Menu

Γιουσούφ Καρς



Αυτοφωτογραφία του Γιουσούφ Καρς, 1938.


Ο Γιουσούφ Καρς (Yousuf Karsh: Μαρντίν, Τουρκία, 23 Δεκεμβρίου 1908 – Βοστώνη, ΗΠΑ, 13 Ιουλίου 2002) ήταν καναδός φωτογράφος αρμενικής καταγωγής, ο οποίος έγινε γνωστός για τα ασπρόμαυρα πορτρέτα πολλών μεγάλων προσωπικοτήτων της εποχής του.

Ο μικρός Γουσούφ (Ιωσήφ· στα αρμενικά: Χοβσέπ) έζησε τα γεγονότα της γενοκτονίας των Αρμενίων. Για να γλιτώσει από τους Τούρκους, η οικογένειά του διέφυγε στην Συρία, αλλά η μικρή του αδελφή πέθανε από την πείνα κατά την έξοδο από τα μέρη της Ανατολίας. Σε ηλικία 16 ετών έφυγε για τον Καναδά για να δουλέψει κοντά σε έναν θείο του φωτογράφο, που είχε ήδη εγκατασταθεί εκεί. Το 1928, ο θείος του τον έστειλε στην Βοστώνη να μαθητεύσει κοντά στον Αμερικανό φωτογράφο Τζων Γκάρο (John Garo).

Από την Βοστώνη, επέστρεψε στον Καναδά το 1932 και άνοιξε δικό του στούντιο στην Οττάβα κοντά στο Κοινοβούλιο του Καναδά. Ανάμεσα στους πρώτους του πελάτες ήταν και ο τότε πρωθυπουργός του Καναδά Μακένζι Κινγκ (αγγλ., Mackenzie King). Ακολούθησαν και άλλες πολλές διασημότητες από τον Καναδά που εκτίμησαν το ταλέντο του νεαρού Καρς στη δημιουργία φωτογραφικών πορτρέτων.


Το 1941 φωτογράφησε τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε πάει στην Οττάβα για να δώσει μια ιστορική ομιλία στο Κοινοβούλιο του Καναδά. Η συγκεκριμένη φωτογραφία μπήκε τελικά στο εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού Life, στο τεύχος της 21ης Μαΐου του 1945, και έτσι ο Καρς έγινε διάσημος. Με μια μηχανή μεγάλου φορμά (8 × 10 Calumet) απαθανάτισε προσωπικότητες όπως τον Αλβέρτο Αινστάιν, τον Αλβέρτο Σβάιτσερ, τον Φιντέλ Κάστρο, την Ίντιρα Γκάντι, τον Μωχάμετ Άλι, τον Πιέρ Έλλιοτ Τρυντώ, κ.ά.

Ο ίδιος ο Καρς, στο βιβλίο του Karsh Portfolio (Το λεύκωμα του Καρς, Toronto 1967), γράφει:

«Μέσα σε κάθε άνδρα και σε κάθε γυναίκα, κρύβεται ένα μυστικό· ως φωτογράφος οφείλω να το αποκαλύψω, εάν μπορώ. Η αποκάλυψη, αν συμβεί, θα συμβεί σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου με μια ασυνείδητη κίνηση, με μια στιγμιαία λάμψη του ματιού, με ένα πρόσκαιρο σήκωμα της μάσκας που όλοι οι άνθρωποι φορούν για να κρύβουν από τον κόσμο τον ενδόψυχο κόσμο τους. Σ' αυτή την πολύ φευγαλέα ευκαιρία, ο φωτογράφος πρέπει να δράσει, γιατί αλλιώς έχει χάσει.»

Οι φωτογραφίες του Καρς βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά (Οττάβα), στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στην Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών (Λονδίνο) και στις συλλογές πολλών άλλων μουσείων. Ο φωτογραφικός εξοπλισμός του φυλάσσεται στο Καναδικό Μουσείο Επιστήμης και Τεχνολογίας (Οττάβα). Η Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά τίμησε τον φωτογράφο με εκθέσεις το 1959, το 1989 και το 1998. Από το 1967 ήταν μέλος του τιμητικού «Τάγματος του Καναδά».

Το 1992, μετά από εξήντα χρόνια λειτουργίας, ο Καρς έκλεισε το στούντιό του στην Οττάβα και σταμάτησε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Βοστώνη, όπου και πέθανε το 2002. Η σορός του ενταφιάστηκε στην Οττάβα.

Πηγή: Βικιπέδια

System Of A Down

Οι System of a Down (μερικές φορές λέγεται απλά SOAD ή System)είναι ένα Αρμένικο-Αμερικάνικο nu metal συγκρότημα από την Glendale της Καλιφόρνια, και σχηματίστηκε το 1994. Αποτελείται από τον Serj Tankian (κυρίως φωνητικά, αρμόνιο και ρυθμική κιθάρα), Daron Malakian (φωνητικά και κιθάρα), Shavo Odadjian (μπάσο)και John Dolmayan (ντράμς).

Η μπάντα έχει κυκλοφορήσει 5 άλμπουμ και έχει πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο. Ακόμη, έχει προταθέι για 4 βραβεία Grammy, εκ των οποίων έχει κερδίσει ένα το 2006 για την καλύτερη Hard Rock παράσταση.Η μπάντα διαλύθηκε και βρίσκεται σε παύση.

 Μέλη

  • Daron Malakian — vocals, guitars (1994–2006)
  • Serj Tankian — lead vocals, keyboards (1994–2006)
  • Shavo Odadjian — bass (1994–2006)
  • John Dolmayan — drums (1997–2006)

Επίσημη Δισκογραφία

  • System of a Down (1998)
  • Toxicity (2001)
  • Steal This Album! (2002)
  • Mezmerize (2005)
  • Hypnotize (2005)

Αρμένης

Κατά την ελληνική δημώδη έκφραση Αρμένηδες ονομάζονταν οι διασπαρμένοι από τη κοιτίδα τους έμποροι και τεχνίτες, μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και που είχαν εγκατασταθεί στις μεγάλες εμπορικές τότε πόλεις (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.λπ.). Αυτοί ερχόμενοι σε επικοινωνία και συναλλαγή με τους παροικούντες Έλληνες έδειχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ως χριστιανοί προς χριστιανούς με τους Έλληνες παρότι με τους ομόδοξούς τους Αρμενίους. Αμφότεροι δε αντιστρατεύονταν και συναγωνίζονταν τους Εβραίους περί των οποίων κοινές ήταν οι προλήψεις και οι δοξασίες και κατ΄ επέκταση ο θρησκευτικός αντισημιτισμός.

Από τους Έλληνες οι "Αρμένηδες" παρέλαβαν πολλά λαογραφικά έθιμα ζώντας μαζί τους μάλλον ειρηνικά και συναδελφικά αν και πολλές φορές εξωθούμενοι από Οθωμανούς παράγοντες σε συνθήκες δουλείας επέδειξαν αμοιβαία δυσπιστία μέχρι και σύντομους τοπικούς διχασμούς, ιδίως στη Σμύρνη και στη Κωνσταντινούπολη. Οι Αρμένιοι βρέθηκαν πολλές φορές αντιμέτωποι με τους Έλληνες στο πλευρό των κατακτητών. Στις μεγάλες όμως σφαγές των Αρμενίων του 1896 στη Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες τάχθηκαν υπέρ τους και συνέβαλαν στη κατάπαυση του διωγμού τους και των σφαγών.

Μετά το άδοξο τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας το 1922 πολλοί Αρμένηδες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, έμαθαν την ελληνική γλώσσα καλλίτερα και απετέλεσαν ζωτικό στοιχείο στο εσωτερικό εμπόριο και τις τέχνες όπως στη ταπητουργία, ωρολογοποιία, χρυσοχοΐα κ.λπ. Από δε τον ελληνικό λαό οι Αρμένηδες θεωρούνται γενικά έξυπνοι και παράλληλα πανούργοι. Σε πολλά δε δημοτικά δίστιχα εξυμνούνται οι ωραίες "Αρμενοπούλες" με τα λεγόμενα "σπαθωτά φρύδια", όπου και η δημώδης φράση: "έχει αρμένικα φρύδια". Η δε βαριά με ανατολίτικη προφορά της ελληνικής γλώσσας των εγκατεστημένων στην Αθήνα με ανάμικτες τούρκικες, φράγκικες και αραβικές λέξεις σε συνδυασμό με την κουτοπονηριά τους έγινε πολλές φορές αντικείμενο σάτιρας σε διάφορα περιοδικά και θεατρικές επιθεωρήσεις όπου διακωμωδήθηκαν διάφοροι τύποι Αρμενίων (π.χ. Καραμπέτ, Αρτίν, Αγκόπ, Μποντός, Τακουΐτσα κ.ά.).

Αντίθετα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους οι Αρμένηδες και γενικά οι Αρμένιοι δεν έχαιραν μεγάλης υπόληψης, θεωρούμενοι περισσότερο ως ύπουλοι και ασταθείς. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς πολλές φορές εκτόξευαν εναντίον τους πολλές κατηγορίες. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στον "Επιτάφιο του Μ. Βασιλείου" σημειώνει: "Ούχ απλούν γένος ευρίσκω τους Αρμενίους, αλλά λίαν κρυπτόν και ύφαλον", όπως δηλαδή οι ύφαλοι μπορούν να δημιουργήσουν απροσδόκητες καταστάσεις σε πλοία. Επίσης και ο συγγραφέας Νικηφόρος ο Σκευοφύλαξ στο "Βίο Θεοφάνους" σημειώνει:"Των Αρμενίων το δεινότατον γένος ύπουλον εστί και φαυλώδες είς άγαν". Από δε του Βυζαντινούς λέγονταν επίσης και η παροιμία, (όπως την κατέγραψε ο Πλανούδης): "Αρμένην έχεις φίλο; κάλλιον εχθρόν ού θέλεις"!, που έγινε αργότερα "Αρμένην έχεις φίλο; Άλλον εχθρό δε θέλεις"!, θεωρώντας τους κακούς και άπιστους φίλους.

Τα αίτια αυτών των περί Αρμενίων αντιλήψεων των Βυζαντινών, παρότι το Βυζαντινό θρόνο κόσμησαν πολλοί Αρμένιοι Αυτοκράτορες αναζήτησε ο μέγας βυζαντινολόγος Κάρολος Κρουμπάχερ ο οποίος και τα απέδωσε στο φυλετικό ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων, ενώ άλλοι βυζαντινολόγοι στον οικονομικό και εμπορικό ανταγωνισμό. Ο δε Έλληνας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης θεωρεί τις αντιλήψεις αυτές όπως και την παραπάνω παροιμία ως απόρροια των ακριβών μακροχρόνιων παρατηρήσεων του ήθους και τού τότε χαρακτήρα των Αρμενίων όπου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέχοντας μειονεκτική θέση και φοβούμενοι, διέπλασαν χαρακτήρα ύπουλο και δόλιο και που σ΄ αυτό συντέλεσε πολύ περισσότερο και ο οικονομικός ανταγωνισμός.

Πηγή: Βικιπέδια

Δαβίδ, ο Αρμένιος

Ο Δαυίδ ο Αρμένιος ή Δαβίδ ο Ανίκητος ήταν φιλόσοφος και γραμματικός της ύστερης αρχαιότητας από την Αρμενία, που άκμασε τον 5ο αιώνα μ.Χ.. Κατά την Αναγέννηση ήταν γνωστός μόνο ως ερμηνευτής της φιλοσοφίας των Περιπατητικών και ως σχολιαστής του Αριστοτέλη. Ωστόσο το έτος 1823 ανακαλύφθηκαν αξιόλογα φιλοσοφικά και φιλολογικά έργα του, γραμμένα τόσο στην ελληνική, όσο και στην αρμενική γλώσσα.

Πηγή: Βικιπαίδεια

Η Αρμενική εκκλησία στην κατεχόμενη Λευκωσία

Γράφει ο Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας

Το βράδυ της 2ας Δεκεμβρίου 2008 οι Ιταλοί αρχιτεκτόνες ανέλαβαν, σε συνεργασία με το UNDP, την αναστήλωση της αρμένικης εκκλησίας της Παρθένου Μαρίας που βρίσκεται στην κατεχόμενη Λευκωσία. Ποια είναι όμως η ιστορία αυτής της εκκλησίας και ποια η σημασία της για την αρμένικη κοινότητα της Κύπρου;

Η εκκλησία της Ευλογημένης Παρθένου Παναγίας είναι κτισμένη επί της οδού Βικτωρίας, σε μικρή απόσταση από τον προμαχώνα Ρόκκας και την Πύλη Πάφου. Η οδός Βικτωρίας είναι ο ρόμος εκείνος που ξεκινά δυτικά της λατινικής εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού, και που από το 1963-1964 η αρχή της είναι κλειστή με βαρέλια, αφού χωρίζει τον ελεύθερο και τον ατεχόμενο τομέα της πόλης· ειρωνικά, το καφενείο που βρισκόταν δίπλα από την αρχή της, ετοιμόρροπο σήμερα, ονομάζεται «ΣΠΙΤΦΑΪAΡ». Η κτισμένη σε γοτθικό ρυθμό εκκλησία ήταν το παρεκκλήσι του μεσαιωνικού αββαείου των Βενεδικτινών καλογριών της Παναγίας της Τύρου, και κτίστηκε το 1308 στη θέση παλαιότερης εκκλησίας που καταστράφηκε από σεισμό το 1303, μετά από εντολές του Λουζινιανού Βασιλιά Ερρίκου Β’, με σκοπό να στεγάσει τους Βενεδικτίνους που εκδιώχθηκαν από τους Αγίους Τόπους μετά την κατάληψη της Άκρας το 1291.

Ωστόσο, με το θάνατο του Ερρίκου Β’ το 1324, η εκκλησία δεν ολοκληρώθηκε. Η εκκλησία είναι τυπική μονόκλιτη γοτθική, μήκους 20 m. και πλάτους 10 m., με ημι-οκταγωνική αψίδα και αψιδωτούς θόλους. Μέχρι και το 1960 το πάτωμα της εκκλησίας ήταν καλυμμένο με σκαλιστές επιτύμβιες πλάκες ιπποτών με πανοπλία, καλογριών ή κυριών με ενδυμασίες του 14ου και του 15ου αιώνα, με σημαντικότερη τη σαρκοφάγο της λαίδης Eschive de Dampierre, ηγουμένης του μοναστηριού, η οποία ήταν στολισμένη με το οικόσημο του οίκου της (δύο ψάρια) και έφερε τη χρονολογία Μ CCC XXXX (1340)· από διάφορες πηγές, γνωρίζουμε δυστυχώς ότι όσες πλάκες παρέμειναν στη βεράντα της εκκλησίας έχουν συληθεί και βανδαλιστεί. Πάνω από το νότιο παράθυρο υπήρχε η ελαιογραφία του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο διάφοροι πιστοί - Αρμένιοι και μη - έρχονταν για να ανάψουν κεριά και για να προσευχηθούν να σταματήσουν τα κακά τους.

Δεν είναι σαφές πότε και με ποιο τρόπο το λατινικό μοναστήρι περιήλθε στην ιδιοκτησία της Αρμένικης Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο γνωρίζουμε ότι οι Αρμένιοι κατείχαν την εκκλησία πριν το 1504. Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού είναι γνωστό ότι μερικά μέλη του Τάγματος των Βενεδικτίνων προέρχονταν από αρμένικες οικογένειες του Βασιλείου της Κιλικίας, όπως για παράδειγμα η πριγκήπισσα Fimie, κόρη του Βασιλιά HaytounI. Επίσης, γνωρίζουμε ότι η αρμένικη κοινότητα της φράγκικης Λευκωσίας διέθετε και δύο άλλες εκκλησίες, του Sourp Kevork (Αγίου Γεωργίου), η οποία βρισκόταν κοντά στο σημερινό παλαιό αρμένικο κοιμητήριο στην περιοχή του Ledra Palace, και των Sourp Boghos yev Sourp Bedros (Αγίων Παύλου και Πέτρου), η οποία βρισκόταν στο κεντρικό μέρος της μεσαιωνικής πόλης.

Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν η εκκλησία να περιήλθε στα χέρια των Αρμενίων πριν από το 15ο αιώνα, αφού οι χρονικογράφοι Λεόντιος Μαχαιράς (1369-1458) και Γεώργιος Βουστρώνιος (1430-1501) μας πληροφορούν ότι η αρμένικη συνοικία της Λευκωσίας βρισκόταν παρά την πύλη του Αγίου Δομήνικου (γνωστή και ως Πύλη των Αρμενίων, σημερινή Πύλη Πάφου), ονομαζόταν Αρμενία ή Αρμενογειτονιά, και γειτνίαζε με το Ρογιάτικο, το β’ παλάτι των Λουζινιανών. Αμέσως μετά την κατάκτηση της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς το Σεπτέμβριο του 1570, χρησιμοποιόταν ως κρατική αποθήκη αλατιού. Το 1571 επανήλθε, με φιρμάνι του Σουλτάνου, στα χέρια των Αρμενίων. Λέγεται δε πως η εκκλησία αυτή δόθηκε στην αρμενική κοινότητα της Λευκωσίας ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχαν στους Οθωμανούς οι περίπου 40.000 στρατολογημένοι Αρμένιοι τεχνίτες κατά την κατάκτηση της πόλης της Λευκωσίας.

Κατά τα 400 τόσα χρόνια που φιλοξενούσε τη μικρή αλλά εύπορη αρμενική κοινότητα της Λευκωσίας, η εκκλησία δέχθηκε διάφορες προσθήκες: το 1688 και το 1904 ανακαινίστηκε, το 1788 κτίστηκε το βαπτιστήριο, το 1858 κτίστηκαν οι καμάρες που στηρίζουν τη βόρεια βεράντα, το 1860 κτίστηκε το καμπαναριό - δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Nevrouzian -, το 1903 κτίστηκε η νέα οροφή, το 1950 ανακαινίστηκε το καμπαναριό, ενώ το 1960 τοποθετήθηκε το νέο πάτωμα. Όμως, για τους πολυδοκιμασμένους και κατατρεγμένους ρμένιους, η Εκκλησία δεν είναι απλά ένας τόπος προσευχής, αλλά και ένας χώρος στον οποίο βασίζονται για να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα, ιδιαίτερα κατά τους χαλεπούς καιρούς της Τουρκοκρατίας, όπου χριστιανοί με διάφορους τρόπους εξαναγκάζονταν να εξισλαμιστούν. Στην Εκκλησία κατέφυγαν οι χιλιάδες kaghtaganner (πρόσφυγες) που διέφυγαν των τρομερών σφαγών και της Γενοκτονίας που διενέργησαν οι Νεότουρκοι, ενώ αρκετοί από αυτούς όταν έφθασαν στη Λευκωσία διέμεναν προσωρινά στην αυλή αυτής ης εκκλησίας.

Έτσι, δεν είναι παράξενο ότι μέχρι το 1963 η περιοχή γύρω από την εκκλησία ονομαζόταν Αρμενομαχαλάς, αφού όλοι σχεδόν οι Αρμένιοι της Λευκωσίας κατοικούσαν εκεί. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, το κτίσιμο διαφόρων οικοδομημάτων πέριξ ων κτιρίων της εκκλησίας και της Μητρόπολης έκαναν γνωστό το σύμπλεγμα ως το «Αρμένικο τετράγωνο»: το 1870 κτίστηκε το αρρεναγωγείο Vartanantz, μεταξύ 1897-1904 λειτούργησε το ορφανοτροφείο Kurkjian, ενώ το 1902 κτίστηκε παρθεναγωγείο Shushanian, το οποίο αργότερα έγινε η προδημοτική. Το 1921 ιδρύθηκε εις μνήμη του μεγάλου γαιοκτήμονα Artin Melikian το ομώνυμο μεικτό σχολείο, ενώ το 1938 ο γνωστός επιχειρηματίας Dickran Ouzounian έκτισε το ομώνυμο μεικτό σχολείο, τα οποία συνενώθηκαν το 1950. Επίσης, το 1932 ανεγέρθηκε το μνημείο της Αρμενικής Γενοκτονίας. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην αυλή του συγκροτήματος λειτουργούσε χώρος προσκοπείου, και πως στα ανατολικά της εκκλησίας βρίσκονταν το σπίτι του καντηλανάφτη, το αρχοντικό της deghatsi (ντόπιας) οικογένειας του Hayrabed Melikian, καθώς και ένα μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Φώτιο. Αν και έξω από το σύμπλεγμα, το Armenian Club βρισκόταν ακριβώς στα νότια της Μητρόπολης, αφού το μόνο που τα διαχώριζε ήταν η ζιγκ-ζαγκ οδός Notre Dame de Tyr.

Όταν ξέσπασαν οι διακοινοτικές ταραχές στις 21 Δεκεμβρίου 1963, η αρμένικη συνοικία της Λευκωσίας καταλήφθηκε από τους Τ/Κ στασιαστές. Οι πλείστοι Αρμενοκύπριοι της Λευκωσίας έφυγαν φοβισμένοι και τρομαγμένοι από τα σπίτια που με τόση αγάπη, τόση κούραση και τόσο μόχθο κατάφεραν να κτίσουν, ενώ στις 4 Μαρτίου 1964 όσοι Αρμένιοι παρέμειναν στον Αρμενομαχαλά (ενορία Karaman Zade) και τις νεόδμητες περιοχές Νεάπολη και Κωνστάντια έλαβαν απειλητικές επιστολές από Τ/Κ εξτρεμιστές που τους διναν λίγες ώρες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους: συνολικά 231 αρμένικες οικογένειες της Λευκωσίας προσφυγοποιήθηκαν. Έτσι, η πολυδοκιμασμένη αρμενοκυπριακή κοινότητα της Λευκωσίας στερήθηκε την εκκλησία της, τη Μητρόπολή της, το δημοτικό της σχολείο, τους συλλόγους της, κυρίως όμως στερήθηκε το αίσθημα της συλλογικότητας και της συνύπαρξης σε μια ξεχωριστή αρμένικη συνοικία. Παρά τις δοκιμασίες που πέρασε, κατάφερε να ορθοποδήσει και να αποκτήσει ένα ευρύχωρο δημοτικό σχολείο το 1972, μια
όμορφη εκκλησία το 1981, και το κτίριο της Μητρόπολης το 1984 - όλα στον ίδιο χώρο στην Ακρόπολη.

Παράλληλα, οι σύλλογοί της συνέχισαν να λειτουργούν, και σήμερα αποτελούν κέντρο αναφοράς για την κοινότητα.

Επίσης, σε μορφή PDF μπορείτε να το δείτε εδώ.

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι