάζουν οι τουρκικές ορδές”.

Στην συνέχεια βέβαια ακούσθηκαν αρμενικά τραγούδια από συμπαθέστατες και γοητευτικές Αρμενοπούλες, ακούσθηκε ο ύμνος της Αρμενίας και όλος ο κόσμος κατευθύνθηκε στον κήπο, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για την καθιερωμένη κατάθεση στεφάνων. Η κοινότητα των Αρμενίων στην πόλη μας έκανε αισθητή όμως την παρουσία της και σ’ άλλους τομείς, πέραν του κοινωνικού και οικονομικού. Είχαν μεγάλη κουλτούρα, είχαν θέληση και συνεισέφεραν τόσο στα πολιτιστικά όσο και στα αθλητικά δρώμενα. Στις 31 Μαΐου 1929 υπάρχει μια ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα “Ελεύθερη Σκέψη” και το περιεχόμενό της είναι η σύσταση μιας ανωτάτης εποπτικής Αρχής για θέματα του αθλητισμού, αφού τότε στο Ηράκλειο υπάρχουν πολλά σωματεία που ασχολούνται με τον αθλητισμό και είναι αναγνωρισμένα. Παρακαλούνται λοιπόν να συμμετέχουν σύμφωνα με το παρακάτω απόσπασμα της εφημερίδας:

“Αναγνωρίζοντες εν τούτοις και εν σχέσει με τα ανωτέρω ότι το σωματείον υμών έν εκ των σπουδαιοτέρων σωματείων της πόλεως θα έδει να συμμετάσχει εις την κίνησιν ταύτην επεφυλάχθημεν δια την λήψιν οριστικής αποφάσεως εις την προσεχή συγκέντρωσίν μας εις ην παρακαλούμεν όπως αποστείλητε εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους σας. Η τυχόν απουσία υμών εκ της συγκεντρώσεως ταύτης ήτις ορίζεται δια την προσεχή Τρίτην 4ην Ιουνίου εις τα ενταύθα γραφεία της Εταιρείας “Αφρό” (οδός Χάνδακος) και ώραν 10ην μ.μ. θέλει μας επιτρέψη να νομίσωμεν ότι δεν διάκεισθε ευμενώς προς την ιδέαν της αθλητικής ταύτης συνενώσεως και εν τοιαύτη θέλομεν συσκεφθή και λάβωμεν αποφάσεις επί του προκειμένου και άνευ υμών. Επί τούτοις διατελούμεν μετά συναδελφικών χαιρετισμών. Δια τον σύλλογο Ε.Φ.Α. Ιδομενεύς Αρ. Δουκουμετζίδης, Σ. Ρουσάκις. Δια τον Σύνδ. Κυνηγών Ηρακλείου Αρ. Γραμματικάκης. Δια την Έν. Αρμενίων Αθλητών Δ. Σαβαλάν, Α. Βαρκακιάν. Δια τον Όμιλο Φιλάθλων Ηρακλείου Γεώργ. Καρούζος, Δ. Κοκκολάκης”.

Ποιά ήταν όμως η Αρμενική Κοινότητα της πόλης μας; Πότε ήρθαν αυτοί οι φιλήσυχοι και φιλοπρόοδοι άνθρωποι που έκαναν οικογένειες, που είχαν κουλτούρα και πολιτισμό, που ήταν τόσο δεμένοι μεταξύ τους πιστεύοντας στον Άνθρωπο, που διακρίθηκαν στον τομέα του εμπορίου αλλά και των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, που δεν δημιούργησαν ποτέ κάποιο πρόβλημα, αντίθετα επίλυσαν πολλά.

Ένας εξαίρετος συμπολίτης μας ο κ. Αντώνης Μπεναρδής που διατηρεί το κατάστημα “Η πηγή της παντόφλας” στα Ψαράδικα, στην οδό Καρτερού 5, γαμπρός του αρμένη εμπόρου που επί σαράντα χρόνια ήταν στον προαναφερόμενο χώρο, του Μικιρδίτς Νταμπανιάν, μου έδωσε πάρα πολλά στοιχεία. Καλομίλητος και καταδεκτικός, αλλά και πάντα πρόθυμος μου εξήγησε το κάθε τι με πολλές λεπτομέρειες.

Μου είπε για τους Αρμένηδες που ήρθαν το 1905 στην πόλη μας από τη Σμύρνη, για άλλους που ήρθαν αργότερα στα 1922, μου ανέφερε τι επάγγελμα έκανε ο καθένας, σε ποιο σημείο της αγοράς και μου περιέγραψε και την οικογενειακή κατάσταση πολλών απ’ αυτούς. Ίσως ένα ευχαριστώ από την καρδιά μου δεν θα ήταν αρκετό για τον κ. Αντώνη.

Ποιες όμως ήταν αυτές οι οικογένειες;

Στα 1905 έρχονται από τη Σμύρνη ο Αβέτ Βαρζανκιάν ο οποίος διατηρούσε κατάστημα υφασμάτων στην Πλατειά Στράτα, την οδό Καλοκαιρινού. Την ίδια δουλειά έκαναν και ο Αζαρίας Μαντανιάν με το γιο του Κεβόρκ, στον ίδιο δρόμο. Ήρθαν κι αυτοί την ίδια περίοδο. Είχα την τύχη ως φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας να γνωρίσω τον Αζαρία, γιο του Κεβόρκ Μαντανιάν, καθηγητή στα καλλιτεχνικά. Θεός σχωρέστον! Ένας τζέντελμαν πραγματικός, η προσωποποίηση της καλωσύνης και της ευγένειας! Πάντοτε δίπλα στο φοιτητή με αγάπη. Επίσης εκείνη την περίοδο έρχεται ο Αβεδίς Αβεδισιάν, ο οποίος άνοιξε κατάστημα γυναικείων ειδών κοντά στον Άγιο Μηνά. Ακόμα στην οδό Καλοκαιρινού θα θυμούνται οι μεγαλύτεροι το κατάστημα υφασμάτων και κασμηριών του Καλούστ Παπαζιάν. Τέλος στα 1905 έρχονται από τη Σμύρνη και ο Αγκόπ με την Ισκουή Μικαελιάν, οι οποίοι υπήρξαν και δωρητές του σχολικού κτηρίου στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που βρίσκεται κάτω από την Καλοκαιρινού, στο Καμαράκι. Πρόκειται για την εκκλησία των Αρμενίων. Προπολεμικά και συγκεκριμένα στα 1930, την εκκλησιαστική επιτροπή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, την αποτελούσαν οι παρακάτω: Αζαρίας Μαντανιάν, Μπογός Βαρζανκιάν, Αβεδίς Αβεδισιάν, Καλούστ Παπαζιάν, Μιχράν Πεστιλματζιάν.

Αργότερα καταφθάνουν κι άλλες οικογένειες Αρμενίων, όπως: Ο Χαρουτιούν Πεντροσιάν ο οποίος διατηρούσε τσαγκάρικο και είχε και έμβολο, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, ο Κιρκόρ Μεσελτζιάν που ασκούσε το επάγγελμα του χημικού, ο Καραμπέτ Αγαμπατιάν ο φωτογράφος, του οποίου το φωτογραφείο του ήταν στην οδό 1821 όπως ανεβαίνουμε αριστερά προτού φτάσουμε στην οδό Κυρίλλου Λουκάρεως. Ο Χατσίκ Αγαμπατιάν που διατηρούσε βιοτεχνία υποδημάτων στην οδό Καλοκαιρινού, ο Κάρλος Τσιλιγκιριάν με κατάστημα υφασμάτων στον ίδιο δρόμο, τα παιδιά του Αβεδίς Αβεδισιάν, Οβανές και Μιχράν με υποδήματα στην Καλοκαιρινού και στην οδό 62 Μαρτύρων. Πίσω επίσης από την Καλοκαιρινού ήταν ο αντιπρόσωπος υφασμάτων Μουράτ Βασματζιάν και στο Καμαράκι ο Χατσίκ Κασπαριάν έμπορος υφασμάτων επίσης. Υφασμοτοπωλείο, επίσης, διατηρούσε και ο Αραράτ Απραχαμιάν στην Πλατειά Στράτα. Στα Λιοντάρια ήταν το καθαριστήριο του Αρταβάστ Απραχαμιάν.

Το 1922 ακόμα έρχονται στην πόλη μας ο Λάζαρος Βακιρτζιάν κάνοντας το επάγγελμα του σαγματοποιού, διατηρώντας σαμαράδικο στην οδό 1821. Ο Λάζαρος Βακιρτζιάν είχε τέσσερα παιδιά, την κόρη του Ιζαμπέλ και τους γιους του Ζιράιρ, Ασότ και Χοβσέπ. Μια οικογένεια με μεγάλη κοινωνική προσφορά αλλά και με συνεισφορά στο χώρο της Νομικής Επιστήμης στην πόλη μας, αφού τόσο ο κ. Χοβσέπ Βακιρτζιάν όσο και ο ανεψιός του κ. Στεπάν Βακιρτζιάν είναι διακεκριμένοι δικηγόροι.

Την ίδια περίοδο, επίσης, εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι Μικιρδίτς Νταμπανιάν και Αγκόπ Καζαντζιάν. Και οι δυο τους ασχολήθηκαν με υποδήματα, ο πρώτος είχε βιοτεχνία υποδημάτων. Τα καταστήματά τους ήταν στην οδό Καρτερού και συνεχίζουν να είναι. Το κατάστημα του Αγκόπ Καζαντζιάν το έχει σήμερα ο γιος του. Επίσης στα 1922 έρχεται στην πόλη μας η γνωστή οικογένεια Χοβσεπιάν. Πρόκειται για τον Κιρκόρ και τη Ροζίνα αλλά και τον αδελφό του Μπεντρός. Το όνομα του Κιρκόρ Χοβσεπιάν είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας αυτής της πόλης: “Καθίσαμε και απολαύσαμε τη μπογάτσα στου Κιρκόρ”! Μια συνηθισμένη πρόταση, μια συχνή έκφραση που διαρκεί και θα διαρκεί για χρόνια! Αξίζει, επίσης, να αναφερθούμε και στο Νεκροταφείο των Αρμενίων που είναι δίπλα του γηπέδου του Ο.Φ.Η. στα Καμίνια. Αυτός ο χώρος είχε παραχωρηθεί από τους Τούρκους και σύμφωνα με πληροφορίες το παραχωρητήριο του 1671 είχε ως τίτλο: “Δια τους ψωφούντας Αρμενίους”, κάτι που δηλώνει και το μένος τους εναντίον του λαού αυτού. Παραχώρησαν χώρο τεσσάρων στρεμμάτων. Δίπλα ήταν το Εβραϊκό Νεκροταφείο και στο χώρο που είναι σήμερα το γήπεδο του Ο.Φ.Η. ήταν το Ελληνικό Νεκροταφείο, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Γύρω στα 1947 και 1948 έφυγαν από την πόλη μας γύρω στις 3.500 Αρμένιοι, προκειμένου να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, την Αρμενία. Αυτή είναι η συμπαθέστατη Κοινότητα των Αρμενίων του Ηρακλείου, αυτός ο περήφανος λαός! Ένας λαός καταδιωγμένος αλλά τόσο δημιουργικός, ένας λαός γεμάτος δάκρυα και πόνους, αλλά πλήρης από αγάπη, ελπίδα και αισιοδοξία. Κλείνοντας την αναφορά μου αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Αντώνη Μπεναρδή για τη μεγάλη του προσφορά, καθώς και τον σεβαστό δικηγόρο κ. Χοβσέπ Βακιρτζιάν για την επίσης σημαντική βοήθειά του!

 

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου 2008 στην εφημερίδα «Πατρίς» του Ηρακλείου Κρήτης. Το αναδημοσιεύουμε με ελάχιστες περικοπές λόγω έλλειψης χώρου. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του περιοδικού μας.

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Η εκκλησία της Παναγίας στην τουρκοκρατούμενη Αμμόχωστο

Η εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ ή της Κα­λού­σας (α­πό το ρή­μα ganchel=κα­λώ) βρί­σκε­ται στο βο­ρειο­δυ­τι­κό ά­κρο της πε­ρι­τει­χι­σμέ­νης πό­λης της Αμ­μο­χώ­στου, σε ε­λά­χι­στη α­πό­στα­ση α­πό τα ε­ρεί­πια της πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρης εκ­κλη­σί­ας των Καρ­με­λι­τών.

Η πα­ρου­σί­α των Αρ­με­νί­ων στην Αμ­μό­χω­στο χρο­νο­λο­γεί­ται του­λά­χι­στον α­πό την ί­δρυ­ση της Αρ­με­νι­κής Ε­πι­σκο­πής το 12ο αιώ­να· πε­ρί το 1360, η αρ­με­νι­κή πα­ροι­κί­α της πό­λης α­ριθ­μού­σε 1.500 ψυ­χές. Ε­πί Φρα­γκο­κρα­τίας και Ε­νε­το­κρα­τί­ας (1192-1489-1570), στην Αμ­μό­χω­στο - μια α­πό τις λα­μπρό­τε­ρες πό­λεις της Ευ­ρώ­πης - οι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν ση­μα­ντι­κή συ­νει­σφο­ρά στο ε­μπό­ριο και διέθε­ταν τρεις εκ­κλη­σί­ες: του Α­γί­ου Σερ­γί­ου, της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας και της Πα­ναγί­ας του Καντσ­βώρ, που πι­στεύ­ε­ται πως α­πο­τε­λού­σε τμή­μα ε­νός ση­μα­ντι­κού μο­να­στι­κού, πο­λι­τι­στι­κού και θε­ο­λο­γι­κού ι­δρύ­μα­τος, στο ο­ποί­ο σπού­δα­σε ο Άγιος Νερ­σής ο Λα­μπρο­ναί­ος (1153-1198)· διέ­θε­τε ε­πί­σης σκρι­πτό­ριο, χει­ρό­γρα­φα του ο­ποί­ου σώ­ζο­νται στην αρ­με­νι­κή Μο­νή του Α­γί­ου Ια­κώ­βου στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές και για μια τέ­ταρ­τη εκ­κλη­σί­α, του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, κα­θώς ε­πί­σης και μια αρ­με­νο­κα­θο­λι­κή της Πα­να­γί­ας των Πρα­σί­νων (de Vert).

 

Προ­σφύ­γες από την Κιλικία


Η σε­μνή εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Καντσβώρ φαί­νε­ται ότι κτί­στη­κε με α­φορ­μή την ά­φι­ξη αρ­με­νί­ων προ­σφύ­γων που διέ­φυ­γαν α­πό τις επι­θέ­σεις των Μα­με­λού­κων στην Αι­γαί­α της Κι­λι­κί­ας το 1346. Η τε­χνο­τρο­πί­α της εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κά αρ­με­νι­κή, ω­στό­σο η λι­θο­δο­μί­α της εί­ναι κυ­πρια­κή. Θυ­μί­ζει έ­να τε­τρά­γω­νο φρού­ριο με η­μι­θο­λω­τή α­ψί­δα στα α­να­το­λι­κά, έ­να πα­ρεκ­κλή­σι στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλευ­ρά, σταυ­ρό­σχη­μη στέ­γη και κε­ντρι­κό σφη­νό­λι­θο σε σχή­μα λου­λου­διού. Η στέ­γη εί­ναι α­πό ο­ρι­ζό­ντια γεί­σα, ε­νώ τα πα­ρά­θυ­ρα μι­κρά και α­ψι­δω­τά. Στους τοί­χους υ­πήρ­χαν, σε κα­κή κα­τά­στα­ση, αρ­μενι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες που α­πει­κό­νι­ζαν την Πα­να­γί­α και το Χρι­στό, Α­πο­στόλους και Πα­τριάρ­χες, την Α­νά­στα­ση του Ι­η­σού, τη μα­στί­γω­ση του Κυ­ρί­ου, τη μετα­φο­ρά του Σταυ­ρού, τη σταύ­ρω­ση και την τα­φή του Χρι­στού, τον ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου, τη Θεί­α Γέν­νη­ση, τη Θεί­α Βά­φτι­ση, τον Ά­γιο Γε­ώρ­γιο, την Α­γί­α Ε­λέ­νη, τον Ά­γιο Ιω­άν­νη τον Πρό­δρο­μο και την κοί­μη­ση της Θεο­τό­κου. Κά­ποιες ε­πι­χεί­ρη­σε να α­πο­κα­λύ­ψει ο George Jeffery το Νο­έμ­βριο του 1912. Μέ­χρι και λί­γο με­τά το 1862 υ­πήρ­χε ε­πί­σης έ­να μι­κρό κα­μπα­να­ριό.

Η εκ­κλη­σί­α χρη­σι­μο­ποιεί­το μέ­χρι και το 1571, ό­ταν -με­τά α­πό μια 11μηνη πο­λιορ­κί­α- την πό­λη κα­τέ­λα­βαν οι Ο­θω­μα­νοί με τον πιο βάρ­βα­ρο τρό­πο. Α­μέσως με­τά τη σφα­γή των κα­τοί­κων και τη λε­η­λά­τη­ση και την ιε­ρό­συ­λη βε­βή­λωση των δε­κά­δων εκ­κλη­σιών της, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου έ­γι­νε ά­βα­το για τους μη-Μου­σουλ­μά­νους μέ­χρι και τα πρώ­τα χρόνια της Αγ­γλο­κρα­τί­ας (1878-1960).

 

H α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας


Με­τά α­πό με­σο­λά­βη­ση του Αρ­χιε­πι­σκό­που Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν, μέ­σω του Μι­χράν Σε­βαζ­λιάν και του Δι­κη­γό­ρου του Στέμ­μα­τος Κα­σπάρ Α­μιρα­γιάν, ο Έ­φο­ρος Αρ­χαιο­τή­των George Jeffery, έ­δει­ξε εν­δια­φέ­ρον για την εκ­κλησί­α και τον Ιού­λιο του 1907 το­πο­θε­τή­θη­κε σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα και έ­γι­ναν με­ρι­κές συ­ντη­ρή­σεις, ε­νώ το Δε­κέμ­βριο του 1907, μα­ζί με άλ­λες πα­ρα­κεί­με­νες εκ­κλη­σί­ες, πε­ρι­λή­φθη­κε στον κα­τά­λο­γο των αρ­χαί­ων μνη­μεί­ων βά­σει του Νό­μου Αρ­χαιο­τή­των IV/1905. Τον Ια­νουάριο του 1931 έ­γι­νε εκ­κα­θά­ρι­ση των χα­λα­σμά­των. Στις 15 Μαρ­τί­ου 1932 ξε­κί­νη­σε η α­ναστή­λω­ση της εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε στα τέ­λη Νο­εμ­βρί­ου. Κα­τά το διά­στη­μα αυ­τό, ο Jeffery έ­κα­νε τα­κτι­κές ε­πι­σκέ­ψεις, ε­νώ ο Αμι­ρα­γιάν φαί­νε­ται ό­τι ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη πως το οι­κο­δό­μη­μα θα ή­ταν κα­λό να δια­τη­ρη­θεί ως ε­θνι­κό μνη­μεί­ο πα­ρά ως εκ­κλη­σί­α.

Ω­στό­σο, λό­γω της πλη­θυ­σμια­κής αύ­ξη­σης της αρ­με­νι­κής παροι­κί­ας της Αμ­μο­χώ­στου, ως α­πο­τέ­λε­σμα της Αρ­με­νι­κής Γε­νο­κτο­νί­ας, το ζή­τη­μα προ­σέλ­κυ­σε την προ­σο­χή της Αρ­με­νι­κής Μητρό­πο­λης Κύ­πρου. Στις 19 Α­πρι­λί­ου 1934 ο Συ­γκα­θή­με­νος Κα­θόλι­κος (Πα­τριάρ­χης) του Με­γά­λου Οί­κου της Κι­λι­κί­ας, Παπ­κέν Γκιου­λε­σε­ριάν, επι­σκέ­φθη­κε την εκ­κλη­σί­α. Ε­κεί διέ­κρι­νε τον αρ­με­νι­κό αρ­χι­τε­κτο­νι­κό ρυθ­μό της, τις τοι­χο­γρα­φί­ες, το ιε­ρό και το βα­φτι­στή­ρι στο βό­ρειο τμή­μα της. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες δυ­στυ­χώς εί­χαν σχε­δόν κα­τα­στρα­φεί, ε­νώ στη διάρ­κεια των αιώ­νων Αρ­μέ­νιοι και άλ­λοι εί­χαν χα­ρά­ξει τα ο­νό­μα­τά τους πά­νω στους τοί­χους. Εί­ναι δε εν­δια­φέ­ρον να α­να­φέ­ρου­με ό­τι, κα­τά την ε­πί­σκε­ψή του στην πε­ριοχή, ο Παπ­κέν ε­ντό­πι­σε έ­να χα­τσκάρ στο βο­ρειο­δυ­τι­κό τμή­μα μιας εκ­κλη­σί­ας ό­χι μα­κριά α­πό την εκ­κλη­σί­α της Πα­να­γί­ας του Κα­ντσβώρ.

 

Συμ­βό­λαιο για εκ­μί­σθω­ση


Με­τά την ε­πί­σκε­ψή του, ο Παπ­κέν ε­ξέ­φρα­σε την ά­πο­ψη ό­τι θα έ­πρεπε η εκ­κλη­σί­α να δο­θεί σους Αρ­μέ­νιους. Έ­τσι, ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος Πε­τρός Σα­ρα­τζιάν ήρ­θε σε ε­πα­φή με το Τμή­μα Αρ­χαιο­τή­των. Ω­στό­σο, α­παι­τού­νταν 100 σελίνια για ε­πι­διορ­θώ­σεις, τις ο­ποί­ες δεν μπο­ρού­σε να δια­θέ­σει η Μη­τρό­πο­λη. Τε­λι­κά, συμ­φω­νή­θη­κε η εκ­μί­σθω­ση της εκ­κλη­σί­ας για πε­ρί­ο­δο 99 ε­τών, με ο­νο­μα­στι­κό ε­νοί­κιο 5 σε­λί­νια/έ­τος. Το συμ­βό­λαιο υ­πο­γρά­φη­κε στις 7 Μαρτί­ου 1936, με προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι οι £60 θα δί­νο­νταν ά­με­σα για τις α­να­γκαί­ες ε­πι­διορθώ­σεις. Τις £60 τε­λι­κά έ­δω­σε ο ντό­πιος γαιο­κτή­μο­νας Στε­πάν Ε­ρα­μιάν, ε­νώ το υ­πό­λοι­πο κα­λύ­φθη­κε α­πό ει­σφο­ρές με­λών της κοι­νό­τη­τας.

Με­τα­ξύ 1937-1944 έ­γι­ναν διά­φο­ρες ε­πι­διορ­θώ­σεις με την ι­διαί­τε­ρη φρο­ντίδα του νέ­ου Ε­φό­ρου Αρ­χαιο­τή­των, Theophi-lus Mogabgab· λό­γω του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, το έρ­γο προ­χω­ρού­σε αρ­γά. Τε­λι­κά, η πρώ­τη Λει­τουρ­γί­α τε­λέ­στη­κε την Κυ­ριακή, 14 Ια­νουα­ρί­ου 1945 α­πό τον Αρ­χι­μαν­δρί­τη Κρι­κόρ Μπα­χλα­βου­νί (γνω­στό και ως «Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ», πι­θα­νό­τα­τα α­πό τραυ­μα­τι­σμό που υ­πέστη κα­τά την υ­πη­ρε­σί­α του στην Αρ­με­νι­κή Λε­γε­ώ­να) με πα­ρου­σί­α πλή­θους κό­σμου. Στις 22 Α­πρι­λί­ου 1945 ε­δώ έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη τε­λε­τή μνή­μης της Γε­νο­κτο­νί­ας, χο­ρο­στα­τού­ντος και πά­λιν του Το­πάλ Βαρ­τα­μπέτ. Το 1947 ή το 1948 ε­δώ λει­τούρ­γη­σε ο Κα­θό­λι­κος (Πα­τριάρ­χης) Κα­ρε­κίν Α’.

Η βά­ση του σταυ­ρού δω­ρή­θη­κε το 1949 α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Τζε­ρετζιάν, ε­νώ το βα­φτι­στή­ρι α­πό την οι­κο­γέ­νεια του Χα­γκόπ Νι­κο­λιάν. Η εκ­κλη­σία γιόρ­τα­ζε την τρί­τη Κυ­ρια­κή του Μά­η, αλ­λά και στις άλ­λες γιορ­τές της Πα­ναγί­ας και λει­τουρ­γού­σε με­ρι­κές φο­ρές το χρό­νο. Ω­στό­σο, κα­θώς η εκ­κλη­σί­α ήταν μα­κριά α­πό τα Βα­ρώ­σια, στα ο­ποί­α κα­τοι­κού­σαν οι Αρ­μέ­νιοι της Αμ­μο­χώ­στου, το χει­μώ­να οι Λει­τουρ­γί­ες τε­λού­νταν συ­νή­θως στο ε­νοι­κια­ζό­με­νο κτί­ριο του Αρ­με­νι­κού Σχο­λεί­ου Αμ­μο­χώ­στου.

 

Σε τουρ­κι­κό γκέ­το


Στις 8 Μαρ­τί­ου 1957 η εκ­κλη­σί­α κά­η­κε α­πό εξ­τρε­μι­στές Τουρ­κο­κύ­πριους, που τη διέρ­ρη­ξαν και προ­κά­λε­σαν ζη­μιές £300-£400. Το γε­γο­νός αυ­τό έ­κα­νε τη Μη­τρό­πο­λη να ζη­τή­σει μια άλ­λη εκ­κλη­σί­α, κά­τι που οι α­ποι­κια­κές αρ­χές αρ­νή­θη­καν. Τε­λι­κά, α­πό το 1962 και με­τά α­πό πα­ρα­χώ­ρη­ση της Ιε­ράς Αρ­χιεπι­σκο­πής Κύ­πρου, η πα­ροι­κί­α της Αμ­μο­χώ­στου χρη­σι­μο­ποιού­σε την εκ­κλη­σί­α της Α­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ής στα Κά­τω Βα­ρώ­σια, ε­νώ για τις ση­μα­ντι­κές Λει­τουρ­γί­ες χρη­σι­μο­ποιό­ταν η εκ­κλη­σί­α το Α­γί­ου Ιω­άν­νη. Α­πό τον Ια­νουά­ριο του 1964, με­τά την εκ­δή­λω­ση της τουρ­κο­κυ­πρια­κής α­νταρ­σί­ας, η πε­ρι­τει­χι­σμέ­νη πό­λη κα­τέστη τουρ­κι­κό γκέ­το και α­προ­σπέ­λα­στη για τους Χρι­στια­νούς, ε­νώ τον Αύ­γου­στο του 1974 κα­τα­λή­φθη­κε α­πό τους τούρ­κους ει­σβο­λείς, ό­πως και η υ­πό­λοι­πη πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1964-2005, ό­ταν πλέ­ον α­πο­χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε α­πό «στρα­τιω­τι­κή πε­ριο­χή», χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως οι­κί­α, στά­βλος, πυ­ρι­τι­δα­πο­θή­κη, ο­πλα­πο­θή­κη και α­πο­θή­κη προ­μη­θειών.

Λε­η­λα­τη­μέ­νη, βου­βή και α­λει­τούρ­γη­τη, πε­ρι­μέ­νει υ­πο­μο­νε­τι­κά την επι­στρο­φή των νό­μι­μων ι­διο­κτη­τών της, μα­ζί με το ε­ρει­πω­μέ­νο Αρ­με­νο­μο­νά­στηρο (Μο­νή Α­γί­ου Μα­κα­ρί­ου) στη Χα­λεύ­κα και την (υ­πό ε­πι­διόρ­θω­ση) εκ­κλη­σί­α της Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας στην πα­λιά Λευ­κω­σί­α.

 

Α­λέ­ξαν­δρος-Μι­χα­ήλ Χατζη­λύ­ρας

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Του Τιμίου Σταυρού: δεν γιορτάζουμε και δεν δεχόμαστε επισκέψεις!

Καρ­ς, Α­νί, Ι­κτίρ, Μπε­για­ζίτ, Βαν, Α­χτα­μάρ

Έ­να σύ­ντο­μο ο­δοι­πο­ρι­κό με α­φορ­μή τη θεί­α λει­τουρ­γί­α στο να­ό Σουρ­π Χατ­ς στο νη­σί Αχτα­μάρ της λί­μνης Βαν.


Πρώ­τος σταθ­μός το Καρ­ς. Μια πε­ριο­χή της πό­λης εί­ναι γνω­στή στους κα­τοί­κους ως «η αρ­μενι­κή γει­το­νιά», αυ­τήν που τό­σο γλα­φυ­ρά πε­ρι­γρά­φει ο Ορ­χάν Πα­μούκ στο βι­βλί­ο του «το Χιό­νι»· διώ­ρο­φα αρ­χο­ντι­κά με την ι­διό­τυ­πη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή και τα σκα­λί­σμα­τα στα μπαλ­κό­νια. Η εκ­κλη­σί­α των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων (Σρπότ­ς Α­ρα­κε­λότ­ς) χτι­σμέ­νη το 935 στέ­κει όρ­θια, α­νέ­πα­φη α­πό το χρό­νο, σε ε­ξαι­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση, αν κι έ­χει με­τα­τρα­πεί σε τζα­μί. Το μου­σεί­ο της πό­λης φι­λο­ξε­νεί ευ­ρή­μα­τα της ε­πο­χής των Ου­ραρ­τού, αλ­λά και νε­ό­τε­ρα εκ­θέ­μα­τα των «…Αρ­με­νί­ων που ζού­σαν κά­πο­τε ε­δώ». Αυ­τή τη φρά­ση τη συ­να­ντή­σα­με αρ­κε­τές φο­ρές σε πι­να­κί­δες ή του­ρι­στι­κούς ο­δη­γούς α­πό το Καρ­ς ως τη Βαν. Σε ε­ρώ­τη­σή μας «τι έ­γι­ναν οι Αρ­μέ­νιοι που ζού­σαν κά­πο­τε ε­δώ;», α­ντί απά­ντη­σης λά­βα­με έ­να κα­κό­μοι­ρο βλέμ­μα, σαν να ‘λε­γε: «…μη με φέρ­νε­τε σε δύ­σκο­λη θέ­ση».

Ε­πό­με­νος σταθ­μός Α­νί. Στην ε­ρει­πω­μέ­νη πό­λη -α­κρι­τι­κή στρα­τιω­τι­κή ζώ­νη πλέ­ον- απ’ ό­λα τα με­γα­λειώ­δη κτή­ρια, σαν φα­ντά­σμα­τα πα­ρα­μέ­νουν με­ρι­κές μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νες εκ­κλη­σί­ες. Α­πό το 1915 έ­ως πρό­σφα­τα έ­γι­νε συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια να τις ι­σο­πε­δώ­σουν, μα αυ­τές α­ντι­στά­θη­καν και στέ­κουν. Στο βα­σι­λι­κό να­ό του 9ου αιώ­να της Πα­να­γί­ας Θε­ο­μή­το­ρος (στην πι­να­κί­δα γρά­φει Φε­τι­γιέ Τζα­μί) ψάλ­λα­με το «Ντερ Βο­γορ­μιά» (Κύ­ριε Ε­λέ­η­σον), προς με­γά­λη έκ­πλη­ξη των άγ­γλων, αυ­στρια­κών, γερ­μα­νών κι α­με­ρι­κα­νών του­ρι­στών -που εισ­ρέ­ουν πλέ­ον κα­τά δε­κά­δες. Εί­χαν υ­πο­στεί «ι­στο­ρι­κό πα­ρα­λο­γι­σμό» α­πό τους ντό­πιους ξε­να­γούς -κά­πο­τε οι σελ­τζού­κοι ή­ταν χρι­στια­νοί κι άλ­λα τέ­τοια.

Στο πλά­ι της ρέ­ει το πο­τά­μι Αρ­πά Τζά­ι (Α­χου­ριάν) που χα­ρά­ζει τα σύ­νο­ρα, η γέ­φυ­ρά του γκρε­μι­σμέ­νη, θλι­βε­ρή σκιά. Η α­πέ­να­ντι ό­χθη εί­ναι Αρ­με­νί­α. Έ­βλε­πες τους φα­ντά­ρους στη­μέ­νους στα φυ­λά­κια και α­πό τις δυο με­ριές, τις δυο ση­μαί­ες α­ντί­κρυ... Τι νό­η­μα έ­χουν ό­λα αυ­τά, τι ε­ξυ­πη­ρε­τούν, ως πό­τε; Το ψέ­μα, το μί­σος κι ο φα­να­τι­σμός συν­θλί­βουν ως σή­με­ρα την προ­κο­πή των α­πλών κα­θη­με­ρι­νών αν­θρώ­πων του μό­χθου. Αυ­τή η υ­πέρ­λα­μπρη στο πα­ρελ­θόν πε­ριο­χή, χτι­σμέ­νη πά­νω στο δρό­μο του με­τα­ξιού, εί­ναι πα­ρα­δο­μέ­νη πλέ­ον στη μι­ζέ­ρια. Α­κό­μη κι α­πό το α­ε­ρο­πλά­νο φαί­νε­ται η α­νι­σο­με­ρής α­νά­πτυ­ξη της α­χα­νούς χώ­ρας.

 

Α­πο­μει­νά­ρια ι­στο­ρί­ας…


Ό­λη η α­να­το­λι­κή Τουρ­κί­α σαν μια έ­ρη­μος, πα­ρα­δο­μέ­νη στην ε­ξα­θλί­ω­ση και τη φτώ­χεια. Μι­κρά παι­δά­κια ζη­τια­νεύ­ουν πα­ντού. Τα δά­ση α­πο­ψι­λω­μέ­να. Ά­θλια φράγ­μα­τα κό­βουν τη ρο­ή άλ­λο­τε πλού­σιων, σή­με­ρα πρα­σι­νο­κί­τρι­νων πο­τα­μών. Απ’ ό­που πε­ρά­σα­με δεν εί­ναι πό­σι­μο το νε­ρό, πί­νουν εμ­φια­λω­μέ­να. Χύ­θη­κε πο­λύ αί­μα για αυ­τή τη γη, ας την πρό­σε­χαν λί­γο!

Περ­νά­με α­πό το Τε­κόρ, γε­μά­το α­πο­μει­νά­ρια αρ­με­νι­κών ε­ρει­πί­ων. Ο­δεύ­ου­με στο πλά­ι του πο­τα­μού Α­ράξ και τα πα­ρά­θυ­ρα του πούλ­μαν με­τα­βάλ­λο­νται σε κά­δρα του Σα­ριάν.

Στο Ι­κντίρ, στην πρό­σο­ψη του 2ου ο­ρό­φου ε­νός κτη­ρί­ου στην κε­ντρι­κή πλα­τεί­α της πό­λης δια­βά­ζου­με: «Σύλ­λο­γος για τη Διά­ψευ­ση της Αρ­με­νι­κής Προ­πα­γάν­δας». Κα­νείς α­πό τους συ­νο­δοι­πό­ρους μου δεν έ­νιω­σε ευ­πρόσ­δε­κτος ε­κεί. Στο δρό­μο για Μπε­για­ζίτ εμ­φα­νί­ζε­ται η χιο­νι­σμέ­νη κο­ρυ­φή του Α­ρα­ράτ. Η δυ­τι­κή του ό­ψη εί­ναι ε­ξί­σου ε­ντυ­πω­σια­κή, ό­πως άλ­λω­στε και η α­να­το­λι­κή α­πό το Γε­ρε­βάν.

Ε­κεί­νο το βρά­δυ, στο μπαλ­κό­νι του ξε­νο­δο­χεί­ου στο Ντο­γου­μπε­για­ζίτ, κα­θί­σα­με με­ρι­κοί ως αρ­γά και συ­ζη­τού­σα­με κά­τω α­πό το βλέμ­μα του βι­βλι­κού ό­ρους. Η οι­κειό­τη­τα που νιώ­θα­με -ά­γνω­στοι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι με­τα­ξύ μας μέ­χρι προ­χθές- λες και ή­μα­σταν συμ­μα­θη­τές α­πό το σχο­λεί­ο, το ε­πί­πε­δο της κου­βέ­ντας, η φορ­τι­σμέ­νη κοι­νή μας ι­στο­ρί­α, η φρά­ση “...ε, λοι­πόν, αν δεν εί­χε αυ­τό το ε­πι­βλη­τι­κό χιό­νι χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι, δεν θα ‘ταν και τί­πο­τα...”, τα γέ­λια και οι συ­γκι­νή­σεις, η α­ντα­νά­κλα­ση του αιώ­νιου χιο­νιού κά­τω απ’ τα α­στέ­ρια, η διά­θε­ση ν’ α­γκα­λια­στού­με, να μη χα­θού­με, το συ­μπέ­ρα­σμα “δεν θέ­λου­με εκ­δί­κη­ση, θέ­λου­με δι­καιο­σύ­νη” σφρά­γι­σαν τη νύ­χτα, ί­σως και το τα­ξί­δι.

 

Στο «βω­μό» του του­ρι­σμού


Φτά­νο­ντας στην πό­λη Βαν πή­ρα­με άλ­λη μια δό­ση α­πό το χά­πι «Ι­στο­ρι­κός Πα­ρα­λο­γι­σμός». Και ό­λα για τον του­ρι­σμό! Κι α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στο Αχτα­μάρ, ό­που πα­ρό­λο που η συ­γκί­νη­ση ή­ταν φα­νε­ρή στα πρό­σω­πα των προ­σκυ­νη­τών, οι δε­κά­δες δη­μο­σιο­γρά­φοι με τις κά­με­ρές τους κι η α­προ­κά­λυ­πτη πα­ρου­σί­α της α­στυ­νο­μί­ας δεν μας ά­φη­σαν να α­φο­σιω­θού­με στην τε­λε­τή. Αχτα­μάρ, θα ξα­νάρ­θου­με! Μα ό­ταν κα­τα­λα­γιά­σει ο ε­πι­δει­κτι­κός θό­ρυ­βος για τα θυ­ρα­νοί­ξια του Τι­μί­ου Σταυ­ρού, ό­ταν πά­ψει να εί­ναι του­ρι­στι­κή α­τρα­ξιόν κι ε­μείς κο­μπάρ­σοι τους.

Αν υ­πάρ­χουν με­ρι­κές ευ­τυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές στη ζω­ή, αυ­τή ή­ταν μί­α! Μα έ­σβη­σε γρή­γο­ρα...

Α­πό το Μπε­για­ζίτ εί­χε ξε­κι­νή­σει η α­σφυ­κτι­κή ε­πο­πτεί­α της α­στυ­νο­μί­ας, της α­σφά­λειας και του στρα­τού, ει­δι­κά στην ο­μά­δα μας. Η πρό­φα­ση ή­ταν η α­σφά­λειά μας. Ή­μα­σταν βλέ­πεις στην καρ­διά της Κουρ­δι­κής α­ντί­στα­σης! Το στρα­τιω­τι­κό τζιπ συ­νε­χώς πί­σω μας με κου­κου­λο­φό­ρους των ει­δι­κών δυ­νά­με­ων και τα αυ­τό­μα­τα προ­τε­τα­μέ­να. Μπρο­στά δυο α­μά­ξια της α­σφά­λειας γε­μά­τα κου­στου­μα­ρι­σμέ­νους α­σφα­λί­τες. Κά­ποια στιγ­μή, χρειά­στη­κε να κα­τε­βού­με δυο ά­το­μα α­πό το πούλ­μαν να πά­ρου­με νε­ρό. Τρεις α­σφα­λί­τες μας συ­νό­δε­ψαν στο μα­γα­ζά­κι. “Ας προ­στα­τεύ­α­τε τό­τε, το ‘15 τους δι­κούς μας, τον Χρά­ντ Ντιν­κ πρό­σφα­τα...”, ψέλ­λι­σα κι οι συ­νο­δοι­πό­ροι μου δά­γκω­σαν τα χεί­λη τους. Δεν υ­πήρ­ξε α­πό με­ριάς τους κα­μί­α δια­κρι­τι­κό­τη­τα, ή­ταν ε­πί­δει­ξη δύ­να­μης και ε­πι­βο­λή κα­τά τη γνώ­μη μου, που ε­πι­βε­βαί­ω­νε πως ως «του­ρί­στας» δεν μπο­ρείς να κυ­κλο­φο­ρείς α­νέ­με­λα σ’ αυ­τή τη χώ­ρα, πρέ­πει να δια­θέ­τεις χιού­μορ για να την α­ντέ­ξεις. Μα ας μη γε­λιό­μα­στε, ό­σο το τουρ­κι­κό κρά­τος δεν α­να­γνω­ρί­ζει τη γε­νο­κτο­νί­α, η γε­νο­κτο­νί­α συ­νε­χί­ζε­ται…

 

Κουήν Μινασιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

 

Διαβάστε περισσότερα...

Χράτς Μπαρτικιάν (1927-2011) υπόδειγμα επιστήμονα και ανθρώπου

Σύμ­φω­να με α­να­κοί­νω­ση του διευ­θυ­ντή του τμή­μα­τος Ι­στο­ρί­ας της Ε­θνι­κής Ακα­δη­μί­ας Ε­πι­στη­μών της Αρ­με­νί­ας, κα­θη­γη­τή Α­σότ Μελ­κο­νιάν, ο κο­ρυ­φαί­ος ακα­δη­μα­ϊ­κός Χράτ­ς Μπαρ­τι­κιάν ά­φη­σε την τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Το μνη­μό­συ­νο του κο­ρυ­φαί­ου ι­στο­ρι­κού, βυ­ζα­ντι­νο­λό­γου, δι­δά­κτο­ρα ι­στο­ρί­ας και μέ­λους της Ε­θνι­κής Α­κα­δη­μί­ας των Ε­πι­στη­μών της Αρ­με­νί­ας πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 19 Αυ­-γού­στου, στην Ε­θνι­κή Α­κα­δη­μί­α Ε­πι­στη­μών της Αρ­με­νί­ας.

Ο θά­να­τος του Χράτ­ς Μπαρ­τι­κιάν υ­πήρ­ξε με­γά­λη α­πώ­λεια για τη διε­θνή ε­πιστη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα της βυ­ζα­ντι­νο­λο­γί­ας κα­θώς και της αρ­με­νο­λο­γί­ας. Ο κο­ρυ­φαί­ος ε­πι­στή­μο­νας και α­κα­δη­μα­ϊ­κός ά­φη­σε την τε­λευ­ταί­α του πνο­ή στις 17 Αυ­γού­στου, σε η­λι­κί­α 84 ε­τών.

Ο Χράτ­ς Μπαρ­ντι­κιάν, γιος του φι­λό­λο­γου - δη­μο­σιο­λό­γου Μι­κα­έλ Μπαρ­τι­κιάν, γεν­νή­θη­κε στην Α­θή­να το 1927. Ξε­κί­νη­σε τις σπου­δές του στο δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο του αρ­με­νι­κού εκ­παι­δευ­τη­ρί­ου και το 1945 α­πο­φοί­τη­σε α­πό το ελ­λη­νι­κό γυ­μνάσιο του Βύ­ρω­να.

Το 1946 με την οι­κο­γέ­νειά του ε­πα­να­πα­τρί­στη­καν στην Αρ­με­νί­α, ε­νώ λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα- το 1953- α­πο­φοί­τη­σε με βαθ­μό ά­ρι­στα α­πό το Τμή­μα Ι­στο­ρί­ας του Κρατι­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Γε­ρε­βάν. Συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές του κά­νο­ντας με­ταπτυ­χια­κό στο Ιν­στι­τού­το Ι­στο­ρί­ας της Ε­θνι­κής Α­κα­δη­μί­ας της Αρ­με­νί­ας, στο Λέ­νιν­γκρα­ντ (Α­γί­α Πε­τρού­πο­λη) υ­πό τη διεύ­θυν­ση του α­κα­δη­μα­ϊ­κού Χ. Ορ­μπέλη. Έ­λα­βε τον τί­τλο του δι­δά­κτο­ρα της ι­στο­ρί­ας στο Κρα­τι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Λέ­νιν­γκρα­ντ, υ­πο­γρά­φο­ντας με­λέ­τη με θέ­μα «Πη­γές με­λε­τών της ι­στο­ρί­ας της Παυ­λι­κια­νι­κής κί­νη­σης», η ο­ποί­α δη­μο­σιεύ­θη­κε στη ρω­σι­κή γλώσ­σα στο Γε­ρε­βάν το 1961. Το 1971 έ­κα­νε δι­δα­κτο­ρι­κό με τί­τλο «Το Βυ­ζα­ντι­νό Έ­πος του Διγε­νή Α­κρί­τα και η ση­μα­σί­α του για την αρ­με­νο­λο­γί­α».

Α­πό το 1957 ερ­γά­στη­κε στο Ιν­στι­τού­το Ι­στο­ρί­ας της Ε­θνι­κής Α­κα­δη­μί­ας Ε­πι­στημών της Αρ­με­νί­ας, ε­νώ την πε­ρί­ο­δο 1980-2010 δι­η­ύ­θυ­νε το τμή­μα Ι­στο­ρί­ας Με­σαί­ω­νος του α­νω­τέ­ρου Ιν­στι­τού­του. Α­νέ­δει­ξε πολ­λούς νέ­ους ε­πι­στή­μο­νες, δη­μο­σί­ευ­σε 17 βι­βλί­α και πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 150 ε­πι­στη­μο­νι­κά άρ­θρα. Στο βι­βλί­ο «Ξέ­νες πη­γές για την Αρ­με­νί­α και τους Αρ­μέ­νιους, Βυ­ζα­ντι­νές πη­γές» συ­νεργάστηκε για τις με­τα­φρά­σεις, στην αρ­με­νι­κή γλώσσα, των έρ­γων μι­ας σει­ράς βυ­ζα­ντι­νών συγ­γρα­φέ­ων (Προ­κό­πιος της Και­σα­ρεί­ας, Κων­στα­ντί­νος Ζ’ Πορφυ­ρο­γέν­νη­τος, Ιω­άν­νης Σκυ­λί­τσης, Θε­ο­φά­νης Ο­μο­λο­γη­τής, Συ­νε­χι­στής του Θεο­φά­νους, Παρ­θέ­νιος Α­θη­νών).

Στη σει­ρά που ε­ξέ­δω­σε η Α­κα­δη­μί­α Ε­πι­στη­μών με τί­τλο «Λο­γο­τε­χνι­κά Μνη­μεί­α» δη­μο­σί­ευ­σε το έ­πος «Δι­γε­νής Α­κρί­τας» στην αρ­με­νι­κή γλώσ­σα, το έρ­γο «Χρο­νι­κό» του Ματ­θαί­ου της Ε­δέσ­σης σε με­τά­φρα­ση στην αρ­με­νι­κή δη­μο­τι­κή γλώσ­σα, τη «Μυ­στι­κή ι­στο­ρί­α» του Προ­κο­πί­ου της Και­σα­ρεί­ας κα­θώς και τα «Ελλη­νι­κά αρ­χια­κά έγ­γρα­φα α­φο­ρώ­ντα τις αρ­με­νο­ελ­λη­νι­κές σχέ­σεις στην πε­ρίο­δο της Α΄ Αρ­με­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας (1918-1920)».

 

Πλη­θώ­ρα δια­κρί­σε­ων


Α­ξί­ζει να ση­μειω­θεί, πως για το έρ­γο του «Αρ­με­νο-βυ­ζα­ντι­νές έ­ρευ­νες» που α­πο­τε­λεί­ται α­πό μια σει­ρά πολ­λών άρ­θρων, τα ο­ποί­α συ­γκε­ντρώ­θη­καν σε τρεις τό­μους, του α­πο­νε­μή­θη­κε το βρα­βεί­ο του Προ­έ­δρου της Δη­μο­κρα­τί­ας της Αρμε­νί­ας. Πα­ράλ­λη­λα, στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα έ­χει δη­μο­σιεύ­σει τα βι­βλί­α «Το Βυ­ζά­ντιο εις τας αρ­με­νι­κάς πη­γάς», « Ελ­λη­νι­σμός και Αρ­με­νί­α» και « Η βυ­ζαντι­νή α­ρι­στο­κρα­τι­κή οι­κο­γέ­νεια των Γαυ­ρά­δων». Πρό­σφα­τα, ο Χράτ­ς Μπαρ­τι­κιάν εί­χε ο­λο­κλη­ρώ­σει τις με­τα­φρά­σεις των βι­βλί­ων « Ι­στο­ρί­α» του Μι­χα­ήλ Αττα­λειά­τη και «Ι­στο­ρι­κό έ­θι­μο και πο­λι­τι­κός υ­λι­σμός: η ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σχε­τι­κά με το Αρ­με­νι­κό ζή­τη­μα κα­τά τη πε­ρί­ο­δο 1876-1996» του Ιω­άν­νη Κ. Χα­σιώ­τη. Για την α­ξιό­λο­γη ε­πι­στη­μο­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά του, το 1980 ε­ξε­λέ­γη μέ­λος της Α­καδη­μί­ας Α­θη­νών, το 1987 μέ­λος της Α­κα­δη­μί­ας Τι­μπε­ρί­να της Ρώ­μης και α­πό το 1996 υπήρ­ξε μέ­λος της Ε­θνι­κής Α­κα­δη­μί­ας των Ε­πι­στη­μών της Δη­μο­κρα­τί­ας της Αρ­μενί­ας. Α­πό το 1995 υ­πήρ­ξε μέ­λος της Έ­νω­σης Συγ­γρα­φέ­ων της Αρ­με­νί­ας, ε­νώ το 1981 ο Χ. Μπαρ­τι­κιάν ε­ξε­λέ­γη ε­πί­τι­μο μέ­λος του Ορ­γα­νι­σμού Βυ­ζα­ντι­νών Με­λε­τών της Ελ­λά­δος και έ­πει­τα του Ορ­γα­νι­σμού Ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού.

Ε­πί­σης, του απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βεί­ο «Μεσ­ρώπ Μα­στότ­ς» της Ε­θνι­κής Α­κα­δη­μί­ας της Αρ­με­νίας και βρα­βεύ­θη­κε με το με­τάλ­λιο του Α­ρι­στο­τέ­λειου Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Θεσσα­λο­νί­κης.

Με­γά­λο και πε­ριε­κτι­κό εί­ναι ε­πί­σης το φά­σμα των ε­πι­στη­μο­νι­κών με­λε­τών του α­κα­δη­μα­ϊ­κού. Τα έρ­γα της νε­ό­τε­ρης πε­ριό­δου ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­να στην Κί­νηση των Παυ­λι­κια­νών. Ο Χ. Μπαρ­ντι­κιάν ε­πέ­κτει­νε την ε­πι­στη­μο­νι­κή βά­ση των πη­γών του Αρ­με­νι­κού ζη­τή­μα­τος, κά­νο­ντας γνω­στές στο ευ­ρύ κοι­νό μια σει­ρά βυ­ζα­ντι­νών πη­γών.

Με­γά­λη εί­ναι η συ­νει­σφο­ρά του και στη με­λέ­τη των λι­θο­γρα­φιών και σφρα­γίδων. Ε­ξάλ­λου, εί­ναι ο πρώ­τος που α­νέ­γνω­σε την πε­ρί­φη­μη λι­θο­γρα­φί­α στα λουτρά του να­ού στο Γκαρ­νί, ε­νώ ή­ταν μέ­λος του συ­ντα­κτι­κού συμ­βου­λί­ου της πολύ­το­μης α­κα­δη­μα­ϊ­κής έκ­δο­σης της Ι­στο­ρί­ας της Αρ­με­νί­ας. Ι­διαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κές, ό­μως, εί­ναι και οι με­λέ­τες του ε­πι­στή­μο­να, οι ο­ποί­ες α­να­φέ­ρο­νται στις σχέ­σεις Αρ­με­νι­κής Κι­λι­κί­ας και Βυ­ζα­ντί­ου.

Αν δυο λέ­ξεις μπο­ρού­σαν να πε­ρι­γρά­ψουν τον Χράτ­ς Μπαρ­τι­κιάν ως άν­θρω­πο, πο­λί­τη και ε­πι­στή­μο­να, αυ­τές θα ή­ταν ε­ντι­μό­τη­τα και αρ­χές. Η α­πέ­ρα­ντη καλο­σύ­νη και η α­φο­σί­ω­ση του εί­ναι προ­φα­νείς, σε ό­λο το φά­σμα των δρα­στη­ριο­τήτων του.

Ο Μπαρ­τι­κιάν εί­χε ε­πι­δεί­ξει ι­διαί­τε­ρη ευαι­σθη­σί­α με την και­νούρια γε­νιά των ε­πι­στη­μό­νων. Ή­ταν ά­ξιος πο­λί­της της χώ­ρας του, ζού­σε και α­νέπνε­ε με τις α­νη­συ­χί­ες της πα­τρί­δας του, χαι­ρό­ταν με τις ε­πι­τυ­χί­ες της. Γι’ αυ­τό η Πα­τρί­δα ή­ταν η με­γα­λύ­τε­ρη α­ξί­α του, οι δυ­σκο­λί­ες της χώ­ρας ή­ταν ε­ξίσου δι­κές του.

 

Αρπινέ Βαρτανιάν

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι