Menu

Αρμένικα μνημεία στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO

Η μεσαιωνική πρωτεύουσα της Αρμενίας, το κόσμημα της αρμενικής αρχιτεκτονικής, η ερειπωμένη αλλά πάντα γοητευτική πόλη Ανί περιλαμβάνεται πλέον στον αναγνωρισμένου κύρους Κατάλογο Μνημείωντης Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO!
Η απόφαση ελήφθη στις 15 Ιουλίου, κατά την 40η σύνοδο της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς του διεθνούς οργανισμού, που, κατά μία παράδοξη σύμπτωση, συνήλθε στη Κωνσταντινούπολη!
Η Ανί,η πόλη με τις «χίλιες και μία εκκλησίες και τις σαράντα πύλες», όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη επαρχία Γκαρς, σε υψόμετρο 1.465 μέτρων, πάνω στα κλειστά αρμενο-τουρκικά σύνορα, που οριοθετούνται από τον ποταμό Αχουριάν, παραπόταμο του Αράξη. Με πληθυσμό 200.000 κατοίκων στην ακμή της, υπήρξε η λαμπρή πρωτεύουσα της αρμενικής δυναστείας των Βαγρατιδών, κατά τον 10ο – 11ο αιώνα, σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων Βυζαντινών, Περσών, Αράβων και άλλων, που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη και τη Βαγδάτη.
Τα παλάτια και οι οχυρώσεις της, οι ναοί και τα μοναστήρια της θεωρούνταν από τις καλύτερες κατασκευές,ως προς την τεχνική και την αισθητική τους. Ήταν όλα κατασκευασμένα από ένα τοπικό ηφαιστειογενές πέτρωμα, το βασάλτη, που υπάρχει άφθονο και σε ποικιλία χρωμάτων - από κίτρινο έως κόκκινο-τριανταφυλλί και κατάμαυρο -, και καθώς λαξεύεται πολύ εύκολα, προσφέρεται για την λεπτή και περίτεχνη διακόσμηση των λαμπρών μνημείων.
Παρόλα τα μεγαλεία του παρελθόντος, η Ανί σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα, ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη από αιώνες. Δέχθηκε βάρβαρες επιθέσεις και καταστροφές από Σελτζούκους, Μογγόλους, Οθωμανούς, αλλά και από την ίδια τη φύση, με κατά καιρούς ισχυρούς σεισμούς. Αλλά και οι ερασιτεχνικές ανασκαφές και αναστηλώσεις, όπως και οι πολιτικές «πολιτισμικής εκκαθάρισης» της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια που συνέβαλαν στην περαιτέρω καταστροφή των μνημείων.
Σύμφωνα με τον κανονισμό της UNESCO, το αίτημα για την ένταξη ενός μνημείου στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς υποβάλλεται από τη χώρα στην επικράτεια της οποίας βρίσκεται το μνημείο. Στην περίπτωση της Ανί, το αίτημα υποβλήθηκε από την Τουρκία, εφόσον η Ανί βρίσκεται σήμερα στα κατεχόμενα από την Τουρκία αρμενικά εδάφη. Στην αρχική του μορφή,το αίτημα δεν ήταν ολοκληρωμένο, γιαυτό και αναπέμφθηκε για επανεξέταση και συμπλήρωση. Ο νέος φάκελος, πιο άρτιος και ολοκληρωμένος, περιγράφει λεπτομερώς την ιστορική διαδρομή του μνημείου, αλλά και την αρχαιολογική του αξία, έτσι ώστε εμφαντικά και με κάθε λεπτομέρεια να προβάλλεται η αρμενικότητά του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι,στον τουρκικό «ενδεικτικό κατάλογο» προς ένταξη στη λίστα των μνημείων της UNESCO, έχουν συμπεριληφθεί δύο ακόμη σημαντικά αρμενικά μνημεία, ο ναός του Τιμίου Σταυρού (921μ.Χ) στη νήσο Αχταμάρ της λίμνης Βαν, με ημερομηνία υποβολής 13.04.15,και το φρούριο και η παλιά πόλη του Βαν, με ημερομηνία υποβολής 13.04.2016. «Ενδεικτικός» είναι ο κατάλογος αξιόλογων μνημείων που συντάσσει ένα συμβαλλόμενο κράτος, και υποβάλλει προς εξέταση στο Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, με το αίτημα της εξέτασης και ένταξής τους στο κατάλογο των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάςτης UNESCO.
Η ένταξη των μνημείων στον οριστικό κατάλογο σημαίνει ότι,η Τουρκία υποχρεώνεται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα και τις εγγυήσεις, για να προστατευθούν και να διατηρηθούν τα μνημεία και κατά τακτά διαστήματα να υποβάλει στην UNESCO σχετικές εκθέσεις-αναφορές. Υποχρεώνεται, ως εκ τούτου, ως προς την Ανί τουλάχιστον, να μεταβάλει την τακτική που επί δεκαετίες ακολούθησε, αφήνοντας τα αναρίθμητα πολιτισμικά μνημεία στην τύχη τους, έρμαια στα στοιχεία της φύσης ή στους βανδαλισμούς.
Πάνω από το 70% των αρμενικών πολιτισμικών μνημείων βρίσκεται εκτός των συνόρων της Δημοκρατίας της Αρμενίας, σε τέσσερις γειτονικές χώρες. Γιαυτό και η αντιπροσωπεία της Αρμενίας στην UNESCO κινείται δραστήρια, από την πρώτη μέρα της ένταξής της στον Οργανισμό. Τονίζει την ανάγκη προστασίας των πολυάριθμων αυτών αρμενικών θησαυρών, που δεν τυγχάνουν της δέουσας προσοχής, τονίζοντας την πανανθρώπινη αξία της πολιτισμικής κληρονομιάς συνολικά, αλλά και μεμονωμένα, όπως στην περίπτωση της Ανί, όπου και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
Η Ανί, ωστόσο, δεν είναι το πρώτο συγκρότημα αρμενικών μνημείων εκτός Αρμενίας, που εντάσσεται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ήδη από το 2008, στον ίδιο κατάλογο έχουν περιληφθεί τρία σπουδαία αρμενικά μνημεία, που βρίσκονται στην επικράτεια του Ιράν. Πρόκειται για τα δύο μοναστηριακά συγκροτήματα του Αγίου Θαδδαίου (Σουρπ Ταττεΐ Βανκ) του 7ου αι. και του Αγίου Στεφάνου (Σουρπ Στεπανοσί Βανκ) και το παρεκκλήσι της Παναγίας, το μόνο μνημείο που διασώθηκε από το σπουδαίο μοναστηριακό συγκρότημα του Τζορ-Τζορ. Και τα τρία αυτά συγκροτήματα, που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του Ιράν, περιγράφονται στον κατάλογο, ως χαρακτηριστικά δείγματα της αρμενικής αρχιτεκτονικής και της διακοσμητικής παράδοσης, με ιδιαίτερη οικουμενική αξία. Αποτελούν την αδιάψευστη μαρτυρία των ορίων του αρμενικού πολιτισμού στην περιοχή, αλλά και την διάχυση και αλληλεπίδρασή του με τους γειτονικούς πολιτισμούς του Βυζαντίου, της Περσίας, των Ασσυρίων…
Πολυάριθμα είναι, φυσικά, τόσο τα προϊστορικά, όσο και τα ιστορικά μεσαιωνικά μνημεία,εντός της επικράτειαςτης Αρμενίας. Ήδη, τρία μοναστηριακά συγκροτήματα έχουν ενταχθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Το μοναστηριακό συγκρότημα του Χαγμπάτ (τέλη 10ου αι.), εξαιρετικό δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε στην Αρμενία από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα, λόγω της ανάμειξης παραδοσιακών αμιγώς αρμενικών χαρακτηριστικών με στοιχεία βυζαντινής ναοδομίας. Περιλαμβάνει τρεις ναούς, πλούσια βιβλιοθήκη και τυπογραφείο, παρεκκλήσια, τάφους και περίτεχνα λαξευμένες σταυρόπετρες (χατσκάρ). Η μονή, εντός της οποίας λειτούργησε και πανεπιστήμιο, αποτέλεσε σπουδαίο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο, καθόλη τη διάρκεια του μεσαίωνα.Στον Κατάλογο της UNESCO εντάχθηκε το 1996.
Το μοναστηριακό συγκρότημα Σαναχίν (966 μ.Χ.), απλώνεται σε μια κατάφυτη βουνοπλαγιά, κοντά στην πόλη Αλαβερντί. Αποτέλεσε διοικητική έδρα της δυναστείας των Γκιουρικιάν, επισκοπική έδρα και σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με πανεπιστήμιο και βιβλιοθήκη. Κατά την εισβολή των Μογγόλων το 1235 μ.Χ. η μονή υπέστη μεγάλες καταστροφές. Σήμερα διασώζονται δύο μεγάλοι ναοί, ένα παρεκκλήσι, το κωδωνοστάσιο, η ακαδημία, το κτήριο της βιβλιοθήκης, τα κελιά των μοναχών, όπως και οι τάφοι της δυναστείας των Γκιουρικιάν. Στον Κατάλογο της UNESCO εντάχθηκε το 1996.
Ο Καθεδρικός Ναός της Αγίας Έδρας του Ετσμιατζίν, οι ναοί της ευρύτερης περιοχής και ο αρχαιολογικός χώρος του Ζεβαρτνότς, ως ενιαία ενότητα, εντάχθηκαν στον Κατάλογο της UNESCO το έτος 2000. Στο συγκρότημα περιλαμβάνονται αναλυτικά:
Ο ναός του Ετσμιατζίν (301 – 303 μ.Χ.) ανεγέρθηκε από τον βασιλιά Ντερτάτ, πάνω στα ερείπια ειδωλολατρικού ναού, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή, που δίδαξε τον Χριστιανισμό στην Αρμενία, και είναι ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά μνημεία στην Ευρώπη. Το κύριο τμήμα του ναού υπό την σημερινή του μορφή, ανακατασκευάστηκε το 483-4 μ.Χ., δεδομένου ότι είχε υποστεί σοβαρές ζημίες από την εισβολή των Περσών. Σηματοδοτεί την απαρχή της αρμενικής ναοδομίας με τη μορφή σταυροειδούς μετά τρούλου, που άσκησε βαθιά επίδραση στην αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της περιοχής στους μετέπειτα αιώνες. Είναι η Έδρα του Καθολικού Πατριάρχη απάντων των Αρμενίων, πνευματικό και διοικητικό κέντρο της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.
Ο ναός της Αγίας Χριψιμέ (618 μ.Χ.), στα ανατολικά της πόλης Ετσμιατζίν, ένα από τα αριστουργήματα της πρώιμης μεσαιωνικής αρμενικής αρχιτεκτονικής και από τις πιο πολύπλοκες αρχιτεκτονικές συνθέσεις.
Ο ναός της Καγιανέ (395 μ.Χ.), νότια της πόληςτου Ετσμιατζίν, στον τόπο μαρτυρίου της Καγιανέ και των δύο συντρόφων της, μία κομψή τετράκλιτη βασιλική μετά τρούλου, με εντυπωσιακό εσωτερικό διάκοσμο.
Ο ναός Σογαγκάτ, ένα μικρό αλλά όμορφο αρχιτεκτονικό μνημείο, ανεγερθέν το 1694 μ. Χ.
Ο ναός της Παναγίας, στο κέντρο της πόλης του Ετσμιατζίν, είναι από τα νεότερα κτήρια στο αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ετσμιατζίν, ανεγέρθηκε μόλις… το 1767 μ.Χ.
Και τέλος, ο μεγαλοπρεπής ναός του Ζεβαρτνότς, που ανεγέρθηκε πάνω στα ερείπια παγανιστικού ναού, το 643 – 652 μ. Χ. και παρέμεινε ορθός μέχρι τον 10ο αι. Η σημερινή ερειπωμένη μορφή του οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε ισχυρό σεισμό.
Το 2000, στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, εντάχθηκε και το μοναστηριακό συγκρότημα του Κεγάρτ, μαζί με το ιδιαίτερου φυσικού κάλλους περιβάλλον τοπίο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλά διατηρημένο μνημείο, πάνω σε πανύψηλους βράχους, στην είσοδο της κοιλάδας του ποταμού Αζάτ. Ο κεντρικός ναός με την υπέροχη ακουστική του και τα υπόλοιπα μνημεία – παρεκκλήσια, τάφοι, σταυρόπετρες – , λαξευμένα μέσα στο βράχο, χρονολογούμενα από τον 4ο έως τον 13ο αι., συνιστούν την κορύφωση της αρμενικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής και της διακοσμητικής τέχνης.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι διάσπαρτα σ’ όλη την επικράτεια της Αρμενίας υπάρχουν αναρίθμητα μνημεία – κυρίως μοναστηριακά συγκροτήματα – που χρήζουν προστασίας, ήδη από το 1995, η Αρμενία έχει υποβάλει στην UNESCO «Ενδεικτικό Κατάλογο», στον οποίο περιλαμβάνονται: ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης Τβίν (335 μ.Χ.), η τρίκλιτη βασιλική και ο αρχαιολογικός χώρος του Γιερερούικ (4-5μ.Χ. αι.), το τεράστιο και καλοδιατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα του Ντατέβ (9ος αι. μ.Χ.)μαζί με την ιδιαίτερου φυσικού κάλλους παρακείμενη κοιλάδα του ποταμού Βοροντάν, η μονή Νοραβάνκ (13ος αι.)μαζί με την δυσπρόσιτη κοιλάδα Αμαγού που την περιβάλλει!
Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά

Πέρα όμως, από τα ανθρώπινα επιτεύγματα, την αρχιτεκτονική κληρονομιά, ή τις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους του πλανήτη, που επιδιώκει να αναδείξει και να προστατεύσει ως πανανθρώπινη κληρονομιά, η UNESCO καταρτίζει και έναν ακόμη κατάλογο, τον «Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας». Ο κατάλογος αυτός περιέχει πρακτικές, τεχνικές, γνώσεις, δεξιότητες, αλλά και όργανα, αντικείμενα και τεχνουργήματα, που καταδεικνύουν την πολυμορφία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανθρώπινης δημιουργικότητας και τη σημασία της διατήρησής της! Όλα εκείνα που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και ορίζουν την ταυτότητα και τη συνέχεια μιας κοινότητας ή εθνότητας, ορίζουν τη σχέση της με την ιστορία και το περιβάλλον.
Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται κατόπιν αιτήματος κάθε συμβαλλόμενης χώρας-μέλους. Αυτονόητο είναι ότι, πολλές φορές, τέχνες, τεχνικές ή παραδόσεις γίνονται αντικείμενο διεκδίκησης και διαμάχης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών! Ο αγώνας σε διπλωματικό επίπεδο αλλά και παρασκηνιακά είναι πολύ σκληρός. Στον «Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας», λοιπόν, η Αρμενία έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να εισαγάγει το μουσικό όργανο «Ντουντούκ» και τη μουσική του (2008), την τέχνη λάξευσης των «Χατσκάρ» - σταυρόπετρα – για τον συμβολισμό και τη δεξιοτεχνία της (2010), την απόδοση του αρμενικού έπους «Οι Παράτολμοι του Σασούν» - γνωστό ως «Σασουντσί Ταβίτ» (2012), και τέλος το «Λαβάς» το παραδοσιακό αρμενικό ψωμί, για τον τρόπο προετοιμασίας και παρασκευής του, ως έκφραση του πολιτισμού (2014).
Είναι βέβαιο ότι τα προσεχή χρόνια, η Αρμενία, με την μακραίωνη και πλούσια πολιτισμική της παράδοση,θα εντάσσει ολοένα και νέα μνημεία, και θα εμπλουτίζει την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

 

Αραξή Απελιάν - Κολανιάν

 

Πηγή: armenika.gr

Το «μυστικό» ενός τεμένους και η γενοκτονία των Αρμενίων

Τι είδε στο τελευταίο ταξίδι του στη Νοτιοανατολική Τουρκία ο διάσημος βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής Ρόμπερτ Φισκ

Το αποκαλούμενο επισήμως «Τέμενος της Απελευθέρωσης», το οποίο ανακαινίζεται αυτή την εποχή στην παλαιά πόλη του Γκαζίαντεπ, στη Νοτιοανατολική Τουρκία, αποτελεί ορόσημο στη διαδρομή ανάμεσα σε ένα μεγάλο έγκλημα του 20ού αιώνα και ένα άλλο που διαπράχθηκε στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει ο Ρόμπερτ Φισκ στον «Independent».
«Αυτό που δεν θα σας πει κανείς στο Γκαζίαντεπ, που δεν αναφέρεται σε κανέναν τουριστικό οδηγό, είναι ότι το τζαμί υπήρξε η μητρόπολη των τουλάχιστον 20.000 αρμενίων χριστιανών που ήταν θύματα του μεγαλύτερου εγκλήματος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: της γενοκτονίας των Αρμενίων. Τους απέλασαν οι οθωμανοί Τούρκοι από την πόλη αυτή, όπου ζούσαν εκατοντάδες χρόνια, για να τους εκτελέσουν και να τους ρίξουν σε μαζικούς τάφους. Οι δολοφόνοι ήταν Τούρκοι και Κούρδοι» τονίζει ο βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής που επισκέφτηκε πρόσφατα την περιοχή.
Συνολικά ως και 32.000 Αρμένιοι - σχεδόν ολόκληρος ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης, που τότε ονομαζόταν Αντέπ, ο οποίος αριθμούσε 36.000 άτομα - απελάθηκε στη Χάμα, στη Χομς και σε άλλες πόλεις της Συρίας το 1915. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Αντέπ λεηλάτησαν τα σπίτια όσων απελάθηκαν, παίρνοντας ακόμη και τους θησαυρούς της μητρόπολης, την οποία μετέτρεψαν σε αποθήκη και στη συνέχεια σε φυλακή. Ως τζαμί άρχισε να λειτουργεί το 1986.
Το μοναδικό εμφανές σημάδι του παρελθόντος είναι η χρονολογία «1892» σκαλισμένη στην ανατολική πλευρά της αρχικής εκκλησίας. Σηματοδοτούσε την ολοκλήρωση του έργου αυτού του μεγάλου αρμένιου αρχιτέκτονα Σαρκίς Μπαλιάν - ήταν ο επίσημος αρχιτέκτονας του Σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β' τον 19ο αιώνα, το οποίο αποτελεί τρομερή ειρωνεία, δεδομένου ότι ο Αμπντουλχαμίντ ξεκίνησε τον πρώτο γύρο της σφαγής των 80.000 Αρμενίων (ο αριθμός των θυμάτων μπορεί να φθάνει και τις 300.000) δύο χρόνια μετά την ανέγερση της εκκλησίας. 
Στο Αρμενικό Ολοκαύτωμα του 1915 - «ακόμη και οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν για τη γενοκτονία των Αρμενίων» γράφει ο Φισκ -  ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.

Υπέρ του πλιάτσικου και κατά των Γάλλων

Εξω από την πρώην αρμενική εκκλησία, ο βραβευμένος βρετανός δημοσιογράφος συνάντησε έναν γηραιό σύγχρονο πρόσφυγα πολέμου από τη Συρία. Ναι, γνώριζε ότι το τζαμί ήταν κάποτε εκκλησία. Πριν από έναν αιώνα, οι Αραβες της Βόρειας Συρίας - της περιοχής που σήμερα κατέχει το Ισλαμικό Κράτος - ήταν οι μοναδικοί φίλοι που βρήκαν οι Αρμένιοι στις μεγάλες ερήμους όπου τους έστειλαν για να πεθάνουν. 
Οταν τελείωσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι συμμαχικές δυνάμεις μπήκαν στο Αντέπ. «Πρώτοι ήταν οι Βρετανοί, οδηγούμενοι από τον αποτρόπαιο σερ Μάικ Σάικς - των διαβόητων συνόρων Σάικς - Πικό - και μετά οι Γάλλοι τον Οκτώβριο του 1919. Οι μουσουλμανικές ελίτ που είχαν καταλάβει την πόλη, τα σπίτια και τις περιουσίες των Αρμενίων, φοβήθηκαν ότι οι νεοφερμένοι θα απαιτούσαν αποκατάσταση. Μάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους Γάλλους και οι πρώτοι ανακάλυψαν με ενθουσιασμό τον αγώνα για την ανεξαρτησία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ετσι ξεκίνησε η ψεύτικη ιστορία της πόλης» γράφει ο Φισκ.
Η μεγαλύτερη πηγή γνώσης για αυτή την περίοδο είναι ο Ουμίτ Κουρτ, απόφοιτος του Χάρβαρντ, κουρδοαραβικής καταγωγής, που γεννήθηκε στο σύγχρονο Γκαζίαντεπ. Ο κ. Κουρτ, που σήμερα διδάσκει στο Κέντρο Μεσανατολικών Σπουδών του Χάρβαρντ, έκανε το διδακτορικό του για τους Αρμένιους του Αντέπ από το 1890 και μετά, επικεντρωνόμενος στη μεταβίβαση περιουσιών, στις κατασχέσεις, στις απελάσεις και στο μακελειό. Το συμπέρασμά του είναι θλιβερό: «Η περίφημη μάχη του Αϊντάμπ [sic] κατά των Γάλλων ήταν τόσο ένας οργανωμένος αγώνας μιας ομάδας ωφελημένων από τη γενοκτονία που ήθελαν να κρατήσουν τα λάφυρά τους όσο και ένας αγώνας εναντίον μιας κατοχικής δύναμης».

Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το Αντέπ τον Δεκέμβριο του 1919. Το νέο τουρκικό κράτος απένειμε στους μουσουλμάνους μαχητές της πόλης τον τιμητικό τίτλο «γκαζί» - «βετεράνοι» - και το Αντέπ έγινε Γκαζίαντεπ. Η μητρόπολη μετονομάστηκε σε «Τέμενος της Απελευθέρωσης» - «Κουρτουλούς Τζαμί» - προς τιμήν της νίκης επί των Γάλλων.

Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι των Οθωμανών

Σύμφωνα με την επίσημη τουρκική εκδοχή, οι Αρμένιοι πέθαναν «τραγικά» στο χάος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και οι μουσουλμάνοι. Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι παρακολούθησαν τη γενοκτονία. Ο Χίτλερ ρώτησε ο 1939 τους στρατηγούς του οι οποίοι «θυμήθηκαν» τους σφαγιασθέντες Αρμενίους.
«Η επίσημη τουρκική εκδοχή για την τύχη των αρχικών Αρμενίων του Γκαζίαντεπ αναφέρεται στη "μετεγκατάστασή" τους - όρο που χρησιμοποιούσαν και οι ναζί όταν έστελναν τους Εβραίους προς εξολόθρευση στην Ανατολική Ευρώπη. Πέρυσι, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετέφερε επίτηδες την ημέρα του εορτασμού της μάχης της Καλλίπολης του 1915, για να συμπέσει με την ημέρα μνήμης της έναρξης της γενοκτονίας των Αρμενίων, σε μια προσπάθεια να εξαλείψει κάθε ανάμνηση από το έγκλημα - αλλά η κυβέρνηση επέτρεψε στους Αρμενίους να παρελάσουν στην Κωνσταντινούπολη για να τιμήσουν τους νεκρούς τους του 1915» καταλήγει ο Φισκ.
 
 
 
 
Πηγή: tovima.gr

Αντιμετωπίζοντας την ιστορική αλήθεια

Αντιμετωπίζοντας την ιστορική αλήθεια: Η άποψη ενός ιστορικού της Τουρκίας για το ζήτημα της Γενοκτονίας

Έρικ Γιαν Ζούρκερ*

Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, ένας καθηγητής που ασχολείται με την ιστορία της Τουρκίας τον 20ό αιώνα, όπως ο υπογράφων, έχει κάθε λόγο να έχει άποψη.

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν ηθικοί λόγοι, γιατί να συμβαίνει αυτό. Οι ιστορικοί της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Τουρκίας στον 20ό αιώνα, έχουν ιδιαίτερη ευθύνη. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συνεχίζεται μια κατάσταση, όπως την ήξερα όταν ήμουν φοιτητής και νεαρός καθηγητής πανεπιστημίου στη δεκαετία του 1970 και του 1980, όταν – παρά το γεγονός ότι εκτός του τομέα μας, η Γενοκτονία υπήρξε αντικείμενο ιστορικής έρευνας επί 50 χρόνια – γνωρίζαμε ελάχιστα γι’ αυτό που είχε συμβεί το 1915. Τα σχολικά μας εγχειρίδια το ανέφεραν ως μια απλή ιστορική υποσημείωση ή και καθόλου, και ποτέ δεν το είχαν χαρακτηρίσει ως «γενοκτονία». Οι καθηγητές μας ποτέ δεν το είχαν συζητήσει.
Ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα ηθικό ζήτημα. Οι ιστορικοί της Τουρκίας έχουν επίσης κάτι συγκεκριμένο να καταθέσουν. Σήμερα που τα περιγράμματα και πολλές λεπτομέρειες της Γενοκτονίας έχουν τεκμηριωθεί τόσο καλά από την ιστορική έρευνα με βάση τα πρωτότυπα έγγραφα και τις μαρτυρίες, υπάρχουν, νομίζω, δύο πεδία στα οποία οι ιστορικοί της Τουρκίας μπορεί να συμβάλουν σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση, με βάση τις τουρκικές πηγές. Το πρώτο πεδίο έχει σχέση με τα αίτια και τα κίνητρα. Σε αυτό το χρονικό σημείο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τόσο οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις (η δημοφιλία του κοινωνικού δαρβινισμού, ο μιλιταρισμός, το θέμα των μεταρρυθμίσεων και οι εδαφικές διαφορές, η μαζική μετανάστευση των μουσουλμάνων προσφύγων) όσο και οι βραχυπρόθεσμες (οι οθωμανικές απώλειες του Βαλκανικού Πολέμου, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οθωμανική ήττα στο Σαρικαμίς, η βρετανική απόβαση στην Καλλίπολη και η εξέγερση στο Βαν) έπαιξαν κάποιο ρόλο.
Είναι σημαντικό να αναζητήσουμε τις αιτίες και τα κίνητρα, διότι μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που συνέβη. Δεν επηρεάζει το ζήτημα της Γενοκτονίας. Αυτό που είναι σημαντικό για τον ορισμό της Γενοκτονίας είναι η πρόθεση, η πρόθεση για την καταστροφή μιας εθνοτικής ή θρησκευτικής ομάδας, στο σύνολό της είτε εν μέρει. Το κίνητρο πίσω από την πρόθεση αυτή δεν έχει σημασία, διότι το επιχείρημα των αρνητών ότι αυτό που συνέβη το 1915 δεν μπορεί να θεωρηθεί Γενοκτονία επειδή οι Αρμένιοι υπήρξαν μια απειλή, είναι ανοησία, ακόμη και αν ο ισχυρισμός αυτός έχει κάποια βάση.
Το άλλο θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η σύγχρονη Τουρκία, όπως προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει διαμορφωθεί μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Έχω μελετήσει τις προσωπικές και ιδεολογικές συνέχειες ανάμεσα στο Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος και την Κεμαλική Δημοκρατία, οι οποίες είναι σημαντικές. Αλλά τα θέματα που απαιτούν τώρα την προσοχή μας (ολοένα και περισσότερο παίρνουν μεγάλες διαστάσεις και στη σημερινή Τουρκία) είναι η αλλαγή ιδιοκτησίας (ή κλοπή) της περιουσίας και ο εξισλαμισμός των Οθωμανών Αρμενίων. Το πρώτο, σε συνδυασμό με την οργανωμένη εξαγορά των ελληνικών περιουσιών, έθεσε τη βάση για την ανάδυση μιας τουρκικής αστικής τάξης την περίοδο της Δημοκρατίας. Ο εξισλαμισμός μεγάλου αριθμού Αρμενίων στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημαίνει ότι πολλοί Τούρκοι σήμερα έχουν αρμενικές ρίζες. Το να ανακαλύπτουν αυτές τις ρίζες έχει γίνει μια δημοφιλής ενασχόληση ανάμεσα στους προοδευτικούς Τούρκους κατά τα τελευταία χρόνια. Με άλλα λόγια: η Τουρκική Δημοκρατία όχι μόνο κουβαλάει την κληρονομιά ότι ιδρύθηκε και κυβερνήθηκε σε σημαντικό βαθμό από ανθρώπους που είχαν ενεργό ρόλο στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση της Γενοκτονίας, αλλά μεταφέρει επίσης μια υλική και προσωπική κληρονομιά των ίδιων των Αρμενίων.
Είμαι ευτυχής να αναφέρω ότι όχι μόνο στον κόσμο των τουρκικών σπουδών εν γένει, αλλά και μεταξύ των Τούρκων ιστορικών στην Τουρκία, ο αριθμός αυτών που ενδιαφέρονται πραγματικά για την εξεύρεση της αλήθειας και συζητούν ανοιχτά, αυξάνεται συνεχώς. Τόσο το πρωτοποριακό συνέδριο στο Πανεπιστήμιο «Μπιλγκί» το 2005, όσο και οι διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Χραντ Ντινκ το 2007 υπήρξαν ορόσημα.
Αυτό το νέο άνοιγμα είναι ένα ελπιδοφόρο σημάδι ότι η συμφιλίωση μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων είναι εφικτή. Η συμφιλίωση δεν μπορεί να οικοδομηθεί προφανώς πάνω στην άρνηση, ούτε στον συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός είναι το εργαλείο του πολιτικού και χρησιμεύει για να λύσει τα τρέχοντα ζητήματα, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την έρευνα για την ιστορική αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν μπορεί να δολοφονηθούν ελαφρώς. Ούτε η συμφιλίωση μπορεί να οικοδομηθεί στην έννοια, η οποία προωθείται σε μεγάλο βαθμό από την τωρινή τουρκική κυβέρνηση, ότι όλοι εκείνοι που υπέφεραν στα φοβερά χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Τουρκία θα πρέπει να τιμώνται κατά τον ίδιο τρόπο μαζί. Πιο πολλοί ήταν οι Γερμανοί που έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απ’ ότι οι Εβραίοι (αν και μερικοί από τους Γερμανούς ήταν Εβραίοι και μερικοί από τους Εβραίους Γερμανοί), αλλά η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ποτέ δεν θα μπορούσε να σκεφτεί και να υποστηρίξει ότι όλοι αυτοί θα πρέπει να μνημονεύονται με τον ίδιο τρόπο ως θύματα εκείνης της εποχής και των περιστάσεων.
Η αποδοχή της ιστορικής αλήθειας θα πάρει χρόνο, ακόμη κι αν ο κύκλος των Τούρκων ιστορικών που την προωθούν ενεργά αυξάνεται συνεχώς. Νεότερες γενιές Τούρκων (που σημαίνει η συντριπτική πλειονότητά τους, καθώς είναι μια νέα χώρα), έχοντας εκτεθεί στην εθνικιστική ρητορική, είτε στο σχολείο, είτε στη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας, είτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουν πραγματικά πειστεί ότι η ιστορία της Γενοκτονίας είναι ένα μεγάλο ψέμα. Σε αντίθεση με την πρώτη γενιά της Δημοκρατίας, δεν αρνούνται πλέον συνειδητά μια αλήθεια που γνωρίζουν πολύ καλά. Αυτό καθιστά ακόμη μεγαλύτερο το έργο της επανεκπαίδευσης του τουρκικού λαού και το άνοιγμα της συζήτησης. Αλλά η πόρτα πλέον έχει ανοίξει και δεν μπορεί να κλείσει. Ανάμεσα στους Κούρδους διανοούμενους βλέπουμε, επίσης, μια απίστευτη προθυμία να συζητήσουν τα γεγονότα του 1915 με ευρύτερο πνεύμα και καθαρό μυαλό. Αν συνειδητοποιήσουν στην Τουρκία ότι άτομα μπορεί να κατηγορηθούν και να καταδικαστούν για Γενοκτονία, αλλά όχι τα έθνη ή τα κράτη, τότε η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο εύκολη. Το σημερινό τουρκικό κράτος και η κοινωνία μπορούν να κατηγορηθούν δικαιωματικά για την άρνηση της Γενοκτονίας, αλλά όχι για το ίδιο το έγκλημα. Οι δράστες είναι νεκροί προ πολλού.
Η αναγνώριση είναι σημαντική όχι μόνο για τους Αρμένιους, αλλά και για την ίδια την Τουρκία. Όπως υποστήριξε ο Τανέρ Ακτσάμ πριν από λίγο καιρό, η Γενοκτονία πρέπει να αντιμετωπιστεί αν η Τουρκία εξελιχθεί σε μια πιο χαλαρή, πιο δημοκρατική, πιο ουμανιστική κοινωνία. Μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για να αφαιρέσει το κάλυμμα του στενού, ολοένα και πιο μολυσμένου θρησκευτικά εθνικισμού που πλανάται σ’ αυτήν την κοινωνία. Έτσι, ας ελπίσουμε ότι η εκατονταετηρίδα θα αποτελέσει το άνοιγμα μιας νέας σελίδας στην Ιστορία στην αντιμετώπιση της ιστορικής αλήθειας, προς το συμφέρον Τούρκων και Αρμενίων.

* Ο Erik-Jan Zürcher είναι καθηγητής Τουρκικών Σπουδών στα Πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Στοκχόλμης. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται κυρίως ως ένας ιστορικός που ενημερώνεται από τη θεωρία των κοινωνικών επιστημών και μπορεί να έχει πρόσβαση σε τουρκικές πρωτογενείς πηγές.

 

 

Πηγή: armenika.gr

Το Αρμένικο κοιμητήριο Λευκωσίας και η ιστορία του

Μάρτυρα της ιστορίας της αρμενικής κοινότητας στην Κύπρο πολύ πριν τη γενοκτονία αποτελεί το αρμενικό κοιμητήριο, που βρίσκεται στη Λευκωσία, κοντά στο Λήδρα Πάλας.

Κουβαλά μια ιστορία από τον 15ο αιώνα, αφού με βάση τα αρχεία και τις μελέτες που έγιναν, από τότε φαίνεται να προϋπήρχε ως χώρος ταφής. Δύο- τρία πράγματα για την ιστορία του κοιμητηρίου αυτού έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα, πέραν του συμβολισμού του για την κοινότητα των Αρμενίων στην Κύπρο. Μερικοί τάφοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όπως αυτός που έχει εγκατεστημένη μια λοξά κομμένη κολώνα, μασονικό σύμβολο του χωρισμού, και ένας άλλος που είναι οβελίσκος και μαυσωλείο.

Για πρώτη φορά η ύπαρξή του περιήλθε στην αντίληψή μου το 2008. Δεν είχαν ακόμη τελειώσει οι εργασίες εξωραϊσμού του και διερωτόμουν γιατί αυτό το κοιμητήριο αφέθηκε παρατημένο στο χρόνο και ποια άραγε ιστορία κουβαλά. Έλεγα συχνά ότι θα ήταν καλή ιδέα να γίνει κάποιο ρεπορτάζ, να μάθει ο κόσμος ότι κάπου εκεί στο Λήδρα Πάλας, κοντά στα Δικαστήρια, υπάρχει ένα αρμένικο κοιμητήριο με μια ιστορία.

Πέρασαν αρκετά χρόνια και η πρόσφατη επίσκεψή μου στο Σπίτι της Συνεργασίας για ρεπορτάζ μου ξαναθύμισε την ιδέα. Συνεπιβάτης μου, ή καλύτερα οδηγός, στο ταξίδι στο χρόνο για το αρμενικό κοιμητήριο ο ερευνητής -μελετητής Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας, ένας άνθρωπος που γνωρίζει ίσως καλύτερα από τον καθένα την ιστορία του κοιμητηρίου αυτού.

Σε επαφή μαζί του με έφερε η αρχαιολόγος Άννα Μαραγκού, η οποία ήταν η πρώτη που ήρθε στη σκέψη μου όταν θέλησα να ετοιμάσω αυτό το ρεπορτάζ/αφιέρωμα.

Μας επισκέφθηκε στο ΚΥΠΕ ο κ. Χατζηλύρας, πρόθυμος να μιλήσει για το κοιμητήριο και την πλούσια ιστορία του. Ξαφνιάστηκε κιόλας ευχάριστα που επιδείξαμε τέτοιο ενδιαφέρον και ήρθε φορτωμένος φωτογραφίες και υλικό από την πολυετή έρευνά του.

Από τη συνομιλία μας και τη νοερή επίσκεψή μου στο χώρο μέσα από την “ξενάγηση” του κ. Χατζηλύρα, δύο- τρία πράγματα μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση.

Μερικοί τάφοι στο κοιμητήριο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενας τάφος (Στεπάν Παπαζιάν, 1875) φιλοξενεί ταφόπλακα με επιγραφή στην Αρμένικη γραφή μεν, αλλά στην τουρκική γλώσσα, ένας δεύτερος (Αραξί Τζιλατζιάν, 1909) έχει εγκατεστημένη μια λοξά κομμένη κολώνα, μασονικό σύμβολο του χωρισμού, ένας τρίτος είναι οβελίσκος και μαυσωλείο (Πετρός Παρουνακιάν, 1928), ένας τέταρτος είναι του 1867 (Χακόπ Γκιουβεζιάν) και ένας μη αναγνωρίσιμος, του 1888, σε μορφή χατσκάρ (σταυρόπετρας). Επίσης εντυπωσιακές είναι οι μεσαιωνικές ταφόπλακες, με θυρεούς και οικόσημα.

Η ταφόπλακα στην Τουρκική γλώσσα αλλά με αρμένικο αλφάβητο βρίσκεται στον τάφο του Στεπάν Παπαζιάν, από τους νεαρότερους ίσως ταφέντες στο κοιμητήριο, ηλικίας οκτώ μόλις ετών. “Αυτή η ταφόπλακα είναι με αρμένικα γράμματα, αλλά στην τούρκικη γλώσσα, όπως τους Καραμανλήδες που μιλούσαν Τούρκικα, αλλά έγραφαν με ελληνικά γράμματα, αναγράφει 20 Αυγούστου του 1875 και το όνομα του παιδιού, Στεπάν Παπαζιάν. Σύμφωνα με την ταφόπλακα, το μωρό ήταν φιλάσθενο, ταλαιπωρείτο στον κόσμο αυτό για οκτώ χρόνια και βρήκε την ηρεμία του στην αιώνια ζωή”, μας λέει ο κ. Χατζηλύρας.

Ο Στεπάν ήταν γιος του Οχαννές Παπαζιάν από τη Γερζινκά και της Νεκτάρ Εραμιάν, κόρης του γνωστού γαιοκτήμονα της Δευτεράς, Αρτίν Μπογός Εραμιάν και της Κατερίνας Καρλέττι.

Ένα άλλο στοιχείο για τον ιστορικό αυτό χώρο, που έχει σημασία για τους Αρμένιους, είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια απόδειξη ότι Αρμένιοι υπήρχαν στο νησί αιώνες πριν τη Γενοκτονία.

Σημαντικό επίσης στοιχείο είναι το γεγονός ότι όταν επισκέφθηκε τη νέα αποικία το 1878-1879 ο Υπολοχαγός Μηχανικού, Οράτιος Χέρμπερτ Κίτσενερ (1850-1916), ο οποίος αργότερα θα εργαζόταν στην τριγωνομετρική χωρομέτρηση του νησιού, ετοίμασε χάρτη της Λευκωσίας, ο οποίος σώζεται ως σήμερα και έχει σημειωμένα οκτώ σημεία έξω από τα τείχη της Λευκωσίας. Ένα από αυτά είναι το αρμένικο κοιμητήριο, κάτι που υποδηλοί τη σημασία του. Το κοιμητήριο είναι το μοναδικό σημείο στο χάρτη του Κίτσενερ το οποίο υπάρχει έως σήμερα.

Όπως μας αναφέρει ο ερευνητής -μελετητής Χατζηλύρας, ως χώρος ταφής το συγκεκριμένο κοιμητήριο φαίνεται να υπήρχε από το 15ο αιώνα, ακριβώς έξω από τα φράγκικα τείχη της Λευκωσίας.

“Ακριβή χρόνο ανέγερσης του χώρου ταφής δεν γνωρίζουμε, ωστόσο θεωρούμε πως καταστράφηκε μετά την ανέγερση των ενετικών τειχών, διότι ξέρουμε ότι οι Ενετοί όταν έφτιαχναν τα τείχη της Λευκωσίας για λόγους ασφαλείας δεν άφησαν ούτε δέντρο όρθιο, καθώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους Οθωμανούς ως προγεφύρωμα. Άρα, ούτε το κοιμητήριο θα γλύτωσε. Γύρω στο 1567-1570 ό,τι και αν υπήρχε εκεί καταστράφηκε”, μας λέει.

Δεν είναι γνωστό πότε ο χώρος αυτός, μετά την ισοπέδωση, μετατράπηκε στο αρμένικο κοιμητήριο που σώζεται σήμερα μας εξηγεί ο κ. Χατζηλύρας, από τις έρευνες όμως φαίνεται ότι η όποια πληροφόρηση θα υπήρχε καταστράφηκε εξαιτίας πυρκαγιάς στην Αρμένικη Μητρόπολη το 1860.

Η Μητρόπολη ιδρύθηκε στην Κύπρο το 973 και στοιχεία για τους Προκαθήμενούς της υπάρχουν από το 1179, αποσπασματικά για τη Λατινοκρατία και πιο πλήρη από την Τουρκοκρατία και μετά. “Αυτή η φωτιά μας στέρησε πάρα πολλά στοιχεία, άρα το οτιδήποτε υπήρχε πριν το 1860 και δεν διασώθηκε δεν το γνωρίζουμε”, μας αναφέρει. Ωστόσο, στοιχεία από τις αρμένικες οικογένειες του νησιού κατά την Τουρκοκρατία μαρτυρούν ότι γύρω στο 1810 πρέπει να έγιναν οι πρώτες ταφές στο χώρο, αν όχι πιο πριν.

“Τον Απρίλιο του 2005 καταστράφηκε στην ουσία ολόκληρο το νότιο τμήμα του κοιμητηρίου λόγω εργασιών με μπουλντόζα, και πιθανότατα από τις ταφόπλακες να μην μπορούμε να εξακριβώσουμε πότε έγιναν οι πρώτες ταφές”, ανέφερε.

Όπως μας αναφέρει ο κ. Χατζηλύρας, το 2005 αποφασίστηκε να γίνει ένας καθαρισμός του κοιμητηρίου και φαίνεται ότι ο οδηγός της μπουλντόζας δεν συνεννοήθηκε σωστά με αποτέλεσμα, βεβιασμένα, να καταστράφηκαν κάποιοι τάφοι.

Από τα στοιχεία που διασώζονται, το 1963 πριν την Τουρκανταρσία, ο Αντιπρόεδρος τότε Δρ. Φαζίλ Κουτσιούκ μετέφερε το ιατρείο του στην οδό Σαίξπηρ, στην οποία βρίσκεται το κοιμητήριο. Ζήτησε όπως φαίνεται να διαπλατυνθεί ο δρόμος και έτσι ο δρόμος πήρε το βόρειο μέρος του κοιμητηρίου για τη διαπλάτυνση.

“Περίπου εκατόν τάφοι κατεδαφίστηκαν και τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο δεύτερο κοιμητήριο στον Άγιο Δομέτιο, άρα πιθανώς το πιο παλιό τμήμα να ήταν το βόρειο, το οποίο και σήμερα δεν σώζεται. Δεν το γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας, αλλά ξέρουμε ότι ο Πάτερ Βαζκέν Σαντρουνί, που ήταν ο εφημέριος την εποχή εκείνη, όταν εκτάφηκαν τα οστά, τους έκαμε τρισάγιο έναν προς έναν και τους έθαψε σε ομαδικό τάφο στο δεύτερο κοιμητήριο στον Άγιο Δομέτιο”, μας εξηγεί ο κ. Χατζηλύρας.

Στη Μητρόπολη τα στοιχεία για τους ταφέντες στο κοιμητήριο ξεκινούν την 1η Νοεμβρίου 1877. Αυτό επειδή τότε έφτασε στην Κύπρο νέος εφημέριος, ο ιερέας Χοβαννές Σιαχινιάν, ο οποίος και θεώρησε καθήκον του να αρχίσει να καταγράφει τα νέα στοιχεία (βαπτίσεις, γάμους, ταφές κτλ.), ενώ έκαμε και μια απογραφή των 152 Αρμενίων που ζούσαν τότε στην Κύπρο.

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, στα τέλη της Τουρκοκρατίας η αρμενική κοινότητα της Κύπρου αριθμούσε γύρω στα 150-200 άτομα, τα οποία αυξήθηκαν σταδιακά για να ξεπεράσουν τα 600 στην απογραφή του 1911, αποτέλεσμα των προηγούμενων διωγμών αλλά και των ευκαιριών εργοδότησης στην Κύπρο.

“Λόγω της Γενοκτονίας, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ξαφνικά έχουμε ένα μπουλούκι από περίπου 9.000 πρόσφυγες, οι οποίοι είτε είχαν ως τελικό προορισμό την Κύπρο, είτε η Κύπρος ήταν απλά ο ενδιάμεσος σταθμός. Κάποιοι πέθαναν εδώ και για άλλους ήταν ο τελικός προορισμός, και ξαφνικά φτάνουμε σε 1.573 Αρμένιους κατά την απογραφή του 1921. Λόγω της αύξησης του αριθμού τους, πολλαπλασιάστηκαν και οι ταφές. Η τελευταία ταφή έγινε το 1931 και αυτό επειδή οι Άγγλοι, για λόγους δημόσιας υγείας, θεωρούσαν ότι τα κοιμητήρια πολύ κοντά στην πόλη έπρεπε να σταματήσουν τη λειτουργία τους”, μας εξηγεί.

Η ταφή του 1931 έγινε συγκεκριμένα στις 5 Ιουλίου και αφορά ένα βρέφος 9 μηνών (Πετρός Αϊνετζιάν), από τους νεαρότερους ταφέντες στο χώρο. Τότε η βρεφική θνησιμότητα δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.

Από το 1932 μέχρι και το 1963 κάποιες φορές το χρόνο πραγματοποιούνταν μνημόσυνα των ψυχών, τα λεγόμενα Ψυχοσάββατα. Ύστερα, για πολλά χρόνια, παραμελήθηκε λόγω και της γειτνίασης με την πράσινη γραμμή. Το 1988 έγινε μια μικρή επιδιόρθωση στο παρεκκλήσι εντός του κοιμητηρίου, αλλά η ουσιαστική αναστήλωση ξεκίνησε το 2008.

“Άρχισαν εργασίες τον Ιούνιο του 2008 που διήρκεσαν ως το Μάιο του 2009, χάρη στην πρωτοβουλία και τις προσπάθειες του Εκπροσώπου των Αρμενίων στη Βουλή, Βαρτκές Μαχτεσιάν, και της Αρμενικής Εθναρχίας. Εξασφαλίστηκε σημαντικό κονδύλι από το Υπουργείο Εσωτερικών και το κοιμητήριο επιδιορθώθηκε και στέκει όπως το βλέπουμε σήμερα”.

Στα τέλη του Μαρτίου του 2010 τοποθετήθηκε η αναμνηστική πλάκα που σήμερα βλέπουμε εισερχόμενοι στο κοιμητήριο, η οποία θεωρείται ίσως η μοναδική στο είδος της στην Κύπρο.

Αναγράφει τα ονόματα των 419 ταφέντων και τις χρονολογίες ταφής. Για παράδειγμα τα έτη 1877-1879 αναγράφεται από ένα όνομα, αλλά σε έτη που έχουμε περισσότερες από μία ταφή, τότε τα ονόματα αναγράφονται με αλφαβητική σειρά. Ο μέγιστος αριθμός ταφών σε μια χρονιά είναι 25, το 1922 και το 1926.

Όπως μας αναφέρει ο κ. Χατζηλύρας, με βάση τα αρχεία που υπάρχουν στη Μητρόπολη, από το 1877 μέχρι το 1931 έγιναν 463 καταγεγραμμένες ταφές (εκ των οποίων 44 μεταφέρθηκαν το 1963 στον Άγιο Δομέτιο), ωστόσο θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τάφηκαν εκεί περισσότερα άτομα.

“Θάβονταν εκεί και Καθολικοί και Προτεστάντες Αρμένιοι, που προφανώς δεν έκαναν την κηδεία στην Ορθόδοξη Αρμενική Εκκλησία, γι’ αυτό θεωρούμε ότι οι ταφές ήταν περισσότερες”, εξηγεί.

Στο παρεκκλήσι του Αγίου Παύλου, το οποίο είναι κλειδωμένο για λόγους ασφαλείας, όπως και το κοιμητήριο, υπάρχει μια ξύλινη Αγία Τράπεζα, μια εικόνα της Παναγίας με το Χριστό, ένα μικρό παγκάρι, το μανουάλι και κάποια στασίδια.

Η πύλη του κοιμητηρίου είναι, επίσης, σημαντική επειδή αυτή και το περιτείχισμα φτιάχτηκε με εισφορές του λαού το 1888 και φέρει σχετική επιγραφή. “Η πύλη αυτή δεν θυμίζει σύγχρονη εποχή, είναι μοναδική, σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ο ευεργέτης, Μπογός (Παύλος) Κ. Οτατζιάν από την Κωνσταντινούπολη (1853-1891), ήρθε να εργαστεί ως διερμηνέας στην Κύπρο και εις μνήμη του το 1892 φτιάχτηκε το παρεκκλήσι. Ο τάφος του βρίσκεται δίπλα στο παρεκκλήσι, ακριβώς μπροστά από τον τάφο του επίσης Κωνσταντινουπολίτη αρχιμεταφραστή και αρχιδιερμηνέα Απισογόμ Ουτιτζιάν (1853-1929)", μας λέει ο κ. Χατζηλύρας.

Ο ίδιος, μετά τα τόσα χρόνια ερευνών του και τη βαθιά του γνώση για το αντικείμενο, θεωρεί ότι το κοιμητήριο αυτό πρέπει να αναδειχθεί και να υπάρξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους κρατικούς φορείς και αρμόδιους για καταγραφή των ταφόπλακων που σώζονται, για δημιουργία κάποιου είδους σχεδιαγράμματος του κοιμητηρίου, με όλα τα ιστορικά στοιχεία που είναι γνωστά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικία που βρίσκεται απέναντι από το κοιμητήριο και είναι αυτή τη στιγμή περιφραγμένη, καθώς κρίθηκε επικίνδυνη, ανήκει σε μια Τουρκοκύπρια με το όνομα Εμινέ και με βάση τα ιστορικά στοιχεία εκεί έμενε ο πρώτος Γενικός Έφορος Προσκόπων Κύπρου, Χακόπ Παλαμουτιάν.

Επίσης, το σπίτι που είναι σε καλή κατάσταση και είναι στο σύμπλεγμα του Chateau Status, ανήκε στη λατινική οικογένεια Πιετρόνι ενώ το διπλανό οικοδόμημα το οποίο δεν έχει οροφή και φιλοξενεί διάφορες δεξιώσεις , ανήκε στην οικογένεια Τουμπουριάν, που ήταν Προτεστάντες Αρμένιοι.

Ιστορικό σύμβολο για την αρμενική κοινότητα της Κύπρου χαρακτήρισε το κοιμητήριο ο Πάτερ Μομίκ, της Αρμενικής Μητρόπολης.

“Είναι ένα ιστορικό μνημείο για μας, για τη Μητρόπολη αλλά και την ύπαρξη των Αρμενίων στην Κύπρο. Και πριν την αρμενική γενοκτονία πολύς κόσμος τάφηκε εκεί και μετά, μικρά μωρά τα οποία ήταν φιλάσθενα και άλλα άτομα που υπέφεραν λόγω της γενοκτονίας”, ανέφερε.

Ο Πάτερ Μομίκ αναφέρει ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι από το κοιμητήριο και τις ιστορικές αναφορές διαφαίνεται πως η Αρμένικη κοινότητα της Λευκωσίας ήταν πολύ παλιά. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι οι τάφοι εκεί έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα.

Θελήσαμε να έχουμε την άποψη και του Εκπροσώπου της Αρμενικής Κοινότητας στη Βουλή Βαρτκές Μαχτεσιάν, ο οποίος σημειώνει ότι το κοιμητήριο είναι πολύ σημαντικό για την κοινότητα διότι ακριβώς θυμίζει ότι οι Αρμένιοι ζούσαν στην Κύπρο πολύ πριν την Αρμενική Γενοκτονία καθώς επίσης και το γεγονός ότι εδώ είναι θαμμένοι οι πρόγονοί μας, αρκετοί από τους οποίους υπήρξαν πρόσφυγες της Γενοκτονίας.

“Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Υπουργείο Εσωτερικών για την οικονομική συμβολή του στην αναστήλωση του κοιμητηρίου και να δηλώσω ότι βλέπω θετικά το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί στους τουριστικούς περιπάτους της Λευκωσίας”, δήλωσε ο κ. Μαχτεσιάν.

Επικοινωνήσαμε με τον Σύνδεσμο Ξεναγών ο οποίος, μαζί με το Δήμο Λευκωσίας, έχει εμπλοκή στο καταρτισμό των περιπάτων.

'Όπως μας εξήγησε η Πρόεδρος του Συνδέσμου Πόπη Χατζηδημητρίου ο περίπατος αφορά την εντός των τειχών Λευκωσία και διαρκεί 2,5 ώρες.

“Νομίζω ότι εκ πρώτης όψεως δεν είναι εύκολο να συμπεριληφθεί, κυρίως λόγω απόστασης. Ο περίπατος ξεκινά από τα γραφεία του ΚΟΤ στη Λαϊκή Γειτονιά και συνεχίζεται προς τα κάτω, προς την Λήδρας και μετά προς την Αρχιεπισκοπή”, μας ανέφερε.

Υπάρχει όμως το πρόγραμμα περιπάτων της ΕΤΑΠ Λευκωσίας (Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής) για την πρωτεύουσα εκτός των τειχών που ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο και περιλάμβανε ως σημείο αναφοράς το κοιμητήριο. Οι συμμετέχοντας περνούσαν από το σημείο εκείνο και μπορούσαν να δουν το χώρο, όμως λόγω έλλειψης χρόνου δεν γίνεται λεπτομερής ξενάγηση εντός.

Η κ. Χατζηδημητρίου μας εξήγησε ότι λόγω καλοκαιριού και περιορισμένης προσέλευσης το πρόγραμμα αυτό αναστάληκε και θα ξεκινήσει και πάλι από Σεπτέμβρη- Οκτώβρη. “Ενδεχομένως να περιληφθεί και πάλι το σημείο αυτό, το κοιμητήριο, γίνονται σκέψεις, όμως δεν υπάρχει κάτι οριστικό”, μας ανέφερε.

Αναφορικά με τις ξεναγήσεις με λεωφορεία και ομάδες τουριστών, η κ. Χατζηδημητρίου μας εξήγησε ότι πλέον δεν περιλαμβάνεται η πράσινη γραμμή στο Λήδρα Πάλας ως σημείο ξενάγησης.

“Οι τουρίστες πάνε κατευθείαν στο Μουσείο για ξενάγηση και αν τυχόν πάμε προς το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου με λεωφορείο, γίνεται πέρασμα από τα δικαστήρια και το σημείο του κοιμητηρίου και βεβαίως γίνεται αναφορά και επεξήγηση από τον ξεναγό. Όμως, δεν είναι εύκολο να γίνει στάση εκεί”, μας ανέφερε.

(Η φωτογραφία στο ρεπορτάζ προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του κ. Χατζηλύρα).

 

 

Πηγή: foni-lemesos.com από ΚΥΠΕ

Η νέα απόφαση της Γαλλίας

Γράφει ο Νικόλαος Λυγερός

Μετά την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και λοιπών χριστιανών λαών από τη Γερμανία, η Τουρκία με το καθεστώς που έχει δυσκολεύτηκε. Τώρα όμως έρχεται και η νέα απόφαση της Γαλλίας που ποινικοποιεί την αμφισβήτηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας που έχει αναγνωρίσει η Γαλλία. Σε σχέση με την παλιά απόφαση έγινε μια σημαντική και στρατηγική αλλαγή. Διότι γνωρίζαμε ότι μετά την απόφαση της γαλλικής Βουλής και της γαλλικής Γερουσίας ήρθε η Επιτροπή των Σοφών να ανατρέψει την απόφαση ως αντισυνταγματική λόγω της παρουσίας του ποινικού δικαστηρίου. Ενώ τώρα δεν προβλέπεται η παρέμβαση αυτού του θεσμού. Βλέπουμε λοιπόν ότι και η Δικαιοσύνη μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι αντιλαμβάνονται και οι πιο καθυστερημένοι πόσο σημαντική είναι η στρατηγική σε αυτές τις αποφάσεις, διότι η διπλωματία δεν έχει τη θέση της σε θέματα που αφορούν γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας αφού δεν υπάρχει τρόπος διπλωματικός για την αντιμετώπιση του γενοκτόνου και το ίδιο ισχύει για τον γενοκτόνο της μνήμης. Γι’ αυτό τον λόγο όταν μάχεσαι για τις αναγνωρίσεις των γενοκτονιών δεν πρέπει να βασίζεσαι πάνω στη διπλωματία αλλά στην ιστορία και τη στρατηγική για να βλέπεις το παρελθόν και το μέλλον δίχως να στέκεσαι ακίνητος και εγκλωβισμένος μέσα στο παρόν θεωρώντας ότι όλα τα δεδομένα είναι δεδομένα και ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Διότι όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει αλλαγή κι όταν υπάρχει στρατηγική αυτή είναι φάσης τότε.

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Στον διαδικτυακό τόπο μας χρησιμοποιούμε Cookies με σκοπό τη βελτίωση της online εμπειρίας σας. Επιλέγοντας να συνεχίσετε την περιήγησή σας σε αυτόν, αποδέχεστε αυτομάτως τη χρήση των cookies. Περισσότερα...

Πολιτική Απορρήτου - Όροι Χρήσης - Περιορισμός Ευθύνης - Επικοινωνία Σχετικά με Προσωπικά Δεδομένα
Αποδέχομαι