Περί παρατηρήσεως του Artsakh
- Κατηγορία ΔΙΑΦΟΡΑ
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Το Αραράτ δεν είναι απλώς ένα βουνό. Είναι το βουνό των Αρμενίων. Δεν είναι, λοιπόν, ένα σύμβολο, αλλά το σύμβολο. Όλα αυτά είναι απλά και γνωστά. Μόνο που είναι τόσο απλά που δεν γίνεται πια λόγος γι’ αυτά και είναι τόσο γνωστά που δεν διεκδικούνται πια.
Διότι το Αραράτ είναι αναμφισβήτητα ελεύθερο μέσα στην αρμενική σκέψη. Εν τούτοις, εξακολουθεί να παραμένει υπό την κατοχή των Τούρκων. Έτσι το σύμβολο του ελεύθερου πολιορκημένου δεν μπορεί παρά να δηλώνει «παρών» στη μνήμη μας. Αυτή η ιεροσυλία δεν είναι μόνο συμβολική. Διότι η επίθεση εναντίον των συμβόλων αντιπροσωπεύει πάντα το στόχο μιας στρατηγικής.
Οι Τούρκοι γενοκτόνοι δεν αρκούνται στην εθνική κάθαρση που διέπραξαν επί του εδάφους το οποίο ονόμασαν Τουρκία. Εσκεμμένα επέλεξαν να οικειοποιηθούν το αρμενικό σύμβολο που αντιπροσωπεύει το Αραράτ. Μόνο που το Αραράτ είναι πολύ μεγάλο ως σύμβολο για να τύχει τέτοιου χειρισμού. Το Αραράτ δεν ανήκει σε κανένα. Η μεγαλοσύνη του είναι το μόνο που ανήκει στον αρμενικό μύθο. Το Αραράτ δωρίζεται! Διότι το Αραράτ είναι ένα δώρο. Οι Αρμένιοι δεν είναι παρά οι φύλακες αυτού του δώρου, τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο. Άρα, πώς τολμούν οι Τούρκοι να ιδιοποιούνται αυτό το σύμβολο; Εκμεταλλεύονται, βέβαια, τα αποτελέσματα της γενοκτονίας των Αρμενίων, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι έχουμε απαλλαγεί κάθε ευθύνης και κυρίως ενοχής. Η διεκδίκηση του Αραράτ δεν είναι ουτοπία. Όπως και το Αρτσάχ, αποτελεί μια πραγματικότητα και αυτή η πραγματικότητα είναι αρμενική. Το να θεωρούμε ότι το Αραράτ βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος, ως προϋπόθεση για κάθε επόμενο συμπέρασμα, δεν είναι απλώς ένα στρατηγικό λάθος, αλλά συνεπάγεται ότι η σκέψη μας ελέγχεται από το τουρκικό δόγμα. Αποδεχόμενοι ότι αυτό το δεδομένο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γίνεται αδιαμφισβήτητο κι έτσι προσφέρει βάση στην τουρκική προπαγάνδα.
Οι Αρμένιοι αποτελούν ένα μικρό λαό πάνω στους γιγάντιους ώμους του Αραράτ. Ενώ η τουρκική προπαγάνδα δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στη γενοκτονία για να δημιουργεί τα θεμέλια ενός τεχνητού κράτους. Αυτό το ζήτημα δεν είναι μόνο συμβολικό όπως το θεωρούν μερικοί αναλυτές των οποίων οι γνώσεις είναι μόνο θεωρητικές και κυρίως επιφανειακές για την πραγματικότητα των γεγονότων. Ο λόγος για τον οποίο ο μηχανισμός της τουρκικής προπαγάνδας ιδιοποιείται το Αραράτ, είναι η δυσκολία που έχει να διαγράψει την ίδια του την ύπαρξη, διότι το Αραράτ δεν μπορεί να λειτουργεί στον τομέα του αοράτου. Το Αραράτ δεν έχει εξαφανιστεί, είναι υπό την κατοχή στρατευμάτων που νομίζουν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τους αιφνιδιάσει σε μια διπλωματική συζήτηση. Αυτό που νομίζουν κατά βάθος είναι ότι αυτή η προοπτική είναι εντελώς εκτός πλαισίου τώρα και στο εξής. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί. Διότι ακόμα και αν η αρμενική κυβέρνηση αισθάνεται αναγκασμένη να αποδεχτεί το απαράδεχτο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει κι εμείς να πράξουμε το ίδιο, κυρίως όταν βρισκόμαστε στη διασπορά. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να πλαισιώσουμε το Αραράτ και τη δύναμη του ως μία και μόνο οντότητα για να κατανοήσουμε πραγματικά το μεγαλείο του αρμενικού μύθου.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Κάτια Ρωσσίδου
Ποια σημασία να δώσουμε στο ίντιγκο της Αρμενίας; Πρέπει να το δούμε ως εθνικό σύμβολο; Ως λογοτεχνικό αίνιγμα; Ή μήπως ο στόχος είναι ακόμα βαθύτερος; Πρέπει, λοιπόν, να ψάξουμε αλλού, πέρα από την ιστορική σημαία, ν’ ανατρέξουμε σε μια παλαιότερη περίοδο και να πάμε πιο μακριά στο μέλλον, λες κι η γενοκτονία ήταν ένα σημάδι χωρίς να είναι ένα στίγμα. Πρέπει να πάμε, λοιπόν, πιο πέρα παρά τη βαρβαρότητα της λήθης. Διότι εμείς είμαστε πάντα εδώ παρά το θάνατο του τρόμου.
Μέσα στο παράξενο αυτού του χρώματος, δεν αναζητούμε τη μοναξιά, μα τη σπανιότητα. Δεν μας αρκούν μερικά σωληνάρια ζωγραφικής για να δημιουργήσουμε το ίντιγκο της Αρμενίας, παρά την παρουσία του μωβ του κοβαλτίου. Ούτε το μπλε της Πρωσσίας, ούτε το κίτρινο της Νάπολης δεν θα μπορούσαν να μας ικανοποιήσουν σ’ αυτή την αναζήτηση, όταν ένας άνθρωπος σαν τον Jacques Brel έδειξε τόση ευαισθησία μετά από την ερμηνεία του, του Δον Κιχώτη του Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Διότι οι πόλεις θα πιτσιλίζονταν με μπλε μέσα στην ώχρα της γης και στο κόκκινο της τούφας. Γιατί, λοιπόν, να μην επιστρέψουμε στο Berdzor του Αρτσάχ για να ξαναβρούμε αυτά τα χρώματα στο παλιό μουσείο όπου ήταν μαζεμένα με αγάπη τα αρχαία ίχνη, τα παραδοσιακά κεντήματα και οι πίνακες ζωγραφικής. Χωρίς να θέλουμε να ενδιατρίψουμε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, δεν είναι σημαντικό να «χάνει» κάποιος το χρόνο του μελετώντας μια σιωπή που τώρα πια έχει νόημα; Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να θυμηθούμε εκείνο το μικρό αγόρι που συναντήσαμε. Ήταν ο εγγονός της διευθύντριας του μουσείου. Ήθελε να γνωρίζει χωρίς να τολμά να ρωτήσει ποιο ήταν το νόημα εκείνης της ποιητικής αφιέρωσης. Του άρεσε να είναι κοντά μας λες κι η παρουσία μας αρκούσε για να τον κάνει χαρούμενο. Για ’κείνον, ήμασταν μια νέα αρχαιότητα. Μόνο που κινούμασταν και αυτός προτιμούσε την ακινησία. Αυτή ταίριαζε καλύτερα στο μουσείο όπως επίσης και στη βιβλιοθήκη του γραφείου της γιαγιάς του. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η αναχώρησή μας και όχι η φτώχεια της σκηνής μας. Είναι μέσα απ’ αυτή τη διπλή παρατήρηση που είδαμε το ίντιγκο της Αρμενίας ως ένα σημάδι αναγνώρισης. Ήταν το χρώμα της συνάντησης ενός χαμαιλέοντα με έναν ιππόκαμπο; Τίποτα δεν είναι λιγότερο απίθανο. Εν πάση περιπτώσει, η αναγνώριση ήταν σίγουρη, παρά τη διαφορά της γνώσης. Έμοιαζε με τη συνάντηση ενός νεκρού με έναν αγέννητο; Αυτό δεν είναι αδύνατον παρά μόνο για την κοινωνία. Έτσι, η ανθρωπότητα αποφασίζει να θυμάται για να μη χάσει τον πίνακα της γαλήνης μιας σιωπής ξεχασμένης μέσα στην ανάγνωση μιας περγαμηνής που δεν έγινε ακόμη παλίμψηστο. Άρα δεν ήταν πια μυστικό, οι άνθρωποι είχαν επιζήσει και ήταν ικανοί να οραματιστούν κα πάλι το μέλλον δίχως να αρκούνται να ζουν πουλώντας ένα παρόν που είναι πάντα απόν από την ουσία. Ναι, αυτή είναι η σημασία του ίντιγκο της Αρμενίας: ένα άγγιγμα μπλουζ σ’ ένα μαχητικό doudouk, μια μνήμη σ’ ένα πατριωτικό τραγούδι και τέλος ένα παιδί που βρήκαμε σ’ ένα μουσείο χαμένο μέσα στη λήθη των διαπραγματεύσεων του παραλόγου.