Menu

Αρμενική λεγεώνα της Ανατολής

Η δράση των Αρμενίων λεγεωνάριων του Γαλλικού στρατού στην Ανατολή και στην Κιλικία (1915-1922)

Ο σχηματισμός της λεγεώνας της Ανατολής

Τον Οκτώβριο του 1915, οι Αρμένιοι χωρικοί του Τζέμπελ Μούσα (βόρεια ακτή της Συρίας), υπό την απειλή των σφαγών και των εκτοπίσεων που είχαν ήδη δρομολογήσει οι τουρκικές αρχές, πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν τις ζωές τους. Μετά από αντίσταση πενήντα ημερών εναντίον των κατά πολύ υπέρτερων αριθμητικά δυνάμεων, περισυλλέγησαν με τις οικογένειές τους (4.000 περίπου ψυχές) από το γαλλικό στόλο. Μεταφέρθηκαν σ' ένα καταυλισμό προσφύγων στο Πορτ Σάιντ στην Αίγυπτο. Οι ικανοί νέοι άνδρες που βρίσκονταν ανάμεσά τους, αποφάσισαν ν' αναλάβουν δράση και να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων, εκδικούμενοι για την καταστροφή των εστιών τους. Έγραψαν μια επιστολή στον Ντενίς Κοσέν, υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, για να ζητήσουν από τη Γαλλία να τους εξοπλίσει και να επιστρέψουν στο πεδίο της μάχης. Η γαλλική κυβέρνηση, σε απάντηση αυτού του αιτήματος, έστειλε στην Αίγυπτο μια στρατιωτική αποστολή, που ανέλαβε να εξετάσει το ζήτημα και, ει δυνατόν, να υλοποιήσει την κανονική στρατικοποίηση των «Τζεμπελιωτών» και γενικότερα των Αρμενίων.

Η αποστολή ήλθε σ' επαφή με τις αρμενικές πολιτικές οργανώσεις της Αιγύπτου, των οποίων οι αντιπρόσωποι είχαν σχηματίσει την Αρμενική Εθνική Ένωση, η οποία θα έπρεπε να διασφαλίσει τη στρατολόγηση, δηλαδή το πολιτικό και εθνικό σκέλος του εγχειρήματος. Έτσι δημιουργήθηκε η Λεγεώνα της Ανατολής, που πήρε αυτό το όνομα και όχι «αρμενική», αφ' ενός για να μην προκαλέσει αντίποινα από την πλευρά των Τούρκων και αφ' ετέρου να επιτρέψει τη συμμετοχή των Σύρων. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι μέχρι την ανακωχή, οι Σύροι δεν αποτελούσαν παρά ένα ασήμαντο τμήμα της Λεγεώνας (ούτε το ένα δέκατο). Ένα ειδικό καταστατικό με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1916 καθόριζε τις αρχές της.

 

Ο σχηματισμός των τεσσάρων αρμενικών ταγμάτων

(Νοέμβριος 1916 -Οκτώβριος 1918)

Το πρώτο τάγμα. Ο κύριος πυρήνας των πρώτων στρατολογήσεων σχηματίστηκε από τους «Τζεμπελιώτες» του στρατοπέδου προσφύγων του Πορτ Σαΐντ, που έδωσαν πάνω από εξακόσιους εθελοντές. Σ' αυτούς προστέθηκαν τριακόσιοι ακόμη άνδρες της αρμενικής παροικίας της Αιγύπτου, μια ομάδα 236 αρμενίων αιχμαλώτων πολέμου (που ήταν στο στρατόπεδο Σουμερπούρ, στην Ινδία και ανήκαν στον τουρκικό στρατό της Μεσοποταμίας) και τέλος μερικές μικρές ομά-δες αιχμαλώτων του Σινά. Όλοι αυτοί συγκρότησαν το πρώτο τάγμα.

Το δεύτερο τάγμα. Στο μεταξύ, η Αρμενική Εθνική Ένωση σε συμφωνία με τη γαλλική διοίκηση και έχοντας αποφασίσει να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή έκταση στη στρατολόγηση, έστειλε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τρεις αντιπροσώπους με σκοπό να κάνουν την απαραίτητη προπαγάνδα. Οι αντιπρόσωποι συνάντησαν στην αρμενική παροικία της Αμερικής ένα ένθερμο πατριωτικό περιβάλλον που ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμά τους: περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες εθελοντές παρουσιάστηκαν ενώπιον των επιτροπών στρατολόγησης. Το καλοκαίρι του 1917, άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες ομάδες εθελοντών από τη νέα ήπειρο.

Δυστυχώς, οι υπέρμετρες δυσκολίες των μεταφορών δεν επέτρεψαν να χρησιμοποιηθεί η όλη καλή θέληση των Αρμενίων της Αμερικής και η γαλλική κυβέρνηση, παρά τις επαναλαμβανόμενες αιτήσεις της Αρμενικής Εθνικής Αντιπροσωπείας, δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Στις αρχές του 1918, μόνο 1600 ως 1700 εθελοντές κατάφεραν να καταταχθούν στη Λεγεώνα. Η είσοδος στον πόλεμο των Η.Π.Α. εμπόδιζε σαφώς πλέον την κίνηση, καθώς η κυβέρνηση αυτής της χώρας ενέτασσε τους Αρμενίους στο δικό της στρατό που ήταν υπό τη δικαιοδοσία της.

Το τρίτο τάγμα. Σχηματίστηκε από ένα ορισμένο αριθμό Αρμενίων της Αμερικής στο οποίο ενώθηκαν μερικές εκατοντάδες αιχμαλώτων πολέμου από το στρατόπεδο της Ηλιούπολης και του Μεάντι στην Αίγυπτο που είχαν παραδοθεί στους Άγγλους κατά την προέλασή τους στην Παλαιστίνη στα τέλη του 1917. Δημιουργήθηκαν επίσης δυο λόχοι ανεφοδιασμού.

Το τέταρτο τάγμα. Δημιουργήθηκε στη Βηρυτό τον Οκτώβριο του 1918, με την άφιξη της Λεγεώνας της Ανατολής στην πόλη αυτή, χάρις στην κατάταξη πολυάριθμων ντόπιων Αρμενίων στους οποίους ενώθηκαν άλλοι 800 εθελοντές από τη Δαμασκό (από τους οποίους γύρω στους σαράντα αξιωματικοί). Η στελέχωση όλων αυτών των ανδρών διασφαλίστηκε από το δυναμικό των τριών ταγμάτων. Το Δεκέμβριο του 1918, η «αρμενική» Λεγεώνα περιλάμβανε μια δύναμη άνω των 4.000 ανδρών.

Η στρατιωτική εκπαίδευση της Λεγεώνας της Ανατολής

Στο διάστημα της δημιουργίας της Λεγεώνας της Ανατολής, οι γαλλικές και αγγλικές αρχές συμφώνησαν να εγκατασταθεί το στρατόπεδο εκπαίδευσης στην Κύπρο. Με βάση αυτή τη συμφωνία, η Λεγεώνα στρατοπέδευσε το 1916 στην ανατολική ακτή του νησιού, 25 χιλιόμετρα βόρεια της Αμμοχώστου, σε αρκετή απόσταση από κατοικημένες περιοχές.

Οι νεοσύλλεκτοι Αρμένιοι ήταν αυτοί που παράλληλα με τη στρατιωτική τους εκπαίδευση έκτισαν το στρατόπεδό τους. Η εργασία ήταν επίπονη, κάτω από τον καυτό ήλιο, καθώς έπρεπε να εξορυχτεί η πέτρα από τους γύρω λόφους και κατόπιν να πελεκηθεί για να μπορέσουν να κατασκευαστούν τα κτίρια. Οι Αρμένιοι στρατιώτες ανταπεξήλθαν άριστα σ' αυτήν την εργασία, παρά τα στοιχειώδη μέσα που διέθεταν και απέδειξαν ότι ο Αρμένιος ήταν όχι μόνο μαχητής με την ακριβή έννοια του όρου, αλλά κι ένας ολοκληρωμένος στρατιώτης.

Την άνοιξη του 1918, το 1ο τάγμα είχε κοντά στον ενάμισι χρόνο εκπαίδευσης, το 2ο τάγμα οκτώ μήνες, ενώ το 3ο τάγμα μόλις σχηματιζόταν. Οι στρατιώτες είχαν ήδη αρχίσει να κουράζονται από την απραξία ενώ τα πεδία της μάχης δεν έλλειπαν για ν' αποδείξουν την αξία τους: η συμβολή τους στην κατοχή των νησιών Καστελόριζου και Ρουάντ (κοντά στη συριακή ακτή) δεν αρκούσε για να κατευνάσει την ανυπομονησία τους για δράση.

 

Οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι εν δράσει στην Παλαιστίνη

Τελικά αποφασίστηκε η «αρμενική» λεγεώνα να ενσωματωθεί στη Λεγεώνα της Ανατολής στο γαλλικό απόσπασμα της Παλαιστίνης το οποίο όντας ενισχυμένο θα μπορούσε να έχει μια ενεργή συμμετοχή στις επιχειρήσεις αυτής της περιοχής.

Στο διάστημα Απριλίου - Μαΐου 1918 τα δυο πρώτα τάγματα μεταφέρθηκαν κατά μικρές ομάδες στην Αίγυπτο. Η προσθήκη τους στο γαλλικό απόσπασμα διπλασίασε το δυναμικό του ανεβάζοντάς το στους 5.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Πιπάπ (το τρίτο τάγμα και οι λόχοι ανεφοδιασμού παρέμεναν σ' αυτό το διάστημα στην Κύπρο υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Σενόστ).

Το γαλλικό απόσπασμα που συγκεντρώθηκε κατ' αρχάς στο στρατόπεδο της Ισμαϊλίας (Ιούνιος μέχρι μέσα Ιουλίου) και μετά στο στρατόπεδο Μετζέλ (μέσα Ιουλίου μέχρι τέλη Αυγούστου) εκτέλεσε γενικά γυμνάσια και επιθεωρήθηκε από τον στρατηγό Άλενμπυ. Στο μεταξύ, η Αρμενική Εθνική Ένωση της Αιγύπτου είχε οργανώσει στο Κάιρο ένα αναρρωτήριο για τους άρρωστους ή τραυματίες Αρμένιους λεγεωνάριους που έβγαιναν από το νοσοκομείο.

Στις 30 Αυγούστου 1918 οι μονάδες του γαλλικού αποσπάσματος Παλαιστίνης ανέλαβαν δράση: ο τομέας που επελέγη για τη Λεγεώνα της Ανατολής ήταν αυτός της Ραφάτ, απέναντι σε μια τουρκική θέση πολύ ισχυρή, την Αράρα, που ήταν ταυτόχρονα παρατηρητήριο πυροβολικού πρώτης γραμμής. Την Αράρα είχαν καταλάβει επίσης τα 701ο και 702ο γερμανικά τάγματα. Παρά τις δυσκολίες ανεφοδιασμού, κυρίως σε νερό, παρά τον άκρως ανθυγιεινό χαρακτήρα του τομέα (ο 2ος λόχος που κρατούσε το χωριό της Ραφάτ, είδε σε μερικές το γαλλικό στελεχιακό δυναμικό να το εγκαταλείπει), οι Αρμένιοι στρατιώτες έπραξαν με θαυμαστό τρόπο το καθήκον τους, πολλαπλασιάζοντας τις περιπολίες και μεταφέροντας πολλές και πολύτιμες πληροφορίες.

Δεν είναι της παρούσης να περιγράψουμε σ' αυτό το κείμενο τις λεπτομέρειες της μάχης της Αράρα. Θα αρκεστούμε ν' αναφέρουμε ότι οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι έπραξαν το καθήκον τους μ' ένα ηρωισμό που προκάλεσε το θαυμασμό και την εκτίμηση όλων.

Μετά από μερικές ημέρες ανάπαυσης στο Μέτζελ-Γιάμπα, το γαλλικό απόσπασμα Παλαιστίνης, που έγινε γαλλικό απόσπασμα Παλαιστίνης - Συρίας, συνέχισε σταδιακά την πορεία του βόρεια. Ωστόσο για να φθάσει στη Βηρυτό χρειάστηκαν δεκαοκτώ ημέρες, καθώς οι στρατιώτες του δοκιμάστηκαν από την κούραση, τις στερήσεις και μια επιδημία γρίπης. Για τους Αρμενίους οι συνθήκες ήταν ακόμη πιο δύσκολες διότι η ημερήσια τροφή τους ήταν ανεπαρκής, κατώτερη της κανονικής μερίδας.

Στο μεταξύ η Βηρυτός είχε καταληφθεί από το στρατό του Σερίφ και ο συνταγματάρχης Πιπάπ που είχε φθάσει με αυτοκίνητο δεν διέθετε καμιά μονάδα για να επιβάλει την εξουσία του. Οι Άραβες αρνούνταν να τον αποδεχθούν, θεωρώντας την πόλη τμήμα της μελλοντικής αραβικής αυτοκρατορίας. Τα βρετανικά στρατεύματα που κλήθηκαν είχαν επιβάλει την τάξη, αλλά δεν υπήρχε γαλλικός στρατός και το γαλλικό απόσπασμα θα έφθανε πολλές ημέρες αργότερα, καταπονημένο από την κούραση. Τότε είναι που προσέφυγαν στο 3ο αρμενικό τάγμα που είχε μείνει στην Κύπρο όπου είχε τελειοποιήσει τη στρατιωτική του εκπαίδευση. Κλήθηκε επειγόντως και αποβιβάστηκε στη Βηρυτό όπου δημιούργησε εξαιρετική εντύπωση με τις καινούργιες στολές των στρατιωτών.

 

Η συμμετοχή των Αρμενίων λεγεωνάριων στην κατοχή της Κιλικίας

Με την υπογραφή της ανακωχής, ένα τηλεγράφημα του Υπουργείου Πολέμου πρόσταζε να γίνουν οι απαραίτητες διευθετήσεις για τη δημιουργία ενός αρμενικού εθνικού στρατού, συμπεριλαμβανομένου ενός λόχου μηχανικού. Επί πλέον, το ίδιο τηλεγράφημα έδινε εντολή να συγκεντρωθεί ο αρμενικός στρατός - που περιλάμβανε 4.000 άνδρες - στην Κιλικία και να καταλάβει αυτήν την περιοχή (το σύμφωνο Σάικς - Πικό του 1916 είχε θέσει υπό γαλλική διοίκηση μια τεράστια έκταση που συμπεριλάμβανε τα παράλια της Συρίας, την Κιλικία, την Αρμενία κι ένα μέρος του Κουρδιστάν μέχρι τον Τίγρη).

Το 1ο τάγμα στάλθηκε στην Αλεξανδρέττα, για να ενωθεί μ' ένα λόχο ακροβολιστών. Το 2ο και το 3ο τάγμα εγκατέλειψαν τη Βηρυτό στις 16 Δεκεμβρίου 1918 και επιβιβάστηκαν στο αγγλικό πλοίο Casaberra με κατεύθυνση τη Μερσίνα. Όσον αφορά το 4ο τάγμα έφυγε μετά από μερικές ημέρες από τη Βηρυτό για να ενωθεί με το 1ο στην Αλεξανδρέττα.

Στην αρχή η κατοχή της Κιλικίας διασφαλίστηκε μόνο από τα αρμενικά τάγματα της Λεγεώνας της Ανατολής. Δυο μήνες μετά την άφιξή τους προστέθηκαν καινούργιες συμμαχικές δυνάμεις, ενώ η γαλλική διοίκηση δεν έστειλε κανένα στρατιώτη πριν από τις 28 Μαΐου 1919, αν και είχαν περάσει πεντέμισι μήνες (εκείνη την ημερομηνία αποβιβάστηκαν στη Μερσίνα 250 ακροβολιστές από την Αφρική).

Σημειωτέον ότι την 1η Ιανουαρίου 1919, η Λεγεώνα της Ανατολής είχε χωριστεί στα δυο εις τρόπον ώστε τα αρμενικά τάγματα να συγκροτήσουν μια Αρμενική Λεγεώνα (υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ρομιέ) και τα συριακά στοιχεία μια Συριακή Λεγεώνα, που θα παρέμενε στη Συρία.

Η σημαντική αυτή απόφαση του Γαλλικού Υπουργείου Πολέμου που έδινε εντολή για συγκρότηση ενός αρμενικού εθνικού στρατού όπως προαναφέραμε θα έπρεπε κανονικά να επιτρέψει την αναγέννηση μιας αρμενικής εθνικής εστίας στην Κιλικία. Η έλλειψη χώρου δεν μας επιτρέπει ν' αναπτύξουμε τους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτό το αρμενικό όνειρο, παρά τις πολυάριθμες πράξεις ανδρείας και τις ανήκουστες θυσίες που σημάδεψαν την ιστορία αυτής της περιόδου.

Πολλοί απ' αυτούς τους λόγους παρέμειναν μυστηριώδεις, ακόμη και ακατανόητοι, αφού διαταγές που αλληλοαναιρούνταν δεν έπαψαν εκείνη την εποχή, να εκμηδενίζουν τις γαλλο-αρμενικές επιτυχίες μέχρι να καταλήξουν στην πλήρη εγκατάλειψη της Κιλικίας, μετά από σαράντα μήνες κατοχής και ειρήνευσης αυτής της χώρας.

Άραγε θα μάθουμε ποτέ γιατί η αρμενική στρατιωτική προσπάθεια διακόπηκε ξαφνικά, χωρίς καμιά εξήγηση; Γιατί, παρά τις αρχικές υποσχέσεις, όλες οι καινούργιες αρμενικές εμπλοκές εμποδίστηκαν όπως η περίπτωση των δυο χιλιάδων Αρμενίων προσφύγων στο Χαλέπι ή αυτή των εξακοσίων νεαρών Αρμενίων εθελοντών από την Κωνσταντινούπολη που ζητούσαν να καταταγούν στην Λεγεώνα; Θα μάθουμε γιατί διέλυσαν και αποστράτευσαν το 4ο αρμενικό τάγμα;

Ο ιστορικός θα είναι σε θέση να γνωρίσει την πραγματικότητα των μυστικών διασυμμαχικών ανταγωνισμών, των παρασκηνιακών διπλωματικών διαβουλεύσεων, των ύπουλων τουρκικών σκευωριών ή απλώς των χοντροκομμένων αδεξιοτήτων αφελών πολιτικών που ήταν η αιτία της οπισθοχώρησης της πολιτισμένης δύσης από την προγονική αυτή αρμενική περιοχή;

Οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι και οι Γάλλοι σύντροφοί τους που έπεσαν ως ήρωες στη χριστιανική γη της Κιλικίας άξιζαν ώστε η πειθαρχία τους, η στρατιωτική τους ανδρεία, ο φλογερός πατριωτισμός τους, η ανθρωπιά τους απέναντι στους θύτες τους - για ένα διάστημα στο έλεός τους -, οι απερίγραπτες θυσίες τους, να βαρύνουν λιγότερο στη ζυγαριά της ιστορίας από το βάρος των απαίσιων σκευωριών και της απληστίας των μεγάλων δυνάμεων;

 

Βιβλιογραφία :

L' Eternelle Victime de la Diplomatie Europeenne, Αράμ Τουραμπιάν, Μασσαλία, 1929

La Passion de la Cilicie, Paul Du Veou, Παρίσι, 1954.

 

Πηγή: armenika.gr

H Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία

Όταν στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκολλούσε έξω από το μητροπολιτικό ναό της Βιρτεμβέργης τις 95 θέσεις του, φυσικά και δεν μπορούσε να φανταστεί την τεράστια εξάπλωση του κινήματός του για μεταρρυθμίσεις στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Πολύ περισσότερο, δεν πίστευε ότι θα γινόταν ο ιδρυτής ενός νέου δόγματος, του προτεσταντισμού, ένα δόγμα που θα έφερνε νέες ιδέες, φιλελεύθερες και προοδευτικές στη συντηρητική και διεφθαρμένη παπική εκκλησία. 329 χρόνια αργότερα, το 1846, ο αέρας αυτός θα έφτανε μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου μια ομάδα νεαρών πιστών, συνεπικουρούμενη από τρεις ιερείς, κι έχοντας ως αιχμή του δόρατος τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, απαίτησαν σειρά μεταρρυθμίσεων στην Αρμενική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία. Η άρνηση του πατριάρχη να ενδώσει στις απαιτήσεις αυτές και η κήρυξή τους ως αιρετικών, σήμανε το ξεκίνημα της Αρμενικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

Ένα παγωμένο απόγευμα του περασμένου Φεβρουαρίου, καθώς περνούσαμε την πόρτα των γραφείων της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Κοκκινιά για να πάρουμε μια συνέντευξη από τον αιδεσιμότατο Βικέν Τσολακιάν, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν άνθρωπο που με την ευγένεια, την αμεσότητα και τη φιλικότητά του ζέστανε αμέσως την ατμόσφαιρα. Η ευχέρεια που έχει στο να δημιουργεί ευχάριστο κλίμα στο συνομιλητή του, δείχνει έναν ιερέα ο οποίος είναι απόλυτα συνεπής με το λειτούργημά του και το βασικότερο, δείχνει να πιστεύει και να θεωρεί αυτονόητο να τηρεί στο ακέραιο και την τελευταία λέξη που θα ξεστομίσει, είτε σε μια συνέντευξη, είτε στο εκκλησιαστικό του κήρυγμα.

«Πιστεύουμε στη κοινωνική προσφορά, όχι μόνο ως φιλανθρωπία, αλλά ως συνειδητη καθημερινή δραστηριότητα»

 

Κύριε Τσολακιάν καταρχάς θέλω να κάνω μια γενική ερώτηση. Είστε Διαμαρτυρόμενοι (πογοκαγκάν) ή Ευαγγελικοί (αβενταραναγκάν);

Διαμαρτυρόμενους (πογοκαγκάν) μας ονόμασαν οι Καθολικοί το 17ο αιώνα -ίσως και λίγο υποτιμητικά- λόγω των θέσεων διαμαρτυρίας του Λούθηρου απέναντι στην παρακμή και τη σήψη που επικρατούσε στην εκκλησία την εποχή εκείνη. Εμείς είμαστε Ευαγγελικοί (αβενταραναγκάν) δηλαδή μελετητές και κήρυκες του Ευαγγελίου.

 

Θα μπορούσατε να μας κάνετε μια σύντομη ιστορική αναδρομή για το πώς ξεκίνησε η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία;

Το 1846 στην Κωνσταντινούπολη, μια ομάδα από 40 πιστούς με 2 ιερείς, προσπάθησαν να φέρουν κάτι καινούργιο στην Αρμενική Ορθόδοξη Εκκλησία, την Αποστολική Εκκλησία όπως την αποκαλούμε μέχρι και σήμερα, δείχνοντας το σεβασμό και την εκτίμηση που τρέφουμε σ’αυτήν. Πρέπει να σας πω, παρεπιπτόντως, ότι αυτό το οποίο μας διαφοροποιεί από όλους τους άλλους Ευαγγελικούς είναι, ότι είμαστε οι μόνοι που προήλθαμε από τα σπλάχνα μιας ορθόδοξης εκκλησίας και όχι από την καθολική, όπως οι υπόλοιποι ομόδοξοί μας σε όλο τον κόσμο.

Για να ξαναγυρίσουμε όμως στην αναδρομή μας, η κίνηση αυτή αρχικά δεν είχε ως σκοπό τη διάσπαση αλλά ήθελε να φέρει μια ανανέωση στις συντηρητικές πρακτικές του ιερατείου, να δώσει μια ελευθερία συνείδησης και σκέψης. Κύριο αίτημα ήταν η μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, ώστε αυτό να γίνει κατανοητό από τους πιστούς. Να σημειώσουμε, ότι είχε αρχίσει να γίνεται εκτεταμένη μελέτη του Ευαγγελίου σε όλες τις εκκλησίες, παντού όπου βρίσκονταν χριστιανοί και περισσότερο από οπουδήποτε στη Ρωσία, κάτι το οποίο επηρέασε άμεσα τους Αρμενίους.

Το πατριαρχείο είχε ιδρύσει αναγνωστήρια στα οποία ιερείς και πιστοί μελετούσαν την Αγία Γραφή, κάτι το οποίο στάθηκε βασικός παράγοντας της κίνησης των νεαρών αυτών. Είναι δε αξιοσημείωτο να αναφέρω ότι μεταξύ αυτών ήταν και τρείς γυναίκες. Ο πατριάρχης όχι μόνο δε δέχτηκε καμία από τις προτάσεις τους, αλλά τους αποκήρυξε ως αιρετικούς και τους αφόρισε. Επειδή εκείνη την εποχή η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώριζε μόνο τις θρησκευτικές μειονότητες, αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά εκτεθειμένοι, καθώς είχαν βρεθεί εκτός της εκκλησίας και δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ούτε κηδείες, ούτε γάμους και το βασικότερο δεν μπορούσαν να εγγραφούν σε μητρώα και καταλόγους. Για να δώσει λύση στο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, η κυβέρνηση έπρεπε να τους εντάξει κάπου, οπότε δημιούργησε την προτεσταντική κοινότητα των Αρμενίων και έτσι την 1η Ιουνίου του 1846 ιδρύθηκε η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία.

 

Ποια είναι η σχέση σας με την παγκόσμια προτεσταντική εκκλησία; Διοικητικά ανήκετε σ’ αυτήν;

Πρέπει να διευκρινίσω, ότι ουδέποτε στα 165 χρόνια της ιστορίας μας είχαμε κάποια σχέση διοικητικής ή οποιασδήποτε άλλης εξάρτησης από άλλα θρησκευτικά κέντρα, κάτι που εσφαλμένα πιστεύουν πολλοί. Είμαστε αυτοκέφαλη Αρμενική Εκκλησία και η σχέση μας με το εξωτερικό είναι η ίδια ακριβώς με αυτήν που έχει η Αρμενική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες. Έχουμε φιλικές και αδερφικές, θα μπορούσαμε να πούμε, σχέσεις. Έχουμε κάποιες επιρροές: στα σχολεία μας γίνεται αναφορά σε αμερικανικά ή γερμανικά προτεσταντικά κέντρα, αλλά μόνο μέχρι εκεί, τίποτα παραπάνω.

Και για να μη χρειαστεί να επανέλθουμε στο θέμα σχέσης - βοήθειας - εξάρτησης από ξένες ομόδοξες εκκλησίες, να σας τονίσω ότι η βοήθεια που μας έδιναν, υλική ή ηθική, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα με την εγκατάστασή μας στην Ελλάδα, ήταν η ίδια ακριβώς που δινόταν σε όλους τους Αρμενίους ανεξάρτήτως δόγματος, έστω και αν οι παρέχοντες τη βοήθεια στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Ευαγγελικοί (οι Ελβετοί στο Καστρί, η Μις Μαίρη, κ.ά.) και πολλές φορές μάλιστα αισθανόμασταν αδικημένοι καθώς παίρναμε το μικρότερο «κομμάτι της πίτας».

 

Λέγεται, ότι κατά τη γενοκτονία η συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στους Ευαγγελικούς ήταν πιο ήπια. Συμφωνείτε;

Πιθανόν να ήταν καλή έως πολύ καλή η συμπεριφορά τους απέναντι στους αμερικανούς ή γερμανούς Ευαγγελικούς, αλλά απέναντι στους Αρμένιους δεν είχαν την παραμικρή διαφοροποίηση σε σχέση με τους άλλους ομοεθνείς μας.

Το 1914 σε όλο τον κόσμο υπήρχαν 70.000 αρμένιοι Ευαγγελικοί, εκ των οποίων οι 51.000  διαβιούσαν στην Τουρκία. Επίσης, στην Τουρκία είχαμε 137 οργανωμένες εκκλησίες, 82 αιδεσιμότατους  κήρυκες πάστορες και 97 πάστορες. Μετά τη Γενοκτονία απέμειναν μόνο 14.000 μέλη, 31 εκκλησίες, καθώς επίσης 25 αιδεσιμότατοι κήρυκες και 13 πάστορες.

 

Θα θέλαμε να μας πείτε τις βασικές αρχές της Ευαγγελικής Εκκλησίας και ποιες είναι οι διαφορές της με την ορθοδοξία και το ρωμαιοκαθολικισμό;

Ξεκινάμε με την αρχή ότι ο χριστιανός πρέπει να είναι γνώστης του λόγου του Κυρίου και να είναι συνεπής σ’ αυτόν. Από εκεί και πέρα έχουμε τέσσερα βασικά σημεία:

Θέλουμε τις διδαχές της Αγίας Γραφής να τις τηρούμε κατά γράμμα. Σκοπός μας είναι, ο λόγος του Ευαγγελίου να γίνει καθημερινότητα και κάτι τέτοιο το έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό από την αρχή της ιστορίας μας.

Η διάδοση του Ευαγγελίου. Όπως οι απόστολοι γύρισαν όλο τον κόσμο για να διαδώσουν το λόγο του Χριστού, το ίδιο ακριβώς οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς, ως άνθρωποι που σκεπτόμαστε και αγαπάμε το διπλανό μας.

Η κοινωνική προσφορά, όχι μόνο ως φιλανθρωπία, αλλά ως συνειδητή καθημερινή δραστηριότητα.

Η παιδεία νομίζω ότι είναι το βασικότερο εφόδιο που μπορεί να πάρει ένας νέος. Αν θέλουμε να πραγματοποιηθούν όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως, πρέπει να έχουμε ανθρώπους μορφωμένους, όχι με στείρα εξειδικευμένη γνώση που θα χρησιμοποιείται μόνο για απόκτηση προσωπικού κέρδους, αλλά με βαθιά ψυχική, πνευματική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση η οποία θα ανοίγει το μυαλό του νέου και θα τον φέρνει πιο κοντά στις πραγματικές αξίες και τα πιστεύω. Το βάρος που δίνει η εκκλησία μας στην εκπαίδευση αποδεικνύεται από το ότι, το μοναδικό αρμενικό πανεπιστήμιο της διασποράς είναι το «Χαϊγκαζιάν» το οποίο ανήκει στην ευαγγελική κοινότητα. Ένα ίδρυμα, το οποίο παρέχει υψηλής ποιότητας σπουδές στους φοιτητές του και κατέχει αξιοζήλευτη θέση ανάμεσα σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Τώρα,όσον αφορά τις διαφορές μας με τις άλλες δύο εκκλησίες, είναι ότι εμείς πιστεύουμε και πρεσβεύουμε όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο. Όλες οι άλλες δοξασίες έξω από τις γραφές δεν μας αφορούν. Δεν είναι ότι δεν τις πιστεύουμε ή τις καταδικάζουμε, αλλά δεν τις κηρύσσουμε και δεν τους δίνουμε τη βαρύτητα των λόγων της Αγίας Γραφής. Οι εκκλησίες μας δεν έχουν εικόνες αγίων, δεν ανάβουμε κεριά ούτε τελούμε λειτουργία. Είναι περισσότερο αίθουσες συνάρθροισης των πιστών για να προσευχηθούμε και να διατρανώσουμε την πίστη μας στον Κύριο. Σε όλες αυτές τις διεργασίες ο ρόλος μου ως ιερέα είναι απλά οργανωτικός και καθοδηγητικός καθώς δεν είμαι κάτι παραπάνω από αυτούς. Οι πιστοί με έχουν εκλέξει και με έχουν τοποθετήσει στη θέση που βρίσκομαι.

 

Ορμώμενοι από την τελευταία σας πρόταση θα μπορούσαμε να μάθουμε τη δομή της Εκκλησίας σας;

Η δομή μας έχει ως εξής: Μια ομάδα πιστών δημιουργεί μια εκκλησία με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω. Αυτοί εκλέγουν τον ποιμενάρχη τους, τον πρεσβύτερο. Πολλές τέτοιες εκκλησίες μιας περιοχής δημιουργούν μια ένωση Εκκλησιών. Στην περίπτωσή μας, η Αρμενική Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδας ανήκει στην Ένωση Αρμενικών Ευαγγελικών Εκκλησιών της Μ. Ανατολής με έδρα τη Βηρυτό. Αυτή η ένωση έχει τον πρόεδρό της, ο οποίος εκλέγεται από ένα συνέδριο στο οποίο μετέχουν αντιπρόσωποι από κάθε χώρα, με βάση τον αριθμό των πιστών και συγκαλείται κάθε χρόνο. Ο πρόεδρος είναι πάντα αιδεσιμότατος άνω των 40 ετών. Επίσης, εκλέγεται μια διοικούσα επιτροπή 11 ατόμων των οποίων το έργο είναι να υλοποιούν τις αποφάσεις του συνεδρίου. Αυτοί έχουν δικαίωμα να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις αν κρίνουν ότι αυτό θα βοηθήσει. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε τέτοιες ενώσεις. Μέσης Ανατολής, Βορείου Αμερικής,Νοτίου Αμερικής, Αρμενίας, Γαλλίας. Η τελευταία έχει δική της ένωση λόγω των πολλών εκκλησιών και του μεγάλου αριθμού πιστών που διαθέτει, έχει γίνει όμως πρόταση να δημιουργηθεί Ένωση Ευρώπης στην οποία θα προσχωρήσουν η Γαλλία, η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες με μικρότερο αριθμό πιστών.

 

Ποιος είναι ο αριθμός των αρμενίων Ευαγγελικών σήμερα;

Όταν ξεκίνησε η κίνηση για τη δημιουργία μιας νέας εκκλησίας το 1846, συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός πιστών που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπερνούσε τους 40.000, ιδιαίτερα στην περιοχή της Κιλικίας. Σε όλο τον κόσμο συμπεριλαμβανομένης και της Αρμενίας είμαστε περίπου 100.000.

 

Ποια είναι η συμμετοχή σας ως Ευαγγελική Εκκλησία στην Αρμενία;

Από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ακόμη, υπήρχαν Ευαγγελικοί στην Αρμενία όπου διατηρούσαμε και δύο εκκλησίες στις οποίες συναρθροίζονταν οι πιστοί όποτε μπορούσαν λόγω του υφιστάμενου καθεστώτος. Μετά την ανεξαρτησία έγινε μια σοβαρή κίνηση και δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Αρμενική Αποστολική Εκκλησία δε δραστηριοποιήθηκε όπως θα έπρεπε, δείχνοντας μια κάποια νωχελικότητα, άρχισαν να συρρέουν στη χώρα κήρυκες διαφόρων ξενόφερτων και αιρετικών δογμάτων όπως οι μορμόνοι. Αυτός ήταν ένας λόγος παραπάνω να εντείνουμε τις προσπάθειές μας. Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούμαστε σε πενήντα πόλεις, έχοντας εκκλησίες σε εικοσιπέντε από αυτές και θα μπορούσα να πω ότι έχουμε μια αξιοπρόσεκτη παρουσία στη χώρα.

 

Πηγή: armenika.gr

Δημοσιογράφοι στον Παράδεισο

Υπάρχουν φορές που χρειάζεται να αποχαιρετήσεις ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισες και όμως σου είναι τόσο οικείοι. Ίσως για αυτό να ευθύνεται το ότι σε κοιτούν ευθεία στα μάτια και νοιώθεις στο πετσί σου την ειλικρίνειά τους, την αγωνία τους, το θυμό τους απέναντι σε γεγονότα και αιτίες που τους διαχωρίζει από τους πολλούς και αδιάφορους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιώργος Κοίλιαρης που στις 15 του περασμένου Νοέμβρη, το σχετικά σύντομο ταξίδι του στη ζωή τελείωσε οριστικά. Έχοντας τραυματιστεί στον αυχένα κατά τη διάρκεια αποστολής στο Αφγανιστάν μεταφέρθηκε C-130 στην Αθήνα στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ΚΑΤ όπου ένα μήνα μετά κατέληξε.

«Βαρύ το πένθος για την απώλεια του Γιώργου», δήλωσε σύσσωμος ο δημοσιογραφικός κόσμος μέσα από χαλαρά καδραρισμένα πλάνα, εφημεριδίστικα γραφεία και αποστειρωμένα δελτία ειδήσεων. Συνάδελφοι με καθαρά περιποιημένα νύχια, καλοχτενισμένοι, με τέλεια δόντια και ήρεμη προφορά σε ένα περιβάλλον απόλυτα ασφαλές, αναφέρονταν με στόμφο συγκίνησης στο κουράγιο, το θάρρος και την ανιδιοτελή δράση του εκλιπόντα. Κάπου πριν ή μετά και χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος από τον παλμό των… γεγονότων, εκτενή ρεπορτάζ κάλυψαν τη συντριβή των νοικοκυριών από την άνοδο των τιμών στα ραπανάκια, το πόσο απλησίαστες είναι οι ντομάτες το καταχείμωνο για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τι μαύρες μέρες θα περάσουμε μακριά από ψησταριές και μπουζουξίδικα εξ αιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Μόνο που εκείνος που έφυγε ,αλλιώς αντιλαμβανόταν τη δημοσιογραφία.

Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από τις άγριες μέρες που έζησε σε χώρες που εύκολα ξεχνάμε και η φωνή του είχε το χρώμα της απελπισίας των ανθρώπων που ουδέποτε θυμόμαστε, γιατί οι τραγωδίες τους μας ενοχλούν τη χώνεψη.

Έφτασε στα πιο δυσάρεστα σημεία του πλανήτη, με μόνο κίνητρο να μεταδώσει την είδηση. Αυτή που προκαλεί ένα ενστικτώδες σφίξιμο το στομάχι γιατί μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν πραγματικότητες που όσο μακριά και αν νομίζουμε ότι είναι, αφορούν ανθρώπους σαν και εμάς και κάποια στιγμή μπορεί να χτυπήσουν και τη δική μας πόρτα. Που πρέπει να γνωρίζουμε, γιατί συμβαίνουν στο παγκόσμιο σπίτι του οποίου είμαστε όλοι συγκάτοικοι και συνδιαχειριστές.

Όμως τα ρεπορτάζ του Κοίλιαρη δεν είχαν ζήτηση. Ποιος άλλωστε νοιάζεται για το τι συμβαίνει στη Βαγδάτη, στη Καμπούλ ή το Κονγκό από τη στιγμή που ο εθισμός στην reality προσέγγιση της γριούλας που την λήστεψαν και την ξυλοκόπησαν σπίτι της ή της μάνας που ξαναβρήκε το παιδί που έδωσε για υιοθεσία 40 χρόνια πριν, είναι πιο κοντά στην αναλγησία του καναπέ.

Και από την άλλη εμείς οι δημοσιογράφοι, πoυ επιδιώκουμε η υπογραφή μας να έχει κύρος στα εύκολα και οι φάτσες μας να μοστράρουν στο τηλεοπτικό χωνευτήρι της ενημέρωσης εκθέτοντας αλαζονικά τον Άνθρωπο και απαξιώνοντας τον σεβασμό που του οφείλουμε. Μόνο που όταν το τραγικό γίνεται συνήθεια, το αυτονόητο πεθαίνει.

Ο Κοίλιαρης και οι όμοιοί του, που με κόστος την ίδια τους τη ζωή επένδυσαν σε θέματα ουσίας και όχι ευρείας κατανάλωσης, είναι οι ήρωες που δεν βγαίνουν ποτέ κερδισμένοι -όπως τουλάχιστον θα αντιλαμβάνονταν οι πολλοί.

Τους θάβουν με τη σκόνη των αγώνων τους και τον ιδρώτα των προσπαθειών τους αντιμετωπίζοντάς τους ως ιδιόρρυθμους ρομαντικούς, άξιους απορίας που υπήρξαν -ή ακόμα υπάρχουν- ως τέτοιοι.

Όμως υπάρχει ένα δημοσιογραφικό «μυστικό», που όποιος το αντιλαμβάνεται ξέρει πως μέσα του κουβαλά έναν μικρό Παράδεισο, ακόμα και όταν οι σφαίρες σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του. Αυτόν που του υπαγορεύει πως «Αποστολή είναι εκεί όπου αισθάνεσαι ότι ανήκεις».

Για αυτό και μόνο, σε ζηλεύω Γιώργο Κοίλιαρη.

 Ο Γιώργος Κοίλιαρης με δικά του λόγια :

Αποσπάσματα από την αποκλειστική συνέντευξη που είχε δώσει στα «Αρμενικά» τον Αύγουστο του ’98, μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Δεν μ’ ενδιαφέρει πότε θα πεθάνω, ειλικρινά σου μιλάω, αυτό που

μ’ ενδιαφέρει είναι να πεθάνω μετά τη μάνα μου, επειδή είναι άρρωστη, και πριν κλείσω τα μάτια μου, τα δευτερόλεπτα πριν κλείσω τα μάτια μου, να πω την έζησα τη ζωή μου, άξιζε τον κόπο. Να περάσει έτσι σαν μια φλασιά η ζωή μου και να πω έκανα κάποια πράγματα, τα οποία δεν έχουν καμμία σχέση με χρήματα...

 Όταν είσαι μέσα στη μάχη, δε συνειδητοποιείς τίποτα. Όταν τα ακούω μετά, λέω τι έκανα, που ήμουνα; Αλλά αυτό είναι στιγμιαίο. Αυτό που με οδηγεί, που μου δίνει το κίνητρο να συνεχίσω, είναι ότι θέλω να δείξω πράγματα.

Θέλω να δείξω τι γίνεται. Και κάποια στιγμή, αν μπορούσα να γυρίσω ντοκιμαντέρ, θα ήθελα να δείξω στον κόσμο τι πραγματικά είναι ο πόλεμος. Όταν λέμε πόλεμο, μας έρχονται στο νου σκηνές από Τζων Γουέιν, από Ράμπο, δεν ξέρω κι εγώ από τι άλλο... Καμμία σχέση με την πραγματικότητα. Ηρωοποιούν τους πολέμους, όλοι οι πιτσιρικάδες θέλουν να γίνουν στρατιωτικοί. Όλοι θέλουν να υπηρετήσουν στις ειδικές δυνάμεις, όλοι θέλουν να πολεμήσουν, και να σφάξουν, να μπουν στην Άγκυρα και οι Τούρκοι θέλουν να μπουν στην Αθήνα κι ο καθένας έχει τα δικά του μεγάλα όνειρα, καμμία σχέση με την πραγματικότητα.

 Με τραβούσε πάντοτε η περιπέτεια. Δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ τον εαυτό μου καθισμένο πίσω από ένα γραφείο, αυτό που κάνω δηλαδή, αυτή τη στιγμή. Πάντοτε ήθελα να είμαι σε κίνηση, να τρέχω από εδώ, να τρέχω από εκεί, να πηγαινοέρχομαι, να ανεβαίνει η αδρεναλίνη...

 Θα ήθελα κάποια στιγμή να μαζέψω όλο το υλικό που έχω – και έχω αρκετό υλικό. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Όλοι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες γινόμαστε κτήνη. Όλοι, δεν υπάρχει εξαίρεση, είτε είσαι Έλληνας,είτε Τούρκος,

είτε Αρμένης, είτε Γάλλος...

 Εκεί που πραγματικά ήταν βάρβαρα τα πράγματα ήταν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όταν μας είχαν περικυκλώσει οι Αζέροι κι έγινε «το έλα να δεις».

Έξι μέρες ατελείωτος βομβαρδισμός κι έβλεπες ότι δεν έχεις ελπίδα. Εκεί πραγματικά «τα έπαιξα».


Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008

Πηγή: armenika.gr

Τα κάστρα της Αρμενίας: το Λορί-Μπερντ

Ίδρυση και περιγραφή

Το Λορί-Μπερντ (επί λέξη το κάστρο του Λορί) χτίστηκε από τον Νταβίντ Ανχογίν (τον Ακτήμονα) (989-1048 μ.Χ.), βασιλιά του Τασίρ - Ντζοραγκέτ, ενός βασιλείου υποτελούς στην αρμενική δυναστεία των Βαγρατιδών. Γύρω από το κάστρο θεμελιώθηκε η ομώνυμη πόλη και οχυρώθηκε με πέτρινα τείχη.

Η πόλη Λορί-Μπερντ με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε ένα απόρθητο φρούριο. Το γεγονός αυτό μαρτυρά ένας από τους αρμένιους ιστορικούς του μεσαίωνα, ο Βαρντάν Μπαρτζραμπερτσί (13ος αιώνας μ.Χ.).

Το κάστρο και η πόλη που δημιουργήθηκε γύρω του είχαν έκταση 330 στρέμματα. Το κάστρο καταλάμβανε τα 250 στρέμματα, η υπόλοιπη έκταση άνηκε στην πόλη. Το κάστρο ήταν σχεδιασμένο έξυπνα από στρατηγική άποψη: οι υπερασπιστές έπρεπε να προστατεύουν μόνο τη μία πλευρά των τειχών, καθώς στις τρεις πλευρές του Λορί-Μπερντ υπήρχε φαράγγι. Ήταν και η πόλη περιτειχισμένη, ενώ μια μικρή γέφυρα κάτω στο φαράγγι προστατευόταν από δύο πύργους.

Τα τείχη του κάστρου, μήκους 700 μέτρων, σώζονται. Υποτίθεται πως το ύψος τους έφτανε στα 21,4 μέτρα. Υπήρχε μυστική σήραγγα για διαφυγή από το κάστρο, όπως και μια δεξαμενή η οποία προμήθευε πόσιμο νερό στους κατοίκους σε περίπτωση πολιορκίας. Ήταν ο λεγόμενος δρόμος του νερού (“τζρι τσαμπά” στα αρμενικά).

Το Λορί-Μπερντ λειτουργούσε και ως εμπορικό κέντρο, αφού βρισκόταν στο σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών δρόμων: από τη Γεωργία στο Ιράν και από την Κίνα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Στις μέρες μας διατηρείται η εκκλησία, η βιβλιοθήκη, αλλά και δυο λουτρά με υπόκαυστο σύστημα θέρμανσης: δηλαδή στα λουτρά αυτά υπήρχε χώρος όπου καίγονταν τα ξύλα για να ζεσταθεί το νερό, το οποίο μετά κυκλοφορούσε στους σωλήνες κάτω από το πάτωμα και πίσω τους τοίχους των λουτρών.

 

Σύντομη ιστορία

Το Λορί-Μπερντ υπέστη την πρώτη καταστροφή από ξένους κατακτητές το 1105 μ.Χ. Ήταν οι ορδές των Σελτζούκων Τούρκων του Εμίρ Κιζίλ. Ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ Δ’ (1089-1125 μ.Χ.) απελευθέρωσε το κάστρο από το ζυγό των Σελτζούκων και η περιοχή περιήλθε στο βασίλειο της Γεωργίας, άνηκε δε από το έτος 1118 μ.Χ. στους αρμένιους ηγεμόνες Ορμπελιάν.

Η δισέγγονη του Δαβίδ Δ’, η βασίλισσα Ταμάρα (1184-1213 μ.Χ.), με σκοπό να ανταμείψει του αρμένιους πρίγκιπες, αδελφούς Ιβανέ και Ζακαρέ Ζαχαριάν, για τη συνεισφορά τους στην εκδίωξη των Σελτζούκων από την Αρμενία και τη Γεωργία, τους παραχώρησε το 1185 μ.Χ. την πόλη Λορί-Μπερντ μαζί με το κάστρο.

Το 1228 μ.Χ. ο Χαν της Χορέζμης (σημερινού Ουζμπεκιστάν), ο Τζαλάλ αντ-Ντιν, επιτέθηκε στο κάστρο και το λεηλάτησε.

Το 1238 μ.Χ. το Λορί-Μπερντ αποτέλεσε την έδρα του γιου του Ζακαρέ, του πρίγκιπα Σαχανσάχ. Το ίδιο έτος έφτασαν στα τείχη του κάστρου οι Μογγόλοι υπό την καθοδήγηση του Χαν Τσαχάτ. Οι Μογγόλοι κατέστρεψαν την πόλη, πολιόρκησαν το κάστρο και το κατέλαβαν. Η λεπτομερής περιγραφή της πολιορκίας σώζεται χάρη στον αρμένιο ιστορικό της εποχής, τον Γκιρα-γκός Γκαντζακετσί (1200-1271 μ.Χ.), ο οποίος υπήρξε μάρτυρας της κατάληψης του κάστρου από τους Μογγόλους.

Το κάστρο δεν ορθοπόδησε ξανά μετά την ολοσχερή καταστροφή την οποία προκάλεσαν οι Μογγόλοι. Οι ξένοι κατακτητές και οι ποικίλοι επιδρομείς που ακολούθησαν, όπως ο Λενκ-Τιμούρ και οι Πέρσες, συνέβαλαν μόνο στην περαιτέρω παρακμή της κάποτε ανθούσας πόλης. Από τον 16ο αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοι της περιοχής εγκατέλειψαν σιγά σιγά τα απομεινάρια του κάστρου και μετακόμισαν σε άλλες περιοχές.

Με την εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος στην Αρμενία, στο χρονικό διάστημα 1925-1931, δυτικά του κάστρου δημιουργήθηκε το ομώνυμο χωριό Λορί-Μπερντ.

Αρμένιοι αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές στην περιοχή το 1966-1967 και το 1969-1973. Μάλιστα, αρχηγός της δεύτερης αποστολής ήταν ο γνωστός ιστορικός και αρχαιολόγος Σ. Ντεβετζιάν. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν διάφορα αντικείμενα, τα οποία χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Μια Αρμένισσα της Πόλης και οι έλληνες ζωγράφοι των σουλτάνων

Εκατό έργα καλλιτεχνών με θέματα θρησκευτικά και κοσμικά στο μεγάλο μουσείο της Κωνσταντινούπολης

Τη λένε Μάιντα Σαρίς. Είναι Αρμένισσα της Πόλης. Το όνομά της ακούγεται ελληνικό. Σαρρή. Είναι το επώνυμο του συζύγου της. Ελληνας της Πόλης. Σ΄ αυτόν οφείλει τα ελληνικά της. Τα οφείλει όμως κυρίως στον γιο της και στα ελληνικά σχολεία όπου αυτός φοίτησε. Η Μάιντα Σαρίς ανακάλυψε τους έλληνες ζωγράφους της Κωνσταντινούπολης, ονόματα και έργα, που παρουσιάζονται τώρα σε μια έκθεση στο Ανάκτορο του Τοπ Καπί. Ανάμεσα στους ζωγράφους, βασική θέση έχει ο Κωνσταντίνος Κυζικινός στον οποίο αφιερώνεται μία αίθουσα με προσωπογραφίες του αλλά και έργα του με θρησκευτικά θέματα που είχε φιλοτεχνήσει για τις ορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης. Οι Τούρκοι τον ξέρουν ως Καπιδαγλί Κονσταντίν, επειδή καταγόταν από την Κύζικο· και η Κύζικος στα τουρκικά είναι Καπιδάγ. Ο Κυζικινός έδρασε την εποχή της βασιλείας του σουλτάνου Σελίμ του Γ΄ (1789-1807) και τα κοσμικά έργα του, κυρίως οι προσωπογραφίες, αποτελούν τα πρώτα οθωμανικά δείγματα τέχνης της περιόδου της εκδυτικοποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Μάιντα, που είναι σύμβουλος τέχνης, έφτασε στους έλληνες ζωγράφους μέσω των Αρμενίων. Εκανε έρευνα για την αρμενική ζωγραφική- αποτέλεσμα της οποίας είναι ένα βιβλίο- και έκπληκτη ανακάλυπτε ότι σε αρχεία και σε ντεπό μουσείων υπήρχε μεγάλη σύγχυση μεταξύ αρμενικών και ελληνικών ονομάτων. Οταν ετοίμαζε το βιβλίο της για τους αρμένιους ζωγράφους, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από αξιωματούχο του Ναυτικού Μουσείου του Μπεσίκτας. Της έδωσε μια λίστα αρμενίων καλλιτεχνών, που έργα τους υπήρχαν στο Μουσείο, και ανακάλυψε ότι πολλοί από τους καλλιτέχνες που θεωρούνταν Αρμένιοι είχαν ελληνικά ονόματα. Η σύγχυση ήταν πλήρης, πολύ περισσότερο που στην τουρκική βιβλιογραφία δεν υπήρχε λέξη. Αρχισε την έρευνα που την οδήγησε, τον Δεκέμβριο του 2010, στο βιβλίο «Ιstanbullu Rum Ressamlar» («Ελληνες ζωγράφοι της Κωνσταντινούπολης»), στο οποίο στηρίζεται η έκθεση στο Τοπ Καπί.

Μιλώντας μαζί της τηλεφωνικά και κατόπιν με ηλεκτρονική αλληλογραφία, η Μάιντα Σαρίς μας είπε ότι προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες έβαλε καταχωρίσεις και αγγελίες σε εφημερίδες της Κων σταντινούπολης. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Μέλη των οικογενειών των ζωγράφων, που είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία, την επισκέφθηκαν και της έδωσαν ό,τι πληροφορίες είχαν για τους καλλιτέχνες προγόνους τους. «Οι περισσότεροι ήταν πολύ συγκινημένοι μπροστά σε μια τέτοια ανακάλυψη» μας είπε. Ο πατέρας του μητροπολίτη Πριγκιποννήσων Ιάκωβου Σωφρονιάδη, ο Ιωάννης Σωφρονιάδης, είναι ένας από τους ζωγράφους. Ο μητροπολίτης διέθετε σημαντική συλλογή έργων του. Τώρα εκτίθενται στο Τοπ Καπί. Αλλά και ο θείος του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου ήταν ζωγράφος. Μία από τις προσωπογραφίες του παρουσιάζεται στην έκθεση. Η Μάιντα Σαρίς ομολογεί ότι για την έρευνά της ήταν πολύτιμη η σχετική εργασία του μητροπολίτη Αθανάσιου Παπά, ιστορικού τέχνης, ενώ αναγνωρίζει τη μεγάλη υποστήριξη που της παρείχαν ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Βασίλειος Μπορνόβας αλλά και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Το κοσμικό και το ιερό
Η συνύπαρξη θρησκευτικών έργων με κοσμικά χαρακτήριζε τη δραστηριότητα των ελλήνων ζωγράφων της οθωμανικής εποχής. Λέει η Σαρίς: «Οι έλληνες ζωγράφοι που φιλοτεχνούσαν εικόνες και θρησκευτικά έργα για τις εκκλησίες, εργάζονταν ταυτόχρονα και στα ανάκτορα. Διακοσμούσαν τοίχους και φιλοτεχνούσαν τα πορτρέτα των σουλτάνων. Οι ίδιοι οι σουλτάνοι παρήγγελναν τα έργα. Ο διασημότερος ζωγράφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Κωνσταντίνος Κυζικινός, ο ζωγράφος του σουλτάνου Σελίμ του Γ΄». Ο Αρμενόπουλος, ο Σταυράκης, ο Σπυρίδων, ο Μιχελιδάκης ήταν άλλοι ζωγράφοι που εργάστηκαν στην Υψηλή Πύλη.

Συνολικά στην έκθεση του Τοπ Καπί παρουσιάζονται 100 έργα που προέρχονται από τις συλλογές του Τοπ Καπί, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και από ναούς. Πορτρέτα σουλτάνων και άλλων αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνυπάρχουν με πορτρέτα ιεραρχών από τη συλλογή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, σπάνιες εικόνες (συνολικά 15) καθώς και νεκρές φύσης ή στιγμιότυπα από τη ζωή της Πόλης, όπως για παράδειγμα το πορτρέτο μιας τραγουδίστριας του καμπαρέ, φιλοτεχνημένο από τον Ανδρεάδη. Βυζαντινή μουσική επενδύει την έκθεση που εξελίσσεται στους χώρους των άλλοτε αυτοκρατορικών στάβλων του Τοπ Καπί.

Η έρευνα για την ανακάλυψη έργων συνεχιζόταν μέχρι την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της έκθεσης ανακαλύφθηκαν μια εξαιρετική «Σταύρωση» με την υπογραφή του Κωνσταντίνου Κυζικινού, έργο του 1807, στον Ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα· μια «Παναγία του Πέρα», της Θάλειας ΦλωράΚαραβία στην Κοινοτική Αίθουσα Εισοδίων της Θεοτόκου του Σταυροδρομίου· και, στον ίδιο χώρο, η προσωπογραφία του τραπεζίτη και ταμία του σουλτάνου Ζαρίφη από τον Ε. Αρμενόπουλο. Ονόματα άλλων ζωγράφων που έργα τους παρουσιάζονται είναι Πλατωνίδης, Σκαρλάτος, Βακαλόπουλος, Οικονομίδης, Ιγκούμ (Ηγουμενίδης), Αντωνιάδης, Ξανθόπουλος, Ολγα Αντωνιάδου.

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΣΕΛΙΜ
Τα έργα του Κωνσταντίνου Κυζικινού έχουν την μερίδα του λέοντος σ΄ αυτή τη μοναδική, από πολλές απόψεις,έκθεση του Τοπ Καπί.Στα 100 έργα τα 36 υπογράφονται απ΄ αυτόν τον ζωγράφο.Ο Κυζικινός,ως αυλικός ζωγράφος,είχε δεχθεί παραγγελία από τον Σελίμ τον Γ΄ να φιλοτεχνήσει όλες τις προσωπογραφίες των σουλτάνων,από την αρχή της Αυτοκρατορίας.Φιλοτέχνησε συνολικά 38 πορτρέτα.Αυτά τα πορτρέτα τυπώνονταν και αποστέλλονταν σε ξένους μονάρχες και ηγεμόνες.Η τεχνική ήταν η ίδια.Μαύρο φόντο και έμφαση στο πρόσωπο. Χάρη στον Κυζικινό και στο έργο του διασώζονται πολλές πληροφορίες από τη ζωή στο παλάτι και στην Πόλη.Για παράδειγμα μια μεγάλη σύνθεση του παρουσιάζει τη θρησκευτική τελετουργία του Μπαϊραμιού,ενώ μια άλλη μεγάλη σύνθεσή του παρουσιάζει την ενθρόνιση του Σελίμ του Γ΄. Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τον Κυζικινό.Το σίγουρο είναι ότι σπούδασε στην Ευρώπη και ότι τα πορτρέτα τον φέρνουν πολύ κοντά στη δυτική τέχνη της εποχής.Ενα δυτικό πνεύμα φαίνεται ότι διατρέχει και το θρησκευτικό έργο του Κυζικινού,εικόνες για τις ορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης.Για παράδειγμα το βασικό μοτίβο της «Σταύρωσης», που ανακαλύφθηκε κατά την προετοιμασία της έκθεσης και συντηρήθηκε,είναι η αγωνία και ο εξανθρωπισμός των προσώπων τόσο του Χριστού όσο και των άλλων που βρίσκονται κάτω από τον Σταυρό.

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
Η έκθεση «Ελληνες ζωγράφοι της Κωνσταντινούπολης» θα διαρκέσει έως τις 30 Ιουνίου στο Ανάκτορο του Τοπ Καπί
Πηγή: tovima.gr

 

 

 

 

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι