Menu

Xαϊγκαζούν Αλβερτσιάν

Ο Χράντ Ντινκ έλεγε πως εάν κάποτε η Τουρκία εκδημοκρατιστεί θα αποκαλυφθούν δύο εκατομμύρια Αρμένιοι

 

Θα μπορούσατε να μας δώσετε κάποιες γενικές πληροφορίες για το Κέντρο Μελετών, για την αποστολή του, τον τρόπο λειτουργίας και τους στόχους του;

Το Κέντρο Μελετών δυτικο-αρμενικών ζητημάτων ιδρύθηκε στις αρχές του 2008 και νομικά κατοχυρώθηκε από το κράτος το 2009. Λειτουργεί ως επιστημονικό, ερευνητικό κέντρο και ο βασικός σκοπός του φαίνεται και από την ονομασία του. Ουσιαστικά μελετάμε την αρμενική παρουσία, τον πολιτισμό, καθώς και τα διάφορα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι Αρμένιοι σε όλη την τουρκική επικράτεια. Μετά τη γενοκτονία και τη σοβιετοποίηση της Αρμενίας αποξενωθήκαμε από τα γνώριμα εδάφη της δυτικής Αρμενίας και από τον εναπομείναντα αρμενικό πληθυσμό, αφού τα σύνορα σφραγίστηκαν και δεν είχαμε καμία επαφή με το χώρο που ήταν ο πυρήνας της αρμενικής παρουσίας επί χιλιετίες. Οπότε η πληροφόρηση και γνώση μας ήταν και είναι μέχρι και σήμερα, πολύ περιορισμένες.

 

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα αρκετά λεπτό θέμα, από πού έχετε αξιόπιστες πηγές πληροφοριών για να διεξάγετε τις έρευνες σας και να έχουμε τελικά σωστά συμπεράσματα;

Είναι πολύ σημαντική η γνώση της ιστορίας μας σε όλη την επικράτεια που ο αρμενικός λαός έζησε για αιώνες - στην Κιλικία, το βασίλειο του Μεγάλου Χάικ, τον Πόντο. Προσπαθούμε, λοιπόν, να έχουμε αξιόπιστες πληροφορίες και βασιζόμενοι σε αυτές να ενημερώνουμε την κοινή γνώμη. Οι πηγές μας είναι πολλές, κατ’ αρχήν από τον τουρκικό και αρμενικό Τύπο της Τουρκίας, από επιστημονικά κέντρα, από έρευνες αρμενίων επιστημόνων της Κωνσταντινούπολης ή άλλες επιστημονικές ομάδες από όλο τον κόσμο. Πολλοί ξένοι επιστήμονες έχουν βαθειά γνώση της ιστορίας και ασχολούνται με θέματα που άπτονται των Αρμενίων της Τουρκίας. Επιπρόσθετα μελετάμε τις πολιτικές εξελίξεις και τις πρακτικές των πολιτικών και κρατικών φορέων της Τουρκίας, από όπου και προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα. Προσπαθούμε δε να διατηρούμε επαφές με ανθρώπους που ασχολούνται με τα θέματά μας, όπως για παράδειγμα στο παρελθόν με τον Χράντ Ντινκ, με τη συντακτική ομάδα της «Αγκός», της εφημερίδας «Μαρμαρά», ακόμη και με άτομα που έχουν σημαντικό ρόλο για την αρμενική πραγματικότητα. Όπως ο πρόεδρος των Αρμενίων του Ντερσίμ, Μιχράν Πιργκίτς Γιουλτέκιν, ο οποίος επίσης προσπαθεί να αναπτύξει σχέσεις με την Αρμενία και τη διασπορά. Επιπλέον, υπάρχει και η περίπτωση των Αρμενίων του Χεμσίν, καθώς πριν από λίγο καιρό φιλοξενήσαμε τον Ισμέτ Σαχίν μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα της ομώνυμης περιοχής.

 

Πόσες διαφορετικές ομάδες υπάρχουν με αρμενική καταγωγή που έχουν εξισλαμιστεί ή τους θεωρούμε Τούρκους, Κούρδους ή κάτι άλλο και έχουν αρμενική ρίζα;

Κατ’ αρχήν το θέσατε στη σωστή βάση μιλώντας για ομάδες, αλλά θεωρώ ότι είναι λάθος να αναφερόμαστε σε αυτούς τους ανθρώπους ως αλλοεθνείς με αρμενική ρίζα, γιατί είναι ξεκάθαρα Αρμένιοι. Και τούτο διότι αρμενική ρίζα σημαίνει ότι κάποιος από τους προγόνους ήταν Αρμένιος. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο, στην πλειοψηφία τους είναι αμιγώς Αρμένιοι.

Κατ’ αρχήν έχουμε μια περίπτωση που τον τελευταίο καιρό έχει αποκτήσει δημοσιότητα χάρη στην έκδοση βιβλίων όπως «Η γιαγιά μου», «Για σένα η καρδιά μου χτυπά» κ.ά. όπου αναφέρονται ιστορίες κοριτσιών και αγοριών που κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας δόθηκαν για προστασία σε τουρκικές και κουρδικές οικογένειες. Μάλιστα, μετά από σημαντικές έρευνες ο αριθμός τους υπολογίζεται γύρω στις 100.000.

Τα παιδιά και τα εγγόνια τους ναι, μπορούμε να πούμε ότι έχουν αρμενική ρίζα. Οι απόγονοι των παιδιών αυτών κατά ένα μεγάλο ποσοστό μεγάλωσαν σε ένα τουρκικό και μουσουλμανικό περιβάλλον και τα περισσότερα δεν έχουν προβληματισμούς όσον αφορά στην αρμενική τους ρίζα.

Επίσης, την περίοδο της γενοκτονίας υπήρξαν μεγάλες ομάδες αρμενικού πληθυσμού που αλλαξοπίστησαν για να μην σφαγιασθούν ή εξοριστούν, κάποιοι έγιναν μέλη κουρδικών φυλών ασπαζόμενοι την αντίστοιχη θρησκεία, σουνίτες, μουσουλμάνοι ή αλεβίτες. Αυτή η ομάδα χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, η πρώτη που με την πάροδο του χρόνου έχασε βαθμιαία την επαφή της με την αρμενικότητα. Από αυτούς υπάρχουν λίγοι που επιστρέφουν τα τελευταία χρόνια στο χριστιανισμό ιδιαίτερα εκείνοι εγκαθίστανται σητν Κωνσταντινούπολη και βαφτίζονται στην αρμενική εκκλησία.

Η δεύτερη κατηγορία, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι οι εξισλαμισμένοι Αρμένιοι που δεν έχουν αφομοιωθεί στην πραγματικότητα και για περίπου 100 χρόνια αντιστέκονται. Αυτούς τους ονομάζουμε κρυπτο-Αρμένιους και ζουν με δύο ταυτότητες. Στην κοινωνία και στην καθημερινότητά τους είναι Τούρκοι ή Κούρδοι ενώ στο σπίτι τους Αρμένιοι που διατηρούν τις παραδόσεις, τις συνήθειες και τη θρησκεία τους. Πολλές φορές έχουν και ένα σταυρό μέσα στο σπίτι ή ένα ευαγγέλιο.

Όταν μιλάμε για εξισλαμισμένους Αρμενίους, πρέπει να διακρίνουμε αυτές τις δύο κατηγορίες, διαφορετικά εξάγουμε λάθος συμπεράσματα.

 

Σε αυτούς τους πληθυσμούς συμπεριλαμβάνονται και οι Αρμένιοι του Χεμσίν;

Οι Αρμένιοι του Χεμσίν είναι μια ακόμη μεγάλη ομάδα που την εντάσσουμε σε μια άλλη κατηγορία Αρμενίων οι οποίοι εξισλαμίστηκαν πριν από 300 χρόνια. Και σε αυτή την περίπτωση συναντάμε δυο διαφορετικές εκφάνσεις: των Χεμ-σίν της περιοχής του Αρτβίν, που ως επί το πλείστον μιλούν την αρμενική διάλεκτο, έχουν αρμενικά τραγούδια και παραδόσεις και αποδέχονται ότι έχουν αρμενική καταγωγή και των Χεμσίν της περιοχής Ριζά, όπου ο πληθυσμός αυτοπροσδιορίζεται ως Χεμσινλήδες και δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ούτε Αρμένιους αλλά ούτε και Τούρκους.

 

Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια αριθμητική περιγραφή αυτών των πληθυσμών.

Η αριθμητική απεικόνιση των πληθυσμών αυτών είναι αρκετά δύσκολη και παρακινδυνευμένη όσο αφορά στην προσέγγιση της πραγματικότητας. Υπάρχουν πολλοί ερευνητές που έχουν αναφερθεί με αριθμούς. Για παράδειγμα έχει επιστημονικά καταγραφεί ότι ο αριθμός των παιδιών, των εγγονιών και των δισέγγονων των 100.000 ορφανών που δόθηκαν σε Τούρκους και Κούρδους πρέπει να είναι πολύ μεγάλος και ίσως προσεγγίζει κάποια εκατομμύρια. Πρόκειται για άτομα που έχουν αρμενική ρίζα. Για τις υπόλοιπες ομάδες θα πρέπει να είμαστε πολύ πιο προσεκτικοί. Στις αναφορές μας μιλάμε για δύο έως τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά θα πρέπει να είμαστε συγκεκριμένοι σε ποιο αριθμό ανθρώπων αναφερόμαστε. Εάν συνυπολογίσουμε όλους τους Αρμενίους που έχουν αποσπαστεί από τον εθνικό κορμό και έχουν αλλαξοπιστήσει, τότε ο αριθμός τους είναι πραγματικά τεράστιος. Ωστόσο ο αριθμός των κρυπτο-Αρμενίων είναι πολύ μικρότερος. Σε διαφορετικές έρευνες εκτιμάται ότι είναι από 700.000 έως ενάμισι εκατομμύριο. Κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για εμάς διότι είναι άνθρωποι που έχουν συνείδηση της αρμενικότητάς τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατοικούν στη δυτική Αρμενία, το Ντερσίμ και την Κιλικία. Είναι ενδεικτικό ότι ο Χράντ Ντινκ έλεγε πως εάν κάποτε η Τουρκία εκδημοκρατιστεί θα αποκαλυφθούν δύο εκατομμύρια Αρμένιοι.

 

Σε αυτούς τους Αρμενίους, έχουν διατηρηθεί στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού μας που έως σήμερα εμείς τα θεωρούσαμε χαμένα λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής;

Ναι βέβαια. Είναι πολύ σημαντικό που έχουν διατηρήσει τα αρμενικά τραγούδια και τους χορούς, και μάλιστα κάποια από αυτά για εμάς είναι ένας εθνικός θησαυρός που έχει διασωθεί από τους κρυπτο-Αρμένιους. Και όχι μόνο. Για παράδειγμα, οι Χεμσίν έχουν διατηρήσει κάποιους αρμενικούς χορούς που σήμερα μόνο εκεί τους συναντάς, όπως ο πολεμικός χορός με τα σπαθιά, ο χορός «τρ-τρ» και ο χορός της αρκούδας. Συχνά οι συνθήκες διαβίωσης σε απομακρυσμένες περιοχές και η απομόνωση βοήθησαν ώστε να διασωθούν μέχρι τις μέρες μας χοροί που χορεύονταν για χιλιετίες.

Στο Ντερσίμ και σε άλλες περιοχές έχουν διατηρηθεί λαϊκές παραδόσεις και συνήθειες, όπως ο αρμενικός παραδοσιακός γάμος. Ενώ πολλές φορές μετάφρασαν και τραγούδησαν τα αρμενικά τραγούδια στα τουρκικά και κουρδικά κρατώντας αυτούσια την αρμενική μελωδία.

Στο Χεμσίν σήμερα, στην περιοχή Ριζά, όπου δεν ομιλείται πλέον η αρμενική γλώσσα, αν και πολλοί την γνωρίζουν, γιορτάζουν την αρμενική παραδοσιακή γιορτή Βαρταβάρ. Για μια εβδομάδα από τις 15-22 Ιουλίου πραγματοποιείται ένα μεγάλο φεστιβάλ που το ονομάζουν Βαρτιβόρ, όπου τα κορίτσια φορούν παλιές αρμενικές παραδοσιακές στολές.

 

Η ενασχόληση με αυτούς τους πληθυσμούς και η ανάδειξη των προ-βλημάτων τους μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για αυτές τις ομάδες;

Κατηγορηματικά όχι. Εμείς καταπιαστήκαμε και ασχοληθήκαμε με αυτά τα θέματα πολύ αργότερα. Πριν από εμάς, ασχολήθηκαν - και συνεχίζουν να ασχολούνται - τούρκοι ιστορικοί και πολιτικοί. Επίσης, ο τουρκικός Τύπος έχει αναδείξει αυτό το θέμα και χιλιάδες άρθρα και μελέτες έχουν γραφτεί σχετικά με αυτό. Έχουμε καταγράψει τουλάχιστον 350 μελέτες και άρθρα στην τουρκική γλώσσα για τους κρυπτο-Αρμένιους, οι οποίες όμως ως επί το πλείστον προσεγγίζουν το θέμα με αρνητική διάθεση.

Λίγοι είναι οι ακαδημαϊκοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι που επικρίνουν την πολιτική της αφομοίωσης και του εξισλαμισμού. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άνθρωποι του προοδευτικού χώρου της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα έχουν γίνει μελέτες στην Ευρώπη και την Αμερική και έχουν γυριστεί ντοκιμαντέρ. Επίσης, μεγάλος αριθμός από τους Αρμένιους αυτούς έχει μεταναστεύσει στην Ευρώπη. Έχουν δημιουργήσει πολιτιστικούς συλλόγους και κάποιοι βαφτίζονται.

Στην Κωνσταντινούπολη έχουμε συλλόγους Αρμενίων από το Σασούν, το Ντερσίμ, τη Μαλάτια που έχουν ως στόχο τη διαφύλαξη της αρμενικής πολιτιστικής και ιστορικής παράδοσης.

 

Δηλαδή, όσοι «ανακαλύπτουν» την αρμενικότητά τους δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα;

Δυστυχώς, αντιμετωπίζουν. Ο Μιχράν Γκιουλτεκίν εκφράζοντας το παράπονο των Αρμενίων που επιστρέφουν στη χριστιανική πίστη λέει ότι, η επίσημη παροικία και το Πατριαρχείο δεν τους συμπεριφέρεται όπως θα ήταν αναμενόμενο, κρατώντας μια επιφυλακτική στάση απέναντί τους.

Προσωπικά έχω μιλήσει με τον Μιχράν γι’ αυτό το θέμα και το κατανοώ. Οι εξισλαμισμένοι Αρμένιοι μιλούν κουρδικά ή τουρκικά, δεν έχουν καμία επαφή με την αρμενική γλώσσα και η διαδικασία για να αποδείξουν ότι είναι επισήμως Αρμένιοι είναι μια χρονοβόρα και πολύ δύσκολη διαδικασία.

Μετά υποχρεούνται από το Πατριαρχείο να περάσουν από μαθήματα αρμενικής γλώσσας για να βαφτιστούν.

Θα πρέπει να τονίσουμε τη συντηρητική συμπεριφορά της κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία προβληματίζεται για τη σχέση της με το τουρκικό κράτος, διότι δεν θέλει νέα προβλήματα με την αποδοχή μεγάλου αριθμού αν-θρώπων στους κόλπους της. Μια προσέγγιση με την οποία δεν συμφωνώ. Αναπόφευκτα, η αποκοπή εδώ και τέσσερις γενεές αυτών των ανθρώπων από την αρμενική εκκλησία και την παροικία, δημιουργούν προβλήματα κατανόησης και εξοικείωσης.

Πιστεύετε ότι μελλοντικά θα ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα;

Η στάση που έχουμε ως λαός - και όχι μόνο η αρμενική κοινότητα στην Τουρκία - ότι δηλαδή δεν μπορούμε να δεχτούμε την ύπαρξη Αρμενίων με άλλο θρήσκευμα και να τους θεωρήσουμε ισότιμους είναι λάθος. Το έθνος μας από τα αρχαία χρόνια ήταν πολυθρησκευτικό έθνος. Βέβαια, θα πρέπει να προσεγγίσουμε με προσοχή αυτό το θέμα, χωρίς να παραγνωρίζουμε το σημαντικό ρόλο της Αρμενικής Αποστολικής εκκλησίας στην ιστορία. Άλλωστε, στην Αρμενία έχουμε αρμένιους καθολικούς, ευαγγελικούς, αλλά και πολλές αιρέσεις που έχουν χιλιάδες πιστούς, τους οποίους ορθά τους θεωρούμε ισότιμους Αρμένιους.

Παρ’ όλα αυτά δεν αποδεχόμαστε τους ανθρώπους αυτούς που για να γλυτώσουν τη ζωή τους και των παιδιών τους ασπάστηκαν μια άλλη θρησκεία, οι οποίοι με την πάροδο των χρόνων και λόγω του καταπιεστικού περιβάλλοντος απλά έχασαν την επαφή με την αρμενική γλώσσα.. Κατά τη γνώμη μου αυτή η στάση είναι μεγάλο λάθος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν θύματα της γενοκτονίας του 1915 και σήμερα έχουν τις πιο νωπές μνήμες γιατί διαβιούν στον τόπο όπου αυτή συντελέστηκε.

Οι μνήμες και οι ιστορίες έχουν περάσει από γενιά σε γενιά. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά που μας χωρίζουν αλλά για αυτά που μας ενώνουν, τα οποία είναι σαφώς περισσότερα και σημαντικότερα.

 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται αναστύλωση αρμενικών εκκλησιών που είχαν καταστραφεί, με σημαντικότερη τη συντήρηση και τον εξωραϊσμό της μονής του Σουρπ Χατς στο Βαν. Πώς θα περιγράφατε τη συμπεριφορά του τουρκικού κράτους;

Η πολιτική της Τουρκίας δεν έχει αλλάξει. Αυτές οι αναστυλώσεις γίνονται για να δείξει στην κοινή γνώμη - και πολύ περισσότερο στην Ευρώπη -, ότι σέβεται τον αρμενικό πολιτισμό. Όμως, αναστυλώνοντας δυο τρεις από τις 2.500 μονές και εκκλησίες που υπήρχαν στην Τουρκία και σήμερα είναι κατεστραμμένες, δεν μπορεί να γίνει πιστευτή. Ο Τούρκος πρωθυπουργός καθώς και άλλοι πολιτικοί στις δημόσιες ομιλίες τους χρησιμοποιούν κατά κόρον την αναστύλωση του Σουρπ Χατς θέλοντας να αποδείξουν την αλλαγή της συμπεριφοράς τους προς τους χριστιανικούς λαούς της Τουρκίας. Εμείς δεν πρέπει να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα.

Η αναστύλωση ναών και η αλλαγή της χρήσης σε μουσεία ή πολιτιστικά κέντρα φέρνει για εμάς αντίθετα αποτελέσματα. Ο πιστός που προσευχόταν και άναβε το κερί του και θεωρούσε ιερό μέρος τη μισογκρεμισμένη εκκλησία, τώρα ο φυλασσόμενος χώρος του το απαγορεύει. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους κρυπτο-Αρμένιους.

 

Στην ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, παρότι είπαμε πολλά υπήρξαν θέματα που δεν προλάβαμε να αγγίξουμε στη συζήτησή μας. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να συμπληρώσετε;

Για εμάς είναι σημαντικό η δουλειά που κάνουμε, οι έρευνες για την ιστορία, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό της δυτικής Αρμενίας να είναι εύκολα προσβάσιμες για όλους όσους θέλουν να ενημερώνονται γι’ αυτά τα θέματα.

Άλλωστε αυτή είναι και η αποστολή μας.

Έχουμε δημιουργήσει ένα πολύ πλούσιο site στην αρμενική και τουρκική γλώσσα - www.akunq.net/am/ και www.akunq.net/tr/ αντίστοιχα - με θέματα που περιλαμβάνουν από την τοπική κουζίνα έως την ιστορία, την πολιτική, τη θρησκεία, καθώς και συνεντεύξεις. Αλλά το σημαντικότερο, έχουμε πολλά θέματα για την καθημερινότητα των Αρμενίων στην περιοχή.

Ελπίζουμε για πολλούς το site αυτό να είναι η αφετηρία για την επαφή και τη μελέτη ενός μεγάλου μέρους της ιστορικής μας πατρίδας.

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Αρπινέ Σαχμπανταριάν

Η γενοκτονία είναι ένας όρος ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει ούτε ένα αιώνα ζωής από τότε που επινοήθηκε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων αιώνων, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τη μεγαλύτερη γενοκτονία της ανθρωπότητας, των Ινδιάνων της Αμερικής. Αναμφίβολα, και μόνο στο άκουσμα της λέξης σκεφτόμαστε το θάνατο και την καταστροφή. Τη δική της εκδοχή σε αυτόν τον όρο δίνει η αρμενικής καταγωγής καλλιτέχνιδα Αρπινέ Σαχμπανταριάν, με τη συμμετοχή της στην έκθεση «Η Απανθρωπιά του Ανθρώπου προς τον Συνάνθρωπό του». Η ολιστική προσέγγισή της, που καλύπτει τις περισσότερες γενοκτονίες της νεότερης ιστορίας, μας υπενθυμίζει ότι τελικά όλοι οι λαοί είναι εν δυνάμει ικανοί να διαπράξουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Είναι σαφές ότι η ιστορία του λαού μας και η απόσταση από τη μητέρα πατρίδα με επηρεάζει σε προσωπικό επίπεδο, όπως και την τέχνη μου

 

Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για την καλλιτεχνική σου πορεία;

Η πρώτη φορά που ασχολήθηκα σοβαρά με την τέχνη ήταν με τον καθηγητή Ατανιάν στο Κέντρο Τεχνών που διευθύνει στο Γκλέντεϊλ της Καλιφόρνιας. Εκεί φοίτησα από το 1997 μέχρι το 2001. Συνέχισα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας απ’ όπου αποφοίτησα με κύριο πτυχίο στη Βιολογία και δευτερεύον στις Καλές Τέχνες (στο σχέδιο και στη ζωγραφική). Ο δάσκαλός μου, καθηγητής Ατανιάν ήταν αυτός που με έφερε, ουσιαστικά για πρώτη φορά, σε επαφή με την παραδοσιακή αρμενική τέχνη της μικρογραφίας. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ μάλιστα που αργότερα θέλησα πλέον μόνη μου να εξελίξω την τεχνική που διδάχτηκα αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τις μικρογραφίες στα βιβλία και συμμετέχοντας σε εργαστήρια στο Κέντρο Getty.

 

Πώς θα περιέγραφες την Αρπινέ ως καλλιτέχνη αλλά και ως γυναίκα;

Ως καλλιτέχνη θα με χαρακτήριζα πολύ αναλυτική και «μαθηματική». Υποσυνείδητα, αυτά τα στοιχεία τα έχω διοχετεύσει και στην τέχνη μου.

Θεωρώ ότι αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επιρροή του πατέρα μου που είναι μηχανικός, όπως φυσικά και στο επιστημονικό υπόβαθρο των σπουδών μου.

Όσο για την γυναικεία μου υπόσταση… Θα έλεγα ότι είμαι ένα άτομο που αισθάνεται βαθιά ευγνωμοσύνη για την ευλογία που έχει η ζωή του, η οικογένειά του και το ταλέντο του - η οποία θεωρώ ότι είναι με έναν τρόπο θεόσταλτη. Προσπαθώ ακόμη να ανακαλύψω τα αίτια αυτής της ευλογίας στη ζωή μου και πασχίζω να την αξιοποιήσω στο έπακρο. Από τις δυο κόρες των γονιών μου, είμαι η νεότερη και παρ’ όλα αυτά νιώθω ότι έχω μια πιο εύκολη και ανέμελη προοπτική στη ζωή μου.

 

Τι σε ώθησε να ασχοληθείς ευρύτερα με το ζήτημα της γενοκτονίας - όχι μόνο με την αρμενική, αλλά και με τις υπόλοιπες γενοκτονίες της νεότερης ιστορίας της ανθρωπότητας;

Στα πλαίσια της σχολής μου, έπρεπε να παρουσιάσω μια εργασία με ένα ενιαίο θέμα. Καθώς, ήμουν μια από τις ελάχιστες μαθήτριες με αρμενική καταγωγή, θεώρησα ότι ήταν μια κατάλληλη ευκαιρία για να παρουσιάσω μια όψη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς μας στους συμμαθητές μου. Έτσι, επέλεξα να απεικονίσω με μια καλλιτεχνική προσέγγιση την αλλαγή των συνόρων τις ιστορικής Αρμενίας, από την έναρξη της γενοκτονίας του 1915 μέχρι σήμερα.

Ο πατήρ Βαζκέν Μοβσεσιάν, ο πάστορας της εκκλησιάς στο Γκλέντεϊλ, πάντοτε κήρυττε τη σημασία της ιστορικής μνήμης αλλά και της πρόληψης των γενοκτονιών. Και τόνιζε, ότι ειδικά εμείς οι Αρμένιοι που έχουμε βιώσει ως λαός μια τέτοια καταστροφή, θα πρέπει να είμαστε πάντα οι πρώτοι που θα αγωνιζόμαστε ενάντια σε οποιαδήποτε γενοκτονία. Γι’ αυτό το λόγο, θεώρησα πολύ σημαντικό να μην μνημονεύσω μόνο την Αρμενική γενοκτονία, αλλά και όλες τις υπόλοιπες που ακολούθησαν μετά από αυτήν.

 

Τι εντυπώσεις άφησε η έκθεση «Η Απανθρωπιά του Ανθρώπου προς το Συνάνθρωπό του»;

Ήταν τιμή μου να λάβω μέρος σε μια τόσο ιδιαίτερη έκθεση και τελικά να διαπιστώσω ότι υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες στις ΗΠΑ που θέτουν το ζήτημα της απάνθρωπης βίας μέσω των εικαστικών τεχνών. Την έκθεση επισκέφτηκαν και πολλοί αξιωματούχοι ή άνθρωποι με κάποιο δημόσιο αξίωμα, πράγμα που θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό. Διότι, κατά κάποιο τρόπο, μας δίνεται η δυνατότητα να μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας, με ανθρώπους που από τη θέση που κατέχουν, μπορούν να φέρουν την πολυπόθητη αλλαγή.

 

Μπορεί η τέχνη να επηρεάσει την κοινή γνώμη, και αν ναι με ποιους τρόπους;

Ναι, η τέχνη δίχως αμφιβολία μπορεί να αφυπνίσει την κοινή γνώμη. Πιστεύω απόλυτα στο απόφθεγμα, ότι «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Από τα βιβλία, τα περιοδικά, τις εφημερίδες, την τηλεόραση έως και το διαδίκτυο, όλα μας μεταδίδουν εικόνες, φωτογραφίες και βίντεο. Με τις εικαστικές τέχνες μπορείς να περάσεις σε ένα ολόκληρο κοινό, αισθήματα όπως θυμός, θάρρος, φόβος και πολλά περισσότερα χωρίς τη χρήση ούτε μιας λέξης. Επίσης, όπως με τη μουσική και τα μαθηματικά, η τέχνη είναι ένα καθολικό μέσο επικοινωνίας, το οποίο ξεπερνά τα όρια της απλής γλώσσας, των εθνών και της οικονομίας.


Περιέγραψέ μας την τεχνοτροπία σου. Ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ζωγραφίζω έχοντας ως πρότυπο τις μικρογραφίες των χειρογράφων του 12ου-14ου αιώνα και εμπνέομαι από τα χατσκάρ (σταυρόπετρες) και την αρμενική αρχιτεκτονική. Χρησιμοποιώ νερόχρωμα, λάδια και ακρυλικά σε συνδυασμό με φύλα χρυσού 24 καρατίων.

Σε μια σειρά πινάκων που έχω ζωγραφίσει τα γράμματα του αρμενικού αλφάβητου, τα χρώματα που προτίμησα ήταν αυτά που χρησιμοποιούνται στα χειρόγραφα όπως το μπλε, το κόκκινο και το πράσινο. Σε άλλα μου έργα όπως στη σειρά με τους χάρτες, χρωμάτισα ξύλινες επιφάνειες με αποχρώσεις του καφέ και το κίτρινου.

 

Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που προτιμάς το χρώμα του χρυσού. Τα υπόλοιπα χρώματα τι σημασία έχουν για σένα;

Ναι, βέβαια, το χρώμα του χρυσού είναι αναμφισβήτητα πολύ συμβολικό, όπως και στις μικρογραφίες των χειρογράφων.

Όπως οι καλλιτέχνες της εποχής το χρησιμοποιούσαν για να αναδείξουν το Λόγο του Θεού, έτσι κι εγώ το χρησιμοποιώ για να δώσω «αξία» στα θέματα που πραγματεύονται τα έργα μου. Επίσης, μου αρέσει το κόκκινο χρώμα και στα έργα μου το χρησιμοποιώ συχνά, διότι έτσι νιώθω σαν να θέτω τις δικές μου αρμενικές βάσεις πάνω στις οποίες «χτίζω» και φιλοτεχνώ τα έργα μου. Αυτά αποτελούν μέρος της καλλιτεχνικής μου υπογραφής.

 

Προέρχεσαι από ένα λαό που είναι στοιχειωμένος από μια γενοκτονία. Συν τοις άλλοις, ήρθες στις ΗΠΑ ως μετανάστης. Σε τι βαθμό αυτά τα στοιχεία σε επηρέασαν και πως αντικατοπτρίζονται στην τέχνη σου;

Ως μετανάστης, προσπαθώ διαρκώς να διατηρήσω τις ρίζες μου και τον πολιτισμό μου. Εκτιμώ πάρα πολύ οτιδήποτε μου θυμίζει την πατρίδα μου και συνεχώς προσπαθώ να περιτριγυρίζομαι από οτιδήποτε αρμενικό, είτε αυτό σημαίνει μουσική, είτε τέχνη, είτε ακόμη και αρμενική κουζίνα.

Είναι σαφές ότι η ιστορία του λαού μας και η απόσταση από τη μητέρα πατρίδα με επηρεάζει σε προσωπικό επίπεδο, όπως και την τέχνη μου. Άλλωστε η θεματολογία πολλών έργων μου το επιβεβαιώνει.

 

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια και τι προσδοκίες έχεις;

Απολαμβάνω πάρα πολύ να μου αναθέτουν τη δημιουργία πρωτότυπων έργων και ελπίζω οι πίνακές μου να έχουν απήχηση και να αγαπηθούν και από τις επόμενες γενιές.

Επίσης, μου αρέσει να συμμετέχω στη δημιουργία έργων μεγάλη κλίμακας όπως τοιχογραφίες ή κατασκευές στο χώρο (installation) τις οποίες μπορούν να απολαύσουν όλοι και όχι μόνο ο κόσμος των εκθεσιακών κέντρων.

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Σεβαντά

«Τα λόγια είναι άνευ σημασίας και ενίοτε οδυνηρά». Προφανώς αυτός είναι ένας λογικοφανής λόγος για τον Σεβαντά προκειμένου να υποστηρίξει την εμπνευσμένη αγάπη του για τις «εικόνες», μέσα από την ιδιότητα του κινηματογραφιστή, σκηνοθέτη, παραγωγού αλλά και φωτογράφου. Στα 38 του χρόνια, αυτός ο «περίεργος» -για τους πολλούς- τύπος, έχει επιτύχει να κάνει διεθνώς αισθητή την παρουσία του στα κινηματογραφικά δρώμενα και να διαπρέψει με ταινίες, κυρίως μικρού μήκους - στις οποίες είναι αναμενόμενο πολλές φορές τα… λόγια να περιττεύουν. Εύστροφος, πεισματάρης, αυτοσαρκαστικός και συνειδητός… παγανιστής, όπως δηλώνει είναι κάτοικος του πλανήτη γη στην πόλη του Λος Άντζελες. Ωστόσο η αρμενική καταγωγή του είναι έκδηλη όχι μόνο στην τέχνη του, αλλά και στον τρόπο που σκέφτεται και τοποθετείται.

Τα Αρμενικά ήρθαν σε επαφή μαζί του και το αποτέλεσμα είναι η συνέντευξη που ακολουθεί.

«Η αρμενική καταγωγή μου, αποτελεί πεδίο αστείρευτης ενέργειας»

 

Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου σε 40 λέξεις;

Το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου είναι μπερδεμένο, αναποφάσιστο, εύθραυστο, συναισθηματικό, μαχητικό, παθιασμένο, ανικανοποίητο, προβληματικό αλλά και ονειροπαρμένο. Το δεξί ημισφαίριο είναι αυστηρό, αποφασιστικό, με αυτοπεποίθηση, πολυμήχανο, λειτουργεί με στρατηγική και ρεαλισμό αναζητώντας πάντα με τελειομανία την πρόκληση.

 

Πώς καταστάλαξες στη φωτογραφία και τον κινηματογράφο και γιατί τελικά επέλεξες τις συγκεκριμένες μορφές έκφρασης;

Δεν τις επέλεξα εγώ. Αυτές με… επέλεξαν. Ξεκίνησα ως βιολιστής στο ωδείο. Ο πατέρας μου, Σαμουέλ Σεβαντά, είναι ένας γνωστός καλλιτέχνης. Με πήρε υπό την προστασία του στη σχολή του, από τότε που ήμουν πέντε χρονών. Εκεί ουσιαστικά άγγιξα, μύρισα και αισθάνθηκα την τέχνη. Όλες αυτές οι εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας, η συναναστροφή με ποιητές, τραγουδιστές, ηθοποιούς, σκηνοθέτες και φωτογράφους, όλοι φίλοι του πατέρα μου, μου εντυπώθηκαν και μου χάρισαν μια ιδιαίτερα διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη ζωή. Πολλά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα, ότι μόνο αν συνέθετα και συνέπλεκα όλες τις μορφές τέχνης με τις οποίες ήρθα σε επαφή - και μόνο τότε - θα μπορούσα πραγματικά να γίνω δημιουργικός. Ο δρόμος αυτός που ακολούθησα, με οδήγησε στον κινηματογράφο και την τέχνη.

Προέρχεσαι από ένα οικογενειακό υπόβαθρο με «βαριά» καλλιτεχνική κληρονομιά. Θέλεις να μας δώσεις μια εικόνα της καλλιτεχνικής σου εξέλιξης από την παιδική σου ηλικία μέχρι σήμερα;

Δεν έχω να πω πολλά για την προσωπική καλλιτεχνική μου εξέλιξη, εκτός από το ότι ειλικρινά πιστεύω στην Εθνική Κληρονομιά και Μετεμψύχωση. Έχω διαπιστώσει ότι τα πάντα μας χαρίζονται και μας αφαιρούνται το ίδιο γρήγορα. Πολλοί το αποδίδουν στο Θεό, εγώ πιστεύω στη συλλογική συνείδηση. Την αντιλαμβάνομαι και γίνομαι κομμάτι της. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αντλώ στοιχεία από αυτή την έξοχη «δεξαμενή».

 

Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια όσο αφορά στις ταινίες σου αλλά και για τις δημιουργίες σου ευρύτερα;

Τα τελευταία 8 χρόνια έχω σκηνοθετήσει μια τριλογία ταινιών μικρού μήκους και έχω συνθέσει μια μουσική τριλογία. Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε όταν ήρθα στις ΗΠΑ. Μακριά πλέον από την Αρμενία, συνειδητοποίησα ότι είναι λάθος να αφήνεις την πατρίδα σου μόνο και μόνο για να έχεις μια επιτυχημένη καριέρα. Οπότε από το 2000 και μετά, το ταξίδι ΗΠΑ-Αρμενία και αντίστροφα γίνεται κάθε χρόνο. Οι φίλοι μου Μικαέλ Μπογοσιάν, Εντγκάρ Μπαγντασαριάν και Κοχάρ Ιγκιτιάν με βοήθησαν και μου έδωσαν μια ώθηση για να γυρίσω τις πρώτες ταινίες μικρού μήκους As A Begin-ning, Mikosh, The Rope, Three Co-lors In Black and White.

Και κάπως έτσι… φτάσαμε στο σήμερα.

 

Τι αποδοχής χαίρουν οι ταινίες σου έως τώρα;

Έχω λάβει τουλάχιστον 10 διεθνή και εθνικά βραβεία. Ενδεικτικά, το βραβείο καλύτερου μοντάζ στο φεστιβάλ ταινιών San Gio της Βερόνα για το Three Colors In Black and White. Επίσης, το Mikosh έχει πάρει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Con Can της Ιαπωνίας και το βραβείο κοινού του φεστιβάλ TIFF της Αλβανίας. Ενώ, ήταν επίσημη επιλογή στο πρόγραμμα του φεστιβάλ Καννών και του φεστιβάλ Jove της Βαλένθιας.

Όταν δημιουργείς μια ταινία επιδιώκεις να μεταφέρεις κάποιο μήνυμα στο κοινό σου;

Τα θέματα των ταινιών μου προκύπτουν από το γεγονός ότι εμπιστεύομαι απόλυτα την έμπνευση και το συναίσθημά μου. Θεωρώ, ότι όλοι οι καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο -είτε πρόκειται για συγγραφείς, είτε για ζωγράφους, είτε για σκηνοθέτες- έχουν να πουν μια καλή ιστορία. Οπότε κι εγώ με τη σειρά μου, ξεκινάω να δημιουργώ μια ταινία με την ελπίδα ότι θα αφήσω το δικό μου προσωπικό στίγμα ομορφιάς και πλούτου.

 

Έχει χώρο η πολιτική στην τέχνη;

Ναι, και βέβαια έχει. Και πρέπει να έχει. Η τέχνη είναι η δύναμη της αλλαγής της Κατάστασης της Ανθρωπότητας. Η πολιτική κάνει το αντίθετο. Όταν έρχονται σε επαφή, τότε μπορούμε να δημιουργήσουμε μια σύνθεση της πραγματικότητας, η οποία κατά βάθος είναι… Μεταφυσική.

 

Πώς επιλέγεις τους ηθοποιούς σου;

Κατά τη γνώμη μου είμαστε όλοι ηθοποιοί, με την έννοια ότι όλοι ποιούμε ήθη. Και τα πρόσωπα όλων μας, είναι οι μάσκες μας. Οπότε, όταν επιλέγω έναν ηθοποιό για κάποιο ρόλο, κατά βάση, αναζητώ την εσωτερική χάρη και ομορφιά του, η οποία είναι παρούσα στα μάτια κάθε ανθρώπου. Επίσης, εμπιστεύομαι πάντα τη Μεταφυσική - χωρίς αυτήν καμιά ταινία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Διότι, όταν οι ταινίες και η σκηνοθεσία κινούνται μέσα σε αυτά τα μυστηριακά κανάλια της Φύσης και της Θέωσης αποκαλύπτουν την πραγματική τους υπόσταση. Ως σκηνοθέτης, θεωρώ ότι είναι πρωταρχικό μέλημα να αντιληφθούμε και να αναζητήσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. Στη συνέχεια, όταν -και εάν- βρούμε αυτή τη μαγεία, τότε τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν το δρόμο της τέχνης.

 

Σε γενικές γραμμές, οι ηθοποιοί στις ταινίες σου έχουν ιδιαίτερη φωτογένεια και πολύ χαρακτηριστικά πρόσωπα. Αυτό οφείλεται στην προσωπική σου οπτική ή απλά τυχαίνει;

Δεν ξέρω, απλά κάνω ότι και οι περισσότεροι καλλιτέχνες, δηλαδή επιχειρώ με αφοσίωση να βρίσκω παντού την ομορφιά. Απλά προσπαθώ. Ο κινηματογράφος είναι μια μορφή τέχνης που βασίζεται σε πολλούς. Αποτελεί μια ομαδική και συνεργατική υπόθεση. Δεν είναι βιομηχανία, όπως πολλοί στις ΗΠΑ αρέσκονται να τον αποκαλούν και δεν θα μπορούσε να γίνει και ποτέ.

Το να υπολογίζεις τη διάθεση του κοινού-καταναλωτή, το να προσπαθείς να προβλέπεις τα κέρδη, το να το πακετάρεις με ένα ωραίο περιτύλιγμα και μετά να το πουλάς, είναι τακτικές που δεν έχουν θέση στην 7η τέχνη. Άλλωστε ,ύστερα από λίγο αυτή η προσέγγιση παύει να λειτουργεί, γεγονός που το διαπιστώνουμε και στα χολιγουντιανά μπλογκμπάστερ. Χάνουν τελικώς την ουσία και αγγίζουν τα πάντα επιφανειακά. Επιπρόσθετα, αποτυγχάνουν εντελώς, λόγω του ότι δεν δανείζονται στοιχεία από τις εθνικές κληρονομιές και τη λαογραφία.

 

Φαντάζομαι σου αρέσει να βλέπεις ταινίες. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σκηνοθέτες και ποιες ταινίες θα ξεχώριζες;

Και βέβαια μου αρέσει να βλέπω ταινίες. Αγαπημένες μου ταινίες είναι Ο Καθρέφτης, Η Θυσία και το Σολάρις του Αντρέι Ταρκόβσκι, το Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελλίνι, οι ταινίες του Ρομπέρ Μπρεσόν κ.ά.. Κατά κύριο λόγο μου αρέσει ο ευρωπαϊκός και ο ασιατικός κινηματογράφος. Με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και μου προσφέρουν έμπνευση. Θα το ξαναπώ όμως, ο Ταρκόβσκι είναι Θεός.

 

Η αρμενική καταγωγή σου, κατά πόσο έχει επηρεάσει τo ύφος των ταινιών σου;

Η αρμενική καταγωγή μου είναι προφανές ότι με έχει επηρεάσει και πιστεύω ότι αποτελεί ένα πεδίο αστείρευτης ενέργειας - εάν αξιοποιηθεί με προσοχή και σύνεση.

Όσο για τις επιρροές μου, ευρύτερα, θα έλεγα ότι είναι η παγανιστική μας κληρονομιά, οι ποιητές Γεγισέ Τσαρένς, Χοβανές Τουμανιάν και Βαχάν Τεριάν, ο Σεργκέι Παρατζάνοφ, ο Αντρέι Ταρκόβσκι φυσικά, ο Γκαμπριέςλ Γκαρσία Μαρκές, ο πατέρας μου και η οικογένειά μου.

 

Έχεις σκηνοθετήσει τις ταινίες σου στην Αρμενία. Συνάντησες δυσκολίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Για να είμαι ειλικρινής, δυσκολίες συνάντησα σε κάθε βήμα στο δρόμο μου, σε κάθε στάδιο της παραγωγής, σε όλες τις φάσεις των γυρισμάτων.

Δυστυχώς, η κατάσταση στην Αρμενία είναι πολύ πίσω σε πολλά ζητήματα. Ακόμη ζούμε τη φάση της προσαρμογής από το προηγούμενο σοβιετικό καθεστώς. Και πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος ακόμη για να απαλλαγούμε από τους «Χριστιανούς-Μπολσεβίκους», οι οποίοι στρογγυλοκάθονται στις ανώτερες θέσεις της γραφειοκρατικής μηχανής ελέγχοντας τα πάντα, ακόμα και τη βιομηχανία του κινηματογράφου.

 

Υπάρχουν πολιτιστικές συγγένειες μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων;

Ο κάθε λαός είναι διαφορετικός. Αρμένιοι και Τούρκοι διαφέρουν στην τέχνη, στον πολιτισμό, στο εμπόριο και γενικά σε κάθε πτυχή του τρόπου ζωής. Γι' αυτό και εμείς έχουμε επιτύχει στη μουσική, στη ζωγραφική, στο σκάκι κλπ.

 

Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε πολλούς νέους τούρκους σκηνοθέτες να ξεχωρίζουν και να κάνουν διεθνή καριέρα, οι οποίοι απαρτίζουν ένα νέο τουρκικό κινηματογραφικό ρεύμα. Έχεις δει εσύ κάποια τουρκική ταινία;

Όχι, δεν έχω δει. Και θα ήθελα τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν. Ας μου επιτραπεί να πω ότι θεωρώ ότι υπάρχει ένα… κενό μεταξύ μας. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ξεκίνησε πριν περίπου 100 χρόνια.

Μέχρι η Τουρκία να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος μεταξύ Αρμενίων και Τούρκων. Εν πάση περιπτώσει, οι τουρκικές ταινίες δεν μ' ενδιαφέρουν. Αυτή είναι η θέση μου, έχω συνειδητά κατασταλάξει σε αυτήν και δεν σκοπεύω να την αλλάξω, εκτός κι αν υπάρξει μια λύση στο Αρμενικό ζήτημα.

 

Κατά τη γνώμη σου, οι αρμένιοι σκηνοθέτες θα μπορέσουν να έχουν την ευκαιρία να κάνουν διεθνή καριέρα στο κοντινό μέλλον;

Όπως προείπα έχουμε διαπρέψει σε καλλιτεχνικά πεδία ατομικής μορφής έκφρασης, αλλά δεν είμαστε καλοί συνεργάτες και «συμπαίκτες» στην ομαδική προσπάθεια. Για αυτό κι έχουμε πρόβλημα στο ποδόσφαιρο. Ο κινηματογράφος όμως όπως τόνισα και πριν, είναι μια ομαδική υπόθεση. Οι Αρμένιοι σκηνοθέτες θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν όπως π.χ. ο Ατόμ Εγκογιάν, μόνο αν βγουν έξω από το καβούκι τους, αν μάθουν να συνεργάζονται και τελικά επιστρέψουν στην Αρμενία με μια διαφορετική και ολοκληρωμένη αντίληψη των πραγμάτων. Τότε ναι, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να διαπρέψουμε. Και αυτό αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Απλά χρειαζόμαστε λίγο χρόνο ακόμα. Τα 70 χρόνια της Σοβιετικής «Δημοκρατίας» δε ξεγράφονται εύκολα. Έχουν χαραχτεί στην ψυχοσύνθεση των περισσότερων Αρμενίων.

 

Ποια είναι η γνώμη σου για τις σχέσεις μεταξύ Αρμενίας και Τουρκίας. Μπορεί τελικά η τέχνη να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των δύο λαών;

Βεβαίως και η τέχνη μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει όμως και οι δύο πλευρές να είναι ανοιχτές σε νέες προοπτικές και ιδέες. Αμφότεροι, είμαστε βαθιά δεμένοι με τις ρίζες μας.

Σε αυτό οφείλουμε άλλωστε την ύπαρξή μας μέχρι σήμερα. Είναι ο αμυντικός μηχανισμός που έχουμε και μας προστατεύει από το να διαλυθούμε και να εξελιχθούμε σε κάτι τελείως άλλο. Και φυσικά αυτή η άκαμπτη στάση είναι επόμενο να δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των δύο αυτών λαών.

Δεν πιστεύω στην πρακτική εφαρμογή της δημοκρατίας. Είναι πολύ ωραία στα χαρτιά, υπάρχει όμως ένα «αλλά». Στην πραγματικότητα, κάθε λαός έχει μια πολιτιστική κληρονομιά με τα αρνητικά της και τα θετικά της, και διατηρώντας την, με τις όποιες διαφορές και ομοιότητες, μας προσδιορίζει.

Είναι θέλημα… «Θεού». Σεβόμενοι ο καθένας την ιστορία του άλλου, μπορούμε να προχωρήσουμε και να φτάσουμε στη λύση. Διαφορετικά, τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει στη σχέση μεταξύ Αρμενίας και Τουρκίας.

Το ΝΑΤΟ προς το παρόν είναι με το μέρος της Τουρκίας, αλλά η παγκοσμιοποίηση θα καταρρεύσει. Έχει συμβεί στο παρελθόν και αναπόφευκτα θα ξανασυμβεί. Τότε, οι τρόποι που προσεγγίζουμε τους γείτονές μας σήμερα, θα καθορίσουν και τις μελλοντικές μας σχέσεις.

 

Ποια είναι τα σχέδια σου στο άμεσο μέλλον;

Προς το παρόν, είμαι βαθιά «χωμένος» στα γυρίσματα της ταινίας «Ο Τελευταίος Τροβαδούρος», η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα «Ραψωδία για τον Ιπποτισμό» του Γεγισέ Τσαρένς.

Επίσης, βρισκόμαστε στην προπαρασκευαστική φάση για τα γυρίσματα μια ταινίας, που θα στοιχίσει 50 εκατομμύρια δολάρια, σχετικά με τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Ο τίτλος της θα είναι «So Help You God» (σε ελεύθερη μετάφραση: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του»). Μάλιστα προγραμματίζουμε να την προβάλουμε στις αίθουσες στις 24 Απριλίου του 2015. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπο:

www.sohelpusgod.com

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Γκοσαβάνκ ένα παραμυθένιο μοναστήρι

Στον άνω ρου του ποταμού Κεντίκ βρίσκεται το μοναστηριακό συγκρότημα

Νορ Κεντίκ (Γκοσαβάνκ), που ίδρυσε o Μεχιτάρ Γκος.

Στο συγκρότημα, που χρονολογείται από τον 12ου αιώνα, συμπεριλαμβάνονται ο Ιερός Ναός της Παναγίας, ο ναός του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή, ο προθάλαμος (νάρθηκας), η βιβλιοθήκη με το καμπαναριό, το σχολικό κτήριο, η πινακοθήκη και το παρεκκλήσι.

 

Το ανάγλυφο της περιοχής καθώς και ο φυσικός περίγυρος καθόρισαν τις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες αυτού του συγκροτήματος. Το μοναστήρι δεν είχε τείχη και τα κτίσματά του περιβάλλονται από το βαθύ πράσινο του τοπίου. Οι κύριες εκκλησίες του μοναστηριακού συγκροτήματος ανήκουν στον τύπο του σταυροειδούς τρούλου, που ήταν ευρέως διαδεδομένος τον 10ο και 13ο αιώνα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή - ένα μικρό αψιδωτό κτίσμα - που επαναλαμβάνει τον τύπο των αρμενικών ναών της παλαιάς χριστιανικής εποχής του 5ου αιώνα με μονόκλιτη βασιλική. Στο εσωτερικό της διακρίνεται με όμορφη διακόσμηση, η αψίδα της Αγίας Τράπεζας που είναι στολισμένη με μια κομψή γιρλάντα με εναλλασσόμενο σχέδιο τριφυλλιού και σφαίρας. Η εξωτερική διακόσμηση της εκκλησίας είναι, επίσης, πλούσια.

Πολυάριθμα θρησκευτικά και άλλης χρήσεως κτήρια μαρτυρούν τον ενεργό ρόλο του μοναστηριού κατά το 12ο-13ο αιώνα. Το Νορ Κεντίκ (Νέο Κεντίκ) ανεγέρθηκε στη θέση του παλαιού μοναστηριού του Κεντίκ που καταστράφηκε από τον σεισμό το 1188.

Οι κύριες εκκλησίες ανήκουν στους ευρέως διαδομένους κατά το 10ο-13ο αιώνα τύπους: κεντρική αίθουσα με σταυρωτό τρούλο και τέσσερις πτέρυγες-προσαρτήματα στις γωνίες της κεντρικής διασταύρωσης. Εξαίρεση αποτελούν οι δύο εκκλησίες του Νορ Κεντίκ, του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή, μια μικρή αίθουσα με αψιδωτό τρούλο και το παρεκκλήσι της Αγίας Χριψιμέ του 1254, ιδιόμορφο τετράγωνο κτήριο με τρούλο, νοτιο-δυτικά του κεντρικού συγκροτήματος.

Η ανέγερση της εκκλησίας του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή στο Νορ Κεντίκ άρχισε το 1237 και ολοκληρώθηκε επί των ημερών του πρίγκιπα Κρικόρ-Ντγά το 1241, επαναλαμβάνοντας τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής της Αρμενίας του 5ου αιώνα.

Ο νάρθηκας του Νορ Κεντίκ με την οκτάεδρη στέγη πάνω από τις κεντρικές ενότητες (παραρτήματα), θυμίζει τη λαϊκή αρμενική οικία τύπου «κλχαντούν».

Ιδιόμορφη είναι η δομή της βιβλιοθήκης με το καμπαναριό στο Νορ Κεντίκ. Αρχικά, μέχρι το 1241, χτίστηκε ένα μικρό κτίσμα με κόγχες για τη φύλαξη βιβλίων και το ξύλινο, τύπου «κλχαντούν», σκέπασμα (επικάλυψη). Από τα δυτικά συνορεύει με μια μεγάλη αίθουσα, που χρησίμευε ως αίθουσα-αναγνωστήριο και τραπεζαρία. Σύντομα πάνω στη βιβλιοθήκη άρχισαν να οικοδομούν ένα διώροφο καμπαναριό, το οποίο ολοκληρώθηκε σε δύο στάδια. Ο δεύτερος όροφος υψώθηκε μόνο στο ύψος των δύο σειρών της πέτρινης επικάλυψης, γεγονός που επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη ατελών ημικιόνων στις προσόψεις. Στο δεύτερο στάδιο, που ολοκληρώθηκε το 1291 από τους κτήτορες του ναού Ντασαπέτ και Καραμπέτ, κτίστηκε ο άνω όροφος - μια μικρή εκκλησία με δυο αψίδες της Αγίας Τράπεζας, στεφανωμένες με ροτόντα-καμπαναριό με πολλές στήλες. Η είσοδος στην εκκλησία είχε προβλεφθεί από την οροφή του αναγνωστηρίου με μια πέτρινη κονσόλα-σκάλα.

Το καμπαναριό ήταν υψηλότερο από την εκκλησία του Αγ. Γρηγορίου, κάτι που της παρέδιδε κυρίαρχη σημασία στο συγκρότημα του Νορ Κεντίκ. Οι αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες του καμπαναριού είχαν αντιληφθεί κατά την επιμέλεια των εκκλησιών-κοιμητηρίων στο Γεγβάρντ και Νοραβάνκ, που εμφανίστηκαν στην Αρμενία κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα.

Ανάμεσα στις σταυρόπετρες του Νορ Κεντίκ υπάρχουν μοναδικά καλλιτεχνικά δείγματα. Ιδιαίτερα ξεχωρίζουν οι σταυρόπετρες έργα του ζωγράφου και χαράκτη Μπογός. Η σταυρόπετρα του 1291 με ένα χαραγμένο αστέρι και το όνομα του καλλιτέχνη, αποτελεί έργο υψηλής καλλιτεχνικής αξίας.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Βισάμπ, ο άρχοντας των υδάτων

Λέγεται ότι στο όρος Αραράτ ζουν πλάσματα μαγικά και τερατόμορφα, οι επονομαζόμενοι Βισάμπ, οι Δράκοι της αρμενικής μυθολογίας.

Η λέξη Βισάμπ προέρχεται από τα περσικά και σημαίνει δηλητηριώδες σάλιο. Τα μυθικά αυτά ερπετοειδή είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με το υγρό στοιχείο και προέρχονται από τις αρχαίες δοξασίες του νερού. Το νερό για τους Αρμένιους συμβόλιζε τη δύναμη της ζωής, τον κοσμικό άξονα, την αθανασία και τα ουράνια πνεύματα. Ως εκ τούτου, οι Δράκοι - πλάσματα με διττή φύση,- υλική, θνητή αλλά και άυλη, δαιμονική, σχεδόν αθάνατη - ήταν η ενσάρκωση της ένωσης των δύο αντίθετων κόσμων, της Γης και του Ουρανού.

Αυτή η ένωση δύο αντιφατικών στοιχείων συμβολίζεται και στο παρουσιαστικό των Βισάμπ. Έτσι, τα ερπετά που σέρνονται στη γη και τα περήφανα πουλιά που βασιλεύουν στους ουρανούς γίνονται ένα, στην όψη του φτερωτού όφη. Και επειδή οι Δράκοι είναι πλάσματα που μπορούν να αλλάζουν μορφή και κανείς δεν μπορεί ακριβώς να τα περιγράψει, υπάρχει και η εκδοχή του φύλακα των υδάτων, του τεράστιου νερόφιδου που ξερνάει φωτιά.

Οι Βισάμπ είναι το ύδωρ, το δέντρο της ζωής, η ευημερία και η μακροζωία. Είναι όμως και ο κάτω κόσμος, τα υπόγεια νερά. Στην αρμενική μυθολογία, ο ήρωας Βαχάγκν σκοτώνει το δράκο που διαφεντεύει τη ροή των υδάτων και το νερό ελεύθερο πάλι κυλάει στις κοίτες των ποταμών φέρνοντας μαζί του την ευγονία. Ο μύθος του Βαχάγκν είναι πολύ στενά συνδεδεμένος με τους Βισάμπ και γι' αυτό ονομάζεται Βισαμπακάγ- από το πρώτο συνθετικό Βισάμπ και το δεύτερο Καγ που σημαίνει τράγος. Εξ ου και τα σύμβολα του τράγου στα αρμενικά κεραμικά. Η αρμενική τέχνη της αγγειοπλαστικής, δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τα μυθικά πλάσματα των υδάτων και να μην διακοσμήσει με αυτά τα πήλινα δοχεία νερού.

Έτσι, σε αγγεία της 3ης χιλιετίας π.Χ. θα δει κανείς τριγωνικά σχέδια, που συμβολίζουν τα πουλιά- τα οποία έχουν σπειροειδής ουρές που αναπαριστούν τα ερπετά.

Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Μια Ματιά στην Εποχή του Χαλκού»-το οποίο θα παρουσιάσουμε σε συνέχειες- και αναφέρεται στην αντίστοιχη μόνιμη έκθεση που λαμβάνει χώρα στο Μουσείο Ιστορίας της Αρμενίας.

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Οι Αρμένιοι της Ξάνθης

Το κείμενο είναι βασισμένο στην ομιλία του ιστορικού και συγγραφέα Δρ. Πέτρου Γεωργαντζή, κατά την εκδήλωση για την 85η επέτειο των θυρανοιξίων του Ι. Ναού των Αρμενίων Ξάνθης, στις 26-3-2011

Η γέφυρα του Νέστου είναι η δίοδος, το πέρασμα, το σύνορο που αφού το πατήσεις πιάνεις Θράκη. Ο αέρας, οι μυρωδιές, τα χρώματα του τοπίου αλλάζουν. Μια άπλα κι ένας ατέρμονος ορίζοντας κάνουν τα μάτια να κιαλάρουν απίστευτης ευκρίνειας και ομορφιάς τοπία, ανθρώπους, συνήθειες και πολιτισμό. Η πρώτη πόλη που συναντάς είναι η Ξάνθη, στην οποία μιναρέδες και μουσουλμάνες με παραδοσιακές φορεσιές, διασταυρώνονται με εκκλησίες και αυτοκίνητα υβριδικής τεχνολογίας.

Έλληνες, Τούρκοι, Πομάκοι, Αρμένιοι και Αθίγγανοι δημιουργούν ένα χαρμάνι διαπολιτισμικότητας που όμοιο του δεν συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα.

Μέρος αυτής της διαπολιτισμικότητας και οι Αρμένιοι, η σχέση των οποίων με τη Θράκη μνημονεύεται έντονα ήδη από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πολλές δεκάδες χιλιάδων Αρμενίων κατά περιόδους εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη Θράκη, άλλοτε εκούσια κι άλλοτε ακούσια. Ήταν εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο και στις πόλεις πολύ πριν εμφανισθούν στον ορίζοντα οι οθωμανοί κατακτητές.

 

 

Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη Αρμενίων στην Ξάνθη ανάγεται στο 1875-1880, οπότε μαρτυρούνται να υπάρχουν εγκατεστημένες 18-20 οικογένειες με συνολικά 52 μέλη. Η διαβίωσή τους στην τότε πόλη του καπνού και του πλούτου είναι κατά πάσα πιθανότητα προγενέστερη. Στην πλειοψηφία τους είναι τεχνίτες, καπνεργάτες, μικροέμποροι και υπάλληλοι καπνεμπόρων, ενώ δεν μαρτυρούνται άλλα στοιχεία για την εν γένει ζωή και δραστηριότητά τους.

Σε έκθεση του έλληνα γενικού επιθεωρητή σχολείων Δ. Σάρρου το 1906 αναγράφεται να υφίστανται στην Ξάνθη 20 οικογένειες. Σε ταυτόχρονη απογραφή του ελληνικού Προξενείου Ανδριανουπόλεως αναφέρονται στην Ξάνθη 100 Αρμένιοι, ενώ στην τουρκική στατιστική απογραφή αναφέρονται μόλις 37. Σύμφωνα με άλλη αναλυτικότερη και πλέον εμπεριστατωμένη απογραφή του 1907 υπήρχαν 6 μόνιμοι και 113 παρεπίδημοι.

Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την εγκατάστασή τους εκεί μετά τη γενοκτονία του 1915. Εξάλλου την εποχή εκείνη η Ξάνθη, όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη, βρισκόταν κάτω από το βουλγαρικό ζυγό, οπότε εξαναγκάσθηκαν Έλληνες και Αρμένιοι που ζούσαν εκεί μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους του ’12-’13 να φύγουν πέραν του Νέστου και να διασκορπιστούν στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, τον Οκτώβριο του 1919, μαζί με τους Έλληνες παλαιούς κατοίκους της επέστρεψαν και οι παλαιοί Αρμένιοι αυτής. Δεν υπάρχει ο ακριβής αριθμός των παλιννοστούντων, γιατί στο διάστημα της επταετίας 1913-1919 πολλοί από αυτούς είτε απεβίωσαν, είτε δεν αποφάσισαν να επιστρέψουν φοβούμενοι μήπως επαναληφθεί η προσάρτηση της Θράκης και πάλι στη Βουλγαρία, είτε διότι είχαν δημιουργήσει βάσεις εργασίες στις νέες τους πατρίδες.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όμως, το 1922 και με την κατάρρευση του μετώπου περίπου 3000 Αρμένιοι έφθασαν στην πόλη και στις γύρω περιοχές. Η πλειοψηφία αυτών σύμφωνα με κάποια ενδεικτικά στοιχεία που καταγράφονται σε βιβλία δαμαλισμού μαθημάτων της αρμενικής κοινότητας των ετών 1929 και 1930, κατάγονταν από τις περιοχές Γενή Σεχίρ, Ερζερούμ, Εσκή Σεχίρ, Ικόνιο, Κιουτάχεια, Μάλγαρα, Νικομήδεια, Προύσα, Σεβάστεια, Σαμπίν Καραχισάρ, Κεμάχ, Ανδριανούπολη, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη.

Αμέσως με την εγκατάστασή τους φρόντισαν να δημιουργήσουν μια μικρή εκκλησία για τις θρησκευτικές λατρευτικές τους ανάγκες. Για το λόγο αυτό το επόμενο έτος το 1923 έκαναν αίτηση προς την ελληνική κυβέρνηση (η οποία προηγουμένως τους είχε παραχωρήσει τροφή, ρούχα και σπίτια για τη διαμονή τους) να τους παραχωρηθεί ένα κτίριο προκειμένου να δημιουργήσουν το λατρευτικό τους χώρο. Η απάντηση ήταν απροσδόκητα αρνητική, οπότε ο αρμένιος καπνέμπορος Τακβόρ Τακβοριάν παραχώρησε ένα χώρο στις καπναποθήκες του ώστε να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό. Επίσης, δώρισε στην αρμενική κοινότητα της Ξάνθης το ποσό των 10.000 δραχμών ως ετήσια συνεισφορά.

Η πρώτη λειτουργία αυτού του ναού των καπναποθηκών έγινε στις 5 Ιανουαρίου 1923 ημέρα παραμονής των Χριστουγέννων και τη λειτουργία τέλεσε ο ιερέας Μαργκός Τοβαγιμιάν.

Τo 1924 αγοράστηκε οικόπεδο προς ανέγερση του ναού και σχολείου και τον Ιανουάριο του 1925 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη συλλογή χρημάτων. Έτσι στις 2 Οκτωβρίου 1925 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του αφιερωμένου στην Παναγία ιερού ναού και στις 30 Μαρτίου 1926 τελέσθηκαν τα θυρανοίξια και η πρώτη θεία λειτουργία ενώ τα επίσημα εγκαίνια έγιναν τον επόμενο χρόνο στις 17 Απριλίου 1927, Κυριακή των Βαΐων. Η λειτουργία του με εξαίρεση κάποια δυσάρεστα γεγονότα κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1941-1944 είναι αδιάλειπτη μέχρι και σήμερα. Αρχικά είχε μόνιμο ιερέα, ενώ από το 1957 και εφεξής έχει περιοδεύοντα που λειτουργεί μια φορά το μήνα.

Παράλληλα με την ανέγερση της εκκλησίας την ίδια χρονιά στον προαύλιο χώρο της, φτιάχθηκε και σχολείο με νηπιαγωγείο και πλήρες δημοτικό, αρχικά πενταθέσιο και από το 1929 εξαθέσιο. Βέβαια, σχολείο στην Ξάνθη λειτουργούσε από το 1880 και στεγαζόταν σε σπίτια Αρμενίων με δάσκαλο που έφερναν από την Πόλη. Το 1885 μνημονεύεται να έχει 15 μαθητές. Κλείνει το 1893 με διαταγή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ.

Λίγο αργότερα με πρωτοβουλία αρμενίων νέων δημιουργήθηκε σύλλογος ο οποίος με τις συνδρομές των μελών του νοίκιασε ένα χώρο και από το 1895 άρχισε η επαναλειτουργία του σχολείου. Έτσι το 1904 μαρτυρείται να λειτουργεί σχολείο με 30 μαθητές και 3 δασκάλους, οι οποίοι πληρώνονταν από την αρμενική κοινότητα. Αυτό λειτούργησε μέχρι το 1913 οπότε οι Βούλγαροι μαζί με τα ελληνικά, έκλεισαν και το αρμενικό σχολείο της πόλης.

Το 1920-21 ανασυστάθηκε και πάλι και στεγάσθηκε σε σπίτια, ενώ από την επόμενη χρονιά με τον ερχομό των προσφύγων λειτούργησε με δύο τάξεις σε χώρο που παραχωρήθηκε από μέλος της κοινότητας. Το σχολείο αυτό είχε κατά το 1923 121 μαθητές, το 1929 132, ενώ στη μεγαλύτερη ακμή του το 1933 έφθασε τους 160 μαθητές. Το 1940 άρχισε με 69 μαθητές, αλλά λόγω του πολέμου έκλεισε για να ανοίξει και πάλι το 1944 με τέσσερις τάξεις και 60 μαθητές και τον επόμενο χρόνο με 5 τάξεις και 78 μαθητές. Με την παλλινόστηση, όμως, 270 Αρμενίων της Ξάνθης στην πατρίδα, το 1947 έπαυσε να λειτουργεί. Έκτοτε λειτουργεί εβδομαδιαίο σχολείο κάθε Σάββατο στη λέσχη της κοινότητας με 35 περίπου μαθητές.

Το 1923 δημιουργήθηκε ο πρώτος ληξιαρχικός κατάλογος και απέκτησαν την ελληνική υπηκοότητα 600 άτομα. Το 1925 δημιουργείται επιτροπή ορφανών και τακτοποιεί σε διάφορες οικογένειες 30 από τα 35.000 ορφανά Αρμενόπουλα που στάλθηκαν από τις χαμένες πατρίδες. Έτσι σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1928 στην Ξάνθη υπήρχαν 900 Αρμένιοι ενώ το 1937, 861.

Το 1924 δημιουργείται ο πρώτος επίσημος σύλλογος με την επωνυμία «Αρμενική Νεολαία Ξάνθης» με 45 μέλη και 8μελές διοικητικό συμβούλιο. Σκοπός τους η σωματική, διανοητική και ηθική ανάπτυξη των μελών του. Αργότερα ο εν λόγω σύλλογος έφθασε να έχει 200 μέλη και το 1929 αναγνωρίστηκε επίσημα από την ελληνική πολιτεία. Επίσης, δημιούργησε βιβλιοθήκη η οποία ξεκίνησε με 65 βιβλία και έφθασε τα 908 από τα οποία τα 284 ήταν ξενόγλωσσα. Είχε 10.920 αναγνώστες-δανειστές και κατά μέσο όρο δανείζονταν 91 βιβλία κάθε εβδομάδα.

Σχεδόν ταυτόχρονα δημιουργείται και η Φιλαρμονική μπάντα. Δίνονται ρεσιτάλ τραγουδιού, παραστάσεις, διαλέξεις και ομιλίες. Το 1926 υπήρχε 50μελής χο-ρωδία η οποία πραγματοποιούσε εξαιρετικές εμφανίσεις. Στο πιάνο τους συνόδευε η Άννα Αλτουνιάν που υπήρξε αργότερα η πρώτη δασκάλα στο πιάνο του παγκοσμίου φήμης ξανθιώτη μουσικοσυνθέτη Μάνου Χατζηδάκη.

Την ίδια χρονιά με την ίδρυση της Αρμενικής Νεολαίας ιδρύεται και η ποδοσφαιρική ομάδα των Αρμενίων με την ονομασία «Γκάιτζ» που απαρτίζεται από 30 αθλητές και έχει δικό της αθλητικό κέντρο, προκειμένου να αθλούνται οι νέοι κυρίως καπνεργάτες που μαστίζονταν και από τη φυματίωση. Το χώρο ευγενικά παραχώρησε ο Γκιραγκός Παρτεμιάν. Ταυτόχρονα υπήρχαν ομάδες βόλεϊ (ανδρών και γυναικών), μπάσκετ και ομάδα κλασικού αθλητισμού, όλες με μεγάλες επιτυχίες στους αγώνες που έδιναν.

Το 1927 ιδρύθηκε ορχηστρική ομάδα από νέους ενώ δυο χρόνια αργότερα και συγκρότημα μουσικής τζαζ που έδινε άλλη λάμψη στις χοροεσπερίδες. Επίσης, υπήρχε θεατρική ομάδα η οποία έφθασε στην ακμή της το 1931-32, δίνοντας πλήθος παραστάσεων. Στον οικονομικό κι επιστημονικό τομέα οι Αρμένιοι της Ξάνθης, συγκριτικά με τον αριθμό τους διακρίνονταν για τις επιδόσεις τους. Από τα 12 φαρμακεία της πόλης τα μισά ανήκαν σε Αρμενίους, υπήρχαν 5 αρμένιοι γιατροί και πλείστοι άλλοι επαγγελματίες όπως καπνέμποροι, υφασματέμποροι, χρυσοχόοι, υποδηματοποιοί, σιδεράδες και καπνεργάτες.

Ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή 41-44 πλήττει εξίσου Έλληνες και Αρμενίους στη Θράκη. Η ζωή τους μπορεί να περιγραφεί με ξυλοδαρμούς, απειλές, πείνα και θανατώσεις, με εφόδους και συλλήψεις ομήρων, μεταφορά τους σε «τάγματα εργασίας» (ντουρντουβάκια) στη Βουλγαρία. Η μόνη λύτρωση ήταν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι (να βουλγαρογραφούν όπως έλεγαν τότε), κάτι που ελάχιστοι έκαναν. Η απελευθέρωση του 1944 βρίσκει τους Αρμενίους αποδεκατισμένους και καθημαγμένους. Παρόλα αυτά εξακολουθούν να είναι μια σχετικά πολυπληθείς κοινότητα μέχρι το 1946, οπότε σύμφωνα με την τότε απογραφή είχε δυναμικό 516 ατόμων. Τον επόμενο χρόνο όμως ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, περίπου 270 άτομα, παλιννόστησε στην Αρμενία με συνέπεια η κοινότητα να συρρικνωθεί δραματικά, πόσο μάλλον όταν από το 1948 ο εμφύλιος, η φτώχεια και γενικώς οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ειδικά στη Βόρειο Ελλάδα έστειλαν έναν εξίσου μεγάλο αριθμό Αρμενίων στη μετανάστευση με αποτέλεσμα να μην ξεπερνούν πλέον τις μερικές δεκάδες.

Το 1989 είχε μόλις 29 οικογένειες με 78 άτομα. Σήμερα μετά την εγκατάσταση νεο-προσφύγων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί Αρμένιοι κυρίως της Αρμενίας αλλά και της διασποράς στις εν λόγω χώρες ο αριθμός ανέρχεται στους 1300 περίπου, από τους οποίους 65 είναι γηγενείς τρίτης, αν μη παλαιότερης γενιάς, ενώ από τους υπόλοιπους μόνο ένα μικρό ποσοστό, περίπου 100 ατόμων, είναι συνδεδεμένα με τον παλαιό κορμό της κοινότητας και συμμετέχουν στις εργασίες της.

Σήμερα οι Αρμένιοι της Ξάνθης αποτελούν μια μικρή μεν αλλά θαυμαστή και πολύ δυναμική κοινότητα. Διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της αλησμόνητης πατρίδας, δεν αφήνουν να ξεχαστεί το χθες, οι παραδόσεις και η ιστορία. Με υπομονή και επιμονή προσπαθούν να μεταδώσουν την αρμενική κληρονομιά τους στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Τέλος, με την εργατικότητα και τη διάθεσή τους για πρόοδο και δημιουργία, όπως είπε στην ομιλία του για την 85η επέτειο των θυρανοιξίων του Ιερού Ναού της Παναγίας ο ιστορικός και συγγραφέας Δρ. Πέτρος Γεωργαντζής: «Είναι κυριολεκτικά κόσμημα και σέμνωμα της Ξάνθης».

 

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Το τελευταίo αρμενικό χωριό της Τουρκίας

Στην επαρχία Χατάι, οι κάτοικοι του τελευταίου αρμενικού χωριού της Τουρκίας αγωνίζονται για να κρατήσουν την κοινότητά τους.

Επιφανειακά, είναι δύσκολο να δεις γιατί κάποιος θα ήθελε να εγκαταλείψει το Βακιφλί.

Κουρνιασμένο σε μια βουνοπλαγιά, με θέα τη θάλασσα, το χωριό είναι ένα γαλήνιο, ειδυλλιακό σημείο που ο καθαρός μεσογειακός του αέρας είναι γεμάτος με το άρωμα των πορτοκαλόδεντρων. Ωστόσο, οι 135 κάτοικοι του χωριού έχουν έναν ιδιαίτερο λόγο για να κρατήσουν ζωντανή τη μικρή τους κοινότητα: το δικό τους είναι το τελευταίο αρμενικό χωριό στην Τουρκία που επέζησε των καταστροφικών θηριωδιών του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου κατά τον οποίο θανατώθηκαν σχεδόν 1,5 εκατ. Αρμένιοι.

Όπως και με πολλά άλλα χωριά σε όλη την Τουρκία, η μείωση του εισοδήματος από τη γεωργία, σε συνδυασμό με τα θέλγητρα της αστικής ζωής, σημαίνει ότι το Βακιφλί φθίνει ανελέητα.

«Είμαστε πολύ λίγοι και γερνάμε» είπε ο Μπερκ Καρτούν, ο δήμαρχος του χωριού. «Όλοι οι νέοι φεύγουν. Οι νέοι τελειώνουν το πανεπιστήμιο και τώρα αναζητούν να κάνουν κάτι άλλο».

Το Βακιφλί οφείλει τη μοναδική του επιβίωση σε ένα μίγμα ανδρείας και τύχης. Το 1915, η κυβέρνηση των νεοτούρκων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διέταξε την απέλαση όλων των Αρμενίων στην Τουρκία στην έρημο της Συρίας.

Για τους περισσότερους αυτό ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη και έτσι οι κάτοικοι του Βακιφλί και πέντε άλλων χωριών της επαρχίας Χατάι, που σήμερα ζουν κοντά στα σύνορα με τη Συρία, οπλίστηκαν και πήραν τα βουνά.

Περίπου 5.000 άνθρωποι έμειναν επί 53 ημέρες στην κορυφή του όρους Μουσά Νταγ, το οποίο δεσπόζει πάνω από το Βακιφλί, προβάλλοντας αντίσταση στις απόπειρες των οθωμανικών δυνάμεων να τους εκτοπίσουν.

Με τα τρόφιμα να τους τελειώνουν, τράβηξαν την προσοχή ενός γαλλικού πολεμικού πλοίου υψώνοντας ένα λάβαρο και έτσι σώθηκαν και τους μετέφεραν σε συμμαχικά στρατόπεδα προσφύγων μέχρι που επέστρεψαν, κατά τα τέλη του πολέμου, όταν η επαρχία Χατάι ήταν υπό γαλλική κυριαρχία.

Όταν η επαρχία επανήλθε στην τουρκική κυριαρχία το 1939, πέντε από τα χωριά επέλεξαν να μεταναστεύσουν στο Λίβανο, και έτσι απέμεινε μόνο το Βακιφλί.

«Είμαστε υπερήφανοι για αυτή την ιστορία μας» είπε ο Πανός Καπάρ, ένας 79-χρονος παραγωγός πορτοκαλιών. «Πολεμήσαμε στο παρελθόν και τώρα όλοι θα πρέπει να μας δεχτούν».

Σήμερα, αγωνίζονται και πάλι. Κατά τα τελευταία 15 χρόνια ο αριθμός τους μειώθηκε από τους περίπου 180 κατοίκους στο σημερινό τους αριθμό, με πολλούς να έχουν μετακομίσει στην Ιστανμπούλ.

Είναι μια εικόνα που αντανακλάται σε όλη την τουρκική επικράτεια. Το 1990, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας χαρακτηριζόταν ως αγροτικός, όμως ο αριθμός αυτός μέχρι το 2008 είχε πέσει λίγο κάτω από το 32%.

Τα πορτοκάλια είναι το κύριο εισόδημα του Βακιφλί και το 2004 δημιουργήθηκε συνεταιρισμός.

Όλοι οι παραγωγοί του χωριού αποφάσισαν να ξεκινήσουν τις βιολογικές καλλιέργειες και να προσπαθήσουν να αυξήσουν τα κέρδη. Ένας μικρός πάγκος στο χωριό πουλά τοπικό κρασί, ποτά, κονσέρβες και σαπούνι σε ένα σταθερό αλλά μικρό αριθμό τουριστών.

«Νομίζω πως θα επιβιώσουμε» είπε ο Καπάρ. «Οι νέοι άνθρωποι σκέφτονται να επενδύσουν εδώ για να τραβήξουν τουρίστες -ένα εστιατόριο και άλλα πράγματα - αλλά αυτό θα γίνει βήμα-βήμα, δεν μπορεί να γίνει αμέσως».

Οι κάτοικοι του Βακιφλί φέρουν το πρόσθετο φορτίο ότι ζουν σε μία χώρα η οποία είναι πολύ ανήσυχη με τη θρησκευτική και την εθνοτική κληρονομιά της. Ξεκινώντας από το 1915, η μεγάλη αρμενική παροικία της Ανατολίας σφαγιάστηκε και εκδιώχθηκε σχεδόν όλη.

Περισσότερες από 20 χώρες αναγνωρίζουν τους σκοτωμούς ως γενοκτονία, ωστόσο η Τουρκία αμφισβητεί μανιωδώς το χαρακτηρισμό αυτό, λέγοντας ότι σκοτώθηκαν και πολλοί Τούρκοι και ότι δεν υπήρχε πρόθεση εξόντωσης των Αρμενίων.

«Η κουλτούρα του νέου τουρκικού κράτους βασίστηκε στην άρνηση της ποικιλομορφίας» είπε ο Ορχάν Κεμάλ Σενγκίζ, δικηγόρος και εξέχων ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ομοιογενή κοινωνία, η οποία δεν εξέφραζε την πραγματικότητα της Ανατολίας.... Γιατί η Τουρκία δεν αντιμετώπισε ποτέ το παρελθόν της και δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τις ρατσιστικές τάσεις».

 

Πηγή: armenika.gr

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι